Ολομ.Ελ.Συν.2477/2020

H νεότερη και διαφορετική ερμηνεία των ίδιων ουσιαστικών διατάξεων και η μεταστροφή της νομολογίας στο πεδίο των καταλογιστικών διαφορών δεν συνιστά λόγο που καταλύει την ισχύ και τη δεσμευτικότητα του δεδικασμένου.

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΣΕ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Απριλίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Σαρμάς, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Αγγελική Μαυρουδή, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης, Μαρία Αθανασοπούλου, Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Αγγελική Μυλωνά, Στυλιανός Λεντιδάκης, Βιργινία Σκεύη, Βασιλική Σοφιανού, Δέσποινα Τζούμα, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Αργυρώ Μαυρομμάτη, Κωνσταντίνος Κρέπης και Γεωργία Παπαναγοπούλου, Σύμβουλοι. Επίσης μετείχαν οι Σύμβουλοι Βασιλική Προβίδη, Ευαγγελία Σεραφή, Ειρήνη Κατσικέρη και Νεκταρία Δουλιανάκη, ως αναπληρωματικά μέλη. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου.
Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Αντώνιος Νικητάκης, Επίτροπος Επικρατείας, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, Χρυσούλας Καραμαδούκη.
Για να δικάσει την από 10.6.2016 (ΑΒΔ 1265/24.6.2016) αίτηση αναιρέσεως του …, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας του πληρεξουσίου δικηγόρου …
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Νομικού Συμβούλου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η 645/2016 απόφαση του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Και
Τον Επίτροπο Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε, ομοίως, την απόρριψη της αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, με παρόντα τα τακτικά μέλη που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Συμβούλους Γεώργιο Βοΐλη και Σταμάτιο Πουλή που είχαν κώλυμα (άρθρα 11 παρ. 2 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 και 78 παρ. 2 του π.δ/τος 1225/1981).
Άκουσε την εισήγηση του Συμβούλου Κωνσταντίνου Κρέπη και Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά τον νόμο
Με την αίτηση αυτή, όπως οι λόγοι της αναπτύσσονται με το από … νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (βλ. τα 3180143, 3180144, 3180145 και 5174687 ειδικά έντυπα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου), ζητείται η αναίρεση της 645/2016 αποφάσεως του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε αγωγή του αναιρεσείοντος, τέως Αντισυνταγματάρχη Υγειονομικού Ιατρών (ΥΙ) εν αποστρατεία, κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Με την αγωγή του αυτή ο ήδη αναιρεσείων είχε ζητήσει να υποχρεωθεί το αναιρεσίβλητο να του καταβάλει ως αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ή επικουρικά κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις (άρθρα 904 επόμ. του Αστικού Κώδικα), το ποσό των 85.574,60 ευρώ, που ήδη είχε καταβάλει στο Ελληνικό Δημόσιο σε εκτέλεση της […] πράξεως της Διεύθυνσης Οικονομικού 3 α του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ), με την οποία είχε καταλογισθεί σε βάρος του το ποσό των 83.070,00 ευρώ, που επιβαρύνθηκε περαιτέρω με τις αναλογούσες, μέχρι την καταβολή του (31.5.2010), προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, λόγω της παραιτήσεώς του από τις Ένοπλες Δυνάμεις πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου υποχρεωτικής παραμονής του σε αυτές.
1. Η ένδικη αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων με αυτήν λόγων αναιρέσεως.
2. Ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (φ. 97 Α’) Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, που εφαρμόζεται αναλόγως και στις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκες, όταν το οικείο θέμα δεν ρυθμίζεται από τις ειδικές διατάξεις του π.δ/τος 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (φ. 304 Α’) [βλ. το άρθρο 123 του ως άνω π.δ/τος, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, φ. 135 Λ’], ορίζει στο άρθρο 78 ότι «(…) αγωγή για αξίωση που θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης δεν είναι απαράδεκτη αν, κατά της πράξης ή της παράλειψης αυτής, δεν ασκήθηκε το από τις κείμενες διατάξεις προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα. Στην περίπτωση αυτήν, κατά την εκδίκαση της αγωγής έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 80» και, στο τελευταίο αυτό άρθρο, ότι «1. (…) 2. (…) αν η αξίωση θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής. 3. (…)». Περαιτέρω, το ως άνω π.δ. 1225/1981 ορίζει, στο μεν άρθρο 91 ότι «Αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων (…) είναι τελεσίδικοι και αποτελούν δεδικασμένον», στο δε άρθρο 92 ότι «Το δεδικασμένον εκτείνεται επί του κριθέντος ουσιαστικού ζητήματος, εφ’ όσον η απόφασις έκρινεν οριστικώς επί εννόμου σχέσεως (…)».
3. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αγωγή αποζημιώσεως που έχει ως νομική βάση το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ αποτελεί αυτοτελές ένδικο βοήθημα, κατά την εκδίκαση του οποίου επιτρέπεται η παρεμπίπτουσα εξέταση της νομιμότητας των ζημιογόνων πράξεων των δημοσίων οργάνων. Εμποδίζεται δε το δικαστήριο να προχωρήσει στην ως άνω εξέταση μόνο στην περίπτωση που η αγωγή ερείδεται σε αξίωση που απορρέει από πράξη διοικητικού οργάνου, επί της παρανομίας ή μη της οποίας υφίσταται δεδικασμένο από απόφαση που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση του προβλεπόμενου κατ’ αυτής ενδίκου βοηθήματος, δεδομένου ότι δεσμεύεται από αυτό (πρβλ. ΣτΕ 604/2005, 621, 531/2007). Περαιτέρω, οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι τελεσίδικες και παράγουν δεδικασμένο ως προς το κριθέν ουσιαστικό ζήτημα. Το δεδικασμένο, η δεσμευτικότητα, δηλαδή, της διάγνωσης για την ύπαρξη ή ανυπαρξία της ουσιαστικής έννομης σχέσης που αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης, έχει ως συνέπεια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει το ζήτημα που κρίθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεώς του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη απόφαση, λαμβάνοντάς το ως αλήθεια. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση αγωγής για την καταβολή αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, η ύπαρξη δεδικασμένου αποκλείει κάθε νέα διαφορετική κρίση για την κριθείσα έννομη σχέση, στην οποία περιλαμβάνεται και η νομιμότητα ή μη τυχόν καταλογιστικής πράξεως που αποτέλεσε αντικείμενο προηγούμενης δίκης, όταν η νομιμότητα ή μη της τυχόν καταλογιστικής πράξεως αποτελεί προϋπόθεση ή προδικαστικό ζήτημα για τη διάγνωση της επίδικης αξιώσεως. Τέλος, η μετά την προηγηθείσα δίκη επερχόμενη μεταστροφή της νομολογίας των δικαστηρίων και η από αυτήν αποδιδόμενη διαφορετική ερμηνεία του αυτού νομικού κανόνα, δεν ταυτίζεται προς διαφοροποίηση του στην πρώτη δίκη ισχύοντος νομικού καθεστώτος και, συνεπώς, για το κατ’ εκείνη τη δίκη κριθέν δικαίωμα υπάρχει δεδικασμένο στη νέα δίκη, εάν η στην τελευταία καταγόμενη αξίωση πηγάζει από την ίδια έννομη σχέση, από την οποία απέρρευσε και η στην προηγηθείσα δίκη ασκηθείσα όμοια τοιαύτη (ΑΠ 1011/2000).
4. Σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 904 έως 913 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, που εφαρμόζονται και στις έννομες σχέσεις του Δημοσίου, εφόσον δεν υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση, όποιος καθίσταται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή επί ζημία άλλου υποχρεούται να του αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή υφίσταται, πλην άλλων, σε περίπτωση αχρεώστητης παροχής. Τέτοια είναι και η από μέρους καταλογισθέντος προσώπου καταβολή χρηματικού ποσού σε εκτέλεση καταλογιστικής πράξεως που εκδόθηκε εις βάρος του προς αποκατάσταση ζημίας του Δημοσίου, η οποία, όμως, εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι δεν υφίσταται. Προς θεμελίωση δε της οικείας απαιτήσεως, ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει, πλην άλλων, ότι ο πλουτισμός του Δημοσίου είναι αδικαιολόγητος, δηλαδή ότι δεν στηρίζεται σε νόμιμη αιτία ή ότι στηρίζεται σε μη επακολουθήσασα ή λήξασα ή παράνομη ή ανήθικη αιτία.
5. Στην υπό κρίση υπόθεση, το δικάσαν Τμήμα, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ο τότε ενάγων και ήδη αναιρεσείων αποφοίτησε από το Τμήμα Ιατρικής της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων (ΣΣΑΣ) στις 31.12.1990, οπότε ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός Υγειονομικού Ιατρών (ΥΙ) και ανέλαβε, κατά το άρθρο 64 παρ. 1 του ν.δ/τος 1400/1973, υποχρέωση παραμονής στις Ένοπλες Δυνάμεις για δώδεκα έτη. Στη συνέχεια εξειδικεύτηκε στη νευρολογία και, μετά την ολοκλήρωση της ειδικότητάς του, ανέλαβε, σύμφωνα με την παρ. 7 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη υποχρέωση παραμονής στο στράτευμα για πέντε επιπλέον έτη, δηλαδή συνολικά για δεκαεπτά έτη. Κατόπιν αποδοχής της παραιτήσεώς του, με το από [.] π.δ/μα [.] τέθηκε σε αποστρατεία. Ακολούθως, με την […] πράξη του ΓΕΣ καταλογίστηκε με το ποσό των 83.070,00 ευρώ, επειδή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Στρατού, δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση παραμονής του στο στράτευμα, ανερχόμενη σε δεκαεπτά έτη, αλλά είχε υπολειπόμενο χρόνο παραμονής έξι ετών και έξι μηνών, καθόσον στον πραγματικό χρόνο παραμονής του δεν προσμετρήθηκε από το Στρατό ο χρόνος που απαιτήθηκε για την απόκτηση της ιατρικής του ειδικότητας. Κατά της καταλογιστικής αυτής πράξεως ο τότε ενάγων άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την 924/2010 οριστική απόφαση του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που έκρινε ότι η ανωτέρω πράξη εκδόθηκε νομίμως. Εν συνεχεία, σε εκτέλεση αυτής, ο τότε ενάγων και ήδη αναιρεσείων κατέβαλε το καταλογισθέν ποσό με τις αναλογούσες προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, ήτοι το συνολικό ποσό των 85.574,06 ευρώ (6816/31.5.2010 διπλότυπο είσπραξης τύπου Λ’ της ΔΟΥ […]). Κατά της ως άνω δικαστικής αποφάσεως (924/2010) δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα.
6. Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω πραγματικά δεδομένα, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι, εφόσον η […] καταλογιστική πράξη κρίθηκε τελεσίδικα νόμιμη με την 924/2010 απόφαση του V Τμήματος, έχει, ως προς το κριθέν ζήτημα, παραχθεί δεδικασμένο που αποκλείει οποιαδήποτε νέα διαφορετική κρίση, εφόσον δε το καταλογισθέν ποσό καταβλήθηκε από τον τότε ενάγοντα βάσει της προαναφερθείσας καταλογιστικής πράξεως, το ποσό αυτό δεν ήταν αχρεώστητο, αλλά αντίθετα δόθηκε με νόμιμη αιτία. Ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνεται υπέρ του ήδη αναιρεσείοντος αξίωση κατά του Δημοσίου αποζημιώσεως ή αδικαιολόγητου πλουτισμού αν μεταγενεστέρως δοθεί δικαστικώς αντίθετη έννοια στη διάταξη του νόμου από αυτήν που είχε αρχικώς δοθεί και επί της οποίας στηρίχθηκε η ως άνω καταλογιστική απόφαση.
7. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, όπως αναπτύσσεται με το από
… υπόμνημα, ο αναιρεσείων προβάλλει, κατ’ εκτίμηση του αναιρετηρίου, ότι εσφαλμένως το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε ότι δεσμεύεται από το δεδικασμένο της 924/2010 αποφάσεως του V Τμήματος, που απέρριψε την έφεσή του κατά της […] καταλογιστικής πράξεως και, συνεπεία τούτου, δεν εισήλθε στην κατ’ ουσίαν εξέταση του ισχυρισμού του ότι, πάντως, η ως άνω πράξη ήταν παράνομη, με συνέπεια να μην υφίσταται υποχρέωση καταβολής προς το Δημόσιο του ποσού των 85.574,06 ευρώ, το οποίο και πρέπει να του επιστραφεί. Και τούτο, διότι όταν κατέβαλε το ποσό αυτό (στις 31.5.2010), η διάταξη του άρθρου 64 παρ. 15 του ν.δ/τος 1400/1973 δεν είχε κηρυχθεί αντισυνταγματική και αντίθετη στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, όπως τούτο έγινε μεταγενέστερα, με τις 2475/2011, 3230/2011 και 2327/2013 αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που έκριναν ότι ο χρόνος εξειδίκευσης προσμετράται στον χρόνο παραμονής στις Ένοπλες Δυνάμεις και δεν αφαιρείται από αυτόν. Συνεπώς, κατά τον αναιρεσείοντα, μετά την έκδοση των ως άνω αποφάσεων, που συνιστούν μεταβολή του νομικού καθεστώτος, ήρθη η δεσμευτικότητα του δεδικασμένου της 924/2010 αποφάσεως και, επομένως, το δικάσαν Τμήμα όφειλε να κρίνει βάσει της νεότερης νομολογίας. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού του αυτού, ο αναιρεσείων επικαλείται και την 933/2012 απόφαση του Λ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, που παρέπεμψε το ανακύψαν νομικό ζήτημα στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, εκδοθείσης σχετικώς της 19/2015 αποφάσεως του Δικαστηρίου. Με την τελευταία αυτή απόφαση κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ανακύπτει η «υποχρέωση επανόδου της Διοικήσεως, παρά το ότι το κρίσιμο ζήτημα έχει κριθεί με τελεσίδικη (ή αμετάκλητη) δικαστική απόφαση, ειδικώς στην περίπτωση που μετά τη δημιουργία του δεδικασμένου συντρέξουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες, κατά τα γενόμενα δεκτά στην 6η σκέψη, η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξεως. Ειδικότερα, όταν επακολουθήσει αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε ως αντισυνταγματική η κανονιστική διοικητική πράξη που αποτέλεσε το έρεισμα της επίμαχης ατομικής διοικητικής πράξεως, και εντός ευλόγου χρόνου μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής αυτής αποφάσεως υποβληθεί, κατ’ επίκλησή της, αίτηση στη Διοίκηση για ανάκληση της πράξεως αυτής ως εκδοθείσης κατ’ εφαρμογή της ακυρωθείσης κανονιστικής πράξεως, η Διοίκηση οφείλει να επανεξετάσει την υπόθεση, μολονότι αυτή είχε κριθεί με δύναμη δεδικασμένου. Και τούτο, διότι η ακυρωθείσα με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κανονιστική διοικητική πράξη θεωρείται, κατ’ αρχήν, ως ουδέποτε εκδοθείσα (…) και, ως εκ τούτου, η πράξη αυτή θεωρείται ως ουδέποτε νομικώς ισχύσασα (…)» (βλ. ΣτΕ 19/2015, ιδίως σκέψεις 6 και 8).
8. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο ως άνω αναιρετικός λόγος, κατά το σκέλος που αναφέρεται στις υπ’ αριθμ. 2475/2011, 3230/2011 και 2327/2013 αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, διότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ουδόλως με αυτές κηρύχθηκε η επίμαχη διάταξη της παρ. 15 του άρθρου 64 του ν.δ/τος 1400/1973 ως αντισυνταγματική ή αντίθετη στις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Αντίθετα, το Δικαστήριο προέβη σε σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία της ως άνω διατάξεως, δεχόμενο ότι ο χρόνος εξειδίκευσης δεν πρέπει να αφαιρείται, αλλά να προσμετράται για τη συμπλήρωση του υποχρεωτικού χρόνου παραμονής του στρατιωτικού στο στράτευμα.
9. Περαιτέρω, όπως έγινε δεκτό στη σκέψη 4, η νεότερη και διαφορετική ερμηνεία των ίδιων ουσιαστικών διατάξεων και, εν προκειμένω, της παρ. 15 του άρθρου 64 του ν.δ/τος 1400/1973, δεν συνιστά λόγο που καταλύει την ισχύ και δεσμευτικότητα του δεδικασμένου που προέκυψε από την έκδοση της 924/2010 αποφάσεως του V Τμήματος.
10. Εξ άλλου, όσο αφορά την επικαλούμενη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, πέραν του ότι αυτή δεν δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο, όταν το τελευταίο δικαιοδοτεί επί ζητημάτων της δικής του αρμοδιότητας, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι επικαλούμενες αποφάσεις εκδόθηκαν επί τη βάσει διαφορετικού νομικού πλαισίου, ήτοι επί απόρριψης αιτήματος επαναχορήγησης ισόβιας συντάξεως πολύτεκνης μητέρας από τον ΟΓΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 1892/1990. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, εν προκειμένω δεν συντρέχουν οι τασσόμενες από την προαναφερθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας προϋποθέσεις και, ειδικότερα, οι εξής: (i) το ζήτημα της παράκαμψης του δεδικασμένου της 924/2010 αποφάσεως του V Τμήματος δεν τέθηκε από τον τότε ενάγοντα στη Διοίκηση (ΓΕΣ), όπως αξιώνει η επικαλούμενη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά το πρώτον ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την άσκηση αγωγής και (ii) η επικαλούμενη νομολογία απαιτεί δεδικασμένο και, μετά από αυτό, αμετάκλητη απόφαση που ακυρώνει ως αντισυνταγματική την κανονιστική πράξη που αποτέλεσε το έρεισμα της ατομικής πράξεως, προϋπόθεση που, εν προκειμένω, δεν συντρέχει, διότι η νεότερη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως προεκτέθηκε, προέβη απλώς σε σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία της κρίσιμης νομοθετικής διατάξεως και ουδόλως κήρυξε διάταξη νόμου ως αντισυνταγματική ούτε ακύρωσε, για τον ίδιο λόγο, κάποια σχετική κανονιστική πράξη.
11. Εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων, ορθώς το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι δεσμεύεται από το δεδικασμένο της 924/2010 αποφάσεως του V Τμήματος και απέρριψε, ως προς αμφότερες τις νομικές βάσεις (105 ΕισΝΑΚ, 904 επόμ. ΑΚ), την αγωγή του τότε ενάγοντος, ο δε περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι στο σύνολό του απορριπτέος ως αβάσιμος.
12. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται, κατ’ εκτίμηση του αναιρετηρίου, ότι εν προκειμένω η Διοίκηση ενήργησε παράνομα, καθώς εξέδωσε εσφαλμένα την […] καταλογιστική πράξη, παραβιάζοντας προδήλως τις αρχές της νομιμότητας και της χρηστής και εύρυθμης Διοικήσεως, όπως και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου.
13. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι δεν πλήττει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, συγκεκριμένες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ούτε αναφέρεται σε ζητήματα που έκρινε ή όφειλε να κρίνει το δικάσαν Τμήμα, το οποίο στηρίχθηκε απλώς στη δεσμευτικότητα του δεδικασμένου της 924/2010 αποφάσεως του V Τμήματος, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση για το αν η έκδοση της συγκεκριμένης καταλογιστικής πράξεως παραβίασε ή όχι τις επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα αρχές. Άλλωστε, το αντικείμενο της αναιρετικής δίκης συνίσταται αποκλειστικά στη νομική ορθότητα της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και ουδόλως αφορά ή εκτείνεται στις πλημμέλειες στις οποίες τυχόν υπέπεσε η Διοίκηση κατά την έκδοση της εκάστοτε εκκληθείσης καταλογιστικής πράξεως.
7.12.2010 Μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Μαρία Αθανασοπούλου και οι Σύμβουλοι Βασιλική Σοφιανού, Δέσποινα Τζούμα και Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, οι οποίες διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: (Α) Ο θεσμός του δεδικασμένου, τον οποίο υπαγορεύει η απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος αρχή της ασφάλειας του δικαίου, ως μέσο διασφάλισης της συνοχής, της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων, καθώς και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλει να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων, μετά την εξάντληση των προβλεπομένων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση αυτών (βλ ΕλΣ Ολ. 1430/2010, 2324/2009, ΙΙ Τμ. 1565/2016, ΑΠ 313/2018, 1622/2017, ΣτΕ 1102¬1104/2018 πρβλ. απόφ. ΔΕΕ Kapferer, C-234/04, σκέψη 20, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C-526/08, σκέψη 26, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, C-352/09 P, σκέψη 123). Στο πλαίσιο αυτό, με τις διατάξεις των άρθρων 91 και 92 του π.δ/τος 1225/1981 προβλέπεται ότι οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι τελεσίδικες και παράγουν δεδικασμένο ως προς το κριθέν ουσιαστικό ζήτημα. Σε περίπτωση δε αγωγής ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την καταβολή αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ή κατ’ άρθρο 904 ΑΚ εφόσον η σχετική αξίωση απορρέει από καταλογιστική πράξη, η νομιμότητα της οποίας κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου στο πλαίσιο προηγούμενης δίκης κατόπιν άσκησης έφεσης κατ’ αυτής, δεν δύναται το Δικαστήριο, στο πλαίσιο παρεμπίπτοντος ελέγχου της νομιμότητας της πράξης, να αποστεί από την ως άνω κρίση (άρθρα 78 και 80 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που εφαρμόζεται αναλόγως και στις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκες κατά το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει). (Β) Η ισχύς του δεδικασμένου προϋποθέτει ταυτότητα της διαφοράς, δηλαδή ταυτότητα του κριθέντος δικαιώματος και του αντικειμένου του, της ιστορικής και νομικής αιτίας του. Η μεταστροφή δε της νομολογίας ως προς την ερμηνεία του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου δεν συνιστά, κατ’ αρχήν, λόγο που καταλύει την ισχύ του δεδικασμένου. Επομένως, όταν σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων ανακύπτει ως κύριο ή προδικαστικό ζήτημα η καλυπτόμενη από το δεδικασμένο έννομη συνέπεια, η τυχόν μεταστροφή της νομολογίας ως προς την ερμηνεία διάταξης νόμου, η οποία συγκρότησε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης απόφασης και είναι εφαρμοστέα στη νέα δίκη, δεν δικαιολογεί την άρση της δεσμευτικότητας του δεδικασμένου. Η μεταστροφή, άλλωστε, της νομολογίας δεν περιλαμβάνεται στους λόγους αναίρεσης των τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων, κατ’ άρθρο 115 του π.δ/τος 1225/1981 αλλά ούτε και στους λόγους αναθεώρησης αυτών, κατ’ άρθρα 105 του ίδιου π.δ/τος, 82 και 48 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, Α’ 52), δηλαδή στους λόγους των εκτάκτων ενδίκων μέσων, η άσκηση των οποίων μπορεί να ανατρέψει το δεδικασμένο των αποφάσεων. Στην περίπτωση, όμως, που η νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης, όπως οι πράξεις με τις οποίες επιβάλλεται καταλογισμός σε βάρος του διοικούμενου, κρίθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση του Δικαστηρίου από την οποία απορρέει δεδικασμένο και στη συνέχεια, μεταστράφηκε η νομολογία και έγινε δεκτό, με αμετάκλητη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, ότι ο κανόνας δικαίου, βάσει του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω πράξη, είχε ερμηνευθεί και εφαρμοστεί από τη διοίκηση και το Δικαστήριο κατά τρόπο αντίθετο προς θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις και αρχές, επιτρέπεται στο Δικαστήριο όταν επιλαμβάνεται νέου ενδίκου βοηθήματος με αίτημα την αποκατάσταση της νομιμότητας κατ’ επίκληση των νεότερων δεδομένων που έχει διαμορφώσει η μεταστραφείσα νομολογία, να αποστεί από τα κριθέντα με την τελεσίδικη απόφαση, παρά την ύπαρξη δεδικασμένου ως προς τη νομιμότητα της οικείας διοικητικής πράξης. Και τούτο, διότι, από την νομολογία της Ολομέλειας του παρόντος Δικαστηρίου και ειδικότερα σε περίπτωση υιοθέτησης από αυτήν μίας σύμφωνης με το Σύνταγμα, το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ ερμηνείας διατάξεων κατώτερης τυπικής ισχύος, απορρέει μία εν ευρεία εννοία νομική και πάντως σε κάθε περίπτωση πραγματική δέσμευση τόσο για τους κατώτερους δικαστικούς σχηματισμούς όσο και για τη Διοίκηση (βλ. ΕλΣ Ολ. 1277, 244/2017, ΙΙ Τμ. 930/2019 και απόφ. ΕΔΔΑ της 12.2.2019, Κ. Φραντζεσκάκη και λοιποί κατά Ελληνικού Δημοσίου, σκ. 40), στο βαθμό που δεν συντρέχει νομικός ή πραγματικός λόγος διαφορετικής κρίσης, ενόψει των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου, της ασφάλειας δικαίου (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος, πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ Ολ. 2034/2011), της αρχής της ισότητας των πολιτών κατά την παροχή δικαστικής προστασίας, που διατρέχουν και την ΕΣΔΑ (άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 και 14 της ΕΣΔΑ) και από θεσμική σκοπιά για την αποφυγή κλονισμού της αξιοπιστίας του ίδιου του Δικαστηρίου (πρβλ. πρακτ. 7.12.2010 Συν/σης ΛΖ της Β’ Συνόδου της Βουλής, σελ. 2268 για την ευρύτερη δεσμευτικότητα των αντίστοιχων διαδικασιών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τον ν. 3900/2010, Α’ 213, απόφ. Ειδ. Δικ. 127/2016, ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2034/2011, Ολομ. και κατ’ αναλογία αποφ. ΕΔΔΑ της 2.6.2016 Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας, σκ. 41, της
2.11.2010 «Stefanica κατά Ρουμανίας», σκ. 37 και 38, της 24.3.2009 «Tudor Tudor κατά Ρουμανίας», σκ. 29, της 1.12.2009 «Vincic κα λοιποί κατά Σερβίας», σκ. 56), αλλά και των αρχών της καλής διακυβέρνησης και της χρηστής διοίκησης που συμπληρώνουν την αρχή της νομιμότητας και διέπουν τη δράση των διοικητικών οργάνων, υποχρεώνοντάς τα να ακολουθούν τη νομολογία των δικαστηρίων, και μάλιστα των ανώτατων, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων (βλ. άρθρο 19 παρ. 1 και 2 του ν. 4622/2019 «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης»). Ενόψει αυτών και υπό το φως της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου και της από αυτήν απορρέουσας αρχής της νομιμότητας, οι οποίες καθιστούν μη ανεκτή τη διατήρηση σε ισχύ νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν κατά κατάφωρη παραβίαση υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνων και αρχών, της κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητας, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, δεν δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση εκείνων που υφίστανται τις δυσμενείς επιπτώσεις ομοίου περιεχομένου πράξεων που πάσχουν από την ίδια παρανομία (πρβλ. ΣτΕ 2754, 2480/1993, 2499/1992), σε συνάρτηση και με τις επιπτώσεις των πράξεων αυτών στα περιουσιακά δικαιώματα του διοικουμένου, που εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. ΕλΣ Ολ. 1277, 32, 244/2017) και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, απόφ. της 20.11.1995, σκέψη 28 επόμ., Draon κατά Γαλλίας, απόφ. της 6.10.2005, σκέψη 65 επόμ., της 8.7.2004 Κλιάφα και λοιποί κατά Ελλάδος, σκέψεις 19-21), αλλά και του σεβασμού των αρχών της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ δικαιωμάτων και κατ’ αρχήν θεμιτών περιορισμών, η μεταστροφή της νομολογίας, μεταξύ άλλων και στο πεδίο των καταλογιστικών διαφορών, και η υιοθέτηση νέας αντίθετης της προηγούμενης ερμηνείας αλλά σύμφωνης πλέον με υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες (Σύνταγμα, ενωσιακό δίκαιο, όταν αυτό είναι εφαρμοστέο, ή την ΕΣΔΑ), ως νέο νομικό και πραγματικό δεδομένο, θεμελιώνει νέες αξιώσεις, μη καλυπτόμενες από το δεδικασμένο της αρχικώς εκδοθείσας τελεσίδικης απόφασης (πρβλ. αποφ. ΔΕΕ της 13.1.2004, Kuhne & Heitz, C-453/00, σκέψεις 22 και 24, της 19.9.2006, i-21 Germany και Arcor, C-392/04 και C-422/04, σκέψη 51, και της 12.2.2008, Kempter, C-2/06, σκέψεις 36 και 37, της 14.5.2020, C-924/19 PPU και C- 925/19 PPU, FMS, FNZ (C-924/19 PPU) SA, SA junior (C-925/19 PPU) κατά Orszagos Idegenrendeszeti Foigazgat0sag Del – alfoldi Regionalis Igazgat0sag, Orszagos Idegenrendeszeti Foigazgat0sag, σκέψεις 185 έως 189). Συνεκτιμώντας δε ότι η αποκατάσταση της νομιμότητας στο πεδίο των καταλογισμών και η άρση αυτών δεν επιφέρει οποιαδήποτε βλάβη σε δικαιώματα τρίτων και στο βαθμό που αυτή δεν συνεπάγεται ευρύτερες δημοσιονομικές συνέπειες που ενδέχεται να θέσουν σε διακινδύνευση τους δημόσιους πόρους και τη συνταγματική αρχή της δημοσιονομικής βιωσιμότητας (βλ. ΕλΣ Ολ. 1277, 32/2018, 244/2017, πρακτ. της 4ης Γεν. Συν/σης της 5.2.2020, της 26ης Γεν. Συν/σης της 17.12.2014, στο πνεύμα αυτό ΣτΕ Ολ. 2115, 1116/2014, 1284, 1283, 668/2012 και αποφ. ΕΔΔΑ της 15.10.2013, Rimantas Savickas κατά Λιθουανίας, της 8.10.2013, Mateus και Januario κατά Πορτογαλίας, της 7.5.2013, Ιωάννα Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος και πρβλ. απόφ. ΔΕΕ της 15.11.2011, C-539/09, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκ. 38, 60, 81), η οποία, άλλωστε, αποτελεί και αυτοτελή λόγο μετάθεσης και περιορισμού των χρονικών αποτελεσμάτων των δικαστικών αποφάσεων της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. ΕλΣ Ολ. 244/2017 και επ’ αυτής απόφ. ΕΔΔΑ της 12.2.2019, Κ. Φραντζεσκάκη και λοιποί κατά Ελληνικού Δημοσίου), στις λοιπές περιπτώσεις, ενόψει και της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 δ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας που επιβάλλει τα δικαιώματα του ανθρώπου να μην υφίστανται δυσανάλογο περιορισμό χάριν του δημοσίου συμφέροντος, η αποκατάσταση των τρωθέντων ατομικών δικαιωμάτων αναδεικνύεται ως σαφώς βαρύνουσα σε σχέση με την αφηρημένη τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, που υπηρετείται από το δεδικασμένο (πρβλ. άρθρο 66 παρ. 8 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, ΣτΕ Ολ. 2176/2004). (Γ) Εξ άλλου, οι αξιώσεις αυτές δύνανται να έχουν ως νομική βάση τους, κατ’ αρχήν, τις περί αδικοπραξίας διατάξεις των άρθρων 105, 106 ΕισΝΑΚ, η ιστορική δε βάση αυτών δεν ανάγεται αποκλειστικά στη νομιμότητα της καταλογιστικής πράξης, το κύρος της οποίας κατ’ αρχήν καλύπτεται από το δεδικασμένο της σχετικής τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, αλλά και στην περαιτέρω άρνηση της διοίκησης να ανακαλέσει την πράξη αυτή, εφόσον κατά τη νεώτερη νομολογία της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι οι κρίσιμες διατάξεις που αποτέλεσαν το νόμιμο έρεισμα της καταλογιστικής πράξης, ερμηνευόμενες σύμφωνα με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ ή το ενωσιακό δίκαιο, στις περιπτώσεις που αυτό είναι εφαρμοστέο, δεν μπορούν να επιστηρίξουν τον συντελεσθέντα καταλογισμό (πρβλ. απόφ. ΔΕΚ της 30.9.2003, C-224/01, Gerhard Kobler και Republik Osterreich, σκέψεις 39 επ). Ειδικότερα, στην περίπτωση που μετά την εν λόγω μεταστροφή της νομολογίας στο πλαίσιο των καταλογιστικών διαφορών ο διοικούμενος υπέβαλε αίτηση εντός ευλόγου χρόνου στη διοίκηση για ανάκληση της καταλογιστικής πράξης, επικαλούμενος τη νεότερη απόφαση του Δικαστηρίου, και εκείνη αρνείται να προβεί στην ανάκληση αυτή, η απόρριψη του σχετικού αιτήματος, χωρίς να προβάλλεται κατά τρόπο ειδικό από τη Διοίκηση ότι η ανάκληση αυτή αντιβαίνει σε δικαιώματα τρίτων ή ότι διαταράσσει τη δημοσιονομική ισορροπία, είναι παράνομη και προκαλεί ζημία στο διοικούμενο. Ο τελευταίος δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη και την επιδίκαση, μεταξύ άλλων, του σε βάρος του καταλογισθέντος ποσού που έχει ήδη καταβάλει, αλλά και την αποκατάσταση λοιπών αδικοπρακτικής φύσης απαιτήσεων, στο βαθμό που συντρέχουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις θεμελίωσής τους, όπως την ικανοποίηση τυχόν προκληθείσας ηθικής βλάβης (βλ. 932 ΑΚ), το δε Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του σχετικού ενδίκου βοηθήματος δεν κωλύεται να επανεξετάσει παρεμπιπτόντως το κύρος της καταλογιστικής πράξης υπό το φως και της νέας νομολογίας αλλά και των υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνων και αρχών που υπηρετούν ατομικά δικαιώματα, έναντι των οποίων υποχωρεί κατά τα ανωτέρω το συγκρουόμενο με αυτές και προβλεπόμενο από διάταξη κοινού νόμου δεδικασμένο και η συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου που αυτό υπηρετεί, στο βαθμό που εν προκειμένω δεν διακυβεύονται δικαιώματα τρίτων και δεν διασαλεύεται η συνταγματικώς προστατευόμενη δημοσιονομική ισορροπία, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη (πρβλ. απόφ. ΔΕΕ της της 14.5.2020, C-924/19 PPU και C- 925/19 PPU, FMS, FNZ (C-924/19 PPU) SA, SA junior (C-925/19 PPU) κατά Orszagos Idegenrendeszeti Foigazgat0sag Del-alfoldi Regionalis Igazgat0sag, Orszagos Idegenrendeszeti Foigazgat0sag, σκέψη 199). Οι αξιώσεις δε αυτές μπορούν να ασκηθούν εντός της προβλεπόμενης για τις σχετικές αδικοπρακτικής φύσης απαιτήσεις πενταετούς παραγραφής από το τέλος του έτους στο οποίο συντελέσθηκε η παράνομη άρνηση της διοίκησης να ανακαλέσει την καταλογιστική πράξη και να καταβάλει το ποσό στο διοικούμενο (βλ. άρθρα 90 παρ. 1 και 91 εδ. α του ν. 2362/1995, Α’ 247 και ήδη άρθρα 140 παρ. 1 και 141 εδ. α του ν. 4270/2014, Α’ 143). (Δ) Περαιτέρω, δοθέντος ότι δεν υφίσταται σχετικό σαφές και προβλέψιμο νομοθετικό πλαίσιο για τις ενέργειες στις οποίες οφείλει να προβεί ο διοικούμενος μετά τη μεταστροφή της νομολογίας (βλ. αντίθετα στο πεδίο των συνταξιοδοτικών διαφορών το άρθρο 66 παρ. 8 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα), το δε Δικαστήριο δεν έχει διαμορφώσει πάγια νομολογία σχετικά με την υποχρεωτική ανάκληση εκ μέρους της διοίκησης καταλογιστικής πράξης σε περίπτωση υποβολής σχετικής αίτησης του διοικουμένου, υπό τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις (σε αντίθεση με τη σχετική πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί διοικητικών πράξεων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του, βλ. ΣτΕ 2177/2004, 2736/2005, 2738/2008, 1845/2010, 2681/2011, 933/2012, 2923/2013, 1633/2014, 19/2015), η άρνηση της δυνατότητας προσφυγής στο Δικαστήριο στην περίπτωση που ο διοικούμενος δεν έχει υποβάλει προηγουμένως τέτοια αίτηση στη διοίκηση θα ερχόταν σε αντίθεση με τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, ως προς την προστασία των περιουσιακών τους δικαιωμάτων, αρχές που διατρέχουν, άλλωστε, και την ΕΣΔΑ, ενόψει και των ουσιαστικών και διαδικαστικών εγγυήσεων, με τις οποίες απαιτείται, τόσο κατά το άρθρο 17 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 6 αυτής, να περιβάλλεται το δικαίωμα στην περιουσία, για την αποτελεσματική δικαστική του προστασία (βλ. ΕλΣ ΙΙ Τμ. 930/2019, αποφ. ΕΔΔΑ της 13.9.2011, Ζαφρανάς κατά Ελλάδος, σκ. 36, της 5.2.2009 Βοντάς κατά Ελλάδος, σκ. 35, της 31.5.2007 Bistrovic κατά Κροατίας, σκ. 33, της 27.3.2007 Αποστολίδης και λοιποί κατά Τουρκίας, σκ. 70, της 21.5.2002 Jokela κατά Φινλανδίας, σκ. 45), προκαλώντας έλλειμμα δικαστικής προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Για το λόγο δε αυτό, αγωγή που ασκείται μετά τη μεταστροφή νομολογίας της Ολομέλειας του Δικαστηρίου επί ζητήματος συνταγματικότητας νόμου ή σύμφωνης με το Σύνταγμα, το ενωσιακό δίκαιο ή την ΕΣΔΑ ερμηνείας του, απευθείας, χωρίς την τήρηση της ως άνω διοικητικής διαδικασίας, με αίτημα την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών δυνάμει τελεσιδίκως επικυρωθείσας καταλογιστικής απόφασης, έχει ως βάση της την ίδια την αρχή της νομιμότητας η οποία οδηγεί σε λήξη της νόμιμης αιτίας διατήρησης του καταλογισθέντος ποσού εκ μέρους του Δημοσίου και, ως εκ τούτου, ερείδεται επί των γενικών περί απαγόρευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεων των άρθρων 904 επ. ΑΚ (βλ. ΑΕΔ 3/2010, ΕλΣ Ολ. 1639/2004, Ι Τμ. 2543/2016, IV Τμ. 1382/2014, ΣτΕ 2537/2013, ΑΠ 2018/2014), οι οποίες παρέχουν πλέον την τελευταία νομική βάση για την αποκατάσταση της νομιμότητας και στο πεδίο των δημοσίου δικαίου διαφορών που αναφύονται από αχρεώστητες περιουσιακές μετακινήσεις, μεταξύ άλλων και εξ αιτίας της έκδοσης καταλογιστικών πράξεων (βλ. ΕλΣ Ι Τμ. 2543/2016, V Τμ. 2987-2988/2014, 3483/2012, 1044/2006). Οι διατάξεις αυτές παρέχουν πλέον έρεισμα για την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, λόγω της λήξης της νόμιμης αιτίας διατήρησης του οφέλους από το Δημόσιο, καθόσον η παροχή (καταβολή), κατά το χρόνο που έλαβε χώρα, στηριζόταν σε νόμιμη αιτία, δηλαδή στο δεδικασμένο της κριθείσας με τελεσίδικη απόφαση ως νόμιμης καταλογιστικής πράξης, αλλά αυτή εξέλιπε για επιγενόμενους λόγους (condictio ob causam finitam) (βλ. ΕλΣ Ι Τμ. 2543/2016), μη καλυπτόμενους από το δεδικασμένο (πρβλ. απόφ. ΔΕΚ της 30.9.2003, C- 224/01, Gerhard Kobler και Republik Osterreich, σκέψεις 39 επ), και συγκεκριμένα στη μεταστροφή της νομολογίας της Ολομέλειας του Δικαστηρίου επί της σύμφωνης με κανόνα υπέρτερης τυπικής ισχύος ερμηνείας των διατάξεων που αποτέλεσαν τη βάση του καταλογισμού, η οποία, κατ’ αρχήν, δεσμεύει τόσο τους κατώτερους δικαστικούς σχηματισμούς κατά την κρίση των σχετικών διαφορών, όσο και τη Διοίκηση κατά την άσκηση της σχετικής καταλογιστικής της αρμοδιότητας. Κατά την εξέταση δε του βάσιμου των απαιτήσεων αυτών το Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας της καταλογιστικής πράξης, χωρίς να κωλύεται από το δεδικασμένο, κατά τα εκτεθέντα στη προηγούμενη σκέψη της μειοψηφίας επί αγωγής βασιζόμενης στην αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου, λόγω της υπεροχής της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων σε σχέση με την αρχή της ασφάλειας δικαίου που υπηρετείται από το δεδικασμένο. Περαιτέρω, αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (βλ. άρθρ. 74 παρ. 2 ΚΔΔ, αναλόγως εφαρμοζόμενου κατ’ άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει και πρβλ. άρθρ. 219 ΚΠολΔ,), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής την αδικοπραξία, για τη θεμελίωση της εν λόγω επικουρικής βάσης, ειδικά για απαίτηση αχρεώστητης παροχής, αρκεί να ισχυριστεί και να αποδείξει ο ενάγων ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του για την εκπλήρωση ορισμένης οφειλής (αιτίας), καθώς και ότι αυτή είναι ανύπαρκτη, διότι έληξε ή δεν επακολούθησε (πρβλ. ΕλΣ Ι Τμ. 2543/2016, ΑΠ 749/2008, 1468/2010). Οι απαιτήσεις, άλλωστε, αυτές δύνανται να εγερθούν εντός της προβλεπόμενης τριετούς παραγραφής, που αρχίζει, ενόψει των περιστάσεων, από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία μεταβλήθηκε η νομολογία του Δικαστηρίου επί του εν λόγω νομικού ζητήματος, κατ’ άρθρα 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995 και ήδη 140 παρ. 2 του ν. 4270/2014, ερμηνευόμενων υπό το φως των ανωτέρω συνταγματικών αρχών. (Ε) Η αναγνώριση της διοικητικής και δικονομικής δυνατότητας επανόδου του διοικουμένου προς διεκδίκηση των ποσών που έχει ήδη καταβάλει δυνάμει τελεσιδίκως επικυρωθείσας καταλογιστικής πράξης σε περίπτωση μεταστροφής της νομολογίας της Ολομέλειας του Δικαστηρίου επί ζητημάτων συνταγματικότητας, ενωσιακού δικαίου και ΕΣΔΑ, διασφαλίζει και τις ίδιες τις αρχές της πρακτικής αποτελεσματικότητας του Συντάγματος και της από αυτό απορρέουσας δικαιοκρατικής αρχής με όλες τις επιμέρους πτυχές της (προστασία ατομικών δικαιωμάτων ενόψει και της αρχής της αναλογικότητας), αλλά και την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, όταν αυτό τυγχάνει εφαρμογής (βλ. απόφ. ΔΕΕ της 10.7.2014, C-213/13, Impresa Pizzarotti & C. SpA κατά Commune di Bari, σκέψη 62, της 11.9.2019, C-676/17, Oana Madalina Calin, σκέψεις 26 έως 31, επί της κατ’ αρχήν αποδοχής του δεδικασμένου αλλά και της υποχρεωτικής ενεργοποίησης δυνατοτήτων που παρέχει το εθνικό δίκαιο για την αποτροπή δημιουργίας κατάστασης αντίθετης στο ενωσιακό δίκαιο, παρά την ύπαρξη αντίθετου δεδικασμένου), καθώς και της ΕΣΔΑ και των δικαιωμάτων που αυτή κατοχυρώνει, ενόψει της αρχής της υπεροχής του δικαιώματος και της ανάγκης τήρησης μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των κατ’ αρχήν θεμιτών διαδικαστικών φραγμών διεκδίκησης των αξιώσεων, όπως το δεδικασμένο και της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων (πρβλ. απόφ. ΕΔΔΑ της 16.4.2002 Dangeville κατά Γαλλίας, σκέψεις 56 επ. με την οποία κρίθηκε ότι επίκληση διαδικαστικών κωλυμάτων του εσωτερικού δικαίου για τη διεκδίκηση αξιώσεων, που ερείδονται επί του υπερέχοντος κοινοτικού δικαίου και προστατεύονται από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συνιστά επέμβαση στην περιουσία που δύναται υπό τις περιστάσεις να διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού του περιορισμού και του δικαιώματος). Με την αναγνώριση, άλλωστε, μίας τέτοιας διαδικαστικής δυνατότητας άμεσης και αποτελεσματικής προσφυγής στο Δικαστήριο σε περιπτώσεις μεταστροφής της νομολογίας, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, καθίσταται εφικτή η άμεση θεραπεία των αντινομιών εντός του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, κατά τρόπο ομοιόμορφο σε ό,τι αφορά το Σύνταγμα, το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, χωρίς να επιβάλλεται ο θεσμικός εξαναγκασμός συμμόρφωσης του Κράτους μέσω της διαπίστωσης παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου ή της ΕΣΔΑ από τα οικεία διεθνή δικαστήρια, ενισχύοντας το κύρος και την αξιοπιστία της δικαστικής λειτουργίας αλλά και τη θεσμική συνοχή της εθνικής έννομης τάξης (βλ. άρθρα 258, 260 ΣΛΕΕ, απόφ. ΔΕΚ της 30.9.2003, C-224/01, Gerhard Kobler και Republik Osterreich, σκέψεις 33 επ. και 49 επ., απόφ ΔΕΕ της 4.3.2020, C-34/19, Telecom Italia SpA κατά Ministero dello Sviluppo Economico, Ministero dell’Economia e delle Finanze, σκέψεις 64 έως 69, επί της θεμελίωσης αστικής ευθύνης κράτους μέλους για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου από εθνικά δικαιοδοτικά όργανα, άρθρο 41 της ΕΣΔΑ και ήδη άρθρο 121 Α του π.δ/τος 1225/1981, όπως προστέθηκε με το άρθρο 73 του ν. 4055/2012, Α’ 51, για την επανάληψη της διαδικασίας σε περίπτωση κρίσης από το ΕΔΔΑ ότι Τμήμα ή η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου παραβίασαν τις διατάξεις της Σύμβασης). (ΣΤ) Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, στρατιωτικός ιατρός, ο οποίος αποχώρησε από τις ένοπλες δυνάμεις κατόπιν υποβολής αίτησης παραίτησης, καταλογίστηκε, βάσει των διατάξεων του άρθρου 64 του ν. 1400/1973, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν. 3257/2004, με το ποσό των 83.070,00 ευρώ λόγω μη εκπλήρωσης της προβλεπόμενης υποχρέωσης παραμονής του σ’ αυτές, χωρίς να προσμετρηθεί στον πραγματικό χρόνο παραμονής του σ’ αυτές ο χρόνος που απαιτήθηκε για την απόκτηση της ιατρικής του ειδικότητας. Κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξης ο ανωτέρω άσκησε έφεση ενώπιον του V Τμήματος, η οποία απορρίφθηκε με την 924/2010 ήδη αμετάκλητη απόφαση, αφού κρίθηκε ότι η εν λόγω πράξη εκδόθηκε νομίμως, σε εκτέλεση δε αυτής κατέβαλε το καταλογισθέν ποσό με τις αναλογούσες προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, συνολικού ύψους
85.574,6 ευρώ. Μεταγενέστερα, με τις 2475, 3230/2011, 2148, 3002, 3003, 3485/2012, 2763/2013 κ.ά. αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδόθηκαν στο πλαίσιο αίτησης αναίρεσης άλλων πλην συναφών αποφάσεων του V Τμήματος, έγινε δεκτό, κατά σύμφωνη προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 δ’ του Συντάγματος) ερμηνεία της διάταξης του εδαφ. β’ της παρ. 15 του άρθρου 64 του ν. 1400/1973, όπως ισχύει, ότι ο χρόνος που διανύεται από τους αξιωματικούς ιατρούς για την απόκτηση της ιατρικής ειδικότητας δεν δύναται να θεωρηθεί ως χρόνος εκπαίδευσης αλλά συνιστά χρόνο πραγματικής υπηρεσίας που προσμετράται στον πραγματικό χρόνο παραμονής τους στις ένοπλες δυνάμεις. Σημειωτέον ότι το ΕΔΔΑ με την από 4.6.2015 απόφασή του (Χίτος κατά Ελλάδος) επί υπόθεσης συναφούς με την κρινόμενη δέχθηκε ότι οι ως άνω διατάξεις που αποτέλεσαν τη νομική βάση του καταλογισμού, όπως ερμηνεύτηκαν με τις προεκτεθείσες αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, δηλαδή με την προσμέτρηση στο χρόνο πραγματικής υπηρεσίας και του χρόνου ειδικότητας του στρατιωτικού, ήταν κατ’ αρχήν συμβατές με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της ΕΣΔΑ περί απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας και δεν επέβαλαν κατά τούτο ένα δυσανάλογο βάρος στον προσφεύγοντα, οδηγήθηκε δε σε κρίση περί παραβίασης της εν λόγω διάταξης της Σύμβασης για άλλη αιτία, και συγκεκριμένα λόγω του τρόπου υλοποίησης της εξαγοράς. Επομένως, η ως άνω νομολογία της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, αν και προβαίνει σε μία σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία, συνδέεται επί της ουσίας και με την ΕΣΔΑ ικανοποιώντας τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παρ. 2 αυτής. Περαιτέρω, κατόπιν της ως άνω διαμορφωθείσας πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, ο αναιρεσείων άσκησε την από 24 Ιουλίου 2013 αγωγή ενώπιον του V Τμήματος και ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, άλλως κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, το ποσό των 85.574,06 ευρώ που κατέβαλε σ’ αυτό σε εκτέλεση της προαναφερόμενης καταλογιστικής πράξης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη, με το σκεπτικό, κατά το μέρος που αφορούσε τη νομική βάση του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ότι εφόσον η καταλογιστική πράξη κρίθηκε τελεσίδικα νόμιμη με την 924/2010 απόφαση, ως προς το ζήτημα αυτό έχει παραχθεί δεδικασμένο που αποκλείει οποιαδήποτε νέα διαφορετική κρίση και, ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου και αντίστοιχη αποζημιωτική αξίωση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος. Εξ άλλου, επί της επικουρικής βάσης της αγωγής, δηλαδή την κατ’ άρθρο 904 του ΑΚ αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, το Τμήμα την απέρριψε επίσης ως αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι το καταλογισθέν ποσό καταβλήθηκε από τον ενάγοντα βάσει τίτλου νομίμου και ισχυρού, βάσει δηλαδή της προαναφερόμενης καταλογιστικής πράξης, η οποία κρίθηκε νόμιμη με την προαναφερθείσα τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με συνέπεια να μην θεμελιώνεται κατά νόμο τέτοια αξίωση. (Ζ) Αυτά δεχθέν το δικάσαν Τμήμα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ορθά, αν και με άλλη αιτιολογία, απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, που είχε ως βάση την αδικοπραξία κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, καθόσον δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων είχε υποβάλει αίτηση στη Διοίκηση για την ανάκληση της καταλογιστικής πράξης, εντός ευλόγου χρόνου από τη μεταστροφή της νομολογίας επί της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των διατάξεων που αποτέλεσαν το έρεισμα της πράξης αυτής, ώστε η τυχόν άρνηση της τελευταίας να στοιχειοθετήσει παρανομία της Διοίκησης, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη Γ της παρούσας μειοψηφίας. Περαιτέρω, όμως, το δικάσαν Τμήμα απορρίπτοντας και την επικουρική βάση της αγωγής που θεμελιώνεται στις διατάξεις του άρθρου 904 του ΑΚ, με την ως άνω αιτιολογία, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 91, 92 του π.δ/τος 1225/1981 και 904 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 α και δ του Συντάγματος και 4 παρ. 2, 6 παρ. 1, 14 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, και τις απορρέουσες από τις διατάξεις αυτές αρχές. Και τούτο, διότι, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις Β και Δ της παρούσας μειοψηφίας, η ύπαρξη της ήδη αμετάκλητης 924/2010 απόφασης του V Τμήματος και το παραχθέν από αυτή δεδικασμένο δεν εμποδίζει την άσκηση αγωγής με βάση τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, κατ’ επίκληση της μεταστραφείσας νομολογίας της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία ερμηνεύθηκαν υπό το φως υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεων οι ρυθμίσεις που αποτέλεσαν τη νομική βάση του καταλογισμού, η οποία καθιστά την κατ’ αρχήν νόμιμη αιτία διατήρησης του οφέλους από το Δημόσιο, δηλαδή το δεδικασμένο της ως άνω απόφασης, λήξασα, στο βαθμό που από την ικανοποίηση της εν λόγω αξίωσης δεν θίγονται δικαιώματα τρίτων ούτε η συνταγματική αρχή της δημοσιονομικής βιωσιμότητας. Σε κάθε δε περίπτωση η υιοθετηθείσα από το Τμήμα αυστηρή ερμηνεία για τα όρια ισχύος του δεδικασμένου, ως διακωλυτικού λόγου προσφυγής στο Δικαστήριο με σκοπό τη διεκδίκηση της επιστροφής του καταβληθέντος ποσού, λόγω των συνεπειών που επιφέρει στην αξίωση του αναιρεσείοντος για επιστροφή του ποσού που είχε καταβάλλει στο Δημόσιο σε εκτέλεση της ως άνω καταλογιστικής πράξης, συνιστά σοβαρή επέμβαση σε στοιχείο της περιουσίας του συνδεόμενου με την εξαγορά του υποχρεωτικού χρόνου παραμονής στις τάξεις του στρατού, κατ’ άρθρα 17 παρ. 1 του Συντάγματος, 4 παρ. 2 και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και ναι μεν οι δικονομικές διατάξεις που προβλέπουν το θεσμό του δεδικασμένου υπηρετούν θεμιτό σκοπό, ήτοι την ασφάλεια δικαίου, πλην η αυστηρή ερμηνεία και εφαρμογή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση στέρησε τον αναιρεσείοντα από τη μοναδική δυνατότητα να επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση των περιουσιακών του αξιώσεων (πρβλ. ΕΔΔΑ Dangeville κατά Γαλλίας, απόφ. της 16.7.2002, σκέψη 56), επιρρίπτοντας σ’ αυτόν ένα δυσανάλογο βάρος, λαμβανομένου υπόψη και του ύψους του ποσού που υποχρεώθηκε να καταβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο σε εκτέλεση της ως άνω καταλογιστικής πράξης (συνολικά 85.574,06 ευρώ), κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 και 17 παρ. 1 σε συνδυασμό με την κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 δ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας και της απορρέουσας από τα 4 παρ. 2, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής αρχής της τήρησης μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ επιδιωκόμενου σκοπού του περιορισμού και ατομικών δικαιωμάτων. Περαιτέρω, το γεγονός ότι ο αναιρεσείων δεν δύναται να ικανοποιήσει την απαίτησή του για επιστροφή του καταλογισθέντος ποσού, εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος του σε σχέση με τους αποχωρήσαντες από την υπηρεσία στρατιωτικούς ιατρούς, οι οποίοι προσέφυγαν με έφεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου σε μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι μετά την έκδοση των αποφάσεων της Ολομέλειας, και ακυρώθηκαν οι οικείες καταλογιστικές πράξεις, οι οποίες έπασχαν από την ίδια παρανομία. Δεδομένου μάλιστα ότι δεν συντρέχει αποχρών λόγος δημόσιας ωφέλειας που να δικαιολογεί τη διαφοροποίηση των δύο αυτών κατηγοριών δικαιούχων που τελούν σε όμοιες συνθήκες, το δε τυχαίο γεγονός της προσφυγής στο δικαστήριο σε προγενέστερο χρόνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφοροποίηση αυτή, τίθεται ζήτημα παραβίασης και των άρθρων 4 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής. Τέτοιο δε πρόσκομμα στην αποτελεσματική εφαρμογή υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνων, όπως οι προεκτεθέντες, δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ευλόγως βάσει της αρχής της ασφαλείας δικαίου που υπηρετεί το δεδικασμένο (βλ. σκέψη Β της παρούσα ςμειοψηφίας και κατ’ αναλογία, αποφ. ΔΕΕ της 2.4.2020 CRPNPAC και Vueling Airlines, C-370/17 και C-37/18, σκέψεις 95 και 96 και της 14.5.2020, C-924/19 PPU και C-925/19 PPU, ό.π., σκέψη 197). (Η) Κατόπιν αυτών, κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, θα έπρεπε να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο Τμήμα για την εκκαθάριση των αξιώσεων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος με βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ.
14. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (βλ. άρθρο 113 του π.δ/τος 1225/1981), πρέπει, κατά την γνώμη που πλειοψήφησε, η ένδικη αίτηση να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο).
Γ ια τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την αίτηση. Και
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 2019.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΡΜΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΡΕΠΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στις 9 Δεκεμβρίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΡΜΑΣ ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ

ThanasisΟλομ.Ελ.Συν.2477/2020