Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 3453/2019

Ενδικοφανής Προσφυγή – Μόνον οι λόγοι που προτάθηκαν με την ενδικοφανή προσφυγή προβάλλονται παραδεκτά με την εν συνεχεία ασκηθείσα προσφυγή κατά της πράξης που εκδίδεται επ’ αυτής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, εκτός αν πρόκειται για αυτεπάγγελτα εξεταζόμενους λόγους ή για νομικούς που δεν σχετίζονται με την έρευνα πραγματικών στοιχείων. Οι διατάξεις που άγουν σε περιορισμό του δικαιώματος άσκησης ενδίκου βοηθήματος θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Η μη επίκληση των λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής με το έγγραφο της ένστασης, αλλά η προβολή αυτών προφορικώς ενώπιον της Τ.Δ.Ε. δεν επιφέρει το απαράδεκτο της ενδικοφανούς προσφυγής. Αναστολή της λήξης προθεσμιών που τάσσονται από διοικητικούς νόμους, αν κατά τη λήξη τους συμβεί γεγονός που συνιστά ανωτέρα βία, η αναστολή αυτή διαρκεί όσο και το γεγονός αυτό. Τι συνιστά ανωτέρα βία.

Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 3453/2019

  1. Επειδή, στο άρθρο 4 του εκδοθέντος, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13 παρ.9 του αν.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ Α΄179), βασιλικού διατάγματος της 11.5/26.6.1954 «Περί Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών του Ι.Κ.Α» (ΦΕΚ Α΄134), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ.2 του ν.δ/ος 3710/1957 (ΦΕΚ Α΄100) και ισχύει τελικώς μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 48 του ν.2676/1999 (ΦΕΚ Α΄1), ορίζεται ότι: «Η Τ.Δ.Ε. ασκεί τις παρακάτω αρμοδιότητες : α) Αποφαίνεται επί των ενστάσεων κατά πάσης φύσεως αποφάσεων του διευθυντή του Υποκ/τος ΙΚΑ που αφορούν την ασφάλιση, τη διάρκεια της ασφαλιστικής σχέσης, τον υπολογισμό και την καταβολή των εισφορών, την πραγματοποίηση των ασφαλιστικών παροχών και οποιοδήποτε άλλο θέμα της αρμοδιότητάς του και περιλαμβάνει τον ουσιαστικό και νομικό έλεγχο της ορθότητας αυτών […]. Κατά τον έλεγχο η Τοπική Διοικητική Επιτροπή ερευνά ελευθέρως τα πραγματικά και νομικά της υπόθεσης στοιχεία. Δύναται για την ανεύρεση της αλήθειας να καλέσει οποιονδήποτε για τη λήψη πληροφοριών, να εξετάσει μάρτυρες […] να ζητήσει πληροφορίες από κάθε αρχή και να λάβει υπόψη της οποιοδήποτε έγγραφο στοιχείο, χωρίς να δεσμεύεται από τα υποβληθέντα έγγραφα […]». Εξάλλου, ο Κανονισμός Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (υπ’ αριθμόν 55575/Ι.479/ 1965 απόφαση του Υπουργού Εργασίας- ΦΕΚ Β΄ 816), ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 16 του αν.ν 1846/1951, ορίζει στο άρθρο 120 τα εξής: «1. Εν περιπτώσει αμφισβητήσεων γεννωμένων εξ αποφάσεως Διευθυντού Υποκαταστήματος επί θέματος εκ των εν τω προηγουμένω άρθρω περιλαμβανομένων (μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο καταλογισμός εισφορών) και υποβολής της υπό της παρ. 2 στοιχ. ζ΄ του άρθρ. 7 του Ν.Δ. 3710/57 προβλεπομένης ενστάσεως επιλαμβάνεται του ελέγχου της ορθότητος της αμφισβητουμένης αποφάσεως η Τ.Δ.Ε. […] 2. Η ένστασις υποβάλλεται εντός τριάκοντα ημερών από της κοινοποιήσεως της καθ` ης αύτη αποφάσεως του Διευθυντού του Υποκαταστήματος. 3. Η ένστασις υποβάλλεται εγγράφως, προκειμένου όμως περί ησφαλισμένου και προφορικώς, συντασσομένου εν τοιαύτη περιπτώσει υπό της υπηρεσίας σχετικού πρακτικού, όπερ πρωτοκολλούμενον αυθημερόν επέχει θέσιν εγγράφου αιτήσεως […]». Τέλος, στο άρθρο 63 παρ.3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.-Ν.2717/1999/ΦΕΚ Α΄97) ορίζεται ότι: «Στις περιπτώσεις που από το νόμο προβλέπεται, κατά της πράξης ή της παράλειψης, διοικητική προσφυγή, η οποία ασκείται, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ενώπιον του ίδιου ή ιεραρχικώς προϊσταμένου ή άλλου ειδικώς κατεστημένου, οργάνου, και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή της παράλειψης κατά το νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται για την ενδικοφανή προσφυγή […]. Το κατά τις προηγούμενες περιόδους απαράδεκτο του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής κατά πράξης ή παράλειψης κατά της οποίας προβλέπεται από το νόμο η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, δεν ισχύει αν η αρμόδια διοικητική αρχή παρέλειψε να ενημερώσει πλήρως, κατά οποιονδήποτε τρόπο, τον ενδιαφερόμενο, τόσο για την υποχρέωση, όσο και για τους όρους, άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής.».
    1. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η ένσταση που ασκείται ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) κατά αποφάσεων του Διευθυντή του οικείου Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α., συνιστά ενδικοφανή προσφυγή (βλ. ΣτΕ 1485/2010, 3137/2006, 3925/2001, 2168/1991 κ.α.), η άσκηση της οποίας αποτελεί, κατ’ άρθρον 63 παρ.3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), προϋπόθεση του παραδεκτού της εν συνεχεία τυχόν ασκηθείσας προσφυγής ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού πρωτοδικείου, η οποία ασκείται αποκλειστικά κατά της πράξης που εκδίδεται επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή κατά της παράλειψης της Τ.Δ.Ε. να αποφανθεί εντός της ως άνω ορισθείσας προθεσμίας. Η ανωτέρω ένσταση ασκείται εγγράφως, στην περίπτωση δε ασφαλισμένου, και προφορικώς, οπότε συντάσσεται από το αρμόδιο όργανο σχετικό πρακτικό υποβολής της.
      Εξάλλου, καταρχήν, πρέπει με την εν λόγω (έγγραφη) ενδικοφανή προσφυγή ο ενιστάμενος να προβάλει τους νομικούς ή ουσιαστικούς λόγους που ανάγονται σε πλημμέλειες της εκάστοτε προσβαλλόμενης απόφασης του Διευθυντή του Υποκαταστήματος, δεδομένου και του ότι, καταρχήν, μόνον οι λόγοι που προτάθηκαν με την ενδικοφανή προσφυγή προβάλλονται παραδεκτώς με την εν συνεχεία ασκηθείσα προσφυγή κατά της πράξης που εκδίδεται επ’ αυτής ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού πρωτοδικείου (ΣτΕ 2253/2017, 2613/2014, 1771/2012, 126/2002, 742/2001), εκτός αν πρόκειται για αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους λόγους ή για νομικούς λόγους που δεν σχετίζονται με την έρευνα πραγματικών στοιχείων (βλ.ΣτΕ 957/2017, πρβλ.ΟλΣτΕ 2050/ 1997, 1545/1975). Ωστόσο, οι ως άνω διατάξεις που άγουν σε περιορισμό του δικαιώματος άσκησης ενδίκου βοηθήματος θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Συνακόλουθα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ερμηνευόμενες, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, εάν ο ενιστάμενος προβάλλει τους εν λόγω ισχυρισμούς ακόμη και προφορικώς ενώπιον της Τ.Δ.Ε., η ένστασή του δεν ασκείται απαραδέκτως. Τούτο, δε, διότι, σε κάθε περίπτωση, με την άσκηση της ενστάσεως, η Τ.Δ.Ε. μπορεί για την ανεύρεση της αλήθειας να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως και να καλέσει οποιονδήποτε για τη λήψη πληροφοριών, να εξετάσει μάρτυρες, να ζητήσει πληροφορίες από κάθε αρχή και να λάβει υπόψη της οποιοδήποτε έγγραφο στοιχείο, χωρίς να δεσμεύεται από τα υποβληθέντα έγγραφα (βλ.ΔΕφΘεσ/κης 152/2016). Επιπλέον, διότι σκοπός τήρησης της εν λόγω προδικασίας είναι η εξασφάλιση στον ενιστάμενο της δυνατότητας να προβάλλει τους ισχυρισμούς του και να παραστεί κατά τη συζήτηση της ενστάσεώς του, προκειμένου να αναπτύξει αυτές και προφορικώς ενώπιον της Τ.Δ.Ε., ώστε αυτή να μπορέσει να εκφέρει την κρίση της μετά από εκτίμηση των εκατέρωθεν υποβαλλομένων ισχυρισμών και στοιχείων, γεγονός που συμβάλλει αποφασιστικά στην πλήρη διάγνωση της διαφοράς και στην ορθή λύση αυτής (πρβλ. ΣτΕ 1751/2009, 1710/2009, 1580/2004), (σκοπός) ο οποίος επιτυγχάνεται ακόμη και σε περίπτωση προφορικής επίκλησης των εν λόγω ισχυρισμών. Εξάλλου, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι η εγγράφως υποβαλλόμενη ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να εμπεριέχει σαφείς και συγκεκριμένους λόγους του ενιστάμενου κατά της σχετικώς εκδοθείσας πράξης, επί ποινή απαραδέκτου της ασκηθείσας στη συνέχεια προσφυγής, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, τη δυσκολία που παρουσιάζει για τους ασφαλισμένους ή τους εργοδότες η εξακρίβωση του αν προβλέπεται από την οικεία νομοθεσία ως υποχρεωτική η άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και οι προϋποθέσεις της ασκήσεώς της, και αφετέρου, ότι η παράλειψη άσκησης της ενστάσεως αυτής ή μη τήρηση των τύπων που προβλέπονται για την άσκησή της συνεπάγεται την απώλεια για τον ενιστάμενο του κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιώματός του προς παροχή εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, αφού η ασκηθείσα προσφυγή του καθίσταται απαράδεκτη, από τις ως άνω διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το φως των άρθρων 20 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος, αλλά και κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως, ανακύπτει υποχρέωση του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο είτε με την ίδια την πράξη που υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή είτε με το κοινοποιητικό της πράξεως αυτής έγγραφο, ότι κατ’ αυτής προβλέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, καθώς και για τις συνέπειες της παραλείψεως ασκήσεώς της (βλ. ΣτΕ 1616/1982, 4324/1985, 2902/1989 κ.α.). Ειδικότερα, αν προβλέπονται ουσιώδεις τύποι, η μη τήρηση των οποίων οδηγεί σε απαράδεκτο της ενδικοφανούς διαδικασίας και, εν τέλει, της προσφυγής, η υποχρέωση ενημερώσεως του διοικουμένου από τη Διοίκηση περιλαμβάνει εκτός των προαναφερθέντων (όργανα, προθεσμίες κ.λπ.) και μνεία του νομοθετικού καθεστώτος που διέπει την όλη διοικητική διαδικασία, καθώς και των συνεπειών που επέρχονται από τη μη προβολή ή τη μη προσήκουσα προβολή των σχετικών αιτιάσεων επί του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής (βλ.ΣτΕ 1394/2009, 3114/2010, 1109/2011, 3671/2012, 957/2017), διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν δύναται ο ενδιαφερόμενος να λάβει πλήρη γνώση των προϋποθέσεων παραδεκτού της ενστάσεως (ΣτΕ 2790/2006, 1710/2009).
      Συνέπεια των ανωτέρω είναι, επομένως, ότι εάν η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση δεν τηρήσει την υποχρέωσή της αυτή, η μη άσκηση ή η μη προσήκουσα άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής από τον ενδιαφερόμενο κατά της βλαπτικής των εννόμων συμφερόντων του πράξεως, δεν καθιστά, εκ του λόγου αυτού και μόνο, απαράδεκτη την από αυτόν ασκηθείσα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου προσφυγή. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε στον ουσιαστικό αποκλεισμό ή στην υπέρμετρη παρεμπόδιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.

Πρόεδρος: Μπουκουβάλα Βαρβάρα

ThanasisΜονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 3453/2019