ΕιρΘεσ 84-2018 ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Προσβολή προσωπικότητας – Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα -. Οι διατάξεις για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συμβάλλουν στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, προασπίζουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και διασφαλίζουν το απόρρητο των επικοινωνιών. Στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα περιλαμβάνεται κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων· ευαίσθητα δεδομένα είναι εκείνα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή· έννοια αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, υποκειμένου και αποδέκτη των δεδομένων· δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάποιος κάνει χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του χωρίς να ερευνήσει κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο. Η προσκόμιση σε δικαστήριο δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε σε άλλη δίκη μεταξύ τρίτων, χωρίς διαγραφή των προσδιοριστικών του στοιχείων των εκεί διαδίκων, δεν συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς τους, εφόσον η απόφαση βρισκόταν στην κατοχή του διαδίκου χωρίς να έχει προηγηθεί έρευνα στο αρχείο του δικαστηρίου· απορρίπτει αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.

ΕιρΘεσ 84/2018 Ο νόμος 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», όπως υπογραμμίζεται στην εισηγητική έκθεσή του θεσπίστηκε σε εκπλήρωση υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη η οποία απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 9 αλλά και των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 19 του Συντάγματος, «οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και διασφαλίζουν την ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή, καθώς και το απόρρητο των επικοινωνιών του». Παράλληλα, όμως, η θέσπιση των ρυθμίσεων του νόμου τούτου ήταν επιβεβλημένη και ενόψει των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 «για προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών» (EEL 281) σε συμμόρφωση των οποίων εκδόθηκε. Η Οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το προοίμιό της, αποβλέπει στην εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, ώστε με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινοτικής εσωτερικής αγοράς να κατοχυρώνεται όχι μόνο η δυνατότητα κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αλλά και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τον θεμελιωδών ελευθεριών τον φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Κατά το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν.2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν.2915/2001, αντικείμενο του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως )… ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα («αρχείο»), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια». Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ιδίου άρθρου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται στην εν όλο ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 «όποιος, χωρίς δικαίωμα, επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός έως δέκα εκατομμυρίων δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 εδ. α’, β’, γ’ και ι’ του αυτού νόμου: α) δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συνιστά κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων, β) ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, γ) υποκείμενο τον δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονταν τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητά είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιοριστεί, αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική… και ι) αποδέκτης είναι το φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δε θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επέμβασης σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοια επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση αφού στην περίπτωση αυτή δε στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα (ΑΠ 1857/2010, ΑΠ 2079/2007). Με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι με αγωγή του κατά της εναγόμενης αιτήθηκε την καταδίκη της σε χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παραβίαση εκ μέρους της (εναγόμενης) των διατάξεων του ν. 2472/1997 ειδικότερα λόγω της διαβίβασης προσωπικών του δεδομένων σε εταιρία ενημέρωσης οφειλετών. Ότι επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε το 2016 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του στην ουσία της κατά δε αυτής άσκησε έφεση η οποία εκκρεμεί. Ότι την απόφαση αυτή στην οποία αναφέρονταν προσωπικά του δεδομένα η εναγόμενη προσκόμισε με τις προτάσεις της σε εκδίκαση συναφούς αγωγής με αντισυμβαλλόμενη της χωρίς διαγραφή των προσδιοριστικών του στοιχείων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω επικαλούμενος τα αρθρ. 2, 3 10, 11 και 23 του ν.2472/1997 δηλ. πρόκληση ηθικής βλάβης από τη μη διαγραφή των προσδιοριστικών του στοιχείων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλλει ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 5869,4 ΕΥΡΩ και να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η αγωγή μ’ αυτό το περιεχόμενο παραδεκτά φέρεται για να συζητηθεί ενώπιον του αρμοδίου αυτού δικαστηρίου (αρθρ. 14 παρ. 1 α’ και 35 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (αρθρ. 23 ν. 2472/1997) πλην όμως κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη (στηρίζεται στη επικαλούμενη από τον ενάγοντα προσβολή της προσωπικότητας του λόγω παράβασης των διατάξεων του ν. 2472/1997 εκ μέρους της εναγομένης) για τον ακόλουθο λόγο. Όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη δε θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς αυτός να ερευνήσει κάποιο αρχείο, οπότε εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου, κατά δε τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο η δικαστική απόφαση της οποίας έκανε χρήση η εναγόμενη περιήλθε σε γνώση της χωρίς να ερευνήσει αρχείο του δικαστηρίου, αλλά είχε δικαίωμα πρόσβασης σ’ αυτή αφού βρίσκονταν στην κατοχή της, δεδομένου ότι υπήρξε διάδικος στη σχετική δίκη (εναγόμενη στην επίδικη απόφαση) δηλ. περιήλθε σε γνώση της χωρίς να κάνει επέμβαση σε αρχείο ή χωρίς να της την έχει δώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο. Εξάλλου ο εναγών δεν εκθέτει ότι τα δεδομένα αυτά υπάγονται σε ένα αρχείο ή υπάρχουν προκειμένου να περιληφθούν μελλοντικά σε αρχείο. Δεν αποδεικνύεται δηλαδή. η ύπαρξη διαρθρωμένου αρχείου, σύμφωνα με ειδικά κριτήρια, ώστε να είναι ευχερής η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως απαιτεί η διάταξη, αλλά ότι με τη χρήση αυτή εξαντλήθηκε και ο σκοπός που ήταν η δικαστική κρίση σε συναφή υπόθεση.
ThanasisΕιρΘεσ 84-2018 ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ