Προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του τεκμηρίου αθωότητας και τον έλεγχο της πιθανής παραβίασης του άρθρου 6παρ. 2 της ΕΣΔΑ στη δημοσιονομική δίκη ( σε διαφορά από επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης με ανάκτηση) Πότε η δημοσιονομική δίκη αποκτά παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την ποινική δίκη που έχει προηγηθεί.
Αριθμ. απόφ. 618/2025
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΔΕΚΑΤΟ ΤΜΗΜΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Οκτωβρίου 2024, με την ακόλουθη σύνθεση: Ευαγγελία-Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Αργυρώ Μαυρομμάτη (εισηγήτρια) και Νικόλαος Βόγκας, Σύμβουλοι, Ευθύμιος Καρβέλης και Αθανάσιος Καρακόιδας, Πάρεδροι που μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο.
Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Παραστάθηκε η Αντεπίτροπος Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ευαγγελία Σεραφή, ως νόμιμη αναπληρώτρια του κωλυόμενου Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Γραμματέας: Μαρία Φορτσερά, Γραμματέας του Δέκατου Τμήματος.
Για να δικάσει την από […] αίτηση αναθεώρησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία […] κατά του Ελληνικού Δημοσίου, […] Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η αναθεώρηση της 1051/2018 οριστικής απόφασης του (πρώην) Τμήματος Ι του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Την Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία ζήτησε την απόρριψη της αίτησης, και
Την Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, η οποία πρότεινε την αποδοχή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 295 παρ. 2 του ν. 4700/2020, σε διαδικτυακή τηλεδιάσκεψη στις 4 Φεβρουαρίου 2025, με την παρουσία όλων των ανωτέρω μελών του, κατά την οποία ο Πάρεδρος Ευθύμιος Καρβέλης είχε μεν προαχθεί, με το από 4.12.2024 προεδρικό διάταγμα (Γ΄ 4109/16.12. 2024) σε Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετείχε όμως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 293 παρ.2 εδ. β΄ του ν. 4700/2020, με τον βαθμό του Παρέδρου, τον οποίο έφερε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Αργυρώς Μαυρομμάτη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο και
Αποφάσισε τα ακόλουθα:
1. Η υπό κρίση υπόθεση νομίμως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Τμήματος τούτου ως καθ’ ύλην αρμόδιου μετά από τον χωρισμό του δικογράφου της από 10.12.2018 (ΑΒΔ 3449/10.12.2018) αίτησης αναίρεσης στο οποίο κρίθηκε με την 1328/2023 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Β΄ Ελάσσονα) ότι παραδεκτώς σωρεύεται η παρούσα αίτηση αναθεώρησης. Ειδικότερα με την απόφαση αυτή της Ολομέλειας, ο πρώτος λόγος αναίρεσης περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας έγινε, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου αντιληπτός ως λόγος αναθεώρησης της 1051/2018 οριστικής απόφασης του (πρώην) Ι Τμήματος και ως εκ τούτου ως λόγος που απαιτεί έρευνα και κρίση επί της ουσίας παραπέμφθηκε στο αρμόδιο Τμήμα, ώστε τούτο να αποφανθεί σχετικά.
2. Για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης καταβλήθηκε το ορισθέν από το νόμο [βλ. άρθρο 73 παρ. 3 περ. δ΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.4129/2013 (Α΄ 52) Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο εφαρμόζεται ως εκ του χρόνου άσκησης της κρινόμενης αίτησης (βλ. ΕλΣυν. Εβδ. Τμ 2049/2020 σκ. 1)] ανώτατο ποσό προκαταβαλλομένου παραβόλου ύψους 1.500 ευρώ (βλ. κωδικό ηλεκτρονικού παραβόλου 716731717955 0331 0056).
3. Ειδικότερα με την υπό κρίση αίτηση, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το από 15.9.2024 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται η αναθεώρηση της 1051/2018 οριστικής απόφασης του ως άνω Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η από […] έφεση της ήδη αιτούσας κατά της […] απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της δημοσιονομική διόρθωση ποσού 164.025,30 ευρώ πλέον τόκων ποσού 34.884,43 ευρώ (συνολικό ποσό ανάκτησης 198.909,73 ευρώ). Το ποσό αυτό φέρεται ότι καταβλήθηκε σε αυτήν αχρεωστήτως, ως χρηματοδότηση του Υποέργου […] που είχε ενταχθεί στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας 2000-2006», με συγχρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) σε ποσοστό 74,46% και από εθνικούς πόρους σε ποσοστό 25,54%.
4. Από τις διατάξεις των άρθρων 179, 183 και 186 του ν. 4700/2020 «Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο για τον προσυμβατικό έλεγχο, τροποποιήσεις του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, διατάξεις για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις»(Α΄ 127), όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης, συνάγεται ότι οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπόκεινται στο έκτακτο ένδικο μέσο της αναθεώρησης, για τους περιοριστικά αναφερόμενους στις προαναφερόμενες διατάξεις λόγους. Με τον τρόπο αυτό η ήδη αιτούσα τυγχάνει πλήρους δικαστικής προστασίας, αφού ο σχετικός λόγος αναθεώρησης θα εξεταστεί στην ουσία του από το Τμήμα, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 186 παρ.2 του ν.4700/2020 κατά της κατ’ αναθεώρηση εκδοθείσας απόφασης δύναται να ασκηθεί νέα αίτηση αναίρεσης. Στους λόγους αναθεώρησης περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η προσαγωγή, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, νέων κρίσιμων εγγράφων. Ως νέο κρίσιμο έγγραφο νοείται το έγκυρο έγγραφο από το οποίο αποδεικνύεται άμεσα ουσιώδες πραγματικό γεγονός, στην παραδοχή ή μη του οποίου στηρίζεται το διατακτικό της προσβαλλομένης και το οποίο θα μπορούσε να ασκήσει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υπό την έννοια ότι, αν είχε υποβληθεί ενώπιον του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, αυτό θα είχε καταλήξει σε ουσιωδώς διαφορετική κρίση στην κρινόμενη υπόθεση.
Το νέο αυτό κρίσιμο έγγραφο πρέπει είτε να προϋπήρχε της δημοσίευσης της προσβαλλομένης και ο αιτών να αγνοούσε δικαιολογημένα την ύπαρξή του ή να εμποδίστηκε αντικειμενικά στην προσκόμισή του, είτε να είναι μεν μεταγενέστερο, αλλά να προκύπτει από αυτό η ύπαρξη και το περιεχόμενο άλλου κρίσιμου εγγράφου που είχε εκδοθεί πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και του οποίου η έγκαιρη προσκόμιση δεν ήταν δυνατή για τους ως άνω λόγους (βλ. Ελ.Συν. Ολ. 1201/2023 σκ. 2, 523/2021 σκ. 52, 1522/2017 σκ. IV, 1961/2004 σκ.ΙΙΙ, Πρώτο Τμ. 1246/2021 σκ. ΙΙ, Τμ. ΙΙΙ 1769/2017 σκ. 15). Εφόσον ο λόγος αναθεώρησης γίνει δεκτός, η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφανίζεται και ακολουθεί μέσα στο πλαίσιο του προβληθέντος λόγου νέα εξέταση της υπόθεσης. Στην έννοια του νέου κρίσιμου εγγράφου ικανού να στοιχειοθετήσει παραδεκτό λόγο αναθεώρησης εμπίπτει και η δικαστική απόφαση, η επίκληση και η προσαγωγή της οποίας κατέστη εφικτή μετά από την έκδοση της απόφασης της οποίας ζητείται η αναθεώρηση (βλ. ΕλΣυν. Ολ. 1721/2010 σκ. ΙΙΙ), η οποία θα μπορούσε να στηρίξει την απόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού, ο οποίος δεν τέθηκε υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αναθεώρηση απόφαση (ΕλΣυν Ολ. 1328/2023, σκ. 61, 523/2021, σκ. 52, 1961/2004, σκ. ΙΙΙ).
5. Στην προκειμένη υπόθεση, κατά τα κριθέντα στην προσβαλλόμενη απόφαση, προέκυψαν τα αναφερόμενα στις σκέψεις 6 με 16 πραγματικά γεγονότα:
6. Με την […] απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας εγκρίθηκε η ένταξη της εκκαλούσας, με αντικείμενο εργασιών […] στη θεματική ενότητα […] του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας του Κ.Π.Σ. 2000-2006 και η επιχορήγηση του επενδυτικού της σχεδίου για τον εξορθολογισμό, διαφοροποίηση και εκσυγχρονισμό των διαδικασιών παραγωγής και διοίκησης της επιχείρησης και την ανάπτυξη προϊόντων και εφαρμογών πληροφορικής.
7. Για την υλοποίηση του επενδυτικού της σχεδίου υπεγράφη η […] σύμβαση μεταξύ της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε., ως τελικού δικαιούχου, και της εκκαλούσας, ως φορέα επένδυσης, με την οποία ανέλαβε την εκτέλεση του Υποέργου […] επιχορηγούμενου προϋπολογισμού 348.990,00 ευρώ, με αναλογούσα δημόσια δαπάνη 164.025,30 ευρώ. Στην σύμβαση αυτή ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο φορέας της επένδυσης υποχρεούται να τηρεί τα λογιστικά βιβλία και στοιχεία, που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, για το σύνολο των δαπανών του έργου (άρθρο 11 παρ. 13), καθώς και τις κείμενες φορολογικές και άλλες διατάξεις και υποχρεώσεις του που είναι συναφείς με την δραστηριότητά του αυτή (άρθρο 11 παρ. 14) και ότι εάν μετά από έλεγχο του (Ελληνικού Δημοσίου, του Τελικού Δικαιούχου ή των αρμόδιων οργάνων της Ε.Ε.) διαπιστωθεί παράβαση των όρων της σύμβασης, υποχρεούται να επιστρέψει μέρος ή το σύνολο της δημόσιας επιχορήγησης που του έχει καταβληθεί (άρθρο 18 παρ. 3).
8. Για τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών παραγωγής και διοίκησής, η εκκαλούσα προμηθεύθηκε από την εταιρεία […] εξοπλισμό και μηχανήματα. Στο πλαίσιο της συναλλαγής αυτής, εκδόθηκαν από την τελευταία, τα ακόλουθα παραστατικά: […] Το συνολικό ποσό που αναγράφεται στα ανωτέρω παραστατικά (τιμολόγια) ανήλθε στο ποσό των 410.550,00 ευρώ και δηλώθηκε στις επιχορηγούμενες – επιλέξιμες δαπάνες για την εκτέλεση του επενδυτικού της σχεδίου, βάσει δε αυτών, εισπράχθηκε από την εκκαλούσα η αναλογούσα επιχορήγηση.
9. Με την […] βεβαίωση πιστοποίησης του τελικού δικαιούχου, που εκδόθηκε μετά τη διενέργεια του […] τελικού ελέγχου, και τη σχετική έκθεση πιστοποίησης, βεβαιώθηκε η ολοκλήρωση της επιχορηγηθείσας επένδυσης, πιστοποιήθηκε η συμφωνία του φυσικού αντικειμένου της με το εγκεκριμένο όμοιο και εγκρίθηκε η καταβολή της ενίσχυσης.
10. Στην εκκαλούσα διενεργήθηκε έλεγχος από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας, διότι, κατά τις χρήσεις 2002, 2003, 2007, εμφανιζόταν ως λήπτρια φορολογικών στοιχείων εκδόσεως της εταιρείας […] στην οποία είχαν αποδοθεί παραβάσεις για χορήγηση και καταχώρηση εικονικών φορολογικών στοιχείων και ανύπαρκτων δαπανών περίπου 90.000.000,00 ευρώ συνολικά.
11. Με την από 23.5.2012 έκθεση ελέγχου Κ.Β.Σ. του Σ.Δ.Ο.Ε. διαπιστώθηκε ότι το χρονικό διάστημα από 9.5.2008 έως 13.5.2008, εντός του οποίου φέρεται ότι εξοφλήθηκε από την εκκαλούσα η προμηθεύτρια εταιρεία […] οι ατομικοί λογαριασμοί του […] νομίμου εκπροσώπου της εκκαλούσας και της συζύγου του […] που ενεπλάκησαν στην εξόφληση αυτής εκ μέρους της εκκαλούσας, πιστώθηκαν κατά 449.000,00 και 549.000,00 αντιστοίχως, και συνολικά κατά το ποσό των 998.000,00 ευρώ. Η πίστωση – χρηματοδότηση των λογαριασμών αυτών πραγματοποιήθηκε είτε από τον […]. Επομένως, σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου, οι εξοφλήσεις εκ μέρους της εκκαλούσας προς την προμηθεύτρια εταιρεία […] ήταν ανύπαρκτες, αφού τα χρήματα για την εξόφληση της καθαρής αξίας πλην ΦΠΑ των τιμολογίων επί της ουσίας καταβάλλονταν από την ίδια την εκδότρια των φορολογικών στοιχείων, διακινούνταν από τους ατομικούς λογαριασμούς του νομίμου εκπροσώπου της προμηθεύτριας εταιρείας […] στους ατομικούς λογαριασμούς στελεχών της εκκαλούσας και τελικά κατέληγαν στην εταιρεία […]. Οι συναλλαγές, συνεπώς, εξοφλούνταν μόνο εικονικά και ουδέποτε από χρήματα της εκκαλούσας, πλην της καταβολής του ΦΠΑ, το οποίο όμως, κατά τον έλεγχο, αντιστοιχεί στην αμοιβή του διακινητή των εικονικών φορολογικών στοιχείων.
12. Ακολούθως, σύμφωνα με την έκθεση αυτή, κατά την επίσκεψη των ελεγκτών στην έδρα της εκκαλούσας υποδείχθηκαν τα επίμαχα μηχανήματα από τον εκπρόσωπο της εταιρίας […] και σε σχετικό ερώτημα για την ανωτέρω προσχηματική εξόφληση, ισχυρίστηκε ότι αυτή έγινε χάριν συμμόρφωσης με τους όρους του προγράμματος επιδότησης στο οποίο είχε υπαχθεί η εκκαλούσα, η συναλλαγή όμως ήταν πραγματική και τα μηχανήματα αγοράστηκαν πράγματι από την εκδότρια εταιρεία. Εξάλλου, κατά την επίσκεψη των ελεγκτών στην επιχείρηση της εκκαλούσας, διαπιστώθηκε ότι στα επίμαχα μηχανήματα δεν υπήρχαν ανάγλυφα τυπωμένα ή βιδωμένα τα στοιχεία του φερόμενου ως κατασκευαστή […] πλην δύο ή τριών εξαιρέσεων, αλλά είχαν επικολληθεί επί των μηχανημάτων απλά αυτοκόλλητα με το σήμα της εκδότριας των τιμολογίων επιχείρησης και ότι κανένα από τα επιδειχθέντα μηχανήματα δεν ήταν κατά την ώρα του ελέγχου σε λειτουργία.
13. Περαιτέρω, οι ελεγκτές επέδειξαν φωτογραφίες των μηχανημάτων σε πρώην εργαζόμενους της εκκαλούσας, που απασχολούνταν σε αυτήν μέχρι το έτος 2006, ήτοι πριν την προμήθεια, σύμφωνα με τα ως άνω τιμολόγια, των επίμαχων μηχανημάτων, οι οποίοι με υπεύθυνη δήλωσή τους ανέφεραν ότι είχαν δει τα μηχανήματα των φωτογραφιών, ήτοι μία θερμαινόμενη πρέσα, ένα τριβείο, μία απλή πρέσα, καβαλέτα και πάγκους και ότι θυμούνται ότι στον περιβάλλοντα χώρο του εργοστασίου ο […] συγκέντρωνε μεταχειρισμένα μηχανήματα που αγόραζε από εργοστάσια που σταμάτησαν τη λειτουργία τους, πλειστηριασμούς ή παλαιοπώλες και ότι εντός του εργοστασίου υπήρχε μηχανουργείο όπου τεχνίτες της επιχείρησης έφτιαχναν διάφορες τεχνικές κατασκευές (πατέντες). Εξάλλου, ο υπάλληλος της εταιρίας […] ο οποίος υπέγραψε τα πιστοποιητικά ασφαλείας των επίμαχων μηχανημάτων, κατέθεσε ότι δεν γνώριζε το χρόνο κατασκευής των μηχανημάτων και αρκέστηκε στην δήλωση του κατασκευαστή και ότι όσον αφορά στον κατασκευαστή, ο τελευταίος ανέφερε ότι αρκέστηκε στην δήλωση εκείνου που εμφανίστηκε ως κατασκευαστής τους. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την από […] υπεύθυνη δήλωση του […] η εκκαλούσα έχει απολέσει το Βιβλίο Απογραφών και Ισολογισμών και το Μητρώο Παγίων, από τα οποία μπορούσε να διαπιστωθεί η ύπαρξη παρόμοιων -με τα φερόμενα ως αγορασθέντα από την […] μηχανημάτων στην κατοχή της πριν από την παραλαβή των υπό έρευνα φορολογικών στοιχείων στις χρήσεις 2007 και 2008.
14. Από τους ελεγκτές επισημάνθηκε ότι η εταιρεία […] ήταν επιχείρηση που ασχολούνταν κατά κανόνα με την πώληση κάδων απορριμμάτων και την διασκευή – επισκευή φορτηγών και δεν είχε καμία ιδιαίτερη φήμη ως κατασκευάστρια τεχνικών μηχανημάτων και μάλιστα για εξειδικευμένους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ η εκκαλούσα διέθετε δικό της μηχανουργείο στο οποίο, όπως ενημέρωσαν προφορικά οι ερωτηθέντες εργαζόμενοι, μπορούσαν να γίνουν απλές τεχνικές κατασκευές και, ως εκ τούτου, δεν χρειαζόταν να προσφύγει σε τρίτο προμηθευτή.
15. Με βάση τις ελεγκτικές αυτές επαληθεύσεις και ιδίως τη διαπιστωθείσα εικονική καταβολή από την εκκαλούσα της καθαρής αξίας των τιμολογίων που έλαβε κατά τις χρήσεις 2007 και 2008 από την εταιρεία […] από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η εκκαλούσα είναι λήπτρια εικονικών φορολογικών στοιχείων, εκδόσεως της εταιρείας […] στις χρήσεις 2007 και 2008, για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους. Ακολούθως, σύμφωνα με το ελεγκτικό πόρισμα, τα στοιχεία της χρήσης 2003 συγκροτούν ενδείξεις ενδεχόμενης εικονικότητας, αλλά δεν συνιστούν επαρκείς αποδείξεις για την τεκμηρίωση της εικονικότητας των συναλλαγών της χρήσης 2003, ενώ τα στοιχεία της χρήσης 2002 δεν παραπέμπουν σε εικονικότητα των ερευνηθεισών συναλλαγών της χρήσης αυτής.
16. Με βάση τα ανωτέρω, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. […] απέδωσε στην εκκαλούσα την παράβαση της λήψης επτά (7) εικονικών φορολογικών στοιχείων, συνολικής καθαρής αξίας 875.000,00 ευρώ, για τη διαχειριστική περίοδο 2007, μεταξύ των οποίων και τα επίμαχα, καθώς και την παράβαση της λήψης δύο (2) εικονικών φορολογικών στοιχείων, συνολικής καθαρής αξίας 300.000,00 ευρώ, για τη διαχειριστική περίοδο 2008, για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους, και επέβαλε σε βάρος της αντίστοιχα πρόστιμα του ΚΒΣ. Κατά των αποφάσεων αυτών, η εκκαλούσα υπέβαλε αιτήσεις διοικητικής επίλυσης των διαφορών ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 70Α του Κ.Φ.Ε. και, ακολούθως, άσκησε σχετικές προσφυγές ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. (…).
17. Με βάση τα ανωτέρω ευρήματα και κατόπιν της […] απόφασης του Αναπληρωτή Περιφερειάρχη […] πραγματοποιήθηκε έκτακτος έλεγχος στην εκκαλούσα από στελέχη της Μονάδας Γ΄ (Επιτόπιων Επαληθεύσεων) και συντάχθηκε η από 9.10.2012 έκθεση έκτακτου ελέγχου. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή ο ανωτέρω εξοπλισμός – μηχανήματα υπάρχουν και λειτουργούν κατά την παραγωγική διαδικασία της επένδυσης, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή η ταυτοποίησή τους, καθώς η σήμανση που υπήρχε πάνω στα μηχανήματα ήταν ένα αυτοκόλλητο με την ένδειξη «S», ενώ δεν υπάρχουν άλλα σήματα ή πινακίδες με πιο συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τον κατασκευαστή τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με την έκθεση, λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμα του Σ.Δ.Ο.Ε. σχετικά με την εξακρίβωση των φυσικών προσώπων που εισέπραξαν τις εξοφλητικές επιταγές της εκκαλούσας και την διαδρομή των επίμαχων χρημάτων στους ατομικούς λογαριασμούς των […] συνάγεται ότι οι εξοφλήσεις των τιμολογίων της εταιρείας […] από την εκκαλούσα, κατά τα έτη 2007 και 2008, για τα οποία επιχορηγήθηκε από το ΠΕΠ […] για την εκτέλεση του υποέργου 145, ήταν εικονικές και, ως εκ τούτου, προτάθηκε η ανάκτηση του συνολικού ποσού της επιχορήγησης, δεδομένου ότι τα τιμολόγια αυτά του εξοπλισμού που προμηθεύτηκε από την […] αποτελούσαν το σύνολο σχεδόν του επενδυτικού σχεδίου.
18. Η ανωτέρω έκθεση έκτακτου ελέγχου εγκρίθηκε με την […] απόφαση του Αναπληρωτή Περιφερειάρχη […] Κατά της έκθεσης αυτής και της απόφασης έγκρισής της, η εκκαλούσα υπέβαλε τις από […] αντιρρήσεις […] οι οποίες απορρίφθηκαν ως αβάσιμες με την […] απόφαση του Περιφερειάρχη […] με την αιτιολογία ότι παρότι ο επενδυτής ισχυρίζεται ότι οι τραπεζικές συναλλαγές με την εταιρεία […] δεν ήταν εικονικές, αλλά πραγματοποιήθηκαν με προσωπικές επιταγές, δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ενώ σε κάθε περίπτωση ο τρόπος αυτός εξόφλησης δεν είναι αποδεκτός από το επιχορηγούμενο πρόγραμμα.
19. Κατόπιν τούτων, εκδόθηκε η […] απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας με την οποία καταλογίστηκε η ήδη αιτούσα εταιρεία με το ποσό των 164.025,30 ευρώ, πλέον τόκων, που αντιστοιχεί στο σύνολο της δημόσιας επιχορήγησης που της καταβλήθηκε, με την αιτιολογία της παραβίασης των διατάξεων της ΚΥΑ 14781/ΕΥΣ 3047/28.4.2005 (Β΄575) και κατ’ εφαρμογή της ΚΥΑ 907/052/2.7.2003 (Β΄878). Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκε από την αιτούσα η από […] έφεση η οποία απορρίφθηκε με την 1051/2018 απόφαση του Τμήματος Ι του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την απόφαση αυτή (βλ. σκ. 24 αυτής) κρίθηκε ότι ο φορέας του επενδυτικού του σχεδίου στο πλαίσιο τεκμηριώσεως της επιλεξιμότητος των δαπανών υλοποίησης του οφείλει να αποδεικνύει, με νόμιμα δικαιολογητικά (τιμολόγια ή άλλα ισοδύναμα έγγραφα), ότι οι δαπάνες αυτές πράγματι κατεβλήθησαν προς εξόφληση αντίστοιχων αξιώσεων ευθέως συνδεομένων με τους σκοπούς της επένδυσης. Συνεπώς, νομίμως εν προκειμένω, η εκκαλούσα καταλογίστηκε με το σύνολο της καταβληθείσας επιχορήγησης, πλέον των αναλογούντων τόκων, δεδομένου ότι σύμφωνα με το ελεγκτικό πόρισμα, τα προσκομισθέντα τιμολόγια για την απόδειξη των επιχορηγηθεισών δαπανών για την προμήθεια εξοπλισμού και των μηχανημάτων, κρίθηκαν εικονικά ως προς την πραγματοποίηση των αναφερόμενων σε αυτά συναλλαγών, με συνέπεια οι συναλλαγές αυτές να μην επιβεβαιώνονται. Επίσης, λόγω του ουσιώδους χαρακτήρα της παρατυπίας αυτής και της μη επιλεξιμότητος του κυρίου μέρους των δαπανών του επενδυτικού σχεδίου (ποσού 345.000 ευρώ επί συνολικού προϋπολογισμού επενδυτικού σχεδίου 348.990 ευρώ), κατέστη μη επιλέξιμο και το λοιπό τμήμα των δαπανών λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα του σε σχέση με το κύριο φυσικό αντικείμενο, που κρίθηκε νομίμως, ως μη επιλέξιμο.
20. Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιληφθείσα της από […] αίτησης αναίρεσης, με την ανωτέρω 1328/2023 απόφασή της έκρινε ότι ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, εκτιμάται καθ’ ερμηνεία του δικογράφου ως λόγος αναθεώρησης και ότι στο δικόγραφο της ανωτέρω αίτησης αναίρεσης παραδεκτώς σωρεύεται και αίτηση αναθεώρησης. Ακολούθως, έκρινε αναγκαίο το χωρισμό, κατά το μέρος τούτο, του δικογράφου της αναίρεσης και παρέπεμψε για κρίση επί της ουσίας στο αρμόδιο προς εκδίκαση της αίτησης αναθεώρησης Τμήμα, ενώ απέρριψε τους λοιπούς προβαλλόμενους με την αίτηση αναίρεσης λόγους.
21. Με την κρινόμενη αίτηση, όπως τα όριά αυτής προσδιορίζονται από τον μοναδικό λόγο περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας προβάλλεται ότι, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποστεί από την 1014/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά τη συζήτηση της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. την από 28-11-2018 βεβαίωση της γραμματέως του Εφετείου Θεσσαλονίκης που έχει τεθεί στο σώμα της απόφασης, σύμφωνα με την οποία έχουν παρέλθει οι νόμιμες προθεσμίες άσκησης των ενδίκων μέσων κατ’ αυτής). Σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ήδη αιτούσας […] κηρύχθηκε αθώος για το αδίκημα της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση με την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει τις 150.000,00 ευρώ, ήτοι με περιστατικά που είναι ταυτόσημα με αυτά στα οποία ερείδεται η επιβολή της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης.
22. Ειδικότερα στο σκεπτικό της ως άνω ποινικής απόφασης αναφέρεται ότι «Με αφορμή έλεγχο του ΣΔΟΕ στην εταιρία με την επωνυμία […] για καταχώρηση εικονικών συναλλαγών ως λήπτριας εικονικών τιμολογίων συνολικού ποσού 90.000.000 ευρώ και τη συγκέντρωση σοβαρών ενδείξεων για εκτεταμένη και διαρκή φοροδιαφυγή εκ μέρους της άνω εταιρίας, ελέγχθηκαν και επιχειρήσεις που είχαν συναλλαχθεί με αυτήν κατά την ύποπτη περίοδο, μεταξύ των οποίων και η επιχείρηση του κατηγορουμένου, δηλαδή η […] της οποίας ο κατηγορούμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος, ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής. Η αιτίαση του ελεγκτικού μηχανισμού, ότι οι μεταξύ των δυο εταιριών συναλλαγές δεν ήταν πραγματικές αλλά εικονικές, στηρίζεται κυρίως στο γεγονός ότι η εταιρία του κατηγορουμένου δεν επέδειξε κατά τον έλεγχο το βιβλίο αγοράς παγίων, καθώς και ότι έχει προμηθευτεί από την […] τα περιγραφόμενα στα φερόμενα ως εικονικά τιμολόγια μηχανήματα (για την απόκτηση των οποίων δεν επέδειξε αρχικώς το βιβλίο αγοράς παγίων και στη συνέχεια επέδειξε βιβλίο στο οποίο όλες οι καταχωρήσεις έγιναν το έτος 2010, ενώ οι συναλλαγές έλαβαν χώρα από το έτος 2002 έως το έτος 2008) χωρίς να έχει καταβάλει στην πραγματικότητα το τίμημα αυτών, αφού το τελευταίο καταβαλλόταν σε τραπεζικό λογαριασμό της […] και σχεδόν αμέσως επιστρεφόταν στον τραπεζικό λογαριασμό είτε του κατηγορουμένου είτε της συζύγου του. Ωστόσο από το συνημμένο στην έκθεση ελέγχου πρωτόκολλο καταμέτρησης των αγορασθέντων παγίων (μηχανημάτων) αποδεικνύεται ότι από τα 27 συνολικά μηχανήματα που καταγράφονται σε αυτόν και αποκτήθηκαν με τα φερόμενα ως εικονικά τιμολόγια, ο έλεγχος δεν διαπίστωσε την παρουσία τριών και ειδικότερα δυο πάγκων φόρτωσης και ενός λεβητοστασίου θερμαινόμενης πρέσας, εκ μόνου του λόγου ότι οι δυο πάγκοι είχαν μετακινηθεί σε στεγασμένο διπλανό χώρο, ενώ το λεβητοστάσιο είχε τοποθετηθεί πάνω από τη θερμαινόμενη πρέσα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι πράγματι ανακυκλωθείσες καταβολές μετρητών, οι οποίες συνιστούν ισχυρή ένδειξη εικονικής συναλλαγής, οφείλονταν στο γεγονός ότι η αγορά των μηχανημάτων συνιστούσε επιδοτούμενη επένδυση και η αγοράστρια εταιρία έπρεπε να εμφανίσει ως εξοφληθέντα τα τιμολόγια για να λάβει την επιδότηση, ενώ στην […] παραδόθηκε μεγάλος αριθμός επιταγών που αντιστοιχούσε στο ποσό των τιμολογίων και οι οποίες εξοφλήθηκαν αργότερα μέσω τραπέζης. Οι επιταγές αυτές, οι οποίες προσκομίστηκαν στο ΣΔΟΕ από τον κατηγορούμενο δεν έγιναν αποδεκτές και δεν εκτιμήθηκαν ως στοιχεία στον σχετικό έλεγχο. Αντιστοίχως δεν εκτιμήθηκε και το από 8.1.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των δυο συναλλασσομένων εταιριών το οποίο θεωρήθηκε στις 7.5.2008, δηλαδή σε χρόνο ανύποπτο, από την ΔΟΥ […] και αφορά στην αγορά 4 μηχανημάτων, συνολικής αξίας 840.000 ευρώ. Επομένως, κατά την κρίση του δικαστηρίου, προέκυψε τόσο η απόκτηση των μηχανημάτων όσο και η εξόφληση του τιμήματός τους, ενώ ενδείξεις εικονικότητας ως προς το πρόσωπο του προμηθευτή ή το ποσό των τιμολογίων (π.χ. υπερτιμολόγηση) δεν προέκυψαν. Συνακόλουθα δεν αποδείχθηκε η συνδρομή των αναγκαίων στοιχείων της υποκειμενικής και της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων και επομένως ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί αθώος.».
23. Η ως άνω ποινική απόφαση την οποία η αιτούσα την αναθεώρηση εταιρεία δεν ήταν εφικτό να προσκομίσει κατά τη συζήτηση, στις 6-2-2018, της έφεσής της, συνιστά νέο κρίσιμο έγγραφο με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της παρούσας δίκης δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του (πρώην) Ι Τμήματος (1051/2018), αυτό για την απόρριψη της έφεσής της επί της επιβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης με ανάκτηση ερείδεται στην παραδοχή της διάπραξης από την ανωτέρω της πράξης αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και των επίμαχων τιμολογίων με βάση τα οποία αυτή έλαβε την επιδότησή της, παράβαση, η οποία φαίνεται να είναι ταυτόσημη μ’ αυτή για την οποία έκρινε το ποινικό δικαστήριο, το οποίο την απάλλαξε από την κατηγορία της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση με την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές. Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η παρούσα αίτηση και να εξαφανιστεί η 1051/2018 απόφαση του (πρώην)Ι Τμήματος, ακολούθως να εξεταστεί εκ νέου με συνεκτίμηση της ανωτέρω αμετάκλητης ποινικής απόφασης, η παρούσα υπόθεση (ΑΒΔ 58/2014) εντός των ορίων του γενόμενου δεκτού λόγου αναθεώρησης.
24. Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου το μεν ως διαδικαστική εγγύηση που αποτελεί έκφανση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου, το δε ως ουσιαστική εγγύηση, ήτοι ως στοιχείο της προσωπικότητάς του διωκόμενου προσώπου, που προωθεί το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειάς του (ΕΔΔΑ, Κώνστας κατά Ελλάδος, 24-5-2011, σκ.32). Περαιτέρω ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕυρωπαΪκής Ένωσης, ορίζει στο άρθρο 48 ότι: «1. Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο…» στο άρθρο 50 ότι «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική [αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο» και στο άρθρο 51 ότι «1. Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης (…) καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης όπως απονέμονται από τις Συνθήκες (….)». Επίσης στο άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ορίζεται ότι :« 1. Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση για την οποία αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού».
25. Με τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 5 του ν.4700/2020 « Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο….» ( Α΄ 127) ορίζεται ότι: «Το Δικαστήριο δεσμεύεται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύεται επίσης από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς τις διαπιστώσεις συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται η κρίση επί της ενοχής του κατηγορουμένου, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις καθώς και από τα βουλεύματα που αποφαίνονται αμετάκλητα να μη γίνει η κατηγορία, εκτός εάν η αθώωση ή η απαλλαγή στηρίχθηκε σε έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του νόμου στην ένδικη διαφορά ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου…».
Με την ως άνω διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.4700/2020, η οποία είναι ερμηνευτέα υπό το φως των ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων, το τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται ως δικονομική εγγύηση στη δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η αθώωση του κατηγορουμένου από το ποινικό δικαστήριο είναι στοιχείο της προσωπικότητάς του, το οποίο τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνει σεβαστό τόσο από τις διοικητικές όσο και από τις δικαστικές αρχές. Ειδικότερα μετά την αμετάκλητη αθώωση του προσώπου δεν υφίσταται πλέον τεκμήριο αλλά διαπιστωμένη μη ενοχή του, κρίση η οποία, ως προς το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, το συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του. Συνεπώς, το τεκμήριο αυτό μετά την αμετάκλητη αθώωσή του προσώπου μετενεργεί ως προς τις συνέπειές του στις μεταγενέστερες διαδικασίες, δικαστικές και μη.
26. Ειδικότερα το τεκμήριο αθωότητας επιβάλλει να ληφθεί υπόψη σε κάθε μεταγενέστερη διαδικασία η αθώωση του κατηγορουμένου για ορισμένο αδίκημα σε πρότερη ποινική διαδικασία( ΕΔΔΑ,Rushiti κατά Αυστρίας , 21-3-2000, Lamana κατά Αυστρίας, 10-7-2001, Teodor κατά Ρουμανίας, Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου – Τμήμα Μείζονος Σύνθ. 4-6-2013). Η αναγνώριση του τεκμηρίου αθωότητας ως προστατευτέου στοιχείου της προσωπικότητας του κατηγορουμένου επέτρεψε τη σταδιακή εφαρμογή του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ και σε δικαστικές διαδικασίες μη ποινικής φύσης, οι οποίες έπονται της ποινικής δίκης και είναι δυνατόν να αφορούν ζητήματα που δεν σχετίζονται ευθέως με την ποινική ευθύνη του προσφεύγοντος, όπως αυτή αναζητήθηκε στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, απόφαση δικαστηρίου που έπεται της τελικής (αμετάκλητης) αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και εάν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών ( ΕΔΔΑ, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος). Μεταγενέστερη δε της αμετάκλητης ποινικής απόφασης θεωρείται κάθε συναφής της κύριας ποινικής διαδικασίας δημοσιονομική δίκη, η οποία δεν έχει περατωθεί με την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης και είναι εισέτι εκκρεμής, έστω και κατ’ αναίρεση ( βλ. ΟλΕλΣυν 523/2021 σκ. 47).
27. Για την ενεργοποίηση της θεμελιώδους αυτής δικονομικής εγγύησης απαιτείται η επόμενη της ποινικής δικαστική διαδικασία να παρουσιάζει συνάφεια με αυτή, ήτοι να υφίσταται σύνδεσμος ανάμεσα στη προηγηθείσα ποινική και στη μη ποινική διαδικασία. Μόνο εφόσον ο σύνδεσμος αυτός επιβεβαιωθεί, τότε θα ελεγχθεί εάν η επίδικη μεταγενέστερη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, ήτοι εάν παραγνωρίζεται η προηγούμενη αμετάκλητη αθώωση του προσώπου αυτού. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ο προσφεύγων είναι αυτός που θα πρέπει να θεμελιώσει την ύπαρξη συνδέσμου ανάμεσα στην ολοκληρωθείσα ποινική δίκη και στην επακόλουθη δικαστική διαδικασία. Ο σύνδεσμος δε αυτός διαπιστώνεται όταν τα πραγματικά περιστατικά ή η καταλογισθείσα συμπεριφορά στη μη ποινική διαδικασία αποδείχθηκαν παρακολουθηματικά του αντικειμένου της προηγηθείσας ποινικής δίκης( βλ. ΕΔΔΑ Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, μειζ Σύνθεση,10-2-2009). Ειδικότερα, δέσμευση από το τεκμήριο αθωότητας ανακύπτει όταν σε δίκη επί δημοσιονομικής διαφοράς ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η τελευταία προϋποθέτει την εξέταση της προηγηθείσας κρίσης του ποινικού δικαστηρίου ή την εκ νέου εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε υπόψη του το ποινικό δικαστήριο. Η συνάφεια προϋποθέτει αυτοτελή κρίση του Δικαστηρίου κατόπιν ουσιαστικού ελέγχου των πραγματικών στοιχείων της διαφοράς.
28. Το δημοσιονομικό δικαστήριο επιλαμβανόμενο μετά την αμετάκλητη ποινική διαδικασία οφείλει να μην καταλήγει σε κρίσεις ή παραδοχές ή απλές αιτιολογίες που θέτουν υπό αμφισβήτηση το αμετακλήτως αθωωτικό αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας, έστω λόγω αμφιβολιών (βλ. ΟλΕλΣυν 379/2024,σκ.53, 271,1824/2019 και 124/2017). Εάν δε καταλήξει σε κρίση που αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, υποχρεούται να αιτιολογήσει τη διαφορετική του κρίση, κατά τρόπο ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες ως προς το σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής διαδικασίας. Εάν από την αιτιολογία της απόφασης του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως προκύπτει ότι η αθωωτική απόφαση αγνοήθηκε ή η κρίση του ισοδυναμεί επί της ουσίας με αμφισβήτηση της ορθότητας της ποινικής απόφασης ή με διαπίστωση της ενοχής του ενδιαφερόμενου προσώπου, λαμβανομένου υπόψη ότι οι όροι και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στην δικαστική απόφαση έχουν κρίσιμη σημασία ( βλ. ΕΔΔΑ, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας , 27-9-2007, Κώνστας κατά Ελλάδας, 24-5-2011, Rushiti κατά Αυστρίας, 21-3-2000, Lamana κατά Αυστρίας , 10-7-2001, Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 12-7-2013),τότε η μεταγενέστερη απόφαση ελέγχεται για την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. Για την ενεργοποίηση δε του τεκμηρίου αθωότητας και τον έλεγχο της πιθανής παραβίασης του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ θα πρέπει τα όργανα που καταλόγισαν να χρησιμοποίησαν τους ίδιους νομικούς χαρακτηρισμούς με το ποινικό δικαστήριο, δημιουργώντας εμφανή σύνδεσμο μεταξύ της ποινικής και της δημοσιονομικής δίκης και οι πράξεις για τις οποίες τα πρόσωπα αθωώθηκαν να έχουν την ίδια αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, ήτοι να είναι ταυτόσημες με αυτές που τους αποδίδονται για τον καταλογισμό εις βάρος τους, με συνέπεια, το Ελεγκτικό Συνέδριο να κρίνει ξανά, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαφοράς ενώπιον του, τη «βασιμότητα» των κατηγοριών ποινικής φύσης. Μόνο στην περίπτωση αυτή η δημοσιονομική δίκη χάνει την αυτοτέλειά της και η αποδοθείσα σε βάρος του καταλογιζόμενου προσώπου παραβατική συμπεριφορά αποκτά παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με το αντικείμενο της προηγηθείσας ποινικής δίκης( πρβλ. ΕΔΔΑ, Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος, σκ.88, ΟλΕλΣυν 271/2019, 740/2018,124/2017 και Εβδ. Τμήμ. 870/2023 σκ.20-24).
29. Κατά τα άρθρα 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179) «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις», όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο τέλεσης των πράξεων που αποδόθηκαν στην αιτούσα εταιρεία, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της φοροδιαφυγής δια της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά, αντικειμενικά μεν η αποδοχή από τον δράστη εικονικών φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικά δε, απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του υπαιτίου (με την ίδια ως άνω έννοια) ότι τα φορολογικά στοιχεία είναι εικονικά ή τη θέλησή του να αποδεχτεί τέτοια φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, καθώς και το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή. (βλ. ΑΠ 160/2022, 312/2021, 646/2020, 666/2019 κ.ά.). Περαιτέρω, το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 18 του π.δ. 186/1992 (Α΄ 84) με τίτλο «Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων», όπως αυτό προστέθηκε με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 16 του ν. 2992/2002 (Α΄54) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε ότι «2. (…) Ειδικά για την απόδειξη της συναλλαγής από το λήπτη φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 15.000 ευρώ και άνω απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή». Τόσο από το γράμμα όσο και από τον σκοπό της ανωτέρω φορολογικής διάταξης, όπως αποτυπώθηκε στη αιτιολογική έκθεση του ν. 2992/2002, προκύπτει ότι αυτή θεσπίστηκε χάριν του περιορισμού του φαινομένου των εικονικών συναλλαγών και της διασφάλισης των πραγματικών συναλλαγών (βλ. ΣτΕ 1887/2024 σκ. 8 και 9).
30. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της λήψης τιμολογίου εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή στην οποία αυτό αναφέρεται είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως, όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας (ΣτΕ 352/2016, 1405/2015, 116/2013, 505/2012 κ.ά.). Σε περίπτωση απόδειξης ανυπαρξίας της συναλλαγής, λόγω του ότι ο εκδότης του τιμολογίου είναι πρόσωπο συναλλακτικώς ανύπαρκτο, δεν είναι δυνατόν να τεθεί θέμα καλής πίστης του λήπτη του εικονικού στοιχείου (ΣτΕ 3336/2015, 721/2014, 4629/2014) ή ότι, ενόψει των επιχειρηματικών του δυνατοτήτων, όπως προκύπτουν από τη συνολική εκτίμηση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς και της φύσης και του κύκλου εργασιών του, δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει την επίμαχη παροχή, οπότε και πάλι ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου βαρύνεται ν’ αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής, υπό την έννοια ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή πραγματοποιήθηκε, πράγματι, μεταξύ αυτού και του φερόμενου ως εκδότη, έτσι όπως περιγράφεται στο τιμολόγιο (ΣτΕ 4039/2011 7μ., 972/2020, 1597/ 2019, 336/2018, 3340/2015 κ.ά.). Ωστόσο, η φορολογική αρχή δεν υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της. Τούτων έπεται ότι η τέλεση φορολογικής παράβασης περί τον Κ.Β.Σ. (τέτοια τυγχάνει και η λήψη εικονικού τιμολογίου) μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, βάσει όχι μόνον άμεσων αλλά και έμμεσων αποδείξεων (τεκμήρια), ήτοι εξ αντικειμενικών και συγκλινουσών ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης. Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων (ΣτΕ 1107/2021, ΔΕφΘεσ 255/2022, 764/2021, 387/2020, ΔΕφΑθ 4195/2020, πρβλ. ΣτΕ 1891-1892/2018 7μ., 884/2016 7μ., 1581, 1840/2020).
31. Με την προσκομισθείσα από την αιτούσα 1014/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ο ανωτέρω νόμιμος εκπρόσωπος αυτής αθωώθηκε αμετάκλητα από την αποδοθείσα σε βάρος του αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση, ήτοι για ταυτόσημη παράβαση, η οποία αφορά στην αποδοχή των συγκεκριμένων εικονικών φορολογικών στοιχείων που πιστοποιούν ανύπαρκτες συναλλαγές, μεταξύ των οποίων και των επίμαχων τιμολογίων που αποτέλεσαν τη βάση για την λήψη της επίμαχης χρηματοδότησης και συνακόλουθα τη νομική και ιστορική αιτία της επίδικης με την […] απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας δημοσιονομικής διόρθωσης με ανάκτηση συνολικού ύψους 198.909,73 ευρώ. Θεμελιώνεται δε εν προκειμένω, κατά την κρίση του Τμήματος, ο αναγκαίος σύνδεσμος – συνάφεια ανάμεσα στην προηγηθείσα ποινική διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε με την αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και της δημοσιονομικής δίκης ενόψει του ότι οι αποδοθείσες στο ως άνω πρόσωπο πράξεις στο πλαίσιο της κατηγορίας που του απαγγέλθηκε για το αδίκημα της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση δια της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές, μεταξύ των οποίων και των τιμολογίων βάσει των οποίων έλαβε την σχετική χρηματοδότηση, είναι όμοιες με αυτές που αποτέλεσαν την νομική και ιστορική βάση για την επιβολή της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης. Περαιτέρω η έλλειψη ταυτότητας μεταξύ του νομικού προσώπου και του φυσικού προσώπου κατά του οποίου κινήθηκε η ποινική διαδικασία δεν ασκεί εν προκειμένω ουσιώδη επιρροή, δοθέντος ότι η αθώωση του προσώπου για πράξεις που ενήργησε υπό την ιδιότητα του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας επηρεάζει άμεσα την αιτούσα, η οποία εν προκειμένω καταλογίστηκε λόγω των αποδοθεισών σ’ αυτόν πράξεων.( πρβλ. ΣτΕ Α Τμήμ. 156/2022).
32. Σημειωτέον ότι εν προκειμένω η αιτία της επιβολής της δημοσιονομικής διόρθωσης εδράζεται στο μοναδικό ελεγκτικό εύρημα της εικονικότητας των επίμαχων τιμολογίων, λόγω του οποίου προτάθηκε η ανάκτηση του συνολικού ποσού της επιχορήγησης κατά τα διαλαμβανόμενα στην από 9.10.2012 έκθεση έκτακτου ελέγχου (βλ. σκέψη 17 της παρούσας). Η αιτία αυτή ανατράπηκε, όπως προεκτέθηκε, μετά την αμετάκλητη αθωωτική κρίση του ποινικού δικαστηρίου, αφού αποδείχθηκε τόσο η απόκτηση των μηχανημάτων όσο και η επιγενόμενη πλήρης εξόφληση του συνολικού τιμήματος μέσω επιταγών, που αντιστοιχούσε στο ποσό των φερόμενων ως εικονικών τιμολογίων. Εν προκειμένω, ο συγκεκριμένος τρόπος εξόφλησης του τιμήματος δεν αποτέλεσε μία επιπρόσθετη αυτοτελή παράβαση, αλλά συνιστούσε απλά μία πρόσθετη ένδειξη εικονικότητας που κατέτεινε στην (έμμεση) απόδειξη ότι οι επίμαχες συναλλαγές είναι εικονικές, ενόψει του σκοπού της φορολογικής διάταξης του άρθρου 18 παρ.2 του π.δ. 186/1992. Ωστόσο, η ανωτέρω ένδειξη εικονικότητας κατέπεσε μετά την αμετάκλητη αθωωτική κρίση του ποινικού δικαστηρίου με την οποία αποδείχθηκε ότι οι συναλλαγές ήταν πραγματικές.
33. Συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι στην επίδικη υπόθεση δεσμεύεται από την εν λόγω αμετάκλητη αθωωτική απόφαση, μη δυνάμενο, εκτιμώντας τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, να κρίνει διαφορετικά, η δε εκδοθείσα εις βάρος της ήδη αιτούσας αριθμ. […] απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας που απώλεσε το νόμιμο αιτιολογικό της έρεισμα για την εικονικότητα των συγκεκριμένων τιμολογίων βάσει των οποίων η ανωτέρω έλαβε επιδότηση στο πλαίσιο του ΕΠ « Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας 2000-2006, μη νομίμως εκδόθηκε, γενομένου δεκτού του μοναδικού λόγου αναθεώρησης περί δέσμευσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου από το τεκμήριο αθωότητας.
34. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει δεκτή, να αναθεωρηθεί η 1051/2018 απόφαση του (πρώην) Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να επιστραφεί στην αιτούσα το νομίμως κατατεθέν υπέρ του Δημοσίου παράβολο, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα αυτής. Περαιτέρω, η από 7.2.2014 έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η […] απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αιτούσα του νομίμως κατατεθέντος υπέρ του Δημοσίου παραβόλου της έφεσης και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα αυτής επί της εφέσεως.
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την αίτηση αναθεώρησης.
Αναθεωρεί την 1051/2018 απόφαση του (πρώην) Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Δικάζει την από 7.2.2014 έφεση.
Δέχεται την έφεση.
Ακυρώνει την […] απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας.
Διατάσσει την επιστροφή στην αιτούσα του κατατεθέντος υπέρ του Δημοσίου παραβόλου της έφεσης και της αίτησης αναθεώρησης.
Απαλλάσσει το Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε σε τηλεδιάσκεψη, στις 4 Φεβρουαρίου 2025, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 295 παρ. 2 του ν. 4700/2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ-ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΚΟΥΛΟΥΜΠΙΝΗ
Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΦΟΡΤΣΕΡΑ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 13 Μαΐου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ-ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΥΛΟΥΜΠΙΝΗ ΜΑΡΙΑ ΦΟΡΤΣΕΡΑ