Λαθρεμπορία. Η διοικητική κύρωση του πολλαπλού τέλους, έχει «ποινικό» χαρακτήρα, και επιβάλλεται παράλληλα με την ποινική κύρωση για το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Οι κυρώσεις αυτές κατατείνουν στην ικανοποίηση κοινών σκοπών. Προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής ne bis in idem κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ. Πότε δικαιολογείται η σώρευση ποινικής και διοικητικής δίωξης και κύρωσης για την ίδια παράβαση της τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας. Δέσμευση του διοικητικού δικαστή από την αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, για την ίδια λαθρεμπορική παράβαση, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 εδ. β΄ του ΚΔΔ. Το διοικητικό δικαστήριο οφείλει να αχθεί στην ακύρωση της καταλογιστικής πράξης, όταν η αμετακλήτως επιβληθείσα από το ποινικό δικαστήριο ποινή, αυτοτελώς ορώμενη, είναι αποτελεσματική, αποτρεπτική και ανάλογη της σοβαρότητας της παράβασης. Αν η καταγνωσθείσα από το ποινικό δικαστήριο κύρωση είναι εμφανώς υπερβολικά ελαφριά σε σχέση με την αποδοθείσα παράβαση, ο διοικητικός δικαστής ερευνά την υπόθεση στο πλαίσιο των λόγων της προσφυγής και του αιτητικού αυτής, χωρίς να δεσμεύεται από τις κρίσεις του ποινικού δικαστηρίου, τις οποίες, πάντως, υποχρεούται να συνεκτιμήσει ειδικώς. Παραπομπή της υπόθεσης στο Διοικητικό Εφετείο, μετά την επίλυση των υποβληθέντων στο ΣτΕ προδικαστικών ερωτημάτων. Η υπόθεση εισήχθη στην επταμελή σύνθεση με πράξη της Προέδρου του Β΄ Τμήματος του ΣτΕ
Αριθμός απόφασης:1887/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα. Για να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν, κατ` εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, με την 556/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, σχετικά με την από 6 Μαΐου 2009 προσφυγή : του … , κατοίκου ..(οδός …), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ιάκωβο Μαθιουδάκη (Α.Μ. 4985 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την προσφυγή αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ` αριθμ. ../4.3.2009 καταλογιστική πράξη του Διευθυντή του .΄ Τελωνείου .. . Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Β. Μόσχου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος και την εκπρόσωπο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, οι οποίοι διατύπωσαν τις απόψεις τους επί των προδικαστικών ερωτημάτων.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, ο …. άσκησε προσφυγή κατά της ../4-3-2009 πράξης του Διευθυντή του. Τελωνείου .., με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του, κατά το άρθρο 142 παρ. 2 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α’ 265), κατ` επιμερισμό πολλαπλό τέλος, ύψους 219.168,23€, ως υπαίτιου λαθρεμπορίας, παράλληλα δε κηρύχθηκε εις ολόκληρον υπόχρεος μαζί με τους λοιπούς δύο συνυπαιτίους για την καταβολή του συνολικώς επιβληθέντος πολλαπλού τέλους, ύψους 657.504,69€, ανερχόμενου στο τριπλάσιο των διαφυγουσών φορολογικών επιβαρύνσεων, πλέον συνεισπραττόμενων τελών χαρτοσήμου και εισφορών υπέρ Ο.Γ.Α. 2,4%. Η προσφυγή του εισήχθη προς συζήτηση, κατόπιν της 376/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (σε Συμβούλιο), στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο, προκειμένου να επιλύσει την ενώπιόν του τεθείσα διαφορά, υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας με την 556/2018 απόφασή του, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) τα κατωτέρω στη σκέψη 3 αναφερόμενα προδικαστικά ερωτήματα.
2. Επειδή, η από 16.4.2018 πράξη της Προέδρου του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή της υπόθεσης και περί εισαγωγής της στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος δημοσιεύθηκε προσηκόντως, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3900/2010 και τα οριζόμενα στην πράξη αυτή.
3. Επειδή, με την ως άνω παραπεμπτική απόφασή του το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε τα εξής: Στις 26-11-2003, στο λιμένα του Λίβερπουλ, κατασχέθηκε από το αντίστοιχο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος της Αγγλίας ποσότητα 1.966.400 τσιγάρων μάρκας., τα οποία δεν έφεραν τη σχετική ταινία, η οποία αποδεικνύει την καταβολή δασμών, φόρων-τελών και λοιπών δικαιωμάτων του Δημοσίου. Τα λαθραία αυτά τσιγάρα βρέθηκαν εντός εμπορευματοκιβωτίου (κοντέινερ) φορτωθέντος από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, επιμελώς κρυμμένα εντός ξυλοκιβωτίων, τα οποία, σύμφωνα με τα φορτωτικά έγγραφα, περιείχαν φύλλα γυαλιού. Τα εμπορεύματα του εν λόγω εμπορευματοκιβωτίου συνοδεύονταν από δελτίο αποστολής και τιμολόγιο της επιχείρησης του …., με την επωνυμία “…” και έδρα τη …, με παραλήπτη την εταιρεία με την επωνυμία “…..”, η οποία, σύμφωνα με τις αγγλικές αρχές, ήταν ανύπαρκτη. Με βάση τα ως άνω έγγραφα, τα οποία προσκόμισε στο .΄ Τελωνείο … στις 24-10-2003, συνυποβάλλοντας και σχετική αίτηση, ο εξουσιοδοτηθείς από την προαναφερόμενη επιχείρηση του … εκτελωνιστής … , εκδόθηκε από το ανωτέρω Τελωνείο το …/24-10-2003 ..πιστοποιητικό, που αποδεικνύει το διακοινοτικό χαρακτήρα της αποστολής “φύλλων γυαλιού” βάρους 8.000 κιλών. Τη θαλάσσια μεταφορά του ανωτέρω εμπορευματοκιβωτίου ανέλαβε και πραγματοποίησε το ναυτιλιακό γραφείο με το διακριτικό τίτλο «…..», που ανήκει στον προσφεύγοντα, ….. και έχει έδρα τη…., ενώ η εσωτερική μεταφορά από τις ευρισκόμενες στο … εγκαταστάσεις της ναυτιλιακής εταιρείας … μέχρι το πάρκινγκ στο… , όπου έλαβε χώρα η φόρτωσή του με τσιγάρα και η επιστροφή του πάλι στη … της … , πραγματοποιήθηκε από τον αυτοκινητιστή … , αντί του αυτοκινητιστή …., ο οποίος επρόκειτο αρχικά να πραγματοποιήσει τη μεταφορά, κύριος συντονιστής δε όλων των παραπάνω ενεργειών ήταν ο … . Τελικά, το ανωτέρω εμπορευματοκιβώτιο φορτώθηκε στο πλοίο …. από το λιμένα της . και έφθασε στο Λίβερπουλ, αφού, προηγουμένως, μεταφορτώθηκε στο πλοίο …στο λιμένα της Αμβέρσας. Στη συνέχεια, και κατόπιν υποβολής αιτήματος αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής των Αγγλικών αρχών, η ΥΠ.Ε.Ε. Κεντρικής Μακεδονίας, με την ../04 εντολή, μετέβη για έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης του … με την επωνυμία “…….” στο κεντρικό κατάστημα και στην έδρα του υποκαταστήματος, διαπιστώθηκε, όμως, ότι η επιχείρηση δεν υπήρχε πλέον. Η ίδια υπηρεσία, αφού αναζήτησε και εντόπισε το … , του επέδωσε την …/20-4-2004 πρόσκληση της ΥΠ.Ε.Ε. για την προσκόμιση των βιβλίων και θεωρηθέντων στοιχείων της επιχείρησής του και για μαρτυρική κατάθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της τελευταίας. Ενόψει, όμως, του ότι αυτός με την από 28-4-2004 ανωμοτί κατάθεσή του ισχυρίστηκε ότι όλα τα θεωρημένα στοιχεία του κεντρικού καταστήματος και του υποκαταστήματός του εκλάπησαν από την τσάντα που είχε στο αυτοκίνητό του στις 10-2-2003, σύμφωνα και με το …/29-3-2004 υπηρεσιακό σημείωμα του . Τμήματος Ασφάλειας .. που προσκόμισε, η ΥΠ.Ε.Ε. δεν είχε τη δυνατότητα να συγκρίνει τα ανωτέρω συνοδευτικά στοιχεία του εμπορευματοκιβωτίου με το περιεχόμενο που αναφέρεται σε αυτά και τα οποία πρόσφεραν αληθοφάνεια στην αποστολή, καθόσον, τελικά, στο εν λόγω εμπορευματοκιβώτιο μαζί με τα φύλλα γυαλιού βρέθηκαν και 1.966.400 τσιγάρα μάρκας .. . Ακολούθως, η ΥΠ.Ε.Ε. Κ. Μακεδονίας υπέβαλε την ./ΤΔΙΚ.833/2005/14-9-2005 δικογραφία προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με τα συνημμένα της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η από 28-7-2005 έκθεση προσδιορισμού δασμών και λοιπών φόρων, σύμφωνα με την οποία το σύνολο των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων στην ανωτέρω ποσότητα τσιγάρων ανέρχεται στο ποσό των 219.168,23€. Στη συνέχεια, με την 22730/20-11-2008 απόφαση του Γ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης καταδικάστηκαν οι …, … και ο προσφεύγων … σε φυλάκιση ενός έτους ο καθένας από αυτούς (με αναστολή για μια τριετία για τους πρώτο και τρίτο και μετατροπή της ποινής του δεύτερου σε χρηματική) για την τέλεση της ως άνω πράξης της λαθρεμπορίας τσιγάρων. Κατόπιν αυτών, ο Διευθυντής του .΄ Τελωνείου …, αφού έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη του:
1) την υποβολή της προαναφερθείσης δικογραφίας από την ΥΠ.Ε.Ε. Κ. Μακεδονίας προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με τα συνημμένα της,
2) την 22730/2008 απόφαση του Γ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης,
3) την από 26-1-2009 απολογία του …… και τα σχετικά απολογητικά υπομνήματα των ….. και ….. και
4) τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, με την ../4-3-2009 πράξη του, επέβαλε σε βάρος του προσφεύγοντος, του .. και του …, ως υπαιτίων τέλεσης τελωνειακής παράβασης (λαθρεμπορίας), το αναφερόμενο στη σκέψη 1 πολλαπλό τέλος. Με την προσφυγή του ο προσφεύγων ζητά την ακύρωση της ως άνω καταλογιστικής πράξης για τους λόγους που αναπτύσσει σε αυτήν, ενώ με τους από 18-10-2017 νομίμως ασκηθέντες πρόσθετους λόγους προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι, εφόσον με την 4054/2010 τελεσίδικη απόφαση του Β΄ Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την 1213/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, η ποινική του καταδίκη (φυλάκιση ενός έτους με αναστολή για μια τριετία) κατέστη αμετάκλητη, πρέπει να εφαρμοστεί στην περίπτωσή του η αρχή ne bis in idem.
Και τούτο διότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ απαγόρευσης (ne bis in idem), δεδομένου ότι: α) η ποινική διαδικασία για την επιβολή κύρωσης για λαθρεμπορία αποτελεί σαφώς διακριτή (αυτοτελή) διαδικασία σε σχέση με τη διοικητική διαδικασία επιβολής της κύρωσης των πολλαπλών τελών και στην περίπτωσή του κινήθηκαν δύο διακριτές (αυτοτελείς) “ποινικές” διαδικασίες κατά το άρθρο 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, μία ποινική και μια διοικητική (κατά το εσωτερικό δίκαιο), καθεμία από τις οποίες οδήγησε στην επιβολή αυτοτελούς κυρώσεως, β) κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, αλλά και του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα πολλαπλά τέλη έχουν ποινικό χαρακτήρα και με την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη επιβλήθηκε σε βάρος του, ως διοικητική κύρωση, πολλαπλό τέλος και, επομένως, πρόκειται για “ποινικής” φύσεως κύρωση κατά την ΕΣΔΑ, γ) έχει ήδη εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση σε βάρος του (η 1213/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου) και, επομένως, έχει ήδη περατωθεί η μία από τις δύο διαδικασίες, και δ) υφίσταται ταυτότητα των δύο διαδικασιών (ποινικής και διοικητικής), οι οποίες στρέφονται σε βάρος του, αφού και οι δύο αφορούν τη συμμετοχή του στην ίδια λαθρεμπορική παράβαση, δηλαδή στην με πρόθεση από κοινού με άλλους κατοχή εντός του τελωνειακού εδάφους της Ελλάδας τσιγάρων από 23-10-2003 έως 27-10-2003 και στην από 27-10-2003 εξαγωγή τους προς τη Μ. Βρετανία, χωρίς την πληρωμή των προβλεπόμενων δασμών και φόρων, μέσω φόρτωσης σε εμπορευματοκιβώτιο και ένδειξη ότι αυτό περιείχε ποσότητες φύλλων γυαλιού. Είναι δε χαρακτηριστικό, κατά τον προσφεύγοντα, ότι για την έκδοση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης ελήφθησαν υπόψη η ποινική δικογραφία και η 22730/2008 απόφαση του Γ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, το αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής κατά της ένδικης καταλογιστικής πράξης δικαστήριο οφείλει, κατά τον προσφεύγοντα, να κρίνει ότι η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία επιβάλλεται δεύτερη τέτοια “ποινή” για την ίδια “ποινική υπόθεση”, είναι παράνομη και να την ακυρώσει. Η Τελωνειακή αρχή, με τις ../09/2016 και ../09/2017 συμπληρωματικές εκθέσεις απόψεών της (άρθρου 129 του Κ.Δ.Δ.) επί της προσφυγής και επί των πρόσθετων λόγων, αντίστοιχα, αφού επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου την 4054/2010 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και την 1213/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, υποστήριξε, με την πρώτη από τις ως άνω εκθέσεις, ότι τυγχάνει εφαρμοστέα η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη. Περαιτέρω, με τη δεύτερη εκ των ανωτέρω εκθέσεων, επικαλούμενη την 2067/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και την 1741/2015 απόφαση της Ολομέλειας του ίδιου Δικαστηρίου, προέβαλε ότι, εφόσον η κύρωση του πολλαπλού τέλους δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, διότι δεν έχει τη γενικότερη νομική, ηθική και κοινωνική αποδοκιμασία της συμπεριφοράς του δράστη, αλλά αποτελεί κύρωση που εξυπηρετεί τη διασφάλιση είσπραξης κοινοτικών και εθνικών πόρων και την εφαρμογή κανόνων της τελωνειακής νομοθεσίας, δεν ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem που διαλαμβάνεται στο άρθρο 4 παρ.1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, με συνέπεια να μην κωλύεται ούτε η έναρξη ούτε η εξέλιξη διαδικασίας επιβολής του πολλαπλού τέλους και της τυχόν ανοιγείσας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δίκης σε περίπτωση που για την ίδια παράβαση έχει ολοκληρωθεί η ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων διαδικασία με απόφαση που έχει καταστεί αμετάκλητη. Εξάλλου, κατά την καθ’ ης αρχή, με τη νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αυτή θεσπίστηκε με το άρθρο 17 του ν. 4416/2016, αφενός, επαναλαμβάνεται η ρύθμιση περί δέσμευσης από τις αμετάκλητες καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, αφετέρου, τίθεται νέος κανόνας όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της ποινικής και διοικητικής δίκης, ο οποίος προβλέπει ότι ο διοικητικός δικαστής δεσμεύεται από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα απαλλακτικά βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή οφείλεται στην έλλειψη στοιχείου της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος που δεν αποτελεί προϋπόθεση της αντίστοιχης αποδοθείσας διοικητικής παράβασης. Η εν λόγω ρύθμιση προτάθηκε, κατά την καθ’ ης, με σκοπό το σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, δεν σημαίνει, όμως, ότι στερείται σημασίας και είναι άμοιρη συνεπειών όσον αφορά την αρχή του ne bis in idem, καθόσον η εφαρμογή της διάταξης αυτής, στο μέτρο που συνεπάγεται είτε την ακύρωση της επίμαχης διοικητικής κύρωσης είτε την επιβεβαίωση της ακύρωσής της από το κατώτερο διοικητικό δικαστήριο, έχει κατ’ ουσία το αποτέλεσμα που απαιτεί η ως άνω αρχή, και, επομένως, η διάταξη αυτή παρίσταται ικανή να οδηγήσει, κατ’ αποτέλεσμα, στο σεβασμό της. Ο προσφεύγων, με το από 8-12-2017 υπόμνημά του, υποστήριξε, αντικρούοντας τα ανωτέρω, ότι αλυσιτελώς προβάλλονται από την καθ’ ης ισχυρισμοί σε σχέση με τη συνταγματικότητα και συμβατότητα προς την ΕΣΔΑ του νέου τροποποιημένου άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., αφενός διότι η επίκληση της συμβατότητας της διάταξης αυτής με το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, δεν απαντά στους ισχυρισμούς των πρόσθετων λόγων της προσφυγής του περί παράβασης της αρχής ne bis in idem, αφετέρου, στο μέτρο που η διάταξη του άρθρου αυτού προϋποθέτει δύο διαδοχικές “ποινικές” κατά την έννοια της ΕΣΔΑ κυρώσεις για την ίδια παράβαση δεν μπορεί να κριθεί συμβατή με το άρθρο 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ενόψει του προεκτεθέντος πραγματικού και των προβληθέντων λόγων προσφυγής, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ` εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: “1) Ενόψει του ότι σε υποθέσεις λαθρεμπορίας, όπως η παρούσα, οι οποίες στο εθνικό δίκαιο χαρακτηρίζονται ως ποινικό αδίκημα τόσο από τον Ποινικό Κώδικα, στον οποίο προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας, όσο και από τον Τελωνειακό Κώδικα ως διοικητική παράβαση, στον οποίο προβλέπεται η επιβολή πολλαπλών τελών, λόγω δε του σκοπού για τον οποίο επιβάλλονται και της ακολουθούμενης διαδικασίας επιβολής τους, οι εν λόγω κυρώσεις (ποινικές – διοικητικές) είναι διαφορετικές μεταξύ τους, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατά το κεφάλαιο που προβλέπει ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, η οποία διατηρήθηκε όπως ίσχυε και μετά την τροποποίηση του ανωτέρω άρθρου με το ν. 4416/2016 και αναφέρει την ύπαρξη δύο διαδικασιών αυτοτελών επιβολής κυρώσεων “ποινικής φύσεως”, κατά το ΕΔΔΑ, προσκρούει στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ; 2) Μπορεί η ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 4 παρ. 1 του 7oυ Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δηλαδή ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη υπό την έννοια ότι οφείλουν να τερματίσουν τη διοικητική “ποινική” διαδικασία της επιβολής πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας, εφόσον έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ο δράστης από το ποινικό δικαστήριο, ακυρώνοντας τη διοικητική πράξη, ως μη νόμιμη, λόγω αντίθεσης της τελευταίας προς την αρχή ne bis in idem;”.
4. Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 1705/1987 (Α΄ 89) 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Π.Π.) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, κατ’ αρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., 175/2018, 2987/2017 7μ., 680/2017 7μ., 167-169/2017 7μ., 1992/2016 7μ. κ.ά.). Ειδικότερα, η δεύτερη διαδικασία πρέπει να αφορά στο ίδιο ιστορικό γεγονός με την πρώτη (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., ΑΠ Ολομ. 1/2011), ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κύρωσης (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 10.2.2009, 14939/03, …κατά …, σκ.84 – πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, …, σκ. 34-38). Όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., 2987/2017 7μ., 680/2017 7μ., 167-169/2017 7μ., 1992/2016 7μ., 284/2018, 3174, 1778/2017, κ.ά.), ενόψει και των αποφάσεων του ΕΔΔΑ …… κατά …. της 16.6.2009, .. και ..κατά .. της 30.4.2015, .. και … .. της 9.6.2016 και . και . κατά της 15.11.2016, το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης για φορολογική ή τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ` ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Εξάλλου, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής, Χάρτης) ορίζει, στο άρθρο 50, ότι «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική [αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο» και, στο άρθρο 52 παρ. 1, ότι «1. Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων”. Οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 50 και 52 (παρ. 1) του Χάρτη έχουν ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., 1102-1104/2018 7μ., ΔΕΕ μειζ. Συνθ. 20.3.2018, C-524/15, .., σκ. 60-62), λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη ότι (α) κατά το άρθρο 50 του Χάρτη, ο «ποινικός» χαρακτήρας των διοικητικών κυρώσεων εκτιμάται βάσει κριτηρίων παρόμοιων με τα κριτήρια Engel που έχει υιοθετήσει το ΕΔΔΑ και, κατ` ακολουθίαν, έχουν «ποινική» φύση διοικητικά πρόστιμα (όπως το ένδικο πολλαπλό τέλος), σημαντικού ύψους, που επιβάλλονται για την καταστολή παραβάσεων της φορολογικής/τελωνειακής νομοθεσίας (βλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-514/15, …., σκ. 26-33) και (β) κατά τα ανωτέρω άρθρα του Χάρτη, η εξακολούθηση διαδικασίας ή δίκης για την επιβολή τέτοιου («ποινικής» φύσης) διοικητικού προστίμου βαίνει, καταρχήν, προδήλως πέραν των όσων απαιτούνται για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της καταπολέμησης της δασμοφοροδιαφυγής και της είσπραξης των οφειλόμενων φόρων ή/και δασμών, εφόσον υπάρχει είτε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται η επίμαχη φορολογική παράβαση (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, …., ECLI:EU:C:2018:192, σκ. 33-34 και 41-45, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, …, σκ. 41, 46 και 52) είτε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε ποινή δυνάμενη να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, … και άλλοι, ECLI:EU:C:2018:193, σκ. 48 και 57-59, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, .. , σκ. 41, 46 και 52), λαμβανομένου υπόψη ότι ο αποκλεισμός της σώρευσης ποινικής και διοικητικής (δίωξης και) κύρωσης, δυνάμει της ενωσιακής αρχής ne bis in idem, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η κύρωση που επιβλήθηκε στο πλαίσιο της πρώτης αμετακλήτως περατωθείσας διαδικασίας (σε υπόθεση όπως η παρούσα, η ποινική) είναι αποτελεσματική, ανάλογη της παράβασης και αποτρεπτική (βλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, … , σκέψη 36). Πράγματι, όπως έχει ήδη κριθεί με τις αποφάσεις 1102-1104/2018 της επταμελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, η αναγόμενη στο δημόσιο συμφέρον ανάγκη να προαχθεί η πρόληψη και η καταστολή των σχετικών παραβάσεων (ιδίως, δε, των πλέον σοβαρών) συνιστά θεμιτό λόγο περιορισμού της κανονιστικής εμβέλειας της απαγόρευσης ne bis in idem, τόσο κατά την ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από την ευρεία σύνθεση του ΕΔΔΑ, όσο και κατά το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, όπως έχει ερμηνευθεί από τη μείζονα σύνθεση του ΔΕΕ (βλ., αντίστοιχα, ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 27.5.2014, … , 4455/10, σκ. 124-141, ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 15.11.2016, . και . κατά .. , 24130/11 & 29758/11, σκ. 121-130 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 27.5.2014, C-129/14 .., σκ. 62-63, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 29.6.2016, C-486/14, .., σκ. 46-49, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, … , σκ. 41 και 44 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, … κλπ., σκ. 43 και 46) και μπορεί να δικαιολογήσει τη σώρευση ποινικής και διοικητικής δίωξης και κύρωσης για την ίδια παράβαση της τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας (βλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 7μ., ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 15.11.2016, . και . κατά .., 24130/11 & 29758/11, σκ. 121-130 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, .., σκ. 20 και 44-45), ενόψει και της απορρέουσας από το ενωσιακό δίκαιο υποχρέωσης των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για παραβάσεις της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας ή των ενωσιακών κανόνων περί ΦΠΑ και ειδικών φόρων κατανάλωσης (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 26.10.1995, C-36/94, .., σκέψη 20, ΔΕΚ 7.12.2000, C-213/99, …, σκέψη 19, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, …, σκέψεις 25-27, 35-36, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 8.9.2015, C-105/14, .. κλπ., σκέψεις 36-40, ΔΕΕ 2.6.2016, C-81/15, …., σκέψεις 35-37 και 48 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 5.12.2017, C-42/17, …. και …, σκέψεις 30-36).
5. Επειδή, ο ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (Α΄ 265), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει, στο άρθρο 53, ότι: «Επιβάλλεται Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) … στα βιομηχανοποιημένα καπνά και καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα», στο άρθρο 54 ότι: «1. Στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) υπάγονται τα προϊόντα του άρθρου 53, τα οποία παράγονται στο εσωτερικό της χώρας, προέρχονται από άλλα Κράτη-Μέλη ή εισάγονται στο εσωτερικό της χώρας. Ως εισαγωγή νοείται η είσοδος των προϊόντων αυτών από τρίτες χώρες στο εσωτερικό της χώρας. … », στο άρθρο 94 ότι: «Βιομηχανοποιημένα καπνά, στα οποία επιβάλλεται Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 του παρόντα Κώδικα, θεωρούνται: α) τα τσιγάρα, β) …», και στο άρθρο 106 παρ. 1 ότι: «Η νόμιμη κυκλοφορία των βιομηχανοποιημένων καπνών που καταναλώνονται στο εσωτερικό της χώρας αποδεικνύεται με τις ένσημες ταινίες φορολογίας, που είναι επικολλημένες στα πακέτα ή στη μικρότερη συσκευασία διάθεσής τους στους καταναλωτές. …». Εξάλλου, ο αυτός Κώδικας ορίζει, στην παρ. 5 του άρθρου 118, ότι: «Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το τρίτο μέρος του παρόντα Κώδικα, με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα του παρόντα Κώδικα και επισύρουν το υπό αυτών προβλεπόμενο πολλαπλό τέλος και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας.», στην παρ. 2 του άρθρου 142 ότι: «Ως τελωνειακή παράβαση χαρακτηρίζεται επίσης, η με οποιονδήποτε τρόπο, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα, διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των καθοριζομένων, στο άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα, διατυπώσεων και επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα ακόμη και αν κρινόταν, αρμοδίως, ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιόποινης λαθρεμπορίας», στην παρ. 1 του άρθρου 150, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 57 του άρθρου 1 του ν. 3583/2007 (Α΄ 142), ότι: «Κατά των με οποιονδήποτε τρόπο συμμετεχόντων στην τελωνειακή παράβαση, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 142 του παρόντος Κώδικα και ανάλογα με το βαθμό συμμετοχής εκάστου, άσχετα από την ποινική δίωξη αυτών, επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 152, 155 και επόμενων του παρόντος Κώδικα, ιδιαίτερα στον καθένα και αλληλέγγυα, πολλαπλό τέλος από το τριπλάσιο μέχρι το πενταπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, που αναλογούν στο αντικείμενο αυτής, συνολικά για όλους τους συνυπαιτίους. …» και στην παρ. 5 του αυτού άρθρου 150 ότι “Η εκδοθείσα καταλογιστική πράξη [περί πολλαπλού τέλους] είναι ανεξάρτητη από την παράλληλη κατά νόμο άσκηση ποινικής δίωξης, καθώς και την ποινική απόφαση που θα εκδοθεί”. Περαιτέρω, στο άρθρο 155 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι:
«1. Λαθρεμπορία είναι: α) η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία, χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ’ αυτής τόπο ή χρόνο. β) οποιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ’ αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα, και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος. Οι παραβάσεις της παραγράφου αυτής επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα και αν ακόμη ήθελε κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας. 2. Ως λαθρεμπορία θεωρείται: α) … ζ) η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. η)…». Τέλος, στο άρθρο 157 του αυτού Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: “1. Η κατά το άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα λαθρεμπορία τιμωρείται: α) Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Εάν όμως το αντικείμενο της λαθρεμπορίας δεν έχει σημαντική αξία και προορίζεται για ατομική χρήση ή ανάλωση του υπαίτιου, το ελάχιστο όριο της ποινής μειώνεται στο ένα έκτο. β) Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους στις εξής περιπτώσεις: -εάν διαπράχθηκε καθ΄ υποτροπήν, -εάν διαπράχθηκε ενόπλως ή υπό τριών ή περισσοτέρων μαζί, -εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και άνω και -εάν ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. 2. … 3. … 4. …”. 6. Επειδή, η προβλεπόμενη από τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα (άρθρα 150 και 155) διοικητική κύρωση του πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, η οποία, ενόψει του κατασταλτικού σκοπού της και της βαρύτητάς της, έχει «ποινικό» χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ και του άρθρου 50 του Χάρτη (βλ. 951/2018 7μ.), επιβάλλεται παράλληλα με την οριζόμενη στον ίδιο Κώδικα (άρθρο 157) stricto sensu ποινική κύρωση για το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Οι κυρώσεις αυτές κατατείνουν στην ικανοποίηση κοινών σκοπών, ήτοι στην αποτελεσματική αποτροπή από τη διάπραξη στο μέλλον παραβάσεων λαθρεμπορίας (προς εξασφάλιση του δημοσιονομικού συμφέροντος του Κράτους και της τήρησης της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών, δια της πληρωμής/είσπραξης των οικείων φόρων) όσο και στον κολασμό του παραβάτη (πρβλ. σκέψεις 32-34 της από 9.6.2016 απόφασης του ΕΔΔΑ, … και … κατά … και, ιδίως, σκέψη 21 της απόφασης ΣτΕ 1992/2016 7μ., με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΔΕΚ – πρβλ. και Συνταγματικό Συμβούλιο Γαλλίας 24.6.2016, 2016-545 .., σκέψη 20), και δεν αφορούν σε διαφορετικές όψεις της επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς που αποδίδεται στον εκάστοτε υπαίτιο (πρβλ. ΣτΕ 680/2017 7μ.).
7. Επειδή, στο άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ – ν. 2717/1999, Α΄ 97), όπως η διάταξη αυτή ισχύει, τόσο πριν όσο και μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22-12-2016), ορίζεται ότι: «Τα [διοικητικά] δικαστήρια …. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, … ». 8. Επειδή, η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπίστωσης των οικείων παραβάσεων και της επιβολής των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 5, 26 και 106 παρ. 1 και 2), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και βασικό έργο της φορολογικής Διοίκησης, η νομιμότητα των πράξεων της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 και το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 1102-4/2018 7μ., 951/2018 7μ., 172-3/2018 7μ., 169/2018 7μ., 2934-5/2017 7μ., 680/2017 7μ., 1992/2016 7μ., 884/2016 7μ., κ.α.). Συναφώς, ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης, παραβάσεις φοροδιαφυγής, που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση) κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους. Πάντως, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η εφαρμογή και η επιβολή της διοικητικής νομοθεσίας περί φορολογίας ανάγεται στην άσκηση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος εκτελεστικής λειτουργίας, η δράση της οποίας, σε περίπτωση αμφισβήτησης της νομιμότητας των πράξεών της, υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στο δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή, που είναι ο “φυσικός” δικαστής των διαφορών μεταξύ του Κράτους και των διοικουμένων όσον αφορά την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, η διπλή, διοικητική και ποινική, διαδικασία, που προβλέπεται στο νόμο για την αντιμετώπιση παραβάσεων φοροδιαφυγής, πρέπει, ανεξαρτήτως του ποσού αυτής, να οργανώνεται νομοθετικά και να διενεργείται κατά τρόπο ώστε ο ποινικός δικαστής να επιλαμβάνεται (μετά από διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του ποινικού αδικήματος) κατόπιν της τελεσίδικης κρίσης της ουσίας της υπόθεσης από τον διοικητικό δικαστή, δοθέντος, άλλωστε, ότι δεν θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή ποινική καταδίκη για φοροδιαφυγή σε περίπτωση που ο διοικητικός δικαστής κρίνει, για λόγους αναγόμενους στην ουσία, [μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διαπίστωση περί παραγραφής της σχετικής αξιώσεως του Δημοσίου, πρβλ. ΣτΕ 287/2018], ότι δεν είναι νόμιμη η σχετική καταλογιστική (του φόρου ή/και συναφούς προστίμου) πράξη της Διοίκησης (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., 680/2017 7μ.). Οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις ναι μεν έχουν την παραπάνω έννοια, καθώς και την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης κωλύεται να εξαρτήσει την άσκηση των ως άνω εξουσιών της Διοίκησης ή/και της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων για επίλυση των σχετικών διαφορών από την προηγούμενη ποινική καταδίκη του φορολογούμενου για το αντίστοιχα προβλεπόμενο ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής ή λαθρεμπορίας, αλλά, πάντως, σε περίπτωση που προβλέπονται για την ίδια παραβατική συμπεριφορά τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις, δεν αποκλείουν τη θέσπιση και την εφαρμογή διατάξεων νόμου (όπως εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του άρθρου 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης) από τις οποίες να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., 680/2017 7μ., 1992/2016 7μ.). Πάντως, τέτοιες διατάξεις, στο μέτρο που προβλέπουν δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από τις κρίσεις του ποινικού δικαστή, όσον αφορά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι η ποινική διαδικασία περί φοροδιαφυγής – λαθρεμπορίας προϋποθέτει, κατά το Σύνταγμα, την έκδοση σχετικής διοικητικής καταλογιστικής πράξης, εξοπλισμένης με το τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο μπορεί να ανατραπεί (εν όλω ή εν μέρει) μόνον μέσω της ακύρωσης ή της τροποποίησής της από τον διοικητικό δικαστή, που είναι, κατά το Σύνταγμα, ο “φυσικός” δικαστής του ελέγχου του νόμω και ουσία βασίμου της (ΣτΕ 951/2018 7μ.). 9. Επειδή, η ως άνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β΄ του ΚΔΔ, ερμηνευόμενη (στενά) υπό το πρίσμα όσων έγιναν δεκτά στις σκέψεις 4, 6 και 8, έχει την έννοια ότι (α) το διοικητικό δικαστήριο δεσμεύεται από αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, μόνον αν η ποινική απόφαση αφορά στην ίδια παράβαση, ως ιστορικό γεγονός, με εκείνη που καταλογίσθηκε στον προσφεύγοντα με την ένδικη διοικητική πράξη, με την οποία του επιβλήθηκε διοικητική κύρωση, και (β) η παραγόμενη δέσμευση αφορά στην «ενοχή» του προσφεύγοντος, ήτοι στο αξιόποινο της συμπεριφοράς του (ΣτΕ 951/2018 7μ.). Επομένως, στο πλαίσιο διοικητικής διαφοράς από την επιβολή στον προσφεύγοντα πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας (που, κατά τα προεκτεθέντα, έχει «ποινικό» χαρακτήρα), η αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, για την ίδια λαθρεμπορική παράβαση, παράγει δέσμευση όσον αφορά τη νομιμότητα του καταλογισμού σε βάρος του πολλαπλού τέλους (καθώς και τη νομιμότητα της τυχόν κήρυξής του ως συνυπεύθυνου για την πληρωμή του συνολικού ποσού των επιβληθέντων πολλαπλών τελών), υπό την έννοια ότι οδηγεί στην ακύρωση από το διοικητικό δικαστήριο της πράξης καταλογισμού στον προσφεύγοντα του πολλαπλού τέλους (καθώς και της προαναφερόμενης συνευθύνης του), ήτοι σε αποτέλεσμα που αντανακλά τις επιταγές του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ, αλλά και τις απαιτήσεις των άρθρων 50 και 52 (παρ. 1) του Χάρτη, όπως έχουν ερμηνευθεί από το ΔΕΕ (πρβλ. ΣτΕ 951/2018 7μ.), αντίθετη δε ερμηνευτική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία το διοικητικό δικαστήριο, ακολουθώντας την ποινική κρίση, επικυρώνει τον γενόμενο από τη Διοίκηση καταλογισμό της παράβασης και του συναφούς πολλαπλού τέλους, θα ήταν κατ` αρχήν ασύμβατη με την απαγόρευση ne bis in idem. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4, η ως άνω δέσμευση, που καταλήγει στο προαναφερόμενο αποτέλεσμα (ακύρωση της πράξης επιβολής του πολλαπλού τέλους), παράγεται υπό την προϋπόθεση ότι η αμετακλήτως επιβληθείσα από το ποινικό δικαστήριο κύρωση, αυτοτελώς ορώμενη, είναι αποτελεσματική, αποτρεπτική και ανάλογη της σοβαρότητας της παράβασης (από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσής της). Ο διοικητικός δικαστής εξετάζει εάν η επιβληθείσα από το ποινικό δικαστήριο κύρωση πληροί την προαναφερόμενη απαίτηση λαμβάνοντας υπόψη του, ιδίως, εάν η επιβληθείσα ποινή κινείται στα κατώτατα όρια της προβλεπόμενης στο νόμο, παρά τη σοβαρότητα της καταλογισθείσας παράβασης (από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών διάπραξής της), εάν επιβλήθηκε με αναστολή, καθώς και εάν είναι πολύ ελαφρύτερη της μεταγενεστέρως ορισθείσας στο νόμο ελάχιστης ποινής για παραβάσεις φοροδιαφυγής/ λαθρεμπορίας ανάλογης σοβαρότητας, στοιχείο από το οποίο προκύπτει με σαφήνεια μεταβολή επί το αυστηρότερο της εκτίμησης του νομοθέτη ως προς την ποινή που είναι πρόσφορη και αναγκαία για την αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των σχετικών παραβάσεων, έστω κι αν η ποινή αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναδρομικά επί παραβάσεων που τελέσθηκαν πριν από τη θέσπιση της νέας, επαχθέστερης για τους παραβάτες, νομοθετικής ρύθμισης. Περαιτέρω, εάν θεωρήσει ότι η αμετακλήτως καταγνωσθείσα από το ποινικό δικαστήριο κύρωση είναι εμφανώς υπερβολικά ελαφριά σε σχέση με την αποδοθείσα παράβαση, ώστε να μην πληρούται η προαναφερόμενη προϋπόθεση, ο διοικητικός δικαστής δεν δεσμεύεται από την αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση και, συνεπώς, δεν τερματίζει την ενώπιόν του διαδικασία, ακυρώνοντας τη διοικητική πράξη περί επιβολής πολλαπλών τελών, αλλά, ενόψει και του ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, το «φυσικό» δικαστή των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή της φορολογικής/τελωνειακής νομοθεσίας, εκφέρει ίδια και αυτοτελή κρίση επί της υπόθεσης, χωρίς να δεσμεύεται από τις οικείες αμετάκλητες (νομικές και ουσιαστικές) εκτιμήσεις του ποινικού δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να κρίνει τη διαφορά (συμπεριλαμβανομένων των λόγων προσφυγής με τους οποίους αμφισβητούνται τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη διάπραξη της παράβασης ή το προσήκον ύψος του πολλαπλού τέλους τελών, το οποίο μπορεί να επιμετρηθεί/μεταρρυθμιστεί από το διοικητικό δικαστήριο εντός των ορίων που διαγράφει η τελωνειακή νομοθεσία), ο διοικητικός δικαστής ναι μεν βασίζεται στην ενώπιόν του αποδεικτική διαδικασία, η οποία διέπεται από διαφορετικούς κανόνες (βλ. άρθρα 144 επ. του ΚΔΔ) σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική (βλ. άρθρα 177 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), μεταξύ άλλων, όσον αφορά τη χρήση, τη σημασία και το περιεχόμενο του μέσου της εξέτασης μαρτύρων στο ακροατήριο (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ.), αλλά, πάντως, υποχρεούται να συνεκτιμήσει ειδικώς την καταδικαστική ποινική απόφαση, όσον αφορά τις κρίσεις της περί της στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, όπως, άλλωστε, οφείλει να πράττει και σε σχέση με τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, όταν κρίνει για τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης περί επιβολής των φόρων και δασμών που αντιστοιχούν στην διαπιστωθείσα από τη φορολογική Διοίκηση παράβαση λαθρεμπορίας (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ.). 10. Επειδή, εν προκειμένω, ι) ο προσφεύγων κρίθηκε με απόφαση ποινικού δικαστηρίου αμετακλήτως ότι είναι ένοχος για συμμετοχή σε λαθρεμπορική παράβαση αρκετά σοβαρή, ενόψει τόσο του ύψους των διαφυγουσών φορολογικών επιβαρύνσεων (219.168,23 €), όσο και των συνθηκών τέλεσης αυτής (χρήση τεχνάσματος στο οποίο εμπλέκονται και άλλα πρόσωπα, πρόσφορου να καταστήσει εξαιρετικά δυσχερή τον εντοπισμό της παράβασης), ιι) για την παράβαση αυτή του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους, η οποία είναι η ελάχιστη προβλεπόμενη στο άρθρο 157 παρ. 1 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, όπως ίσχυε κατά το χρόνο διάπραξης της ένδικης παράβασης, για λαθρεμπορικές παραβάσεις, όπως η επίμαχη, στις οποίες το ύψος των διαφυγουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων είναι τουλάχιστον 30.000 ευρώ, ενώ με βάση το άρθρο 53 του Ποινικού Κώδικα, η διάρκεια της ποινής φυλάκισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη και ιιι) η ανωτέρω ποινή του επιβλήθηκε με αναστολή. Ενόψει αυτών, η ως άνω επιβληθείσα αμετακλήτως από το ποινικό δικαστήριο στον προσφεύγοντα ποινή παρίσταται εμφανώς ιδιαζόντως ελαφριά, ώστε, αυτοτελώς ορώμενη, να μην μπορεί να θεωρηθεί ως ικανή να καταστείλει κατά τρόπο αποτρεπτικό, αποτελεσματικό και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας την επίμαχη, αρκετά σοβαρή, διοικητική παράβαση της λαθρεμπορίας που του αποδόθηκε. Το ανωτέρω συμπέρασμα επιρρωνύεται από το γεγονός ότι με το άρθρο 77 παρ. 4 περ. γτου ν. 3842/2010 (Α` 58) προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 157 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, το οποίο προβλέπει τις ποινές για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, περίπτωση γ΄, η οποία, όπως ακολούθως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3943/2011 (Α` 66), ορίζει ότι η λαθρεμπορία τιμωρείται “Με κάθειρξη, εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.”, δηλαδή με στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας από 5 έως 20 έτη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 52 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα (π.δ. 283/1985, Α΄ 106). Η εν λόγω νέα διάταξη, που ορίζει αρκετά βαρύτερη ποινή στέρησης της προσωπικής ελευθερίας (μάλιστα, μη δυνάμενη να μετατραπεί σε χρηματική ποινή ή να επιβληθεί με αναστολή) σε σχέση με την προβλεπόμενη έως τότε (φυλάκιση από ένα έως πέντε έτη), για τις πλέον σοβαρές παραβάσεις, από απόψεως ποσού των διαφυγουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, εκφράζει προδήλως μεταβολή επί το αυστηρότερο των αντιλήψεων του νομοθέτη ως προς το πρόσφορο, αναγκαίο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας πλαίσιο ποινών για την αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των παραβάσεων λαθρεμπορίας. Τούτων έπεται ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στις σκέψεις 4 και 9, σε υπόθεση όπως η παρούσα, ο διοικητικός δικαστής δεν άγεται στην ακύρωση της πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους στον προσφεύγοντα, δεσμευόμενος από την ύπαρξη αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής απόφασης σε βάρος του, για την ίδια κατ` ουσίαν λαθρεμπορική παράβαση, αλλά κρίνει επί των προβαλλόμενων λόγων προσφυγής, με τους οποίους αμφισβητείται η τέλεση της επίμαχης διοικητικής παράβασης, συνεκτιμώντας ειδικά την ανωτέρω καταδικαστική απόφαση. 11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης για την περαιτέρω εκδίκασή της.
Δια ταύτα Απαντά ακολούθως στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα: Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 εδάφιο β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο διοικητικής διαφοράς από την επιβολή στον προσφεύγοντα πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, το διοικητικό δικαστήριο δεσμεύεται από αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε βάρος του προσφεύγοντος, για την ίδια κατ` ουσίαν λαθρεμπορική παράβαση, υπό την έννοια ότι οφείλει να αχθεί στην ακύρωση της επίμαχης καταλογιστικής πράξης, ήτοι σε αποτέλεσμα που αντανακλά τις επιταγές τόσο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ όσο και των άρθρων 50 και 52 (παρ. 1) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η τοιαύτη δέσμευση και συνακόλουθη ακύρωση προϋποθέτουν ότι η αμετακλήτως επιβληθείσα από το ποινικό δικαστήριο ποινή, αυτοτελώς ορώμενη, είναι αποτελεσματική, αποτρεπτική και ανάλογη της σοβαρότητας της παράβασης (από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσής της). Εάν, όμως, κρίνει ότι η αμετακλήτως καταγνωσθείσα από το ποινικό δικαστήριο κύρωση είναι εμφανώς υπερβολικά ελαφριά σε σχέση με την αποδοθείσα παράβαση, ώστε να μην πληρούται η προαναφερόμενη προϋπόθεση, ο διοικητικός δικαστής δεν τερματίζει την ενώπιόν του διαφορά ακυρώνοντας την διοικητική πράξη, με την οποία έχει επιβληθεί το πολλαπλούν τέλος, αλλά ερευνά την υπόθεση στο πλαίσιο των λόγων της προσφυγής και του αιτητικού αυτής, κρίνοντας επί τη βάσει των κανόνων της αποδεικτικής διαδικασίας του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, χωρίς να δεσμεύεται από τις κρίσεις του ποινικού δικαστηρίου ως προς την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της λαθρεμπορίας, τις οποίες, πάντως, υποχρεούται να συνεκτιμήσει ειδικώς. Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης για την περαιτέρω εκδίκασή της. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2018 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β’ Τμήματος Η Γραμματέας