ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Α.Π. 5/2024

ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΕΩΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ ΟΤΑ ΙΔΑΧ – ΠΡΟΣΜΕΤΡΗΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΑΝΥΘΕΝΤΟΣ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τη μισθολογική κατάταξη τέως συμβασιούχων (έργου ή ορισμένου χρόνου), οι οποίοι συνδέθηκαν εν τέλει με τους Ο.Τ.Α., αλλά και το Δημόσιο γενικότερα, με σχέση εργασίας ΙΔΑΧ, κατόπιν δικαστικών αποφάσεων ή δικαστικού συμβιβασμού, δεν προσμετράται και ο διανυθείς χρόνος εκτός υπηρεσίας, δηλαδή μεταξύ των συμβάσεων ή των δικαστικών αποφάσεων, αλλά μόνο ο πραγματικά διανυθείς χρόνος στην υπηρεσία, είτε στα πλαίσια σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου είτε εν τοις πράγμασι, υπό την προϋπόθεση ότι, στη δεύτερη περίπτωση, ο μισθωτός εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες του στους ανωτέρω φορείς, απασχολούμενος κατά το σύνηθες δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο, εντός του χώρου της δημόσιας υπηρεσίας και με την άμεση εποπτεία της υπηρεσίας, λαμβάνοντας αμοιβή ανάλογη εκείνης των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Παραπέμπει [6 έως 11, 28 Ν. 4024/2011, 28 παρ. 1 Ν. 4369/2016, 7 παρ.1, 6 παρ.4, 10 παρ. 1, 35 Ν. 4354/2015]

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Ελένη Φραγκάκη, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μυρσίνη Παπαχίου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Λεπενιώτη και Ασημίνα Υφαντή, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Ιωάννα Μαργέλλου – Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Σοφία Οικονόμου, Αθανάσιο Τσουλό, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αριστείδη Βαγγελάτο, Κωνσταντίνα Νάκου, Νικόλαο Πουλάκη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Σταυρούλα Κουσουλού, Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό, Χριστίνα – Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Τριανταφύλλη Δρακοπούλου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Χρυσούλα Πλατιά, Μαλαματένια Κουράκου, Παναγιώτα Γκουδή – Νινέ, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου – Εισηγήτρια, Μαρία – Μάριον Δερεχάνη, Αικατερίνη Χονδρορίζου, Λεωνίδα Χατζησταύρου, Ευαγγελία Γιακουμάτου, Μερόπη Τζουγκαράκη, Π. Λυμπερόπουλο, Μιχαήλ Αποστολάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Αντιγόνη Τζελέπη, Μαρία Γιαννακοπούλου, Απόστολο Φωτόπουλο, Μαρία Πετσάλη, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου, Σπυριδούλα Λιάτη, Ευαγγελία Στεργίου, Στυλιανή Μπλέτα, Ηλία Γιαρένη, Ελένη Θεοδωρακοπούλου, Διονυσία Νίκα και Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 28η Μαρτίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίου Σκάρα (κωλυομένης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος – αιτούντος – εκκαλούντος: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ” (ΟΠΑΝΔΑ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους του Ιωάννα Μαραγκού και Ευγενία Δημητροπούλου, οι οποίες κατέθεσαν προτάσεις.
Της καθ’ ης η κλήση – καθ’ ης η αίτηση – εφεσίβλητης: Ε. Ζ. του Π., κατοίκου …. Παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γεώργιο Παπαζαφειρόπουλο και Δημήτριο Βασιλείου, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ της καθ’ής η κλήση:

Α.1.Κ. Δ. του Κ., κατοίκου …, …. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπύρο Παυλάτο, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Β. Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΠΟΕ – ΟΤΑ), η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα, η οποία δεν κατάθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-4-2021 αγωγή της καθ’ ης η κλήση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (με γενικό αριθμό κατάθεσης 23558/2021 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 658/2021), επί της οποίας εκδόθηκε η 921/2022 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε η από 17-10-2022 έφεση (με γενικό αριθμό κατάθεσης 101457/2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 5239/2022 και γενικό αριθμό κατάθεσης για τον προσδιορισμό 8613/2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 6305/2022) και οι από 3-5-2023 πρόσθετοι αυτής λόγοι (με γενικό αριθμό κατάθεσης 3921/2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 580/2023) ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί. Με την από 9-6-2023 αίτηση προς την Τριμελή Επιτροπή του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 20Α του Κ.Πολ.Δ., το αιτούν ζήτησε να υπαχθεί στη διαδικασία του ως άνω άρθρου η ανωτέρω έφεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, διότι το ζήτημα που τίθεται με τα δικόγραφα αυτά είναι γενικότερου ενδιαφέροντος και θα έχει συνέπειες σε ένα ευρύτερο κύκλο προσώπων. Με την με αριθμό 4/2023 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 20Α του Κ.Πολ.Δ. (νόμος 4842/2021) διατάχθηκε να εισαχθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η ως άνω εκκρεμής έφεση και οι πρόσθετοί αυτής λόγοι, προκειμένου να επιλυθεί το τιθέμενο, με αυτά τα δικόγραφα νομικό ζήτημα που δεν έχει έως τώρα απασχολήσει τη νομολογία του Αρείου Πάγου, το οποίο αφορά τη μισθολογική κατάσταση τέως συμβασιούχων (έργου ή ορισμένου χρόνου), οι οποίοι συνδέθηκαν εν τέλει με τους ΟΤΑ, αλλά και το Δημόσιο γενικότερα με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατόπιν δικαστικών αποφάσεων ή δικαστικού συμβιβασμού: Αν δηλαδή για τη μισθολογική τους κατάταξη προσμετράται και ο διανυθείς χρόνος εκτός Υπηρεσίας, δηλαδή μεταξύ των συμβάσεων ή των δικαστικών αποφάσεων, ή μόνο ο πραγματικά διανυθείς χρόνος στην υπηρεσία (συνυπολογιζόμενου φυσικά σε αυτόν και του χρόνου που διανύθηκε με τις συμβάσεις, για τον οποίο δεν τίθεται εν προκειμένω κάποιο ζήτημα). Οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με τις από 22-1-2024 και από 1-3-2024 πρόσθετες παρεμβάσεις τους ζητούν όσα αναφέρονται σε αυτές. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους, ζήτησαν οι μεν του αιτούντος την παραδοχή της έφεσης και των προσθέτων λόγων, οι δε της καθ’ ης η αίτηση και των προσθέτως παρεμβαινόντων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

Επιπροσθέτως οι πληρεξούσιοι της καθ’ ης η κλήση ζήτησαν να απευθυνθεί στο ΔΕΕ σχετικό προδικαστικό ερώτημα. O Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε 1)η Ολομέλεια να αποφανθεί ότι για τη μισθολογική κατάταξη των τέως συμβασιούχων (έργου ή ορισμένου χρόνου), οι οποίοι συνδέθηκαν εν τέλει με τους Ο.Τ.Α., αλλά και το Δημόσιο γενικότερα, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατόπιν δικαστικών αποφάσεων ή δικαστικού συμβιβασμού, δεν προσμετράται και ο διανυθείς χρόνος εκτός υπηρεσίας, δηλαδή μεταξύ των συμβάσεων ή των δικαστικών αποφάσεων, αλλά μόνο ο πραγματικά διανυθείς χρόνος στην υπηρεσία, είτε στα πλαίσια σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου είτε εν τοις πράγμασι, υπό την προϋπόθεση ότι, στη δεύτερη περίπτωση, ο μισθωτός εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες του στους ανωτέρω φορείς, απασχολούμενος κατά το σύνηθες δημοσοϋπαλληλικό ωράριο, εντός του χώρου της δημόσιας υπηρεσίας και με την άμεση εποπτεία της υπηρεσίας, λαμβάνοντας αμοιβή ανάλογη εκείνης των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. 2)Να παραπεμφθούν ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Εφετείου Αθηνών η από 17-10-2022 έφεση και οι από 3-5-2023 πρόσθετοι αυτής λόγοι κατά της 921/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά την 23η Mαΐου 2024, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Μαρία Λεπενιώτη και οι Αρεοπαγίτες Γεώργιος Παπαγεωργίου, και Ελένη Θεοδωρακοπούλου, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 27 παρ.2 του ν. 4938/2022, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 18-12-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 144/2023) κλήση του αιτούντος, Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (ΟΠΑΝΔΑ)”, εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 4/5-12-2023 Πράξης της Τριμελούς Επιτροπής του Αρείου Πάγου (άρθρο 20 Α παρ. 1 του ΚΠολΔ), η οποία, κατ’ άρθρο 20 Α παρ. 3 του ΚΠολΔ, δημοσιεύθηκε στις ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” και “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”, στα φύλλα 31.500/20-12-2023 και 3.280/20-12-2023 αντίστοιχα, α) η από 17-10-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. 101457/5239/2022) εκκρεμής ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών έφεση αυτού κατά της υπ’ αριθ. 921/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) οι από 3-5-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 3921/580/2023) εκκρεμείς ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου πρόσθετοι λόγοι έφεσης, προκειμένου να επιλυθεί, ως νέο, δυσχερές και με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, το τιθέμενο με αυτή νομικό ζήτημα, το οποίο αφορά τη μισθολογική κατάταξη τέως συμβασιούχων (έργου ή ορισμένου χρόνου), οι οποίοι συνδέθηκαν εν τέλει με τους Ο.Τ.Α., αλλά και το Δημόσιο γενικότερα, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατόπιν δικαστικών αποφάσεων ή δικαστικού συμβιβασμού.

Αν δηλαδή, για τη μισθολογική τους κατάταξη, προσμετράται και ο διανυθείς χρόνος εκτός υπηρεσίας, δηλαδή μεταξύ των συμβάσεων ή των δικαστικών αποφάσεων, ή μόνο ο πραγματικά διανυθείς χρόνος στην υπηρεσία, συνυπολογιζομένου βεβαίως και του χρόνου που διανύθηκε με τις συμβάσεις. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα, εκτός εάν ζητήθηκε και διατάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 150 ΚΠολΔ, σύντμηση της προθεσμίας, οπότε η κοινοποίηση της πρόσθετης παρέμβασης γίνεται στον ορισθέντα ελάσσονα των 60 ημερών προ της δικασίμου χρόνο.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 20 Α παρ. 1 εδ. α’ και 4 του ΚΠολΔ, οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκήθηκε ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου με απλή πράξη τριμελούς επιτροπής, που αποτελείται από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός εκ των διαδίκων που κατατίθεται ενώπιόν της ή ύστερα από προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλεται από το δικαστήριο της ουσίας, με απόφαση που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, όταν με αυτό τίθεται νέο δυσχερές ερμηνευτικό νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Στη δίκη ενώπιον της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα άσκησης ανακοπής ή τριτανακοπής. Εξάλλου, με το άρθρο 622 περ. 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι στις εργατικές διαφορές, αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα να παρέμβουν μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση.

Στην προκειμένη περίπτωση: Α) Με το από 22-1-2024 δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου με αριθμό κατάθεσης ΠΠ 8/2024, άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης, Ε. Ζ., τα ακόλουθα πρόσωπα: 1.Κ. Δ. του Κ., 2. …

Με το ως άνω δικόγραφο, οι προσθέτως παρεμβαίνοντες ισχυρίζονται ότι έχουν ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών αγωγές κατά του αιτούντος Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (ΟΠΑΝΔΑ)”, για το ίδιο ζήτημα, το οποίο έχει εισαχθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την υπ’ αριθ. 4/5-12-2023 Πράξη της Τριμελούς Επιτροπής του Αρείου Πάγου (άρθρο 20 Α παρ. 1 του ΚΠολΔ), ειδικότερα δε, α) οι πρώτος έως και εικοστή πρώτη εξ αυτών την από 26-7-2021 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης 48853/850/2021 αγωγή, δικάσιμος προς συζήτηση της οποίας έχει οριστεί, μετά από αναβολή, η 28-11-2024, β) οι εικοστός δεύτερος έως και πεντηκοστός όγδοος εξ αυτών την από 20-9-2021 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης 59908/960/2021 αγωγή, δικάσιμος προς συζήτηση της οποίας έχει οριστεί, μετά από αναβολή, η 10-4-2024, γ) οι πεντηκοστός ένατος έως και εβδομηκοστή τετάρτη εξ αυτών την από 26-7-2021 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης 48873/852/2021 αγωγή, δικάσιμος προς συζήτηση της οποίας έχει οριστεί, μετά από αναβολή, η 5-4-2024 και δ) οι εβδομηκοστή πέμπτη και εβδομηκοστός έκτος εξ αυτών την από 26-7-2021 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης 48888/853/2021 αγωγή, δικάσιμος προς συζήτηση της οποίας έχει οριστεί, μετά από αναβολή, η 5-4-2024. Η πρόσθετη παρέμβαση, εφόσον ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου και επιδόθηκε σε όλους τους διαδίκους εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 568 παρ. 2 και 4 του ΚΠολΔ, ήτοι εξήντα (60) ημέρες πριν από τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (28-3-2024), είναι παραδεκτή και πρέπει να συνεκδικαστεί με την υπό κρίση αίτηση (άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ). Β) Με το από 1-3-2024 δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου με αριθμό κατάθεσης ΠΠ 24/2024, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης, Ε. Ζ., η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΠΟΕ-ΟΤΑ), ισχυριζόμενη ότι η καθ’ ης είναι μέλος σωματείου, το οποίο αποτελεί μέλος αυτής (Ομοσπονδίας). Η πρόσθετη παρέμβαση, εφόσον ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου και επιδόθηκε σε όλους τους διαδίκους εμπροθέσμως, ήτοι δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (28-3-2024), η οποία προθεσμία ορίστηκε με την από 8-3-2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κατόπιν σύντμησης, κατ’ άρθρο 150 ΚΠολΔ, της νόμιμης προθεσμίας του άρθρου 568 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, είναι παραδεκτή και πρέπει να συνεκδικαστεί με την υπό κρίση αίτηση (άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ).

Ι) Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3205/2003 “Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις”, “1. Στις διατάξεις του Μέρους Α’ υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι: α. του Δημοσίου, β. της Γραμματείας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, των Έμμισθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων της χώρας, γ. των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), καθώς και δ. οι ιατροί υπηρεσίας υπαίθρου και μόνιμοι αγροτικοί ιατροί. 2. Δεν υπάγονται στις διατάξεις του Μέρους Α’ του παρόντος νόμου: α. κατηγορίες πολιτικών υπαλλήλων που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις του Ν. 2470/1997 (ΦΕΚ 40 Α), β. λοιπές κατηγορίες υπαλλήλων και λειτουργών που αμείβονται με ειδικά μισθολόγια”, ενώ κατά το άρθρο 15 παρ. 1 – 4 του ίδιου νόμου (όπως τούτο ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 160 του Ν. 4472/2017 – ΦΕΚ Α 74/19-5-2017), “1. Ως υπηρεσία για την εξέλιξη των υπαλλήλων στα Μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, λαμβάνεται υπόψη: α. Η υπηρεσία που προσφέρεται στο Δημόσιο, σε Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου. β. Η προϋπηρεσία σε υπηρεσίες κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αντίστοιχες με αυτές του προηγούμενου εδαφίου. γ.  . . . ι. Ο χρόνος παροχής υπηρεσίας με σύμβαση μίσθωσης έργου ή με ανάθεση κατ’  αποκοπήν εργασίας, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές έχουν χαρακτηριστεί με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ότι διανύθηκαν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (εξαρτημένης) ή εφόσον σύμφωνα με τα υπηρεσιακά έγγραφα συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: i. απασχόληση κατά το σύνηθες δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο, ii. παροχή εργασίας στο χώρο της δημόσιας υπηρεσίας και με την άμεση εποπτεία της υπηρεσίας και iii. αμοιβή ανάλογη με των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.  …

Απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση των ανωτέρω προϋπηρεσιών, είναι να μην έχουν χρησιμοποιηθεί για τη χορήγηση καμίας άλλης οικονομικής παροχής ή αναγνώρισης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, καθώς και να έχουν παρασχεθεί μετά τη συμπλήρωση του δέκατου έβδομου (17oυ) έτους της ηλικίας τους ή, για όσους στη συνέχεια μονιμοποιήθηκαν σε υπηρεσία του ίδιου Υπουργείου, μετά τη συμπλήρωση του δέκατου πέμπτου (15ου) έτους. Σε κάθε περίπτωση αναγνώρισης προϋπηρεσίας για μισθολογική εξέλιξη, τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής δεν μπορεί να ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της υποβολής όλων των κατά νόμο απαιτούμενων δικαιολογητικών”. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 3205/2003 προκύπτει ότι για τη μισθολογική κατάταξη των μισθωτών στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α. και για την, εν συνεχεία, μισθολογική τους εξέλιξη λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, α) η υπηρεσία που παρέχεται από αυτούς στους ως άνω φορείς με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, β) ο χρόνος παροχής υπηρεσίας στους ως άνω φορείς με σύμβαση μίσθωσης έργου ή με ανάθεση κατ’ αποκοπήν εργασίας, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές έχουν χαρακτηριστεί με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ότι διανύθηκαν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (εξαρτημένης) ή εφόσον, σύμφωνα με τα υπηρεσιακά έγγραφα, συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: i. απασχόληση κατά το σύνηθες δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο, ii. παροχή εργασίας στο χώρο της δημόσιας υπηρεσίας και με την άμεση εποπτεία της υπηρεσίας και iii. αμοιβή ανάλογη με των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Ακολούθως, με την ΚΥΑ οικ.2/7093/0022 (ΦΕΚ Β’ 215/5-2-2004), με έναρξη ισχύος 1-1-2004, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του Ν. 3205/2003, ορίστηκε ότι: “1. Οι διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15, 16, 17, 18, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, του άρθρου 27 παρ. 2 και του άρθρου 28 του Ν. 3205/2003…. επεκτείνονται και έχουν ανάλογη εφαρμογή στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου, που υπηρετεί στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. 2. Η κατάταξη στα μισθολογικά κλιμάκια του Ν. 3205/2003 θα γίνει με βάση τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται κατά την αρχική πρόσληψη των υπαλλήλων αυτών ή εκείνα που απαιτήθηκαν για την τυχόν ένταξή τους σε άλλη ειδικότητα και όχι με άλλα αυξημένα πρόσθετα προσόντα που απέκτησαν κατά την περίοδο της εργασίας τους. 3. Οι υπηρεσίες που προσφέρθηκαν σε τομείς εκτός του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., (δηλαδή οι υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα) δεν αναγνωρίζονται για τη μισθολογική εξέλιξη των παραπάνω υπαλλήλων. 4. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα άδειας, καθώς και η ωριαία αμοιβή για υπερωριακή εργασία, θα υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 16 αντίστοιχα”. Στη συνέχεια, δυνάμει της ΚΥΑ οικ.2/13917/0022 (ΦΕΚ Β’ 414/23-2-2012), με έναρξη ισχύος 1-11-2011, ορίστηκε ότι από την ημερομηνία αυτή παύει να ισχύει η προγενέστερη ΚΥΑ (οικ.2/7093/0022), καθώς και κάθε άλλη ρύθμιση (υπουργική απόφαση κλπ.) που καθορίζει αποδοχές του με οποιαδήποτε ιδιότητα προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή διάρκειας του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α.

ΙΙ) Με τον Ν. 4024/2011 “Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012 – 2015” και στο Κεφάλαιο Δεύτερο αυτού, υπό τον τίτλο “Σύστημα βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α’ και Β’ βαθμού και άλλων φορέων του Δημόσιου Τομέα και συναφείς διατάξεις” (όπως τα άρθρα 6 έως 11 και 28 του νόμου αυτού ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν. 4369/2016), ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι “Στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ): α) του Δημοσίου, β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, γ) των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.)…., στο άρθρο 6 παρ. 4 ότι “…. Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία νοείται κάθε υπηρεσία που έχει διανυθεί στο Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε Ο.Τ.Α., με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που, με βάση ειδικές διατάξεις, αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη.

Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών, μπορεί να προβλέπεται η αναγνώριση για βαθμολογική και μισθολογική ένταξη και της προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι επτά (7) έτη, κατ’ ανώτατο όριο και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εδάφιο πέμπτο της παρούσας παραγράφου. Με το ίδιο διάταγμα ρυθμίζεται ο τρόπος και οι προϋποθέσεις αναγνώρισης αντίστοιχης προϋπηρεσίας και για τους υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του διατάγματος, υπαλλήλους και ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου.

Σωρευτικά η αναγνώριση προϋπηρεσίας από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, καθώς και από θέσεις αιρετών ή μετακλητών δημοσίων υπαλλήλων, δεν δύναται να ξεπερνά τα επτά (7) έτη….”, στο άρθρο 28 παρ. 1 ότι “Οι υπάλληλοι, που υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κατατάσσονται αυτοδικαίως στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούν, με βάση τον συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 98 του Υ.Κ., και το χρόνο προϋπηρεσίας στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα που έχει αναγνωριστεί για τη βαθμολογική ή τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη του υπαλλήλου, ως εξής: α) …., β) …., γ) ….” και στο άρθρο 32 παρ. 1 ότι “Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου”. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 4024/2011 προκύπτει ότι για τη βαθμολογική και μισθολογική κατάταξη των μισθωτών στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α. και για την, εν συνεχεία, μισθολογική τους εξέλιξη λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, και η υπηρεσία που παρέχεται από αυτούς στους ως άνω φορείς με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που, με βάση ειδικές διατάξεις, αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη, ενώ προβλέφθηκε η δυνατότητα, μετά από έκδοση προεδρικού διατάγματος, αναγνώρισης, για τη βαθμολογική και μισθολογική ένταξη, και της προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι επτά (7) έτη (άρθρο 6 παρ. 4 εδ. γ’ του Ν. 4024/2011), προεδρικό διάταγμα που, όμως, δεν είχε εκδοθεί μέχρι την κατάργηση των άρθρων 6 έως 11 και 28 του Ν. 4024/2011 με το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν. 4369/2016 (ΦΕΚ Α 33/27-2-2016).

Οι διατάξεις του Ν. 4024/2011 υπόκεινται στις αρχές α) της δημοσιονομικής προσαρμογής, η τήρηση της οποίας έχει καταστεί ζωτικής σημασίας για την οικονομική και πολιτική επιβίωση της χώρας στο διεθνές περιβάλλον, β) της εύρυθμης λειτουργίας της διοίκησης που συναρτάται ευθέως με την ιεραρχική διαβάθμιση των επιπέδων ευθύνης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων, καθώς και με το σύστημα μέτρησης της απόδοσής της, γ) της ισότητας και της αξιοκρατίας αλλά και της κομματικής ουδετερότητας, που κατοχυρώνονται με τη σύνδεση της βαθμολογικής ιεραρχίας αλλά και μισθολογικής εξέλιξης, με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του υπαλλήλου, καθώς και με την προσωπική του απόδοση, δηλαδή την προσωπική του αξία και ικανότητα, που μετράται για κάθε πρόσωπο με ίσους όρους, σε συνάρτηση με το διαβαθμισμένο προσωπικό επίπεδο ευθύνης, καθώς και τις συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας, στην άσκηση των αρμοδιοτήτων και την επίτευξη της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας ή φορέα, στον οποίο ανήκει και δ) της διασφάλισης της μέγιστης δυνατής απόδοσης των υπαλλήλων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος (βλ. σελ. 1-2 αιτιολογικής έκθεσης).

ΙΙΙ) Με τον Ν. 4354/2015 με τίτλο “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” και στο Κεφάλαιο Β με τίτλο “Μισθολογικές ρυθμίσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), καθώς και των Δ.Ε.Κ.Ο. του Κεφαλαίου A του Ν. 3429/2005 (Α 314) και άλλες μισθολογικές διατάξεις” ορίζεται με το άρθρο 7 παρ. 1 ότι “Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου: α) των φορέων της περίπτωσης στ’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), β) των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών (Α.Δ.Α.) της περίπτωσης γ’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), γ) των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (Ο.Κ.Α.), δ) των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, ε) των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), στ) των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α. -κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους- ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από κρατικούς πόρους κατά πενήντα τοις εκατό (50%) τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, συμπεριλαμβανομένων των Κέντρων Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας, ζ) των Δημοσίων Επιχειρήσεων, Οργανισμών και Ανώνυμων Εταιρειών (Δ.Ε.Κ.Ο.), που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α` του ν. 3429/ 2005 (Α` 314)…., με το άρθρο 8 ότι “1. Το προσωπικό της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου εξελίσσεται, ανεξάρτητα από το βαθμό που κάθε φορά κατέχει, σε μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.), όπως αυτά ορίζονται στο επόμενο άρθρο. 2. Οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και έχουν το ίδιο μισθολογικά κλιμάκιο δικαιούνται το βασικό μισθό που αντιστοιχεί σε αυτό, ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο ανήκει η θέση τους”, με το άρθρο 10 παρ. 1 ότι

“Ο διοριζόμενος υπάλληλος εισέρχεται στην Υπηρεσία με το εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο της κατηγορίας στην οποία ανήκει ή στο μισθολογικό κλιμάκιο που προβλέπεται από τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου”, με το άρθρο 11 ότι “1. Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων όλων των κατηγοριών, από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, απαιτείται υπηρεσία ως εξής: α. Για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Υ.Ε. και Δ.Ε. υπηρεσία τριών (3) ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο. β. Για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Τ.Ε. και Π.Ε. υπηρεσία δύο (2) ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο. 2 Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων από το κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο στο αμέσως ανώτερο, απαιτείται να έχει συμπληρωθεί ο καθορισμένος χρόνος υπηρεσίας στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο εξέλιξη του υπαλλήλου γίνεται με πράξη του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου, που δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. α. Ως προϋπηρεσία, που αναγνωρίζεται για την εξέλιξη των υπαλλήλων, που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 9 του παρόντος, λαμβάνεται η υπηρεσία που προσφέρεται σε φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 7 των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και σε επίσημους θεσμούς και όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου (όπως η παρ. 4.α. αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4484/2017 ΦΕΚ Α’ 110). β) Απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση των ανωτέρω προϋπηρεσιών, είναι να μην έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για τη χορήγηση καμίας άλλης οικονομικής παροχής ή αναγνώρισης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η αναγνώριση των ανωτέρω προϋπηρεσιών πραγματοποιείται με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου ή άλλου αρμοδίου οργάνου και τα οικονομικά αποτελέσματα ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών”, με το άρθρο 26 ότι “1. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η μισθολογική κατάταξη των υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 9 πραγματοποιείται σύμφωνα με τα τυπικά τους προσόντα, το χρόνο υπηρεσίας στο φορέα που υπηρετούν, καθώς και το χρόνο υπηρεσίας, που έχει αναγνωριστεί από το φορέα αυτόν, μέχρι και στις 31.12.2015. 2. Μετά τη μισθολογική κατάταξη της προηγούμενης παραγράφου, η μισθολογική εξέλιξη όλων των υπαλλήλων αναστέλλεται μέχρι τις 31.12.2017. Από 1.1.2018 η μισθολογική εξέλιξη ενεργοποιείται εκ νέου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, συνυπολογιζόμενου και του τυχόν πλεονάζοντος χρόνου, που είχε υπολογισθεί κατά την αρχική κατάταξη, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου μέχρι τις 31.12.2017. 3….” και, τέλος, με το άρθρο 35 ότι “Η έναρξη ισχύος των άρθρων 7 έως 34 αρχίζει από 1.1.2016, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του”.

Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων του Ν. 4354/2015 προκύπτει ότι, κατά την έναρξη εφαρμογής των μισθολογικών διατάξεών του (1.1.2016), η μισθολογική κατάταξη των υπηρετούντων υπαλλήλων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. και λοιπών νομικών προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις του, πραγματοποιείται σύμφωνα με τα τυπικά τους προσόντα, τον χρόνο υπηρεσίας στο φορέα όπου υπηρετούν, καθώς και τον χρόνο υπηρεσίας που έχει αναγνωρισθεί από τον ως άνω φορέα μέχρι 31.12.2015 (άρθρο 26 παρ. 1), ότι μετά την αρχική κατάταξη των υπαλλήλων είναι δυνατή η αναγνώριση προϋπηρεσίας που έχει προσφερθεί σε φορείς που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 7 αυτού (Δημόσιο, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ και ΔΕΚΟ κεφ. Α’ του ν. 3429/2005) των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου ή άλλου αρμοδίου οργάνου, τα οικονομικά αποτελέσματα της οποίας θα ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών (άρθρο 11 παρ. 4), πλην, όμως, ειδικά για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 31.12.2017 τα ως άνω οικονομικά αποτελέσματα (της αναγνώρισης προϋπηρεσίας) θα ισχύουν από 1.1.2018, καθότι για όλο το ως άνω χρονικό διάστημα αναστέλλεται η μισθολογική εξέλιξη όλων των υπαλλήλων και ενεργοποιείται εκ νέου από 1.1.2018, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη το ως άνω χρονικό διάστημα (άρθρο 26 παρ. 2).

Το νέο σύστημα αμοιβών, που θεσπίζεται με το Ν. 4354/2015, υπόκειται απολύτως στις αρχές: α) της δημοσιονομικής προσαρμογής, η τήρηση της οποίας έχει καταστεί ζωτικής σημασίας για την οικονομική και πολιτική επιβίωση της χώρας, β) της ισότητας και της αξιοκρατίας, που κατοχυρώνονται με τη μισθολογική εξέλιξη, με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του υπαλλήλου, καθώς και με την προσωπική του απόδοση, δηλαδή την προσωπική του αξία και ικανότητα, που αποτιμάται για κάθε πρόσωπο με ίσους όρους, σε συνάρτηση με το επίπεδο θέσης ευθύνης που κατέχει, τις συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας, την άσκηση των αρμοδιοτήτων και την επίτευξη της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας στην οποία ανήκει και γ) της διασφάλισης της μέγιστης δυνατής απόδοσης των υπαλλήλων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος (βλ. σελ. 6 αιτιολογικής έκθεσης). IV) Σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, “Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης”, ενώ κατά το άρθρο 1 εδ. α’ και β’ του εκτελεστικού (του άρθρου 95 Συντ.) νόμου 3068/2002, “Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων.

Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει”. Ως εκτελεστή απόφαση, κατά την έννοια των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 1, νοείται όχι μόνο η καταψηφιστική, η οποία σε περίπτωση μη συμμόρφωσης παρέχει, ως εκτελεστός τίτλος, τη δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά και η αναγνωριστική, η οποία, όπως και η καταψηφιστική, εμπεριέχει αυθεντική διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης και παράγει δεδικασμένο. Περαιτέρω, η αμετάκλητη, καθώς και η τελεσίδικη, απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, η οποία αναγνωρίζει ότι ορισμένη εργασιακή σχέση, στην οποία αντισυμβαλλόμενος είναι φορέας της δημόσιας Διοίκησης, αποτελεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και περαιτέρω υποχρεώνει τον φορέα να απασχολεί τον εργαζόμενο με αυτή την εργασιακή σχέση, παράγει δεδικασμένο τόσο ως προς το κριθέν ζήτημα της νομικής φύσης της σύμβασης που υφίσταται μεταξύ του ενάγοντος υπαλλήλου και του εναγομένου φορέα, όσο και ως προς το περιεχόμενο της επιβαλλόμενης στον φορέα αυτόν υποχρέωσης απασχόλησης του εργαζομένου. Η αναγνώριση με την ανωτέρω απόφαση της εργασιακής σχέσης ως αορίστου χρόνου και η συναφής επιβολή στον φορέα – εργοδότη υποχρέωσης απασχόλησης του υπαλλήλου δημιουργεί δευτερογενώς την υποχρέωση στον εν λόγω φορέα να συστήσει την αντίστοιχη για κάθε ενδιαφερόμενο θέση για το μέλλον, προκειμένου να αποκτήσει η θέση αυτή νομοθετικό έρεισμα κατά το άρθρο 103 παρ. 2 του Συντάγματος και να ενταχθεί οργανωτικά στη δομή της οικείας υπηρεσίας. Από την απόφαση, όμως, αυτή δεν απορρέει υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης με την έκδοση πράξης αναδρομικού περιεχομένου, καθόσον η υποχρέωση αυτή γεννάται στις εξής περιπτώσεις: α) Όταν διατάσσεται με δικαστική απόφαση η ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης με την έκδοση διοικητικής πράξης αναδρομικής ισχύος, β) όταν επιβάλλεται ή επιτρέπεται η έκδοση διοικητικής πράξης αναδρομικής ισχύος με σχετική εξουσιοδοτική διάταξη και γ) όταν η κανονιστική πράξη εκδίδεται μετά από ακύρωση προγενέστερης για λόγους τυπικούς και έχει το ίδιο περιεχόμενο με την ακυρωθείσα, επιπλέον δε, εκδίδεται βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών. Από τα ως άνω, υπό στοιχ. Ι έως IV, εκτεθέντα προκύπτει ότι για τη μισθολογική κατάταξη και για την, εν συνεχεία, μισθολογική εξέλιξη των μισθωτών του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, ο χρόνος παροχής υπηρεσίας στους ως άνω φορείς α) με σύμβαση μίσθωσης έργου ή με ανάθεση κατ’ αποκοπήν εργασίας, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές έχουν χαρακτηριστεί με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ότι διανύθηκαν με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, και β) με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου.

Σε αμφότερες τις ανωτέρω περιπτώσεις, ως υπηρεσία νοείται η πραγματική, ήτοι το διάστημα κατά το οποίο ο μισθωτός παρείχε τις υπηρεσίες του στους προαναφερόμενους φορείς εντός των χρονικών πλαισίων σύμβασης έργου ή σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, και όχι ο χρόνος που διανύθηκε εκτός υπηρεσίας και συγκεκριμένα, είτε μεταξύ των διαδοχικών συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, δυνάμει των οποίων ο μισθωτός παρείχε τις υπηρεσίες του στους ως άνω φορείς, είτε μεταξύ των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν σε σχέση με τις προαναφερόμενες συμβάσεις και αναγνώρισαν αυτές ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Παρά ταύτα, εάν κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα (μεταξύ των διαδοχικών συμβάσεων ή των εκδοθεισών δικαστικών αποφάσεων) ο μισθωτός εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες του στους ανωτέρω φορείς, απασχολούμενος κατά το σύνηθες δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο, εντός του χώρου της δημόσιας υπηρεσίας και με την άμεση εποπτεία της υπηρεσίας, λαμβάνοντας αμοιβή ανάλογη εκείνης των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ο χρόνος αυτός λαμβάνεται υπόψη, για τη μισθολογική κατάταξη και τη μετέπειτα μισθολογική εξέλιξη του μισθωτού, ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας. Διαφορετική εκδοχή, ήτοι συνυπολογισμός του εκτός υπηρεσίας χρόνου, υπό την έννοια που προεκτέθηκε, για τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των μισθωτών του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., οι οποίοι απασχολήθηκαν στους εν λόγω φορείς με συμβάσεις έργου ή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, α) δεν ευρίσκει έρεισμα στις προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων 3205/2003, 4024/2011 και 4354/2015 ούτε σε εκείνες των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 1 εδ. α’ και β’ του Ν. 3068/2002 και β) αντίκειται στους προαναφερθέντες σκοπούς των νόμων 4024/2011 και 4354/2015, όπως αυτοί αποτυπώνονται στις αντίστοιχες αιτιολογικές εκθέσεις, δεδομένου ότι η τήρηση της αρχής της ισότητας και της αξιοκρατίας στη μισθολογική εξέλιξη, με βάση τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του υπαλλήλου, καθώς και την προσωπική του απόδοση, δηλαδή την προσωπική του αξία και ικανότητα, αποτιμώμενη για κάθε υπάλληλο με ίσους όρους, σε συνάρτηση με το επίπεδο θέσης ευθύνης που αυτός κατέχει, τις συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας, την άσκηση των αρμοδιοτήτων και την επίτευξη της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας στην οποία ανήκει, καθώς και η διασφάλιση της μέγιστης δυνατής απόδοσης των υπαλλήλων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, προϋποθέτουν την πραγματική παροχή των υπηρεσιών τους προς τον φορέα απασχόλησης, διότι μόνο υπό συνθήκες πραγματικής απασχόλησης είναι εφικτή η αξιολόγηση των υπαλλήλων με βάση τα ανωτέρω κριτήρια. Συνακόλουθα, ο μη συνυπολογισμός του εκτός υπηρεσίας χρόνου για τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των μισθωτών του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., οι οποίοι απασχολήθηκαν στους εν λόγω φορείς με συμβάσεις έργου ή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), όπως ισχυρίζεται η καθ’ ης η υπό κρίση αίτηση, Ε. Ζ., με το από 28-3-2024 υπόμνημά της.

Περαιτέρω δε, δεν αντίκειται στη ρήτρα 4 της Οδηγίας 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, όπως ισχυρίζεται η τελευταία με το από 2-4-2024 υπόμνημά της. Και τούτο, διότι η ρήτρα 4 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της ως άνω Οδηγίας, ορίζει ότι “Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους”, η ρήτρα 2 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου ότι “Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος” και η ρήτρα 3 αυτής ότι “Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, 1. ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος, 2. ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή, όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές”, συνεπώς: Ι) Η ανωτέρω συμφωνία-πλαίσιο εφαρμόζεται επί των “εργαζομένων ορισμένου χρόνου”, υπό την έννοια που προεκτέθηκε, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, εφόσον το εξεταζόμενο στα πλαίσια της παρούσας δίκης ζήτημα αφορά πρώην συμβασιούχους, οι οποίοι συνδέονται ήδη με το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α. με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.

ΙΙ) Παρά το γεγονός ότι οι αμοιβές αποτελούν για κάθε εργαζόμενο έναν ουσιώδη όρο της εργασίας, η απουσία κάθε αναφοράς στις αμοιβές από την Οδηγία 1999/70 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, την οποία υλοποιεί, αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της τους οικονομικούς όρους και τις κάθε είδους αμοιβές (ΔΕΚ C-307/2005 σκέψεις 21 και 25).

ΙΙΙ) Σε κάθε περίπτωση, η ρήτρα 4 σημείο 1 της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει οποιαδήποτε μη αντικειμενικώς δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, η απαγόρευση δε αυτή έχει ως αυτονόητη προϋπόθεση την πραγματική απασχόληση των εργαζομένων δυνάμει συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, άλλως δεν δύναται να γίνει λόγος για “συνθήκες απασχόλησης”. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα ερμηνείας της ρήτρας 4 της Οδηγίας 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, όσον αφορά το επίμαχο ζήτημα, ήτοι αν για τη μισθολογική κατάταξη τέως συμβασιούχων (έργου ή ορισμένου χρόνου), οι οποίοι συνδέθηκαν εν τέλει με τους Ο.Τ.Α., αλλά και το Δημόσιο γενικότερα, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατόπιν δικαστικών αποφάσεων ή δικαστικού συμβιβασμού, προσμετράται και ο διανυθείς χρόνος εκτός υπηρεσίας, δηλαδή μεταξύ των συμβάσεων ή των δικαστικών αποφάσεων, ή μόνο ο πραγματικά διανυθείς χρόνος στην υπηρεσία, συνυπολογιζομένου βεβαίως και του χρόνου που διανύθηκε με τις συμβάσεις.

Συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση υποβολής σχετικού προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), κατ’ άρθρο 234 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ), που ορίζει ότι: “Το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις α) επί της ερμηνείας της παρούσας Συνθήκης, β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της Κοινότητας και της ΕΚΤ και γ) επί της ερμηνείας των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθηκαν με πράξη του Συμβουλίου, εφόσον το προβλέπουν τα εν λόγω καταστατικά”, όπως ζητείται από την καθ’ ης με τα από 28-3-2024 και 2-4-2024 υπομνήματά της. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της παρούσας δίκης αλυσιτελώς προβάλλονται από την καθ’ ης, με το από 28-3-2024 υπόμνημά της, οι ισχυρισμοί περί α) παραβίασης δεδικασμένου απορρέοντος από την υπ’ αριθ. 339/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που έχει εκδοθεί σε δίκη μεταξύ αυτής και του αιτούντος ΟΠΑΝΔΑ, β) παράνομης διάρρηξης νόμιμου συμβιβασμού (871 ΑΚ) που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του ΟΠΑΝΔΑ και γ) καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (281 ΑΚ) εκ μέρους του ΟΠΑΝΔΑ, συνισταμένης στην εκ νέου κατάταξη αυτής από τον τελευταίο σε κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, υπό τις συνθήκες που ειδικότερα αναφέρονται στο υπόμνημα αυτής, καθόσον το Δικαστήριο τούτο καλείται να αποφανθεί για ένα νέο, δυσχερές και με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων (και όχι αποκλειστικά για την καθ’ ης) νομικό ζήτημα, το οποίο αφορά τη μισθολογική κατάταξη τέως συμβασιούχων (έργου ή ορισμένου χρόνου), οι οποίοι συνδέθηκαν εν τέλει με τους Ο.Τ.Α., αλλά και το Δημόσιο γενικότερα, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατόπιν δικαστικών αποφάσεων ή δικαστικού συμβιβασμού. Αν δηλαδή, για τη μισθολογική τους κατάταξη, προσμετράται και ο διανυθείς χρόνος εκτός υπηρεσίας, δηλαδή μεταξύ των συμβάσεων ή των δικαστικών αποφάσεων, ή μόνο ο πραγματικά διανυθείς χρόνος στην υπηρεσία, συνυπολογιζομένου βεβαίως και του χρόνου που διανύθηκε με τις συμβάσεις.

Συνεπώς, οι ως άνω ισχυρισμοί της καθ’ ης, οι οποίοι αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό της, δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο της παρούσας δίκης, αλλά θα κριθούν από το Μονομελές Εφετείο Αθηνών στα πλαίσια της δίκης που έχει ανοιχθεί με την άσκηση α) της από 17-10-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. 101457/5239/2022) έφεσης του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (ΟΠΑΝΔΑ)” κατά της υπ’ αριθ. 921/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) των από 3-5-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 3921/580/2023) πρόσθετων λόγων έφεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ε. Ζ. του Π. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 19-4-2021 (αριθ. έκθ. κατάθεσης 23558/658/2021) αγωγή κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (ΟΠΑΝΔΑ)”, με την οποία ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτής και του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (Ο.Ν.Α.)”, παρείχε στο τελευταίο τις υπηρεσίες της, ως καθηγήτρια …, κατά το διάστημα από …-2000, οπότε καταρτίστηκε η πρώτη από τις ανωτέρω συμβάσεις, έως …-2007, οπότε το αντισυμβαλλόμενο έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. Ότι με την υπ’ αριθ. …-2011 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της Διεύθυνσης Διοίκησης του Δήμου Αθηναίων εγκρίθηκε η συγχώνευση (κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 103 του Ν. 3852/2010 και 241 του Ν. 3463/2006) διαφόρων νομικών προσώπων του Δήμου Αθηναίων, μεταξύ των οποίων και το αντισυμβαλλόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (Ο.Ν.Α.)”, σε ένα νέο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (ΟΠΑΝΔΑ)”, ήδη εναγόμενο.

Ότι με την υπ’ αριθ. 339/2016, ήδη αμετάκλητη, απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (εκδοθείσα κατόπιν έφεσης που άσκησε αυτή κατά της υπ’ αριθ. 91/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η από 4-10-2007 αγωγή της κατά του Ο.Ν.Α.) αναγνωρίστηκε ότι η σχέση που τη συνέδεε με το εναγόμενο ήταν αυτή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τις …-2000 (ημερομηνία πρόσληψης) και εντεύθεν. Ότι ακολούθως, με την υπ’ αριθ. πρωτ. …-2016 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του ΟΠΑΝΔΑ, κατατάχθηκε αναδρομικά από 1-1-2016 σε συσταθείσα προσωποπαγή θέση, στην κατηγορία κλάδου Π.Ε. και στο 8ο μισθολογικό κλιμάκιο, με χρόνο υπηρεσίας στο κλιμάκιο ένα (1) έτος, δύο (2) μήνες και είκοσι μία (21) ημέρες, έκτοτε δε, ελάμβανε τις αποδοχές που αντιστοιχούσαν στο ως άνω μισθολογικό κλιμάκιο.

Ότι στις …2021 το εναγόμενο της κοινοποίησε την υπ’ αριθ. πρωτ. …-2020 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του ΟΠΑΝΔΑ, η οποία τροποποιούσε την προγενέστερη υπ’ αριθ. πρωτ. …-2016 απόφασή του και κατέτασσε αυτήν (ενάγουσα) στο 3ο μισθολογικό κλιμάκιο, επικαλούμενο προς τούτο σχετική γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του. Ζήτησε δε, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, επικαλούμενη ακυρότητα της υπ’ αριθ. πρωτ. …-2020 απόφασης του ΟΠΑΝΔΑ για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στην αγωγή, επικουρικά δε λόγω αντίθεσης αυτής προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της υπ’ αριθ. πρωτ. …-2020 απόφασης του ΟΠΑΝΔΑ, β) να αναγνωριστεί ότι υπάγεται από …-2016 έως …2018 στο 8ο μισθολογικό κλιμάκιο Π.Ε., από …-2018 έως …2020 στο 9ο μισθολογικό κλιμάκιο Π.Ε. και από …-2020 και εφεξής στο 10ο μισθολογικό κλιμάκιο Π.Ε., γ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να την κατατάξει αναδρομικά στα ως άνω Μ.Κ. και δη από …-2016 στο 8ο Μ.Κ., από …-2018 στο 9ο Μ.Κ. και από …-2020 στο 10ο Μ.Κ. και δ) με βάση την ως άνω υπό στοιχ. γ’ κατάταξη αυτής, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως διαφορές μεταξύ καταβληθεισών και πράγματι οφειλομένων αποδοχών για το διάστημα από 1-1-2016 έως 31-3-2021, το συνολικό ποσό των 2.485,56 ευρώ, όπως τούτο ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο αφότου κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 921/2022 απόφαση, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε δε ως ορθή και νόμιμη την δυνάμει της υπ’ αριθ. …-2016 απόφασης του εναγομένου κατάταξη της ενάγουσας και ως λανθασμένη, παράνομη και μη παράγουσα έννομες συνέπειες την δυνάμει της υπ’ αριθ. …-2020 απόφασης αυτού επανακατάταξη της ενάγουσας, αναγνώρισε ότι η τελευταία υπάγεται από …-2016 έως …2018 στο 8ο μισθολογικό κλιμάκιο Π.Ε., από …-2018 έως …2020 στο 9ο μισθολογικό κλιμάκιο Π.Ε. και από …-2020 και εφεξής στο 10ο μισθολογικό κλιμάκιο Π.Ε. και υποχρέωσε το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 2.485,56 ευρώ με το νόμιμο τόκο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (ΟΠΑΝΔΑ)” α) με την από 17-10-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. 101457/5239/2022) έφεσή του, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, και β) τους από 3-5-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 3921/580/2023) πρόσθετους λόγους έφεσης, οι οποίοι εκκρεμούν ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου.

Κατόπιν αυτών, η Ολομέλεια, επιλύοντας το τιθέμενο με α) την από 17-10-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. 101457/5239/2022) έφεση και β) τους από 3-5-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 3921/580/ 2023) πρόσθετους λόγους έφεσης και εισαχθέν ενώπιόν της με τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης ως άνω νομικό ζήτημα, πρέπει: Α) Να αποφανθεί ότι για τη μισθολογική κατάταξη τέως συμβασιούχων (έργου ή ορισμένου χρόνου), οι οποίοι συνδέθηκαν εν τέλει με τους Ο.Τ.Α., αλλά και το Δημόσιο γενικότερα, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατόπιν δικαστικών αποφάσεων ή δικαστικού συμβιβασμού, δεν προσμετράται και ο διανυθείς χρόνος εκτός υπηρεσίας, δηλαδή μεταξύ των συμβάσεων ή των δικαστικών αποφάσεων, αλλά μόνο ο πραγματικά διανυθείς χρόνος στην υπηρεσία, είτε στα πλαίσια σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου είτε εν τοις πράγμασι, υπό την προϋπόθεση ότι, στη δεύτερη περίπτωση, ο μισθωτός εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες του στους ανωτέρω φορείς, απασχολούμενος κατά το σύνηθες δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο, εντός του χώρου της δημόσιας υπηρεσίας και με την άμεση εποπτεία της υπηρεσίας, λαμβάνοντας αμοιβή ανάλογη εκείνης των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Β) Να παραπέμψει κατά τα λοιπά την υπόθεση, για την ολοκλήρωση της εκδίκασής της, στο αρμόδιο Μονομελές Εφετείο Αθηνών (άρθρο 20Α παρ. 5 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφαίνεται ότι για τη μισθολογική κατάταξη τέως συμβασιούχων (έργου ή ορισμένου χρόνου), οι οποίοι συνδέθηκαν εν τέλει με τους Ο.Τ.Α., αλλά και το Δημόσιο γενικότερα, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατόπιν δικαστικών αποφάσεων ή δικαστικού συμβιβασμού, δεν προσμετράται και ο διανυθείς χρόνος εκτός υπηρεσίας, δηλαδή μεταξύ των συμβάσεων ή των δικαστικών αποφάσεων, αλλά μόνο ο πραγματικά διανυθείς χρόνος στην υπηρεσία, είτε στα πλαίσια σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου είτε εν τοις πράγμασι, υπό την προϋπόθεση ότι, στη δεύτερη περίπτωση, ο μισθωτός εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες του στους ανωτέρω φορείς, απασχολούμενος κατά το σύνηθες δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο, εντός του χώρου της δημόσιας υπηρεσίας και με την άμεση εποπτεία της υπηρεσίας, λαμβάνοντας αμοιβή ανάλογη εκείνης των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

Παραπέμπει ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Εφετείου Αθηνών α) την από 17-10-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. 101457/5239/2022) έφεση του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (ΟΠΑΝΔΑ)” κατά της υπ’ αριθ. 921/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) τους από 3-5-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 3921/580/2023) πρόσθετους λόγους έφεσης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2024 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιουλίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ThanasisΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Α.Π. 5/2024