Αναγνώριση σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 12ης Ιουνίου 2008 (*)

«Άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου – Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Έννοιες των “διαδοχικών συμβάσεων” και των “αντικειμενικών λόγων” που δικαιολογούν την ανανέωση των συμβάσεων αυτών – Μέτρα για την αποτροπή καταχρήσεων – Κυρώσεις – Αντιμετώπιση, σε εθνικό επίπεδο, των διαφορών και καταγγελιών – Περιεχόμενο της υποχρεώσεως σύμφωνης ερμηνείας»

Στην υπόθεση C‑364/07,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, υποβληθείσα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Αυγούστου 2007, στο πλαίσιο της δίκης

Σπυρίδων Βασιλάκης,

Θεόδωρος Γκισδάκης,

Πέτρος Γραμμένος,

Νικόλαος Γραμμένος,

Θεοδόσιος Γραμμένος,

Μαρία Καραβασίλη,

Ελευθέριος Κοντομάρης,

Σπυρίδων Κομνηνός,

Θεόφιλος Μεσημέρης,

Σπυρίδων Μοναστηριώτης,

Σπυρίδων Μουμούρης,

Νεκταρία Μέξα,

Νικόλαος Παππάς,

Χρήστος Βλάχος,

Αλέξανδρος Γρασσέλης,

Σταμάτιος Κουρτελέσης,

Κωνσταντίνος Πουλημένος,

Σάββας Σιδερόπουλος,

Αλέξανδρος Δελλής,

Μιχαήλ Ζέρβας,

Ιγνάτιος Κοσκιέρης,

Δημήτριος Ντάικος,

Χρήστος Ντράνος

κατά

Δήμου Κερκυραίων,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, J. N. Cunha Rodrigues, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Grass

κρίνοντας ότι πρέπει να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά τόσο την ερμηνεία της ρήτρας 5, σημεία 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και αποτελεί παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43), όσο και την έκταση της υποχρεώσεως σύμφωνης ερμηνείας που έχουν τα δικαστήρια των κρατών μελών καθώς και την αντιμετώπιση, σε εθνικό επίπεδο, των διαφορών και καταγγελιών που απορρέουν από την εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Σ. Βασιλάκη και 22 άλλων μισθωτών, εναγόντων της κύριας δίκης, και του εργοδότη τους Δήμου Κερκυραίων, εναγόμενου της κύριας δίκης, σχετικά με τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας που τους συνέδεαν με τον τελευταίο και σχετικά με τη μη ανανέωση των εν λόγω συμβάσεων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική ρύθμιση

3        Η οδηγία 1999/70 έχει ως βάση το άρθρο 139, παράγραφος 2, ΕΚ και ως σκοπό, κατά το άρθρο της 1, την «υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου […] που εμφαίνεται στο παράρτημα και η οποία συνήφθη […] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE, CEEP)».

4        Από την τρίτη, την έκτη, την έβδομη, την δέκατη τρίτη έως τη δέκατη πέμπτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας καθώς και από το πρώτο έως το τρίτο εδάφιο του προοιμίου και από τα σημεία 3, 5 έως 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι:

–        η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα με το να προσεγγίσουν, με σκοπό την πρόοδο, οι συνθήκες αυτές οι μεν τις δε, ιδίως όσον αφορά τις μορφές εργασίας εκτός από την εργασία αορίστου χρόνου, για να επιτευχθεί καλύτερη ισορροπία μεταξύ ευελιξίας του χρόνου εργασίας και ασφάλειας των εργαζομένων·

–        οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, οπότε κρίθηκε σκόπιμο να χρησιμοποιηθεί ένα νομικά δεσμευτικό κοινοτικό μέτρο που να έχει γίνει αντικείμενο επεξεργασίας σε στενή συνεργασία με τους αντιπροσωπευτικούς κοινωνικούς εταίρους·

–        τα μέρη της συμφωνίας-πλαισίου αναγνωρίζουν ότι, αφενός, οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων, καθόσον συμβάλλουν στην ποιότητα της ζωής των σχετικών εργαζομένων και στη βελτίωση της αποδόσεώς τους, αλλά ότι, αφετέρου, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων·

–        η συμφωνία-πλαίσιο διατυπώνει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, με το να δημιουργήσει μεταξύ άλλων ένα γενικό πλαίσιο τόσο για την εξασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων με σύμβαση ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις δυσμενείς διακρίσεις, όσο και για την αποτροπή των καταχρήσεων που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ αφήνει στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους τη φροντίδα να ορίσουν τα της εφαρμογής των εν λόγω αρχών και απαιτήσεων, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων·

–        έτσι, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως θεώρησε ότι η κατάλληλη πράξη για την εφαρμογή αυτής της συμφωνίας-πλαισίου είναι μια οδηγία, καθόσον η οδηγία δεσμεύει τα κράτη μέλη όσον αφορά το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί, αλλά τα αφήνει να επιλέξουν τους τύπους και τα μέσα προς τούτο·

–        ειδικότερα, όσον αφορά τους όρους που χρησιμοποιούνται στη συμφωνία-πλαίσιο, οι οποίοι όμως εκεί δεν ορίζονται με συγκεκριμένο τρόπο, η οδηγία 1999/70 αφήνει στα κράτη μέλη τη φροντίδα να τους διευκρινίσουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και/ή τις εθνικές πρακτικές, υπό την προϋπόθεση να τηρήσουν τη συμφωνία-πλαίσιο, και

–        κατά τα μέρη που υπέγραψαν τη συμφωνία-πλαίσιο, η στηριζόμενη σε αντικειμενικούς λόγους χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ένα μέσο αποτροπής των καταχρήσεων εις βάρος των εργαζομένων.

5        Κατά τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου:

«Σκοπός της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου είναι:

α)      η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·

β)      η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»

6        Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει:

«1.      Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.

2.       Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αποφασίσουν ότι η παρούσα συμφωνία δεν εφαρμόζεται:

α)      στις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας·

β)      στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης.»

7        Η ρήτρα 3 της ίδιας συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος.

2.       Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων.

Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»

8        Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει:

«1.      Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)       αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)       τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2.      Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)       θεωρούνται “διαδοχικές”·

β)       χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

9        Η ρήτρα 8 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει:

«1.      Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

[…]

3.       Η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία.

[…]

5.       Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με την νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο.

[…]»

10      Κατά το άρθρο 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2001 ή διασφαλίζουν, το αργότερο την ημερομηνία αυτή, ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν είναι απαραίτητο και ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες δυσχέρειες ή η υλοποίηση με συλλογική σύμβαση, να διαθέτουν συμπληρωματικό χρονικό διάστημα ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο. Οφείλουν να πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή για τα ζητήματα αυτά.»

11      Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

 Η εθνική ρύθμιση

12      Η Ελληνική Κυβέρνηση πληροφόρησε την Επιτροπή ότι σκόπευε να χρησιμοποιήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70 ευχέρεια να λάβει συμπληρωματική προθεσμία ενός έτους για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας αυτής, οπότε λόγω της πιο πάνω παρατάσεως η προθεσμία αυτή έληξε στις 10 Ιουλίου 2002.

13      Το πρώτο μέτρο μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή το προεδρικό διάταγμα 81/2003 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου» (ΦΕΚ A΄ 77/2.4.2003), τέθηκε σε ισχύ στις 2 Απριλίου 2003.

14      Βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 81/2003, το διάταγμα αυτό είχε εφαρμογή επί των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου.

15      Το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 81/2003 όριζε:

«1.      Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο.

α)      Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως:

[…] Αν η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη Νόμου ή κανονιστική διάταξη.

[…]

3.      Σε περίπτωση που η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να συντρέχει ένας από τους λόγους της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, υπερβαίνει συνολικά τα δύο (2) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. […] Το βάρος της ανταπόδειξης, σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης.

4.      Διαδοχικές θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) εργασίμων ημερών.»

16      Στη συνέχεια, το διάταγμα αυτό τροποποιήθηκε με το προεδρικό διάταγμα 180/2004 (ΦΕΚ A΄ 160/23.8.2004), το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 23 Αυγούστου 2004.

17      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 81/2003 αντικαταστάθηκε με το ακόλουθο κείμενο:

«[…] το παρόν προεδρικό διάταγμα εφαρμόζεται στους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίοι απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα […]».

18      Με τη θέση σε ισχύ του προεδρικού διατάγματος 180/2004, το παλαιό κείμενο του άρθρου 5 του προεδρικού διατάγματος 81/2003 καταργήθηκε και η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού έχει πλέον ως εξής:

«Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως:

Αν δικαιολογείται από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση, όπως η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας, ή η ορισμένη διάρκεια βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση, ή γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση, ή γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός […]».

19      Το δεύτερο μέτρο μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 στην ελληνική έννομη τάξη τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουλίου 2004 με το προεδρικό διάταγμα 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» (ΦΕΚ A΄ 134/19.7.2004). Το τελευταίο διάταγμα μετέφερε την οδηγία 1999/70 στην ελληνική νομοθεσία που έχει εφαρμογή επί του προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

20      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος:

«Οι διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα […] καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας.»

21      Το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 έχει ως εξής:

«Διαδοχικές συμβάσεις

1.      Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών.

2.       Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης.

[…]

4.       Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου.»

22      Το άρθρο 6 του εν λόγω διατάγματος ορίζει:

«1.      Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας.

2.       Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς.»

23      Το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 περιέχει τις ακόλουθες μεταβατικές διατάξεις:

«1.      Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση.

β)       Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση.

γ)       Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός.

δ)       Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση.

2.       Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου ΟΤΑ, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις, υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος.

3.      Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού [στο εξής: ΑΣΕΠ], το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων.

4.      Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα […] καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις […].

5.      Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης.

[…]»

24      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων (ΦΕΚ Β΄ 11/18.3.1920) ορίζει:

«Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου.»

25      Κατά τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο οι ενάγοντες της κύριας δίκης, ο νόμος αυτός έχει εφαρμογή επί των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου που συνήφθησαν στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα.

26      Το άρθρο 21 του νόμου 2190/1994 «Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης» (ΦΕΚ A΄ 28/3.3.1994) ορίζει:

«1.      Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα […] επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων.

2.       Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες.»

27      Σύμφωνα με το άρθρο 101Α του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και με τα άρθρα 1 έως 6 του νόμου 3051/2002, το ΑΣΕΠ είναι εθνική διοικητική αρχή επιφορτισμένη με την επιλογή των δημοσίων υπαλλήλων μέσω ειδικού διαγωνισμού, με τη διενέργεια γραπτού διαγωνισμού για την πρόσληψη των καθηγητών του Δημοσίου και με τον έλεγχο των οργάνων του δημόσιου τομέα όσον αφορά την επιλογή μόνιμου ή εποχιακού προσωπικού.

28      Το άρθρο 103 του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας έχει ως εξής:

«[…]

2.      Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου.

[…]

8.      Νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου.»

29      Το άρθρο 103, παράγραφος 8, του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας τέθηκε σε ισχύ στις 17 Απριλίου 2001, δηλαδή μετά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας 1999/70, αλλά πριν από τη λήξη τόσο της αρχικής προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής, δηλαδή τη 10η Ιουλίου 2001, όσο και της συμπληρωματικής προθεσμίας που προβλεπόταν από το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, δηλαδή τη 10η Ιουλίου 2002.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

30      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης συνήψαν, σε διάφορες ημερομηνίες, με τον Δήμο Κερκυραίων, ο οποίος ως οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως ανήκει, κατά το ελληνικό δίκαιο, στον δημόσιο τομέα, ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «συμβάσεις έργου».

31      Στην απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχονται πληροφοριακά στοιχεία ως προς τη φύση της εργασίας που εκτελέστηκε από τους ενάγοντες της κύριας δίκης βάσει των εν λόγω συμβάσεων ούτε ως προς τις ημερομηνίες συνάψεως των συμβάσεων αυτών.

32      Πάντως, κατά τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο Δήμος Κερκυραίων, οι εν λόγω ενάγοντες προσλήφθηκαν από τον δήμο αυτόν μεταξύ του 1994 και του 1996 για την εκτέλεση διάφορων εργασιών, ιδίως δε συντηρήσεως και επισκευών. Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει και ότι ναι μεν κάθε σύμβαση ορισμένου χρόνου, η οποία άλλωστε είχε πάντα το ίδιο αντικείμενο, έπρεπε να λήξει με το πέρας των σχετικών εργασιών, πλην όμως οι εν λόγω συμβάσεις ανανεώνονταν συνεχώς, οπότε δύναται να θεωρηθεί ότι στην πράξη κάθε ένας από τους ενάγοντες της κύριας δίκης ουδέποτε έπαυσε να εργάζεται για τον δήμο αυτόν, και τούτο από τότε που προσλήφθηκε.

33      Οι εν λόγω ενάγοντες ισχυρίζονται επομένως ότι οι διαδοχικές συμβάσεις τους ορισμένου χρόνου έγιναν συμβάσεις αορίστου χρόνου, καλύπτουσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δήμου Κερκυραίων. Συναφώς, ζήτησαν από τον εργοδότη τους να επανεξετάσει προς αυτή την κατεύθυνση τη φύση των εργασιακών τους σχέσεων. Προβάλλουν ότι ο τελευταίος αρνείται τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεών τους εργασίας με την αιτιολογία ότι περατώθηκαν τα έργα για τα οποία προσλήφθηκαν και ότι παρήλθε ο συμπεφωνημένος χρόνος διάρκειας των εν λόγω συμβάσεων.

34      Κατά συνέπεια, αντιμέτωποι με την άρνηση του Δήμου Κερκυραίων, προσέφυγαν στα ελληνικά δικαστήρια, στις 26 Απριλίου 2004, με αίτημα οι συμβάσεις τους εργασίας να μετατραπούν βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, ερμηνευομένου υπό το φως των ρητρών της συμφωνίας-πλαισίου που αποτελεί παράρτημα της οδηγίας 1999/70.

35      Κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 164/2004, το οποίο, στο άρθρο του 11, προβλέπει μια διαδικασία μετατροπής, υπό ορισμένες σωρευτικές προϋποθέσεις, των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, οι ενάγοντες ζήτησαν να μετατραπούν οι συμβάσεις τους σύμφωνα με τη νέα αυτή διαδικασία.

36      Κατά τις παρατηρήσεις του Δήμου Κερκυραίων, το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο του νομού Κέρκυρας έκρινε, με απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2004, ότι οι εργαζόμενοι που προσέφυγαν σε αυτό πληρούν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, και επομένως για τη μετατροπή των συμβάσεών τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

37      Η θετική αυτή κρίση διαβιβάστηκε αμέσως στο ΑΣΕΠ σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος.

38      Η τελευταία αρχή συνήγαγε αντιθέτως ότι δεν πληρούνται οι κατά το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 προϋποθέσεις μετατροπής των συμβάσεων, καθόσον «από το χρόνο της αρχικής των συνάψεως κατά τα έτη 1996 ή 1997 δεν εμεσολάβησε καμία ανανέωση».

39      Κατόπιν αυτού, οι ενάγοντες της κύριας δίκης προσέφυγαν στα διοικητικά δικαστήρια κατά της απορριπτικής αποφάσεως του ΑΣΕΠ. Η αίτηση ακυρώσεως που κατέθεσαν δεν έχει ακόμη συζητηθεί και, κατ’ αυτούς, δεν είναι βέβαιο ότι θα κηρυχθεί βάσιμη.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Ο εθνικός Δικαστής πρέπει να ερμηνεύει το εθνικό του Δίκαιο –στο μέτρο του δυνατού– σύμφωνα με Οδηγία, η οποία μεταφέρθηκε εκπρόθεσμα στην εσωτερική έννομη τάξη από

α)      το χρονικό σημείο που τέθηκε σε ισχύ η Οδηγία ή

β)      το χρονικό σημείο που παρήλθε άπρακτη η προθεσμία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο ή

γ)      το χρονικό σημείο που τέθηκε σε ισχύ το εθνικό μέτρο προσαρμογής;

2)       Η ρήτρα 5 [σημείο] 1 της Συμφωνίας Πλαισίου […] που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Οδηγίας 1999/70 […] έχει την έννοια ότι αντικειμενικό λόγο συνεχών ανανεώσεων ή κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να αποτελεί, εκτός από τους λόγους που συνδέονται με τη φύση, το είδος, τα χαρακτηριστικά της παρεχόμενης εργασίας ή άλλους παρεμφερείς λόγους, το ότι απλώς και μόνο η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη Νόμου ή κανονιστική διάταξη;

3)      Η ρήτρα 5 [σημεία] 1 και 2 της Συμφωνίας Πλαισίου […] που […] αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Οδηγίας 1999/70 […] μπορεί να ερμηνευθεί με την έννοια ότι εθνικές διατάξεις, οι οποίες ορίζουν ότι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές, μόνο εφόσον δεν απέχουν μεταξύ τους χρονικό διάστημα ανώτερο των τριών (3) μηνών και, περαιτέρω, το τεκμήριο υπέρ του εργαζομένου, το οποίο εισάγουν, για να αναγνωρισθούν διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας του ορισμένου χρόνου ως αορίστου, στηρίζονται υποχρεωτικά στην παραπάνω προϋπόθεση;

4)      Είναι συμβατή με την αρχή της αποτελεσματικότητας του Κοινοτικού δικαίου και το σκοπό της ρήτρας 5 [σημεία] 1 και 2 σε συνδυασμό με τη ρήτρα 1 της Συμφωνίας Πλαισίου […] η οποία […] αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Οδηγίας 1999/70 […] η απαγόρευση μετατροπής διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου από την εθνική διάταξη του άρθρου 21 Ν. 2190/1994, οι οποίες συνάπτονται βέβαια ως ορισμένου χρόνου για την κάλυψη εκτάκτων ή εποχικών αναγκών του εργοδότη, αλλά με σκοπό να καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του;

5)      Είναι συμβατό με την αρχή της αποτελεσματικότητας του Κοινοτικού δικαίου και το σκοπό της ρήτρας 5 [σημεία] 1 και 2 σε συνδυασμό με τη ρήτρα 1 της Συμφωνίας Πλαισίου […] η οποία […] αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Οδηγίας 1999/70 […] το γεγονός ότι με βάση εθνική διάταξη που θεσπίσθηκε κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω οδηγίας την τελική κρίση για τη δυνατότητα ή μη μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου έχει ανεξάρτητη διοικητική αρχή με την επωνυμία [ΑΣΕΠ];»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

41      Χωρίς να προβάλουν ρητώς ένσταση απαραδέκτου, η Ελληνική Δημοκρατία και η Ιρλανδία υπογράμμισαν ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει ακριβή περιγραφή του ιστορικού της διαφοράς της κύριας δίκης. Παρατηρούν ότι δεν αναφέρονται ούτε η ημερομηνία κατά την οποία οι ενάγοντες άρχισαν να απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ούτε η ημερομηνία κατά την οποία έληξαν οι ίδιες συμβάσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι σαφής ο πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ των προδικαστικών ερωτημάτων και των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης.

42      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία έχει θεσμοθετήσει το άρθρο 234 ΕΚ, μόνο του εθνικού δικαστή, ο οποίος εκδικάζει τη διαφορά και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, έργο είναι να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να είναι σε θέση να εκδώσει την απόφασή του όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που θέτει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο κατ’ αρχήν οφείλει να αποφανθεί (βλ. τις αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψη 41, και της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑238/05, Asnef‑Equifax και Administración del Estado, Συλλογή 2006, σ. I‑11125, σκέψη 15).

43      Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, έργο του Δικαστηρίου είναι, για να εξακριβώσει την αρμοδιότητά του, να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του ζητήθηκε από τον εθνικό δικαστή η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της προδικαστικής παραπομπής συνεπάγεται ότι, από την πλευρά του, ο εθνικός δικαστής λαμβάνει υπόψη τη λειτουργία που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, η οποία συνίσταται στο να συμβάλλει το Δικαστήριο στην απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι στο να διατυπώνει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ερωτημάτων (βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 42, και Asnef-Equifax και Administración del Estado, σκέψη 16).

44      Συναφώς, η απόρριψη αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον αν είναι πρόδηλο ότι η ζητηθείσα ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει σχέση με υπαρκτή διαφορά ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ακόμη όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του τέθηκαν (προαναφερθείσα απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado, σκέψη 17).

45      Εν προκειμένω, είναι αλήθεια ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν διευκρινίζει ούτε την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος ούτε τη διάρκεια των διαφόρων συμβάσεων ορισμένου χρόνου που είναι επίμαχες στην κύρια δίκη. Επιπλέον, από ορισμένες παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο φαίνεται ότι ναι μεν δύο από τους ενάγοντες προσλήφθηκαν για πρώτη φορά το 1999, πλην όμως οι περισσότεροι από αυτούς προσλήφθηκαν από τον Δήμο Κερκυραίων για πρώτη φορά μεταξύ του 1994 και του 1996, δηλαδή πριν από την έναρξη της ισχύος και μάλιστα πριν από την έκδοση της οδηγίας 1999/70.

46      Ωστόσο, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο τόσο ο Δήμος Κερκυραίων όσο και οι ενάγοντες της κύριας δίκης προκύπτει ότι οι τελευταίοι απασχολήθηκαν, χωρίς διακοπή, από τον δήμο αυτόν βάσει διαδοχικών συμβάσεων και σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, και τούτο από τότε που έγινε η αρχική τους πρόσληψη. Κατά συνέπεια, οι περισσότερες ανανεώσεις των συμβάσεων αυτών φαίνεται να είναι μεταγενέστερες της ημερομηνίας κατά την οποία η οδηγία 1999/70 έπρεπε να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές δεν είναι πρόδηλο ότι η ζητηθείσα ερμηνεία της οδηγίας 1999/70 δεν έχει σχέση με πραγματική διαφορά ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, το οποίο σαφώς δεν είναι υποθετικής φύσεως, ή ότι η εν λόγω ερμηνεία δεν έχει σημασία για τη λύση των διαφορών τις οποίες εκδικάζει το αιτούν δικαστήριο. Επιπλέον, το Δικαστήριο διαθέτει επαρκή πληροφοριακά στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

48      Ασφαλώς, παραμένει έργο του αιτούντος δικαστηρίου να εξακριβώσει, για κάθε επίμαχη στην κύρια δίκη διαδοχική σύμβαση ορισμένου χρόνου, αν η σύμβαση αυτή αφορά το χρονικό διάστημα πριν ή μετά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας 1999/70 στην Ελληνική Δημοκρατία.

49      Πρέπει να υπομνησθεί και ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι στην απόφαση περί παραπομπής δεν υπάρχουν διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να καθορίσει ποιο από τα προεδρικά διατάγματα 81/2003, 164/2004 ή 180/2004 έχει εφαρμογή στην κατάσταση των εναγόντων της κύριας δίκης.

50      Πάντως, λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

51      Σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα είναι πανομοιότυπη με ερώτημα επί του οποίου το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ή όταν η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα μπορεί να συναχθεί με σαφήνεια από τη νομολογία, το Δικαστήριο δύναται ανά πάσα στιγμή, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

52      Στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να εφαρμοστεί η εν λόγω δικονομική διάταξη.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

53      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να καθοριστεί, στην περίπτωση που μια οδηγία μεταφέρθηκε εκπρόθεσμα στην έννομη τάξη του σχετικού κράτους μέλους και οι σχετικές διατάξεις της δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα, από ποιο χρονικό σημείο τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται στο πλαίσιο αυτό αν αυτή η υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας υπάρχει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της σχετικής οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία αντιστοιχεί στην ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της έναντι των αποδεκτών κρατών μελών, ή από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας ή ακόμη από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των εθνικών διατάξεων για την εφαρμογή της οδηγίας.

54      Όπως το Δικαστήριο εξέθεσε στη σκέψη 48 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αδενέλερ κ.λπ., στις σκέψεις 106 έως 124 της οποίας δόθηκε απάντηση σε πανομοιότυπο ερώτημα, το ερώτημα αυτό σχετικά με το περιεχόμενο της υποχρεώσεως σύμφωνης ερμηνείας είναι χρήσιμο μόνο στο μέτρο που η απάντηση του Δικαστηρίου σε ένα ή περισσότερα από τα άλλα προδικαστικά ερωτήματα μπορεί να οδηγήσει το αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν ένας κανόνας του εσωτερικού δικαίου συνάδει με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου.

55      Εφόσον, λόγω των απαντήσεων του Δικαστηρίου στα άλλα ερωτήματα που τέθηκαν εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να υποχρεωθεί να προβεί στην εξέταση αυτή, και για να διευκολυνθεί η κατανόηση ορισμένων πτυχών των εν λόγω απαντήσεων, πρέπει να εξεταστεί πρώτα το πρώτο ερώτημα.

56      Όταν εφαρμόζουν το εσωτερικό δίκαιο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν, στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της σχετικής οδηγίας, για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, και επομένως να συμμορφώνονται με το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I‑8835, σκέψη 113 και παρατιθέμενη νομολογία, και την προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 108). Η εν λόγω υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας αφορά το σύνολο των διατάξεων του εθνικού δικαίου, τόσο των προγενέστερων όσο και των μεταγενέστερων της περί ης πρόκειται οδηγίας (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑106/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. I‑4135, σκέψη 8, και την προαναφερθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 115).

57      Η επιταγή σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι σύμφυτη με το σύστημα της Συνθήκης ΕΚ, καθόσον παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου όταν αποφαίνονται επί των διαφορών που εκδικάζουν (βλ., μεταξύ άλλων, την προαναφερθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 114).

58      Ασφαλώς, η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αναφερθεί στο περιεχόμενο μιας οδηγίας όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εθνικού δικαίου έχει ως όρια τις γενικές αρχές του δικαίου, και μεταξύ αυτών εκείνες της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, και δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, C‑105/03, Pupino, Συλλογή 2005, σ. I‑5285, σκέψεις 44 και 47).

59      Ωστόσο, η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας απαιτεί να πράττουν τα εθνικά δικαστήρια ό,τι εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωριζόμενες από αυτό μεθόδους ερμηνείας, για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της σχετικής οδηγίας και να καταλήξουν σε λύση σύμφωνη με τον σκοπό της οδηγίας αυτής (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., σκέψεις 115, 116, 118 και 119).

60      Άλλωστε, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από μια οδηγία δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί διά της ερμηνευτικής οδού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, C‑6/90 και C‑9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I‑5357, σκέψη 39), το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει στα κράτη μέλη να αποκαθιστούν τις ζημίες που έχουν προκαλέσει στους ιδιώτες λόγω μη μεταφοράς μιας οδηγίας, αρκεί να πληρούνται τρεις προϋποθέσεις. Πρώτα απ’ όλα, η σχετική οδηγία πρέπει να έχει ως σκοπό την παροχή δικαιωμάτων σε ιδιώτες. Στη συνέχεια, το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών πρέπει να μπορεί να προσδιοριστεί βάσει των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας. Τέλος, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως του κράτους μέλους και της ζημίας που προκλήθηκε (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C‑91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. I‑3325, σκέψη 27).

61      Για να καθοριστεί ακριβέστερα από ποια ημερομηνία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν την αρχή της σύμφωνης ερμηνείας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η υποχρέωση αυτή, η οποία απορρέει από τα άρθρα 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και από την ίδια τη σχετική οδηγία, έχει επιβληθεί μεταξύ άλλων για την περίπτωση που δεν υπάρχει άμεσο αποτέλεσμα μιας διατάξεως οδηγίας, είτε πρόκειται για διάταξη που δεν είναι αρκούντως σαφής, ακριβής και ανεξάρτητη από προϋποθέσεις για την παραγωγή τέτοιου αποτελέσματος είτε πρόκειται για διαφορά στην οποία αντίδικοι είναι μόνον ιδιώτες (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 113).

62      Πρέπει να προστεθεί ότι, πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας, δεν μπορεί να προσαφθεί στα κράτη μέλη ότι ακόμη δεν έλαβαν τα μέτρα εφαρμογής της στην έννομη τάξη τους (βλ. την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C‑129/96, Inter-Environnement Wallonie, Συλλογή 1997, σ. I‑7411, σκέψη 43, και την προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 114).

63      Επομένως, σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς μιας οδηγίας, η γενική υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο σύμφωνα με την οδηγία υπάρχει μόνον από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής.

64      Από τα πιο πάνω προκύπτει κατ’ ανάγκην ότι, σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς μιας οδηγίας, η ημερομηνία –την οποία το αιτούν δικαστήριο αναφέρει στο στοιχείο γ΄ του πρώτου ερωτήματός του– κατά την οποία όντως άρχισε η ισχύς των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο σχετικό κράτος μέλος δεν είναι το κατάλληλο κριτήριο. Συγκεκριμένα, η λύση αυτή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή του ιδίως μέσω των οδηγιών (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 116).

65      Άλλωστε, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας την οποία αναφέρει το στοιχείο α΄ του πρώτου ερωτήματος και για να δοθεί πλήρης απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να λάβουν, βάσει των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και της ίδιας της σχετικής οδηγίας, όλα τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή αποτελέσματος επιβάλλεται στο σύνολο των εθνικών αρχών, περιλαμβανομένων, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, των δικαστικών αρχών (βλ., μεταξύ άλλων, τις προαναφερθείσες αποφάσεις Inter-Environnement Wallonie, σκέψη 40, Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 110 και παρατιθέμενη νομολογία, και Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 117).

66      Επιπλέον, κατά το άρθρο 254, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οδηγίες είτε δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και, στην περίπτωση αυτή, αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία που ορίζουν ή, άλλως, την εικοστή μέρα από τη δημοσίευσή τους είτε κοινοποιούνται στους αποδέκτες τους οπότε αποκτούν ενέργεια με την κοινοποίηση αυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 118).

67      Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι, αναλόγως της περιπτώσεως, μια οδηγία παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του κράτους μέλους αποδέκτη –και επομένως όλων των εθνικών αρχών– κατόπιν της δημοσιεύσεώς της ή από την ημερομηνία κοινοποιήσεώς της (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 119).

68      Εν προκειμένω, η οδηγία 1999/70 διευκρινίζει, στο άρθρο της 3, ότι η ισχύς της αρχίζει την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δηλαδή στις 10 Ιουλίου 1999.

69      Πάντως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, από τη συνδυασμένη εφαρμογή τόσο των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ όσο και της ίδιας της σχετικής οδηγίας προκύπτει ότι, κατά την προθεσμία μεταφοράς μιας οδηγίας, τα κράτη μέλη αποδέκτες της οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή (προαναφερθείσα απόφαση Inter-Environnement Wallonie, σκέψη 45, και αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2003, C‑14/02, ATRAL, Συλλογή 2003, σ. I‑4431, σκέψη 58, και της 22ας Νοεμβρίου 2005, C‑144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ. I‑9981, σκέψη 67). Εν προκειμένω, δεν έχει σημασία αν η επίμαχη διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία θεσπίστηκε μετά την έναρξη της ισχύος της σχετικής οδηγίας, έχει ως σκοπό τη μεταφορά της τελευταίας (προαναφερθείσες αποφάσεις ATRAL, σκέψη 59· Mangold, σκέψη 68, και Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 121).

70      Δεδομένου ότι όλες οι αρχές των κρατών μελών υπόκεινται στην υποχρέωση εξασφαλίσεως του πλήρους αποτελέσματος των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Francovich κ.λπ., σκέψη 32· την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2004, C‑453/00, Kühne & Heitz, Συλλογή 2004, σ. I‑837, σκέψη 20, και την προαναφερθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 111), η εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη υποχρέωση αποχής επιβάλλεται και στα εθνικά δικαστήρια.

71      Επομένως, από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος μιας οδηγίας τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να απέχουν, στο μέτρο του δυνατού, από το να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο που θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς, την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 123).

72      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους μιας οδηγίας και εφόσον δεν υφίσταται άμεσο αποτέλεσμα των σχετικών διατάξεων της οδηγίας αυτής, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς τον σκοπό αυτόν, για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

73      Το ερώτημα αυτό αφορά την ερμηνεία της έννοιας των «αντικειμενικών λόγων» που κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου δικαιολογούν την ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

74      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ειδικότερα αν, όταν πρόκειται για εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δύναται να αποτελέσει τέτοιον αντικειμενικό λόγο απλώς και μόνον το γεγονός ότι η σύναψη συμβάσεως ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους.

75      Κατά την απόφαση περί παραπομπής, από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 81/2003 προκύπτει ότι συνιστά σκοπό ο οποίος επιτρέπει την απεριόριστη ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η περίπτωση που η περιορισμένη διάρκεια της συμβάσεως επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη.

76      Ωστόσο, σύμφωνα με τα πληροφοριακά στοιχεία που η Ελληνική Κυβέρνηση παρέσχε κατά την έγγραφη διαδικασία, το προεδρικό διάταγμα 81/2003 έχει εφαρμογή μόνο στον ιδιωτικό τομέα. Η κυβέρνηση αυτή ισχυρίζεται ότι τούτο προκύπτει σαφώς από το άρθρο 1 του προεδρικού διατάγματος 180/2004. Επιπλέον, σύμφωνα με την εν λόγω κυβέρνηση, κατόπιν της καταργήσεως, με το προεδρικό διάταγμα 180/2004, του άρθρου 5, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 81/2003, κατά το οποίο η απεριόριστη ανανέωση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ήταν θεμιτή όταν επιβαλλόταν από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη, διατάξεις που τότε συνιστούσαν αντικειμενικό λόγο ανανεώσεως, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα έχει χάσει κάθε σημασία καθόσον το προεδρικό διάταγμα 180/2004 δίνει πλέον στην έννοια του «αντικειμενικού λόγου» που δικαιολογεί τη διαδοχική ανανέωση των συμβάσεων αυτών ορισμό εντελώς διαφορετικό από τον περιεχόμενο στο διάταγμα 81/2003, τον οποίο όμως αφορά η απόφαση περί παραπομπής. Η Ελληνική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η συμμόρφωση με την οδηγία 1999/70 του ελληνικού δικαίου για το προσωπικό του δημόσιου τομέα έγινε με το προεδρικό διάταγμα 164/2004, το οποίο δεν περιέχει καμία διάταξη που να χαρακτηρίζει ως αντικειμενικό λόγο δικαιολογούντα την ανανέωση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου το γεγονός ότι η σύναψη της συμβάσεως επιβάλλεται από τον νόμο.

77      Εν προκειμένω, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι από τη σκέψη 49 της παρούσας διατάξεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει ποιες διατάξεις του εθνικού δικαίου έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, του τομέα στον οποίο απασχολήθηκαν οι ενάγοντες και των ημερομηνιών των σχετικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, για να καθορίσει αν η έννοια του «αντικειμενικού λόγου», όπως νοείται στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, καλύπτει τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης.

78      Κατά συνέπεια, αν η ελληνική έννομη τάξη περιέχει κανόνα όπως εκείνος που αποτελεί το αντικείμενο του δευτέρου ερωτήματος, πρέπει να υπομνησθεί ότι απάντηση σε πανομοιότυπο ερώτημα έχει δοθεί από το Δικαστήριο στις σκέψεις 58 έως 75 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αδενέλερ κ.λπ. και ότι άλλα χρήσιμα στοιχεία που παρέχουν τη δυνατότητα να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό απορρέουν από τις αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑53/04, Marrosu και Sardino (Συλλογή 2006, σ. I‑7213), και C‑180/04, Vassallo (Συλλογή 2006, σ. I‑7251), καθώς και της 15ης Απριλίου 2008, C‑268/06, Impact (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή).

79      Κατά τη νομολογία αυτή, η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο δεν περιορίζονται στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνάπτονται από τους εργαζόμενους με εργοδότες μόνον του ιδιωτικού τομέα, αλλά προορίζονται να έχουν εφαρμογή και στις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται με τις διοικητικές αρχές και άλλους φορείς του δημόσιου τομέα (βλ., μεταξύ άλλων, τις προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψεις 54 έως 57· Marrosu και Sardino, σκέψεις 39 έως 42, και Vassallo, σκέψεις 32 και 33).

80      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει και ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη, για την αποτροπή των καταχρήσεων που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, να θεσπίσουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμεί, όταν το εσωτερικό τους δίκαιο δεν περιέχει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Τα τρία τον αριθμό μέτρα που απαριθμούνται εκεί αφορούν, αντιστοίχως, τους αντικειμενικούς λόγους ανανεώσεως τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια των διαδοχικών αυτών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους (προαναφερθείσα απόφαση Impact, σκέψη 69).

81      Δεδομένου ότι οι «αντικειμενικοί λόγοι» δεν ορίζονται από τη συμφωνία-πλαίσιο, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι η έννοια και το περιεχόμενό τους πρέπει να καθοριστούν με γνώμονα τόσο τον σκοπό της συμφωνίας αυτής όσο και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄ (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 60).

82      Όσον αφορά τον σκοπό που έχουν τάξει η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο, η τελευταία, όπως προκύπτει από τα σημεία 6 και 8 των γενικών παρατηρήσεών της, λαμβάνει ως αφετηρία το ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων, ενώ αναγνωρίζει ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό της απασχολήσεως σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες (βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 61, και Impact, σκέψη 86).

83      Κατά συνέπεια, το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχολήσεως νοείται ως μείζον στοιχείο προστασίας των εργαζομένων (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Mangold, σκέψη 64), ενώ, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου και από το σημείο 8 των γενικών παρατηρήσεών της, μόνο σε ορισμένες περιστάσεις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δύνανται να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 62, και Impact, σκέψη 87)

84      Υπό την οπτική αυτή, η συμφωνία-πλαίσιο σκοπό έχει να συστήσει το πλαίσιο για τη διαδοχική χρησιμοποίηση της τελευταίας κατηγορίας σχέσεων εργασίας, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων εις βάρος των εργαζομένων, εισάγοντας ορισμένες διατάξεις ελάχιστης προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί το να γίνει αβέβαιη η κατάσταση των μισθωτών (προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 63, και Impact, σκέψη 88).

85      Έτσι, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου σκοπό έχει ειδικά να «αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 64).

86      Τα μέρη που υπέγραψαν τη συμφωνία-πλαίσιο θεώρησαν ότι η στηριζόμενη σε αντικειμενικούς λόγους χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ένα μέσο αποτροπής των καταχρήσεων (βλ. το σημείο 7 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου) (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 67).

87      Είναι αλήθεια ότι η συμφωνία-πλαίσιο παραπέμπει στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους για να οριστούν τα της εφαρμογής των αρχών και απαιτήσεών της, προκειμένου να εξασφαλιστεί τόσο η συμφωνία τους με το εθνικό δίκαιο και/ή τις εθνικές πρακτικές όσο και το να ληφθούν δεόντως υπόψη οι ιδιαιτερότητες συγκεκριμένων καταστάσεων (βλ. το σημείο 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου). Ναι μεν, έτσι, τα κράτη μέλη έχουν εν προκειμένω διακριτική ευχέρεια, πλην όμως οφείλουν να εξασφαλίζουν το αποτέλεσμα που επιβάλλεται από το κοινοτικό δίκαιο, όπως τούτο προκύπτει όχι μόνον από το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, αλλά και από το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, ερμηνευόμενο υπό το φως της δέκατης έβδομης αιτιολογικής της σκέψεως (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 68).

88      Υπό τις συνθήκες αυτές, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων», κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει να νοείται ως αφορώσα ακριβείς και συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν μια καθορισμένη δραστηριότητα και, επομένως, δύνανται να δικαιολογήσουν στο ιδιαίτερο αυτό πλαίσιο τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 69).

89      Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να απορρέουν, μεταξύ άλλων, από την ιδιαίτερη φύση των εργασιών για την εκτέλεση των οποίων συνήφθησαν τέτοιες συμβάσεις και από τα εγγενή χαρακτηριστικά των εργασιών αυτών ή, εν ανάγκη, από την επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής ενός κράτους μέλους (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 70).

90      Αντιθέτως, εθνική διάταξη που θα περιοριζόταν να επιτρέπει, με γενικό και αφηρημένο τρόπο μέσω νόμου ή κανονιστικής πράξεως, τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα ήταν σύμφωνη με τις επιταγές που διευκρινίζονται στις δύο προηγούμενες σκέψεις (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 71).

91      Συγκεκριμένα, μια τέτοια διάταξη, που είναι κατηγορηματική και δεν δικαιολογεί τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ειδικά με την ύπαρξη αντικειμενικών παραγόντων αναγομένων στις ιδιαιτερότητες της σχετικής δραστηριότητας και στις συνθήκες ασκήσεώς της, συνεπάγεται πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων αυτού του είδους και, επομένως, δεν συνάδει με τον σκοπό και την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 72).

92      Έτσι, το να γίνει δεκτό ότι εθνική διάταξη δύναται, αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διευκρίνιση, να δικαιολογήσει διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θα συνεπαγόταν να παραβλεφθεί ο σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των εργαζομένων από την αστάθεια της απασχολήσεως, και να καταστεί άνευ ουσίας η αρχή ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 73).

93      Ειδικότερα, η χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με μοναδική βάση μια γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη, άσχετα με το συγκεκριμένο περιεχόμενο της οικείας δραστηριότητας, δεν καθιστά δυνατό να συναχθούν αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια προκειμένου να εξακριβωθεί αν η ανανέωση τέτοιων συμβάσεων όντως ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη και είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 74).

94      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι προβλέπεται σε γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» κατά την εν λόγω ρήτρα απαιτεί να δικαιολογείται η χρήση αυτού του ειδικού τύπου σχέσεων εργασίας, όπως προβλέπεται στην εθνική ρύθμιση, από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που άπτονται, μεταξύ άλλων, της σχετικής δραστηριότητας και των συνθηκών ασκήσεώς της.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

95      Το ερώτημα αυτό αφορά στην ουσία την προϋπόθεση, την οποία θέτει μια διάταξη του εθνικού δικαίου, ότι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δύνανται να θεωρηθούν διαδοχικές μόνον εφόσον δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών.

96      Ναι μεν η απόφαση περί παραπομπής αναφέρει, στο σκεπτικό της και σχετικά με την προϋπόθεση αυτή, τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 81/2003, πλην όμως οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο κατά την έγγραφη διαδικασία φαίνεται να δείχνουν ότι, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, μια τέτοια προϋπόθεση απορρέει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 164/2004.

97      Επιπλέον, οι ενάγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν απορρέει σαφώς η λυσιτέλεια του ερωτήματος αυτού καθόσον, στη διαφορά της κύριας δίκης, δεν στηρίζονται στις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 164/2004 αλλά σε αυτές του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920.

98      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 49 της παρούσας διατάξεως, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει ποιες διατάξεις του εθνικού δικαίου έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης και, μεταξύ άλλων, ποια διάταξη του εσωτερικού δικαίου αφορά αυτή την προϋπόθεση σχετικά με την πάροδο χρονικού διαστήματος τριών μηνών.

99      Τηρουμένης της πιο πάνω υποχρεώσεως εξακριβώσεως που έχει ο εθνικός δικαστής και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης άσκησαν δύο χωριστά ένδικα μέσα για να προβάλουν τα δικαιώματα που απορρέουν από την οδηγία 1999/70, όπου το ένα από τα ένδικα αυτά μέσα ασκήθηκε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων βάσει του προεδρικού διατάγματος 164/2004, δεν προκύπτει ότι τυχόν απάντηση στο τρίτο ερώτημα θα στερείται οποιασδήποτε σημασίας για τη λύση της διαφοράς την οποία εκδικάζει το αιτούν δικαστήριο.

100    Με το τρίτο ερώτημά του, το εν λόγω δικαστήριο ερωτά ειδικότερα αν ένας τέτοιος ορισμός του διαδοχικού χαρακτήρα των εργασιακών σχέσεων που συνδέουν τον ίδιο εργοδότη και τον ίδιο εργαζόμενο, οι οποίες χαρακτηρίζονται από πανομοιότυπες ή όμοιες συνθήκες εργασίας, δύναται να θέσει σε αμφιβολία τον σκοπό και την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου, προ πάντων για τον λόγο ότι η προϋπόθεση αυτή που προαναφέρθηκε στη σκέψη 95 της παρούσας διατάξεως είναι αναγκαίο πρόκριμα για να μπορέσει ο εργαζόμενος αυτός να πετύχει, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, να μετατραπούν σε σύμβαση αορίστου χρόνου σχέσεις του εργασίας ορισμένου χρόνου που ανανεώθηκαν πάνω από τρεις φορές εντός χρονικού διαστήματος συνολικής διάρκειας μεγαλύτερης των δύο ετών.

101    Πρέπει να υπομνησθεί ότι απάντηση σε πανομοιότυπο ερώτημα, σχετικά όμως με μικρότερο χρονικό διάστημα 20 εργασίμων ημερών, έχει δοθεί από το Δικαστήριο στις σκέψεις 76 έως 89 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αδενέλερ κ.λπ.

102    Από τη νομολογία αυτή, όπως τούτο απορρέει από τις σκέψεις 80 και 85 της παρούσας διατάξεως καθώς και από τις ρήτρες 1, στοιχείο β΄, και 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο τη δημιουργία ενός πλαισίου για την αποτροπή των καταχρήσεων που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

103    Προς τούτο, η συμφωνία-πλαίσιο απαριθμεί, ειδικότερα στη ρήτρα της 5, σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, διάφορα μέτρα για την αποτροπή των εν λόγω καταχρήσεων, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να εισαγάγουν στην εθνική τους ρύθμιση τουλάχιστον ένα από τα μέτρα αυτά (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 80).

104    Κατά τα λοιπά, το σημείο 2 της εν λόγω ρήτρας αφήνει κατ’ αρχήν στα κράτη μέλη τη φροντίδα να καθορίσουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θεωρείται ότι οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, αφενός, είναι διαδοχικές και, αφετέρου, συνήφθησαν για αόριστο χρόνο (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 81).

105    Ναι μεν αυτή η παραπομπή στις εθνικές αρχές για να οριστούν τα της εφαρμογής των όρων «διαδοχικές» και «αορίστου χρόνου» υπό την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου εξηγείται από τη μέριμνα να διαφυλαχθεί η πολυμορφία των εθνικών ρυθμίσεων στον τομέα αυτόν, πλην όμως πρέπει να υπομνησθεί ότι η διακριτική ευχέρεια που αφήνεται έτσι στα κράτη μέλη δεν είναι απεριόριστη, καθόσον σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να φθάσει μέχρι το σημείο να θέσει σε αμφιβολία τον σκοπό ή την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου. Ειδικότερα, η διακριτική αυτή ευχέρεια δεν πρέπει να ασκείται από τις εθνικές αρχές κατά τρόπο που θα οδηγούσε σε μια κατάσταση ικανή να δώσει λαβή σε καταχρήσεις και έτσι να εναντιωθεί στον εν λόγω σκοπό (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 82).

106    Μια τέτοια ερμηνεία επιβάλλεται όλως ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για έννοια-κλειδί, όπως αυτή του διαδοχικού χαρακτήρα των σχέσεων εργασίας, η οποία είναι καθοριστική για τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής ακόμη και των εθνικών διατάξεων που προορίζονται να θέσουν σε εφαρμογή τη συμφωνία-πλαίσιο (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 83).

107    Το Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 84 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αδενέλερ κ.λπ., ότι μια εθνική διάταξη που θεωρεί διαδοχικές μόνο τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο ή ίσο των 20 εργασίμων ημερών πρέπει να θεωρηθεί ικανή να θέσει σε αμφιβολία το αντικείμενο, τον σκοπό και την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου.

108    Κατά το Δικαστήριο, ένας τόσο αυστηρός και περιοριστικός ορισμός του διαδοχικού χαρακτήρα πλείστων όσων συμβάσεων εργασίας που συνάπτονται η μία κατόπιν της άλλης θα καθιστούσε δυνατό να απασχολούνται επί έτη σε προσωρινή βάση οι εργαζόμενοι, καθόσον στην πράξη ο εργαζόμενος, το συνηθέστερο, δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να δεχθεί διακοπές της τάξεως των 20 εργασίμων ημερών στο πλαίσιο μιας αλυσίδας συμβάσεων που θα τον συνέδεαν με τον εργοδότη του (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 85).

109    Επιπλέον, στη σκέψη 86 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αδενέλερ κ.λπ., το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι μια εθνική ρύθμιση, η οποία θεωρεί διαδοχικές μόνο τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο ή ίσο των 20 εργασίμων ημερών, συνεπάγεται τον κίνδυνο όχι μόνο να αποκλείσει στην πράξη μεγάλο αριθμό σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από το ευεργέτημα της προστασίας των εργαζομένων, την οποία επιδιώκουν η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο, με το να καταστήσει κατά μεγάλο μέρος άνευ ουσίας τον σκοπό τους, αλλά και να δώσει στους εργοδότες τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν καταχρηστικά τέτοιες σχέσεις.

110    Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, βάσει μιας τέτοιας ρυθμίσεως, θα ήταν αρκετό ο εργοδότης να αφήσει να παρέλθει, μετά τη λήξη κάθε συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, προθεσμία μόνον 21 εργασίμων ημερών πριν συνάψει άλλη σύμβαση της ίδιας φύσεως για να αποκλείσει αυτομάτως τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων σε μια σταθερότερη σχέση εργασίας, και τούτο ανεξάρτητα τόσο από τον αριθμό των ετών κατά τα οποίο ο σχετικός εργαζόμενος απασχολήθηκε στην ίδια θέση όσο και από το γεγονός ότι οι εν λόγω συμβάσεις καλύπτουν ανάγκες όχι περιορισμένης διάρκειας, αλλά αντιθέτως «πάγιες και διαρκείς» (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 88).

111    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου αποκλείει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως η οποία θεωρεί διαδοχικές μόνο τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο ή ίσο των 20 εργασίμων ημερών, καθόσον τίθεται σε αμφιβολία η προστασία των εργαζομένων έναντι της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία αποτελεί τον σκοπό της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψεις 88 και 89).

112    Λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., πρέπει να επισημανθεί ότι μια εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία θεωρεί διαδοχικές μόνο τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο ή ίσο των τριών μηνών, κατ’ αρχήν δεν είναι ικανή να θέσει από μόνη της σε αμφιβολία το αντικείμενο, τον σκοπό και την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου.

113    Συγκεκριμένα, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, εκείνο που το Δικαστήριο χαρακτήρισε αντίθετο με τον σκοπό της οδηγίας 1999/70 δεν είναι το ότι συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μεταξύ δύο συμβάσεων καθορίστηκε ως κριτήριο για τον χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

114    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 108 της παρούσας διατάξεως, η επίμαχη στην προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ. διάταξη κρίθηκε αντίθετη με τη συμφωνία-πλαίσιο ειδικά λόγω της αυστηρότητας και της περιοριστικής φύσεως του ορισμού του διαδοχικού χαρακτήρα των συμβάσεων, λαμβανομένης υπόψη της υπερβολικά μικρής περιόδου που προβλεπόταν μεταξύ των τελευταίων.

115    Αντιθέτως, μια επιταγή όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία αναγνωρίζει ως «διαδοχικές» μόνο τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβούν περίοδοι μικρότερες των τριών μηνών, δεν είναι, αυτή καθ’ εαυτή, τόσο αυστηρή και περιοριστική. Όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή, γενικά η πάροδος χρονικού διαστήματος τριών μηνών δύναται να θεωρηθεί επαρκής για τη διακοπή κάθε υπάρχουσας σχέσεως εργασίας, με αποτέλεσμα να μη θεωρείται διαδοχική οποιαδήποτε σύμβαση ενδέχεται να υπογραφεί αργότερα. Συγκεκριμένα, είναι δύσκολο για έναν εργοδότη με πάγιες και διαρκείς ανάγκες να καταστρατηγήσει την παρεχόμενη από τη συμφωνία-πλαίσιο προστασία έναντι των καταχρήσεων αφήνοντας να παρέλθει, μετά τη λήξη κάθε συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, προθεσμία περί τις 72 εργάσιμες ημέρες.

116    Πάντως, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια, που έχουν επιφορτιστεί με την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου και έτσι καλούνται να αποφαίνονται επί του χαρακτηρισμού διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οφείλουν να εξετάζουν σε κάθε περίπτωση όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τον αριθμό των εν λόγω διαδοχικών συμβάσεων που συνήφθησαν με το ίδιο πρόσωπο ή για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας, προκειμένου να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήθηκαν καταχρηστικά από τους εργοδότες σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.

117    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κατ’ αρχήν δεν αποκλείει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως εκείνη που αποτελεί το αντικείμενο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, βάσει της οποίας μόνον οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών δύνανται να θεωρηθούν «διαδοχικές» υπό την έννοια της εν λόγω ρήτρας.

 Επί του τετάρτου ερωτήματος

118    Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν η συμφωνία-πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμποδίζει την εφαρμογή μιας εθνικής ρυθμίσεως η οποία, στον δημόσιο τομέα, απαγορεύει να μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου σειρά διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες στην πράξη είχαν ως αντικείμενο την κάλυψη «πάγιων και διαρκών» αναγκών του εργοδότη.

119    Ναι μεν το τέταρτο ερώτημα αναφέρεται στο άρθρο 21 του νόμου 2190/1994, πλην όμως οι ενάγοντες και ο Δήμος Κερκυραίων ισχυρίζονται ότι απόλυτη απαγόρευση κάθε μετατροπής προβλέπεται και από το άρθρο 103, παράγραφος 8, του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας.

120    Όποια και αν είναι η φύση των διατάξεων του ελληνικού δικαίου που απαγορεύουν τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ερώτημα αυτό είναι πανομοιότυπο με ερώτημα επί του οποίου έχει αποφανθεί το Δικαστήριο (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψεις 91 έως 105) και ότι άλλα χρήσιμα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την απάντηση στο ερώτημα αυτό απορρέουν από δύο άλλες αποφάσεις (προαναφερθείσες αποφάσεις Marrosu και Sardino, σκέψεις 44 έως 57, και Vassallo, σκέψεις 33 έως 42).

121    Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, εφόσον δεν τάσσει μια γενική υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ούτε θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύνανται να χρησιμοποιηθούν οι πρώτες συμβάσεις (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 91), αφήνει εν προκειμένω κάποια διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη (προαναφερθείσα απόφαση Marrosu και Sardino, σκέψη 47).

122    Επομένως, αυτή καθ’ εαυτή, η εν λόγω διάταξη της συμφωνίας-πλαισίου δεν εμποδίζει να αντιμετωπίζει ένα κράτος μέλος διαφορετικά την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αναλόγως του αν οι εν λόγω συμβάσεις ή σχέσεις συνήφθησαν με εργοδότη ο οποίος ανήκει στον ιδιωτικό τομέα ή με εργοδότη ο οποίος υπάγεται στον δημόσιο τομέα (προαναφερθείσες αποφάσεις Marrosu και Sardino, σκέψη 48, και Vassallo, σκέψη 33).

123    Πάντως, για να μπορέσει να θεωρηθεί ότι συνάδει με τη συμφωνία-πλαίσιο μια εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει με απόλυτο τρόπο, μόνο στον δημόσιο τομέα, να μετατραπεί σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σειρά διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου που στην πράξη είχαν ως αντικείμενο την κάλυψη «πάγιων και διαρκών» αναγκών του εργοδότη, η εσωτερική έννομη τάξη του σχετικού κράτους μέλους πρέπει να προβλέπει, στον εν λόγω τομέα, ένα άλλο αποτελεσματικό μέτρο για να αποτρέπεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (βλ., στο ίδιο πνεύμα, τις προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 105· Marrosu και Sardino, σκέψη 49, και Vassallo, σκέψη 34).

124    Πρέπει να υπομνησθεί, όπως τούτο προκύπτει από τις σκέψεις 80 και 103 της παρούσας διατάξεως, ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν τουλάχιστον ένα από τα μέτρα που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή και έχουν ως σκοπό να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν το εθνικό δίκαιο δεν περιέχει ισοδύναμα μέτρα (προαναφερθείσες αποφάσεις Marrosu και Sardino, σκέψη 50, και Vassallo, σκέψη 35).

125    Επιπλέον, όταν, όπως εν προκειμένω, το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει συγκεκριμένες κυρώσεις στην περίπτωση που παρά ταύτα διαπιστωθούν καταχρήσεις, οι εθνικές αρχές οφείλουν να λάβουν κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κατάσταση, μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου (προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 94· Marrosu και Sardino, σκέψη 51, και Vassallo, σκέψη 36).

126    Ναι μεν ο καθορισμός του τρόπου εφαρμογής των κανόνων αυτών εμπίπτει στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών βάσει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των τελευταίων, πλην όμως ο καθορισμός αυτός δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκός από τις ρυθμίσεις που διέπουν όμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστά αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C‑312/93, Peterbroeck, Συλλογή 1995, σ. I‑4599, σκέψη 12, και τις προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 95· Marrosu και Sardino, σκέψη 52, και Vassallo, σκέψη 37 ).

127    Επομένως, όταν έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ένα μέτρο που παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία των εργαζομένων πρέπει να μπορεί να εφαρμοστεί για να τιμωρηθεί δεόντως η κατάχρηση αυτή και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, κατά το ίδιο το κείμενο του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη οφείλουν να «λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η [εν λόγω] οδηγία» (προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 102· Marrosu και Sardino, σκέψη 53, και Vassallo, σκέψη 38).

128    Η επίμαχη εθνική ρύθμιση στις προαναφερθείσες υποθέσεις Marrosu και Sardino καθώς και Vassallo περιείχε επιτακτικούς κανόνες σχετικά με τη διάρκεια και την ανανέωση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, καθώς και με το δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας που ο εργαζόμενος υπέστη λόγω της από τις διοικητικές αρχές καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Ναι μεν το Δικαστήριο άφησε στο αιτούν δικαστήριο τη φροντίδα να εκτιμήσει, στις υποθέσεις εκείνες, σε ποια έκταση οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η εφαρμογή της ρυθμίσεως αυτής συνιστούν κατάλληλο μέτρο για την υλοποίηση της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, πλην όμως σημείωσε ότι, εκ πρώτης όψεως, η εν λόγω ρύθμιση φαινόταν να ικανοποιεί τις επιταγές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 125 έως 127 της παρούσας διατάξεως.

129    Ειδικότερα, σχετικά με το πλαίσιο εντός του οποίου τέθηκε το τέταρτο ερώτημα πρέπει να υπογραμμιστεί κατ’ αρχάς ότι, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, το άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου 2190/1994 φαίνεται να απαγορεύει, με απόλυτο τρόπο και επί ποινή ακυρότητας, κάθε μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου των κατά την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

130    Στη συνέχεια, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην πράξη, το άρθρο 21 του νόμου 2190/1994 κινδυνεύει να καταστρατηγηθεί καθόσον, αντί, σύμφωνα με το κείμενο της διατάξεως αυτής, να χρησιμεύει ως βάση μόνο για τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση μόνο πρόσκαιρων αναγκών των δημόσιων υπηρεσιών και των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, φαίνεται να χρησιμοποιείται για τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου με σκοπό, στην πράξη, την κάλυψη «πάγιων και διαρκών αναγκών» των ίδιων φορέων. Επίσης, το αιτούν δικαστήριο αναγνώρισε, στο σκεπτικό της αποφάσεώς του, τον καταχρηστικό χαρακτήρα, υπό την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, της χρησιμοποιήσεως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, του εν λόγω άρθρου 21 ως βάσεως για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες, στην πραγματικότητα, έχουν ως αντικείμενο να ικανοποιήσουν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες». Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο περιορίζεται να ρωτήσει αν, στην περίπτωση αυτή, θίγει τον σκοπό και την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου η περιεχόμενη στην εν λόγω διάταξη γενική απαγόρευση μετατροπής τέτοιων συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

131    Η Ελληνική Κυβέρνηση διατείνεται ότι τα άρθρα 5 έως 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 συνιστούν αποτελεσματικά μέτρα κατά της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Κατά την κυβέρνηση αυτή, τα άρθρα 5 και 6 του εν λόγω διατάγματος μετέφεραν όλα τα μέτρα της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου και το άρθρο 7 του ίδιου διατάγματος προβλέπει αυστηρές ποινικές, πειθαρχικές και χρηματικές κυρώσεις για τον εργοδότη που θα παρέβαινε τον νόμο, καθώς και πλήρη αποζημίωση του εργαζομένου.

132    Αντιθέτως, ο Δήμος Κερκυραίων υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε ούτε υπάρχει άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς την κατεύθυνση της προστασίας των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου από την κατάχρηση που απορρέει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Ο δήμος αυτός θεωρεί και ότι, ούτως ή άλλως, τα προβλεπόμενα από την ελληνική ρύθμιση μέτρα αποκαταστάσεως δεν είναι κατάλληλα ή αποτελεσματικά για την προστασία των εργαζομένων και για την αποτροπή των καταχρήσεων των οποίων αυτοί είναι θύματα. Κατά τον ίδιο δήμο, τα μέτρα αυτά, τα οποία θέτει σε εφαρμογή το προεδρικό διάταγμα 164/2004, ορίζουν ότι στον εργαζόμενο με σύμβαση ορισμένου χρόνου ο οποίος έγινε θύμα μιας τέτοιας καταχρήσεως καταβάλλονται οι δεδουλευμένοι μισθοί και αποζημίωση της οποίας το ποσό είναι σαφώς μικρότερο εκείνου που προβλεπόταν υπό το προϋφιστάμενο της οδηγίας 1999/70 και του εν λόγω διατάγματος ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τις περιεχόμενες στον Αστικό Κώδικα διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.

133    Οι ενάγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται απεναντίας ότι αυτό το είδος καταχρήσεως δύναται να τιμωρηθεί με βάση το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920. Ωστόσο, παρατηρούν ότι ναι μεν ο Άρειος Πάγος, στην απόφασή του 18/2006, αρχικά θεώρησε ότι επιτρέπεται, βάσει της διατάξεως αυτής, η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και ότι η διάταξη αυτή συνιστά ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο που κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως σκοπό την αποτροπή των καταχρήσεων, πλην όμως στη συνέχεια ο Άρειος Πάγος ανέστρεψε πλήρως τη νομολογία αυτή στις αποφάσεις 19/2007 και 20/2007, οι οποίες δημοσιεύθηκαν μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπόθεση της κύριας δίκης.

134    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον την αποστολή αυτή έχει μόνον το αιτούν δικαστήριο ή, εν ανάγκη, τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, τα οποία πρέπει να καθορίσουν αν οι διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής ρυθμίσεως ικανοποιούν τις επιταγές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 125 έως 127 της παρούσας διατάξεως (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Vassallo, σκέψη 39).

135    Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει σε ποια έκταση οι προϋποθέσεις εφαρμογής και η πραγματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου συνιστούν κατάλληλο μέτρο για να αποτρέπεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η από τις διοικητικές αρχές καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Vassallo, σκέψη 41).

136    Κατά συνέπεια, εν προκειμένω το εθνικό δικαστήριο οφείλει, όπως τούτο προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 56 έως 59 της παρούσας διατάξεως, να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το κείμενο και τον σκοπό της σχετικής οδηγίας. Επομένως, βάσει της υποχρεώσεως αυτής, η οποία αφορά το σύνολο των διατάξεων του εθνικού δικαίου, τόσο των προγενέστερων όσο και των μεταγενέστερων της οδηγίας 1999/70, τα εθνικά δικαστήρια που εκδικάζουν διαφορές όπως αυτή της κύριας δίκης, οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα εφαρμογής της οδηγίας 1999/70, οφείλουν, όταν εφαρμόζουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που προορίζονται ειδικά για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής, να τις ερμηνεύουν στο μέτρο του δυνατού κατά τρόπο που να μπορούν να εφαρμοστούν σύμφωνα με τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την προαναφερθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 117).

137    Κατόπιν των ανωτέρω, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η συμφωνία-πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους δεν περιέχει, στον σχετικό τομέα, άλλα αποτελεσματικά μέτρα για να αποφεύγεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο εμποδίζει την εφαρμογή ενός κανόνα του εθνικού δικαίου ο οποίος απαγορεύει με απόλυτο τρόπο, μόνο στον δημόσιο τομέα, τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οι οποίες, έχοντας ως αντικείμενο την κάλυψη «πάγιων και διαρκών αναγκών» του εργοδότη, πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές. Πάντως, του αιτούντος δικαστηρίου έργο είναι, κατά την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας που έχει, να εξακριβώσει αν η εσωτερική του έννομη τάξη δεν περιέχει άλλα τέτοια αποτελεσματικά μέτρα.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος

138    Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν είναι συμβατό με την αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου και με τον σκοπό των ρητρών 1 και 5, παράγραφοι 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου το γεγονός ότι, βάσει εθνικής διατάξεως που θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 1999/70, μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή όπως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το ΑΣΕΠ είναι αρμόδια να κρίνει αν συμβάσεις ορισμένου χρόνου θα μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

139    Η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί ότι το ερώτημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Κατά την κυβέρνηση αυτή, οι διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 164/2004 που προβλέπουν τη μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και την ακολουθητέα προς τούτο διαδικασία, περιλαμβανομένης τυχόν αποφάσεως του ΑΣΕΠ, είναι οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του εν λόγω διατάγματος. Η ίδια κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι πρόκειται για εντελώς προσωρινές διατάξεις που θεσπίστηκαν όλως κατ’ εξαίρεση με μοναδικό σκοπό να ρυθμίσουν τις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν λόγω της εκπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 από την Ελληνική Δημοκρατία. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η διαδικασία αυτή, λαμβανομένων υπόψη ιδίως του μεταβατικού της χαρακτήρα και του γεγονότος ότι έχει ως σκοπό την πλήρη ενσωμάτωση της πιο πάνω οδηγίας, είναι απόλυτα αποτελεσματική και αναλογική και δεν αντίκειται σε καμία διάταξη της συμφωνίας-πλαισίου.

140    Βάσει της ρήτρας 8, σημείο 5, της συμφωνίας-πλαισίου, η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που απορρέουν από την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές.

141    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως στον σχετικό τομέα, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους απόκειται να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίσει τα δικονομικά ζητήματα της ασκήσεως ενδίκων μέσων για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που τα υποκείμενα δικαίου αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Impact, σκέψη 44 και παρατιθέμενη νομολογία).

142    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 125 και 126 της παρούσας διατάξεως, οι εθνικές αρχές οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου. Ο καθορισμός του τρόπου εφαρμογής των κανόνων αυτών, ο οποίος εμπίπτει στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών βάσει της αρχής της εθνικής διαδικαστικής αυτονομίας, πρέπει να συνάδει με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

143    Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου, καθόσον την αποστολή αυτή έχει μόνον το αιτούν δικαστήριο, το οποίο εν προκειμένω οφείλει να καθορίσει αν οι διατάξεις της σχετικής εθνικής ρυθμίσεως ικανοποιούν τις επιταγές που υπομνήσθηκαν στην προηγούμενη σκέψη. Ωστόσο, το Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί προδικαστικής παραπομπής, δύναται εν ανάγκη να δώσει διευκρινίσεις για να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην εκτίμησή του (προαναφερθείσα απόφαση Marrosu και Sardino, σκέψη 54).

144    Εθνική ρύθμιση, όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο του πέμπτου ερωτήματος, η οποία ορίζει ότι μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή, όπως το ΑΣΕΠ, είναι αρμόδια για την ενδεχόμενη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να ικανοποιεί τις επιταγές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 125 έως 127 της παρούσας διατάξεως.

145    Συγκεκριμένα, κατά τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, το ΑΣΕΠ είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή, με ειδικό καθεστώς και οργανισμό λειτουργίας, διακριτή από την κυβέρνηση, και παρουσιάζει εχέγγυα αρμοδιότητας και ανεξαρτησίας που καθιστούν δυνατό να καθορίσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004. Επιπλέον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι πράξεις του ΑΣΕΠ που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου 11 είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις για την ακύρωση των οποίων δύνανται να ασκηθούν ένδικα μέσα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 95 του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και τον νόμο 702/1977, όπως ισχύει μετά την έκδοση του νόμου 2944/2001.

146    Πάντως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τόσο ο Δήμος Κερκυραίων όσο και οι ενάγοντες επικαλούνται προβλήματα όσον αφορά τη λειτουργία της διαδικασίας που το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 προβλέπει για την προσφυγή στο ΑΣΕΠ.

147    Έτσι, οι ενάγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι, πριν από την απορριπτική απόφαση του ΑΣΕΠ, άσκησαν ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων αγωγές όσον αφορά την επ’ αυτών εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920. Επίσης, κατόπιν αυτής της αποφάσεως του ΑΣΕΠ, υπέβαλαν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Ωστόσο, οι συνέπειες των δύο αυτών ενδίκων μέσων είναι διαφορετικές. Ενώ τα πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια να κρίνουν μια διαφορά βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 λαμβάνοντας υπόψη το προεδρικό διάταγμα 164/2004, οι ενάγοντες διαπιστώνουν ότι τα διοικητικά δικαστήρια, όταν αποφαίνονται βάσει των διατάξεων του εν λόγω διατάγματος, δεν δύνανται να λάβουν υπόψη αυτές του νόμου 2112/1920. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι τα διοικητικά δικαστήρια δύνανται μόνο να ακυρώσουν μια παράνομη διοικητική πράξη ή παράλειψη, ενώ τα πολιτικά δικαστήρια δύνανται να θεωρήσουν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεις αορίστου χρόνου και να υποχρεώσουν έναν εργοδότη να απασχολήσει έναν εργαζόμενο με βάση σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

148    Από την πλευρά του, ο Δήμος Κερκυραίων υπογραμμίζει, αφενός, ότι η προβλεπόμενη τρίμηνη προθεσμία για τη λήψη αποφάσεως του ΑΣΕΠ δεν είναι ρεαλιστική, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το ΑΣΕΠ έπρεπε να εξετάσει δεκάδες χιλιάδες αιτήσεις εργαζομένων οι οποίοι πληρούσαν τουλάχιστον τις χρονικές προϋποθέσεις του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004. Αφετέρου, ο δήμος αυτός υποστηρίζει ότι η εμπλοκή του ΑΣΕΠ στη διαδικασία προκάλεσε σύγχυση στην ελληνική νομολογία, σχετικά με το αν τα πολιτικά ή τα διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία όσον αφορά τις διαφορές που άπτονται της προστασίας των εργαζομένων από τις καταχρήσεις που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε η αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων όσον αφορά διαφορές που άπτονται των ζητημάτων αυτών.

149    Πάντως, το αιτούν δικαστήριο, και όχι το Δικαστήριο, οφείλει να εξακριβώσει ότι το σχετικό κράτος μέλος θέσπισε όλες τις αναγκαίες διατάξεις έτσι ώστε, αφενός, να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να εγγυηθεί τα αποτελέσματα που επιβάλλει η οδηγία 1999/70 και, αφετέρου, ο καθορισμός του τρόπου εφαρμογής των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου, ο οποίος εμπίπτει στην εσωτερική του έννομη τάξη βάσει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, να εξασφαλίζει το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προστασίας, τηρουμένων των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2003, C‑467/01, Eribrand, Συλλογή 2003, σ. I‑6471, σκέψεις 61 και 62, και της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet, Συλλογή 2007, σ. Ι-2271, σκέψεις 37 επ., και την προαναφερθείσα απόφαση Impact, σκέψεις 43 επ.).

150    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου και η συμφωνία-πλαίσιο κατ’ αρχήν δεν αποκλείουν την εφαρμογή εθνικής διατάξεως κατά την οποία μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή είναι αρμόδια για την ενδεχόμενη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Πάντως, του αιτούντος δικαστηρίου έργο είναι να φροντίσει για την εξασφάλιση του δικαιώματος πραγματικής δικαστικής προστασίας, τηρουμένων των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

151    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους μιας οδηγίας και εφόσον δεν υφίσταται άμεσο αποτέλεσμα των σχετικών διατάξεων της οδηγίας αυτής, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς τον σκοπό αυτόν, για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

2)      Η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι προβλέπεται σε γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» κατά την εν λόγω ρήτρα απαιτεί να δικαιολογείται η χρήση αυτού του ειδικού τύπου σχέσεων εργασίας, όπως προβλέπεται στην εθνική ρύθμιση, από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που άπτονται, μεταξύ άλλων, της σχετικής δραστηριότητας και των συνθηκών ασκήσεώς της.

3)      Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κατ’ αρχήν δεν αποκλείει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως εκείνη που αποτελεί το αντικείμενο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, βάσει της οποίας μόνον οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών δύνανται να θεωρηθούν «διαδοχικές» υπό την έννοια της εν λόγω ρήτρας.

4)      Σε περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους δεν περιέχει, στον σχετικό τομέα, άλλα αποτελεσματικά μέτρα για να αποφεύγεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο εμποδίζει την εφαρμογή ενός κανόνα του εθνικού δικαίου ο οποίος απαγορεύει με απόλυτο τρόπο, μόνο στον δημόσιο τομέα, τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οι οποίες, έχοντας ως αντικείμενο την κάλυψη «πάγιων και διαρκών αναγκών» του εργοδότη, πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές. Πάντως, του αιτούντος δικαστηρίου έργο είναι, κατά την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας που έχει, να εξακριβώσει αν η εσωτερική του έννομη τάξη δεν περιέχει άλλα τέτοια αποτελεσματικά μέτρα.

5)      Η αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου και η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου κατ’ αρχήν δεν αποκλείουν την εφαρμογή εθνικής διατάξεως κατά την οποία μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή είναι αρμόδια για την ενδεχόμενη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Πάντως, του αιτούντος δικαστηρίου έργο είναι να φροντίσει για την εξασφάλιση του δικαιώματος πραγματικής δικαστικής προστασίας, τηρουμένων των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

(υπογραφές)

 

ThanasisΑναγνώριση σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου