Ελεγκτικό Συνέδριο 39/2019 – Η ανάκληση παράνομου διορισμού υπαλλήλου νοσηλευτικού ιδρύματος, λόγω πλαστότητας του πτυχίου του και η αναδρομική ανατροπή του υπηρεσιακού του status.

Η ανάκληση παράνομου διορισμού υπαλλήλου νοσηλευτικού ιδρύματος, λόγω πλαστότητας του πτυχίου του και η αναδρομική ανατροπή του υπηρεσιακού του status. H συμβατότητα του μέτρου του καταλογισμού του συνόλου των αποδοχών του υπαλλήλου, μετά την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος, με την αρχή της αναλογικότητας και η διερεύνηση των ορίων της δικαιοπλαστικής εξουσίας του δημοσιονομικού δικαστή.

ΤΜΗΜΑ I
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Νοεμβρίου 2016, με την ακόλουθη σύνθεση: Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Μαρία Αθανασοπούλου και Κωνσταντίνος Κρέπης, Σύμβουλοι, Χρυσούλα Μιχαλάκη και Αικατερίνη Θεοφανίδου, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας Ευάγγελος Καραθανασόπουλος, που αναπληρώνει νόμιμα τον κωλυόμενο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας.
Γραμματέας: Θεοδώρα Τακιτζίδου, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 30.9.2014 (ΑΒΔ …) έφεση-αγωγή:
Της ……………., κατοίκου ……… Αττικής (οδός ….αρ. …) και με Α.Φ.Μ. ….. (ΔΟΥ …), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Φαρμακίδη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 6530).
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, και
Κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «……», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …. αρ. ….) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτού, ο οποίος παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Ζουμπούλη (Α.Μ.Δ.Σ.Α. 10274).
Με αυτή την έφεση ζητείται να ακυρωθεί η ληφθείσα κατά τη …η Συνεδρίαση της …6.2014 απόφαση (Θέμα …. αρ. πρωτ. ….) του Διοικητικού Συμβουλίου του ως άνω Νοσοκομείου.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούσας, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, που ζήτησε την απόρριψή της.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νοσοκομείου, ο οποίος ζήτησε, ομοίως, την απόρριψη της έφεσης, Και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή της έφεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, με την παρουσία όλων των ανωτέρω μελών του και της νέας Γραμματέως αυτού, Πελαγίας Κρητικού.
Αφού άκουσε την εισήγηση της Παρέδρου Χρυσούλας Μιχαλάκη Μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής:
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 94, 95 και 98 του Συντάγματος συνάγεται η γενικότερη υποχρέωση του νομοθέτη να εξασφαλίζει τη δυνατότητα πλήρους και αποτελεσματικής έννομης προστασίας έναντι των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, υποχρέωση που απορρέει και από τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ επί υποθέσεων αστικής, κατά την έννοια της Σύμβασης, φύσης, όπως η επίδικη, που έχει προεχόντως χρηματικό αντικείμενο (πρβ. αποφ. ΕΔΔΑ της 12.4.2006 «Martinie κατά Γαλλίας», σκ. 26 και 30). Στο πλαίσιο αυτό και ενόψει της κατ’ αρχήν ευχέρειας του νομοθέτη να θέτει συμβατούς προς τις ανωτέρω ρυθμίσεις περιορισμούς στο δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, στο βαθμό που υπηρετούν θεμιτό σκοπό και δεν διαταράσσουν τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του υπηρετούμενου σκοπού και του δικαιώματος έννομης προστασίας (πρβ. ΕΣ Ολομ. 3405/2015, 3710/2014, 4327, 4328/2013, 403/2010, ΣτΕ 136/2013, 2969, 1266/2011, αποφ. ΕΔΔΑ της 16.11.2000 «Κούτρας κατά Ελλάδος», της 12.1.2006 «Γρυπαίος κατά Ελλάδος», της 28.5.2009 «Τσελίκα – Σκούρτη κατά Ελλάδος» και της 12.10.2007 «Stankov κατά Βουλγαρίας», σκ. 57, απόφ. ΔΕΕ της 6.10.2015, C- 61/14, “Orizzonte Salute — Studio Infermieristico Associato κατά Azienda Pubblica di Servizi alla persona San Valentino — Città di Levico Terme” σκ. 73), με το άρθρο 73 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (Α΄ 52), ετέθη, στο πλαίσιο των δικών ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως οικονομικός όρος πρόσβασης των ιδιωτών διαδίκων στο Δικαστήριο (πρβ. ΕΣ 3710/2014), η υποχρέωση καταβολής παραβόλου. Συγκεκριμένα, ορίστηκε ότι: «1. Το ένδικο βοήθημα ή μέσο, πλην αυτού που ασκείται από τους Υπουργούς, τα Ν.Π.Δ.Δ. και το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν, έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, δεν προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις οικείες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Το δικαστήριο, αν μέχρι την πρώτη συζήτηση δεν καταβληθεί παράβολο ή αυτό που καταβλήθηκε είναι ελλιπές, κατ’ αίτηση του υπόχρεου για την καταβολή, χορηγεί σ’ αυτόν προθεσμία μέχρι πέντε ημερών, η οποία αρχίζει από την επομένη της συζήτησης της υπόθεσης, για την καταβολή ή τη συμπλήρωση του παραβόλου και την προσκόμιση του αποδεικτικού καταβολής του. Σε περίπτωση που η συζήτηση διεξαχθεί χωρίς να παρασταθεί ο υπόχρεος, το παράβολο μπορεί να καταβληθεί και να προσκομισθεί το αποδεικτικό καταβολής του εντός της ως άνω προθεσμίας των πέντε ημερών. 2. (…) 3. Το παράβολο ορίζεται: α) (…) δ) για τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων και για τις χρηματικού αντικειμένου διαφορές σε ποσοστό ένα τοις εκατό του αμφισβητούμενου ποσού, χωρίς τις τυχόν προσαυξήσεις (…)». Άλλωστε, η ως άνω υποχρέωση καταβολής παραβόλου δεν αντίκειται, κατ’ αρχήν, στο καθιερούμενο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, καθόσον αποβλέπει στην αποτροπή ασκήσεως απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας του δικαστηρίου και της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Είναι δε πρόσφορη η σχετική ρύθμιση για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, ενόψει μάλιστα του ότι: α) στις περιπτώσεις που θεσπίζεται η υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, οι σχετικές διατάξεις θέτουν ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου μέχρι την πρώτη συζήτηση παραβόλου (1.500 ευρώ), β) προβλέπεται η δυνατότητα αποδόσεως του κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών καταβληθέντος ποσού παραβόλου όχι μόνο επί παραδοχής του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσεως περί του δικαιολογημένου της ασκήσεως αυτής και γ) στις περιπτώσεις του αναλογικού παραβόλου, η σχετική οικονομική επιβάρυνση είναι ανάλογη με το οικονομικό αντικείμενο της υπόθεσης (ποσοστό ένα τοις εκατό -1%- του αμφισβητούμενου ποσού), προκειμένου να λειτουργήσει πράγματι αποτρεπτικά ως προς την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου (πρβ. Ολομ. ΕΣ 4327/2013). Ενόψει των προεκτεθέντων, η καταβολή εκ μέρους της εκκαλούσας παραβόλου ποσού 1.500,00 ευρώ (βλ. το με α/α 3616/17.10.2016 Διπλότυπο Είσπραξης Τύπου Α΄, Σειρά Θ 0647644 της ΔΟΥ Χαλανδρίου), για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, δεν αντίκειται, παρά τα περί αντιθέτου προβαλλόμενα, στις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α.
ΙΙ. Περαιτέρω, με την έφεση αυτή, όπως οι λόγοι της αναπτύσσονται με το από 1.11.2016 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα και προς αντίκρουση της οποίας το διάδικο νοσηλευτικό ίδρυμα κατέθεσε το από 2.11.216 υπόμνημά του, παραδεκτώς ζητείται η ακύρωση της ληφθείσας κατά τη 12η Συνεδρίαση της ….6.2014 αποφάσεως (Θέμα 7ο αρ. πρωτ. 16944) του Διοικητικού Συμβουλίου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Γενικό Νοσοκομείο …». Με την πράξη αυτή, εκδοθείσα μετά την …/10.4.2014 απόφαση του Διοικητή του Νοσοκομείου (τ. Γ΄ φ. …/7.5.2014) με την οποία ανακλήθηκε ο διορισμός της εκκαλούσας (σχετ. …/…2002 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του Νοσοκομείου, τ. ΝΠΔΔ φ. …/…2001), επειδή, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν σχετικού ελέγχου, ο τίτλος σπουδών που είχε υποβάλει κατά τον διορισμό της σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΔΕ Αδερφών Νοσοκόμων ήταν πλαστός, άλλως νοθευμένος, καταλογίστηκε σε βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 179.014,40 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι αντιστοιχεί σε αποδοχές που τις καταβλήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 27.2.2001 έως 31.5.2014 αχρεωστήτως.
ΙΙΙ. Στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Με την διάταξη αυτή αναγνωρίζεται σε συνταγματικό επίπεδο ως θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος η αξία του ανθρώπου, η οποία επιβάλλει σε όλα τα όργανα της Πολιτείας όχι μόνο να σέβονται αλλά και να προστατεύουν την αξία αυτή, απέχοντας, μεταξύ άλλων, από τη λήψη διοικητικών μέτρων ή την επιβολή κυρώσεων που, ενόψει των περιστάσεων, θίγουν την φυσική, ψυχική και κοινωνική υπόσταση του ανθρώπου και προσβάλλουν, ως εκ τούτου, τον πυρήνα της προσωπικότητάς του (βλ. ΑΠ Ολομ. 40/1998, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 250/2008 και κατ’ αναλογία απόφ. Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της 17.8.1956, BVerfGE 5,85). Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος που ορίζει ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους (…)», απορρέουν, μεταξύ άλλων, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας (βλ. ΕΣ Ολομ. 244/2017, ΣτΕ Ολομ. 2649, 1738/2017, πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 4731/2014, 640/2015 κ.ά., ΔΕΕ απόφ. της 18.11.2008, C-158/07, Jacqueline Förster κατά Hoofddirectie van de Informatie Beheer Groep, σκ. 67, βλ. και τον ν. 4048/2012 «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης», Α΄ 34, στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. η΄ του οποίου προβλέπεται ότι, μεταξύ των αρχών καλής νομοθέτησης, περιλαμβάνεται και η ασφάλεια δικαίου). Οι αρχές αυτές επιβάλλουν, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων (πρβλ. ΣτΕ 2811/2012 7μ., 144, 1976/2015), που σκοπούν στην αποκατάσταση της νομιμότητας ή στην τιμωρία του παραβάτη ορισμένης διάταξης, απαιτείται δε να τηρούνται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις που συνεπάγονται σοβαρές επιπτώσεις στην κατάσταση του διοικουμένου. Στο πλαίσιο αυτό, οι ίδιες αρχές επιτάσσουν η κατάσταση του διοικουμένου να μην τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω, ακόμη και όταν έχει προηγηθεί εκ μέρους του παραβίαση κανόνα δικαίου. Και τούτο, στο βαθμό που η μετά πάροδο μακρού χρόνου επιβολή διοικητικού μέτρου ή κύρωσης επιφέρει βαρύτατες συνέπειες στην προσωπική και οικονομική κατάσταση αυτού (πρβλ. απόφ. BVerGE της 5.3.2013–1 BvR 2457/08), θίγοντας την ανθρώπινη αξία και τον πυρήνα θεμελιωδών του δικαιωμάτων, εφόσον δεν διασφαλίζεται, ενόψει και της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 περ. δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που υπηρετείται με την επιβολή του διοικητικού μέτρου ή της κύρωσης και της προστασίας της αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου (βλ. και ΣτΕ Ολομ. 3316/2014, 1976/2015, αποφ. ΕΔΔΑ 25.7.2013 «Κhodorkovskiy & Lebedev κατά Ρωσίας», σκ. 779, απόφ. της 21.3.2006, «Valico κατά Ιταλίας», ΣτΕ 3316/2014, 4642/2012 και απόφ. ΔΕΕ της 2.6.2016, C- 81/15 «Καπνοβιομηχανία Καρέλια ΑΕ κατά Υπουργού Οικονομικών», σκ. 45, της 11.6.2015, C- 98/14 “Berlington Hungary Tanácsadó és Szolgáltató kft”, σκ. 77, αποφ. του ΔΕΕ της 5.5.2011, C- 201&202/10 “Ze Fu Fleischhandel GmbH& Vion Trading GmbH κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas”, σκ. 32, αποφ. Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών της 21.6.2012 Federal Communications Commission (FCC) v. Fox Television Stations Inc, της 7.7.1986 Bethel School No 403 vs. Fraser, απόφ. Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου της 20.7.2012, 2012-266 QPC). Ειδικότερα, σύμφωνα με την απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της αναλογικότητας, προβλεπόμενη πλέον και ρητώς στο άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, το οποίο ορίζει ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας», όταν θεσπίζονται ή επιβάλλονται δυσμενή μέτρα ή κυρώσεις σε βάρος των διοικουμένων, απαιτείται να λαμβάνονται υπόψιν κριτήρια αντικειμενικά που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τα θεσπιζόμενα ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο επιβαλλόμενα επαχθή μέτρα ή κυρώσεις απαιτείται να είναι μόνο τα αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να τελούν σε άμεση συνάφεια όχι μόνο προς αυτόν τούτον τον επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά και προς το αντικείμενο της ρύθμισης ή του επιβαλλόμενου μέτρου. Επομένως, όλα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, απαιτείται να πληρούν τα κριτήρια της εν λόγω αρχής, να είναι δηλαδή: α) πρόσφορα και κατάλληλα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαία, υπό την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημοσίου σκοπού δεν είναι δυνατή η επιλογή άλλου εξίσου αποτελεσματικού, αλλά λιγότερου επαχθούς, μέτρου και γ) αναλογικά, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της προκαλούμενης από αυτά βλάβης. Σε αντίθετη περίπτωση, αν το επιβαλλόμενο μέτρο ή η κύρωση, από τη φύση τους, αλλά και σε συνάρτηση με τον χρόνο στον οποίο επιβάλλονται, είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας, που υπερακοντίζουν καταδήλως τον επιδιωκόμενο σκοπό, συνεπάγονται, δηλαδή, μειονεκτήματα που είναι δυσανάλογα προς τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την εξυπηρέτηση του δημοσίου σκοπού, αντίκεινται στην ως άνω συνταγματική αρχή και η διάταξη που τα προβλέπει ή η διοικητική πράξη που τα επιβάλλει είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες (βλ. Ε.Σ. 1176, 1277/2018 1196/2009, 2712/2008, 2437/2007, 2287/2005, 1492/2002, ΣτΕ Ολομ. 229, 228/2014, ΑΠ Ολομ. 5/2013).
ΙV. Α. Το Σύνταγμα στο Τμήμα ΣΤ΄, που επιγράφεται «Διοίκηση», και στο Κεφάλαιο Δεύτερο, με τίτλο «Υπηρεσιακή κατάσταση των οργάνων της Διοίκησης», στο άρθρο 103, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το Β΄ Ψήφισμα της 6.3.1986 της ΣΤ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 24), ορίζει ότι: «1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό. Οφείλoυν πίστη στo Σύνταγμα και αφoσίωση στην Πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος διορισμού τους ορίζονται από το νόμο. 2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη (…) 4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους. 5 (…)». Εν συνεχεία, με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής προστέθηκαν στο ανωτέρω άρθρο οι παράγραφοι 7 και 8, οι οποίες διατηρήθηκαν με το Ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008 της Η΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 120), η πρώτη δε εξ αυτών προβλέπει ότι: «Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής».

Β. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος συνάγεται ότι η δημόσια διοίκηση, κατά τον κανόνα της παραγράφου 1, στελεχώνεται από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους (βλ. ΕΣ Πρακτ. Ολομ. 6ης Γεν. Συν/σης 16.2.2011, 15ης Γεν. Συν/σης 6.10.2010, ΣτΕ 1849/2008 Ολομ., 1722/1983 Ολομ., 2686/2005, ΣτΕ Πρ. Επεξ. 103/2013), που συνδέονται με το δημόσιο με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου και καταλαμβάνουν, κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, νομοθετημένες οργανικές θέσεις, εντασσόμενοι δε στον πυρήνα των κρατικών λειτουργιών, σχηματίζουν την «υπαλληλική ιεραρχία», απολαμβάνοντας της εγγύησης της μονιμότητας (βλ. ΣτΕ 2639/2008, 7μ., 1754/2008,7μ.). Οι δημόσιοι υπάλληλοι περιβάλλονται και με πρόσθετες εγγυήσεις που αφορούν στη μετάθεση, στον υποβιβασμό και στην απόλυσή τους πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, μεταβολές για τις οποίες απαιτείται κατά περίπτωση γνωμοδότηση ή απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, αποτελούμενου τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του (ΣτΕ Ολομ. 3354/2013, 3705/2008), καθώς και στη δικαστική τους προστασία, με την πρόβλεψη προσφυγής ουσίας κατά των αποφάσεων του συμβουλίου αυτού (βλ. ΣτΕ 3705/2008 Ολομ., 98/2004). Επιπλέον δε, ως προς τον διορισμό, καθώς και την εν γένει υπηρεσιακή και μισθολογική τους κατάσταση και εξέλιξη, διέπονται από ειδικά γι’ αυτούς νομοθετήματα. Ειδικότερα, ο διορισμός, ήτοι η διαδικασία πρόσβασης σε θέση δημοσίου υπαλλήλου, όπως, άλλωστε, και η εν γένει σταδιοδρομία των δημοσίων υπαλλήλων, διέπονται από τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, οι οποίες συνάγονται, κατ’ αρχήν, από τις γενικότερες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Συντάγματος και αποτελούν ειδικότερη έκφανση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντάγματος) (βλ. ΑΕΔ 30/1985, ΣτΕ Ολομ. 1120-1124/2016, 527/2015, 3593- 3595/2008). Οι αρχές αυτές, που υπαγορεύουν ότι τόσο η πρόσβαση σε δημόσια αξιώματα και θέσεις όσο και η εξέλιξη σ’ αυτές πρέπει να γίνεται με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (βλ. ΣτΕ 2396/2004 Ολομ., 2096/2000, 5094, 3675/1996 και συγκριτικά απόφ. Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου της 3.7.1986 Νο 86-209 DC), απέρρεαν ήδη από το Σύνταγμα του 1975, όπως αυτό ίσχυε μετά την αναθεώρησή του με το Β’ Ψήφισμα της 6.3.1986 της ΣΤ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, επιβεβαιώθηκαν δε και ρητώς σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις με την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή προστέθηκε με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής και ισχύει και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το Ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008 της Η’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων. Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της διαφάνειας, της ισότητας ενώπιον του νόμου και της αξιοκρατίας (βλ. ΣτΕ Πρακτ. Επεξ. Διατ. Ολομ. 96/2008). Στο πλαίσιο της αναθεώρησης ο υφιστάμενος κανόνας των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 103 του Συντάγματος, ο οποίος επιβάλλει τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των παγίων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ., ενισχύθηκε, μεταξύ άλλων, με τους νέους κανόνες της παραγράφου 7, σύμφωνα με τους οποίους η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στα λοιπά νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα γίνεται με διαγωνισμό ή επιλογή βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (Α.Σ.Ε.Π.), οι κανόνες δε αυτοί, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 «Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης» (Α’ 28), κατέστησαν πλέον ρυθμίσεις συνταγματικού επιπέδου (βλ. ΑΠ 264/2011, ΣτΕ Ολομ.195/2013, 3595/2008, 2718/2010 7μ., 1259/2006 7μ.). Όλες οι ανωτέρω θεσμικές εγγυήσεις, με τις οποίες περιβάλλει το Σύνταγμα τους δημοσίους υπαλλήλους, καταδεικνύουν την υπερέχουσα θέση που επιφυλάσσεται σ’ αυτούς έναντι των υπολοίπων κατηγοριών του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, που, κατά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2, 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (βλ. στο πνεύμα αυτό Πρακτ. Επεξ. Διατ ΣτΕ 20/1986, 963, 249/1985, 861, 581/1984), συνδέεται με το δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, σχέση με προεχόντως συμβατικό χαρακτήρα. To ιδιαίτερο καθεστώς των οργάνων της Διοίκησης ερείδεται επί της αρχής ότι το κράτος, λόγω της αποστολής του, δεν αποτελεί έναν κοινό εργοδότη και για τον λόγο αυτόν υπάγει τις σχέσεις του με τα όργανά του σε ιδιάζον μονομερώς θεσπιζόμενο νομικό καθεστώς, πυρήνα του οποίου αποτελεί η ειδική λειτουργική σχέση που συνδέει τη Διοίκηση με τους μονίμους υπαλλήλους της (βλ. ΣτΕ 773/2017, 2209/1977, 99/1930). Η ειδική αυτή σχέση, στην οποία τελεί ο δημόσιος υπάλληλος έναντι του κράτους, συνίσταται στην κατ’ αρχήν υπεροχή του δημοσίου συμφέροντος έναντι του ιδιαίτερου προσωπικού συμφέροντος του υπαλλήλου, με στόχο τη διασφάλιση της ορθολογικής, αποτελεσματικής και αδιάλειπτης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, καθώς και της άσκησης των κρατικών λειτουργιών, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών στους πολίτες (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1513/2014, 3354/2013), από όργανα (δημόσιους υπαλλήλους), που διαθέτουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για την άσκηση των λειτουργιών αυτών και την παροχή των υπηρεσιών προσόντα (βλ. συγκριτικά απόφ. Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας της 18.6.2014, Νο 374370). Στο πλαίσιο αυτό, οι δημόσιοι υπάλληλοι απολαμβάνουν κατ’ αρχήν των συνταγματικώς κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων, εξαιτίας, όμως, των αυξημένων υπηρεσιακών και εξωυπηρεσιακών τους υποχρεώσεων προς το κράτος που συνεπάγεται η ειδική λειτουργική τους σχέση με αυτό, καθίστανται συνταγματικώς επιτρεπτοί πέραν των γενικών περιορισμών και ορισμένοι ειδικοί περιορισμοί των ατομικών τους δικαιωμάτων, που δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσης τους με το κράτος και τις απορρέουσες από τη σχέση αυτή υποχρεώσεις (βλ. μεταξύ άλλων ΣτΕ 1269/2016, 2443/2014, 1895/2014, 780-4/2014 7μ. για την συνταγματική υποχρέωση ουδετερότητας των δημοσίων υπαλλήλων), ενόψει και της αρχής της συνέχειας της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, περιορισμοί που, πάντως, ελέγχονται με βάση την αρχή της αναλογικότητας, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας (βλ. ΣτΕ 773/2017 και πρβλ. ΣτΕ 2192-6/2014 Ολομ., 1571/2010, 888/2008 7μ., 1680/2007, 1560/2005, 573/2005, 3356/2004, 251/2001, 1802/1986 κ.ά.). Εξάλλου, εγγενές στοιχείο της ειδικής λειτουργικής σχέσης των δημοσίων υπαλλήλων με το κράτος συνιστά και το συνταγματικώς κατοχυρωμένο, κατ’ άρθρο 103 παρ. 4 εδ. β΄ του Συντάγματος, δημοσίου δικαίου δικαίωμά τους σε μισθό, ο οποίος δεν συνιστά αντάλλαγμα για ορισμένη εργασία, όπως στην περίπτωση της ιδιωτικού δικαίου εργασιακής σχέσης, αλλά οικονομική παροχή προσαρμοσμένη στην ειδική λειτουργική σχέση που συνδέει τους δημοσίους υπαλλήλους με το κράτος (πρβλ. ΑΠ 768/1989, ΝΣΚ 335/2013). Η παροχή δε αυτή, ενταγμένη, κατά τρόπο συνεπή και συνεκτικό στην κατά τα άρθρα 26 παρ. 2, 79 παρ. 8, 82 παρ. 1 και 106 του Συντάγματος ευρύτερη δημοσιονομική πολιτική του κράτους, πρέπει, ενόψει και της συνταγματικώς κατοχυρωμένης με τα άρθρα 73 παρ. 2, 75, 79 και 80 του Συντάγματος αρχής της δημοσιονομικής βιωσιμότητας (πρβλ. Ελ. Συν. Ολομ. 244/2017 και συγκριτικά απόφ BVerGE της 5.5.2015, 2 BvL 17/09), να εξασφαλίζει στους δημοσίους υπαλλήλους αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ανάλογες της θέσης, των καθηκόντων, του χρόνου υπηρεσίας και της υπηρεσιακής τους εξέλιξης (βλ. ΣτΕ Ολομ. 890/1956 και συγκριτικά βλ. απόφ. BVerGE της 27.9.2005, 2 BvR 1387/02, της 5.5.2015, 2BVL 17/09, στο πλαίσιο της απορρέουσας από το άρθρο 33 παρ. 5 του Θεμελιώδους Νόμου αρχής της ανάλογης προς το λειτούργημα διατροφής των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών). Τέλος, ενόψει των αρχών της ισότητας, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, ο νομοθέτης δύναται να θεσπίζει μέτρα και κυρώσεις σε βάρος των δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι παραβιάζουν, μεταξύ άλλων, και τους όρους πρόσληψής τους στο δημόσιο, τα μέτρα δε αυτά και οι κυρώσεις πρέπει να είναι, ως προς την φύση και την έντασή τους, προσαρμοσμένα στην ως άνω ειδική λειτουργική σχέση που τους συνδέει με το κράτος, ενόψει και του δημοσίου συμφέροντος που αυτή διασφαλίζει. Κάθε, όμως, επέμβαση στο status του δημοσίου υπαλλήλου, τόσο από τον νομοθέτη κατά την θέσπιση των σχετικών μέτρων και κυρώσεων όσο και από τη Διοίκηση κατά την εκτέλεση αυτών, που συνεπάγεται ανατροπή ή τερματισμό της υπηρεσιακής του σχέσης με σοβαρές άμεσες ή αντανακλαστικές επιπτώσεις στη προσωπική κατάσταση αυτού, πέραν του ότι πρέπει να περιβάλλεται των εγγυήσεων της παραγράφου 4 του άρθρου 103 του Συντάγματος, όταν εμπίπτει στις περιπτώσεις που αυτή ρυθμίζει, απαιτείται επιπλέον, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη ΙIΙ της παρούσας, να είναι συναφής με τη φύση και τις εγγενείς ιδιαιτερότητες της υπαλληλικής σχέσης και να συνάδει προς τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, τηρώντας μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του υπηρετούμενου δημοσίου σκοπού και της συνταγματικώς επιβεβλημένης προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των διακυβευόμενων ατομικών δικαιωμάτων.
V. Α. 1. Περαιτέρω, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 «Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. και άλλες διατάξεις» (Α΄ 19), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο διορισμού της εκκαλούσας, όριζε στο Μέρος Α΄ αυτού (ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) και συγκεκριμένα στο άρθρο 1, υπό τον τίτλο «Αρχές του Υπαλληλικού Κώδικα», ότι: «1. Σκοπός του παρόντος Κώδικα είναι η καθιέρωση ενιαίων και ομοιόμορφων κανόνων που διέπουν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση των πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, σύμφωνα με τις αρχές της αξιοκρατίας και της κοινωνικής αλληλλεγγύης και τη διασφάλιση της μέγιστης δυνατής απόδοσης κατά την εργασία τους. 2. Στην πραγματοποίηση του κατά την προηγούμενη παράγραφο σκοπού συμβάλλει η Λειτουργία της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής για τις προσλήψεις (…)», στο άρθρο 2, με τίτλο «Έκταση εφαρμογής», ότι: «1. Στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα υπάγονται οι πολιτικοί διοικητικοί υπάλληλοι του κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. 2. (…)», στο άρθρο 12, με τίτλο «Τρόπος πλήρωσης θέσεων», ότι: «1. Η πλήρωση των θέσεων διέπεται από τις αρχές της ίσης ευκαιρίας συμμετοχής, της αξιοκρατίας, της αντικειμενικότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της διαφάνειας και της δημοσιότητας. 2. Η πλήρωση των θέσεων γίνεται με δημόσιο διαγωνισμό, γραπτό και κατ’ εξαίρεση προφορικό ή με σειρά προτεραιότητας βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων, σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος και όπως ορίζει ο νόμος (…)», στο άρθρο 16, με τίτλο: «Αρμοδιότητα έκδοσης και τύπος πράξης διορισμού», ότι: «1. (…) 2. Οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διορίζονται με απόφαση του ανώτατου μονομελούς οργάνου διοίκησής του και, αν δεν υπάρχει, του προέδρου του συλλογικού οργάνου διοίκησης του νομικού προσώπου (…)», στο άρθρο 17, με τίτλο «Δημοσίευση και κοινοποίηση πράξης διορισμού», ότι: «1. Περίληψη της πράξης διορισμού δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιείται στο διοριζόμενο το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση (…) 3. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παρ. 1, η πράξη διορισμού θεωρείται ότι έχει κοινοποιηθεί την τριακοστή ημέρα από τη δημοσίευση και από την ημέρα αυτή αρχίζει η προθεσμία για ορκωμοσία του διοριζομένου και ανάληψη υπηρεσίας», στο άρθρο 18, με τίτλο «Κατάρτιση υπαλληλικής σχέσης», ότι: «1. Η υπαλληλική σχέση καταρτίζεται με το διορισμό και την αποδοχή του. 2. Η αποδοχή δηλώνεται με την ορκωμοσία», στο άρθρο 19, με τίτλο «Ορκωμοσία – Ανάληψη υπηρεσίας», ότι: «1. Ο όρκος δίνεται ενώπιον του οργάνου που έχει εκδώσει την πράξη διορισμού ή του οργάνου που ορίζεται στο έγγραφο της κοινοποίησης (…) 3. Αφετηρία του υπολογισμού της υπηρεσίας των υπαλλήλων αποτελεί η χρονολογία δημοσίευσης στο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της πράξης διορισμού, με την προϋπόθεση ότι η ανάληψη υπηρεσίας γίνεται εντός μηνός από την κοινοποίηση της πράξης διορισμού, αλλιώς η ανάληψη υπηρεσίας», στο άρθρο 20, με τίτλο «Ανάκληση διορισμού», ότι: «1. Η πράξη διορισμού ανακαλείται υποχρεωτικά, εάν ο διοριζόμενος δεν αποδέχτηκε το διορισμό ρητώς ή σιωπηρώς ή δεν εκπλήρωσε άλλες νόμιμες πρόσθετες υποχρεώσεις πριν από την ανάληψη υπηρεσίας. 2. Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 4 και 8 του παρόντος Κώδικα. 3. Ο υπάλληλος, του οποίου η πράξη διορισμού ανακλήθηκε κατά την προηγούμενη παράγραφο, υπέχει τις ευθύνες των δημοσίων υπαλλήλων για το χρόνο κατά τον οποίο άσκησε τα καθήκοντά του και οι πράξεις του είναι έγκυρες. 4. Οι διατάξεις της παρ. 2 για απαγόρευση ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά την πάροδο διετίας δεν εφαρμόζονται, όταν η πράξη διορισμού ακυρώνεται δικαστικώς», στο άρθρο 23, με τίτλο «Προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου», ότι: «1. Το προσωπικό μητρώο συγκροτείται μετά το διορισμό του υπαλλήλου και περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την ατομική, οικογενειακή, περιουσιακή και υπηρεσιακή του κατάσταση σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο. 2. Ειδικότερα το προσωπικό μητρώο περιλαμβάνει: α) (…) β) Τους τίτλους σπουδών ή άλλα τυπικά προσόντα (…) 3. Η αρμόδια υπηρεσία προσωπικού υποχρεούται να τηρεί, να φυλάσσει και να ενημερώνει το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου (…)». Εξ άλλου, στον Κώδικα αυτό δεν περιελήφθη αντίστοιχη διάταξη με εκείνη του άρθρου 23 του προϊσχύσαντος Υ.Κ. (π.δ. 611/1977), με την οποία προβλεπόταν ως ιδιαίτερο κώλυμα διορισμού η έλλειψη του προσήκοντος ήθους, περιελήφθη, όμως, στο Μέρος Β΄ αυτού, «ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ – ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ – ΚΩΛΥΜΑΤΑ -ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ», το άρθρο 27, με τίτλο «Συμπεριφορά υπαλλήλου», όπου ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Ο υπάλληλος οφείλει να συμπεριφέρεται εντός και εκτός της υπηρεσίας κατά τρόπο ώστε να καθίσταται άξιος της κοινής εμπιστοσύνης (…)». Πέραν των ανωτέρω, στο Μέρος Ε΄ του ιδίου Κώδικα, «Πειθαρχικό Δίκαιο», και στο Κεφάλαιο Α΄ του Τμήματος Α΄ αυτού, υπό τον τίτλο «ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ», προβλεπόταν στο άρθρο 106, με τίτλο «Ορισμός πειθαρχικού παραπτώματος», ότι: «1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη και μπορεί να καταλογισθεί στον υπάλληλο. 2. Το υπαλληλικό καθήκον προσδιορίζεται τόσο από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, οι εντολές και οδηγίες όσο και από τη συμπεριφορά που πρέπει να τηρεί ο υπάλληλος και εκτός της υπηρεσίας ώστε να μη θίγεται το κύρος αυτής. 3. (…)», ενώ, στο άρθρο 107, με τίτλο «Πειθαρχικά παραπτώματα», όπου απαριθμούνται ενδεικτικώς ορισμένα πειθαρχικά παραπτώματα, δεν συμπεριελήφθη, σ’ αντιδιαστολή με τον προϊσχύσαντα Υπαλληλικό Κώδικα (π.δ. 611/1977), το παράπτωμα της εκτός υπηρεσίας ανάξιας διαγωγής. Εντούτοις, στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄, υπό τον τίτλο «ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ», και στο ομότιτλο άρθρο 109, όπου προβλέπονταν οι πειθαρχικές ποινές, οριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι: «1. (…) 2. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα: α) (…) δ) χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή εντός ή εκτός της υπηρεσίας (…)». Τέλος, στο άρθρο 112, υπό τον τίτλο «Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων», οριζόταν ότι: «Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά δύο (2) έτη από την ημέρα που διαπράχτηκαν. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παρ. 2 του άρθρου 109 παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη. 2. Πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα, δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Για τα παραπτώματα αυτά οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος. 3. (…)». Ακολούθως, ο ισχύων Υπαλληλικός Κώδικας, κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (Α΄ 26), ο οποίος συνιστά ρυθμιστική συνέχεια του προϊσχύοντος Κώδικα και διέπει, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο τρίτο του ν. 3528/2007, το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων από τη δημοσίευσή του, ήτοι από 9.2.2007 και εντεύθεν, επανέλαβε ομοίου περιεχομένου ρυθμίσεις ως προς τον διορισμό του δημοσίου υπαλλήλου, την ανάκληση αυτού, την υπηρεσιακή κατάστασή του και τα πειθαρχικά παραπτώματα. Στο Κεφάλαιο Δ΄ δε αυτού, που επιγράφεται «Απόλυση», και στο άρθρο 152 αυτού, υπό τον τίτλο «Λόγοι απόλυσης», προβλέπεται ότι: «Ο υπάλληλος απολύεται μόνο για τους επόμενους λόγους: α) επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης (…)» και στο άρθρο 156, με τίτλο «Πράξη λύσης της υπαλληλικής σχέσης», ότι: «1. Η υπαλληλική σχέση λύεται με απόφαση του οικείου Υπουργού ή του μονομελούς οργάνου διοίκησης του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και, αν δεν υπάρχει, του προέδρου του συλλογικού οργάνου διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. Εκτός από τις περιπτώσεις αυτοδίκαιης λύσης, η υπαλληλική σχέση λύεται με την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο. Αν η απόφαση αυτή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη δημοσίευση της, η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως από την πάροδο του εικοσαήμερου».

  1. Εξάλλου, o α.ν. 261/1968 «Περί χρόνου ανακλήσεως παρανόμων διοικητικών πράξεων (Α΄12) ορίζει στο άρθρο μόνο αυτού ότι: «1. Ατομικαί διοικητικαί πράξεις, εκδοθείσαι κατά παράβασιν νόμου, ανακαλούνται υπό της Διοικήσεως ελευθέρως και άνευ οιασδήποτε δια το Δημόσιον συνεπείας, εντός ευλόγου από της εκδόσεως αυτών χρόνου. Επιφυλασσομένων των ειδικώς, άλλως οριζουσών, διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, χρόνος, ήσσων της 5ετίας τουλάχιστον από της εκδόσεως των κατά τα άνω ανακλητέων πράξεων, εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να θεωρηθή ως μη εύλογος προς ανάκλησιν, ανεξαρτήτως τυχόν κτήσεως υπό τρίτων βάσει αυτών οιουδήποτε δικαιώματος (…)», ενώ ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), ορίζει στο άρθρο 21 αυτού, με τίτλο «Ανάκληση», ότι: «1. Αρμόδιο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. 2. Για την ανάκληση δεν είναι απαραίτητο να τηρείται η διαδικασία που προβλέπεται για την έκδοση της πράξης, εκτός αν ανακαλείται πράξη νόμιμη ή πράξη παράνομη ύστερα από εκτίμηση πραγματικών περιστατικών».
    B. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα:
  2. Σε εκτέλεση του άρθρου 103 του Συντάγματος (βλ. σχετικώς σκέψη ΙV), ο νομοθέτης έχει θεσπίσει διαχρονικώς ειδικό κανονιστικό πλαίσιο για τους δημοσίους υπαλλήλους και συγκεκριμένα, κατά την επίδικη περίοδο, τους διαδοχικώς ισχύσαντες Υπαλληλικούς Κώδικες (ν. 2683/1999, ν. 3528/2007), με σκοπό την καθιέρωση ενιαίων και ομοιόμορφων κανόνων, οι οποίοι διέπουν την νομική κατάσταση (status) των υπαλλήλων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα του ν.δ./τος 2592/1953 και του ν. 1397/1983. Αναδεικνύονται, δε, σε βασικούς άξονες του κανονιστικού αυτού πλαισίου οι αρχές της ισότητας και της δικαιοσύνης, της αξιοκρατικής επιλογής του προσωπικού, της ομαλής σταδιοδρομίας του και της μέγιστης δυνατής απόδοσης κατά την εργασία του. Οι αρχές αυτές, ενσωματωμένες στη διέπουσα τις δημοσιοϋπαλληλικές σχέσεις ειδικότερη αρχή της αξιοκρατίας, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. σχετικώς σκέψη ΙV), διέπουν τον διορισμό και την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη των δημοσίων υπαλλήλων και δη των πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων του Κράτους, μαζί με την κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης (βλ. άρθρα 1 και 2 των κυρωθέντων με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 και του ν. 3528/2007, αντιστοίχως, καθώς και τις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων επί των οικείων άρθρων και ΣτΕ Ολομ. 3690-3692/2009, ΣτΕ 2840/2003, 745/2002). Στο πλαίσιο αυτό, και στο πνεύμα του άρθρου 103 του Συντάγματος, ως δημόσιος υπάλληλος νοείται το έμμεσο, έμμισθο όργανο του κράτους που διατελεί σε προαιρετική, άμεση υπηρεσιακή και πειθαρχική προς το κράτος σχέση (βλ. σχετικό νομοθετικό ορισμό άρθρου 1 παρ. 2 του κωδικοποιηθέντος με το άρθρο μόνο του π.δ/τος 611/1977 Υπαλληλικού Κώδικα). Ειδικότερα, υπό το καθεστώς του προγενέστερου, αλλά και του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα (εφεξής «Υ.Κ.»), η διεπόμενη από κανόνες δημοσίου δικαίου ειδική λειτουργική σχέση μεταξύ του δημοσίου υπαλλήλου και του κράτους ιδρύεται με μόνη τη δημοσίευση της εκδοθείσας από το αρμόδιο προς τούτο όργανο πράξης διορισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. ΣτΕ 3872/1974 και κατ’ αναλογία αποφ. ΔΕΚ της 2.12.1976, 102/75 Asger Petersen κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ΠΕΚ της 10.4.1992, Τ-40/91 Agostino Ventura κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σκ. 41), ενώ η αποδοχή της πράξης διορισμού από τον υπάλληλο, που εκδηλώνεται με την ορκωμοσία, συνιστούσε και συνιστά δήλωση του τελευταίου ότι αποδέχεται την ένταξή του στη νομική κατάσταση που έχει ιδρυθεί με τον διορισμό, δεν αποτελεί όμως συστατικό στοιχείο της πράξης διορισμού, αλλά στοιχείο που καταδεικνύει τον προαιρετικό χαρακτήρα της δημοσιοϋπαλληλικής έννομης σχέσης και αναγκαίο όρο για τη λειτουργία της (πρβλ. ΣτΕ 2873/2014 στο πλαίσιο του Υ.Κ. που είχε κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 και στο αντίθετο πνεύμα ΣτΕ 293/1993, 2357/1975, 1582/1971, 764/1957, με τις οποίες γίνεται δεκτό ότι η διαδικασία του διορισμού ολοκληρώνεται με την αποδοχή του από τον υπάλληλο). Μετά δε την ολοκλήρωση του διορισμού, ο υπάλληλος εντάσσεται σε ειδικό λειτουργικό καθεστώς, το οποίο διέπεται από την αρχή της νομιμότητας και διαχρονικώς διαρθρώνεται από τους διαδοχικώς ισχύοντες Υ.Κ., ενόψει και της κατ’ αρχήν ευχέρειας του νομοθέτη να οργανώνει το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων με την επιφύλαξη των ρητών επιταγών του άρθρου 103 του Συντάγματος και των λοιπών συνταγματικώς κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων και αρχών (βλ. ΣτΕ 1942/1959, 560/1952, 236/1932). Οι διατάξεις αυτές αφορούν στην εν γένει υπηρεσιακή του κατάσταση, ήτοι στην υπηρεσιακή του ένταξη και εξέλιξη, στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες του εντός και εκτός της υπηρεσίας, στην αξίωσή του για καταβολή μισθού και για υγειονομική περίθαλψη [βλ. σχετικές διατάξεις για τα καθήκοντα τους περιορισμούς, την αστική ευθύνη των υπαλλήλων, την εγγύηση της μονιμότητας, το δικαίωμα σε μισθό, για τις μεταβολές στην υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων (τοποθετήσεις, μεταθέσεις, μετακινήσεις, αποσπάσεις, μετατάξεις, προαγωγές, διαθεσιμότητα, θέση υπαλλήλων σε αργία, αρχαιότητα και υπηρεσιακή εξέλιξη)]. Σε περίπτωση δε παραβίασης των σχετικών δημοσίου δικαίου διατάξεων τόσο ως προς την πρόσβαση σε θέση δημοσίου υπαλλήλου όσο και ως προς την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων προβλέπονται κατά περίπτωση διοικητικά μέτρα και κυρώσεις, με στόχο αφενός την αποκατάσταση της νομιμότητας και την προστασία της δημόσιας υπηρεσίας και του δημοσίου συμφέροντος που συνδέεται με αυτήν και αφετέρου την αποτροπή, πρόληψη και καταστολή των παραβάσεων.
  3. Στο πλαίσιο αυτό, οι διαδοχικώς ισχύοντες κατά την επίδικη περίοδο Υπαλληλικοί Κώδικες προβλέπουν ως διοικητικό μέτρο αποκατάστασης της νομιμότητας εκείνο της ανάκλησης της παράνομης πράξης διορισμού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 Υ.Κ., ο παράνομος διορισμός χωρίς την μεσολάβηση δόλιας ενέργειας του υπαλλήλου μπορούσε να λάβει χώρα εντός προθεσμίας δύο ετών από τον διορισμό ανεξαρτήτως του εάν είχε προηγηθεί διαγωνιστική διαδικασία (βλ. ΣτΕ 1569/2001), ενώ σε ό,τι αφορά την ανάκληση του παράνομου διορισμού που προκλήθηκε ή υποβοηθήθηκε από τον υπάλληλο διατηρήθηκε η προβλεπόμενη και στον προϊσχύσαντα Κώδικα (π.δ. 611/1977) δυνατότητα ανάκλησης χωρίς κατ’ αρχήν χρονικό περιορισμό. Η ίδια, άλλωστε, ρύθμιση διατηρήθηκε και υπό την ισχύ του τελευταίου Υ.Κ., κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007, που διέπει τις πράξεις ανάκλησης των πράξεων παράνομου διορισμού, στο βαθμό που η ανάκληση έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του, ήτοι από 9.2.2007 και εντεύθεν, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο τρίτο του νόμου αυτού (πρβλ. ΣτΕ 1569/2001). Από τις ρυθμίσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968, συνάγεται ότι στο σύστημα του Υ.Κ. θεσπίζεται ειδικό κανονιστικό πλαίσιο ανάκλησης της παράνομης πράξης διορισμού που διαφοροποιείται από τις γενικές αρχές περί ανάκλησης των παράνομων διοικητικών πράξεων, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στον ως άνω αναγκαστικό νόμο. Συγκεκριμένα, το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης εν γένει παράνομης ευμενούς διοικητικής πράξης, που κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου σκοπεί στην κατ’ αρχήν αναδρομική ανατροπή της παράνομης διοικητικής πράξης προς αποκατάσταση της νομιμότητας, υπαγορεύεται από την αρχή της νομιμότητας, που επιβάλλει στη διοίκηση την ανάκληση κάθε παράνομης διοικητικής πράξης, ενώ οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτούν τη διατήρηση της ισχύος της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξης, οι δε αρχές της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας τη διατήρηση της ισχύος της πράξης ακόμη και για τον μη καλόπιστο διοικούμενο όταν η επιβολή του μέτρου θίγει τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών ατομικών του δικαιωμάτων (βλ. σκ. ΙΙΙ). Σύνθεση των αρχών αυτών συνιστούν οι γενικές αρχές ανάκλησης των διοικητικών πράξεων σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968, σύμφωνα με τις οποίες και οι ευμενείς διοικητικές πράξεις ανακαλούνται, εάν είναι παράνομες, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους, υπό τον όρο της αιτιολόγησης της ενέργειας αυτής με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά ή στοιχεία, η ύπαρξη ή η έλλειψη των οποίων στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε συνάρτηση με το ισχύον κατά την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης νομοθετικό καθεστώς, θεμελιώνει την διαπιστούμενη παρανομία και κατ’ ακολουθίαν τη συνδρομή νόμιμου λόγου ανάκλησης (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3150/2014, 2485/2013, 3906/2008, 3492/2000, 2403/1997). Ειδικότερα, όταν η ανάκληση χωρεί, σύμφωνα με το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968, εντός πέντε ετών από την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης συντελείται, κατ’ αρχήν και με την επιφύλαξη των ειδικότερων περιστάσεων κάθε περίπτωσης, εντός ευλόγου χρόνου (βλ. πάντως και ΣτΕ 2261/1984, κατά την οποία η πενταετία συνιστά άνευ ετέρου κατά νόμο εύλογο χρόνο για την ανάκληση), χωρίς πάντως να ορίζεται από την διάταξη αυτή ότι μετά την πάροδο της πενταετίας η ανάκληση γίνεται πέραν του ευλόγου χρόνου και ότι επομένως απαγορεύεται. Ωστόσο, για τον πέραν της πενταετίας χρόνο, η διοίκηση οφείλει, ενόψει και της αρχής της αναλογικότητας, να σταθμίσει, με ειδικώς αιτιολογημένη κρίση, τις βαίνουσες αντιθέτως συνταγματικές αρχές αφενός της νομιμότητας και αφετέρου της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του καλόπιστου διοικουμένου. Εάν η πάροδος ορισμένου χρόνου από την έκδοση της προσβαλλομένης πράξης υπερβαίνει τον εύλογο για την ανάκληση χρόνο είναι ζήτημα που κρίνεται από το δικαστήριο κατά περίπτωση, βάσει των γενικών αρχών που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων (βλ. ΣτΕ 2566/2002). Η ανάκληση, ωστόσο, δεν κωλύεται από την παρέλευση μακρού χρόνου, όταν επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή όταν η έκδοση της ανακαλούμενης πράξης οφείλεται σε δόλια ενέργεια του διοικουμένου. Περί της συνδρομής, όμως, λόγων δημοσίου συμφέροντος ή δόλιας ενέργειας του διοικουμένου απαιτείται ειδικώς αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης (βλ. ΣτΕ 490/1979, 1988/1983, 1093/19911335/1991, 60/1997, 3569/1998, 1569/2001, 895/2002, 227/2006, 1211/2011, 2616/2012). Εξάλλου και στις περιπτώσεις, αυτές απαιτείται να εκτιμώνται, ενόψει των συνταγματικών αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, οι συνέπειες της ανάκλησης, ως μέτρου επέμβασης στη νομική και πραγματική κατάσταση του έστω υπαιτίως ενεργήσαντος διοικουμένου και να διαπιστώνεται εάν τηρήθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που υπηρετείται με την επιβολή του διοικητικού μέτρου και της προστασίας της αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου (βλ. σκ. ΙΙΙ). Περαιτέρω, στο ειδικότερο σύστημα του Υ.Κ., το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης της παράνομης διοικητικής πράξης διορισμού του υπαλλήλου υποδέχεται, ως προεκτέθη, η ως άνω διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 αυτού, στο πεδίο εφαρμογής της οποίας εμπίπτει και κάθε παράνομη πράξη διορισμού υπαλλήλου σε προκηρυχθείσα κενή οργανική θέση, όταν η πράξη ερείδεται σε παράνομη επιλογή του διορισθέντος υπαλλήλου και ειδικότερα όταν η διοίκηση εκφέρει την κρίση της περί επιλογής υποψηφίου κατά πλάνη περί τα πράγματα, όπως σε περίπτωση πλαστότητας του τίτλου σπουδών που αποτέλεσε προσόν διορισμού (βλ. ΣτΕ 2739-2742/2005, ΔΕφΑθ 921/2017). Στην περίπτωση αυτή, το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης σκοπεί προεχόντως στην αποκατάσταση της νομιμότητας και δη των συνταγματικών αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, οι οποίες διασφαλίζονται με την τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τα τυπικά προσόντα διορισμού των υπαλλήλων (βλ. άρθρο 17 του ν. 2190/1994, π.δ. 194 της 3/6.5.1988 «Καθορισμός των προσόντων διορισμού σε θέσεις των δημοσίων υπηρεσιών και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου», Α΄ 84, όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 172/1992, Α΄ 84, και ίσχυε κατά τον χρόνο διορισμού της εκκαλούσας), τα οποία απαιτείται να είναι αντικειμενικώς και διαφανώς προκαθορισμένα και να συναρτώνται αφενός προς τις ικανότητες των προς διορισμό υποψηφίων και αφετέρου προς τις απαιτήσεις των καθηκόντων που θα ασκήσουν (ΣτΕ Ολομ. 1120-1124/2016, 527/2015, 1150/2010, 3593-3595/2008, ΣτΕ Πρακτ. Επεξ. 233/2010, 48/2006, ΑΠ 264/2011). Αποβλέπει, επίσης, και στην άμεση απομάκρυνση υπαλλήλου που δεν διαθέτει τα κατά νόμο απαιτούμενα προσόντα για την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων [πρβλ. και τις μεταγενεστέρως θεσπισθείσες διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4305/2014 (Α΄ 57), με τις οποίες θεσμοθετήθηκε, μεταξύ άλλων, ο προηγούμενος έλεγχος της γνησιότητας των προσκομισθέντων ενώπιον του ΑΣΕΠ δικαιολογητικών ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας πρόσληψης, συναφώς την οικεία αιτιολογική έκθεση καθώς και Πρακτικά της Γ΄ Συνόδου, της ΙΓ Συνεδρίασης της 22.10.2014, σελ. 149 επ., 150επ., 179επ., 219 επ. 259 επ., της ΙΔ Συνεδρίασης της 23.10.2014, σελ. 131 επ., 181 επ., της ΙΕ Συνεδρίασης της 24.10.2014, σελ. 138 επ.)]. Παράλληλα, η λήψη του μέτρου αυτού δικαιολογείται και εξαιτίας των σοβαρών, υπό τα δεδομένα αυτά, ενδείξεων ότι ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος στερείται του ενδεδειγμένου για την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων ήθους [βλ. συναφώς και την διάταξη του άρθρου 23 του προϊσχύσαντος Υ.Κ. (π.δ. 611/1977), περί του σχετικού κωλύματος διορισμού, σχετ. βλ. ΔΕφΑθ 1107, 266/2017, 2304/2015]. Περαιτέρω, και κατά παρέκκλιση από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968, ως προς τα χρονικά όρια ανάκλησης των παράνομων διοικητικών πράξεων, η πράξη διορισμού, στο βαθμό που δεν έχει προηγηθεί δόλια ενέργεια ή υποβοήθηση της παρανομίας εκ μέρους του υπαλλήλου, ανακαλείται εντός διετίας από την έκδοσή της, για τη νομιμότητα δε της ανάκλησης αρκεί η απλή διαπίστωση της πλάνης της διοίκησης από το αρμόδιο κατ’ άρθρο 21 παρ. 1 του ΚΔιοικΔιαδ προς ανάκληση της πράξης όργανο και η δημοσίευση στην ΕτΚ της πράξης με την οποία ανακαλείται o διορισμός (βλ. ΔΕφΑθ 2013/2015). Αντιθέτως, αν έχει παρέλθει η διετία, για να είναι νόμιμη η ανακλητική πράξη απαιτείται, επιπροσθέτως, να εκφέρει η διοίκηση κατά τη νόμιμη διαδικασία και με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία κρίση ότι ο διορισθείς προκάλεσε ή υποβοήθησε δολίως την πλάνη της διοίκησης σε σχέση με την επιλογή του, η αιτιολογία δε αυτή δύναται να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. ΣτΕ 3707/2015, 1094/2014, 895/2002, 3569/1998, 204/1967, ΔιοικΕφΑθ 1272, 1198, 1107, 398/2017, ΔΕφΠειρ 298, 253/2017, ΔΕφΘεσ/νίκης 266, 1032017). Στην περίπτωση αυτή απαιτείται, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, η προηγούμενη κλήση του παρανόμως διορισθέντος προς ακρόαση, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 του ΚΔιοικΔιαδ, και η κατά τρόπο αποτελεσματικό και ουσιαστικό άσκηση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων άμυνας αυτού (βλ. ΣτΕ 2740/2005, πρβλ. ΣτΕ 2141/1993 Ολομ., 719/2015, 2972/2014, 4447/2012 Ολομ., 3423, 596/2008, 1185/2001 7μ., ΔΕφΑθ. 1107, 921/2017).
  4. Περαιτέρω, η ανάκληση του παράνομου διορισμού, ο οποίος προκλήθηκε ή υποβοηθήθηκε από τον παρανόμως διορισθέντα υπάλληλο, ως διοικητικό μέτρο με κατ’ εξοχήν επανορθωτικό χαρακτήρα που συντείνει, κατά τα ανωτέρω, στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, δεν συνιστά κύρωση. Και τούτο, διότι το μέτρο αυτό δεν σκοπεί προεχόντως στην πρόληψη ή την καταστολή της παραβατικής συμπεριφοράς του υπαλλήλου ή στη νομική, ηθική ή κοινωνική αποδοκιμασία της συμπεριφοράς του (για την διάκριση μεταξύ της ανάκλησης παράνομης διοικητικής πράξης ως διοικητικού μέτρου και της ανάκλησης, ως διοικητικής κύρωσης, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς βλ. ΠΕ ΣτΕ 229/2008 και για τη διάκριση μέτρου και κύρωσης στο υπαλληλικό δίκαιο πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1900/2014, ΣτΕ 1502/2011, 2163/2004 7μλ., 3727/1994, 1241/1993, 2363/1992, 649, 4635/1987, πρβλ. ΣτΕ 3376/2013κ.ά.), αλλά λαμβάνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων, ήτοι την μη τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων του διορισμού και αποβλέπει στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος υπό την έννοια της αποκατάστασης των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και τον τερματισμό της εκπλήρωσης υπηρεσιακών καθηκόντων από υπάλληλο που δεν έχει τα αναγκαία προς τούτο προσόντα (πρβλ. ΣτΕ 4203/2011, 102/2009 7μ.). Το στοιχείο, άλλωστε, της δόλιας συμμετοχής του διορισθέντος στη δημιουργία της παράνομης κατάστασης δεν συνιστά την αιτία επιβολής του μέτρου, αφού η ανάκληση συνιστά επανορθωτικό της νομιμότητας διοικητικό μέτρο και όχι κύρωση με γενικοπροληπτική και ειδικοπροληπτική λειτουργία που σκοπεί στην ηθική αποδοκιμασία της υπαίτιας συμπεριφοράς του υπαλλήλου, αλλά αποτελεί περίσταση που δικαιολογεί τη λήψη του μέτρου και μετά την πάροδο της διετίας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του οικείου Κώδικα, στερώντας κατ’ αρχήν τον υπάλληλο από κάθε εύλογη, κατά το δίκαιο, προσδοκία προς περαιτέρω διατήρηση της κατάστασης αυτής (βλ. σχετικώς και ΔΕφΑθ 3094/2015 και πρβλ. ΣτΕ 3424/1988, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι ανάκληση ως επανορθωτικό διοικητικό μέτρο χωρεί και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης). Κάμψη των ανωτέρω θα ήταν δυνατόν να υπάρξει σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες η παρέλευση ιδιαιτέρως μακρού χρόνου από τον διορισμό, σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης (όπως οι ειδικότερες συνθήκες της υπηρεσιακής και προσωπικής ζωής του υπαλλήλου), θα καθιστούσαν την ανάκληση, ως διοικητικό μέτρο που αφορά στην υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου και συνεπάγεται κατ’ αρχήν την άμεση απομάκρυνση του υπαλλήλου και την άμεση απώλεια της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας, αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, ενόψει της οποίας πρέπει σε κάθε περίπτωση να ερμηνεύονται και οι οικείες διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Υ.Κ. (βλ. ΔΕφΑθ 1107/2017, 442, 258/2016). Και τούτο διότι η διατήρηση των πρωτογενώς αποκατασταστικών χαρακτηριστικών του μέτρου συναρτάται απολύτως, ενόψει και του κατ’ αρχήν αναδρομικού αποτελέσματος της ανάκλησης, προς τον χρόνο στον οποίο αυτό λαμβάνεται, καθόσον η πάροδος μακρού χρόνου από τον διορισμό και η εξ αυτού του λόγου αποδυνάμωση της επανορθωτικής λειτουργίας του μέτρου, ενόψει και της βαρύτητας των συνεπειών της ανάκλησης, ενδέχεται να αναδεικνύουν ως πρωτογενή, πλέον, τα κυρωτικά χαρακτηριστικά, αλλοιώνοντας την φύση και τον σκοπό του μέτρου (πρβλ. ΣτΕ 947/2011, απόφ. Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου της 12.7.2013, 2013-332 QPC, πρβ. Verwaltungsgericht München, απόφ. της 16ης.10.2012, ως προς την ex tunc ανάκληση διορισμού μετά την πάροδο μακρού χρόνου). Στο πλαίσιο αυτό, ανεξαρτήτως του εάν η ανάκληση ως διοικητικό μέτρο επέμβασης στην υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου κρίνεται σύμφωνη με τις προεκτεθείσες συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, απαιτείται να εξετάζεται περαιτέρω εάν τα επιμέρους αντανακλαστικά διοικητικά μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει αυτής και σκοπούν στην αναδρομική αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τις περιουσιακής φύσης ωφέλειες που έχει αντλήσει ο υπάλληλος από την επί μακρό χρόνο υφιστάμενη νομική κατάσταση συνάδουν με την φύση της ανάκλησης ως διοικητικού μέτρου και δεν την μετατρέπουν σε διοικητική ή πειθαρχική κύρωση ή ποινή, καθώς και αν είναι συμβατά με τις ως άνω συνταγματικές αρχές τηρώντας μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του υπηρετούμενου δημοσίου σκοπού και αφετέρου της συνταγματικώς επιβεβλημένης προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των διακυβευόμενων ατομικών δικαιωμάτων.
  5. Εξ άλλου, το μέτρο αυτό δεν εμπίπτει κατ’ αρχήν ούτε στο ειδικότερο, προεχόντως κυρωτικής φύσης, πεδίο εφαρμογής του πειθαρχικού δικαίου, καθόσον δεν συνιστά πειθαρχική ποινή αποβλέπουσα στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας και της πειθαρχίας εντός του σώματος διά του πειθαρχικού κολασμού και σωφρονισμού του υπαλλήλου (βλ. ΣτΕ Ολομ. 4662/2012). Επομένως, η ανάκληση του διορισμού δεν ισοδυναμεί, κατ’ αρχήν, με την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, για την οποία απαιτείται η τήρηση των προβλεπόμενων στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος εγγυήσεων. Παρά ταύτα γίνεται, όμως, νομολογιακώς δεκτό ότι ανάγεται στο περιθώριο εκτίμησης της διοίκησης είτε η ενεργοποίηση του διοικητικού μέτρου της ανάκλησης του παράνομου διορισμού είτε η πειθαρχική δίωξη του σχετικού παραπτώματος, το οποίο εντάσσεται ερμηνευτικώς στο αδίκημα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς του υπαλλήλου και δύναται να επισύρει ακόμη και την ποινή της οριστικής παύσης (ΣτΕ 2166/2011, πρβλ. ΣτΕ 2933/2015). Και τούτο παρόλο που ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 Κώδικας δεν επανέλαβε τη ρύθμιση του άρθρο 211 του προϊσχύσαντος Κώδικα (π.δ. 611/1977), όπου εκτός από την ανάκληση της πράξης παράνομου διορισμού που προκλήθηκε ή υποβοηθήθηκε από τον υπάλληλο, προβλεπόταν, παράλληλα, και ως ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα και εκείνο της χρήσης δόλου προς επίτευξη του διορισμού, δυνάμενο, μάλιστα, να επισύρει και την ποινή της οριστικής παύσης [βλ. σχετ. άρθρα 109 παρ. 2 περ. δ΄ του Υ.Κ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999, και 107 παρ. 1 περ. ε και 109 περ. η΄ του Υ.Κ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007, βλ. επίσης άρθρο 29 του ν. 4305/2014 (Α΄ 57), με τις διατάξεις του οποίου θεσπίστηκε ως διαρκές ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα εκείνο της κατάθεσης, χρήσης, συμπερίληψης και της διατήρησης στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαιώσεως, επιβεβαιώνοντας κατά τον τρόπο αυτό την διατήρηση δύο παράλληλων διαδικασιών, ήτοι της ανάκλησης του διορισμού και την πειθαρχικής δίωξης, βλ. ακόμα ΔΙΔΑΔ/Φ.34/42/οικ.33906/16.12.2013, ΔΙΔΑΔ/Φ.34/45/2843/20.3.2014, ΔΙΔΑΔ/Φ.34/47/οικ.18161/18.7.2014 ΔΙΔΑΔ/Φ.34/86/οικ.31792/8.12.2014, εγκυκλίους του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης, πρβλ. ΔΕφΠειρ 567/2017]. Στο πλαίσιο αυτό και στο μέτρο που η ανάκληση συνιστά διοικητικό μέτρο με επανορθωτικό της νομιμότητας σκοπό, και όχι κύρωση και δη πειθαρχική, η επιβολή της οποίας προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση κατ’ αρχήν νόμιμο διορισμό (βλ. ΣτΕ 2096/2000 και ΔΕφΑθ 128, 62/2017), διαφοροποιείται δε από την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης τόσο ως προς τις ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις που τη συνοδεύουν (αρμόδιο όργανο, διαδικασία ακρόασης, παραγραφή) όσο και ως προς τις συνέπειες, αφού η μεν ανάκληση άγει σε κατ’ αρχήν πλήρη αναδρομική ανατροπή της δημοσιοϋπαλληλικής έννομης σχέσης και των ωφελειών που έχει ο υπάλληλος αντλήσει από αυτήν, ενώ η πειθαρχική ποινή, η οποία υπόκειται σε κανόνες επιμέτρησης, ενεργεί εφεξής, η αναγνώριση σχετικής διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης είτε ευθέως από τον νόμο είτε ερμηνευτικώς από τη νομολογία εγείρει ζητήματα αντίθεσης προς τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της ισότητας [πρβλ. και άρθρο 56 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Υ.Κ. (π.δ. 611/1977), περί ανεπίτρεπτου της ανάκλησης του διορισμού στην περίπτωση που είχε δρομολογηθεί η πειθαρχική διαδικασία, ρύθμιση η οποία επιβεβαιώνει την παραδοχή περί έλλειψης σαφήνειας και προβλεψιμότητας, αφού η ίδια υπαίτια συμπεριφορά του υπαλλήλου μπορεί να επισύρει είτε την αναδρομική απώλεια του status του και την ένεκα αυτής απώλεια των μισθολογικών ωφελειών είτε τα εφεξής αποτελέσματα μίας πειθαρχικής ποινής]. Τούτο δε, καθόσον με τον τρόπο αυτό αλλοιώνεται η φύση της ανάκλησης ως διοικητικού μέτρου και προσδίδονται σ’ αυτήν χαρακτηριστικά κεκαλυμμένης πειθαρχικής κύρωσης, χωρίς την τήρηση των εγγυήσεων αυτής (πρβλ. ΣτΕ 2710/2010, 1457/2006, 3376, 2323/2002 και κατ’ αναλογία απόφαση του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας Νο 322897, της 22.10.2010), ενώ υπάλληλοι που προκάλεσαν ή υποβοήθησαν τον παράνομο διορισμό είναι δυνατόν να υφίστανται όλως διακριτική μεταχείριση τόσο σε διαδικαστικό επίπεδο όσο και σε σχέση με τις σε βάρος τους επικείμενες συνέπειες λόγω της ευχέρειας της διοίκησης να προβεί σε ανάκληση του διορισμού ή σε επιβολή πειθαρχικής κύρωσης. Επομένως, στο βαθμό που ο νομοθέτης, ενόψει και της, κατά τα ανωτέρω, ευχέρειάς του να οργανώνει την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων, διασφαλίζοντας κατά τον πλέον πρόσφορο τρόπο την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας και το δημόσιο συμφέρον, διατηρεί το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης της πράξης παράνομου διορισμού και δεν το ενσωματώνει στο πειθαρχικό δίκαιο, απαιτείται σαφής και προβλέψιμη οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής των δύο μηχανισμών, υπό την έννοια ότι η ανάκληση του παράνομου διορισμού, ενόψει του αποκαταστατικού της χαρακτήρα δύναται να ενεργοποιείται μόνο στην περίπτωση που στο πλαίσιο της σχετικής διοικητικής διαδικασίας διαπιστώνεται αιτιολογημένα ότι ο υπάλληλος δεν θα είχε διοριστεί, χωρίς την υπαίτια πρόκληση ή υποβοήθηση της παρανομίας, όπως με την υπαίτια χρήση πλαστού δικαιολογητικού προς απόδειξη των τυπικών προσόντων διορισμού του, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση η συμπεριφορά εμπίπτει στο πεδίο της πειθαρχικής εξουσίας της διοίκησης, αφού σκοπός δεν είναι η αποκατάσταση, αλλά η επιβολή κύρωσης σε βάρος του παρανομήσαντος υπαλλήλου (βλ. συναφώς ΔΕφΧαν 179/2017 και πρβλ. ΣτΕ 719, 3177, 3116/2015, contra ΔΕφΑθ 674, 386/2017).
  6. Εξάλλου, το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης παράνομου διορισμού στην περίπτωση που προκλήθηκε ή υποβοηθήθηκε από τον παρανόμως διορισθέντα υπάλληλο δεν εμπίπτει, κατ’ αρχήν, ούτε στην έννοια της «κατηγορίας ποινικής φύσης», ώστε να απαιτείται η τήρηση των εγγυήσεων του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) (εφεξής ΕΣΔΑ), το οποίο ορίζει ότι «1. (…) 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του (…)». Mε την ανωτέρω διάταξη κατοχυρώνεται, ως διαδικαστική εγγύηση, το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο αποτελεί, κατά την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ειδικότερη έκφανση της καθιερούμενης από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου δίκαιης δίκης, η οποία επιβάλλει να θεωρείται ένα πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα «ποινικής φύσεως» αθώο μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του από δικαστήριο και, εν συνεχεία, να γίνεται σεβαστό και να μην αμφισβητείται, μετά την οριστική απαλλαγή του, το αποτέλεσμα αυτό, έστω και με τη διατύπωση αμφιβολιών, από οποιαδήποτε άλλη δικαστική ή δημόσια αρχή ή εκπρόσωπο του Κράτους (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 25.3.1983 Minelli κατά Ελβετίας, της 10.2.1995 Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας, της 28.1.2005 Y.B. κατά Τουρκίας, της 19.9.2006 Matijasevic κατά Σερβίας, της 12-2-2007 Pandy κατά Βελγίου, της 27.9.2007 Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας σκέψεις 28, 29 και 30, της 14-1-2010 Vanjak κατά Κροατίας, της 15-7-2010 Sicik κατά Κροατίας, κ.ά.). Ειδικότερα, η ως άνω διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, κατά την σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, δεν αναφέρεται αποκλειστικώς και μόνον σε πράξεις, που εντάσσονται στα απαριθμούμενα από την ποινική νομοθεσία του εθνικού κράτους αδικήματα και τιμωρούμενα ως τέτοια από αυτήν, αλλά, υπό προϋποθέσεις, και σε πράξεις που ο εθνικός νομοθέτης χαρακτηρίζει διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις ή πειθαρχικά παραπτώματα, προβλέποντας την επιβολή τύποις διοικητικών μέτρων ή διοικητικών κυρώσεων. Έτσι, σύμφωνα με τη νομολογία του ανωτέρω Δικαστηρίου, μια συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά χαρακτήρα «ποινικής φύσεως», ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής εν γένει του άρθρου 6, εφόσον συγκεντρώνει τρία κριτήρια, που δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά. Τα κριτήρια αυτά άπτονται του χαρακτηρισμού του αδικήματος από την εθνική έννομη τάξη, δηλαδή του εάν το αδίκημα διέπεται από διατάξεις του ποινικού δικαίου, της φύσης του αδικήματος και της βαρύτητας της μέγιστης προβλεπόμενης από τις οικείες διατάξεις κύρωσης, η οποία πρέπει κατ’ αρχήν να οδηγεί σε στέρηση ή περιορισμό της προσωπικής του ελευθερίας (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑτης 8.6.1976 Engel κατά Ολλονδίας, της 28.6.1984 Campbell and Fell κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψεις 66 έως 73, της 24.9.1997 Γαρυφάλλου κατά Ελλάδας, της 5.1.2001, Phillips κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 11.2.2003 Y. κατά Νορβηγίας, της 11.2.2003 Ringvold κατά Νορβηγίας, της 13.7.2007 Moullet κατά Γαλλίας, της 23.8.2011 Βαγενάς κατά Ελλάδας, της 12.7.2013 Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, κ.ά., πρβλ. ΣτΕ 1405/2007). Συνεπώς, επί αμιγώς διοικητικών μέτρων ή κυρώσεων, τα οποία δεν έχουν οποιοδήποτε σύνδεσμο με παράλληλη ή προηγηθείσα ποινική διαδικασία και στις οποίες δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε τέτοια διαδικασία, δεν γεννάται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (βλ απόφ. ΕΔΔΑ της 9.1.2013 Volkof κατά Ουκρανίας, της 13-7-2007 Moullet κατά Γαλλίας, της 9.12.1999 Costa κατά Πορτογαλίας, της 24.11.1998 Brown κατά Ηνωμένου Βασιλείου, πρβλ. και αποφάσεις της 11-2-2003, Y. κατά Νορβηγίας, σκέψη 39, της 27.9.2007 Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας σκέψη 30, της 15.7.2010 Sicik κατά Κροατίας, σκέψη 43, της 14.1.2010 Vanjak κατά Κροατίας, σκέψη 37, της 12.7.2013 Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψεις 92-94, 97-99, 100,101, 104, 119, 124, a contrario απόφαση της 12-4-2011 Celik (Bozkurt) κατά Τουρκίας, σκέψη 34, ΣτΕ 1900/2014). Στο πλαίσιο αυτό, η λήψη του κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του Υ.Κ. διοικητικού μέτρου της ανάκλησης παράνομου διορισμού επιβάλλεται σε βάρος του υπαλλήλου για λόγους δημοσίου συμφέροντος και εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας, αποβλέπει στην αποκατάσταση της νομιμότητας, ειδικότερα δε των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσια θέση και λαμβάνεται ασυνδέτως με οποιαδήποτε ποινική διαδικασία που τυχόν εκκρεμεί σε βάρος του υπαλλήλου, ενώ δεν προϋποθέτει προηγούμενη ποινική του καταδίκη, ανεξαρτήτως του εάν σε περίπτωση πρόκλησης ή υποβοήθησης του παράνομου διορισμού εκ μέρους του υπαλλήλου η ίδια υπαίτια συμπεριφορά ενδεχομένως να ενέπιπτε στην αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση και ποινικού αδικήματος [βλ. π.χ. ΑΠ 196/2015, ΕφΑθ 514/2017, για την κατάφαση του κατ’ άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ αδικήματος της απάτης, ΕφΔυτΜακ/νίας 25/2016 για την κατάφαση του ποινικού αδικήματος της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, Τριμ. Εφ. Κακουργημάτων Δυτ. Στερεάς Ελλάδας 113/2016 περί αληθινής πραγματικής συρροής των αδικημάτων της απάτης και της πλαστογραφίας, βλ. πάντως και ΔΕφΑθ 1692/2016 με την οποία γίνεται διάκριση μεταξύ της υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως του άρθρου 216α του ΠΚ με την επιβαρυντική περίσταση του προσπορισμού οφέλους σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 1 του ν. 1608/1950, Α΄ 301, και της υπαίτιας συμπεριφοράς του υπαλλήλου που προκαλεί ή υποβοηθεί τον παράνομο διορισμό του, για τον οποίο αρκεί η άμεση ή έμμεση επιδίωξη του παράνομου διορισμού και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπαίτιας απατηλής ενέργειας και του διορισμού (dolus causam dans)]. Εξάλλου, το διοικητικό αυτό μέτρο κατ’ αρχήν δεν πλήττει τον υπάλληλο με τέτοια σφοδρότητα, ώστε να προσλαμβάνει ποινική χροιά και να λογίζεται ως «ποινική κύρωση», κατά την προπαρατεθείσα έννοια του ανωτέρω άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (βλ. ΔΕφΑθ 672/2017, 698/2016, ΔΕφΧαν 62/2017, 181/2016, ΔΕφΘεσ/νίκης 933/2016). Τούτο δε, πάντως, με την επιφύλαξη της εκτίμησης των συνολικών συνεπειών της ανάκλησης στην προσωπική και περιουσιακή κατάσταση του υπαλλήλου, στο βαθμό που, κατά τα ανωτέρω, το μέτρο αυτό έχει ως συνέπεια την αναδρομική ανατροπή του status του δημοσίου υπαλλήλου και την άρση όλων των ωφελειών που έχει αποκομίσει από αυτό. Στο ίδιο, άλλωστε, πνεύμα το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης του παράνομου διορισμού που προκλήθηκε ή υποβοηθήθηκε από τον παρανόμως διορισθέντα υπάλληλο δεν εμπίπτει ούτε στο πεδίο εφαρμογής των λοιπών, συναφών προς το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, διατάξεων, όπως εκείνων του άρθρου 7 της Σύμβασης, σύμφωνα με το οποίο: «1. Ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ’ ήν στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος (…)» (αρχή nullum crimen nulla poena sine praevia et certa lege) (πρβλ. ΣτΕ 4662/2012 Ολομ., 116/2004, 3327/1999, 2322/1983), στον βαθμό που δεν διώκεται κατ’ ουσίαν εγκληματική πράξη (πρβλ. απόφ. ΕΔΔΑ, Βαγενάς, ό.π., Engel, ό.π., ΣτΕ 4662/2012, Ολομ., ΣτΕ 1405/2007, 7μ., 116/2004, 3327/1999, 2322/1983), ανεξαρτήτως του ότι πάντως απαιτείται, ενόψει των συνταγματικών αρχών της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας, που ισχύουν όχι μόνο επί ποινών αλλά και επί διοικητικών μέτρων με δυσμενείς επιπτώσεις για την προσωπική και περιουσιακή κατάσταση των διοικουμένων, τόσο η σαφής πρόβλεψη του ίδιου του μέτρου και των συνεπειών του στον νόμο όσο και η προβλέψιμη εφαρμογή του από την πλευρά της διοίκησης και των δικαστηρίων (βλ. σκέψεις ΙΙΙ και VΒ4 και πρβλ. αποφ. ΣτΕ Ολομ. 3316/2014, ΔΕΕ της 28.10.2010, C- 367/09, SGSBelgium, σκ. 61, Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της 22.3.2011, 2 BvR983/09, σκ.11, επί διοικητικών κυρώσεων). Επίσης, στο ίδιο πλαίσιο δεν τίθεται κατ’ αρχήν ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 4 του Εβδόμου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, που προβλέπει ότι: «1. Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού» (αρχή non bis in idem), σε περίπτωση αμετάκλητης αθώωσης ή καταδίκης του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, με την επιφύλαξη πάντως των νομικών και πραγματικών περιστάσεων εκάστης περίπτωσης καθώς και της βαρύτητας και της έκτασης των επιμέρους συνεπειών του μέτρου σε βάρος του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου (βλ. ΔΕφΑθ 1692/2016, βλ. ΕΔΔΑ αποφ. της 19.2.2013 Μuller – Hartburgκατά Αυστρίας, σκέψεις 40-49 και 63, πρβλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 16.6.2009, Ruotsalainenκατά Φινλανδίας, σκ. 6-15, ΔΕΕ της 26.2.2013, C- 617/10, AkerbergFransson, σκ. 33, επί της συναφούς διάταξης του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τέλος, δοθέντος ότι η ανάκληση της πράξης διορισμού αφορά μεν στην υπηρεσιακή κατάσταση του δημοσίου υπαλλήλου, ανάγεται όμως στο στάδιο του διορισμού του και στη νομιμότητα αυτού (acte contraire), δεν εμπίπτει στη νομική έννοια της λύσης της υπαλληλικής σχέσης και δη σε εκείνη της απόλυσης του υπαλλήλου κατόπιν απόφασης του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου (βλ. άρθρα 148 έως 157 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2638/1999 Κώδικα, και άρθρα 147 έως 156 του ισχύοντος κατά τον επίδικο χρόνο ανάκλησης της πράξης διορισμού της εκκαλούσας Υ.Κ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007), η οποία υπόκειται σε προσφυγή ουσίας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 3215/2009, 1084, 601/2005, 94/2002, βλ. πάντως και ΣτΕ 349/1995 και 1928/1997, όπου γίνεται δεκτό ότι η ανάκληση της πράξης διορισμού συνιστά μορφή απαγγελίας της λύσης της υπαλληλικής σχέσης διακριτή, όμως, από την απόλυση). Συνεπώς, η διαφορά που γεννάται από τη διοικητική αυτή πράξη είναι ακυρωτικής φύσης (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 εδ. δ και 3 παρ. 1 του ν. 702/21977, Α΄ 268, όπως ισχύει, καθώς και ΣτΕ 3215/2009, 1084/2005), ενόψει δε της ακυρωτικής του εξουσίας το οικείο διοικητικό δικαστήριο ελέγχει αποκλειστικώς τη νομιμότητα της ανάκλησης ως μέτρου επέμβασης στην υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου. Στο πλαίσιο αυτό, δύναται να εξετάζει αφενός το σύνολο των προβαλλομένων αιτιάσεων, αφετέρου το σύνολο των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν, μεταξύ των οποίων και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης και, τέλος, δύναται να ακυρώνει εν όλω ή εν μέρει την πράξη αυτή για λόγους, όπως η πλάνη περί τα πράγματα ή η μη τήρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης ή η μη νόμιμη και ανεπαρκής αιτιολογία, χωρίς, όμως, να έχει εξουσία να προβεί σε μεταρρύθμιση της πράξης (πρβλ. ΣτΕ 3098/2017 7μ., καθώς και ΣτΕ 3003/2014 Ολομ., πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Sigma Radio Television Ltd κατά Κύπρου 21.7.2011 σκέψεις 151 – 157).
    VI. Α. Πέραν των ανωτέρω, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 Υ.Κ. προέβλεπε στο Μέρος Γ΄ «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ», και συγκεκριμένα στο άρθρο 41, «Δικαίωμα – Αξίωμα μισθού», ότι: «1. Ο υπάλληλος έχει δικαίωμα σε μισθό. Ο μισθός καθορίζεται σε μηνιαία βάση και έχει σκοπό την αξιοπρεπή διαβίωση του υπαλλήλου. 2. (…) 3. Η αξίωση του υπαλλήλου για το μισθό αρχίζει από την ανάληψη υπηρεσίας. 4. (…)» [βλ. και ταυτάριθμα, ομοίου περιεχομένου, άρθρα του ισχύοντος Υ.Κ. ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (Α΄ 26)], ενώ, στο άρθρο 33 του ν. 2362/1995 (Α΄ 247) «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» ορίζονται τα εξής: «1. Μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής καταλογίζονται: α) στον υπάλληλο που από δόλο ή βαρεία αμέλεια προέβη σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις ή συνέπραξε στην έκδοση αυτών ή στη μη τήρηση των νόμιμων διαδικασιών πραγματοποίησης της δαπάνης και β) στο λαβόντα εφόσον έχει συντελέσει υπαίτια στη μη νόμιμη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα αυτού. 2. Αρμόδιο όργανο για τον καταλογισμό μη νόμιμων δαπανών, που πληρώθηκαν με τίτλους πληρωμής που δεν εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου, είναι ο Διατάκτης και οι κάθε ειδικότητας επιθεωρητές, που έχουν διαπιστώσει την παράνομη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση το Ελεγκτικό Συνέδριο. Οι ανωτέρω καταλογιστικές αποφάσεις προσβάλλονται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (…)» [βλ. και παρομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 96 του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» σε συνδυασμό με άρθρο 183 ως προς το χρόνο έναρξης των διατάξεων αυτού (Α΄ 143/28-6-2014)]. Τέλος, στο άρθρο 1 του π.δ/τος 1225/1981, ορίζεται ότι: «Εν τη ενασκήσει της δικαστικής αυτού δικαιοδοσίας, το Συνέδριον δικαιούται να εξετάζη παρεμπιπτόντως τα ανακύπτοντα ζητήματα αρμοδιότητος των λοιπών δικαστηρίων, της επί τούτων αποφάσεως αυτού ισχυούσης μόνον επί της κριθείσης διαφοράς» και στο άρθρο 49 ότι: «1. Διά της εφέσεως η υπόθεσις μεταβιβάζεται εις το αρμόδιον Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς μεν το νόμω βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά το σύνολον, ως προς δε το ουσία βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά τα δια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων καθοριζόμενα όρια. 2. Το δικαστήριον την νομικώς πλημμελή πράξιν, ακυροί, εν όλω ή εν μέρει, ή μεταρρυθμίζει αναλόγως, επιφυλασσομένης της διατάξεως της επομένης παραγράφου. Την ουσιαστικώς εσφαλμένην πράξιν ακυροί ή μεταρρυθμίζει εντός των εν τη εφέσει ορίων, κρίνον περαιτέρω επί της ουσίας της υποθέσεως. 3. (…)».
    Β. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
    Η ανάκληση της πράξης παράνομου διορισμού, η οποία κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ενεργεί αναδρομικώς, αποκαθιστώντας τη νομική κατάσταση που ίσχυε πριν από την έκδοσή της και αίροντας όλες τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την έκδοση της πράξης αυτής, οδηγεί κατ’ αρχήν σε άρση και όλων των ωφελειών που έχει αντλήσει ο υπάλληλος από τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση, μεταξύ των οποίων και των περιουσιακών, όπως οι μισθολογικές απολαβές, τις οποίες οφείλει να επιστρέψει, στο βαθμό που δεν είχε νόμιμο δικαίωμα προς απόληψη αυτών, κατ’ άρθρο 33 παρ. 1 β του ν. 2362/1995 (βλ. Ε.Σ. 1452/2017, 2245/2012). Η επακολουθούσα δε της ανάκλησης του διορισμού καταλογιστική πράξη, που εκδίδεται προς αποκατάσταση του ελλείμματος που προκλήθηκε ένεκα της παράνομης και αχρεώστητης καταβολής αποδοχών, συναφώς προς τακτοποίηση του οικείου λογαριασμού, προσβάλλεται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου με το διαπλαστικό ένδικο βοήθημα της έφεσης, δημιουργώντας διαφορά ουσίας (πρβλ. Ολομ. Ε.Σ. 1104/2007). Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 95 παρ. 1, και 98 του Συντάγματος, καθώς και του προπαρατεθέντος άρθρου 1 του π.δ/τος 1225/1981, συνάγεται ότι το Δικαστήριο τούτο, κατ’ αρχήν, δύναται, κατά την παροχή δικαστικής προστασίας επί δημοσιολογιστικών εν γένει διαφορών, να εξετάζει παρεμπιπτόντως ζητήματα άλλης δικαιοδοσίας, μεταξύ των οποίων και το κύρος των εκτελεστών διοικητικών πράξεων (πρβλ. Ε.Σ. Ολομ. 34/2012 εκδοθείσα επί συνταξιοδοτικής διαφοράς). Ο παρεμπίπτων έλεγχος χωρεί, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από το νόμο και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους της διοικητικής πράξης απόφαση με δύναμη δεδικασμένου του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου δικαστηρίου, η οποία και δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο (πρβλ. ΑΠ 596/2016, 2248, 1354/2014). Συνάγεται περαιτέρω ότι κατά τον έλεγχο αυτό, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να ακυρώσει την πράξη ούτε να αποκρούσει την εκτελεστότητά της, ούτε να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης (βλ. Ε.Σ. 650/2017, πρβλ. ΑΠ 596/2016). Eνόψει των προεκτεθέντων και σε συνδυασμό με το ότι η μεν ανάκληση της πράξης διορισμού ανάγεται στο προγενέστερο στάδιο του διορισμού και στη νομιμότητα αυτού (σκ. VB6), θεσπίζεται δε στο σύστημα του Υ.Κ. ένα ιδιαίτερο κανονιστικό πλαίσιο ανάκλησης της παράνομης πράξης διορισμού (σκ. VB2), το Δικαστήριο τούτο, προεχόντως για λόγους που άπτονται της ασφάλειας δικαίου, δεν δύναται κατά την εκδίκαση διαφορών που αναφύονται από τον καταλογισμό παρανόμως και αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών, που αναζητούνται κατόπιν ανάκλησης του διορισμού, να εξετάσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ανάκλησης, η οποία πρέπει να προσβληθεί από τον θιγόμενο με βάση τη νόμιμη διαδικασία (βλ. Ε.Σ. Ολομ. 373/1996, πρβλ. Ε.Σ. 2245/2012). Οι περιορισμοί, άλλωστε, αυτοί στον παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας της πράξης ανάκλησης του διορισμού είναι συμβατοί με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, καθόσον η εν λόγω διοικητική πράξη δύνανται να προσβληθεί ενώπιον των κατά δικαιοδοσία αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία παρέχουν πλήρεις εγγυήσεις έννομης προστασίας (βλ. σκέψη VΒ6). Όμως, το Δικαστήριο τούτο κατά την κύρια διάγνωση της νομιμότητας της καταλογιστικής πράξης, εκδοθείσης κατ’ επίκληση της ανάκλησης της πράξης διορισμού, υποχρεούται να ελέγξει τη συμβατότητα της πράξης αυτής αφενός με τον νόμο και αφετέρου με υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες και αρχές (πρβλ. Ε.Σ. 1566, 332/2017), συναφώς να προβεί, κατ’ άρθρο 49 του π.δ/τος 1225/1981, στην ακύρωση ή, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, στη μεταρρύθμιση της οικείας καταλογιστικής πράξης. Τούτο δε, καθόσον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη VΒ3 της παρούσας, ανεξαρτήτως του εάν η ανάκληση ως διοικητικό μέτρο επέμβασης στην υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου κρίνεται σύμφωνη με τις προεκτεθείσες συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, απαιτείται να εξετάζεται περαιτέρω εάν τα επιμέρους αντανακλαστικά διοικητικά μέτρα, που λαμβάνονται δυνάμει αυτής και σκοπούν στην αναδρομική αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τις περιουσιακής φύσης ωφέλειες που έχει αντλήσει ο υπάλληλος από την επί μακρό χρόνο υφιστάμενη νομική κατάσταση, συνάδουν με την φύση της ανάκλησης ως διοικητικού μέτρου και δεν την μετατρέπουν σε διοικητική ή πειθαρχική κύρωση ή ποινή, καθώς και αν είναι συμβατά με τις ως άνω συνταγματικές αρχές τηρώντας μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του υπηρετούμενου δημοσίου σκοπού και αφετέρου της συνταγματικώς επιβεβλημένης προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των διακυβευόμενων ατομικών δικαιωμάτων. Άλλωστε, αντίθετη εκδοχή θα στερούσε από τον διοικούμενο την κατοχυρωμένη από τις ανωτέρω διατάξεις πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία, αφού τέτοιοι ισχυρισμοί ως προς τις οικονομικές συνέπειες της ανακλητικής του διορισμού πράξης δεν θα μπορούσαν να προβληθούν παραδεκτώς ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ελλείψει δικαιοδοσίας αυτών (πρβλ. ΔΕφΑθ 3117/2015), και να απαντηθούν επί της ουσίας (πρβλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 10.2.1983, Albert et Le Compte κατά Βελγίου, της 13.2.2003 Chevrol κατά Γαλλίας, της 21.7.2011Sigma Radio Television Ltd κατά Κύπρου,της 21.6.2016 Al Dulimiand Montana Management Incκατά Ελβετίας). Εξ άλλου, εκτός από την περίπτωση της δικαστικής ακύρωσης της ανακλητικής του διορισμού πράξης που θα υποχρέωνε τη διοίκηση σε συμμόρφωση λόγω του ακυρωτικού αποτελέσματος της απόφασης κατά τα άρθρα 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 50 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) και θα δέσμευε και το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τα άρθρα 95 παρ.1 και 98 του Συντάγματος και 1 του π.δ/τος 1225/1981, το δεδικασμένο που θα απέρρεε από την τυχόν απορριπτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου επί σχετικής αίτησης ακύρωσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 50 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989, θα δέσμευε το Ελεγκτικό Συνέδριο μόνον ως προς το κριθέν από αυτό διοικητικής φύσης ζήτημα της νομιμότητας της πράξης αυτής ως μεταβολής της υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου και όχι ως προς τις οικονομικές επιπτώσεις της ανάκλησης διορισμού (Ε.Σ. 1176/2018).
    Στο πλαίσιο αυτό, η υποχρέωση της διοίκησης να προβεί στον καταλογισμό των αποδοχών λόγω της αναδρομικής, μετά την ανάκληση της πράξης διορισμού, απώλειας της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας, συνιστά διοικητικό μέτρο που, κατ’ αρχήν, δύναται να συναχθεί με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία από τον νόμο και τη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου, ιδίως δε, στην περίπτωση που ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος προκάλεσε ή υποβοήθησε τον παράνομο διορισμό του, συνακόλουθα συντέλεσε υπαίτια στη μη νόμιμη πληρωμή των οικείων αποδοχών (βλ. Ε.Σ. 2245/2012, πρβλ. Ολ. Ε.Σ. 1591/2008, 1680/2009, 543, 1980/2013, I Τμ. 4201/2015, 1122/2016, 375/2017, 390/2018, πρβλ. επίσης, Ολομ. Ε.Σ. 373/1996, 2015/2008 και σε αντιδιαστολή Ε.Σ. 1566, 332/2017). Τούτο δε, στο βαθμό που η ανάκληση χωρεί είτε εντός της διετούς προθεσμίας του άρθρου 20 παρ. 2 εδ. α΄ του Υπαλληλικού Κώδικα, είτε και μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, στην περίπτωση που ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος προκάλεσε ή υποβοήθησε τον διορισμό του, όπως με τη χρήση πλαστού τίτλου σπουδών. Εξ άλλου, κατά την εξέταση της τήρησης της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, το μέτρο αυτό εντάσσεται στον κύκλο των αποκαταστατικών της νομιμότητας συνεπειών της ανάκλησης. Δοθέντος δε ότι η ανάκληση καθ’ εαυτή αποβλέπει, ως προεκτέθη, στην αποκατάσταση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας στην πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, με την άμεση απομάκρυνση του μη πληρούντος τα τυπικά προσόντα υπαλλήλου, σκοπεί δε θεμιτώς όχι στην τιμωρία του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, οι μισθολογικές συνέπειες της ανάκλησης, οι οποίες κατ’ αρχήν επέρχονται ανεξαρτήτως της υποκειμενικής συμπεριφοράς του υπαλλήλου (πρβλ. Ε.Σ. 1566, 332/2017), έχουν ως σκοπό αφενός στην αποκατάσταση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών διά της άρσης του status του δημοσίου υπαλλήλου και των μισθολογικών ωφελειών που απορρέουν από αυτό και αφετέρου στην προστασία και ανόρθωση των συναφών οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου. Τούτο δε, καθόσον ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος δεν έχει κατ’ αρχήν νόμιμη αξίωση απόληψης αποδοχών από το Δημόσιο, σε κάθε δε περίπτωση οι αποδοχές που έλαβε, προϋποθέτοντας υπάλληλο άξιο της κοινής εμπιστοσύνης (άρθρο 27 Υ.Κ.) και με συγκεκριμένα τυπικά προσόντα, επί των οποίων και καθορίστηκε το ύψος αυτών σε συνάρτηση με την υπηρεσιακή του εξέλιξη, δεν ανταποκρίνονται, κατ’ αρχήν, στην εργασία που πράγματι παρασχέθηκε. Συνεπώς, το μέτρο αυτό, ως απόρροια της ανάκλησης του παράνομου διορισμού, είναι πρόσφορο, κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δοθέντος ότι κατ’ αρχήν δεν υφίσταται εναλλακτικό μέτρο δυνάμενο να εξυπηρετήσει εξίσου αποτελεσματικά την αποκατάσταση των ως άνω συνταγματικών αρχών και των οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου. Η κατ’ αρχήν, όμως, συμβατότητα του καταλογισμού του συνόλου των αποδοχών, ως διοικητικού μέτρου, προς τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας, καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητας, κατά τα προεκτεθέντα, τελεί υπό την επιφύλαξη του χρονικού σημείου στο οποίο συντελείται η ανάκληση σε σχέση με τον διορισμό, ενόψει και των επιπτώσεων που επιφέρουν στην προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαλλήλου που απώλεσε την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, ώστε να διασφαλίζεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του αποκαταστατικού σκοπού αυτής και αφετέρου των συνταγματικώς προστατευόμενων ατομικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου (βλ. σκ. ΙΙΙ και ΙV).
    Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που η ανάκληση της πράξης διορισμού, ακόμη και επί υπαίτιας συμπεριφοράς του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, χωρεί μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από τον διορισμό, το δε Δημόσιο έχει καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα επωφεληθεί των υπηρεσιών του, χωρίς να έχει ασκήσει τη νόμιμη ευχέρειά του να προβεί σε έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών διορισμού, προς διασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, ο καταλογισμός του συνόλου των αποδοχών που του καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του διανυθέντος εργασιακού βίου και που αντιστοιχούν στην de facto παρασχεθείσα αυτή υπηρεσία, παρ’ ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα της θέσης, αντίκειται προς τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας, θίγοντας τον πυρήνα ατομικών δικαιωμάτων (βλ. και σκ. ΙΙΙ, IV και VΒ4). Ειδικότερα, η λήψη του μέτρου του καταλογισμού μετά την πάροδο μακρότατου χρόνου από το διορισμό του υπαλλήλου, αναιρεί τη σαφή και προβλέψιμη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που απαιτείται και επί υπαίτιων συμπεριφορών των διοικουμένων, αφού καθίσταται διαρκώς και επ’ αόριστον μετέωρη η υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου, τελούσα υπό τη διαρκή διαλυτική αίρεση του ελέγχου της νομιμότητας της αρχικής του πρόσληψης από τη Διοίκηση, επιφέροντας επαχθέστατες και ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην προσωπική του κατάσταση, θίγοντας τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 2 του Συντάγματος. Άλλωστε η ως άνω ερμηνευτική προσέγγιση περί άρσης της σαφήνειας και προβλεψιμότητας του οικείου νομοθετικού πλαισίου ενισχύεται συνεκτιμωμένων των όσων προεκτέθηκαν στην σκέψη VΒ4 της παρούσας ως προς τη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, ήτοι την ευχέρεια αυτής να επιβάλλει το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης του παράνομου διορισμού, με αναδρομικά αποτελέσματα και με ελάσσονες διαδικαστικές εγγυήσεις (προηγούμενη ακρόαση και ειδική αιτιολογία της ανάκλησης ως προς την δόλια συμπεριφορά του υπαλλήλου), είτε να προχωρήσει στη δίωξη του πειθαρχικού παραπτώματος της χρήσης δόλου προς επίτευξη του διορισμού, κατά περίπτωση της αναξιοπρεπούς εκτός της υπηρεσίας συμπεριφοράς, δίωξη η οποία, όμως, δεν θα επέφερε τα ανωτέρω αναδρομικά αποτελέσματα, θα υπέκειτο στις μείζονες εγγυήσεις της πειθαρχικής διαδικασίας και σε κατ’ αρχήν πενταετή παραγραφή (με την επιφύλαξη της συρροής ποινικού αδικήματος και των ειδικών περί διακοπής και αναστολής της διατάξεων), θα μπορούσε δε να οδηγήσει και σε ηπιότερη της οριστικής παύσης ποινή, αφού παρέχεται η δυνατότητα στο πειθαρχικό όργανο, στο πλαίσιο της επιμέτρησης ποινής, να εκτιμήσει τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του εάν, ενόψει των ως άνω συνταγματικών αρχών, θα απαιτείτο η νομοθετική θέσπιση σαφούς χρονικού ορίου εντός του οποίου θα μπορούσε να χωρήσει η ανάκληση του παράνομου διορισμού με αναδρομικές έννομες συνέπειες, ώστε να είναι σε θέση ακόμη και ο παρανόμως διορισθείς, με δική του δόλια ενέργεια, υπάλληλος να αμυνθεί αποτελεσματικώς και να εκτιμηθούν τόσο από τη Διοίκηση όσο και από τα οικεία δικαστήρια επίκαιρα και αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (πρβλ. απόφ. ΕΔΔΑ της 3.3.2015, Dimitrovi κατά Βουλγαρίας, σκέψεις 45 και 46, της 9.2.2013 OleksandrVolkof κατά Ουκρανίας, σκ. 137 και 139 για την λόγω μη πρόβλεψης παραγραφής αντίθεσης εθνικής ρύθμισης στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, της 22.10.1996, Stubbings κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 51, ΣτΕ Ολομ. 3312, 1738/2017), η λήψη των αντανακλαστικών της ανάκλησης οικονομικών μέτρων υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, είναι σε κάθε περίπτωση αντίθετη προς τις αρχές αυτές (Ε.Σ. 1176/2018).
    Εξ άλλου, στην περίπτωση που η ανάκληση του διορισμού χωρεί σε χρόνο μακρότατο από τον αρχικό διορισμό, το μέτρο του καταλογισμού, ανεξαρτήτως των ειδικότερων περιστάσεων εκάστης περίπτωσης, του συνόλου των μισθολογικών απολαβών που αυτός έχει εισπράξει, υπερακοντίζει τον κατ’ αρχήν θεμιτό σκοπό που υπηρετεί και θίγει, κατά παράβαση και της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, τον πυρήνα ατομικών δικαιωμάτων, που απορρέουν από την ανατραπείσα δημοσιοϋπαλληλική σχέση και την μακροχρόνια de facto απασχόληση του υπαλλήλου. Συγκεκριμένα, με την επιβολή του μέτρου αυτού δεν επιτυγχάνεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού που αυτό υπηρετεί, ήτοι της ένεκα της καθολικής ανατροπής του status του δημοσίου υπαλλήλου άρσης και των οικονομικών ωφελειών που συνάπτονται με αυτό, στο πλαίσιο αποκατάστασης των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και της ανόρθωσης των οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Υπό το πρίσμα αυτό, η ως άνω συνταγματική αρχή, σε συνδυασμό με τη αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος, επιβάλλει, ενόψει της μακροχρόνιας απασχόλησης του έστω παρανόμως και με δική του υπαιτιότητα διορισθέντος υπαλλήλου στο Δημόσιο, ως στοιχείο της κοινωνικής του υπόστασης και της συνταγματικά προστατευτέας προσωπικότητάς του, την αναγνώριση σ’ αυτόν περιουσιακών δικαιωμάτων, κατ’ άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα δε ενός οικονομικού ανταλλάγματος για τις επί μακρότατο χρόνο παρασχεθείσες υπηρεσίες, οι οποίες, ελλείψει των απαιτούμενων τυπικών προσόντων, δεν δύνανται, προφανώς, να αποτιμηθούν στο ίδιο ύψος με τις υπηρεσίες του πληρούντος τα σχετικά τυπικά προσόντα. Ούτε όμως έχει εφαρμογή, κατά την αποτίμηση αυτή, ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ. Και τούτο διότι ο καταλογισμός του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου με τις εισπραχθείσες από αυτόν αποδοχές, συνεπάγεται μεν τον πλουτισμό του Δημοσίου, ο πλουτισμός, όμως, αυτός ως νόμιμη αιτία έχει την, κατ’ άρθρα 33 παρ. 1 (β) του ν. 2362/1995, υποχρέωση του λαβόντος, που έχει υπαιτίως συντελέσει στη μη νόμιμη πληρωμή, σε αποκατάσταση του ελλείμματος στη δημόσια διαχείριση από την μη νόμιμη καταβολή σε αυτόν αποδοχών (Ε.Σ. 1016/2017, πρβλ. ΑΠ 1161/2009). Επιπροσθέτως, η εφαρμογή του ειδικού συστήματος των άρθρων 904ΑΚ επ., που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας (βλ. ΑΠ 1151/2017), οδηγεί, ενίοτε, στον αποκλεισμό της αναγνώρισης έστω και μίας εύλογης αμοιβής, όπως στην περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 905ΑΚ (βλ. Ε.Σ. 7581/2015, 239/2017, πρβλ. ΑΠ 1596/1983, 401/2015, πρβλ. επίσης ΕφΑθ 637/2017, όπου και μειοψηφία, και ως προς την καταλυτική ένσταση του άρθρου 905ΑΚ βλ. ΑΠ 775/2004, 365/2016) και κατ’ αποτέλεσμα, στην μη εκπλήρωση του σκοπού των ως άνω συνταγματικών επιταγών. Ενόψει τούτων, μία εύλογη αμοιβή για τις επί μακρότατο χρόνο παρασχεθείσες υπηρεσίες του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου θα αποτιμηθεί, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, με γνώμονα τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
    Άλλωστε, το μέτρο του καταλογισμού του συνόλου των μισθολογικών απολαβών που ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος έχει εισπράξει λόγω ανάκλησης της πράξης διορισμού, μετά την πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν, αντιβαίνει και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που ορίζει ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών διεθνούς δικαίου όρους». Ειδικότερα, στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσης», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, επομένως, με τις διατάξεις αυτές και τα ενοχικά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις, είτε έχουν αναγνωρισθεί με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε έχουν απλώς γεννηθεί κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον μέχρι τον χρόνο της προσφυγής στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς (βλ. ΕΔΔΑ, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, απόφ. της 20.11.1995, σκ. 28 επόμ., Draon κατά Γαλλίας, απόφ. της 6.10.2005, σκ. 65 επόμ., ΕΣ Ολομ. 3023, 441/2012, 1031/2011, 2274/1997, ΣτΕ 3613/2013, 1285/2012 Ολομ., 730/2010, 6/2010, 2031/2009, 3428/2006, ΑΠ 40/1998), στις απαιτήσεις δε αυτές περιλαμβάνονται και αξιώσεις επί αποδοχών, στον βαθμό που συνιστούν όρους απασχόλησης λειτουργών και υπαλλήλων του Κράτους και καταβάλλονται σ’ αυτούς ως μισθός και δη ως άμεση απόρροια της εργασιακής τους σχέσης (βλ. επί των αποδοχών ΕΔΔΑ Eskelinen κατά Φινλανδίας, απόφ. της 19.4.2007, σκ. 40 επ., ΣτΕ 6/2010, 2032/2009, ΑΠ Ολομ. 104/2009). Επίσης, στην έννοια της περιουσίας εμπίπτουν και τα απορρέοντα από διοικητικές πράξεις οικονομικά συμφέροντα του ατόμου, όπως εκείνα που γεννώνται από ιδρυθείσα υπαλληλική σχέση και τουλάχιστον μέχρι την ανάκληση αυτής (πρβλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 15.11.2009 Moskal κατά Πολωνίας, σκ. 38-40, της 28.4.2009 «Rasmussen κατά Πολωνίας»). Στο πλαίσιο αυτό, είναι μεν αληθές ότι κατ’ αρχήν μία μη νομίμως συσταθείσα υπαλληλική σχέση και μάλιστα με δόλια σύμπραξη του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου δεν ιδρύει ούτε κατά το εθνικό δίκαιο ούτε κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου νόμιμη αξίωση για καταβολή αποδοχών (βλ. a contrario απόφ. ΕΔΔΑ Moskal, όπ., σκ. 44, πρβλ. απόφ. της 8.7.2004, Κλιάφας κατά Ελλάδας σκ. 21), πλην, η για μακρότατο χρόνο de facto απασχόληση του έστω κακόπιστου υπαλλήλου, χωρίς το Δημόσιο ως εργοδότης να ασκεί την προβλεπόμενη στον νόμο ευχέρειά του για έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών, αρμοδιότητα που εντασσόταν στη σφαίρα ευθύνης του προς διασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας στην πρόσβαση σε δημόσια θέση, γεννά, ως προεκτέθη, κατά το εθνικό δίκαιο αξίωση του υπαλλήλου για καταβολή αμοιβής κάποιου ποσού, ενόψει της προστασίας που παρέχεται από τα άρθρα 2 παρ. 1, 17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 α του Συντάγματος. Υπό το πρίσμα αυτό, η ως άνω αξίωση εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της οικείας διάταξης της ΕΣΔΑ (βλ. κατ’ αναλογία απόφ. ΕΔΔΑ της 5.1.2000 Beyeler κατά Ιταλίας σκ. 104, 119), και για το λόγο αυτό ο καταλογισμός του συνόλου των αποδοχών που αυτός εισέπραξε μετά την πάροδο μακρότατου χρόνου από το διορισμό του δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
  7. Πέραν των ανωτέρω, το μέτρο του καταλογισμού του συνόλου των μισθολογικών απολαβών που ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος έχει εισπράξει, μεταλλάσσεται σε κύρωση, όταν η ανάκληση χωρεί σε χρόνο μακρότατο από τον αρχικό διορισμό, αφού δεν είναι πλέον εφικτή η αποκατάσταση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις με την άμεση απομάκρυνση του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου. Υποχωρεί δε ο επανορθωτικός (αποζημιωτικός) των οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου σκοπός έναντι του τιμωρητικού. Kαι τούτο, διότι από την μακροχρόνια αυτή απασχόληση το Δημόσιο έχει αντλήσει πραγματική ωφέλεια που δεν είναι δυνατόν να μην αποτιμάται στο πλαίσιο της τήρησης μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος που υπηρετείται από την ανάκληση του παράνομου διορισμού και τις αντανακλαστικές της οικονομικές συνέπειες (πρβλ. απόφ. ΕΔΔΑ της 16.6.2009 Ruotsalainen κατά Φινλανδίας, σκ. 46). Στο πλαίσιο αυτό και στο βαθμό που ο καταλογισμός του συνόλου των απολαβών που αυτός έχει εισπράξει εμπεριέχει κυρωτικά χαρακτηριστικά, θα απαιτείτο κατ’ αρχήν, ενόψει των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας, η σαφής πρόβλεψη ενός απώτατου χρονικού σημείου στο οποίο θα μπορούσε να αναδράμει η ανάκληση του διορισμού (βλ. Πρακτικά της Γ΄ Συνόδου, της ΙΓ΄ Συνεδρίασης της Βουλής αναφορικά με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4305/2014, ιδίως δε της 24.10.2014, σελ. 137 αναφορικά με το αίτημα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης περί μη στέρησης των δεδουλευμένων αποδοχών σε βάθος πενταετίας-δεκαετίας). Ταυτόχρονα θα απαιτείτο η πρόβλεψη μίας διαδικασίας που θα παρείχε στη διοίκηση τη δυνατότητα να κρίνει τις συνθήκες της πρόκλησης ή υποβοήθησης από τον υπάλληλο του παράνομου διορισμού του, το βαθμό προσβολής των συνταγματικών αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση στη δημόσια θέση, συναφώς θα κατέλειπε στο αρμόδιο όργανο ένα περιθώριο εκτίμησης να προσδιορίσει, συνεκτιμώντας τους αμυντικούς ισχυρισμούς του υπαλλήλου, το κατάλληλο ύψος των προς καταλογισμό ποσών. Οι εγγυήσεις, όμως, αυτές δεν διασφαλίζονται από τις διαδικαστικές διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, που είναι προσανατολισμένες στην επιβολή διοικητικών μέτρων και όχι κυρώσεων και οι οποίες περιλαμβάνουν μία κοινή διοικητική διαδικασία ακρόασης πριν από τη λήψη του μέτρου της ανάκλησης του παράνομου διορισμού, τη δυνατότητα άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της πράξης αυτής ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων, χωρίς τη δυνατότητα ελέγχου της ουσίας της διαφοράς. Περαιτέρω, η εν λόγω οικονομικής φύσης συνέπεια της ανάκλησης του παράνομου διορισμού, μετά παρέλευση μακρότατου χρόνου από τον διορισμό, σε συνδυασμό με την κατ’ αρχήν συρρέουσα ποινική ευθύνη του υπαλλήλου, αναλόγως των περιστάσεων κάθε περίπτωσης, για τα αδικήματα της απάτης και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (βλ. ΑΠ 196/2015, Εφ Αθ. 514/2017), θα έθεταν, αναλόγως των συγκεκριμένων συνθηκών, ενόψει της βαρύτητας και της σφοδρότητας του συνόλου των συνεπειών, ζητήματα όχι απλώς κυρωτικού, αλλά ακόμη ενδεχομένως και ποινικού χαρακτήρα της ίδιας της ανάκλησης και των παρεπόμενων αυτής μέτρων και, ως εκ τούτου, ζήτημα παραβίασης των εγγυήσεων των άρθρων 6 παρ. 1 και 2 και 7 της ΕΣΔΑ περί τεκμηρίου αθωότητας, ελλείψει καταδίκης από ποινικό δικαστήριο, και, σε περίπτωση αμετάκλητης ποινικής καταδίκης του προσώπου, ζήτημα παραβίασης της κατ’ άρθρο 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αρχής «non bis in idem» (βλ. σκέψη VΒ5 και συναφώς αποφάσεις ΕΔΔΑ, της 19.2.2013 απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Muler – Hartbourg κατά Αυστρίας, της 13-7-2007 Moullet κατά Γαλλίας, της 23-8-2011 Βαγενάς κατά Ελλάδας, της 8-6-1976 Engel and others κατά Ολλανδίας).
    Ενόψει συνεπώς των προεκτέθέντων και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας ως προς τη δέσμευση όλων των μέσων άσκησης της κρατικής εξουσίας να πληρούν τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας, το Δικαστήριο τούτο, στο πλαίσιο της δημοσιολογιστικής διαφοράς, που αφορά στον καταλογισμό των αποδοχών συνεπεία της ανάκλησης του διορισμού λόγω παράνομης πρόσληψης, δύναται κατ’ άρθρο 49 του π.δ/τος 1225/1981 και κατ’ εφαρμογή της ως άνω αρχής, να προβεί, κατόπιν στάθμισης των πραγματικών περιστάσεων εκάστης περίπτωσης, στη μείωση του επιστρεπτέου ποσού. Και τούτο με γνώμονα την επίτευξη μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ αφενός του δημοσίου σκοπού που υπηρετεί το μέτρο του καταλογισμού και αφετέρου της συνταγματικώς επιβεβλημένης προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των διακυβευόμενων ατομικών δικαιωμάτων, παράλληλα δε, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το αντανακλαστικό της ανάκλησης διοικητικό μέτρο του καταλογισμού, που σκοπεί στην αναδρομική αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τις περιουσιακής φύσης ωφέλειες που έχει αντλήσει ο υπάλληλος από την επί μακρό χρόνο υφιστάμενη νομική κατάσταση, συνάδει με την φύση της ανάκλησης ως διοικητικού μέτρου και δεν την μετατρέπει σε διοικητική ή πειθαρχική κύρωση ή ποινή (βλ. ΕλΣυν Ολομ. 890/2016, 2927/2015, ΙΙ Τμ. 1176/2018).
    VII. A. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα:
    Με την …/1999 Προκήρυξη του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (φ. …/199 τ. Προκήρυξεων ΑΣΕΠ) προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την πλήρωση, κατά σειρά προτεραιότητας, είκοσι τριών (23) κενών οργανικών θέσεων των κατηγοριών Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) για το Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «…». Με την ίδια Προκήρυξη ορίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα Γενικά Προσόντα διορισμού καθώς και τα Τυπικά Προσόντα Διορισμού ανά κατηγορία κλάδο/ειδικότητα. Ειδικότερα, για τις πέντε (5) θέσεις της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας (ΔΕ) και ειδικότητας Αδελφών Νοσοκόμων ορίστηκε ότι οι συμμετέχοντες πρέπει να διαθέτουν Πτυχίο Τμήματος Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου ή Πτυχίο Τμήματος Νοσηλευτών-Νοσηλευτριών Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης Νοσηλευτικής Σχολής του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας ή άλλης ισότιμης σχολής της ημεδαπής ή αλλοδαπής αντίστοιχης ειδικότητας και άδεια άσκησης επαγγέλματος. Προβλέφθηκε επίσης ότι σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η πλήρωση θέσεων από υποψηφίους με τα προαναφερόμενα προσόντα, επιτρέπεται ο διορισμός με προσόν απολυτήριο τίτλο αναγνωρισμένης κατώτερης σχολής αντίστοιχης ειδικότητας και άδεια άσκησης επαγγέλματος, και, σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η πλήρωση θέσεων από υποψηφίους ούτε με τα προαναφερόμενα μειωμένα προσόντα, επιτρέπεται ο διορισμός με άδεια άσκησης επαγγέλματος και τριετή (3) τουλάχιστον εμπειρία μετά την απόκτηση της άδειας άσκησης επαγγέλματος. Εξ άλλου στο Κεφάλαιο Δ΄ της οικείας Προκήρυξης, που φέρει τον τίτλο «ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ», αναφέρονται τα δικαιολογητικά τα οποία πρέπει να προσκομίσουν οι υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και επικυρωμένη φωτοτυπία του τίτλου σπουδών στον οποίο αναγράφεται ο ακριβής βαθμός αυτού. Προβλέπεται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που ο βαθμός εκφράζεται με αξιολογικό χαρακτηρισμό ή με ακέραιο αριθμό πρέπει στη φωτοτυπία του τίτλου να περιλαμβάνεται και βεβαίωση της οικείας σχολής για τον ακριβή αριθμητικό βαθμό.
    Μετά το πέρας της οικείας διαγωνιστικής διαδικασίας, η εκκαλούσα, που συμμετείχε στο διαγωνισμό προσκομίζοντας, ως προσόν για το διορισμό της, ακριβές αντίγραφο του πτυχίου της με γενικό βαθμό 20 «άριστα», της Σχολής Βοηθών Νοσοκόμων του Γενικού Νοσοκομείου … (π.δ. 675/1975, Α΄ 217), διορίστηκε στο ως άνω Νοσηλευτικό Ίδρυμα με την …/….2000 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του Νοσοκομείου, η οποία εγκρίθηκε με την …/23.8.2001 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο φύλλο …/…2001 του τεύχους Ν.Π.Δ.Δ. Με την ίδια, άλλωστε, απόφαση διορίστηκαν στο Νοσοκομείο και οι Ι.Β., Β.Μ. και Χ.Γ.
    Περαιτέρω, με αφορμή την ΔΕΔΑΛ/Φ.34/42/ΟΙΚ.33906/16.12.2013 εγκύκλιο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, το Τμήμα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού του Νοσοκομείου διενήργησε έλεγχο νομιμότητας πτυχίων, πιστοποιητικών και λοιπών στοιχείων του προσωπικού μητρώου των υπαλλήλων. Κατά τον έλεγχο, και σύμφωνα με το …/…2014 έγγραφο της Επαγγελματικής Σχολής (ΕΠΑΣ) ΒΟΗΘΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΩΝ της Νοσηλευτικής Μονάδας … του Γενικού Νοσοκομείου … (βλ. σχετ. Υ7β/οικ.4289/2000 Κ.Υ.Α. «Μετατροπή των Μέσων Τεχνικών Επαγγελματικών Νοσηλευτικών Σχολών σε ΤΕΕ Α΄ κύκλου Βοηθών Νοσηλευτών», Β΄ 986), προέκυψε παραποίηση του υποβληθέντος εκ μέρους της εκκαλούσας τίτλου σπουδών. Συγκεκριμένα, προέκυψε ότι η εκκαλούσα είχε υποβάλλει αντίγραφο πτυχίου με γενικό βαθμό 20 «άριστα», πλην στο διαβιβασθέν από την ΕΠΑΣ πτυχίο αναγραφόταν ο γενικός βαθμός 14,33 «καλώς».
    Κατόπιν αυτών, αφού κλήθηκε, με το …/…2014 έγγραφο του Δ/ντή της Διοικητικής Υπηρεσίας, η εκκαλούσα σε ακρόαση, εκδόθηκε, κατ’ επίκληση του άρθρου 20 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007), η …/…2014 απόφαση του Διοικητή του Νοσοκομείου (Γ΄ …/…2014), ανακλητική του διορισμού της. Ειδικότερα, με την πράξη αυτή κρίθηκε ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση ανάκλησης του διορισμού της και μάλιστα αναδρομικά από 20.7.2000, λόγω πλαστογραφίας του πτυχίου της, τον οποίο χρησιμοποίησε δολίως κατά τη διαδικασία πρόσληψής της, και εφόσον γνώριζε εκ των προτέρων ότι κατείχε πτυχίο με γενικό βαθμό 14,33 «καλώς» και όχι με βαθμό 20 «άριστα», με αποτέλεσμα να αίρεται ο περιορισμός της ανάκλησης διοικητικής πράξης, αφού η έκδοση αυτής προκλήθηκε από την ίδια.
    Επακολούθησε η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος της εκκαλούσας, συναφώς δε εκδόθηκε η …/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Β΄ Τριμελές Κακουργημάτων). Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ένοχη α) του αδικήματος που προβλέπεται στο άρθρο 216 παρ. 3 εδ. α΄-1 του Ποινικού Κώδικα (πλαστογραφία) και β) του αδικήματος που προβλέπεται στο άρθρο 386 του ιδίου Κώδικα (απάτη), καθορίστηκε δε η συνολική ποινή φυλάκισης αυτής σε έξι (6) έτη, μετατραπείσα σε χρηματική. Όπως δε προκύπτει από 16.9.2015 κλήση προς συζήτηση, η εκκαλούσα έχει ασκήσει έφεση κατά της ως απόφασης.
    Εξ άλλου, μετά την ανάκληση του διορισμού της εκκαλούσας καταλογίστηκε, με τη ληφθείσα κατά τη …η Συνεδρίαση της …..2014 του Διοικητικού Συμβουλίου του ως άνω Νοσοκομείου απόφαση (Θέμα …ο αρ. πρωτ. …), το ποσό των 179.014,40 ευρώ σε βάρος αυτής, το οποίο αντιστοιχεί, σύμφωνα με το Α.Π. …/…2014 υπηρεσιακό σημείωμα του Γραφείου Μισθοδοσίας του Νοσοκομείου, στις αποδοχές τις οποίες εισέπραξε κατά το διάστημα που εργαζόταν στο Νοσοκομείο (πληρωτέο 170.258,81 ευρώ και Φ.Μ.Υ. 8.745,59 ευρώ).
    Β. Ήδη η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεση βάλλει κατά της ως άνω πράξης και ζητεί την ακύρωσή της, άλλως, να αναγνωριστεί, κατ’ άρθρο 904 ΑΚ, η αξίωση αυτής να της καταβάλλει το Νοσοκομείο και το Ελληνικό Δημόσιο, εις ολόκληρον, το ποσό των 179.014,40 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της εφέσεως. Ειδικότερα, η εκκαλούσα, η οποία κλήθηκε πριν από την έκδοση της ανακλητικής του διορισμού της πράξης σε ακρόαση και υπέβαλε σχετικώς έγγραφες εξηγήσεις, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη είναι ακυρωτέα λόγω παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης (άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος), αφού πριν από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης δεν εκλήθη προκειμένου να διατυπώσει τις απόψεις της ως προς το ύψος του καταλογιστέου ποσού. Όμως, ο λόγος αυτός, πέραν του ότι τελεί σε αντίφαση προς το αγωγικό αίτημα της εκκαλούσας περί αναγνώρισης ισόποσης προς το καταλογισθέν ποσό οφειλής, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Και τούτο καθόσον, το καταλογίζον όργανο, κατά το διέπον την παρούσα υπόθεση νομοθετικό καθεστώς, όπως αυτό αναλυτικά προεκτέθη στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, οφείλει να προβεί, μετά την κατ’ άρθρο 20 του Υ.Κ. ανάκληση του διορισμού της, στον καταλογισμό του συνόλου των αποδοχών που η εκκαλούσα έλαβε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα του εργασιακού βίου της, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση το ύψος του καταλογισμού καθορίστηκε βάσει των στοιχείων που διέθετε το Γραφείο Μισθοδοσίας του Νοσοκομείου, τα οποία άλλωστε και παρασχέθηκαν στην εκκαλούσα (πρβ. Ε.Σ. 288/2017). Εξ άλλου, ενόψει της ως άνω υποχρέωσης της διοίκησης να προβεί στον καταλογισμό του συνόλου των αποδοχών που αυτή έλαβε, και, συνεκτιμώντας, το μεν, ότι το παράνομο της καταβολής των οικείων δαπανών διαπιστώθηκε από τα όργανα του Νοσοκομείου, όπου και διατηρείτο ο προσωπικός φάκελος της εκκαλούσας, το δε ότι ο προσδιορισμός του ύψους των παρανόμως καταβληθεισών στην εκκαλούσα αποδοχών διενεργήθηκε από την υπηρεσία του Νοσοκομείου η οποία, κατ’ άρθρο 1 του π.δ/τος 412/1998, ήταν αρμόδια για την εκκαθάριση των οικείων δαπανών μισθοδοσίας, είναι απορριπτέος, ομοίως ως αλυσιτελής, και ο έτερος λόγος έφεσης με τον οποίο προβάλλεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του Νοσοκομείου δεν είναι διατάκτης των δαπανών που αφορούν στη μισθοδοσία του νοσηλευτικού προσωπικού και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη είναι ακυρωτέα λόγω αναρμοδιότητας του καταλογίσαντος οργάνου. Και τούτο πολλώ δε μάλλον όταν από τον οικείο χρηματικό κατάλογο, που απεστάλη στη Δ.Ο.Υ. …, προκύπτει ότι ο σχετικός καταλογισμός έχει διενεργηθεί υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (ΚΑΕ 3241). Περαιτέρω, ενόψει των όσων έγιναν δεκτά στη σκέψη VIB1 της παρούσας, η εκκαλούσα, η οποία δεν έχει προσφύγει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ζητώντας την ακύρωση της ανακλητικής του διορισμού της πράξης, αβασίμως ζητεί με την υπό κρίση έφεση τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της πράξης αυτής, προβάλλοντας, σχετικώς, ότι το όργανο που την εξέδωσε δεν ήταν αρμόδιο να προβεί στην ανάκληση του διορισμού της. Επιπροσθέτως, η εκκαλούσα φρονεί ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης είναι πλημμελής, και ως εκ τούτου πρέπει αυτή να ακυρωθεί. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς της η εκκαλούσα φρονεί ότι η παραποίηση του βαθμού της δεν καθιστά άνευ ετέρου παράνομο το διορισμό της, αφού, όπως προκύπτει από τη δημοσιευθείσα στο φ. …/2001 του τ. ΝΠΔΔ της ΕτΚ …/2000 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του Νοσοκομείου, από τις πέντε (5) προκηρυχθείσες θέσεις πληρώθηκαν οι τέσσερις (4), έπρεπε δε να επιληφθεί το ΑΣΕΠ προκειμένου να προβεί σε αναμόρφωση του πίνακα διοριστέων, και, σε περίπτωση που στον αναμορφωμένο πίνακα δεν είχε προτεραιότητα, το αρμόδιο όργανο όφειλε να εξετάσει αν συντρέχει νόμιμος λόγος ανάκλησης του διορισμού της, κατ’ επέκταση, αν συντρέχει νόμιμος λόγος καταλογισμού. Όμως, και ο λόγος αυτός, πέραν της πρόδηλης αοριστίας αυτού, αφού η εκκαλούσα ούτε επικαλείται τη διάταξη εκείνη του ν. 2190/1994 που επιβάλλει στο ΑΣΕΠ να επιληφθεί εκ νέου, ούτε προσκομίζει τον οριστικό πίνακα διοριστέων, είναι απορριπτέος, καθόσον, κατ’ αναλογία των όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, δια του λόγου αυτού ζητείται ο παρεμπίπτων έλεγχος της …/2014 απόφασης του Διοικητή του Νοσοκομείου. Πέραν των ανωτέρω, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το Νοσοκομείο, εκ της παρασχεθείσας εργασίας της, αποκόμισε ωφέλεια, και ως εκ τούτου γεννάται, κατ’ άρθρο 904 ΑΚ, αξίωση αυτής, ποσού 179.014,40 ευρώ, αφού το Νοσοκομείο, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα είχε καταβάλει τις ίδιες αποδοχές σε οιαδήποτε άλλη υπάλληλο είχε προσληφθεί στην οργανική θέση που αυτή κατέλαβε. Συναφώς, προβάλλει, αυτοτελώς, ότι πρέπει να αποτιμηθούν οι παρασχεθείσες στο Νοσοκομείο υπηρεσίες, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 904 ΑΚ. Εν προκειμένω κρίνεται αναγκαίο να εξετασθούν από κοινού το ως άνω «αγωγικό αίτημα» και ο σχετικός λόγος έφεσης, λόγω της κοινής νομικής βάσης αυτών. Στο πλαίσιο αυτό, το «αγωγικό αίτημα» της εκκαλούσας, όπως αυτό προβάλλεται, είναι προεχόντως νόμω αβάσιμο, καθόσον, όπως βασίμως υποστηρίζει και με το από 2.11.2016 υπόμνημά του το Νοσοκομείο, η εκκαλούσα, μετά την έκδοση της …/2015 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία διετάχθη η αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης, δεν έχει προβεί στην καταβολή του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. Ε.Σ. 2690/2011). Ο δε λόγος της έφεσης, που ερείδεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 του Α.Κ.), αν και παραδεκτώς προβάλλεται (Ολομ. Ε.Σ. 543/2013), είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη VIΒ4 της παρούσας, στην περίπτωση κατά την οποία επέρχεται αναδρομικά η απώλεια της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας, λόγω ανάκλησης του διορισμού, δεν έχει εφαρμογή, για την αποτίμηση της όποιας ωφέλειας απεκόμισε το Νοσοκομείο, ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, αφού ο καταλογισμός του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου με τις εισπραχθείσες από αυτόν αποδοχές, συνεπάγεται μεν τον πλουτισμό του Δημοσίου, ο πλουτισμός, όμως, αυτός ως νόμιμη αιτία έχει την, κατ’ άρθρα 33 παρ. 1 (β) του ν. 2362/1995, υποχρέωση του λαβόντος, που έχει υπαιτίως συντελέσει στη μη νόμιμη πληρωμή, σε αποκατάσταση του ελλείμματος στη δημόσια διαχείριση από την καταβολή σε αυτόν παρανόμως ληφθεισών αποδοχών. Σε κάθε δε περίπτωση η εκκαλούσα δεν αποδεικνύει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 905ΑΚ. Εντούτοις, κατ’ εκτίμηση των ειδικότερων αιτιάσεων της εκκαλούσας, και, σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, κρίνεται ότι η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει εν προκειμένω να συνεκτιμηθεί αφενός ότι από τη διορισμό της εκκαλούσας μέχρι την έκδοση της ανακλητικής του διορισμού της πράξης μεσολάβησαν δεκατρία (13) χρόνια, συνεπεία δε του χρονικού αυτού διαστήματος το ύψος του καταλογισθέντος ποσού ανέρχεται στο υψηλό ποσό των 179.014,40 ευρώ, αφετέρου ότι αυτή, καίτοι παραποίησε το βαθμό του επίμαχου τίτλου σπουδών, είχε αποφοιτήσει επιτυχώς από την Επαγγελματική Σχολή του Νοσοκομείου …, εκτελούσε δε τα καθήκοντα της θέσης της με συνέπεια και επάρκεια κατά τη διάρκεια του εργασιακού της βίου, όπως προκύπτει από τις προσκομισθείσες εκθέσεις αξιολόγησης. Κρίνεται δε αναγκαία η συνεκτίμηση των προεκτεθέντων προκειμένου να μην διαταραχθεί η δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του δημοσίου σκοπού που υπηρετεί το μέτρο του καταλογισμού και αφετέρου της συνταγματικώς επιβεβλημένης προστασίας και των διακυβευόμενων ατομικών δικαιωμάτων της εκκαλούσας, παράλληλα δε, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το αντανακλαστικό της ανάκλησης διοικητικό μέτρο του καταλογισμού, που σκοπεί στην αναδρομική αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τις περιουσιακής φύσης ωφέλειες που έχει αυτή αντλήσει από την επί μακρό χρόνο υφιστάμενη νομική κατάσταση, συνάδει με την φύση της ανάκλησης ως διοικητικού μέτρου και δεν την μετατρέπει σε διοικητική ή πειθαρχική κύρωση ή ποινή. Συνεκτιμωμένων συνεπώς των προεκτεθέντων πρέπει να περιοριστεί το ποσό του καταλογιστέου ποσού στο ύψος των 50.000,00 ευρώ.
    VII. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη πράξη και να περιοριστεί το ποσό του καταλογισμού στο ποσό των 50.000,00 ευρώ. Μετά δε την μερική παραδοχή της ένδικης έφεσης, να επιστραφεί στην εκκαλούσα, το παράβολο που κατέθεσε για την άσκησή της, κατ’ άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α΄ 52), ενώ, εκτιμωμένων των περιστάσεων το Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα εν προκειμένω, κατ’ άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά το ν. 3472/2006, Α΄ 135), διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999.
    Για τους λόγους αυτούς
    Δέχεται εν μέρει την έφεση.
    Μεταρρυθμίζει τη ληφθείσα κατά τη …η Συνεδρίαση της ….2014 απόφαση (Θέμα ..ο αρ. πρωτ. …) του Διοικητικού Συμβουλίου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «…».
    Περιορίζει το καταλογισθέν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ποσό στο ύψος των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) ευρώ.
    Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.
    Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας.
    Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις …2017 και …2019.
  • Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑ ΝΤΟΥΝΗ
  • Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΡΕΔΡΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΙΧΑΛΑΚΗ
  • Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΠΕΛΑΓΙΑ ΚΡΗΤΙΚΟΥ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑ ΝΤΟΥΝΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΠΕΛΑΓΙΑ ΚΡΗΤΙΚΟΥ

ThanasisΕλεγκτικό Συνέδριο 39/2019 – Η ανάκληση παράνομου διορισμού υπαλλήλου νοσηλευτικού ιδρύματος, λόγω πλαστότητας του πτυχίου του και η αναδρομική ανατροπή του υπηρεσιακού του status.