Προθεσμία αναίρεσης· η διετής καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης ισχύει και για το Ελληνικό Δημόσιο· η προθεσμία αυτή είναι ανελαστική και δεν είναι επιδεκτική αναστολής, διακοπής, παράτασης ή επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση· η αναστολή των προθεσμιών σε βάρος του Δημοσίου καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1.7 έως 15.9) δεν ισχύει για την καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών, η οποία εξακολουθεί να τρέχει και υπολογίζεται σ’ αυτήν το ως άνω χρονικό διάστημα· η δε προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας λόγω covid-19 (13.3.2020 έως 31.5.2020) δεν εφαρμόζεται στην καταχρηστική προθεσμία της άσκησης των ενδίκων μέσων και στην προκειμένη περίπτωση σ’ αυτήν της αναίρεσης.
Αριθμός 762/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη και Στέφανο – Σπυρίδων Πανταζόπουλο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και στην προκειμένη περίπτωση και από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας και Φ.Α.Ε. Αθηνών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σπυριδούλα Ραυτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από την … εκκαθαρίστρια αυτής Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «…» και το διακριτικό «…» που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αριστοτέλη Αγγέλη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14.9.2012 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 124/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 80/2018 του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 30.9.2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, τα ένδικα μέσα, μεταξύ των οποίων και εκείνο της αίτησης αναίρεσης, ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, το οποίο έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση. Εξ άλλου, κατά μεν το άρθρο 564 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, “αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη”. Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ίδιου ν. 4335/2015, “οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από [την] 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές”, κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, “κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016″. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι επί αίτησης αναίρεσης, η οποία ασκείται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου μετά την 1.1.2016 και στρέφεται κατ’ απόφασης που έχει δημοσιευθεί μετά την 1.1.2016 χωρίς να έχει επιδοθεί, η προθεσμία για την άσκησή της είναι διετής από τη δημοσίευσή της. Τούτο επιρρωνύεται και από το άρθρο 24 παρ.1 εδ. α’ ΕισΝΚΠολΔ, κατά το οποίο το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση. Με την ως άνω διάταξη καθιερώνεται η διετής καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης, η οποία ισχύει και για το Ελληνικό Δημόσιο (όπως και η αντίστοιχη καταχρηστική προθεσμία της έφεσης κατά το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), εν όψει του ότι η διάταξη αυτή δεν κάνει διάκριση, ούτε υπάρχει ειδική διάταξη στο ν.δ. της 26.6/10.7.1994 του κώδικος περί δικών Δημοσίου. Η προθεσμία αυτή είναι ανελαστική και δεν είναι επιδεκτική αναστολής, ούτε διακοπής, παράτασής της ή επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, εν όψει του ότι η μεγάλη διάρκεια της προστατεύει και τα συμφέροντα των διαδίκων, αλλά τίθεται και προς εξυπηρέτηση γενικότερων συμφερόντων. Γίνεται δε παγίως δεκτό ότι ακόμη και αυτή η διάταξη του άρθρου 11 του ως άνω ν.δ. που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 50 παρ. 3 του ΕισΝΚΠολ και ορίζει την αναστολή των προθεσμιών σε βάρος του Δημοσίου καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1.7 έως 15.9) δεν ισχύει για την καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών, η οποία εξακολουθεί να τρέχει (ΑΠ 666/2005, 1239-1240/1995, 1248-9/1995) και υπολογίζεται σ’ αυτήν το ως άνω χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια το άρθρο 74 παρ. 1 ν. 4690/2020 που ορίζει ότι το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 έως 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και ότι μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από το νόμο καθώς και ότι οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 ΚΠολΔ καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ενδίκων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται αν δεν παρέλθουν επί πλέον τριάντα ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους, δεν εφαρμόζεται στην καταχρηστική προθεσμία της άσκησης των ενδίκων μέσων και στην προκειμένη περίπτωση σ’ αυτήν της αναίρεσης. Τούτο ευχερώς συνάγεται όχι μόνον από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης η οποία απαριθμεί περιπτώσεις σύντομων προθεσμιών ενέργειας για την άσκηση των εκεί αναφερόμενων συγκεκριμένων διαδικαστικών πράξεων, αλλά και από την τελολογική της θεώρηση, ιδίως ως προς την πρόβλεψη της συμπλήρωσής τους αν δεν παρέλθει προθεσμία τριάντα ημερών από την προβλεπόμενη λήξη τους, κάτι που δεν εναρμονίζεται με τον καθορισμό μιας ανελαστικής καταχρηστικής προθεσμίας, στην οποίαν η αφετηρία και η λήξη της απαιτεί σταθερότητα. Εξ άλλου, κατά μεν την παρ.1 του άρθρου 577 ΚΠολΔ το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου αν η αίτηση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως” (ΑΠ 1035/2017). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη από 30.9.2020 αίτηση αναίρεσης ζητείται να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 80/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή η από 9.6.2016 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 124/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ευβοίας, που είχε απορρίψει ως αόριστη την από 14.9.2012 ανακοπή του αναιρεσείοντος κατά του πίνακος κατάταξης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, κράτησε και δίκασε την ως άνω ανακοπή και την δέχθηκε εν μέρει αυτήν και μεταρρυθμίζοντας τον πίνακα κατάταξης κατέταξε το αναιρεσείον στο ποσό των 718 ευρώ. Η ως άνω απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις 14.6.2018 δεν επιδόθηκε στο αναιρεσείον, όπως το ίδιο ομολογεί. Η ένδικη αναίρεση ασκήθηκε με κατάθεση στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ την 1.10.2020. Συνεπώς, έχει παρέλθει η καταχρηστική διετής προθεσμία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει η ένδικη αναίρεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση η καταχρηστική αυτή προθεσμία δεν είναι δεκτική αναστολής και το άρθρο 74 παρ. 1 ν. 4690/2020 κατά το προαναφερθέν περιεχόμενό του δεν ισχύει επί αυτής, τούτο δε ανεξάρτητα και από το ότι μετά τη λήξη της ως άνω διάρκειας της προσωρινής (στις 31.5.2020) αναστολής μεσολάβησε χρονικό διάστημα μέχρι τη συμπλήρωση (στις 14.06.2020) της προαναφερθείσας διετούς προθεσμίας κατά το οποίο μπορούσε το αναιρεσείον να ασκήσει αναίρεση. Συνεπώς, η ένδικη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί το αναιρεσείον λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις, μειωμένα όμως κατά το άρθρο 22 παρ. 1 ν. 3693/1957 σε συνδ. με το άρθρο 2 της υπ’ αριθμ. 134423/1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30.9.2020 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 80/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ