Ο ιατρός ενεργεί με αμέλεια, αν από επιπολαιότητα ή άγνοια των πραγμάτων, που όφειλε να γνωρίζει ή από απρονοησία δεν ακολούθησε γενικά παραδεκτές αρχές της ιατρικής επιστήμης ή σύγχρονες μεθόδους και η σχετική επιπολαιότητα, άγνοια ή απρονοησία τον οδήγησαν σε εσφαλμένη διάγνωση ή θεραπευτική αγωγή ή επέμβαση για την αποτροπή προσβολών ή κινδύνων κατά της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας ή της ζωής ασθενούς.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Κουβίδου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Στυλιανό Δαρέλλη, Όλγα Σχετάκη-Μπονάτου, Αλεξάνδρα Σιούτη και Χρυσούλα Φλώρου-Κοντοδήμου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Ιουλίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη, περί αναιρέσεως της 665/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άμφισσας,. Με κατηγορούμενο τον Γ. Κ. του Α., κάτοικο …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Παλούκη. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Α. Τ. του Χ. και 2) Κ. Τ. του Λ., κάτοικους … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αριστέα-Φανουρία Σωτηροπούλου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Άμφισσας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 21/30-4-2019 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιο Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 689/2019.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠοινΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και εφαρμόζεται εν προκειμένω ως προς τις διατυπώσεις άσκησης αυτής (άρθρο 589 παρ. 2 του ήδη ισχύοντος μετά το Ν. 4620/2019 νέου ΚΠοινΔ), ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της προσβαλλόμενης απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο που προβλέπεται από το άρθρο 473 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται, προς το σκοπό επανόρθωσης τυχόν εσφαλμένων αποφάσεων, να ασκεί αναίρεση κατά οποιασδήποτε αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης, που θα εκδοθεί από οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ). Επομένως, η κρινόμενη υπ’ αριθ. 21/30-4-2019 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 665/2018 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου … που δημοσιεύθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο Γ. Κ. του Α. και καταχωρήθηκε καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο στις 2-4-2019, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με δήλωσή του ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό 21/30-4-2019 έκθεση, έχει δε ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης, που πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Κατά το άρθρο 302 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της επίδικης πράξης, όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών, κατά δε το άρθρο 28 του ίδιου Κώδικα, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Oι παραπάνω διατάξεις ταυτίζονται κατά περιεχόμενο με τις ήδη ισχύουσες (μετά το Ν. 4619/2019) αντίστοιχες διατάξεις του νέου ΠΚ, οπότε οι πρώτες έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου τέλεσης του επίδικου εγκλήματος (έτους 2015). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανάτωσης άλλου, υποκειμενικά δε α) μη καταβολή από τον δράστη της επιβαλλόμενης, κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή πείρα και λογική και β) δυνατότητα αυτού, με βάση τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις, ικανότητες και περιστάσεις και ιδίως λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της οφειλόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε (μη συνειδητή αμέλεια) είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια). Ακόμη, για τη θεμελίωση του ανωτέρω εγκλήματος, πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα είτε από μόνη της, είτε μαζί με τη συμπεριφορά άλλου προσώπου. Αρκεί δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιάφορα αν για την πρόκλησή του συνέβαλαν και άλλοι όροι, άμεσα ή έμμεσα (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Τούτο δε, γιατί η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδύναμου των όρων, με την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, σε αντίθεση προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί όσον αφορά την αστική ευθύνη. Με τις προϋποθέσεις αυτές, ποινική ευθύνη ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά την άσκηση του επαγγέλματός του υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το θανατηφόρο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και εφόσον η σχετική ενέργεια ή παράλειψή του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματός του και ανάγεται σε νομική υποχρέωση αυτού από επιτακτικούς νομικούς κανόνες, όπως είναι ο Α.Ν. 1565/1939 “περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος” και ο Ν. 3418/2005 “Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας”. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρ. 47 Εισ.Ν.ΑΚ, ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική συνδρομή του, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της πείρας που έχει αποκτήσει, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών, κατά δε το άρθρ. 9 παρ. 1 και 3 του άνω Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, με το οποίο προβλέπονται οι υποχρεώσεις του ιατρού προς τον ασθενή, “1. Ο ιατρός δίνει προτεραιότητα στην προστασία της υγείας του ασθενή…3. Ο ιατρός οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών ανεξάρτητα από την ειδικότητα του…Σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός οφείλει να εξαντλήσει τις υπάρχουσες, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, δυνατότητες, σύμφωνα με τις επιταγές της ιατρικής επιστήμης”. Επομένως, ο ιατρός ενεργεί με αμέλεια, αν από επιπολαιότητα ή άγνοια των πραγμάτων, που όφειλε να γνωρίζει ή από απρονοησία δεν ακολούθησε γενικά παραδεκτές αρχές της ιατρικής επιστήμης ή σύγχρονες μεθόδους και η σχετική επιπολαιότητα, άγνοια ή απρονοησία τον οδήγησαν σε εσφαλμένη διάγνωση ή θεραπευτική αγωγή ή επέμβαση για την αποτροπή προσβολών ή κινδύνων κατά της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας ή της ζωής ασθενούς. Εξάλλου, στην αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. (ΝΔ 53/1974), έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει είτε, όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά είτε, όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο, με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα, που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του. Δεν απαιτείται, όμως, για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης, να εκθέτει το δικαστήριο σ’ αυτήν περιστατικά, από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Ειδικά, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, για να είναι η δικαστική απόφαση αιτιολογημένη πρέπει να προκύπτει από αυτήν, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ’ επιλογή, προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του (Ολ.ΑΠ 3/2012). Πιο συγκεκριμένα, για την πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί ο κατ’ είδος ή κατά κατηγορίες προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους ούτε μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Έτσι, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθ. 665/2018 απόφασης, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή (ανωμοτί καταθέσεις πολιτικώς εναγόντων, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων του κατηγορητηρίου, της πολιτικής αγωγής και της υπεράσπισης, αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, τα εξής: “Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά και ειδικότερα από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του κατηγορητηρίου, της πολιτικής αγωγής και της υπεράσπισης και των εγγράφων, που νομότυπα αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορούμενου αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το Δεκέμβριο του έτους 2015 η πολιτικώς ενάγουσα Α. Τ. σύζυγος του Κ. Τ. (πολιτικώς ενάγοντος) διένυε τον ένατο μήνα της κύησης της, ο δε γυναικολόγος που την παρακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος υπηρετούσε στο Γενικό Νοσοκομείο … με την ιδιότητα του Ειδικού Ιατρού Μαιευτήρα -Γυναικολόγου. Κατά τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της η πολιτικώς ενάγουσα παρουσίασε σακχαρώδη διαβήτη κύησης, ο οποίος διαγνώσθηκε εγκαίρως και κατόπιν συστάσεως του κατηγορούμενου η πολιτικώς ενάγουσα ακολουθούσε ειδική διατροφή και λάμβανε κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή (ινσουλίνη) με αποτέλεσμα να ρυθμίσει τις τιμές του σακχάρου στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα. Στις 17 Δεκεμβρίου 2015 και ενώ η πολιτικώς ενάγουσα διένυε την τεσσαρακοστή εβδομάδα της κύησης της, προσήλθε περί τις 10π.μ. στο Γενικό Νοσοκομείο … για προγραμματισμένη συνάντηση με τον γιατρό της (κατηγορούμενο) με αναφερόμενη ρήξη θυλακίου και αραιές ωδίνες. Ο κατηγορούμενος που την εξέτασε, έκρινε ότι είχε φθάσει η ώρα του τοκετού. Για το λόγο αυτό προέβη σε χορήγηση ινσουλίνης και ωκυτοκίνης και περί ώρα 12.45 μ.μ. σε τεχνητή ρήξη θυλακίου. Η πολιτικώς ενάγουσα και το κυοφορούμενο παρακολουθούνταν από τη μαία που είχε βάρδια, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της στο Νοσοκομείο μέχρι τον τοκετό το καρδιοτοκογράφημα του κυοφορούμενου ήταν φυσιολογικό και το αμνιακό υγρό διαυγές (βλ. έκθεση νεκροτομείου). Περί τις 20.30 η διαστολή είχε φθάσει τα 5 εκατοστά ενώ μέχρι τις 23.00 παρέμενε στα ίδια επίπεδα, πράγμα φυσιολογικό για πρωτότοκη γυναίκα, όπως η πολιτικώς ενάγουσα, δεδομένου ότι η διάρκεια της λανθάνουσας φάσης του τοκετού (μέχρι δηλαδή τη διαστολή των 2-3 εκατοστών) διαρκεί κατά μέσο όρο από 6,4 ως 20,1 ώρες και της ενεργούς φάσης (όταν δηλαδή η διαστολή φθάσει 3-4 εκατοστά) από 4,6 ως 11,7 ώρες. Όσην ώρα διαρκούσε η διαστολή ήταν φυσικό η πολιτικώς ενάγουσα να έχει ωδίνες, που προϊόντος του χρόνου και όσο πλησιάζει ο τοκετός γίνονταν εντονότερες. Κατά τις 22.00 η πολιτικώς ενάγουσα ζήτησε να προχωρήσουν σε καισαρική τομή, μολονότι δεν είχε προηγηθεί καμμία τέτοια συζήτηση με τον κατηγορούμενο και εξ αρχής ήταν προγραμματισμένο να γεννήσει φυσιολογικά. Η μαία που παρακολουθούσε την πολιτικώς ενάγουσα ενημέρωσε τηλεφωνικά τον κατηγορούμενο σχετικά με την επιθυμία της, ο τελευταίος, όμως, είπε ότι θα προχωρούσαν σε φυσιολογικό τοκετό, καθώς όλα έβαιναν ομαλώς και δεν υπήρχε καμμία απολύτως ένδειξη επιπλοκής και διακινδύνευσης του τοκετού που να επιβάλει τη διενέργεια καισαρικής τομής. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως κατέθεσαν οι δύο γυναικολόγοι μαιευτήρες Γ. Δ. και Ε. Π., είναι συχνό φαινόμενο να ζητούν οι επίτοκες καισαρική τομή όταν η διαστολή έχει ήδη προχωρήσει και έχουν αρχίσει να εξαντλούνται σωματικά από τις ωδίνες του τοκετού. Ωστόσο η ιατρικώς ενδεδειγμένη ενέργεια είναι να προχωρήσει ο μαιευτήρας σε φυσιολογικό τοκετό, η δε καισαρική τομή, που είναι χειρουργική επέμβαση ενέχουσα και αυτή κινδύνους, να επιλέγεται μόνο όταν διαπιστώνεται κάποια επιπλοκή που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα ή τη ζωή του νεογνού ή της επιτόκου. Πράγματι, σύμφωνα με την Κατευθυντήρια Οδηγία Νο12 της Ελληνικής Μαιευτικής και Γυναικολογικής Εταιρίας απαιτείται εκτέλεση επείγουσας καισαρικής τομής σε έγκυες που έχουν μπει σε διαδικασία τοκετού λόγω σοβαρών καρδιοτοκογραφικών αλλοιώσεων ενδεικτικών εμβρυϊκής δυσχέρειας, αλλά και άλλων μαιευτικών επειγόντων καταστάσεων όπως πρόπτωση ομφαλίδος, ρήξη πρόδρομων αγγείων, ρήξη μήτρας, αποκόλληση πλακούντος κ.α. Στη συνέχεια, περί τις 2.00 π.μ. της 18-12-2015 η διαστολή έφθασε τα 7 εκατοστά και περί τις 3.30 π.μ. τα 10 εκατοστά, οπότε και ο τοκετός εισήλθε στο στάδιο της εξώθησης, το οποίο (στάδιο) μπορεί να διαρκέσει και μία ώρα σε πρωτότοκη γυναίκα. Κατά τις 4.10 π.μ. επειδή διαπιστώθηκε δυσκολία εξόδου της κεφαλής του νεογνού ο κατηγορούμενος προέβη σε περινεοτομή και σε αναρροφητική εμβρυουλκία για να υποβοηθήσει την έξοδο της κεφαλής του βρέφους. Η εμβρυουλκία ήταν επιτυχής, διότι πράγματι το κεφάλι εξήχθη από το σώμα της μητέρας στις 4.18 π.μ.. Ωστόσο εκείνη τη στιγμή ο κατηγορούμενος διαπίστωσε ότι ήρθε αντιμέτωπος με περιστατικό δυστοκίας ώμων, δηλαδή ενσφήνωσης του
πρόσθιου ώμου κάτω από την ηβική σύμφυση, μετά τη γέννηση της εμβρυϊκής κεφαλής, επιπλοκή η οποία εμφανίζεται με συχνότητα ποσοστού 0,3 %. Η αναγνώριση των μεμονωμένων περιπτώσεων δυστοκίας ώμων, προτού αυτές συμβούν κατά τον τοκετό, είναι αδύνατη. Η δυστοκία ώμων δεν εντοπίζεται πριν τον τοκετό ούτε με υπερηχογράφημα. Η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει την ύπαρξη παραγόντων κινδύνου που μπορεί να αναγνωρισθούν πριν ή στη διάρκεια του τοκετού και αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης δυστοκίας ώμων. Ωστόσο αυτοί οι παράγοντες κινδύνου είναι ανεπαρκείς για την πλήρη πρόβλεψη της δυστοκίας ώμων, καθώς ένα σημαντικό ποσοστό περιπτώσεων εμφανίζονται χωρίς να υπάρχουν παράγοντες κινδύνου. Στη δικαζόμενη περίπτωση η επίτοκος είχε εμφανίσει σακχαρώδη διαβήτη, που σε συνδυασμό με διαπιστωμένη μακροσωμία του κυοφορούμενου (όταν δηλ. το βάρος του ξεπερνά τα 4.000 γρ.), αποτελεί παράγοντα κινδύνου εμφάνισης δυστοκίας ώμων.
Εν προκειμένω, ωστόσο, το νεογνό δεν ήταν μακροσωμικό (βλ. κατάθεση Γ. Δ.), αφού το βάρος του ήταν 3.648 γρ., ούτε πριν τον τοκετό υπήρχε τέτοια ένδειξη από τα υπερηχογραφήματα που είχαν γίνει. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει ιατρική οδηγία να επιλέγεται η καισαρική τομή μόνο για το λόγο ότι η επίτοκος εμφάνισε διαβήτη κύησης. Εξάλλου, στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι στη διάρκεια του τοκετού η πιθανότητα εμφάνισης δυστοκίας ώμων αυξάνεται όταν υπάρχει παράταση του πρώτου ή δευτέρου σταδίου του τοκετού. Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η πολιτικώς ενάγουσα ήταν πρωτότοκος, οι δεκαπέντε ώρες από τη ρήξη του θυλακίου στις 12.45 της 17-2-2015 μέχρι την τέλεια διαστολή στις 3.30 π.μ. της επόμενης ημέρας δεν θεωρείται παρατεταμένος χρόνος και ήταν εντός των φυσιολογικών πλαισίων (βλ. κατάθεση Γ. Δ. και σχετικά προσκομιζόμενα ιατρικά συγγράμματα). Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να σημειωθεί ότι το συμπέρασμα της από 8-1-2017 ιατροδικαστικής γνωμάτευσης που συνέταξαν από κοινού οι ειδικοί ιατροδικαστές Δ. Γ. και Μ. Τ., σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος παρέλειψε να μετατρέψει τον φυσιολογικό τοκετό σε καισαρική τομή λόγω του ότι ο τοκετός παρατεινόταν πέραν του δέοντος, ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι η έλλειψη φυσικής παρουσίας του κατηγορούμενου από το Νοσοκομείο μέχρι να φτάσει ο τοκετός στο στάδιο της τέλειας διαστολής του τράχηλου ουδόλως συνδέεται με την επιπλοκή της δυστοκίας των ώμων, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, αυτή δε θα μπορούσε να διαπιστωθεί νωρίτερα από την έξοδο της κεφαλής του βρέφους από το σώμα της μητέρας του, ενώ ακόμα και αν ήταν παρών καθ’ όλη τη διάρκεια της διαστολής δε θα έκανε κάτι διαφορετικό και ειδικότερα δε θα προέβαινε σε καισαρική τομή εφόσον δεν υπήρχε η παραμικρή υποψία ανώμαλης έκβασης του τοκετού. Ενόψει των ανωτέρω μέχρι του χρονικού σημείου αυτού ουδεμία πλημμέλεια του κατηγορουμένου διαπιστώθηκε αναφορικά με την απουσία του από το Νοσοκομείο μέχρι το χρόνο τέλειας διαστολής του τραχήλου και την παράλειψη διενέργειας καισαρικής τομής. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ενήργησε σύμφωνα με τις επιταγές της ιατρικής επιστήμης και ειδικότερα της μαιευτικής και έπραξε ό,τι θα έπραττε ο μέσος συνετός και επιμελής γυναικολόγος – μαιευτήρας, ο οποίος υπό τις ανωτέρω συνθήκες δεν θα προχωρούσε σε καισαρική τομή εφόσον δεν υπήρχε καμμία ένδειξη επιπλοκής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος μόλις διαπίστωσε τη δυστοκία ώμων προέβη στους εξής χειρισμούς: Rubin I (υπερηβική πίεση), Rubin II (ενδοκολπικοί χειρισμοί), Wood’s screw και ανάστροφο χειρισμό Wood’s screw και χειρισμό “στα τέσσερα” δηλαδή με τοποθέτηση της επιτόκου σε γονατο-αγκωνιαία θέση. Εκτός από τους παραπάνω χειρισμούς στην ιατρική βιβλιογραφία αναφέρονται άλλοι δύο χειρισμοί γνωστοί ως χειρισμοί ύστατης προσπάθειας, που είναι α) το κάταγμα κλείδας, δηλαδή η πίεση προς τα πάνω στο μέσον της εμβρυϊκής κλείδας που θα προκαλέσει το κάταγμα κλείδας και θα μειωθεί η αντίσταση του ώμου και β) ο χειρισμός Ζavanelli, δηλαδή η επανατοποθέτηση της εμβρυϊκής κεφαλής στον κόλπο της μητέρας, την οποία ακολουθεί επείγουσα καισαρική τομή. Ο μαιευτήρας έχει στη διάθεση του μόλις 6-7 λεπτά για να προβεί σε όλους τους παραπάνω χειρισμούς, διότι μετά το βρέφος οδηγείται σε θάνατο λόγω υποξίας. Κάθε χειρισμός πρέπει να διαρκεί 30-60 δευτερόλεπτα. Όσον αφορά στους χειρισμούς ύστατης προσπάθειας πρέπει να εκτεθούν τα εξής: Το κάταγμα κλείδας γίνεται κατόπιν εκτίμησης του μαιευτήρα λαμβάνοντας υπόψη αν έχει ορατότητα της κλείδας και αν υπάρχει επαρκής χώρο για να φτάσει το χέρι του στην κλείδα (βλ. ένορκη κατάθεση Ε. Π.). Αυτή η αξιολόγηση μόνο από τον ίδιο τον μαιευτήρα μπορεί να γίνει ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες του συγκεκριμένου περιστατικού που χειρίζεται (πόσο στενή είναι η πύελος της εγκύου, αν έχει σφηνώσει ο ένας ή και οι δύο ώμοι του βρέφους, αν το μέγεθος του χεριού του δεν του επιτρέπει να φθάσει μέχρι την κλείδα) και επομένως δεν είναι μια τυποποιημένη ενέργεια, που η παράλειψη της εκ προοιμίου συνιστά αμελή συμπεριφορά. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος απολογούμενος κατέθεσε ότι “το κάταγμα δεν το έκανα γιατί δε θα έφτανε τα χέρι μου στην κλείδα, δεν είχα χώρο για να μπω”. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος είχε υπόψη του το συγκεκριμένο χειρισμό και θα είχε προβεί και σε αυτόν αν η εκτίμηση του περί την πιθανότητα επιτυχίας του ήταν διαφορετική. Η εκτίμηση του, όμως, ήταν ότι δε θα κατάφερνε να προσεγγίσει με ασφάλεια την κλείδα με γυμνό χέρι και η εκτίμηση του αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε επαρκής χώρος για φτάσει το χέρι του την κλείδα του νεογνού και ότι ο χειρισμός αυτός θα είχε επιτυχές αποτέλεσμα. Όσον αφορά στον χειρισμό Ζαβανέλι είναι ένας χειρισμός, που σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων Γ. Δ., γυναικολόγου – μαιευτήρα και επίκουρου καθηγητή του Πανεπιστημίου …., και Ε. Π., χειρουργού γυναικολόγου – μαιευτήρα, δεν έχουν ποτέ οι ίδιοι επιχειρήσει, δεν έχει συναντηθεί ποτέ στην πράξη και απαντάται μόνο στη βιβλιογραφία. Ο μεν πρώτος μάρτυρας κατέθεσε ότι πρακτικά δε γίνεται να ακολουθήσει καισαρική μετά την έξοδο της κεφαλής του βρέφους, η δε δεύτερη επιπλέον τόνισε ότι στην πράξη “αν έχει βγει το κεφάλι του εμβρύου και έχει σφηνώσει στους ωμούς, δεν μετακινείται εύκολα προς την αντίθετη κατεύθυνση, δεν μπορεί να βγει, ούτε να μπει γιατί όταν μπαίνει στον κόλπο μικραίνει η διάμετρος της κεφαλής και βγαίνει προς τα έξω, πρέπει να πιεστεί και αυχένας και να σπρωχτεί προς τα μέσα πράγμα που δεν γίνεται”. Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι ο χειρισμός Ζavanelli δεν επιχειρείται από το μέσο συνετό και επιμελή μαιευτήρα, διότι είναι δραματικός τρόπος εξώθησης του βρέφους με μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα Μ. Τ., ειδικού ιατροδικαστή, ούτε από την 8-1-2017 ιατροδικαστική γνωμάτευση που συνέταξε αυτός από κοινού με τον ειδικό ιατροδικαστή Δ. Γ., διότι τόσο η κατάθεση, όσο και η γνωμάτευση βασίζονται σε βιβλιογραφικές μόνο αναφορές στο χειρισμό Ζavanelli. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο μάρτυρας Μ. Τ. κατά την κατάθεση του στο ακροατήριο ανέφερε ότι επιτυχής χειρισμός Ζavanelli σημειώθηκε προσφάτως στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο …, πλην όμως αυτό δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα στοιχείο. Ωστόσο ακόμα και γίνει δεκτό ότι πράγματι συνέβη, δεν προσδιορίσθηκαν οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα για να συγκριθούν με τις αντίστοιχες της δικαζόμενης περίπτωσης, δεδομένου ότι η υλικοτεχνική υποδομή και στελέχωση σε ιατρικό προσωπικό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου … δεν έχει καμμία σχέση με την αντίστοιχη του Γενικού Νοσοκομείου …. Ακόμα, πρέπει να σημειωθεί ότι στην ιατροδικαστική γνωμάτευση οι άνω ιατροδικαστές αναφέρουν ότι ο κατηγορούμενος παρέλειψε να μετατρέψει το φυσιολογικό τοκετό σε επείγουσα καισαρική τομή, όταν απέτυχε η προσπάθεια με τη χρήση σικυουλκίας. Η διαπίστωση, όμως, αυτή θεμελιώνεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι στην προκειμένη περίπτωση η σικυουλκία ή εμβρυουλκία με τη χρήση βεντούζας, που κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, είναι τρόπος υποβοήθησης εξόδου μόνο της κεφαλής και όχι και του κορμού του βρέφους, ήταν επιτυχής, διότι πράγματι η κεφαλή προέβαλε και μετά από αυτό, σύμφωνα με την κατάθεση του επίκουρου καθηγητή Γ. Δ., δεν θα ήταν δυνατή η επέμβαση καισαρικής τομής.
Εν προκειμένω πρέπει να σημειωθεί ότι ο συνήγορος των πολιτικώς εναγόντων ζήτησε να αναβληθεί η υπόθεση προκειμένου να προσέλθει και να καταθέσει ο μαιευτήρας Ν. Σ. προς διευκρίνιση της πραγματογνωμοσύνης του ως προς την διενέργεια καισαρικής τομής. Ο ως άνω μαιευτήρας δεν κατέθεσε πραγματογνωμοσύνη, αλλά υπόμνημα το οποίο επέχει θέση ένορκης κατάθεσης και δεν είναι αναγνωστέο έγγραφο της δικογραφίας, ώστε να ληφθεί υπόψη. Εξάλλου, η ακριβής έννοια της εμβρυουλκίας και η σχέση της με την καισαρική τομή προκύπτει από κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της Ιατρικής επιστήμης, που δεν επιδέχονται περισσότερων της μίας ερμηνειών, τους οποίους λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη το Δικαστήριο. Επομένως, δεδομένου και ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι μπορεί με το υπάρχον αποδεικτικό υλικό να αχθεί σε δικανική πεποίθηση, το αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί. Από όλα τα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν παραπάνω, αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος προέβη μετά τη διαπίστωση της δυστοκίας ώμων του βρέφους σε όλες τις ιατρικώς ενδεδειγμένες ενέργειες, στις οποίες θα προέβαινε ο μέσος επιμελής και συνετός μαιευτήρας. Ενόψει όλων των ανωτέρω καμμία έλλειψη της προσοχής του κατηγορούμενου δεν διαπιστώθηκε, το δε θανατηφόρο αποτέλεσμα του βρέφους δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με οποιαδήποτε παράλειψη εκ μέρους του, αλλά συνιστά ένα σπάνιο και τυχαίο γεγονός, το οποίο δε θα μπορούσε να προβλεφθεί, αλλά και να αντιμετωπιστεί με επιτυχία από το μέσο μαιευτήρα, δεδομένου μάλιστα ότι ακόμα και στις περιπτώσεις όπου η δυστοκία ώμων αντιμετωπίζεται με τον ενδεδειγμένο τρόπο μπορεί να υπάρξει σημαντική περιγεννητική νοσηρότητα και θνησιμότητα (βλ. Κατευθυντήρια Οδηγία Νο20 της Ελληνικής Μαιευτικής και Γυναικολογικής Εταιρίας).
Συνεπώς ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την πράξη που κατηγορείται”. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Άμφισσας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ αξιούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, με την προπαρατεθείσα έννοια, αιτιολογία, προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του περί της αθωότητας του κατηγορουμένου, αφού αναφέρονται στο σκεπτικό της, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία δεν στοιχειοθετείται στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, οι αποδείξεις, από όπου προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Δικαστήριο κατέληξε στην απαλλακτική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Ειδικότερα, εκτίθεται με σαφήνεια γιατί το Δικαστήριο δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου, ειδικού μαιευτήρα-γυναικολόγου ιατρού του Γενικού Νοσοκομείου … ο οποίος είχε αναλάβει την ιατρική παρακολούθηση της εγκυμονούσας πολιτικώς ενάγουσας Α. Τ. μέχρι του πέρατος του τοκετού και αναλύεται διεξοδικά, ότι προέβη αυτός σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες, στις οποίες θα προέβαινε ο μέσος επιμελής και συνετός μαιευτήρας, σύμφωνα με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, για την αντιμετώπιση της επιπλοκής δυστοκίας ώμων (ενσφήνωσης του πρόσθιου ώμου κάτω από την ηβική σύμφυση), που παρουσίασε το βρέφος μετά τη γέννηση της εμβρυϊκής κεφαλής του, προβαίνοντας στους κατάλληλους χειρισμούς (Rubin I – υπερηβική πίεση, Rubin II -ενδοκολπικοί χειρισμοί, Wood’s screw και ανάστροφο χειρισμό Wood’s screw και χειρισμό “στα τέσσερα”, δηλαδή με τοποθέτηση της επιτόκου σε γονατοαγκωνιαία θέση), για την εξαγωγή του σώματος του νεογνού, χωρίς όμως αποτέλεσμα, διότι αυτό υπέστη υποξία από την οποία επήλθε ο θάνατός του. Επίσης αιτιολογείται, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεξε αμελής συμπεριφορά του κατηγορουμένου σε σχέση με οποιοδήποτε από τα στοιχεία της σε βάρος του κατηγορίας, τα οποία αντικρούονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, με επάρκεια και πληρότητα, ένα προς ένα.
Επισημαίνεται δε στο αιτιολογικό της απόφασης αυτής, ότι
α) καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της πολιτικώς ενάγουσας στο Νοσοκομείο μέχρι τον τοκετό, το καρδιοτοκογράφημα του κυοφορούμενου ήταν φυσιολογικό και το αμνιακό υγρό διαυγές,
β) η ιατρικώς ενδεδειγμένη ενέργεια ήταν να προχωρήσει ο κατηγορούμενος μαιευτήρας σε φυσιολογικό τοκετό, καθώς όλα έβαιναν ομαλά και δεν υπήρχε καμία απολύτως ένδειξη επιπλοκής και διακινδύνευσης του τοκετού, που να επιβάλει τη διενέργεια καισαρικής τομής,
γ) ο διαβήτης κύησης που εμφάνισε η πολιτικώς ενάγουσα είχε διαγνωστεί έγκαιρα από τον κατηγορούμενο και είχε αντιμετωπιστεί με ειδική διατροφή και κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή (ινσουλίνη), με αποτέλεσμα οι τιμές του σακχάρου στο αίμα της εγκυμονούσας να έχουν ρυθμιστεί σε φυσιολογικά επίπεδα, ενώ δεν υπήρχε ιατρική οδηγία να επιλέγεται η καισαρική τομή για το λόγο και μόνο ότι η επίτοκος εμφάνισε διαβήτη κύησης,
δ) το κυοφορούμενο δεν ήταν μακροσωμικό, ώστε σε συνδυασμό με την εμφάνιση του σακχαρώδη διαβήτη της εγκυμονούσας πολιτικώς ενάγουσα, να αποτελεί παράγοντα κινδύνου εμφάνισης δυστοκίας ώμων του νεογνού, αφού το βάρος αυτού ήταν 3.648 γραμμάρια (προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό του ως μακροσωμικού ήταν, κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το βάρος του να ξεπερνά τα 4.000 γραμμάρια),
ε) η διάρκεια του τοκετού ήταν εντός των φυσιολογικών πλαισίων η δε έλλειψη φυσικής παρουσίας του κατηγορουμένου στο Νοσοκομείο μέχρι να φτάσει ο τοκετός στο στάδιο της τέλειας διαστολής του τράχηλου δεν συνδέεται με την άνω επιπλοκή της δυστοκίας των ώμων, δεδομένου ότι αυτή δε θα μπορούσε να διαπιστωθεί πριν την έξοδο της κεφαλής του βρέφους από το σώμα της μητέρας του,
στ) η μη εφαρμογή από τον κατηγορούμενο των δύο άλλων γνωστών στην ιατρική βιβλιογραφία χειρισμών, ήτοι του κατάγματος της κλείδας του βρέφους και του χειρισμού Ζavanelli (επανατοποθέτηση της εμβρυϊκής κεφαλής στον κόλπο της μητέρας, την οποία ακολουθεί επείγουσα καισαρική τομή), δεν συνδέεται με αμελή συμπεριφορά αυτού και άγνοια των πραγμάτων, που όφειλε να γνωρίζει, αλλά οφείλεται στην εκτίμησή του, ότι η εφαρμογή τους δεν θα είχε επιτυχές αποτέλεσμα, καθόσον για τον πρώτο χειρισμό, δεν υπήρχε η δυνατότητα να προσεγγίσει με ασφάλεια την κλείδα του νεογνού με γυμνό χέρι, λόγω έλλειψης επαρκούς χώρου, ενώ ο δεύτερος (χειρισμός Ζavanelli) δεν επιχειρείται από τον μέσο συνετό και επιμελή μαιευτήρα, διότι αποτελεί δραματικό τρόπο εξώθησης του βρέφους με μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας,
ζ) η ενσφήνωση του πρόσθιου ώμου κάτω από την ηβική σύμφυση, μετά τη γέννηση της εμβρυϊκής κεφαλής, αποτελεί σπάνια επιπλοκή η οποία εμφανίζεται με συχνότητα ποσοστού 0,3 %, η δε αναγνώριση των μεμονωμένων περιπτώσεων δυστοκίας ώμων πριν από τον τοκετό είναι αδύνατη και δεν εντοπίζεται ούτε με υπερηχογράφημα και
η) το θανατηφόρο αποτέλεσμα συνιστά σπάνιο και τυχαίο γεγονός, το οποίο δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί, αλλά και να αντιμετωπιστεί με επιτυχία από τον μέσο επιμελή και συνετό μαιευτήρα, δεδομένου ότι, ακόμα και στις περιπτώσεις που η δυστοκία ώμων αντιμετωπίζεται με τον ενδεδειγμένο τρόπο, μπορεί να υπάρξει σημαντική περιγεννητική νοσηρότητα και θνησιμότητα. Επομένως, ο υποστηρίζων τα αντίθετα μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
Οι λοιπές περιεχόμενες στο αναιρετήριο αιτιάσεις συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών της απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού της πορίσματος και, επομένως, είναι απαράδεκτες, αφού, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττουν ανεπιτρέπτως την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Κατόπιν αυτών και, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ’ αριθ. 21/30-4-2019 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 665/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άμφισσας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Αυγούστου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Οκτωβρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ