Καταλογισμός συνόλου των αποδοχών του υπαλλήλου, μετά από ανάκληση διορισμού λόγω πλαστών. Δέσμευση όλων των μέσων άσκησης της κρατικής εξουσίας να πληρούν τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας. Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της δημοσιολογιστικής διαφοράς, που αφορά στον καταλογισμό των αποδοχών συνεπεία της ανάκλησης του διορισμού λόγω παράνομης πρόσληψης, δύναται, κατ’ εφαρμογή της ως άνω αρχής, να προβεί, κατόπιν στάθμισης των πραγματικών περιστάσεων εκάστης περίπτωσης, στη μείωση του επιστρεπτέου ποσού ή ενδεχομένως και στην πλήρη απαλλαγή του καταλογισθέντος υπαλλήλου, εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις. Ιn concreto στάθμιση.
Ελεγκτικό Συνέδριο 530/2022
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2021 με την ακόλουθη σύνθεση: Άννα Λιγωμένου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δεύτερου Τμήματος, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου και Γρηγόριος Βαλληνδράς, Σύμβουλοι, Ευθύμιος Καρβέλης και Ιωάννα Ευθυμιάδου (εισηγήτρια), Πάρεδροι που μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο.
Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος Επικρατείας Ευάγγελος Καραθανασόπουλος, ως νόμιμος αναπληρωτής της Γενικής Επιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, η οποία είχε κώλυμα.
Γραμματέας: Ιωάννης Αθανασόπουλος, Γραμματέας του Δεύτερου Τμήματος. Για να δικάσει την από 17.7.2017 (ΑΒΔ …/20.7.2017) έφεση και τους από 26.11.2021 (ΑΒΔ …/26.11.2021) πρόσθετους λόγους της … του Χαράλαμπου, κατοίκου … Αττικής (οδός … αρ. …), η οποία παραστάθηκε διά δηλώσεως του άρθρου 231 παρ. 1 του ν. 4700/2020 της πληρεξούσιας δικηγόρου Βασιλικής Σκορδάκη (AM ΔΣΑ 11217),
κατά: α) του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Μαρίας Γραμματικάκη και β) του Οργανισμού Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ), όπως νομίμως εκπροσωπείται, ο οποίος παραστάθηκε δια της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Θεώνης Χουντάλα, και
κατά α) της …/2017 απόφασης του Διοικητή του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων και β) κάθε άλλης προγενέστερης ή μεταγενέστερης πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Την εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, που ζήτησε την απόρριψη της έφεσης.
Την εκπρόσωπο του ΟΠΕΚΑ, η οποία ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, πλην όμως ανέπτυξε αυτήν επί της ουσίας και ζήτησε την απόρριψή της καθώς και προθεσμία για την κατάθεση υπομνήματος και
Τον Αντεπίτροπο Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε τη μερική παραδοχή της έφεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως με τη χρήση τεχνικού μέσου που διασφαλίζει τη μυστικότητά της (άρθρα 295 παρ. 1 και 2 ν. 4700/2020 και 36 ν. 4745/2020).
Αφού μελέτησε τη δικογραφία Σκέφτηκε σύμφωνα με τον νόμο και Αποφάσισε τα ακόλουθα:
1. Στο άρθρο 72 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α’ 52), όπως η διάταξη αυτή ίσχυε κατά τον χρόνο κατάθεσης της έφεσης, ορίζεται ότι «Το αποδεικτικό κοινοποίησης στον ενδιαφερόμενο (αρμόδιο Υπουργό, νομικό πρόσωπο ή ιδιώτη) των ένδικων μέσων της έφεσης (…) πρέπει να κατατίθεται το αργότερο μέσα σε έξι μήνες από την περιέλευση του δικογράφου στο Ελεγκτικό Συνέδριο (…) Η εκπρόθεσμη κατάθεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο του αποδεικτικού κοινοποίησης της προηγούμενης παραγράφου συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης του ένδικου μέσου». Κατά τα ανωτέρω, εντός έξι μηνών από τη με οποιοδήποτε τρόπο περιέλευση του δικογράφου της έφεσης στο Δικαστήριο πρέπει να κοινοποιείται αντίγραφο αυτού στους εφεσίβλητους και να κατατίθενται τα οικεία αποδεικτικά κοινοποίησης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου. Η ως άνω κοινοποίηση και η κατάθεση των οικείων αποδεικτικών κοινοποίησης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αποτελούν απαραίτητους διαδικαστικούς τύπους για τη συζήτηση της έφεσης. Συνεπώς, τυχόν παράλειψή τους δημιουργεί απαράδεκτο της συζήτησης. Σκοπός της κοινοποίησης είναι η ενημέρωση των εφεσίβλητων για το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί ο δικαστικός αγώνας, ενώ η προθεσμία των έξι μηνών αποβλέπει στην εξασφάλιση για αυτούς ενός εύλογου και επαρκούς χρόνου για την αποτελεσματική προετοιμασία των μέσων άμυνάς τους. Για τον λόγο αυτό, αν ο εφεσίβλητος παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και δεν αντιλέξει, δηλαδή δεν εκφέρει αντιρρήσεις ως προς την έλλειψη επίδοσης της έφεσης, το δικαστήριο προβαίνει στην πρόοδο της δίκης. Σύμφωνα με την τελολογική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης το ίδιο θα ισχύσει και στην περίπτωση, που ο εφεσίβλητος παρασταθεί κατά τη συζήτηση της έφεσης και προβάλλει την μη επίδοσή της από τον εκκαλούντα, δεν αποδείξει, όμως, δικονομική βλάβη, δηλαδή αδυναμία ή δυσχέρειά του να προβεί με πλήρη και αποτελεσματικό τρόπο στην αντίκρουσή της και στην προβολή των ισχυρισμών του, βλάβη η οποία μπορεί να επανορθωθεί μόνον με την κήρυξη του απαραδέκτου της συζήτησης (Ελ.Συν. απόφ VII Τμ. 1943/2020 και την εκεί παρατεθείσα νομολογία, πρβλ και Πολ.Πρωτ.Πειρ. 1563/2019 και Μον.Πρωτ. Πατρ. 33/2021).
2. Στην προκειμένη περίπτωση από την …/25.7.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών Αγγέλου Καλύβα προκύπτει ότι η επίδοση της ένδικης έφεσης στον τ. Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α) έγινε στα γραφεία του ΕΦΚΑ επί της οδού Αγ. Κων/νου 16 και όχι στην έδρα του Ο.Γ.Α. επί της οδού Πατησίων 30, υπήρξε δε παραλαβή αυτής από την αρμόδια υπάλληλο του ΕΦΚΑ. Ενόψει των ανωτέρω, η πληρεξούσια δικηγόρος του τ. Ο.Γ.Α και ήδη Οργανισμού Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (στο εξής ΟΠΕΚΑ) εμφανίστηκε στο ακροατήριο και ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, καθόσον αυτή δεν επιδόθηκε στον εφεσίβλητο ΟΠΕΚΑ εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των έξι (6) μηνών από την κατάθεσή της στο Δικαστήριο, χωρίς, όμως, να επικαλείται ότι εκ του λόγου αυτού δεν υπήρξε έγκαιρη ενημέρωση του ΟΠΕΚΑ ως προς το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί ο δικαστικός αγώνας ή ότι δεν υπήρξε επαρκής χρόνος για την αποτελεσματική προετοιμασία των μέσων άμυνάς του. Αντίθετα η ως άνω δικηγόρος ανέπτυξε εκτενώς κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο τους ισχυρισμούς του ΟΠΕΚΑ και ζήτησε την απόρριψη της έφεσης, ενώ κατέθεσε και το από 21.12.2021 υπόμνημα, στο οποίο αναπτύσσει λεπτομερώς τους ισχυρισμούς του ΟΠΕΚΑ περί του νόμω και ουσία αβάσιμου της ένδικης έφεσης.
3. Με δεδομένα τα ανωτέρω και λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη α) την από αποστολή, μέσω τηλεομοιοτυπίας, του …/12.2.2020 εγγράφου του IV Τμήματος του Δικαστηρίου προς τη Γενική Διεύθυνση Διοικητικής – Οικονομικής Υποστήριξης & Η.Δ. του ΟΓΑ για την αποστολή του σχετικού φακέλου ενόψει του ότι «κατά της …/14.6.2017 Απόφασης Καταλογισμού του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων, που αφορά την… ασκήθηκε στη Γραμματεία … του Ελεγκτικού Συνεδρίου το ένδικο μέσο της Έφεσης με Αριθμό Βιβλ. Δικογράφου …/2017», β) το με αρ, πρωτ. …/12.4.2021 έγγραφο του Προϊσταμένου του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού του ΟΠΕΚΑ, με το οποίο η ως άνω Υπηρεσία του ΟΠΕΚΑ ανταποκρίθηκε στο αίτημα της Γραμματείας και απέστειλε τον υπηρεσιακό φάκελο της εκκαλούσας στο Ελεγκτικό Συνέδριο (αρ. πρωτ. Ελ.Συν. …/16.4.2021) γ) την από 6.7.2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Ελεγκτικού Συνεδρίου Αθ. Κοστίνη, με την οποία καλείται ο ΟΠΕΚΑ να παρασταθεί στη συζήτηση της παρούσας έφεσης και δ) την από 3.11.2021 εξουσιοδότηση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ΟΠΕΚΑ προς την ασκούμενη δικηγόρο I. Θεοδωράτου για παραλαβή αντιγράφου της έφεσης από τη Γραμματεία του παρόντος Τμήματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι από την μη επίδοση της ένδικης έφεσης στον εφεσίβλητο ΟΠΕΚΑ εντός της προθεσμίας των 6 μηνών δεν αποδείχτηκε ότι αυτός υπέστη δικονομική βλάβη τέτοια που να επιβάλει την κήρυξη ως απαράδεκτης της παρούσας συζήτησης. Αντίθετα από τα ως άνω έγγραφα αποδεικνύεται ότι υπήρξε ενημέρωση και ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ του Δικαστηρίου και του ΟΠΕΚΑ σχετικά με την ένδικη έφεση τουλάχιστον έναν χρόνο πριν από τη συζήτησή της, ενώ δεν ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος ΟΠΕΚΑ ότι δεν υπήρξε επαρκής χρόνος για να προετοιμάσει την άμυνά του, πολλώ μάλλον που επ’ ακροατηρίω υπήρξε εκτενής ανάπτυξη των ισχυρισμών του ως προς την απόρριψη της έφεσης, ισχυρισμούς που ανέπτυξε και εγγράφως στο σχετικώς κατατεθέν υπόμνημα και στο οποίο, σε κάθε περίπτωση, ουδέν αναφέρεται περί της μη έγκαιρης επίδοσης της έφεσης και της ένεκα αυτής τυχόν δικονομικής του βλάβης.
4. Α. Ο ν. 4700/2020 (ΑΊ27), που ισχύει λόγω του χρόνου κατάθεσης των προσθέτων λόγων, ορίζει στην παρ. 1 του άρθρου 69: «Η επίδοση στο Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και κάθε άλλη αρχή γίνεται στο κατάστημα της υπηρεσίας της αρχής προς την οποία προορίζεται η επίδοση κατά τις εργάσιμες ώρες», στην παρ. 11 του άρθρου 86: «Η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο της διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα» και στο άρθρο 115: «1. Πρόσθετοι λόγοι έφεσης επιτρέπεται να υποβληθούν με ξεχωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με σημείωση πάνω σ’ αυτό πράξης κατάθεσης 2. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται με ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια του εκκαλούντος, στον εφεσίβλητο και σε εκείνον που ήδη έχει ασκήσει παρέμβαση». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι το δικόγραφο των προσθέτων λόγων θα πρέπει να επιδίδεται στον εφεσίβλητο επί ποινή απαραδέκτου, στα ως άνω χρονικά όρια. Εφόσον δε ο εφεσίβλητος είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου η σχετική διαδικαστική πράξη της επίδοσης θα πρέπει να γίνεται στο κατάστημα της υπηρεσίας κατά τις εργάσιμες ώρες, τυχόν δε μη τήρηση των ανωτέρω συνεπάγεται την ακυρότητα αυτής.
Β. Περαιτέρω, στο άρθρου 11 του ν. 4831/2021 “Οργανισμός του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατάσταση των λειτουργών και των υπαλλήλων του και άλλες διατάξεις” (Α’ 170) ορίζεται ότι: “Ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους … α) … β) … ζ) υπογράφει τα αποδεικτικά των κάθε είδους δικογράφων, δικαστικών αποφάσεων και εγγράφων που επιδίδονται στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ και τα έγγραφα με τα οποία αποστέλλονται στα αρμόδια Γραφεία δικαστικές αποφάσεις υπέρ ή σε βάρος του Δημοσίου, για εκτέλεση, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες, η) παρέχει στους λειτουργούς του ΝΣΚ τις απαιτούμενες για την υπογραφή συμβολαίου και πράξεων πληρεξουσιότητες, θ) …». Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι η επίδοση προς τον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου γίνεται στο οίκημα που εδρεύει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και το αποδεικτικό επίδοσης υπογράφεται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή από τον εξουσιοδοτημένο από αυτόν για να υπογράφει τα αποδεικτικά επίδοσης προς το Δημόσιο Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου. Οι διατάξεις αυτές, ως εξαιρετικές, αποκλείουν να γίνει επίδοση προς το Ελληνικό Δημόσιο χωρίς να υπογράφει το αποδεικτικό επίδοσης από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή από τον εξουσιοδοτημένο προς τούτο Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και, κατά συνέπεια, αποκλείουν και την επίδοση προς το Ελληνικό Δημόσιο με θυροκόλληση, με συνέπεια τυχόν γενομένη με θυροκόλληση επίδοση προς το Ελληνικό Δημόσιο, ήτοι χωρίς να έχει υπογράφει το αποδεικτικό επίδοσης από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή από τον εξουσιοδοτημένο προς τούτο Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο, να είναι άκυρη (πρβλ. ΑΠ Αποφ. 1309/2015).
5. Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα κατέθεσε στις 26.11.2021 δικόγραφο προσθέτων λόγων επί της κρινόμενης έφεσης. Όπως προκύπτει από τις … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Αργ. Ζώη, η επίδοση του αντίγραφου των ως άνω προσθέτων λόγων έφεσης έγινε αυθημερόν, προς τον Υπουργό Οικονομικών στις 5:50 μ.μ. και προς τον ΟΠΕΚΑ στις 5:40 μ.μ., δηλαδή μετά τις 5:00 μ.μ., που αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο αποχώρησης των υπαλλήλων του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ. (βλ. σχετ. την ΔΙΑΔΠ/ΦΒ1/14757 απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ΦΕΚ ΒΊ959/26.7.2011), με αποτέλεσμα να γίνει θυροκόλληση αυτών, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται και στις ως άνω εκθέσεις επίδοσης, η θύρα ήταν κλειστή. Με δεδομένα τα ανωτέρω και λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη αφενός ότι οι επιδόσεις προς το Δημόσιο και τον ΟΠΕΚΑ δεν έγιναν κατά τις εργάσιμες ώρες, ενώ ειδικά για το Δημόσιο δεν μπορεί να γίνει νομίμως η επίδοση του σχετικού δικογράφου με θυροκόλληση, το δικόγραφο των προσθέτων λόγων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, διότι αυτό δεν επιδόθηκε δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια του εκκαλούντος, στους εφεσίβλητους. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν ότι υπέστησαν βλάβη από τις ως άνω άκυρες επιδόσεις προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι η ίδια η διάταξη προβλέπει το απαράδεκτο αυτών ως συνέπεια της μη νόμιμης επίδοσής τους.
6. Με την υπό κρίση έφεση, για τη συζήτηση της οποίας η εκκαλούσα έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου με την …/2021 Πράξη της Προέδρου του Τμήματος, ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της …/2017 απόφασης του Διοικητή του Ο.Γ.Α., με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της εκκαλούσας και υπέρ του ως άνω νομικού προσώπου και ήδη ΟΠΕΚΑ, το ποσό των 124.527,66 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο σύνολο των αποδοχών που φέρεται ότι της καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 3.3.2008 έως 23.10.2014, λόγω μη νόμιμου διορισμού της στην Κεντρική Υπηρεσία του ΟΓΑ και στον Κλάδο Δ.Ε. Διοικητικών Υπαλλήλων Β\ Αντίθετα απαραδέκτως ζητείται η ακύρωση και κάθε άλλης συναφούς πράξης προγενέστερης ή μεταγενέστερης, καθόσον αυτή δεν προσδιορίζεται και συνεπώς το δικόγραφο καθίσταται, ως προς αυτήν, ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης.
7. Στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Με τη διάταξη αυτή αναγνωρίζεται σε συνταγματικό επίπεδο ως θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος η αξία του ανθρώπου, η οποία επιβάλλει σε όλα τα όργανα της Πολιτείας όχι μόνο να σέβονται, αλλά και να προστατεύουν την αξία αυτή, απέχοντας, μεταξύ άλλων, από τη λήψη διοικητικών μέτρων ή την επιβολή κυρώσεων που, ενόψει των περιστάσεων, θίγουν την φυσική, ψυχική και κοινωνική υπόσταση του ανθρώπου και προσβάλλουν, ως εκ τούτου, τον πυρήνα της προσωπικότητάς του (βλ. απόφ. 40/1998 ΑΠ, πρβλ. 250/2008 ΣτΕ).
8. Περαιτέρω, από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος που ορίζει ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους (…)», απορρέουν, μεταξύ άλλων, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας (βλ. απόφ. 244/2017 Ολομ. Ελ. Συν., 2649/2017 ΣτΕ, πρβλ. ΔΕΕ απόφ. της 18.11.2008, C-158/07, σκ. 67). Οι αρχές αυτές, οι οποίες ισχύουν όχι μόνο επί ποινών, αλλά και επί διοικητικών μέτρων με δυσμενείς επιπτώσεις για την προσωπική και περιουσιακή κατάσταση του διοικουμένου, επιβάλλουν τόσο τη σαφή πρόβλεψη του ίδιου του μέτρου και των συνεπειών του στον νόμο, όσο και την προβλέψιμη εφαρμογή του από την πλευρά της διοίκησης και των δικαστηρίων (βλ. απόφ. 1176/2018 II Τμ. Ελ. Συν., 3316/2014 ΣτΕ).
9. Ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ασφάλειας δικαίου αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, η οποία έχει συνταγματική ισχύ και αφορά στην προστασία της εύλογης και δικαιολογημένης, ενόψει των συνθηκών, πεποίθησης του πολίτη, ως μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου δραστηριότητας, ότι η δημιουργηθείσα από δημόσια εξουσία νομική κατάσταση, ως απόρροια πράξης του αρμοδίου οργάνου, θα συνεχιστεί, εφόσον δεν συντρέχει αντίθετος επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος. Για τη συνδρομή δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του διοικουμένου είναι απαραίτητη η με συγκεκριμένες θετικές ενέργειες προηγούμενη παροχή διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοίκησης, μέσω των αρμοδίων οργάνων της, απαλλαγμένων από αιρέσεις και σύμφωνων με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου, ότι η κατάσταση που τα όργανά της καθιέρωσαν με τη συμπεριφορά τους, θα συνεχιστεί (βλ. απόφ. 2093/2020 Δευτέρου Τμ. Ελ. Συν. και εκεί παρατεθείσα νομολογία).
10. Σύμφωνα με την απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της αναλογικότητας, προβλεπόμενη πλέον και ρητώς στο άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ’ του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, όταν θεσπίζονται ή επιβάλλονται δυσμενή μέτρα ή κυρώσεις σε βάρος των διοικουμένων, απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη κριτήρια αντικειμενικά που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Εξάλλου, όλα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, απαιτείται να πληρούν τα κριτήρια της εν λόγω αρχής, να είναι δηλαδή: α) πρόσφορα και κατάλληλα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαία, υπό την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού δεν είναι δυνατή η επιλογή άλλου εξίσου αποτελεσματικού, αλλά λιγότερου επαχθούς μέτρου και γ) αναλογικά, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της προκαλούμενης από αυτά βλάβης. Σε αντίθετη περίπτωση, αν το επιβαλλόμενο μέτρο ή η κύρωση, από τη φύση τους, αλλά και σε συνάρτηση με τον χρόνο στον οποίο επιβάλλονται, είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας, που υπερακοντίζουν καταδήλως τον επιδιωκόμενο σκοπό (συνεπάγονται δηλαδή μειονεκτήματα που είναι δυσανάλογα προς τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την εξυπηρέτηση του δημοσίου σκοπού) αντίκεινται στην ως άνω συνταγματική αρχή και η διάταξη που τα προβλέπει ή η διοικητική πράξη που τα επιβάλλει είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες (βλ. απόφ. 2093/2020 Δευτέρου Τμ. Ελ. Συν. και την εκεί παρατεθείσα νομολογία).
11. Κατά πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στις περιπτώσεις που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως χρηματικά ποσά από αποδοχές ή συντάξεις, η αναζήτηση και η επιστροφή αυτών αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, εφόσον: (α) κρίνεται, λαμβανομένων υπ’ όψιν των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών και της συμπεριφοράς των αρμοδίων κρατικών οργάνων, ότι δημιουργήθηκε στον λαβόντα σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος των παροχών αυτών και συνεπώς τις εισέπραξε καλοπίστως και (β) από την εκτίμηση των στοιχείων της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής του κατάστασης κρίνεται ότι η επιστροφή τους, μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την αχρεώστητη λήψη τους, δημιουργεί στον υπόχρεο απρόβλεπτες και ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες με άμεση δυσμενή επιρροή στα μέσα διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του. Κατά συνέπεια, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι ανωτέρω προϋποθέσεις, τα ποσά που καταβλήθηκαν στον υπάλληλο αχρεωστήτως, δεν αναζητούνται ή αναζητούνται εν μέρει, στην περίπτωση που η οικονομική του κατάσταση επιτρέπει την επιστροφή μέρους αυτών (βλ. ενδεικτ. απόφ. 1246/2014, 750/2017, 1430/2019 Ολομ. Ελ. Συν.).
12. Από τις διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος συνάγεται ότι η δημόσια διοίκηση, κατά τον κανόνα της παραγράφου 1, στελεχώνεται από μόνιμους υπαλλήλους, που συνδέονται με το δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με σχέση εργασίας (υπαλληλική σχέση) δημοσίου δικαίου και καταλαμβάνουν, κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, νομοθετημένες οργανικές θέσεις, εντασσόμενοι δε στον πυρήνα των κρατικών λειτουργιών, σχηματίζουν την «υπαλληλική ιεραρχία», απολαύοντας της εγγύησης της μονιμότητας (βλ. πρακτ. 15ης Γεν.Συν./6.10.2010, 6ης Γεν.Συν./16.2.2011 Ολομ. Ελ. Συν.). Το ιδιαίτερο καθεστώς των οργάνων της διοίκησης ερείδεται επί της αρχής ότι το κράτος, λόγω της αποστολής του, δεν αποτελεί έναν κοινό εργοδότη και για τον λόγο αυτόν υπάγει τις σχέσεις του με τα όργανά του σε ιδιάζον μονομερώς θεσπιζόμενο νομικό καθεστώς, πυρήνα του οποίου αποτελεί η ειδική λειτουργική σχέση που συνδέει τη διοίκηση με τους μόνιμους υπαλλήλους της (βλ. απόφ. 773/2017 ΣτΕ). Η ειδική αυτή σχέση συνίσταται στην κατ’ αρχήν υπεροχή του δημοσίου συμφέροντος έναντι του ιδιαίτερου προσωπικού συμφέροντος του υπαλλήλου, με στόχο τη διασφάλιση της ορθολογικής, αποτελεσματικής και αδιάλειπτης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, καθώς και της άσκησης των κρατικών λειτουργιών, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών στους πολίτες από όργανα (υπαλλήλους), που διαθέτουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για την άσκηση των λειτουργιών αυτών και την παροχή των υπηρεσιών προσόντα. Εξάλλου, εγγενές στοιχείο της ειδικής λειτουργικής σχέσης των μονίμων υπαλλήλων με το κράτος συνιστά και το συνταγματικώς κατοχυρωμένο, κατ’ άρθρο 103 παρ. 4 εδ. β’ του Συντάγματος, δημοσίου δικαίου δικαίωμά τους σε μισθό, ο οποίος δεν συνιστά αντάλλαγμα για ορισμένη εργασία, όπως στην περίπτωση της ιδιωτικού δικαίου εργασιακής σχέσης, αλλά οικονομική παροχή προσαρμοσμένη στην ειδική λειτουργική σχέση που συνδέει τους εν λόγω υπαλλήλους με το κράτος (βλ. απόφ. 2093/2020 Δευτέρου Τμ. Ελ. Συν. και εκεί παρατεθείσα νομολογία).
13. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, με τις οποίες ορίζεται ότι η πρόσληψη των υπαλλήλων στον δημόσιο τομέα γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή, βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (Α.Σ.Ε.Π.), κατοχυρώνονται συνταγματικά οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τον διορισμό στο Δημόσιο, οι οποίες, άλλωστε, συνάγονται κατ’ αρχήν και από τις γενικότερες διατάξεις της παρ. 1 του ίδιου άρθρου και αποτελούν ειδικότερη έκφανση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Χώρας (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, βλ. απόφ. 1124/2016, σκ. 17, Ολομ. ΣτΕ). Οι αρχές αυτές υπαγορεύουν ότι τόσο η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, όσο και η εξέλιξη σ’ αυτές πρέπει να γίνονται με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, που συνάπτονται αφενός με τις ικανότητες των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους, αφετέρου με τις απαιτήσεις των καθηκόντων που πρόκειται αυτοί να ασκήσουν (βλ. απόφ. 2093/2020 Δευτέρου Τμ. Ελ. Συν. και την εκεί παρατεθείσα νομολογία).
14. Σε εκτέλεση του άρθρου 103 του Συντάγματος, ο νομοθέτης έχει θεσπίσει διαχρονικώς ειδικό κανονιστικό πλαίσιο για τους υπαλλήλους που συνδέονται με σχέση δημοσίου δικαίου με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και, συγκεκριμένα, τους διαδοχικώς ισχύοντες Υπαλληλικούς Κώδικες (π.δ. 611/1977, ν. 2683/1999, ν. 3528/2007) και Κώδικες Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 1188/1981, ν. 3584/2007), με σκοπό την καθιέρωση ενιαίων και ομοιόμορφων κανόνων, οι οποίοι διέπουν την νομική κατάσταση (status) των υπαλλήλων αυτών. Αναδεικνύονται δε σε βασικούς άξονες του κανονιστικού αυτού πλαισίου οι αρχές της ισότητας και της δικαιοσύνης, της αξιοκρατικής επιλογής του προσωπικού, της ομαλής σταδιοδρομίας του και της μέγιστης δυνατής απόδοσης κατά την εργασία του. Συναφώς, σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών δημοσίου δικαίου διατάξεων ως προς την πρόσβαση σε δημόσια θέση προβλέπονται, κατά περίπτωση, διοικητικά μέτρα και κυρώσεις, με στόχο αφενός την αποκατάσταση της νομιμότητας και την προστασία της δημόσιας υπηρεσίας και του δημοσίου συμφέροντος που συνδέεται με αυτήν και αφετέρου την αποτροπή, πρόληψη και καταστολή των παραβάσεων. Στο πλαίσιο δε αυτό, προβλέπεται ως διοικητικό μέτρο αποκατάστασης της νομιμότητας εκείνο της ανάκλησης της παράνομης πράξης διορισμού (βλ. απόφ. 2093/2020 Δευτέρου Τμ.
Ελ. Συν.).
15. Στο άρθρο 27 παρ. 2 του ισχόοντος κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης ανάκλησης του διορισμού της εκκαλούσας Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΚΚΔΚΥ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3584/2007 (Α’ 143), ορίζεται ότι: «Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία (…)». Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι η ανάκληση παράνομου διορισμού μπορεί, κατ’ αρχήν, να λάβει χώρα εντός προθεσμίας δύο ετών από τον διορισμό, ανεξαρτήτως εάν είχε προηγηθεί ή όχι διαγωνιστική διαδικασία (βλ. απόφ. 1569/2001 ΣτΕ). Στο σύστημα, επομένως, του ΚΚΔΚΥ (βλ. και το αντίστοιχο άρθρο 20 παρ. 2 ΥΚ) θεσπίζεται ειδικό κανονιστικό πλαίσιο ανάκλησης της παράνομης πράξης διορισμού που διαφοροποιείται από τις γενικές αρχές περί ανάκλησης των παράνομων διοικητικών πράξεων, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στις διατάξεις του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968 «Περί χρόνου ανακλήσεως παρανόμων Διοικητικών Πράξεων» (Α’ 12), κατά τις οποίες η παράνομη πράξη δύναται νομίμως να ανακληθεί εντός πενταετίας από την έκδοσή της. Στην περίπτωση, όμως, υπαλλήλου, ο οποίος όχι μόνο διορίστηκε παρανόμως, αλλά επιπλέον ήταν ο ίδιος που προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, η πράξη διορισμού του ανακαλείται και μετά την παρέλευση της ως άνω διετούς προθεσμίας (βλ. απόφ. 2093/2020 Δευτέρου Τμ. Ελ. Συν.). Στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης (άρθρο 27 παρ. 2) του ΚΚΔΚΥ εμπίπτει και κάθε ανακλητική πράξη παράνομης πράξης διορισμού υπαλλήλου σε προκηρυχθείσα κενή οργανική θέση, η οποία ερείδεται σε παράνομη επιλογή του διορισθέντος υπαλλήλου και ειδικότερα όταν η διοίκηση εκφέρει την κρίση της περί επιλογής υποψηφίου κατά πλάνη περί τα πράγματα, όπως σε περίπτωση πλαστότητας του τίτλου σπουδών που αποτέλεσε προσόν διορισμού (βλ. απόφ. 2739 – 2742/2005 ΣτΕ, 921/2017 ΔΕφΑΘ). Η ανάκληση του διορισμού στην ως άνω ειδική περίπτωση είναι, κατ’ αρχήν, υποχρεωτική και δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό (βλ. απόφ. 2814/2019, 280/2020 ΣτΕ). Τούτο δε, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης σκοπεί στην αποκατάσταση της σοβαρά διαταραχθείσας, με τον διορισμό σε θέση υπαλλήλου προσώπου που δεν κατέχει τα νόμιμα προσόντα, νομιμότητας και δη των συνταγματικών αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας των πολιτών κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, οι οποίες διασφαλίζονται με την τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τα τυπικά προσόντα διορισμού των υπαλλήλων. Αποβλέπει δε, στην άμεση απομάκρυνση υπαλλήλου που δεν διαθέτει τα κατά νόμο απαιτούμενα προσόντα για την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων (πρβλ. και τις μεταγενεστέρως θεσπισθείσες διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4305/2014, Α’ 57, με τις οποίες θεσμοθετήθηκε, μεταξύ άλλων, ο προηγούμενος έλεγχος της γνησιότητας των προσκομισθέντων ενώπιον του Α.Σ.Ε.Π. δικαιολογητικών ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας πρόσληψης). Εξάλλου, η λήψη του μέτρου αυτού δικαιολογείται και εξαιτίας των σοβαρών, υπό τα δεδομένα αυτά, ενδείξεων ότι ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος στερείται του ενδεδειγμένου για την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων ήθους (βλ. απόφ. 2093/2020 Δευτέρου Τμ. Ελ. Συν. και την εκεί παρατεθείσα νομολογία).
16. Περαιτέρω, η ανάκληση του παράνομου διορισμού, ο οποίος προκλήθηκε ή υποβοηθήθηκε από τον παρανόμως διορισθέντα υπάλληλο, ως διοικητικό μέτρο με κατ’ εξοχήν επανορθωτικό χαρακτήρα που συντείνει, κατά τα ανωτέρω, στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, δεν συνιστά κύρωση. Και τούτο, διότι το μέτρο αυτό δεν σκοπεί προεχόντως στην πρόληψη ή την καταστολή της παραβατικής συμπεριφοράς του υπαλλήλου ή στη νομική, ηθική ή κοινωνική αποδοκιμασία της συμπεριφοράς του (πρβλ. απόφ. 1502/2011, 1900/2014 ΣτΕ), αλλά λαμβάνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων, ήτοι τη μη τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων του διορισμού και αποβλέπει στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, υπό την έννοια της αποκατάστασης των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και τον τερματισμό της εκπλήρωσης υπηρεσιακών καθηκόντων από υπάλληλο που δεν έχει τα αναγκαία προς τούτο προσόντα. Το στοιχείο, άλλωστε, της δόλιας συμμετοχής του διορισθέντος στη δημιουργία της παράνομης κατάστασης δεν συνιστά την αιτία επιβολής του μέτρου, αλλά αποτελεί περίσταση που δικαιολογεί τη λήψη αυτού και μετά την πάροδο της διετίας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 27 παρ. 2 του ΚΚΔΚΥ (βλ. και το αντίστοιχο άρθρο 20 παρ. 2 ΥΚ), στερώντας κατ’ αρχήν, τον υπάλληλο από κάθε εύλογη, κατά το δίκαιο, προσδοκία προς περαιτέρω διατήρηση της κατάστασης αυτής (βλ. απόφ. 2093/2020 Δευτέρου Τμ. Ελ. Συν. και την εκεί παρατεθείσα νομολογία).
17. Ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α’ 247), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε στο άρθρο 54 ότι: «1. (…) 2. Οι δημόσιοι υπόλογοι διακρίνονται σε: α) (…) ε) Υπολόγους Ν.Π.Δ.Δ. και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (…)» και στο άρθρο 56 ότι: «1. (…) 3. Το έλλειμμα που παρουσιάζουν οι δημόσιοι υπόλογοι (…). 4. Στις περιπτώσεις πληρωμής μη νόμιμων δαπανών καταλογίζεται: α) στα υπηρεσιακά όργανα που εκ δόλου ή βαρείας αμέλειας έχουν εκδώσει παράνομες διοικητικές πράξεις ή έχουν συμπράξει στη μη τήρηση των νόμιμων διαδικασιών πραγματοποιήσεως της δαπάνης και β) στους λαβόντες, εφόσον υπέχουν ευθύνη για τη μη τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών. Στους λαβόντες καταλογίζεται και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής» [βλ. και την παρόμοιου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του ίδιου νόμου και ήδη τα άρθρα 152 παρ. 4 και 96 παρ. 1 του ήδη ισχύοντος ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις»,
Α’ 143, αντίστοιχα]. Από τις ανωτέρω διατάξεις του ν.2362/1995, σε συνδυασμό
ερμηνευόμενες με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Α. Η ανάκληση της παράνομης πράξης διορισμού, η οποία, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, ενεργεί αναδρομικώς, αποκαθιστώντας τη νομική κατάσταση που ίσχυε πριν από την έκδοσή της και αίροντας όλες τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την έκδοση της πράξης αυτής, οδηγεί, κατ’ αρχήν, σε άρση και όλων των ωφελειών που έχει αντλήσει ο υπάλληλος από την υπαλληλική σχέση, μεταξύ των οποίων και των περιουσιακών, όπως οι μισθολογικές απολαβές, τις οποίες, στον βαθμό που έχει ανατραπεί αναδρομικώς η νόμιμη αιτία καταβολής τους, ήτοι η ιδιότητα του υπαλλήλου και το απορρέον εξ αυτής νόμιμο δικαίωμα προς απόληψή τους, οφείλει να επιστρέφει, σύμφωνα με τα ανωτέρω οριζόμενα στον ν. 2362/1995 (πρβλ. απόφ. 2245/2012, 1452/2017 Ελ. Συν.). Η επακολουθούσα δε της ανάκλησης του διορισμού καταλογιστική πράξη, που εκδίδεται προς αποκατάσταση του ελλείμματος που προκλήθηκε ένεκα της παράνομης και αχρεώστητης, ως εκ της άρσης του νομίμου ερείσματος αυτής, καταβολής αποδοχών, συναφώς προς τακτοποίηση του οικείου λογαριασμού, προσβάλλεται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου με το ένδικο βοήθημα της έφεσης, δημιουργώντας διαφορά ουσίας (πρβλ. απόφ. 1104/2007 Ολομ. Ελ. Συν.). Β. Το Δικαστήριο τούτο, προεχόντως για λόγους που άπτονται της ασφάλειας δικαίου, δεν δύναται κατά την εκδίκαση διαφορών που αναφύονται από τον καταλογισμό παρανόμως καταβληθεισών αποδοχών, που αναζητούνται κατόπιν ανάκλησης του διορισμού, να εξετάσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ανάκλησης, η οποία πρέπει να προσβληθεί από τον θίγόμενο με βάση τη νόμιμη διαδικασία (βλ. απόφ. 39/2019 I Τμ. Ελ. Συν.). Γ. Ωστόσο, το Δικαστήριο τούτο, κατά την κύρια διάγνωση της νομιμότητας της καταλογιστικής πράξης, που έχει εκδοθεί κατ’ επίκληση της ανάκλησης της πράξης διορισμού, υποχρεούται να ελέγξει τη συμβατότητα της πράξης αυτής με υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες και αρχές (πρβλ. απόφ. 332/2017, 1566/2017 II Τμ. Ελ. Συν.). Και τούτο, καθόσον, ανεξαρτήτως του εάν η ανάκληση καθ’ εαυτή, ως διοικητικό μέτρο επέμβασης στην υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου κρίνεται σύμφωνη, κατ’ αρχήν, με τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας, καθώς και της αναλογικότητας, απαιτείται να εξετάζεται περαιτέρω εάν τα επιμέρους διοικητικά μέτρα, που λαμβάνονται συνεπεία αυτής και σκοπούν στην αναδρομική αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τις περιουσιακής φύσης ωφέλειες που έχει αντλήσει ο υπάλληλος από την υπαλληλική σχέση, συνάδουν με τη φύση της ανάκλησης ως διοικητικού μέτρου και δεν την μετατρέπουν σε διοικητική ή πειθαρχική κύρωση ή ποινή, καθώς και αν είναι συμβατά με τις ως άνω συνταγματικές αρχές, τηρώντας μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του υπηρετούμενου δημοσίου σκοπού και αφετέρου της συνταγματικώς επιβεβλημένης προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των διακυβευόμενων ατομικών δικαιωμάτων (βλ. απόφ. 39/2019 I Τμ. Ελ. Συν.). Δ. Στο πλαίσιο αυτό, ο καταλογισμός των αποδοχών λόγω της αναδρομικής» μετά την ανάκληση της πράξης διορισμού, απώλειας της υπαλληλικής ιδιότητας, συνιστά διοικητικό μέτρο, η υποχρέωση επιβολής του οποίου από τη διοίκηση, κατ’ αρχήν, δύναται να συναχθεί με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία τόσο από τον νόμο, όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου. Τούτο δε, ιδίως, στην περίπτωση που ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος προκάλεσε ή υποβοήθησε τον παράνομο διορισμό του, συνακόλουθα, συνετέλεσε υπαίτια στη μη νόμιμη πληρωμή των οικείων αποδοχών (βλ. απόφ. 2093/2020 Δευτέρου Τμ. Ελ. Συν. και την εκεί παρατεθείσα νομολογία), όπως με τη χρήση πλαστού τίτλου σπουδών. Εξάλλου, υπό το πρίσμα της τήρησης της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 δ’ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, το μέτρο αυτό εντάσσεται στον κύκλο των αποκαταστατικών της νομιμότητας συνεπειών της ανάκλησης. Δοθέντος δε ότι η ανάκληση καθ’ εαυτή δεν αποβλέπει στην τιμωρία του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, αλλά στην αποκατάσταση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας στην πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, με την άμεση απομάκρυνση του μη πληρούντος τα τυπικά προσόντα υπαλλήλου (βλ. σκ. 11), οι μισθολογικές συνέπειες της ανάκλησης έχουν ως σκοπό αφενός την αποκατάσταση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών δια της άρσης του status του υπαλλήλου και των μισθολογικών ωφελειών που απορρέουν από αυτό και αφετέρου την προστασία και ανόρθωση των συναφών οικονομικών συμφερόντων του δημόσιου φορέα. Τούτο δε, καθόσον ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος δεν έχει, κατ’ αρχήν, νόμιμη αξίωση απόληψης αποδοχών, σε κάθε δε περίπτωση, οι αποδοχές που έλαβε, προϋποθέτοντας υπάλληλο άξιο της κοινής εμπιστοσύνης (βλ. άρθρο 92 του ν. 1188/1981 και ήδη άρθρο 34 του ν. 3584/2007 ως προς τους δημοτικούς υπαλλήλους ειδικότερα) και με συγκεκριμένα τυπικά προσόντα, επί των οποίων και καθορίστηκε το ύψος των αποδοχών αυτών σε συνάρτηση με την υπηρεσιακή του εξέλιξη, δεν ανταποκρίνονται, κατ’ αρχήν, στην εργασία που πράγματι παρασχέθηκε. Συνεπώς, το μέτρο αυτό, ως απόρροια της ανάκλησης του παράνομου διορισμού, είναι πρόσφορο, κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δοθέντος ότι, κατ’ αρχήν, δεν υφίσταται εναλλακτικό μέτρο δυνάμενο να εξυπηρετήσει εξίσου αποτελεσματικά την αποκατάσταση των ως άνω συνταγματικών αρχών και των οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου. Ε. Ωστόσο, η, κατ’ αρχήν, συμβατότητα του καταλογισμού του συνόλου των αποδοχών, ως διοικητικού μέτρου, προς τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας, καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητας, κατά τα προεκτεθέντα, τελεί υπό την επιφύλαξη των ειδικότερων περιστάσεων τέλεσης της συγκεκριμένης παράβασης και του βαθμού επίδρασης αυτής στην εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση και απόδοση του υπαλλήλου, του χρονικού σημείου, στο οποίο συντελείται η ανάκληση σε σχέση με τον διορισμό του, καθώς και των επιπτώσεων που αυτή επιφέρει στην προσωπική και οικονομική κατάστασή του, ώστε να διασφαλίζεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του αποκαταστατικού σκοπού του εν λόγω μέτρου και αφετέρου των συνταγματικώς προστατευόμενών ατομικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου (βλ. σκ. 2, 3, 5 και 7). ΣΤ. Συναφώς, η επιβολή του μέτρου του καταλογισμού του συνόλου των μισθολογικών απολαβών, ανεξαρτήτως των ειδικότερων περιστάσεων εκάστης περίπτωσης, υπερακοντίζει τον, κατ’ αρχήν, θεμιτό σκοπό που υπηρετεί και θίγει, κατά παράβαση και της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 δ’ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, τον πυρήνα ατομικών δικαιωμάτων, που απορρέουν από την ανατραπείσα υπαλληλική σχέση και την de facto απασχόληση του υπαλλήλου. Τούτο δε, ιδίως όταν η απασχόληση αυτή είναι μακροχρόνια, ο δε δημόσιος φορέας έχει καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα επωφεληθεί των υπηρεσιών του, χωρίς να έχει ασκήσει τη νόμιμη ευχέρειά του να προβεί σε έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών διορισμού, προς διασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις (πρβλ. απόφ. 39/2019 I Τμ. Ελ. Συν.) ή, πολλώ μάλλον, όταν διαπιστώνεται ότι ο υπάλληλος θα είχε διοριστεί και χωρίς την υπαίτια πρόκληση ή υποβοήθηση της παρανομίας. Συγκεκριμένα, δεν επιτυγχάνεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημόσιου σκοπού που το μέτρο αυτό υπηρετεί (βλ. σκ. 12.Δ) και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Ζ. Υπό το πρίσμα αυτό, η ως άνω συνταγματική αρχή, σε συνδυασμό με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 α’ του Συντάγματος, επιβάλλει, ενόψει της de facto απασχόλησης του παρανόμως και με δική του υπαιτιότητα διορισθέντος υπαλλήλου, ως στοιχείο της κοινωνικής του υπόστασης και της συνταγματικά προστατευτέας προσωπικότητάς του, την αναγνώριση σ’ αυτόν περιουσιακών δικαιωμάτων, κατ’ άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα δε, ενός οικονομικού ανταλλάγματος για τις παρασχεθείσες από αυτόν υπηρεσίες, έστω και εάν αυτές, ελλείψει των απαιτούμενων τυπικών προσόντων, δεν δύνανται, κατ’ αρχήν, να αποτιμηθούν στο ίδιο ύψος με τις υπηρεσίες του πληρούντος τα σχετικά προσόντα. Και τούτο, διότι από την ως άνω απασχόληση του υπαλλήλου ο δημόσιος φορέας έχει αντλήσει πραγματική ωφέλεια που δεν είναι δυνατόν να μην αποτιμάται στο πλαίσιο της τήρησης μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του δημοσίου- συμφέροντος που υπηρετείται από την ανάκληση του παράνομου διορισμού και των παρεπομένων της οικονομικών συνεπειών. Σε αντίθετη περίπτωση, υποχωρεί ο επανορθωτικός των οικονομικών συμφερόντων του δημόσιου φορέα σκοπός έναντι του τιμωρητικού και ο καταλογισμός του υπαλλήλου με το σύνολο των μισθολογικών απολαβών που έχει εισπράξει, μεταλλάσσεται σε κύρωση (βλ. απόφ. 2093/2020 Δευτέρου Τμ. Ελ. Συν. και εκεί παρατεθείσα νομολογία). Η. Κατά την αποτίμηση των ανωτέρω υπηρεσιών, ωστόσο, δεν έχει εφαρμογή ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ. Και τούτο, διότι, έστω και εάν ο καταλογισμός του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου με τις εισπραχθείσες από αυτόν αποδοχές συνεπάγεται τον πλουτισμό του δημόσιου φορέα, ο πλουτισμός αυτός ως νόμιμη αιτία έχει την υποχρέωση του λαβόντος, που έχει υπαιτίως συντελέσει στη μη νόμιμη και αχρεώστητη πληρωμή, σε αποκατάσταση του ελλείμματος στη δημόσια διαχείριση από τη μη νόμιμη καταβολή σε αυτόν αποδοχών, κατ’ εφαρμογή, εφόσον πρόκειται για δημοτικό υπάλληλο ειδικότερα, του άρθρου 56 παρ. 4 β’ του ν. 2362/1995 (βλ. και άρθρο 33 παρ. 1 β’ του ίδιου νόμου, απόφ. 1929/2018, 477/2019 Ολομ. Ελ. Συν., πρακτ. Ολομ. 4ης Γεν.Συν./5.2.2020, Θέμα Β’). Ενόψει τούτων, μία εύλογη αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου θα αποτιμηθεί, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, με γνώμονα τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
18. Ενόψει, συνεπώς, των προεκτεθέντων και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 10 ως προς τη δέσμευση όλων των μέσων άσκησης της κρατικής εξουσίας να πληρούν τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας, το Δικαστήριο τούτο, στο πλαίσιο της δημοσιολογιστικής διαφοράς, που αφορά στον καταλογισμό των αποδοχών συνεπεία της ανάκλησης του διορισμού λόγω παράνομης πρόσληψης, δύναται, κατ’ εφαρμογή της ως άνω αρχής, να προβεί, κατόπιν στάθμισης των πραγματικών περιστάσεων εκάστης περίπτωσης, στη μείωση του επιστρεπτέου ποσού ή ενδεχομένως και στην πλήρη απαλλαγή του καταλογισθέντος υπαλλήλου, εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της in concreto αυτής στάθμισης θα πρέπει να συνεκτιμάται το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τον διορισμό, στοιχείο, άλλωστε, με το οποίο συναρτάται αναγκαίως -στο μέτρο που αντιστοιχεί στο σύνολο των μη νομίμως καταβληθεισών αποδοχών- και το ύψος του ποσού του επιβληθέντος καταλογισμού. Περαιτέρω, πρόσφορα κριτήρια για την εν λόγω στάθμιση συνιστούν, μεταξύ άλλων, οι συνθήκες πρόκλησης ή υποβοήθησης από τον υπάλληλο του παράνομου διορισμού του και ο βαθμός προσβολής των συνταγματικών αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση στη δημόσια θέση. Στο πλαίσιο αυτό, ερευνάται, σε κάθε περίπτωση, η κατοχή ή μη από τον υπάλληλο του απαιτούμενου τυπικού προσόντος, στοιχείο, άλλωστε, που συναρτάται άμεσα και με την ύπαρξη ή μη δυνατότητας κατάληψης της ίδιας θέσης χωρίς την υπαίτια πρόκληση ή υποβοήθηση της παρανομίας, αντίστοιχα. Κατά τη σχετική επιμέτρηση, συνεκτιμάται, επιπλέον, η υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου, η φύση των καθηκόντων που άσκησε εν τοις πράγμασι, ο βαθμός επίδρασης της έλλειψης του απαιτούμενου τυπικού προσόντος στην ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας, καθώς και η τυχόν έκδοση απόφασης ποινικού δικαστηρίου ως προς τη συναφή ποινική ευθύνη του. Τέλος, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εκτίμηση των ειδικότερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, συμπεριλαμβάνονται η προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαλλήλου, σε συνάρτηση, ειδικότερα, με το ενδεχόμενο στέρησης ή ουσιώδους περιορισμού των μέσων διαβίωσης αυτού ή της οικογένειάς του, ενόψει του ύψους του καταλογισμού (βλ. απόφ. 754/2019 VII Τμ. Ελ. Συν.), αλλά και των λοιπών (πειθαρχικών ή/και ποινικών) κυρώσεων που έχουν τυχόν επιβληθεί σε βάρος του για την ανωτέρω αιτία. Η στάθμιση δε όλων των ανωτέρω παραμέτρων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, θα έχει ως γνώμονα, όπως έγινε ήδη δεκτό (βλ. σκ. 17.Γ), την επίτευξη μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ αφενός του δημοσίου σκοπού που υπηρετεί το μέτρο του καταλογισμού και αφετέρου της συνταγματικώς επιβεβλημένης προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των διακυβευόμενων ατομικών δικαιωμάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το παρεπόμενο της ανάκλησης διοικητικό μέτρο του καταλογισμού, που σκοπεί στην αναδρομική αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τις περιουσιακής φύσης ωφέλειες που έχει αντλήσει ο υπάλληλος από την υπαλληλική σχέση, συνάδει με τη φύση της ανάκλησης ως διοικητικού μέτρου και δεν την μετατρέπει σε διοικητική ή πειθαρχική κύρωση ή ποινή (βλ. απόφ. 2093/2020 Δευτέρου Τμ. Ελ. Συν. και την εκεί παρατεθείσα νομολογία).
19. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα:
Α. Με την 15Κ/2006 Προκήρυξη του Α.Σ.Ε.Π. προκηρύχθηκαν προς πλήρωση 309 συνολικά θέσεις τακτικού προσωπικού κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ σε διάφορους φορείς του Δημοσίου, μεταξύ των οποίων και στον ΟΓΑ. Σύμφωνα με την προκήρυξη, απαραίτητο τυπικό προσόν για την Κατηγορία ΔΕ ήταν η κατοχή απολυτήριου Γενικού Λυκείου (ή αντίστοιχου), ενώ προβλεπόταν και η επιπλέον μοριοδότηση του δεύτερου τίτλου σπουδών σε αντικείμενο συναφές με το γνωστικό αντικείμενο της θέσης και της αυτής εκπαιδευτικής βαθμίδας. Κατόπιν ολοκλήρωσης του ως άνω διαγωνισμού επιλογής, με την απόφαση του Γ’ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. με αριθμ. …/20.11.2007 διατέθηκε η εκκαλούσα προς διορισμό στον ΟΓΑ στον Κλάδο ΔΕ Διοικητικών Υπαλλήλων Β’, ενώ με την …/3.3.2008 απόφαση του Διοικητή ΟΓΑ, διορίστηκε αυτή στην Κεντρική Υπηρεσία του ΟΓΑ (έδρα Αθήνα) και στον Κλάδο Δ.Ε. Διοικητικών Υπαλλήλων Β’.
Β, Περαιτέρω, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας των πτυχίων, πιστοποιητικών και λοιπών στοιχείων του προσωπικού μητρώου των υπαλλήλων του Δημοσίου Τομέα, η Υπηρεσία Διοικητικού του ΟΓΑ προέβη στον έλεγχο των στοιχείων του υπηρεσιακού φακέλου της εκκαλούσας μετά την ολοκλήρωση του οποίου διαπιστώθηκαν τα εξής: Το Απολυτήριο του 2ου ΓΕΛ …, που προσκόμισε η εκκαλούσα, έχει παραποιηθεί ως προς τις βαθμολογίες των μαθημάτων (πλην Θρησκευτικών και Φυσικής Αγωγής) με συνέπεια ο γενικός βαθμός απολύσεως να είναι «Πολύ Καλά» 16 και όχι «Πολύ Καλά» 19 και 4/10, όπως αναγράφεται στο παραποιημένο απολυτήριο. Περαιτέρω, για το …/17.6.1998 Πτυχίο του ΤΕΛ …, που προσκόμισε η εκκαλούσα, ως δεύτερο τίτλο σπουδών σε συναφές αντικείμενο της αυτής εκπαιδευτικής βαθμίδας, δεν επαληθεύτηκε η γνησιότητά του, καθώς ο ως άνω αριθμός αντιστοιχεί σε πτυχίο άλλου μαθητή, ενώ η εκκαλούσα δεν αναφέρεται στους απολυόμενους μαθητές του ΤΕΛ … . Κατόπιν τούτου, με την …/23.10.2014 απόφαση του Διοικητή ΟΓΑ ανακλήθηκε ο διορισμός της εκκαλούσας δυνάμει του άρθρου 27 παρ. 2 του ν. 3584/2007. Ακολούθως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της το συνολικό ποσό των 124.527,66 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καταβληθείσες σ’ αυτήν αποδοχές για το χρονικό διάστημα που άσκησε τα καθήκοντά της, ήτοι από 3.3.2008 έως 23.10.2014. Και τούτο, με την αιτιολογία ότι, μετά την ανάκληση του διορισμού της, λόγω του ότι προκάλεσε δολίως στη Διοίκηση πλάνη περί τα πράγματα κατά την πρόσληψή της, προσκομίζοντας τα ως άνω, νοθευμένο και μη γνήσιο αντίστοιχα, δικαιολογητικά για την επιπλέον μοριοδότησή της έχει αρθεί η νόμιμη αιτία της καταβολής σ’ αυτήν αποδοχών κατά τον χρόνο που άσκησε τα καθήκοντά της, τις οποίες και υποχρεούται να επιστρέψει ως αχρεωστήτως καταβληθείσες.
20. Με την υπό κρίση έφεση η εκκαλούσα βάλλει κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξης, προβάλλοντας ότι δεν την βαρύνει υπαιτιότητα ως προς την λήψη των αποδοχών της, ότι το όφελος που αποκόμισε και καλείται να επιστρέψει δεν είναι παράνομο, διότι είναι το αντίκρυσμα της εργασίας, που πράγματι προσέφερε και ότι ουδόλως ζημιώθηκε η Υπηρεσία, αφού σε κάθε περίπτωση στη θέση της θα απασχολούσε άλλο υπάλληλο με τα ίδια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και με τον ίδιο μισθό, αφού τα σχετικά παραποιημένα πτυχία δεν συνδέονται με καταβολή κάποιου επιπλέον επιδόματος πλην των αποδοχών της. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 17.Δ της παρούσας, η μη νομίμως συσταθείσα υπαλληλική σχέση και μάλιστα με δόλια συμμετοχή του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, όπως εν προκειμένω, δεν ιδρύει, κατ’ αρχήν, νόμιμη αξίωση για καταβολή αποδοχών. Μετά δε την ανάκληση του παράνομου διορισμού αίρεται, όπως ορθώς έγινε δεκτό και από την προσβαλλόμενη πράξη, το νόμιμο έρεισμα της καταβολής των αποδοχών του υπαλλήλου κατά το χρονικό διάστημα που αυτός εργάσθηκε. Και τούτο, ανεξαρτήτως της προσήκουσας εκτέλεσης των καθηκόντων του, καθόσον για τη στοιχειοθέτηση της σχετικής παρανομίας και την κατάφαση, συνακόλουθα, δημοσιολογιστικής ευθύνης για την αποκατάσταση του οικείου ελλείμματος δεν απαιτείται η ύπαρξη αντίστοιχης ζημίας του υπέρ ου ο καταλογισμός, όπως αβασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση έφεση.
21. Επιπροσθέτως, προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση ότι η αναζήτηση των καταβληθεισών σε αυτήν αποδοχών αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, δεδομένου αφενός ότι πρόκειται για παροχές που έλαβε καλόπιστα, με την πεποίθηση ότι συνιστούσαν αντάλλαγμα για την εργασία που πράγματι παρείχε, και αφετέρου ότι, ενόψει της οικονομικής και προσωπικής κατάστασής της, τελεί σε πλήρη αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος σε βάρος της ποσού. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι η νόθευση του απολυτηρίου της και η προσκόμιση πλαστού δεύτερου τίτλου έγιναν εν αγνοία της από τρίτο πρόσωπο, τον διεκπεραιωτή, στον οποίο αυτή είχε αναθέσει τη συγκέντρωση και κατάθεση των σχετικών δικαιολογητικών. Ότι η ίδια ούτε γνώριζε κάτι περί των ανωτέρω, ούτε είχε λόγο να προβεί σε τέτοιου είδους μεθοδεύσεις, αφενός διότι πληρούσε όλα τα τυπικά προσόντα για τον διορισμό της και αφετέρου διότι κατείχε δεύτερο τίτλο από το ΙΕΚ …, τίτλο, που είχε προσκομίσει στον ως άνω διεκπεραιωτή. Ότι την άγνοιά της αποδεικνύει και το γεγονός ότι ήδη από το έτος 2011 υπέβαλε το γνήσιο απολυτήριο του ΓΕΛ … ως συνημμένο στην αίτηση για τη μετάταξή της ενώπιον της Υπηρεσίας της. Εντούτοις, η εκκαλούσα ουδέν αναφέρει ως προς την ταυτότητα του διεκπεραιωτή, στον οποίο καταλογίζει όλες τις ως άνω παράνομες ενέργειες, ούτε προσκομίζει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι έχει κινηθεί ποινικά εναντίον του, αντίθετα, όλως αορίστως και αναποδείκτως ισχυρίζεται ότι τα πάντα έγιναν εν αγνοία της, παρά το γεγονός ότι η ίδια υπέγραψε την αίτηση που υποβλήθηκε στον ΑΣΕΠ με τα συνημμένα σε αυτήν ως άνω έγγραφα. Περαιτέρω, δεν προσκομίζει τον δεύτερο τίτλο από το ΙΕΚ …, τον οποίον ισχυρίζεται ότι κατείχε κατά τον χρόνο του διορισμού της, ενώ δεν προκύπτει ότι η Υπηρεσία της έλαβε γνώση του γνήσιου απολυτηρίου, που αυτή κατάθεσε με την αίτησή της για μετάταξη, διότι σύμφωνα με το …/27.3.2013 έγγραφο της Προϊστάμενης τη Υπηρεσίας Ζ’ Διοικητικού, η εκκαλούσα ανακάλεσε την αίτησή της. Συνεπώς και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 9 και 11 της παρούσας δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής των εν λόγω αρχών, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα δεν προκάλεσε με δόλο τον παράνομο διορισμό της και, τούτο, ανεξαρτήτως της επικαλούμενης δεινής οικονομικής κατάστασής της, ενόψει του ότι η καλοπιστία και η οικονομική αδυναμία, ως αναγκαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των εν λόγω αρχών, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά και δεν αρκεί η συνδρομή μιας εξ αυτών για την άρση του επιβαλλόμενου μέτρου επιστροφής των αποδοχών. Ούτε υπήρξε παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον η εκκαλούσα ούτε επικαλείται ούτε αποδεικνύει συγκεκριμένες θετικές ενέργειες της διοίκησης, οι οποίες να της δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση ότι νομίμως της καταβλήθηκαν οι εν λόγω αποδοχές ή/και, πολλώ μάλλον, ότι δεν πρόκειται να καταλογιστεί για την αιτία αυτή. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι τυχόν τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις εκ μέρους των οργάνων της διοίκησης θα ήταν καταφανώς αντίθετες προς τους ισχύοντες κανόνες δικαίου (πρβλ. απόφ. 754/2019 VII Τμ. Ελ. Συν.).
22. Α. Τέλος, με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα προβάλλει ότι η αναζήτηση όλων των αποδοχών που έλαβε καλόπιστα για την εργασία που παρείχε επί 6,5 έτη και μάλιστα 3 έτη μετά την ανάκληση του διορισμού της είναι καταχρηστική και προσκρούει στις αρχές της αναλογικότητας και της προστατευομένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου. Συγκεκριμένα, προβάλλει ότι η επιβολή σε βάρος της μιας τόσο βαριάς κύρωσης, όπως ο επίμαχος καταλογισμός, τη στιγμή που η ίδια εργαζόταν κανονικά και ανταποκρινόταν άριστα στα καθήκοντά της, όπως τούτο προκύπτει από τα φύλλα ποιότητας 2008-2012, στα οποία χαρακτηριζόταν ως άριστη υπάλληλος ως προς το ήθος, τη συμπεριφορά και τη συμμόρφωση στο υπηρεσιακό καθήκον, καθόσον, άλλωστε, κατείχε τα τυπικά προσόντα για τον διορισμό της, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.
Β. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (βλ. σκέψη 17 της παρούσας) και λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη ότι: α) η εκκαλούσα κατείχε τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τον διορισμό της σε θέση ΔΕ Διοικητικών Υπαλλήλων, β) η νόθευση του απολυτηρίου της και η προσκόμιση του πλαστού πτυχίου ΤΕΛ επηρέασαν μόνον τη σειρά κατάταξής της, με την περαιτέρω μοριοδότησή της, χωρίς, όμως, να αποδεικνύεται ότι αυτή συντέλεσε αποφασιστικά στην πρόσληψή της, γ) έχει παρέλθει μακρό χρονικό διάστημα από τον διορισμό της εκκαλούσας μέχρι την ανάκληση του διορισμού της και την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και η εκκαλούσα εκτέλεσε τα καθήκοντά της επί 6,5 έτη και δεν έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει με άλλον τρόπο τις μισθολογικές απολαβές αυτής της περιόδου, δ) η διοίκηση του ΟΓΑ καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της εργασίας της δεν προέβη στον έλεγχο των στοιχείων που ήταν κατατεθειμένα στο προσωπικό της μητρώο, ε) ο ΟΓΑ επωφελήθηκε των υπηρεσιών της, τις οποίες παρείχε η εκκαλούσα με συνέπεια και επάρκεια, καθόσον διέθετε τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα της θέσης της, ενώ λάμβανε και θετικές αξιολογήσεις, στ) έναντι των καταβληθεισών αποδοχών, ελήφθη ως ισάξια αντιπαροχή η αρμόζουσα στη θέση de facto απασχόληση της εκκαλούσας και ζ) την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση της εκκαλούσας, σύμφωνα με την οποία είναι διεζευγμένη μητέρα ενός ανήλικου τέκνου (βλ. την από 6.4.2004 ληξιαρχική πράξη γέννησης του Ληξιαρχείου Αμαρουσίου), με εισοδήματα, που για τα φορολογικά έτη 2017 έως 2020 ανήλθαν στο ποσό των 2.438,28, 11.347,04, 4.580,96 και 0,27 ευρώ, αντίστοιχα (βλ. σχετ. τα αντίγραφα των πράξεων διοικητικού προσδιορισμού φόρου), ενώ βαρύνεται και με την αποπληρωμή δανείων προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, που ξεπερνούν το ποσό των 50.000 ευρώ, καθώς και την από 3.3.2021 απόφαση του ΟΠΕΚΑ με την οποία της εγκρίθηκε η χορήγηση του Κοινωνικού Επιδόματος Αλληλεγγύης ποσού 212,43 ευρώ μηνιαίως και την από 15.04.2021 Γνωστοποίηση Όρων Ατομικής Σύμβασης Εργασίας, από την οποία προκύπτει ότι η εκκαλούσας προσελήφθη με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου στις 15.4.2021 με μηνιαίο μισθό 898,16 ευρώ, το Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό τις ως άνω ειδικές περιστάσεις, ο τυχόν σε βάρος της εκκαλούσας καταλογισμός, δεν επιτυγχάνει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού που υπηρετεί (αποκατάσταση της δημοσιονομικής νομιμότητας εξαιτίας της αναδρομικής ανατροπής της υπαλληλικής σχέσης), σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν και κυρίως επειδή ο ως άνω καταλογισμός μετατρέπει την ανάκληση του διορισμού της εκκαλούσας σε κύρωση. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογή της κατ’ άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ’ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση, κατ’ αποδοχή του οικείου λόγου έφεσης και να περιοριστεί το ποσό του καταλογισμού στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ .
23. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι η επίδικη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος αυτής κατά το οποίο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται εν μέρει την έφεση.
Απορρίπτει τους από 26.11.2021 πρόσθετους λόγους αυτής, ως απαράδεκτους.
Ακυρώνει εν μέρει την …/2017 καταλογιστική απόφαση του Διοικητή του τ. ΟΓΑ και
Περιορίζει το καταλογισθέν σε βάρος της εκκαλούσας ποσό στις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 31 Ιανουαρίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΡΕΔΡΟΣ
ΑΝΝΑ ΛΙΓΩΜΕΝΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 22 Μαρτίου 2022.
Ο
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ