(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΡΜ 2018/1564)
Αναίρεση και προϋποθέσεις παραδεκτής άσκησης κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010. Το απαράδεκτο του κυρίου δικογράφου δεν μπορεί να θεραπευθεί με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων. Αντίθετη μειοψηφία. Βεβαίωση προστίμου που επιβλήθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για παράβαση του άρθρου 34 του ν. 3632/1928 και του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 1969/1991. Η αόριστη επίκληση της υπάρξεως αντίθετης νομολογίας δεν αρκεί, ενόψει της προβολής πλειόνων λόγων αναιρέσεως, για να δικαιολογήσει την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως.
Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη (επικυρώνει την αριθμ. 6239/2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών). Η υπόθεση εισήχθη ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως με την αρ. 1088/2017 απόφαση του ΣτΕ.
Παρατηρήσεις Ι. Μαθιουδάκης, ΑΡΜ 2018, 1568.
Αριθμός 1405/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαΐου 2017, με την εξής σύνθεση: Χρ. Ράμμος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Κων. Φιλοπούλου, Αντ. Χλαμπέα, Ελ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Σύμβουλοι, Φρ. Γιαννακού, Τρ. Βαρουφάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Κατσάνη.
Για να δικάσει την από 16 Ιανουαρίου 2012 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Ιωάννα Λεμπέση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του ………….. , κατοίκου Αθηνών (………), ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ` αριθμ. 6239/2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Φρ. Γιαννακού.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
- Επειδή, με την κρινομένη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά τον νόμο καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 6239/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία συνεκδικάσθηκαν αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της 2060/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, έγινε δεκτή η έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, δικάστηκε και έγινε δεκτή η από 15.1.2001 ανακοπή του αναιρεσιβλήτου, κηρύχθηκε ανενεργός η 116/23.9.1997 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος του αναιρεσιβλήτου συνολικό πρόστιμο ύψους 100.000.000 δραχμών (293.470,28 ευρώ) για παραβάσεις της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς και ακυρώθηκε η 2..16.1.1998 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. … Επαγγελμάτων Αθηνών (ήδη Δ.Ο.Υ. ….) περί ταμειακής βεβαιώσεως, σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, του ανωτέρω ποσού.
- Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Στ΄ Τμήματος μετά την 1088/2017 παραπεμπτική απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως του ίδιου Τμήματος.
- Επειδή, με την παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), η ισχύς του οποίου άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται τα εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση». Περαιτέρω, στη διάταξη της παραγράφου 4 του ως άνω άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, ορίζονται τα εξής: «4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ…». Τέλος, στο άρθρο 25 του ως άνω π.δ/τος 18/1989 ορίζονται τα εξής: «1. Επιτρέπεται η υποβολή πρόσθετων λόγων με δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 19 παρ. 1 και κοινοποιείται, επί ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Η κοινοποίηση γίνεται με επίδοση κυρωμένου αντιγράφου σε όσους κοινοποιείται το ένδικο μέσον κατά το άρθρο 21 και σε εκείνους που ήδη έχουν ασκήσει παρέμβαση. Η παράγραφος 6 του άρθρου 21 έχει εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή…».
- Επειδή, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, για το παραδεκτό της ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (ενδεικτικώς, ΣτΕ 1873-75/2012 7μ., 4040/2015). Επομένως, επί διαφοράς, της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει το τιθέμενο εκ του νόμου όριο, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται πλέον παραδεκτώς, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, ήτοι επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία (ερμηνεία) είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, έρχεται σε αντίθεση προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ενδεικτικώς, ΣτΕ 4040/2015, 3969/2014). Η αντίθεση δε αυτή θα πρέπει να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινομένης υποθέσεως, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, δυναμένης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλομένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2637/2016). Εξάλλου, στην περίπτωση κατά την οποία στο εισαγωγικό δικόγραφο είτε δεν υπάρχουν είτε δεν προβάλλονται παραδεκτώς ισχυρισμοί προς άρση του απαραδέκτου των προβαλλομένων με το δικόγραφο αυτό λόγων αναιρέσεως, η έλλειψη αυτή δεν μπορεί, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων του ν. 3900/2010, ως ισχύουν, να καλυφθεί με την εκ των υστέρων προβολή τέτοιων ισχυρισμών με άλλο δικόγραφο του αναιρεσείοντος (ΣτΕ 2555/2016, 99, 334/2014, 3181, 3734/2013, 4093/2011), η δε αίτηση αναιρέσεως ασκείται απαραδέκτως. Περαιτέρω, δεν ασκεί επιρροή η δια δικογράφου προσθέτων λόγων τυχόν προβολή προσθέτων λόγων αναιρέσεως και ταυτόχρονη επίκληση ισχυρισμών προς άρση του απαραδέκτου των λόγων αυτών, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, το απαράδεκτο του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως δεν μπορεί να θεραπευθεί με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων (ΣτΕ 167/2017 7μ., 745, 741, 568/2017, πρβλ. ΣτΕ 2555/2016, 2221/2014), η κατάθεση του οποίου προϋποθέτει την καταρχήν παραδεκτή άσκηση του ενδίκου βοηθήματος (πρβλ. ΣτΕ 2637/2016, 849/2015). Αν και, κατά τη γνώμη του Προέδρου του Τμήματος, στην οποία προσεχώρησε η Πάρεδρος Φραντζέσκα Γιαννακού, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του π.δ/τος 18/1989, η οποία επιτρέπει την υποβολή δικογράφου προσθέτων λόγων, εξακολουθεί να ισχύει και υπό την ισχύ των μνημονευομένων διατάξεων του ν. 3900/2010, εφόσον δεν καταργείται ρητώς από αυτές ούτε αντιβαίνει στο περιεχόμενό τους, ενόψει δε της γραμματικής διατυπώσεως της διατάξεως του άρθρου 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 και του σκοπού αυτής (ο οποίος, σύμφωνα με την οικεία εισηγητική έκθεση, είναι η, στα μέτρα εξορθολογισμού των διαδικασιών, ελαστικοποίηση των προϋποθέσεων για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως), και προκειμένου να μην καταστεί διάταξη κενή περιεχομένου η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του π.δ/τος 18/1989, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, προκειμένου να κατατεθεί παραδεκτώς δικόγραφο προσθέτων λόγων, απαιτείται και αρκεί η προβολή με το εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ενός τουλάχιστον ορισμένου λόγου αναιρέσεως, με ταυτόχρονη επίκληση συγκεκριμένων ισχυρισμών περί αντιθέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, με συγκεκριμένη, δηλαδή, αναφορά τόσο στο νομικό ζήτημα, το οποίο τίθεται με τον λόγο αυτό, όσο και στις αποφάσεις, προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρβλ. ΣτΕ 4630/2012, 3563/2010, 3025/2006). Στην περίπτωση δε αυτή, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις των εν λόγω διατάξεων, η κατά τα ανωτέρω προβολή προσθέτων λόγων αναιρέσεως και συναφών ισχυρισμών περί παραδεκτού θεραπεύει, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989, ερμηνευόμενο υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, το, λόγω του αβασίμου των προβληθέντων με το εισαγωγικό δικόγραφο λόγων και ισχυρισμών περί παραδεκτού, απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως.
- Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος ήταν βασικός μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας …… … Στις 6.11.1996 η εν λόγω εταιρεία εκδήλωσε οικονομική αδυναμία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της από την εκκαθάριση των χρηματιστηριακών της συναλλαγών, με συνέπεια την άρνηση των λοιπών χρηματιστηριακών εταιρειών, που συναλλάσσονταν με αυτήν, να διενεργήσουν συναλλαγές, και την επί τριήμερο αναστολή λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ). Για την ακριβή διερεύνηση των περιστατικών που οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση της ……….. η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μεταξύ άλλων, ανέθεσε σε τρεις διεθνείς ελεγκτικούς οργανισμούς τον έλεγχο όλων των χρηματιστηριακών εταιρειών, που διενεργούσαν συναλλαγές στο ΧΑΑ σε συγκεκριμένες μετοχές, στις οποίες εμπλεκόταν η ……….. για το χρονικό διάστημα από 1.5.1996 έως 30.11.1996 και σε συναλλαγές και πελάτες της …………. κατά το χρονικό διάστημα από 24.10.1996 έως 7.11.1996. Τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών των τριών διεθνών ελεγκτικών οργανισμών περιελήφθησαν σε δύο εκθέσεις με τίτλους: ι) «Επισκόπηση όλων των συναλλαγών της ………… για το διάστημα από 25 Οκτωβρίου έως 7 Νοεμβρίου 1996» (εφεξής, Επισκόπηση Α) και ιι) «Επισκόπηση των συναλλαγών της ……….. για το διάστημα 1 Μαΐου έως 7 Νοεμβρίου 1996 με τις συγκεκριμένες .. για τις επιλεγμένες μετοχές» (εφεξής, Επισκόπηση Β). Με βάση τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις των δύο Επισκοπήσεων, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την 101/14.3.1997 απόφασή του, δέχθηκε ότι η κατάρρευση της εταιρείας ……….. προκλήθηκε από το εγχείρημα της άτυπης προώθησης των μετοχών ………… και …….. , που επιχειρήθηκε με τη συστηματική διενέργεια, κατά το διάστημα από 1.5.1996 έως 7.11.1996, προσυμφωνημένων και εικονικών συναλλαγών, μέσω της …, από συγκεκριμένη ομάδα προσώπων («ομάδα ………..»). Με την ίδια πράξη η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε την υποβολή μήνυσης – έγκλησης κατά των ……. και …… (μέλη της ομάδας ……..) και επέβαλε σε βάρος τους διοικητικά πρόστιμα, καθώς επίσης επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους 600.000.000 δρχ. σε βάρος της εταιρείας …….. ……για παραβάσεις των άρθρων 34 του ν. 3632/1928, 72 παρ. 1 και 73 παρ. 1 του ν. 1969/1991 και 3, 4 και 5 του π.δ/τος 53/1992. Εν συνεχεία, με το …/8.4.1997 έγγραφο του Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κλήθηκε ο αναιρεσίβλητος να υποβάλει, εντός δεκαήμερης προθεσμίας, έγγραφο υπόμνημα επί των διαπιστωθεισών σε βάρος του παραβάσεων, για χρηματιστηριακές συναλλαγές, που είχαν καταρτισθεί στο όνομά του κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.1996 έως 30.11.1996, όπως οι διαπιστώσεις αυτές εκτενώς αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση. Η εν λόγω προθεσμία παρατάθηκε, με το νεώτερο από 5.6.1997 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, έως 17.6.1997. Επ΄αυτών ο αναιρεσίβλητος απάντησε με τα από 10.6.1997 και 28.6.1997 έγγραφα υπομνήματά του, με τα οποία και αρνήθηκε τις αποδιδόμενες παράνομες δραστηριότητες. Ακολούθως, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν της σχετικής 26/9.5.1997 αποφάσεως της Εκτελεστικής της Επιτροπής, ανέθεσε στον διεθνή ελεγκτικό οίκο «………. ……….» την εκπόνηση «…. (.) για την Περίοδο από Σεπτέμβριο 1995 έως Απρίλιο 1996» (εφεξής, Επισκόπηση Γ). Κατόπιν τούτων, το Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αφού έλαβε υπόψη τα ευρήματα της Επισκόπησης Γ, σε συνδυασμό με τα στοιχεία που είχαν προκύψει από τις δύο πρώτες επισκοπήσεις και περιέχονταν στην προμνημονευθείσα 101/14.3.1997 απόφασή της, καθώς και τα υπομνήματα του αναιρεσιβλήτου, εξέδωσε την επίδικη 116/23.9.1997 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε ότι τα ευρήματα της Επισκόπησης Γ αποδεικνύουν ότι ο αναιρεσίβλητος, είτε με την έμπρακτη συμμετοχή άλλων προσώπων είτε με τη χρησιμοποίηση των κωδικών τους εν αγνοία τους, ήταν ο ιθύνων νους και οργανωτής της προσπάθειας χειραγωγήσεως της μετοχής ………… τουλάχιστον κατά την περίοδο από 22.2.1996 έως 30.4.1996, με τη συστηματική μεθόδευση προσυμφωνημένων και εικονικών συναλλαγών που καταρτίσθηκαν για λογαριασμό του από πρόσωπα απαρτίζοντα την «…………….», ήταν δε πρόσωπο που είχε αναπτύξει κύρια επενδυτική δραστηριότητα λήψεως και διαβιβάσεως εντολών για κατάρτιση χρηματιστηριακών συναλλαγών επί κινητών αξιών και, επομένως, ενέπιπτε στην έννοια του όρου «……..» του άρθρου 76 παρ. 10 του ν. 1969/1991 και, συνακόλουθα, στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την επιβολή προστίμων λόγω παραβάσεων διατάξεων της νομοθεσίας περί Κεφαλαιαγοράς. Με τα δεδομένα αυτά η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκρινε τελικά ότι η εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου συστηματική μεθόδευση προσυμφωνημένων και εικονικών συναλλαγών που καταρτίστηκαν για λογαριασμό του, από τα ως άνω πρόσωπα, και απέβλεπαν στην τεχνητή διαμόρφωση της μετοχής ……. συνιστά παράβαση του άρθρου 34 του ν. 3632/1928 και του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 1969/1991 και επέβαλε σε βάρος του πρόστιμο 50.000.000 δρχ. για καθεμία από τις δύο αυτές παραβάσεις και, συνολικά, πρόστιμο 100.000.000 δρχ.. Ακολούθως, μετά την αποστολή από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του οικείου χρηματικού καταλόγου οικονομικού έτους 1997 στη Δ.Ο.Υ….
Ελευθερίων Επαγγελμάτων Αθηνών (ήδη Δ.Ο.Υ. …), το ως άνω καταλογισθέν ποσό βεβαιώθηκε και ταμειακά σε βάρος του αναιρεσιβλήτου με την …/16.1.1998 πράξη της εν λόγω φορολογικής αρχής. Ενόψει αυτών ο αναιρεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 15.1.2001 ανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 1 του ν.δ/τος 356/1974, και ζήτησε την ακύρωση αφενός της ως άνω αποφάσεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και αφετέρου της ταμειακής βεβαιώσεως της φορολογικής αρχής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, τελικά, ότι, εφόσον δεν τηρήθηκε η διαδικασία της προηγούμενης ακροάσεως α) ως προς τα αναφερόμενα στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως περιστατικά της αγοράς εκ μέρους του ανακόπτοντος 1.800.000 μετοχών …. , με μεταχρονολογημένες επιταγές της …… , δηλαδή με παράνομες μεθοδεύσεις που συνάπτονται, με σκοπό τη χειραγώγηση της μετοχής …….. , με τη δραστηριότητα του αναιρεσιβλήτου ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ………. και β) ως προς τις εικονικές συναλλαγές του ιδίου με τους …… , ……. …… , οι εν λόγω φερόμενες ως παράνομες μεθοδεύσεις δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την επιμέτρηση των καταλογισθέντων προστίμων, τα οποία πρέπει για τον λόγο αυτό να περιοριστούν κατά ποσοστό 10%, ήτοι σε δρχ. 45.000.000 κάθε πρόστιμο και συνολικώς σε δρχ. 90.000.000. Με τις σκέψεις αυτές το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή, κήρυξε εν μέρει ανενεργό την προσβαλλομένη απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατά το ποσό των 10.000.000 δραχμών και τροποποίησε την προσβαλλομένη πράξη ταμειακής βεβαιώσεως, περιορίζοντας το ταμειακώς βεβαιωθέν ποσό σε 90.000.000 δρχ.. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις από τους διαδίκους. Με την προσβαλλομένη απόφαση κρίθηκε ότι κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος (βλ. ήδη και το άρθρο 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας) δεν γνωστοποιήθηκε στον αναιρεσίβλητο ουσιώδες μέρος της πραγματικής βάσεως των αποδιδομένων σε αυτόν παραβάσεων, που περιλαμβάνει την εκ μέρους του συστηματική μεθόδευση και εκτέλεση προσυμφωνημένων και εικονικών συναλλαγών μέσω της ….. ….. για την τεχνητή διαμόρφωση της τιμής της μετοχής ……… , με αποτέλεσμα να μην μπορέσει αυτός να προβάλει τις απόψεις του, η έλλειψη δε αυτή, κρίθηκε ότι, ουδόλως καλύπτεται από το ότι αυτός δεν υπέβαλε αίτημα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για να λάβει γνώση της εν λόγω Επισκόπησης Γ, όχι μόνο διότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να αναζητήσει μία έκθεση ελέγχου, μεταγενέστερη της κλήσεώς του προς παροχή εξηγήσεων, αλλά, προεχόντως, διότι αποτελεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον νόμο υποχρέωση της Διοικήσεως, να γνωστοποιεί με πληρότητα την πραγματική βάση της ερευνώμενης παραβάσεως, προκειμένου να παρασχεθεί στον διοικούμενο η δυνατότητα να αναπτύξει λυσιτελώς τις απόψεις του (ΣτΕ 3496/2006). Με τις σκέψεις αυτές το δικάσαν δικαστήριο έκρινε, κατ` αποδοχή ως βασίμου του σχετικού λόγου εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, ότι η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο, και απέρριψε ως αβάσιμες όλες τις αντίθετες αιτιάσεις της εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου.
- Επειδή, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στις 16.1.2012, υπό την ισχύ των διατάξεων του ν. 3900/2010, οι οποίες εφαρμόζονται σε αιτήσεις αναιρέσεως ασκούμενες μετά την 1.1.2011 (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2177/2011 7μ.) και όχι του ν. 3772/2009, όπως αβασίμως προβάλλει το αναιρεσείον. Με την αίτηση αυτή άγεται προς κρίση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαφορά, η οποία, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, έχει χρηματικό αντικείμενο ανώτερο του προβλεπομένου ορίου των 40.000 ευρώ. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι με την …/08.04.1997 κλήση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ο αναιρεσίβλητος κλήθηκε να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τις κρίσιμες εικονικές συναλλαγές και, επομένως, η προπαρατεθείσα κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί παραβάσεως του δικαιώματος ακροάσεως έχει εκδοθεί κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, διότι δεν υπήρχε κατά νόμον υποχρέωση της Διοικήσεως να προβεί σε ειδικότερο προσδιορισμό των πραγματικών δεδομένων, βάσει των οποίων επρόκειτο να επιβληθεί σε βάρος του διοικουμένου διοικητική κύρωση, εφόσον το περιεχόμενό τους ήταν πλήρως γνωστό σε αυτόν, ως εν προκειμένω, ενόψει, μάλιστα, και του ότι ο αναιρεσίβητος με το απαντητικό του υπόμνημα αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε σχετική ενέργειά του. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων δεν γνωστοποιήθηκε στον αναιρεσίβλητο ουσιώδες μέρος της πραγματικής βάσεως των αποδιδομένων σε αυτόν παραβάσεων, δεδομένου ότι βασικό αιτιολογικό έρεισμα των εν λόγω παραβάσεων είναι η Επισκόπηση Γ, είναι εσφαλμένη, άλλως πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι η προσβληθείσα απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στηρίχθηκε και στις τρεις ως άνω Επισκοπήσεις (Α, Β και Γ). Εξάλλου, με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλονται, ως προς το παραδεκτό της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, τα εξής: «Επειδή η παρούσα αίτησή μας ασκείται παραδεκτώς κατ` άρθρο 53 παρ. 3 του Π.Δ/τος 18/1989 … δεδομένης της αντίθεσης της νομολογίας του Δικαστηρίου Σας (ΣτΕ 1380/2005, 253/2005, 554/2003, 2544/1999) προς τα γινόμενα δεκτά από την προσβαλλόμενη». Όμως, ανεξαρτήτως του ότι οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως αμφισβητούν την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις οικείες διατάξεις και όχι την ερμηνεία των διατάξεων αυτών και, κατ` ακολουθία, δεν νοείται αντίθεση νομολογίας επί των εν λόγω ζητημάτων (ενδεικτικώς, ΣτΕ 4040/2015), η ως άνω αόριστη επίκληση της υπάρξεως αντίθετης νομολογίας δεν αρκεί, ενόψει της προβολής πλειόνων λόγων αναιρέσεως, για να δικαιολογήσει την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, εφόσον δεν προσδιορίζεται από το αναιρεσείον, για καθένα προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, το οποίο τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση και για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2174/2015).
- Επειδή, εξάλλου, με το κατατεθέν στις 17.9.2013 δικόγραφο προσθέτων λόγων το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι η προπαρατεθείσα κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, κατά την οποία «δεν γνωστοποιήθηκε στον εφεσίβλητο ουσιώδες μέρος της πραγματικής βάσης των αποδιδόμενων σ` αυτόν παραβάσεων με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να προβάλει τις απόψεις του και να παραβιαστεί μ` αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου», έχει εκδοθεί κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και 20 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι το δικάσαν Δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει τον σχετικό λόγο εφέσεως του αναιρεσιβλήτου ως αλυσιτελώς, άλλως ως αορίστως και απαραδέκτως προβαλλόμενο, εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν επικαλέσθηκε με την ανακοπή του ή με άλλο δικόγραφο, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο (ούτε φυσικά απέδειξε), την ύπαρξη οιωνδήποτε κρισίμων και ουσιωδών στοιχείων ή ισχυρισμών, σε σχέση με τις αποδιδόμενες σ` αυτόν παραβάσεις, τα οποία (στοιχεία) δεν μπόρεσε τυχόν να θέσει υπόψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα οποία μπορούσαν (κατά την κρίση του δικαστηρίου) να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Με το ίδιο δικόγραφο ισχυρίζεται, περαιτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο, ότι «οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι είναι παραδεκτοί κατ` άρθρο 53 παρ. 3 Π.Δ. 18/1989 καθόσον η πληττόμενη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχεται σε αντίθεση προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. σχετικά αναφερόμενη νομολογία και δη την υπ` αριθμ. 3382/2010 απόφαση ΣτΕ επταμελούς)». Όμως, το κατά τα προεκτεθέντα απαράδεκτο του εισαγωγικού δικογράφου της κρινομένης αιτήσεως δεν μπορεί να καλυφθεί με το ως άνω δικόγραφο προσθέτων λόγων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την εκτεθείσα στην τέταρτη σκέψη πάγια νομολογία, η κατάθεση του δικογράφου προσθέτων λόγων προϋποθέτει ότι έχει ασκηθεί παραδεκτώς το ένδικο μέσο η δε διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 δεν καλύπτει το απαράδεκτο που προκύπτει, βάσει του εδαφίου α΄ της ίδιας παραγράφου, από την παράλειψη προβολής λόγου αναιρέσεως με το εισαγωγικό δικόγραφο (ΣτΕ 167/2017 7μ.). Κατ` ακολουθία, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις. Αν και, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, το ως άνω δικόγραφο προσθέτων λόγων δύναται καταρχήν, ενόψει του περιεχομένου του και του περιεχομένου του εισαγωγικού δικογράφου, να θεραπεύσει το απαράδεκτο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2017 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας του ίδιου μήνα και έτους.
Ο Πρόεδρος του Στ? Τμήματος Η Γραμματέας
Χρ. Ράμμος Δ. Κατσάνη