Ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής – Εισαγωγή με δικόγραφο κλήσης της αξίωσης για την οποία εκδόθηκε ΕΔΠ – Δικαστικό ένσημο -. Εισαγωγή με δικόγραφο κλήσης της αξίωσης από σύμβαση δανείου για την οποία εκδόθηκε ΕΔΠ κατά του καθ’ ου κατοίκου Γερμανίας, ύστερα από την εμπρόθεσμη υποβολή από τον τελευταίο δήλωσης αντιρρήσεων. Μετάβαση στην κατ’ αντιδικία διαγνωστική διαδικασία σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις της χώρας προέλευσης. Εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αυτής αποτελεί η αίτηση του δανειστή για έκδοση ΕΔΠ. Παρέλκει η εκ νέου καταβολή δικαστικού ενσήμου, καθώς τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας δεν υπερβαίνουν τα έξοδα της διαγνωστικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη έκδοση ΕΔΠ.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, 6, 7, 12 παρ. 4, 16, 17 και 20 του Κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 [όπως τα άρθρα 7 παρ. 4 και 17 αντικαταστάθηκαν με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/2421 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2015], που εισάγει αμέσως ισχύον δίκαιο, το οποίο, στις σχέσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερισχύει κάθε διάταξης εσωτερικού δικαίου και διεθνούς σύμβασης, συνάγονται τα ακόλουθα: Με τον ανωτέρω Κανονισμό θεσπίστηκε ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Διαταγής Πληρωμής, κατά το πρότυπο του κεντροευρωπαϊκού συστήματος έκδοσης διαταγής πληρωμής της «μη απόδειξης». Ο θεσμός αυτός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, επί εκκαθαρισμένων, μη αμφισβητούμενων χρηματικών αξιώσεων που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από συμβατικές ενοχές, όπως είναι και η αξίωση του δανειστή για την απόδοση σε αυτόν του δανείου, κατά τον ορισθέντα για την απόδοσή του χρόνο, επί συμβάσεως ορισμένου χρόνου. Με τη διαδικασία έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής επιδιώκεται η είσπραξη χρηματικών αξιώσεων που είναι εκκαθαρισμένες και απαιτητές κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης από τον δανειστή, χωρίς να απαιτείται η προσκόμιση με την αίτηση αποδείξεων, αλλά αρκεί η περιγραφή σε αυτή των μέσων που την αποδεικνύουν. Πρόκειται για μονομερή διαδικασία, κατά την οποία ο καθ’ ου οφειλέτης δεν κλητεύεται και δεν ακούγεται, παρέχεται όμως σε αυτόν, ως εύλογο αντιστάθμισμα για τη μη ακρόασή του, το κατ’ άρθρο 16 του ΕΚ 1896/2006 τακτικό αμυντικό βοήθημα της υποβολής, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής σε αυτόν, δήλωσης αντιρρήσεων κατ’ αυτής, με κατάθεση ή αποστολή του τυποποιημένου εντύπου που παρατίθεται σε Παράρτημα του Κανονισμού, στη γραμματεία του εκδώσαντος αυτήν δικαστηρίου, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη επίδοση της δήλωσης αυτής στον αιτούντα δανειστή, ο οποίος λαμβάνει γνώση από τη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού. Με την υποβολή των αντιρρήσεων από τον καθ’ ου, ως προς την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, η μέχρι τότε μη αμφισβητούμενη αξίωση καθίσταται αμφισβητούμενη, οπότε παύει να υφίσταται το δικαιολογητικό θεμέλιο της εκδόσεως της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και οι προϋποθέσεις για την έκδοση αυτής, αφού στο πεδίο εφαρμογής του άνω Κανονισμού εμπίπτουν μόνο οι μη αμφισβητούμενες αξιώσεις. Έτσι η διαδικασία της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής περατώνεται και η κήρυξη της εκτελεστότητας της διαταγής ματαιώνεται οριστικά (αιτιολογική σκέψη 24 του Κανονισμού, ΔΕΚ Golbert Spotwetten GmbH vs Massimo Sperindeo της 13.6.2013), χωρίς μάλιστα να απαιτείται εξειδίκευση και αιτιολόγηση των διαλαμβανόμενων στη σχετική δήλωση αντιρρήσεων, αφού και αυτή μόνη η δήλωση με το ελάχιστο περιεχόμενο της αντίρρησης θεωρείται αρκετή και η διαδικασία συνεχίζεται στην κατ’ αντιδικία διαγνωστική διαδικασία, ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης (ήτοι του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκδοθεί η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής), κατ’ εφαρμογή των δικονομικών κανόνων του κράτους-μέλους προέλευσης, εκτός εάν ο αιτών την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία στην περίπτωση υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων εκ μέρους του καθ’ ου. Αντικείμενο της κατά τα άνω διαγνωστικής διαδικασίας θα είναι η διάγνωση της βασιμότητας και η επιδίκαση της αξίωσης του δανειστή, όπως αυτή διαλαμβάνεται στο έντυπο της αίτησης του δανειστή για την έκδοση της διαταγής, την οποία πλέον ο δανειστής καλείται να συμπληρώσει ως προς τα στοιχεία που απαιτούνται για το ορισμένο της αντίστοιχης αγωγής, είτε με την κατάθεση αγωγικού δικογράφου που θα επιδίδεται στον καθ’ ου-οφειλέτη, με το οποίο θα προβαίνει ο δανειστής σε συγκεκριμένο προσδιορισμό της αξίωσής του, χωρίς όμως να αποκλείεται, χάριν της οικονομίας της δίκης, η ανάπτυξη σε αυτό νέας δέσμης παρεμφερών με τα αρχικά πραγματικών περιστατικών ή η υποβολή νέου κύριου ή παρεπόμενου αιτήματος είτε μπορεί ο αιτών με τις προτάσεις του ή ακόμη και με προφορική δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου, που καταχωρείται στα πρακτικά, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή ακόμη και να διορθώσει τους ισχυρισμούς του δίχως να μεταβάλει την ιστορική τους βάση, καθόσον εισαγωγικό δικόγραφο αυτής της διαδικασίας είναι η αίτηση του δανειστή για έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και όχι η δήλωση αντιρρήσεων του οφειλέτη. Επομένως, η διαδικασία της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής αποβαίνει τελικά προπαρασκευαστικό στάδιο της κατ’ αντιδικία διαδικασίας, που λαμβάνει χώρα σαν να μην είχε προηγηθεί η έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, η δε απόφαση που θα εκδοθεί, θα ασχολείται ουσιαστικά με τη βασιμότητα της αξίωσης, την οποία θα αναγνωρίζει ή όχι και δεν μπορεί να αποφαίνεται για την ακύρωση ή εξαφάνιση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων έκδοσής της ή αντίθετα περί επικύρωσής της (βλ. Ποδηματά, Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής, 2011, σελ. 48, 51, 53, 54, 55, 57, 62, 64, 67, 68, 81, 91, 95, 96, 143, 144, 147, 148, 151, 155, 160, 161, 162, 173, 174, 175, Στέφανο Στ. Πανταζόπουλο, Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2012, σελ. 226, 227, 229, Παπαστάμου X., Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής ως εργαλείο του σύγχρονου δικηγόρου για το χειρισμό διασυνοριακών αστικών διαφορών, ΝοΒ 2011.498 επ., Γιαννόπουλο Π., Κανονισμός 1896/2006 για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, ΕΠολΔ 2008.134 επ., Καράμερο Σ., Ο Κανονισμός 1896/2006 για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, ΕλΔνη 2008.339 επ. – βλ. και ΜΠρΘεσ 3208/2016 ΕΠΙΣΚΕΔ 2017, 351-365). Τέλος, σύμφωνα με το Προοίμιο του Κανονισμού 1896/2006 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 και 2 αυτού, όπως η παρ. 1 του άρθρου 25 αντικαταστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2421/2015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2015, «(15) Η υποβολή αίτησης για ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής θα πρέπει να συνεπάγεται την καταβολή τυχόν προβλεπομένων δικαστικών εξόδων» και «1. Όταν, σε ένα κράτος μέλος, τα δικαστικά έξοδα για αστικές δικαστικές διαδικασίες κατά την έννοια των στοιχείων α) ή β) του άρθρου 17 παράγραφος 1, κατά περίπτωση, είναι ισοδύναμα ή υψηλότερα από εκείνα της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαταγής πληρωμής, το σύνολο των δικαστικών εξόδων για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και για τη διαδικασία που ακολουθεί σε περίπτωση δήλωσης αντιρρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1, δεν υπερβαίνει τα έξοδα των εν λόγω διαδικασιών χωρίς προηγούμενη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής στο εν λόγω κράτος μέλος. Δεν επιβάλλονται πρόσθετα δικαστικά έξοδα σε κράτος μέλος για αστικές δικαστικές διαδικασίες που ανακύπτουν σε περίπτωση δήλωσης αντιρρήσεων σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β) του άρθρου 17 παράγραφος 1, κατά περίπτωση, εάν τα δικαστικά έξοδα για τις συγκεκριμένες διαδικασίες στο εν λόγω κράτος μέλος είναι χαμηλότερα από τα έξοδα της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα δικαστικά έξοδα περιλαμβάνουν τα καταβλητέα στο δικαστήρια έξοδα και τέλη, το ποσό των οποίων καθορίζεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο».
Στην προκειμένη περίπτωση, ο καλών-αιτών, με την από 30.1.2018 κλήση του, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2578/2008/2.2.2018, εισάγει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (κατ’ άρθρο 17 παρ. 1 ΕΚ 1896/2006) την εκ συμβάσεως δανείου αξίωσή του κατά του καθ’ ου η κλήση, για την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5079/31.3.2017 ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής του παρόντος Δικαστηρίου, εκθέτοντας ότι την 30 Δεκεμβρίου 2008 συνήφθη, μεταξύ αυτού και του καθ’ ου η αίτηση για την έκδοση της προρρηθείσας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής-καθ’ ου η κλήση, σύμβαση δανείου ύψους 60.000,00 ευρώ, το οποίο ο αιτών-καλών κατέβαλε στον αντισυμβαλλόμενό του εν μέρει τοις μετρητοίς και εν μέρει δια καταθέσεων στον υπ’ αριθ. [¦..] τραπεζικό λογαριασμό που ο τελευταίος διατηρούσε στην τράπεζα [.], συμφωνηθέντος ρητώς ότι ο καθ’ ου δανειολήπτης θα αποδώσει το ποσό του δανείου στον αιτούντα-καλούντα το αργότερο μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2009 κι ότι σε περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν εκπλήρωνε την υποχρέωσή του αυτή, θα όφειλε τόκους. Ότι επειδή ο καθ’ ου δεν απέδωσε στον αιτούντα το δάνειο κατά την άνω ορισθείσα δήλη ημέρα, ο αιτών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την υπ’ αριθ. 4055/ 15.3.2017 αίτηση έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής για την ανωτέρω αξίωσή του κατά του καθ’ ου, χωρίς να δηλώσει ότι αντιτίθεται στη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον των αρμοδίων Ελληνικών δικαστηρίων, σε περίπτωση υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων εκ μέρους του καθ’ ου. Ότι επί της προρρηθείσας αιτήσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5079/31.3.2017 ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, με την οποία υποχρεωνόταν ο καθ’ου να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό των 60.000,00 ευρώ για κεφάλαιο, το ποσό των 34.830,26 ευρώ για τόκους χρονικού διαστήματος από 1.1.2010 έως 15.3.2017 και ποσό 1.138,96 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη (συμπεριλαμβανομένου και του εκ μέρους του αιτούντος καταβληθέντος δικαστικού ενσήμου), ήτοι συνολικό ποσό 95.969,22 ευρώ. Ότι την 11.5.2017 επιδόθηκε νομότυπα στον καθ’ ου αυτή, η ανωτέρω υπ’ αριθ. 5079/31.3.2017 ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, ακολούθως, δε, ο καθ’ ου υπέβαλε νόμιμα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης το από 7.7.2017 έντυπο αντιρρήσεων κατά της ως άνω ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006, με αποτέλεσμα να απορριφθεί το εκ μέρους του αιτούντος αίτημα για κήρυξη της εκτελεστότητας της ανωτέρω ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο καλών – αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 4055/2017 αίτησή του για έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως αυτή προσδιορίστηκε κατά περιεχόμενο με την ένδικη κλήση του, να υποχρεωθεί ο καθ’ ου η κλήση-καθ’ ου η υπ’ αριθ. 5079/31.3.2017 ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής να του καταβάλει το ποσό των 60.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από 1.1.2010 και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως και να καταδικασθεί ο καθ’ ου στην εν γένει δικαστική του δαπάνη (ήτοι τόσο για την παρούσα δίκη όσο και για τη διαδικασία έκδοσης της άνω ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής) και την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του. Τέλος, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του, υπέβαλε παραδεκτά και το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα του επιφέρει σημαντική ζημία. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, το υπό κρίση δικόγραφο, ήτοι η υπ’ αριθ. κατάθεσης 4055/2017 αίτηση έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως προσδιορίστηκε κατά περιεχόμενο με την ένδικη κλήση, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κανονισμού 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με τον Κανονισμό 2421/2015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2015, δοθέντος ότι όπως εκθέτει ο αιτών, δεν είχε ζητήσει κατά την υποβολή της άνω αιτήσεώς του να λήξει η σχετική διαδικασία σε περίπτωση υποβολής αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής εκ μέρους του καθ’ ου, η νομότυπη δε υποβολή των άνω αντιρρήσεων συνεπάγεται την υπαγωγή της διαφοράς στην κατ’ αντιδικία διαγνωστική διαδικασία, ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης (ήτοι του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκδοθεί η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής), κατ’ εφαρμογή των δικονομικών κανόνων του κράτους-μέλους προέλευσης, εν προκειμένω της Ελλάδας, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση. Περαιτέρω, η αίτηση, όπως προσδιορίστηκε κατά περιεχόμενο με την ένδικη κλήση, είναι επαρκώς ορισμένη, κατ’άρθρο 216 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 806 έως 808 ΑΚ και νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης διατάξεις, καθώς και σε αυτές του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008, σε συνδυασμό και με τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000, των άρθρων 806-808 ΑΚ, δοθέντος ότι συμφωνήθηκε ρητώς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ότι οποιαδήποτε διαφορά ή απαίτηση απορρέει αμέσως ή εμμέσως από την ένδικη σύμβαση δανείου και το αντικείμενό της διέπεται από το ελληνικό δίκαιο (βλ. όρος αρ. 3 παρ. 1 της από 30.12.2008 έγγραφης σύμβασης δανείου μεταξύ των διαδίκων), του άρθρου 176 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 25 του Κανονισμού 1896/2006, όπως η παρ. 1 του άρθρου 25 αντί καταστάθηκε με τον Κανονισμό 2421/2015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2015, και των άρθρων 907, 908 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι κατά την υποβολή της με αριθμό 4055/15.3.2017 αίτησης του καλούντος-αιτούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το e-Παράβολο με κωδικό ¦..) και συνεπώς, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη, ενόψει του ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού 1896/2006, τα δικαστικά έξοδα και τέλη της διαδικασίας για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής και της αστικής δικαστικής διαδικασίας που ακολουθεί σε περίπτωση υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής σε κράτος μέλος, δεν υπερβαίνουν τα δικαστικά έξοδα αστικής δικαστικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής στο εν λόγω κράτος μέλος, σε συνδυασμό και με το ότι εισαγωγικό δικόγραφο της κατ’ αντιδικία διαδικασίας αποτελεί η αίτηση για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, δεν απαιτείται εκ νέου καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Περαιτέρω, έχει κατατεθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος-καλούντος το ¦.. /10.6.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Από την ερημοδικία του καθ’ ου συνάγεται τεκμήριο ομολογίας απ’ αυτόν των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της κρινόμενης αίτησης, όπως αυτή προσδιορίστηκε περαιτέρω κατά περιεχόμενο με την ένδικη κλήση του αιτούντος, καθώς τα πραγματικά αυτά περιστατικά είναι δεκτικά ομολογίας. Αφού, λοιπόν, δεν υπάρχει κάποια ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, αποδεικνυομένων πλήρως των πραγματικών ισχυρισμών που περιέχονται στο άνω δικόγραφο, όπως παραδεκτώς προσδιορίστηκε κατά περιεχόμενο με την ένδικη κλήση, καθόσον θεωρούνται ομολογημένοι από μέρους του ως άνω ερήμην δικαζόμενου καθ’ ου η αίτηση-καθ’ ου η κλήση, σύμφωνα με το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, να υποχρεωθεί ο καθ’ ου η αίτηση-καθ’ου η κλήση να καταβάλει στον αιτούντα-καλούντο το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000,00) ευρώ νομιμοτόκως από την 1.1.2010 και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως και να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον αιτούντα (άρθρα 907 και 908 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, ακόμη, λόγω της ερημοδικίας του καθ’ου η αίτηση-καθ’ου η κλήση, να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από μέρους του κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος-καλούντος, στα οποία περιλαμβάνονται τόσο τα έξοδα της παρούσας δίκης όσο και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε ο αϊτών κατά τη διαδικασία έκδοσης της άνω αναφερόμενης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, καθώς και η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, πρέπει να επιβληθούν στο σύνολό τους, υπό τους ορισμούς του άρθρου 25 του Κανονισμού 1896/2006, σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση-καθ’ ου η κλήση, λόγω της ήττας του τελευταίου στην παρούσα δίκη (ΚΠολΔ 176 και 191 παρ. 2), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.