Ελεγκτικό Συνέδριο 1461-2021

Παρακράτηση από τη σύνταξη της εκκαλούσας του ποσού των (6.141,96 ευρώ) οικογενειακής παροχής λόγω γάμου, που αυτή εισέπραξε αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.1.2012, αφού όπως προκύπτει από την ως άνω …/1991 απόφαση του Πρωτοδικείου … περί λύσης του γάμου της, είχε διακοπεί η έγγαμη συμβίωση αυτής και του πρώην συζύγου της ήδη από τις 13.9.1991.

Απόφαση 1461/2021
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ (πρώην ΤΜΗΜΑ )
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2019, με την εξής σύνθεση: Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του I Τμήματος, Ειρήνη Κατσικέρη και Αικατερίνη Μποκώρου, Σύμβουλοι, Κωνσταντίνος Δήμου και Γεράσιμος Σταματάτος, Πάρεδροι, που μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο.
Γενική Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ευάγγελος Καραθανασόπουλος, ως νόμιμος αναπληρωτής της Γ ενικής Επιτρόπου της Επικρατείας, η οποία είχε κώλυμα.
Γραμματέας: Πελαγία Κρητικού, Προϊσταμένη της Γραμματείας του I Τμήματος.
Για να δικάσει το από 15 Σεπτεμβρίου 2014 (αρ. πρωτ. Γ.Λ.Κ. …/15.9.2014) ένδικο βοήθημα, το οποίο φέρει τον τίτλο «ένσταση»:
Της … του Κωνσταντίνου, κατοίκου … (…, Τ.Κ …), με Α.Φ.Μ. …, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας της δικηγόρου Βασιλικής Σκορδάκη (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 11217).
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παρέστη δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου.
Με την έφεση επιδιώκεται η ακύρωση: α) της …/2014/1.8.2014 απόφασης παρακράτησης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Διεύθυνση Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων Υπαλλήλων ΟΤΑ – ΝΠΔΔ – Ειδ. Κατηγοριών της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους) και β) κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης του Δημοσίου.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Την πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας, η οποία ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.
Τον δικαστικό πληρεξούσιο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης.
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της έφεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα αυτού, με την παρουσία όλων των ανωτέρω μελών του και της γραμματέως του.
Άκουσε την εισήγηση του Παρέδρου Κωνσταντίνου Δήμου. Και Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το νόμο Αποφάσισε τα ακόλουθα:
I. Το υπό κρίση ένδικο βοήθημα τιτλοφορείται «ένσταση», αλλά κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του αποτελεί έφεση και για τον λόγο αυτό παραπέμφθηκε προς εκδίκαση, με την …/2014 πράξη του Α’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, όπως αυτή συμπληρώνεται με το από 12.3.2019 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το Σειράς Α … ειδικό έντυπο παραβόλου του Ελληνικού Δημοσίου και το έντυπο ηλεκτρονικού παραβόλου με κωδικό πληρωμής …, μετά του συνημμένου σε αυτό, από 4.3.2019, παραστατικού είσπραξης της Τράπεζας Eurobank). Με την έφεση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της …/2014/1.8.2014 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Διεύθυνση Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων Υπαλλήλων ΟΤΑ – ΝΠΔΔ – Ειδ. Κατηγοριών της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), με την οποία επιβάλλεται η παρακράτηση από τη σύνταξη της εκκαλούσας ποσού 6.141,96 ευρώ, που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεωστήτως ως οικογενειακή παροχή καθ’ ο χρόνο ήταν υπάλληλος του Γ.Ν.Π «…», από 1.1.1997 έως 31.1.2012. Αντιθέτως, με την ίδια έφεση απαραδέκτως ζητείται η ακύρωση κάθε άλλης συναφούς προγενέστερης ή μεταγενέστερης διοικητικής πράξης ή παράλειψης, που δεν προσδιορίζονται ειδικώς, καθιστώντας την έφεση κατά το μέρος αυτό αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Συνεπώς η έφεση πρέπει κατά το μέρος αυτό να απορριφθεί.
II. Α. Με τις διατάξεις των διαδοχικώς ισχυσάντων μισθολογικών νόμων και συγκεκριμένα των άρθρων 12 παρ. 1, 2 και 6 του ν. 2470/1997 (ΦΕΚ Α’ 40) και 11 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ Α’ 297), θεσπιζόταν, στο πλαίσιο της κατ’ άρθρο 21 του Συντάγματος προστασίας του γάμου, της οικογένειας, της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας, η καταβολή στους υπαλλήλους του Δημοσίου και των υπολοίπων φορέων αυτού που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω νόμων, μηνιαίου επιδόματος οικογενειακής παροχής, το οποίο χορηγείτο ως προσαύξηση του μισθού τους για την αντιμετώπιση των πρόσθετων βαρών που συνεπάγεται η δημιουργία οικογένειας. Ειδικότερα, από τις διέπουσες τους όρους καταβολής της οικογενειακής παροχής διατάξεις, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνάγεται ότι οι έγγαμοι υπάλληλοι λάμβαναν ολόκληρη την οικογενειακή παροχή, προσαυξανόμενη αναλόγως του αριθμού των τέκνων, για όσο χρόνο διαρκούσε ο γάμος τους, ενώ η καταβολή της οικογενειακής παροχής, διακοπτόταν, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση διάστασης ή διάζευξης των συζύγων, εφόσον δεν υπήρχαν τέκνα για τα οποία δικαιολογείτο η χορήγηση της προβλεπόμενης για αυτά προσαύξησης, ήτοι τέκνα ανήλικα ή ανίκανα ή σπουδάζοντα και πάντως μέχρι τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Ως αφετηρία δε για τη διακοπή της καταβολής της οικογενειακής παροχής λαμβανόταν υπόψη, στη μεν περίπτωση λύσης του γάμου λόγω διαζυγίου, η ημερομηνία κατά την οποία η οικεία δικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη, ενώ, στην περίπτωση της διάστασης, λαμβανόταν υπόψη είτε η ημερομηνία που αναγράφεται στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης λύσης του γάμου ως χρόνος διακοπής της συμβίωσης είτε η ημερομηνία υποβολής της αίτησης ή αγωγής διαζυγίου, όταν η απόδειξη του χρόνου έναρξης της διάστασης δεν ήταν εφικτή με άλλον τρόπο (βλ. Πράξεις Α’ Κλιμ. 381, 195/2016, 59, 57/2015, 2251, 2250, 1360, 1161/2014, 3981, 2239/2013). Περαιτέρω, η λύση του γάμου ή η διάσταση των υπαλλήλων ως μεταβολή της οικογενειακής τους κατάστασης, έπρεπε να γνωστοποιείται με υπεύθυνη δήλωσή τους που υποβαλλόταν στον εκκαθαριστή των αποδοχών τους. Σε περίπτωση παράλειψης γνωστοποίησης, η είσπραξη της παροχής αυτής μετά την διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, ήτοι την διάσταση, είναι μη νόμιμη και δημιουργεί υποχρέωση επιστροφής των αχρεωστήτως ληφθέντων ποσών (Πράξεις Α’ Κλιμ. 59/2015, 2550/2014).
Β. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 8 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α’ 165), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 9 του ν. 2320/1995 (ΦΕΚ Α’ 133) και πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 53 του ν. 4410/2016 (ΦΕΚ Α’ 141/3.8.2016), και της 78042/0092/24.6.2014 (ΒΊ682) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, αχρεωστήτως καταβαλλόμενες συντάξεις, επιδόματα ή βοηθήματα, μέχρι ποσού 15.000,00 ευρώ, παρακρατούνται με απόφαση του διευθυντή της αρμόδιας διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους από τις συντάξεις των επόμενων μηνών. Εξάλλου, στην παράγραφο 5 του άρθρου 60 του π.δ/τος 169/2007 (ΦΕΚ Α’ 210), όπως ισχύει αντικατασταθέν από την παράγραφο 7β του άρθρου 3 του ν. 4151/2013 (Α’ 103), ορίζονται τα εξής: « 5. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος (…), που αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης, έχει εισπράξει όταν ήταν στην ενέργεια αποδοχές που δεν δικαιούται, τα ποσά που καταβλήθηκαν χωρίς να οφείλονται παρακρατούνται συμψηφιστικά από τα αναδρομικά της σύνταξης του (…). Τυχόν εναπομείναν οφειλόμενο ποσό παρακρατείται από τη σύνταξη του (…) σε μηνιαίες ισόποσες δόσεις, η καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/4 της μηνιαίας καταβαλλόμενης σύνταξης. (…) Η ανωτέρω παρακράτηση από τη σύνταξη σε δόσεις γίνεται με πράξη του αρμόδιου Διευθυντή Συντάξεων». Με τις διατάξεις αυτές θεσπίστηκε, με σκοπό την απλούστευση της διαδικασίας, ειδική περίπτωση επιστροφής των αχρεωστήτως ληφθεισών παροχών με τμηματική παρακράτηση από τη μηνιαία σύνταξη των χωρίς νόμιμη αιτία καταβληθέντων ποσών, εφόσον το συνολικό ύψος της οφειλής δεν υπερβαίνει, βάσει της προμνησθείσας 78042/0092/3.6.2014 υπουργικής απόφασης, που ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το ποσό των 15.000,00 ευρώ (πρβλ. Αποφ. I Τμ. 6504/2015, 3710/2014 κ.ά.). Η παρακράτηση δε του οφειλόμενου ποσού από την (πολιτική ή στρατιωτική) σύνταξη γίνεται με δόσεις, το ύψος έκαστης των οποίων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/4 της μηνιαίως καταβαλλόμενης σύνταξης. Επιπλέον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 παρ. 3 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ Α’ 57) και 1 παρ. 1 και 3 του π.δ. 412/1998 (ΦΕΚ Α’ 288), προκύπτει ότι οι αποδοχές του προσωπικού των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων του ν.δ. 2592/1953 (ΦΕΚ Α’ 254) καταβάλλονται από το Δημόσιο ταμείο, σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, στον οποίο εγγράφονται και οι σχετικές πιστώσεις και η πληρωμή διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τους δημόσιους υπαλλήλους.
Γ. Τέλος, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου και την παγία νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ΕΣ Ολ. 1114/2007, 1453/2006, 1428/2005, 1301/2001 κ.ά.), η αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών περιοδικών παροχών (αποδοχών ή συντάξεων), μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την είσπραξή τους, αντίκειται στις αρχές της χρηστής και ευρύθμου διοικήσεως εάν κρίνεται, ενόψει των συγκεκριμένων εκάστοτε συνθηκών και της συμπεριφοράς των συνταξιοδοτικών οργάνων και του διοικουμένου, αφ’ ενός ότι εισπράχθηκαν καλοπίστως από τον καταλογιζόμενο και αφ’ ετέρου ότι η αναζήτηση του ποσού αυτού δημιουργεί στον ίδιο ή στην οικογένειά του απρόβλεπτες και ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες. Εφ’ όσον συντρέχουν σωρευτικά οι ως άνω προϋποθέσεις, τα ποσά των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στον καταλογιζόμενο δεν αναζητούνται, ή αναζητούνται μόνον εν μέρει όταν η οικονομική του κατάσταση επιτρέπει την επιστροφή μέρους αυτών. Το σχετικό δε βάρος επικλήσεως και αποδείξεως της σωρευτικής συνδρομής των ανωτέρω προϋποθέσεων το φέρει ο ίδιος ο ενιστάμενος (βλ. ΕΣΚλ. Α’ 309, 285/2016).
III. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εκκαλούσα ήταν υπάλληλος του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου …, αρχικά του κλάδου ΔΕ Νοσοκόμων (δυνάμει της …/7.3.1991 Πράξης διορισμού του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, ΦΕΚ ΝΠΔΔ …) και στη συνέχεια, από 8.12.2003, του κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού, (δυνάμει της …/8138/2.12.2003 απόφασης μετάταξης του Προέδρου -Γεν. Διευθυντή του Γ’ ΠΕΣΥΠ Αττικής, ΦΕΚ ΝΠΔΔ …). Όπως προκύπτει από το …/1.12.2011 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης Δήμου … και την …/1972 ληξιαρχική πράξη γάμου του ληξιάρχου …, η εκκαλούσα τέλεσε γάμο την 13.2.1972 με τον …, ο οποίος λύθηκε με την …/1991 απόφαση του Πρωτοδικείου …. Κατόπιν υποβολής της …/3.11.2011 αίτησής της για τον κανονισμό της σύνταξής της, συντάχθηκε το σχετικό …/10.2.2012 Δελτίο Ατομικής και Υπηρεσιακής Κατάστασης Υπαλλήλου (Δ.Α.Υ.Κ.) της Προϊσταμένης της Υποδιεύθυνσης Διοικητικού του Νοσοκομείου, σύμφωνα με το οποίο επισημαίνεται για την εκκαλούσα ότι: «Επίσης σας γνωρίζουμε πως στην αρχική Υπ. Δήλωση ΔΑΥΚ, δήλωσε και υπέγραψε ως έγγαμος, με το επίθετο … . Αν και ζητήθηκε επανειλημμένως να προσκομίσει πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης δεν το κατέθεσε και γι’ αυτό ζητήθηκε αυτεπάγγελτα από την υπηρεσία μας, από το Δήμο … όπου διαπιστώθηκε ότι είναι διαζευγμένη και ο γάμος της είχε λυθεί από 13-09-1991. Στη συνέχεια συμπλήρωσε και υπέγραψε νέα υπεύθυνη Δήλωση του ΔΑΥΚ, όπου δηλώνει διαζευγμένη, με επίθετο Φραγκιά (…) Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …/30.1.2012 απόφαση του Δ.Σ. του Νοσοκομείου μας καταλογίζεται ως αχρεωστήτως καταβληθέν το ποσό 6.141,96 ευρώ που αφορά επίδομα γάμου από 1.1.1997 μέχρι 31.1.2012 και το οποίο θα εισπραχθεί από την υπηρεσία σας, η οποία πλέον θεωρείται αρμόδια, λόγω συνταξιοδότησης της ως άνω πρώην υπαλλήλου του νοσοκομείου μας.». Ακολούθως, με την …/20.12.2012 πράξη της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων Ν.Π.Δ.Δ. και ειδικών κατηγοριών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κανονίστηκε στην εκκαλούσα πολιτική σύνταξη βάσει της συνολικής συντάξιμης υπηρεσίας της από έτη 25, μήνες 6 και ημέρες 1, πληρωτέα από 1.2.2012 και μετά την αποστολή του …/2012/1.8.2014 υπηρεσιακού σημειώματος, με το οποίο διαπιστώθηκε ότι έως και την 28η.7.2014 η συνταξιούχος δεν είχε επιστρέψει την ανωτέρω οφειλή, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και επιβλήθηκε παρακράτηση από την ως άνω χορηγούμενη σύνταξη ποσού 6.141,96 ευρώ, σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 207,77 ευρώ εκάστη, αρχής γενομένης από τη σύνταξη του μηνός Σεπτεμβρίου έτους 2014.
IV. Α. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις που προηγήθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει ότι νομίμως αποφασίσθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη η παρακράτηση από τη σύνταξη της εκκαλούσας του ως άνω ποσού (6.141,96 ευρώ) οικογενειακής παροχής λόγω γάμου, που αυτή εισέπραξε αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.1.2012, αφού όπως προκύπτει από την ως άνω …/1991 απόφαση του Πρωτοδικείου … περί λύσης του γάμου της, είχε διακοπεί η έγγαμη συμβίωση αυτής και του πρώην συζύγου της ήδη από τις 13.9.1991. Περαιτέρω, η εκκαλούσα δεν επικαλείται αλλά ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι αυτή έχει τέκνα, για τα οποία δικαιολογείτο η καταβολή, κατ’ εκείνο το χρονικό διάστημα, των αποδοχών της προσαυξημένων με την επίμαχη οικογενειακή παροχή. Επιπλέον, ο ισχυρισμός της ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου απαιτείται, όταν η έκδοση της (δυσμενούς) διοικητικής πράξης συνδέεται με την υποκειμενική συμπεριφορά του και όχι, όταν η έκδοσή της στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα και είναι αυτόθροη συνέπεια υποχρεωτικής εφαρμογής του νόμου, όπως στην περίπτωση καταλογισμού αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών προσαύξησης αποδοχών (πρβλ. και Πρξ. Α’ Κλιμ. ΕΣ 487/2017, 906/2007, 51/2004, 647/2006). Ομοίως αβασίμως προβάλλεται ότι εφαρμοστέα εν προκειμένω τυγχάνει η 0681/0092/8.3.2005 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ 387), σύμφωνα με την οποία δεν είναι δυνατή η παρακράτηση από τη σύνταξή της ποσού μεγαλύτερου των 5.000,00 ευρώ, καθώς όπως εκτέθηκε και υπό τη σκέψη II.Β, κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης το ως άνω όριο είχε επεκταθεί στα 15.000,00 ευρώ (δυνάμει της ισχύουσας 78042/0092/3.6.2014 απόφασης).
Β. Ομοίως απορριπτέος είναι και ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι η προσβαλλομένη πράξη αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Και τούτο, διότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν αποκλείει τη δυνατότητα αναδρομικής αναζήτησης αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών για λόγους δημόσιας ωφέλειας, εφόσον η προσβολή του περιουσιακού αυτού δικαιώματος, που αποκτήθηκε από την είσπραξή τους, είναι νόμιμη και θεμιτή κατά το εθνικό δίκαιο και έχει τηρηθεί η δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος και στις επιταγές της προάσπισης του ανωτέρω δικαιώματος. Η επίμαχη δε παρακράτηση υπαγορεύεται από νόμιμο σκοπό, που συνίσταται στην υποχρέωση της πολιτείας να επιδιώκει την αποκατάσταση της ζημίας, που υφίσταται από την εκταμίευση αχρεώστητων παροχών, ενώ υπάρχει δίκαιη σχέση ισορροπίας μεταξύ του σκοπού αυτού και του προστατευόμενου περιουσιακού δικαιώματος, αφού για την πραγμάτωσή του δεν είναι δυνατή η επιλογή άλλου εξίσου αποτελεσματικού, αλλά λιγότερο επαχθούς μέτρου (βλ. Πράξεις Α’ Κλιμ. Ελ. Συν. 641/2018, 488/2017, 196/2015, 2247/2011). Εξάλλου, απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος παρίσταται και ο ισχυρισμός της εκκαλούσης ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς, σε περίπτωση αχρεώστητης καταβολής, η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ασκείται κατά δεσμία αρμοδιότητα, χωρίς να καταλείπεται διακριτική ευχέρεια στη Διοίκηση να επιδιώξει την μερική επιστροφή, εφαρμόζοντας κριτήρια αναλογικότητας (βλ. Απόφ. I Τμ. 635/2015, Πράξεις Α’ Κλ. 66/2018, 81/2016, 2250/2014).
Γ. Επιπλέον, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η καταλογιστική πράξη πρέπει να ακυρωθεί, διότι αντίκειται στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, πρέπει να απορριφθεί, διότι ενδεχόμενη εμπιστοσύνη του διοικουμένου σε διοικητική πρακτική και στην εν τοις πράγμασιν καταβολή παροχής, χωρίς να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις χορήγησής της, ήτοι παρά την ύπαρξη ρητής και αντιθέτου περιεχομένου διάταξης νόμου, δεν παρίσταται δικαιολογημένη και δεν δύναται να τύχει έννομης προστασίας (βλ. Πράξη Α’ Κλιμ. Ελ. Συν. 108/2016, πρβλ. ΣτΕ 743/2002). Απορριπτέος επίσης, ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός της εκκαλούσης ότι η αξίωση του Ελληνικού Δημοσίου για επιστροφή των ληφθέντων ποσών οικογενειακής παροχής έχει υποπέσει σε παραγραφή, διότι, πέραν του ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός προβάλλεται αορίστως και χωρίς να προσδιορίζεται το εύρος της παραγεγραμμένης αξίωσης, η εν λόγω απαίτηση, ελλείψει ειδικής διάταξης, υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα (βλ. Ελ,Συν. Ολ. 2979/2012, 1/2007, Ελ. Συν. I Τμ. 2245/2012, 2714/2010, Πράξ. Α’ Κλιμ. 641/2018, 111/2017, 196/2015).
Δ. Συναφώς, με την υπό κρίση έφεση υποστηρίζει η εκκαλούσα, ότι η αναζήτηση ήδη από αυτήν του ως άνω φερόμενου ως αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού οικογενειακής παροχής αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, δοθέντος ότι η ίδια κατά την είσπραξή του ήταν καλόπιστη, ενώ η είσπραξη του ως άνω ποσού από αυτήν θα επιφέρει απρόβλεπτες και ανυπέρβλητες οικονομικές συνέπειες εις βάρος της. Ωστόσο, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, δεν μπορεί να τύχουν, εν προκειμένω, εφαρμογής οι ως άνω αρχές. Και τούτο διότι πρωτίστως δεν συντρέχει στο πρόσωπο της εκκαλούσας η προϋπόθεση της καλής πίστης κατά τη λήψη των σχετικών ποσών οικογενειακής παροχής, αφού αυτή όχι μόνο δεν προσκόμισε κατά το χρόνο έναρξης χορήγησης της παροχής αυτής (1.1.1997) τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, από τα οποία προέκυπτε ότι ο γάμος της είχε λυθεί σε κατά πολύ προγενέστερο χρονικό διάστημα (13.9.1991), αλλά συνέχισε να δηλώνει έγγαμη χρησιμοποιώντας το επίθετο του συζύγου της μέχρι και το χρονικό σημείο της συνταξιοδότησής της. Το Νοσοκομείο δε δεν ενημερώθηκε από την ίδια για την οικογενειακή της κατάσταση, καθώς όπως περιγράφεται στο σχετικό Δ.Α.Υ.Κ. δεν υπέβαλε, παρά τις συνεχείς οχλήσεις το απαιτούμενο πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, με συνέπεια αυτό να ζητηθεί αυτεπάγγελτα από την υπηρεσία της, από το Δήμο … και να διαπιστωθεί με τον τρόπο αυτό το αχρεώστητο της καταβολής της οικογενειακής παροχής. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, εφόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση της καλοπιστίας στο πρόσωπο της εκκαλούσας, η οποία, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω στη σκέψη II.Γ., απαιτείται να συντρέχει σωρευτικά με την οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού.
V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του καταβληθέντος παραβόλου (άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, Α’ 52).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 19 Μαΐου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑ ΝΤΟΥΝΗ
Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΠΑΡΕΔΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΟΥ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΠΕΛΑΓΙΑ ΚΡΗΤΙΚΟΥ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Πρώτου Τμήματος στις 5 Οκτωβρίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΜΑΡΙΑ ΒΛΑΧΑΚΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΟΚΚΟΡΟΥ

ThanasisΕλεγκτικό Συνέδριο 1461-2021