Απάτη – Πρόσληψη σε θέση εργασίας εξ αιτίας της υποβολής πλαστού τίτλου σπουδών – Έλλειψη νόμιμης βάσης – Κατ’ εξακολούθηση έγκλημα – Νόμος για τους καταχραστές του Δημοσίου -. Επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή ενός επιδόματος ή μισθού, δεν συντρέχει περίπτωση κατ’ εξακολούθηση τέλεσης της απάτης. Για να υπάρξει εξακολουθούν έγκλημα, θα πρέπει να διαπράττεται κάθε φορά μια νέα αυτοτελής απάτη.
Επιπλέον, όταν η εξαπάτηση είναι το αποτέλεσμα της θετικής ενέργειας της ψευδούς παράστασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεχίζεται με τη μορφή της παράλειψης άρσης της πλάνης του θύματος, ως ένα δήθεν έγκλημα μη γνήσιας παράλειψης. Στην περίπτωση που κάποιος, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο επιτύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, παρόλο που δεν έχει τα νόμιμα προσόντα για την θέση αυτή, η ζημιά του Δημοσίου από την καταβολή σε αυτόν αποδοχών της θέσης που παράνομα κατέλαβε, ισοσταθμίζεται από την παροχή της εργασίας του, με συνέπεια να μην υφίσταται βλάβη. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για απάτη λόγω εσφαλμένης εφαρμογής (εκ πλαγίου παράβασης) του άρθρου 386 ΠΚ, γιατί ενώ δέχεται ότι η προσληφθείσα με πλαστό πιστοποιητικό υπάλληλος παρείχε εργασία, δέχεται την ύπαρξη ζημίας του εξαπατηθέντος ΝΠΔΔ (Αντίθετη μειοψηφία: βλάβη που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά συντρέχει όταν το περιουσιακό αντιστάθμισμα είναι όχι μόνο ισάξιο αλλά και νόμιμο και επίσης μπορεί να συμψηφισθεί με τη ζημία). |
Αριθμός 3/2019 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Μαρία Χυτήρογλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπροέδρους, Ασπασία Μαγιάκου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Σοφία Ντάντου, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Τζιούβα, Διονυσία Μπιτζούνη, Πέτρο Σαλίχο, Ιωάννη Φιοράκη, Παρασκευή Καλαϊτζή, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Τζανακάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Γεώργιο Αποστολάκη, Αρετή Παπαδιά, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κυριάκο Οικονόμου, Ευφροσύνη Καλογεράτου – Ευαγγέλου, Σοφία Τζουμερκιώτη, Γεώργιο Δημάκη, Λάμπρο Καρέλο, Μαρία Βασδέκη, Ανθή Γκάμαρη – Εισηγήτρια, Ζαμπέτα Στράτα, Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Σταματική Μιχαλέτου, Στυλιανό Δαρέλλη, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Κωνσταντίνο Παναρίτη, Ζωή Κωστόγιαννη – Καλούση, Χρυσούλα Φλώρου – Κοντοδήμου και Γεώργιο Κόκκορη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει τις αιτήσεις της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Δ. Τ. του Χ., κατοίκου …, η οποία παρέστη με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο και Γεώργιο Σινέλη, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. …/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου …. Με πολιτικώς ενάγον το Ν.Π.Δ.Δ. “…….”, νομίμως εκπροσωπούμενο, το οποίο δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο … με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και η αναιρεσείουσα – κατηγορούμενη, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στις με α) από …/2018 και με αριθμό …/2018 και β) από …/2019 αιτήσεις αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2019. Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου (Ζ’ Ποινικό Τμήμα), που παρέπεμψε την υπόθεση στην Πλήρη Ποινική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους της αναιρεσείουσας οι οποίοι ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί αθώα η κατηγορούμενη – αναιρεσείουσα για την πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η ζημία, που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, που φέρεται ότι τέλεσε, στο …, το χρονικό διάστημα από 13.5.1996 έως 31.7.2015. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την 466/2019 ομόφωνη απόφαση του Z’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2β του Ν. 1756/1988, όπως ισχύει, και το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν.3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ, ως προς τις ποινικές υποθέσεις (άρθρο 111 παρ. 1 περ.θ του Ν. 1756/1988), οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Ε ΚΠΔ πρώτος και τρίτος λόγοι της από 19-11-2018 αίτησης αναίρεσης, καθώς και οι συμπληρωματικοί επ’ αυτών πρώτος και τελευταίος λόγοι της από 15-1-2019 αίτησης αναίρεσης (συμπληρωματικής), της αναιρεσείουσας Δ. Τ., με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη 295/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας (με αυτήν η αναιρεσείουσα καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 10 ετών, με ελαφρυντικό, για απάτη κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος ΝΠΔΔ, με όφελος και ζημία που υπερβαίνουν τα 150.000 ευρώ και με επιβαρυντικές περιστάσεις), για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ευθέως και εκ πλαγίου των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 17, 98 και 386 ΠΚ, προς επίλυση των αναφερόμενων στο σκεπτικό της απόφασης αυτής (ΑΠ 466/2019) νομικών ζητημάτων, ως εξαιρετικής σημασίας και γενικότερου ενδιαφέροντος. Συγκεκριμένα δε, η παραπομπή έγινε για τα ζητήματα, σε περίπτωση που κάποιος, εξαπατώντας του αρμόδιους υπαλλήλους του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ με πλαστό τίτλο σπουδών, προσληφθεί και παρέχει εργασία, λαμβάνοντας κάθε μήνα ή δεκαπενθήμερο το μισθό του, α) αν αυτός διαπράττει άπαξ απάτη με τη χρήση του πλαστού τίτλου σπουδών και την παραπλάνηση των αρμοδίων υπαλλήλων με την ψευδή παράσταση ότι έχει το τυπικό προσόν των σπουδών να τον προσλάβουν και να τον μισθοδοτούν ή αν διαπράττει περισσότερες κατ’ εξακολούθηση πράξεις απάτης κάθε φορά που εισπράττει το μισθό του, με παρασιώπηση του γεγονότος ότι προσλήφθηκε χωρίς να διαθέτει το τυπικό προσόν των σπουδών, κατόπιν εξαπάτησης με την χρήση πλαστού τίτλου σπουδών, λόγω της έκδοσης διαφορετικών επί του ζητήματος αυτού αποφάσεων και β) όταν αυτός έχει τα απαιτούμενα ουσιαστικά προσόντα και δύναται να προσφέρει την εργασία για την οποία προσλήφθηκε, αν υπάρχει η απαιτούμενη ζημία του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ, ενόψει της προσφερόμενης σ’ αυτό εργασίας έναντι του καταβαλλόμενου μισθού και αν από την παροχή εργασίας ισοσταθμίζεται πλήρως η βλάβη που υφίσταται το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ από το μισθό που καταβάλλει. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, “όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται …αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου “επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών” α).. β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000 ευρώ), όπως αυτό αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 24 του ν. 4055/2012), (προηγουμένως το ποσό ανερχόταν σε 73,000 ευρώ). Αν δε η απάτη στρέφεται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των λοιπών νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του ΠΚ, και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε σ’ αυτά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, τότε κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν 1608/1950 (όπως ήδη ισχύει μετά από τροποποιήσεις) επιβάλλεται κάθειρξη και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος β) εν γνώσει, υπό την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό, στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Η κατά τα άνω παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση – απόκρυψη – παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και από τους οποίους οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως, με την παράλειψη δηλαδή ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου. Η πράξη εξαπάτησης πρέπει να κατευθύνεται στην πρόκληση ή διατήρηση πλάνης σε άλλον, η οποία όμως δεν προκλήθηκε προηγουμένως σ’ αυτόν από το δράστη με διαφορετικό από τους υπαλλακτικώς αναφερόμενους τρόπους τέλεσης της απάτης. Με την έκφραση “διατήρηση πλάνης” δεν εννοείται κατ’ ακριβολογία η διατήρηση μιας αρχικά υφιστάμενης αμετάβλητης παράστασης, αλλά παράλειψη του δράστη να αποτρέψει ή να άρει επιγενόμενη πλάνη, οφειλόμενη στο ότι ο διαθέτων θεωρεί υφιστάμενη μία κατάσταση, η οποία όμως στην πραγματικότητα έχει εν τω μεταξύ μεταβληθεί. Περιουσία, νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διάθεσης που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης θεωρείται, ενόψει του άρθρου 17 ΠΚ, ο χρόνος, κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν τους υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τέλεσης της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη η ανοχή του παραπλανηθέντα. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει, ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους. Έτσι, προκειμένου περί απάτης, τότε μόνο υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της απόφασης προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης και όχι περισσότερες εξακολουθητικώς τελούμενες, όταν συνεπεία της άπαξ προκληθείσας πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Έτσι, επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή ενός επιδόματος ή μισθού δεν συντρέχει περίπτωση κατ’ εξακολούθηση τέλεσης της απάτης, αφού, για να υπάρξει εξακολουθούν έγκλημα, θα πρέπει να διαπράττεται κάθε φορά μια νέα αυτοτελής απάτη. Εξάλλου, όταν η εξαπάτηση είναι το αποτέλεσμα της θετικής ενέργειας της ψευδούς παράστασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεχίζεται με τη μορφή της παράλειψης άρσης της πλάνης του θύματος, ως ένα δήθεν έγκλημα μη γνήσιας παράλειψης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη μετατροπή κάθε στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές και κάθε εγκληματική ενέργεια σε σύνθετη συμπεριφορά (ενέργειας και παράλειψης), που έχει ως συνέπεια η διάπραξή της να διαρκεί για όσο χρονικό διάστημα δεν επέρχονται ακόμη τα τελικά αποτελέσματά τους. Έτσι, σε περίπτωση που η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση, την οποία επιχειρεί, προκαλείται με θετική ενέργεια, η παράλειψη άρσης αυτής της διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Δεν δημιουργείται δε υποχρέωση άρσης της ήδη επελθούσας πλάνης που οδηγεί σε διαδοχικές διαθέσεις και διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, που αντιστοιχούν στο συνολικό όφελος, στο οποίο απέβλεπε ο δράστης με την άπαξ επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και που εντάσσονται σε ένα και το αυτό έγκλημα απάτης, με το οποίο δεν δημιουργείται κάποιος άλλος κίνδυνος για κάποιο άλλο αγαθό, αλλά είναι το ίδιο περιουσιακό αγαθό του τρίτου με το ίδιο υλικό αντικείμενο που πλήττεται στην ίδια έκταση, δηλ. στο ίδιο ποσό, στο οποίο εξ αρχής απέβλεψε ο δράστης ως περιουσιακό όφελος. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση που η περιουσιακή διάθεση και η εξ αυτής βλάβη δεν επέρχεται ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της παραπλανητικής συμπεριφοράς και την εξ αυτής προκληθείσα πλάνη αλλά μεταγενέστερα, να δημιουργείται, από το χρονικό σημείο της επελθούσας πλάνης, αμέσως υποχρέωση του δράστη, λόγω προηγούμενης επικίνδυνης κατάστασης που ο ίδιος δημιούργησε, να αποτρέψει την περιουσιακή διάθεση, στην οποία όμως απέβλεπε με την αμέσως προηγηθείσα συμπεριφορά του. Συνακολούθα, επί απάτης,που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος και η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση πραγματώθηκε με θετική ενέργεια, ήτοι με την άπαξ θετική απατηλή συμπεριφορά της παράστασης ψευδούς γεγονότος, ως αληθινού, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι συνεχίζεται με τη μορφή του διαφορετικού υπαλλακτικού τρόπου της παρασιώπησης ήτοι της παράλειψης ανακοίνωσης του αληθινού γεγονότος και με τη δημιουργία έτσι νέα πλάνης, κάθε φορά που εισπράττει το μισθό του, που όμως αυτή έχει ήδη επέλθει με την αρχική επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και να αποτελεί έτσι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, αν δεν διαπράττεται κάθε φορά νέα αυτοτελής απάτη, με την πρόκληση νέας και διαφορετικής βλάβης στην περιουσία του παθόντος. Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε’ του ΚΠΔ, η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (OA ΑΠ 2/2011,Ολ ΑΠ 3/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, το δικάσαν κατ’ έφεση, Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, με την προσβαλλόμενη 295/2018 απόφασή του,, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ’ είδος, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η κατηγορουμένη, μόνιμη υπάλληλος κλάδου ΥΕ – Βοηθητικού Προσωπικού (καθαρίστρια), προσκόμισε ως δικαιολογητικό για τον διορισμό της. ύστερα από το ΔΥΙγ/οικ. …88/11-1-1995 έγγραφο που αφορούσε προκήρυξη πλήρωσης θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου ΥΕ σε Κρατικούς Παιδικούς Σταθμούς και Κρατικούς Βρεφονηπιακούς Σταθμούς αρμοδιότητας τότε του Υπουργείου Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πιστοποιητικό του 58ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά (τίτλο σπουδών), όπου εμφάνιζε ότι δήθεν ήταν απόφοιτος της ΣΤ’ τάξης Δημοτικού Σχολείου. Με το υπ’ αριθμ. ….38/10-12-2014 έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Ανθρωπίνου Δυναμικού, ο προαναφερόμενος τίτλος σπουδών εστάλη προς επιβεβαίωση της γνησιότητας του στη Δ/νση Α/θμιας εκπαίδευσης Πειραιά και με το με αριθμό 1….28/11 -2- 2014/17-3-2015 έγγραφο της; η εν λόγω Δ/νση: γνωστοποίησε ότι η κατηγορουμένη έχει φοιτήσει μόνο μέχρι την Ε’ τάξη του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά κατά το σχολικό έτος 1977 – 1978 και ως εκ τούτου προέκυψε ότι είναι παραποιημένη η φοίτησή της, δήθεν, στη ΣΤ” τάξη. Ειδικότερα η κατηγορουμένη Τ. – Σ. Δ. του Χ., στη …, στις 13- 05-1996, ενεργώντας με πρόθεση, νόθευσε το με αριθμό …9/02-G3-1995 πιστοποιητικό (εξωσχολικής χρήσης) του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά διαγράφοντας από αυτό το στοιχείο φοίτησης “Ε’ τάξη” και αναγράφοντας επ’ αυτού στη θέση του το στοιχείο “Στ’ τάξη” με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του τρίτους ότι αυτή κατά το σχολικό έτος 1977-1978 έχει φοιτήσει μέχρι και την ΣΤ’ Τάξη του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά και ότι συνεπώς διέθετε τα τυπικά προσόντα του απόφοιτου δημοτικού, προκειμένου να συμμετάσχει σε διαγωνισμό πρόσληψης τακτικού προσωπικού σε θέση κλάδου ΥΕ βοηθητικών προσωπικών (καθαρίστρια) στον Γ’ Κρατικό Παιδικό Σταθμό Νέας Ιωνίας, ο οποίος προκηρύχθηκε με την αριθμό …86/11-01-1995 προκήρυξη κλήρωσης θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου ΥΕ σε Κ.Π.Σ. και Κ.Β.Σ του Υπουργείου Υγείας και Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στη συνέχεια, την ίδια ημέρα (στις 13-05-1996) έκανε χρήση του πλαστού τούτου εγγράφου και το κατέθεσε στην αρμόδια επιτροπή του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμό Νέας Ιωνίας, μεταξύ άλλων δικαιολογητικών, παραπλανώντας την Επιτροπή αυτή, η οποία μετά την εξέταση των τυπικών και ειδικών της προσόντων την επέλεξε και εν συνεχεία το Διοικητικό Συμβούλιο του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού Νέας Ιωνίας με την υπ’ αριθμ. 48/19-5-1996 απόφασή του την διόρισε σε κενή οργανική θέση κλάδου ΥΕ βοηθητικού προσωπικού (ως καθαρίστρια). Σκοπός της κατηγορουμένης ήταν, με τη νόθευση και χρήση του πιο πάνω εγγράφου να παραπλανήσει τρίτα πρόσωπα για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες κατ συγκεκριμένα να παραπλανήσει τα μέλη της αρμόδιας Επιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού Νέας Ιωνίας καθώς στην συνέχεια του “Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π. – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΟΥ” ότι δήθεν διέθετε τα τυπικά προσόντα του απόφοιτου δημοτικού και ότι συνεπώς πληρούσε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις της με αριθμό 1286/11-01-1995 προκήρυξης πλήρωσης Θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου ΥΕ σε Κ.Π.Σ. και Κ.Β.Σ του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πράγμα το οποίο πέτυχε, καθώς στη συνέχεια το Διοικητικό Συμβούλιο του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού Νέας Ιωνίας με την υπ’ αριθμ. 48/19-5-1996 απόφαση, παραπλανηθέν, την διόρισε και από τις 01-10-1996 άρχισε να εργάζεται καταλαμβάνοντας παράνομα κενή οργανική θέση κλάδου ΥΕ βοηθητικού προσωπικού (καθαρίστριας) στον Γ’ Κρατικό Παιδικό Σταθμό Νέας Ιωνίας, με αποτέλεσμα το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σ’ αυτήν αντίστοιχο της θέσης αυτής μισθό, κατέχοντας παράνομα θέση που δεν εδικαιούτο. Ειδικότερα: 1) το έτος 1996 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 275.523 δραχμών ή 808,87 ευρώ.. 2) το έτος 1997 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύφους 1.408.686 δραχμών ή 4.134,08 ευρώ, 3) το έτος 1998 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύφους 2.445.146 δραχμών ή 7.175,79 ευρώ, 4) το έτος 1999 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύφους 2.518.500 δραχμών ή 7.391,06 ευρώ, 5) το έτος 2000 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.700.752 δραχμών ή 7.925,92 ευρώ, δ) το έτος 2001 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύφους 2.778.987 δραχμών ή 8.155,51 ευρώ 7) τα έτος 2002 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11.646,97 ευρώ, 8) το έτος 2003 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11.748,46 ευρώ, 9) το έτος 2004 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.720 ευρώ, 10) το έτος 2005 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.932 ευρώ, 11) το έτος 2008 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 13.540 ευρώ, 12) το έτος 2007 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 14.002 ευρώ, 13) το έτος 2008 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 15.478,45 ευρώ, 14) το έτος 2009 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 15.393 ευρώ, 15) το έτος 2010 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 14.676 ευρώ, 16) το έτος 2011 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.123,40 ευρώ, 17) το έτος 2012 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 13.808,63 ευρώ, 18) το έτος 2013 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11.903,33 ευρώ, 19) το έτος 2014 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.084 ευρώ και 20) το έτος 2015 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 7.049 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 214711,15 ευρώ, ενώ πρέπει να λεχθεί ότι με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/2015 αρ. απόφασης … και όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/2015 αρ. αποφ. …, ο Πρόεδρος του “…..” ανακάλεσε τον διορισμό της. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η κατηγορουμένη, αποσιωπώντας την αλήθεια και παραβαίνοντας το καθήκον αλήθειας που όφειλε να τηρεί ως δημοτικός υπάλληλος, παρέλειπε να ανακοινώνει κάθε μήνα κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-1996 που ανέλαβε υπηρεσία έως και 31 -7-2015 στην αρμόδια υπηρεσία το αληθινό και πραγματικό γεγονός ότι δεν κατείχε το απαραίτητο τυπικό προσόν για τον διορισμό της και το Ελληνικό Δημόσιο – νπδδ παραπλανηθέν, θεωρώντας από τις ψευδείς αυτές παραστάσεις ότι αυτή (κατηγορουμένη) κατείχε γνήσιο απολυτήριο δημοτικού και νόμιμο διορισμό συνέχιζε να της καταβάλλει αντίστοιχο της θέσης της μισθό. Με τις παραπάνω πράξεις της η κατηγορουμένη σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας το Ελληνικό Δημόσιο – νπδδ, το συνολικό δε όφελος που επεδίωξε και πέτυχε και η συνολικώς επελθούσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ καθώς και των 120.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ, αφού ανέρχεται στο ποσό των 214.711,15 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαζόντως μεγάλης αξίας, αποτελεί το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε σε αυτή ως διορισθείσα και απασχοληθείσα παρανόμως στην ως άνω θέση από 1-10-1996 έως 31-7-2015 και στο οποίο ποσό εξ αρχής απέβλεπε, το οποίο όμως δεν εδικαιούτο στην πραγματικότητα, γιατί δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για τον διορισμό της, αφού δεν κατείχε τον ανάλογο τίτλο σπουδών, ήτοι απολυτήριο δημοτικού σχολείου. Η κατηγορουμένη εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος τούτου (για είκοσι -20- περίπου έτη) και το αντικείμενο της πράξης της αυτής (214.711,15 ευρώ) είναι κατά τα προαναφερθέντα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής και την επί (20) περίπου έτη αθέμιτη αποσιώπηση του παράνομου διορισμού της και της αχρεώστητης είσπραξης μισθού, προκύπτει σκοπός της για τον πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή της προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Η κατηγορουμένη με την απολογία της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δέχεται τις πράξεις της αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, ότι απέκτησε δυο παιδιά με τοξικομανή σύζυγο, ο οποίος μπαινόβγαινε στις φυλακές. Με τους αυτοτελείς δε ισχυρισμούς που κατέθεσε, ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρο 1 του Ν. 1608/1950. Ότι δεν στοιχειοθετούνται τα κακουργήματα της πλαστογραφίας και της απάτης κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950 και ότι δεν υπέστη ζημία τα Ελληνικό Δημόσιο, αφού η ίδια εργαζόταν ως καθαρίστρια και επομένως η παρεχόμενη από αυτήν εργασία αντισταθμίζει πλήρως την παρεχόμενη αμοιβή και ότι το έτος 1995, όταν κατέθεσε τα δικαιολογητικά της για την πρόσληψη της, αγνοούσε πλήρως ότι η πράξη της αυτή στρέφεται κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του Δημοσίου. Για τα ανωτέρω πρέπει να λεχθούν τα παρακάτω: Ότι η κατηγορουμένη ήταν αυτή που προέβη στη νόθευση και χρήση στις 13-5-1996 του πιο πάνω υπ’ αριθμ. …89/2-3-1995 πλαστού πιστοποιητικού του 56ου Δημοτικού Σχολείου …, αναγράφοντας ότι δήθεν είχε φοιτήσει στην “ΣΤ τάξη” του Δημοτικού, αφού μόνο αυτή είχε άμεσο προσωπικό συμφέρον και ενδιαφέρον να καταλάβει την προαναφερόμενη θέση τακτικού προσωπικού κλάδου ΥΕ του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας. Η ίδια γνώριζε πολύ καλά ότι είχε φοιτήσει μόνο μέχρι και την “Ε’ τάξη” του Δημοτικού και ουδόλως στην “ΣΤ’ τάξη” και ως εκ τούτου δεν διέθετε τα τυπικά προσόντα για κατάληψη της επίδικης θέσεως της καθαρίστριας, μη κατέχοντας απολυτήριο δημοτικού σχολείου, το οποίο και φρόντισε να “αποκτήσει” με τον τρόπο που προαναφέρθηκε. Επιπλέον προκύπτει ότι αυτή (κατηγορουμένη) με τη νόθευση του τίτλου σπουδών της και ακολούθως τη χρήση αυτού, απέβλεπε, αφού πέτυχε, τον διορισμό της, τον οποίο δεν εδικαιούτο. Σημειώνεται ότι ναι μεν δεν υπάρχει βλάβη όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντας ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη την οποία αυτός παραπείσθηκε να διαπράξει, πλην όμως αυτό προϋποθέτει ότι η αντιπαροχή είναι νόμιμη, όπως όμως έχει αναφερθεί στη νομική σκέψη της παρούσας, στην περίπτωση π.χ. όπου κάποιος προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο πετύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει αυτή τη θέση και συνεπώς να παράσχει τις υπηρεσίες που παρέχει όποιος έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και τα νόμιμα προσόντα και προσελήφθη εκ του λόγου αυτού παρανόμως (ως την προκειμένη περίπτωση), δεν μπορεί να επικαλεστεί ότι η ζημία του Δημοσίου από την καταβολή σε αυτόν αποδοχών της θέσεως που παρανόμως κατέλαβε, έχει ισοσταθμιστεί από την παροχή της (μη νόμιμης) εργασίας του και ότι επομένως δεν έχει τελεσθεί το έγκλημα της απάτης, όπως έχει προαναφερθεί. Επιπλέον πρέπει να λεχθεί ότι κατά γενική αρχή του Δικαίου “άγνοια νόμου δεν επιτρέπεται’. Συνεπώς ο δράστης αδίκων πράξεων δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί από την ποινή προβάλλοντας απλώς τον ισχυρισμό ότι δεν ήξερε ότι αυτό που έκανε απαγορεύεται. Γι’ αυτό άλλωστε και τα άρθρο 31 παρ. 1 ΠΚ ορίζει ότι “μόνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό”. Ακολούθως, με το διατακτικό της, η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός άλλων διατάξεων, που δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, ως μη πληττόμενες με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα, επί λέξει, για το ότι: “Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 13-05-1996 έως 31-07-2015, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει της παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και την παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, είναι δε πρόσωπο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα και συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή της προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας της, το δε συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνουν τα ποσά των 30.000 ευρώ, των 120.000 ευρώ ενώ η ζημία σε βάρος του Δημοσίου το ποσό των 150.000 ευρώ. Ειδικότερα, στον παραπάνω τόπο, στις 13-5-1996 κατέθεσε στην αρμόδια επιτροπή του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού Νέας Ιωνίας Βόλου, το με αριθμό ….89/02-03-1995 πιστοποιητικό (εξωσχολικής χρήσης) του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά ως δικαιολογητικό για τη συμμετοχή της στην με αριθμό …80/11-01-1995 προκήρυξη πλήρωσης Θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου Υ.Ε σε Κ.Π.Σ. και Κ.Β.Σ του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και Κοινωνικών. Όμως, το ανωτέρω πιστοποιητικό, μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από το Τμήμα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού της Διεύθυνσης Διοικητικών Υπηρεσιών του Δήμου Βόλου, πιστοποιήθηκε ότι έχει παραποιηθεί ως προς το στοιχείο φοίτησης, όπου στη θέση αυτού αναγράφεται κατόπιν νοθεύσεως το στοιχείο “ΣΤ’ Τάξη” αντί του ορθού “Ε’ Τάξη”, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ …426/11-02-2014 έγγραφο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιά. Με την νόθευση του παραπάνω πιστοποιητικού και την εν γνώσει της πλαστότητάς του κατάθεση του στον Γ’ Κρατικό Παιδικό Σταθμό Νέας Ιωνίας, παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς ότι δήθεν κατά το σχολικό έτος 1977-1978 φοίτησε στη “ΣΤ’ Τάξη” του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά και συνεπώς ότι δήθεν διέθετε τα τυπικά προσόντα του απόφοιτου δημοτικού και έτσι έπεισε την αρμόδια επιτροπή ότι πληρούσε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις της με αριθμό …86/11-01-1995 προκήρυξης πλήρωσης θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου ΥΕ σε Κ.Π.Σ. και Κ.Β.Σ. κ.λπ. του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία, μετά την εξέταση των τυπικών και ειδικών της προσόντων, την επέλεξε για τη θέση κλάδου ΥΕ βοηθητικού προσωπικού (καθαρίστρια) και εν συνεχεία το Διοικητικό Συμβούλιο του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού Νέας Ιωνίας, το οποίο με την με αριθμό …/1996 απόφασή του προέβη στον διορισμό της σε κενή οργανική θέση κλάδου Υ.Ε. βοηθητικού προσωπικού (καθαρίστρια) στον Γ’ Κρατικό Παιδικό Σταθμό Νέας Ιωνίας. Με τις άνω πράξεις της (νόθευση του παραπάνω τίτλου σπουδών και την κατάθεσή του) παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στα αρμόδια όργανα του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού Νέας Ιωνίας, και στη συνέχεια του “…..”, ότι δήθεν διέθετε τα τυπικά προσόντα για το διορισμό της, ήτοι απολυτήριο δημοτικού σχολείου και παρασιώπησε την αλήθεια καθώς παρέλειπε να ανακοινώνει κάθε μήνα: κατά το χρονικό διάστημα από 01-10-1996 έως και 31-07-2015, στην αρμοδία υπηρεσία, το αληθινό και πραγματικό γεγονός, ότι δηλαδή είχε φοιτήσει μόνο μέχρι την “Ε’ Τάξη” του ως άνω Δημοτικού Σχολείου και συνεπώς δεν διέθετε τα τυπικά προσόντα του απόφοιτου δημοτικού και ως εκ τούτου δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις της με αριθμό …88/11-01-1995 προκήρυξης πλήρωσης θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου Υ.Ε σε Κ. Π. Σ. και Κ. Β. Σ κ.λ.π. του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και Κοινωνικών και κατ’ επέκταση του διορισμού της και του δικαιώματος λήψης μισθού, η δε υποχρέωση ανακοίνωσης πήγαζε από δική της προγενέστερη παράνομη ενέργεια (νόθευση και κατάθεση τίτλου σπουδών), αλλά και από το καθήκον αλήθειας που υποχρεούτο και όφειλε να τηρεί ως δημοτικός υπάλληλος, με αποτέλεσμα το Ελληνικό Δημόσιο θεωρώντας το πιστοποιητικό αυτό γνήσιο να καταβάλλει σ’ αυτήν αντίστοιχο της θέσης της μισθό. Ειδικότερα: 1) το έτος 1996 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 275.623 δραχμών ή 808,87 ευρώ, 2) το έτος 1997 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 1.408.686 δραχμών ή 4.134,08 ευρώ, 3) το έτος 1998 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.445.146 δραχμών ή 7.175,79 ευρώ, 4) το έτος 1999 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.518.500 δραχμών ή 7.391,06 ευρώ, 5) το έτος 2000 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.700.752 δραχμών ή 7.925,92 ευρώ, 6) το έτος 2001 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.778.987 δραχμών ή 8.155,51 ευρώ, 7) το έτος 2002 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11.646,97 ευρώ, 8) το έτος 2003 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11.748,46 ευρώ, 9) το έτος 2004 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.720 ευρώ, 10) το έτος 2005 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.932 ευρώ, 11) το έτος 2006 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 13.540 ευρώ, 12) τα έτος 2007 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 14.002 ευρώ, 13) το έτος 2008 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 15,478,45 ευρώ, 14) το έτος 2009 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 15.393 ευρώ, 15) το έτος 2010 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 14.676 ευρώ, 16) το έτος 2011 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.123,40 ευρώ. 17) το έτος 2012 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 13.808,63 ευρώ, 18) το έτος 2013 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11.903,33 ευρώ, 19) το έτος 2014 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.084 ευρώ και 20) το έτος 2015 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 7.049 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 214.711,15 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό σκόπευε να αποκομίσει (και αποκόμισε) παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου δηλαδή σκόπευε να ενσωματώσει στην περιουσία της (και ενσωμάτωσε) τα ποσά που της καταβλήθηκαν ως μισθοί, τους οποίους όμως δεν εδικαιούτο στην πραγματικότητα, αφού αυτή δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για τον διορισμό της και δεν κατείχε τον ανάλογο τίτλο σπουδών, ήτοι απολυτήριο Δημοτικού Σχολείου, το συνολικό όφελος στο οποίο αυτή απέβλεπε με την ως άνω πράξη της με αντίστοιχη συνολική ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, ανέρχεται, στο συνολικό ποσό των 214.711,15 ευρώ, δηλαδή ανώτερο των 30.000 ευρώ, των 120.000 ευρώ, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία σε βάρος του Δημοσίου άνω του ποσού των 150.000 ευρώ. Η κατηγορουμένη εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος τούτου, για είκοσι (20) περίπου έτη και το αντικείμενο της πράξης της αυτής (214.711,15 ευρώ) είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Από την επανειλημμένη τέλεση της ως άνω πράξης καθόσον την τέλεσε συστηματικά και οργανωμένα για είκοσι (20) περίπου έτη και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της, προκύπτει σκοπός της για τον πορισμό εισοδήματος (κατ’ επάγγελμα), από την επανειλημμένη δε τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή της προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας της (κατά συνήθεια)”. Δέχθηκε δε ότι ωθήθηκε στην πράξη της από μεγάλη ένδεια (άρθρο 84 παρ. 2 δ ΠΚ). Με αυτά, όμως που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ως προς την τέλεση της απάτης κατ’ εξακολούθηση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 386 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, καθόσον, αφού δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε από την αναιρεσείουσα αρχικά με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ήτοι με την υποβολή στα αρμόδια όργανα του ΝΠΔΔ, στις 13.5.1996, του επίδικου πλαστού τίτλου σπουδών, οπότε και αυτά παραπλανήθηκαν και εξαπατήθηκαν και, έγινε η πρόσληψη αυτής στη θέση καθαρίστριας, η πράξη της απάτης τελέστηκε με την άπαξ ως άνω προκληθείσα πλάνη με θετική ενέργεια. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί, όπως ακολούθως έγινε δεκτό, και καταδικάστηκε, ότι η πράξη αυτή της απάτης συνεχίστηκε και τελέσθηκε κατ’ εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, που τέλεσε η αναιρεσείουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 13.5.1996 έως 31.7.2015, με παρασιώπηση της αλήθειας, ήτοι με παράλειψη ανακοίνωσης, κάθε μήνα που εισέπραττε το μισθό της, περί της πλαστότητας του τίτλου και έλλειψης του απαιτούμενου τυπικού προσόντος, δηλαδή με τη μορφή του διαφορετικού υπαλλακτικού τρόπου, διότι υπό τα ανωτέρω περιστατικά, δεν θεμελιώνονται αυτοτελείς απάτες, χωρίς την πρόκληση κάθε φορά νέας χωριστής πλάνης προκληθείσας από νέα χωριστή απατηλή συμπεριφορά και την πρόκληση νέας διαφορετικής βλάβης. Επομένως, είναι βάσιμοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ πρώτος λόγος της κρινόμενης από 19.11.2018 αίτησης αναίρεσης, καθώς και ο συμπληρωματικός επ’ αυτού τελευταίος λόγος της από 15.1.2019 συμπληρωματικής αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων, που παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια ως άνω, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί. Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται, μεταξύ των άλλων, βλάβη της περιουσίας του εξαπατηθέντος, με την έννοια που προαναφέρθηκε. Όπως γίνεται δεκτό, δεν υπάρχει βλάβη όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή, η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη, την οποία αυτός παραπείστηκε να διαπράξει. Έτσι, στην περίπτωση, που κάποιος, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο επιτύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει τη θέση αυτή, η ζημιά του Δημοσίου από την καταβολή σε αυτόν αποδοχών της θέσης που παράνομα κατέλαβε, ισοσταθμίζεται από την παροχή της εργασίας του, με συνέπεια να μην υφίσταται βλάβη, εκτός εάν το Δημόσιο ή το ΝΓΤΔΔ απέβλεψε στις ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα του προσλαμβανόμενου, όπως αυτές τεκμηριώνονταν με βάση το τυπικό προσόν, που έθεσε, ως τυπική προϋπόθεση, και το πλαστό πτυχίο παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα και η παροχή εργασίας, ενόψει της φύσης της, απαιτεί κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, διότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγος για “ισάξια αντιπαροχή”. Αντίθετη άποψη, ότι προϋπόθεση για να ισοβαθμισθεί η παροχή εργασίας του εξαπατήσαντος με τις παροχές (μισθός) που έλαβε αυτός, αποτελεί, απαραιτήτως, η νομιμότητα της αντιπαροχής, ήτοι η νομιμότητα της εργασίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ενόψει και του άρθρου 904 ΑΚ, που παρέχεται δυνατότητα στον εργαζόμενο αναζήτησης μη καταβληθέντων (μισθών) για παρασχεθείσα εργασία και επί άκυρης σύμβασης εργασίας και συνακόλουθα και μη νόμιμης εργασίας, με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στην προκείμενη περίπτωση, με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, και προαναφέρθηκαν, ως προς τη βλάβη της περιουσίας του εξαπατηθέντος ΝΠΔΔ, παραβίασε εκ πλαγίου την εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, ενώ δέχεται την παροχή εργασίας από την αναιρεσείουσα καθόλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα στο εξαπατηθέν ΝΠΔΔ, ως καθαρίστριας, ακολούθως δέχεται ότι η ζημιά του εξαπατηθέντος, ανερχόμενη, κατά τις παραδοχές της, στο ύψος των μικτών μισθών που καταβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα, δεν μπορεί να ισοσταθμισθεί λόγω του μη σύννομου της εργασίας της, χωρίς όμως να διευκρινίζει και υπάρχει ασάφεια, ως προς το εάν το πρώτο (ΝΠΔΔ) απέβλεψε σε ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα της αναιρεσείουσας, με βάση το τυπικό προσόν του απολυτηρίου δημοτικού, που έθεσε ως τυπική προϋπόθεση, ούτε εάν το πλαστό πτυχίο (απολυτήριο δημοτικού) παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, ούτε εάν η παροχή εργασίας ενόψει της φύσης της απαιτούσε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, ώστε μόνο στις παραπάνω περιπτώσεις η ζημιά του εξαπατηθέντος Ν.Π.Δ.Δ., να μη μπορεί να ισοσταθμισθεί με την παροχή εργασίας. Έτσι, όμως κατά τα ως άνω καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής εφαρμογής του νόμου και δη της προαναφερθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Επομένως, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, είναι βάσιμοι, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε τρίτος λόγος της κρινόμενης από 19.11.2018 αίτησης αναίρεσης, καθώς και ο συμπληρωματικός επ’ αυτού πρώτος λόγος της από 15-1-2019 συμπληρωματικής αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή (εκ πλαγίου παραβίαση) της παραπάνω ουσιαστικής διάταξης, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι δεν επήλθε περιουσιακή βλάβη λόγω του ότι η ζημιά ισοσταθμίστηκε από την παροχή εργασίας, που παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια ως άνω, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατά τη γνώμη όμως δώδεκα (12) μελών και συγκεκριμένα του Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου και των Σοφίας Ντάντου, Γεωργίου Αποστολάκη, Αρετής Παπαδιά, Ερωτόκριτου Ερωτοκρίτου, Αντιγόνης Καραίσκου-Παλόγου, Κυριάκου Οικονόμου, Ευφροσύνης Καλογεράτου-Ευαγγέλου, Ζαμπέτας Στράτα, Σταματικής Μιχαλέτου, Όλγας Σχετάκη -Μπονάτου και Χρυσούλας Φλώρου- Κοντοδήμου, Αρεοπαγιτών, οι αμέσως παραπάνω τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης και ο συμπληρωματικός επ’ αυτού πρώτος λόγος της συμπληρωματικής αίτησης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ως προς το παραπάνω ζήτημα της περιουσιακής βλάβης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη γίνονται δεκτά τα ακόλουθα: Η θέση ότι δεν υπάρχει βλάβη και άρα δεν στοιχειοθετείται απάτη, όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται πλήρως από μία ισάξια αντιπαροχή, που περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη, την οποία αυτός παραπείσθηκε να διαπράξει, είναι κατ’ αρχήν ορθή. Ωστόσο, η απάτη δεν αποκλείεται άνευ ετέρου σε κάθε περίπτωση ισοστάθμισης. Επιβάλλεται να πληρούται η διττή προϋπόθεση ότι α) το περιουσιακό αντιστάθμισμα είναι όχι μόνο ισάξιο αλλά και νόμιμο και β) μπορεί να συμψηφισθεί με τη ζημία κατά την έννοια των άρθρων 440 επ. ΑΚ. Κατά τον υπολογισμό της περιουσιακής ζημίας του εξαπατηθέντος συμψηφίζεται μεν κάθε όφελος αυτού, εφόσον όμως συνδέεται άμεσα με την περιουσιακή διάθεση στην οποία λόγω της απάτης προέβη. Επομένως, δεν συμψηφίζεται με την περιουσιακή βλάβη η μεταγενέστερη αξίωση του εξαπατήσαντος κατά του εξαπατηθέντος από αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η ζημία του τελευταίου έχει ήδη επέλθει και η μεταγενέστερη άρση της ζημίας μέσω του συμψηφισμού δεν αναιρεί την ύπαρξη της ήδη επελθούσας βλάβης. Με άλλα λόγια, το όφελος του παθόντος, που αντιστοιχεί στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του, δεν συνδέεται άμεσα με την περιουσιακή του διάθεση. Στην ειδικότερη περίπτωση, όπου κάποιος, προσκομίζοντας πλαστό ή ανακριβές πτυχίο ή άλλο αναγκαίο κατά το νόμο πιστοποιητικό, επιτυγχάνει με απάτη να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα απαιτούμενα νόμιμα προσόντα να καταλάβει τη θέση αυτή και, συνεπώς, κωλύεται εκ του νόμου να παράσχει τις υπηρεσίες για τις οποίες κατάφερε και προσλήφθηκε παρανόμως, η ζημία του Δημοσίου (ή άλλου φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα) έγκειται στην λόγω της προσλήψεως ίδρυση της ενοχικής του υποχρεώσεως προς καταβολή του προβλεπόμενου μισθού, προσδιορίζεται δε ως προς το μέγεθος της με το τελικό ποσό που θα καταβληθεί στον παρανόμως προσληφθέντα όσο παρείχε παράνομα τις υπηρεσίες του. Επομένως, η ζημία του Δημοσίου έχει ήδη επέλθει με την πρόσληψη, η δε παροχή της εργασίας, που ακολουθεί, γεννά μεν υπέρ του εργαζομένου αξίωση κατά του εργοδότη για αδικαιολόγητο πλουτισμό για αιτία παράνομη κατά τα άρθρα 904 επ. ΑΚ, πλην όμως ο συμψηφισμός αυτών (και υπό την εκδοχή ότι επιτρέπεται από το άρθρο 450 παρ. 1 ΑΚ) δεν αναιρεί την ύπαρξη βλάβης, διότι συνιστά μεταγενέστερο γεγονός μη συνδεόμενο άμεσα με την συντελεσθείσα περιουσιακή διάθεση (=ανάληψη ενοχής για καταβολή μισθού). Σε κάθε δε περίπτωση, η παρεχόμενη -από τον με απάτη προσληφθέντα- εργασία προς το Δημόσιο δεν συνιστά “ισάξιο περιουσιακό αντιστάθμισμα”, διότι δεν αρκεί η παρεχόμενη εργασία να είναι της αυτής ποσότητας αλλά πρέπει να είναι και της αυτής ποιότητας με εκείνη που είχε αποβλέψει το Δημόσιο. Η δε κατόπιν απάτης παρεχόμενη εργασία είναι, ως προϊόν αδικήματος, παράνομη (μη νόμιμη), δηλαδή εργασία διαφορετικής (κατώτερης) ποιότητας από εκείνη που προσδοκούσε το Δημόσιο να του παρασχεθεί, δεδομένου ότι με την προκήρυξη της θέσης βάσει κάποιων ελάχιστων νόμιμων προσόντων, τυπικών ή ουσιαστικών, έχει αποβλέψει στην παροχή αποκλειστικά νόμιμης εργασίας από τον προσλαμβανόμενο. Το στοιχείο της πρόσληψης από το Δημόσιο υπαλληλικού προσωπικού, που πρέπει να παρέχει αποκλειστικά νόμιμη εργασία, επιβάλλεται από το άρθρο 103 παρ. 7 Συντ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 12 ν. 3528/2007, κατά το οποίο “Η πλήρωση των θέσεων διέπεται από τις αρχές της ίσης ευκαιρίας συμμετοχής, της αξιοκρατίας, της αντικειμενικότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της διαφάνειας και της δημοσιότητας”. Εφόσον λοιπόν από το νόμο επιβάλλεται το Δημόσιο να προσλαμβάνει προσωπικό με βάση τις αρχές αυτές, η παροχή (μη νόμιμης αλλά) παράνομης εργασίας με βάση μία πρόσληψη, που επιτεύχθηκε κατόπιν απάτης, δεν συνιστά εργασία στην οποία το Δημόσιο απέβλεπε, έτσι ώστε η παροχή της παράνομης εργασίας να μη μπορεί να θεωρηθεί “ισάξιο περιουσιακό αντιστάθμισμα” κατά την προαναφερόμενη έννοια. Σε διαφορετική περίπτωση, η απαξία της απάτης, με την οποία επιτεύχθηκε η πρόσληψη σε υπηρεσία του Δημοσίου, θα αναιρούνταν από το ίδιο το προϊόν της απάτης, δηλαδή της παροχής (παράνομης) εργασίας. Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση όσα δέχεται το δικαστήριο τη ουσίας, η αναιρεσείουσα κατάφερε να προληφθεί στη θέση της καθαρίστριας σε δημόσιο δημοτικό σχολείο κατόπιν απάτης. Συνεπώς, και αν γίνει δεκτό ότι παρέσχε στο Δημόσιο την εργασία της καθαρίστριας, η παρασχεθείσα εργασία αφενός μεν δεν μπορεί να θεωρηθεί “ισάξιο περιουσιακό αντιστάθμισμα”, αφού ήταν παράνομη και σε μία τέτοια εργασία δεν απέβλεψε το Δημόσιο, αφετέρου δε η μεταγενέστερη αξίωση της αναιρεσείουσας κατά του Δημοσίου από αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω της παρασχεθείσας εργασίας, δεν συμψηφίζεται με την περιουσιακή βλάβη του Δημοσίου, αφού η ζημία του τελευταίου έχει ήδη επέλθει και η μεταγενέστερη άρση της ζημίας μέσω του συμψηφισμού δεν αναιρεί την ύπαρξη της ήδη επελθούσας βλάβης. Με βάση τα ανωτέρω, ο τρίτος λόγος της αίτησης και ο συμπληρωματικός επ’ αυτού πρώτος λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Ζ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου από το οποίο παραπέμφθηκε, προς έρευνα των λοιπών λόγων για τους οποίους έχει επιφυλαχθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 295/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Αναπέμπει την υπόθεση στο Ζ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, προς έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης για τους οποίους έχει επιφυλαχθεί. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιουνίου 2019. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουνίου 2019. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |