Α΄ Τμ. 7μ. Αστική ευθύνη του Δημοσίου από παράλειψη αστυνομικών οργάνων να προστατεύσουν την περιουσία πολιτών κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων στις 7 και 8/12/2008
ΣτΕ 1964 – 1972/ 2021 Α΄ Τμ. 7μ.
Πρόεδρος : Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια : Χαρ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
Αστική ευθύνη του Δημοσίου από παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να προστατεύσουν την περιουσία πολιτών κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων στις 7.12.2008 και 8.12.2008. Προϋποθέσεις. Η ανωτέρα βία αποτελεί απαλλακτικό από την ευθύνη του Δημοσίου λόγο που διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των παράνομων πράξεων και παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων και της ζημίας. Το βάρος επίκλησης και απόδειξης του λόγου απαλλαγής φέρει το εναγόμενο Δημόσιο με την προβολή καταλυτικής της αγωγής ένστασης.
Ι. Με τις ΣτΕ 1964 – 1972/2021 Α΄ Τμ. 7μ. κρίθηκαν τα εξής:
Οι διατάξεις του ν. 2800/2000 (άρθρ. 8 παρ. 1 περ. α, β, 3 περ. β και 5 περ. α και στ, 9 παρ. 1, 2 και 3) και του π.δ. 141/1991 (άρθρ. 93 παρ. 1 , 2, και 3, 129, 130 παρ. 3 και 4, 131, 132, 133) παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπουν, μεταξύ άλλων, και στην προστασία της περιουσίας των πολιτών. Κατά την έννοια δε των διατάξεων αυτών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του π.δ.14/2001 (άρθρ. 4 παρ. 1 περ. γ, 4 περ. β, δ, ε, και ζ, 9Β παρ. 1, 3 περ.γ και δ, 6 περ.α και ε, 7 περ. α, 17 παρ. 1), η προστασία της περιουσίας των πολιτών από βίαια επεισόδια που εκδηλώνονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής μαζικής κινητοποίησης πολιτών αποτελεί υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων, η εκπλήρωση της οποίας δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρειά τους. Αν τα αστυνομικά όργανα παραλείψουν παντελώς να επέμβουν για να προστατεύσουν την περιουσία πολίτη η οποία απειλείται υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η παράλειψή τους αυτή είναι παράνομη και, συνεπώς, συντρέχει η πρώτη απαιτούμενη για τη θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου προϋπόθεση της παρανομίας. Δεν νοείται δε στην περίπτωση αυτή υπέρβαση των άκρων ορίων ή κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των αστυνομικών οργάνων, αφού πάντως τέτοια υπέρβαση των άκρων ορίων ή κακή άσκηση προϋποθέτει λογικά την άσκησή της. Διακριτική ευχέρεια διαθέτουν τα αστυνομικά όργανα μόνο ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσουν, δηλαδή ως προς την επιλογή του είδους των μέτρων που πρέπει να λάβουν προς εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσης, δυνάμενα κατόπιν εκτίμησης να επιλέξουν και να εφαρμόσουν το καταλληλότερο για τη συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρησιακό σχέδιο. Τα όρια της διακριτικής ευχέρειας τίθενται από τους κανόνες δικαίου που προβλέπουν την ευχέρεια αυτή και καθορίζουν το περιεχόμενό της, καθώς και από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, ο δε τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας επιλέγεται από τα αστυνομικά όργανα κατόπιν εξειδίκευσης αόριστων αξιολογικών εννοιών , τόσο νομικών (π.χ. τα «αναγκαία μέτρα» του άρθρ. 130 παρ. 3 και 4 του π.δ. 141/1991) όσο και των τεχνικών (π.χ. τα «σχέδια προστασίας και ασφάλειας» του άρθρ. 4 παρ. 4 του π.δ. 14/2001). Υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας στην ανωτέρω περίπτωση συντρέχει αν τα αστυνομικά όργανα, καθ’ ον χρόνο επιχειρούν προς εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσής τους, λαμβάνουν μεν μέτρα για να προστατεύσουν την ιδιωτική περιουσία, τα μέτρα όμως αυτά δεν είναι αναγκαία και πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. την ειδικότερη δε περίπτωση κατά την οποία τα αστυνομικά όργανα, αν και επεμβαίνουν και επιχειρούν, δεν λαμβάνουν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η επιλογή της αποχής από κάθε ενέργεια ειδικώς προς το σκοπό της προστασίας του ανωτέρω αγαθού συνιστά υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειάς τους και είναι παράνομη.
II. Με τις ΣτΕ 1964, 1965, 1966/2021 Α΄Τμ. 7μ. κρίθηκαν τα εξής:
Κατ’ άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ και των προαναφερομένων διατάξεων του ν. 2800/2000 και π.δ. 141/1991 και 14/2001, το Δημόσιο απαλλάσσεται από την αντικειμενική ευθύνη προς αποζημίωση αν η φθορά ή η καταστροφή της περιουσίας των πολιτών που προκαλείται κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων οφείλεται σε περιστατικά που συγκροτούν την έννοια της ανωτέρας βίας, δηλ. σε γεγονότα αιφνίδια (τυχηρά) και απρόβλεπτα στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα οποία δεν μπορεί να αποτραπούν με μέτρα και της πλέον εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης που επιβάλλονται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η περίπτωση ανωτέρας βίας αποτελεί απαλλακτικό από την ευθύνη του Δημοσίου λόγο που διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της ζημίας και όχι απαλλακτικό λόγο που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της πράξης ή της παράλειψης, όπως είναι η περίπτωση της κατάστασης ανάγκης κατ’ άρθρ. 285 του ΑΚ. Δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας βίαια επεισόδια ιδιαιτέρως μεγάλης έντασης και έκτασης που κλιμακώνονται και εξαπλώνονται σταδιακά και λαμβάνουν χώρα σε πολλά σημεία ταυτοχρόνως, με συνέπεια τη διάσπαση των αστυνομικών δυνάμεων και κατ’ επέκταση τη μείωση της αποτελεσματικότητάς τους, αν αυτά τα επεισόδια μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και να τεθούν υπό έλεγχο εγκαίρως, πριν δηλ. εξαπλωθούν και καταστούν ανεξέλεγκτα, με την λήψη άμεσων, αναγκαίων και πρόσφορων μέτρων. Και τούτο, μάλιστα, ενόψει του υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης και οργάνωσης, της επαγγελματικής εξειδίκευσης καθώς και των υψηλών τεχνολογικών δυνατοτήτων και της υλικοτεχνικής υποδομής της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία τελούσα πάντα σε ετοιμότητα και εγρήγορση, αναμένεται αφενός μεν να συγκεντρώνει τις απαιτούμενες για την εκπλήρωση της αποστολής της πληροφορίες, να είναι εξοικειωμένη με τους διεθνώς παραδεδεγμένους κανόνες επιχειρησιακής εμπλοκής και να έχει καταστρώσει εκ των προτέρων σχέδια άμεσης δράσης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση, όχι μόνο συνήθων αλλά και ασυνήθων και έκτακτων περιπτώσεων, αφετέρου δε να εφαρμόζει τα ανωτέρω σχέδια και κανόνες κατόπιν σαφών εντολών από την ηγεσία. Ειδικότερα, το στοιχείο της προβλεψιμότητας ως προς βίαια επεισόδια ιδιαιτέρως μεγάλης έκτασης και έντασης και ως προς τις αντίστοιχης έκτασης και βαρύτητας ζημιογόνες συνέπειές τους υφίσταται αν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδίως δε με βάση τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες, τα βίαια επεισόδια εν γένει, ως κοινωνικό φαινόμενο, αποτελούν συνήθη ή τουλάχιστον δεν αποτελούν ασυνήθη κατάσταση και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ή πληροφορίες για μαζική κινητοποίηση εξαγριωμένων ή αγανακτισμένων πολιτών ή κοινωνικών ομάδων μετά την επέλευση γεγονότος ικανού να δημιουργήσει οξεία αντίδραση και μεγάλη κοινωνική έκρηξη. Εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η είδηση του θανάτου ανηλίκου στην περιοχή των Εξαρχείων από πυροβολισμό από αστυνομικό όργανο είναι λίαν πιθανό, έως και αναμενόμενο, να προκαλέσει εντονότατη κοινωνική αντίδραση, να οδηγήσει σε άμεση μαζική κινητοποίηση πολιτών στα αστικά κέντρα και συνακόλουθα να πυροδοτήσει ανά πάσα στιγμή κοινωνική έκρηξη. Περαιτέρω, το στοιχείο του αναπότρεπτου δεν υφίσταται, αν τα βίαια επεισόδια κλιμακώνονται σταδιακά, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η δυνατότητα στις αστυνομικές δυνάμεις να εμποδίσουν την εξάπλωση και την κορύφωση της έντασής τους με την έγκαιρη λήψη και ορθή εκτέλεση των ενδεδειγμένων στη συγκεκριμένη περίπτωση προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων στο πλαίσιο των εξουσιών που τους παρέχει ο νόμος και δεδομένης της επιχειρησιακής ετοιμότητάς τους. Πολλώ μάλλον δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας βίαια επεισόδια και βανδαλισμοί που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο προγραμματισμένης πορείας διαμαρτυρίας, όταν για το ίδιο γεγονός που πυροδότησε τη διαμαρτυρία έχουν ήδη λάβει χώρα βίαια περιστατικά μεγάλης έντασης και έκτασης καθώς και εκτεταμένες φθορές και καταστροφές είτε στην ίδια περιοχή είτε σε άλλη, εφόσον και στην περίπτωση αυτή ανά πάσα στιγμή μία τέτοια εξέλιξη είναι αναμενόμενη με μεγάλη πιθανότητα και άρα είναι δυνατόν να προβλεφθεί και να αποτραπεί με άμεση ενέργεια και λήψη όλων των ενδεδειγμένων μέτρων, λαμβανομένης υπόψη και της εξουσίας των αστυνομικών οργάνων να επιβάλλουν περιορισμούς στη διεξαγωγή συγκεντρώσεων ή συναθροίσεων ή να διαλύουν συγκεντρώσεις ή συναθροίσεις, οι οποίες, ως εκ του ότι εκτρέπονται σε πράξεις βίας κατά προσώπων ή πραγμάτων, είναι παράνομες.
III. Με την ΣτΕ 1964/2021 Α΄ Τμ. 7μ. κρίθηκαν τα εξής:
Kατ’ άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ και 73 και 145 Κώδ. Διοικ.Δικ. ο ισχυρισμός για απαλλαγή από την ευθύνη λόγω ανωτέρας βίας προβάλλεται από το εναγόμενο Δημόσιο με τη μορφή καταλυτικής της αγωγής (εν όλω) ένστασης. Το εναγόμενο Δημόσιο για να απαλλαγεί από την ευθύνη οφείλει να επικαλεστεί παραδεκτώς και να αποδείξει πλήρως α) ότι η ζημία προήλθε από ορισμένο περιστατικό και β) ότι τα όργανά του δεν μπορούσαν να προβλέψουν και να αποτρέψουν το περιστατικό αυτό με οποιαδήποτε μέτρα και αν ελάμβαναν. Αμφιβολία ως προς τη συγκρότηση του λόγου αυτού της απαλλαγής αποβαίνει σε βάρος του εναγομένου. Στην ειδικότερη περίπτωση κατά την οποία το εναγόμενο Δημόσιο επικαλείται ως γεγονός ανωτέρας βίας τη μεγάλη έκταση και ένταση βίαιων επεισοδίων, πρέπει το ίδιο να επικαλεστεί και να αποδείξει πλήρως ότι η εξάπλωση και κλιμάκωση των επεισοδίων και των ζημιογόνων συνεπειών τους δεν θα μπορούσαν να αποτραπούν ακόμα και αν τα όργανά του ελάμβαναν όλα τα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα που επιβάλλονται για την αντιμετώπιση και θέση υπό έλεγχο τέτοιων καταστάσεων. Έτσι κατά την εξέταση του ισχυρισμού αυτού (ένστασης) το δικαστήριο ερευνά αν τα βίαια επεισόδια και οι ζημιογόνες συνέπειές τους μπορούσαν να προβλεφθούν και να αποτραπούν με τη λήψη των επιβεβλημένων σε παρόμοιες περιστάσεις μέτρων και δεν περιορίζεται στην αξιολόγηση των μέτρων που λήφθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση.
IV. Με την ΣτΕ 1964/2021 κρίθηκε ότι η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου (ότι δεν συνέτρεχε δηλ. εν προκειμένω παράνομη παράλειψη των αστυνομικών οργάνων, διότι η μη αποτροπή τελικά των ζημιών που προκλήθηκαν από επιθέσεις αγνώστων στο πολυώροφο κτίριο της αναιρεσείουσας οφειλόταν στον αιφνιδιαστικό και απρόβλεπτο χαρακτήρα των επεισοδίων αυτών, τα οποία, λόγω της αγριότητας και της άνευ προηγουμένου γενίκευσής τους, δεν θα μπορούσαν να αποτραπούν ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας) είναι μη νόμιμη, διότι η ανωτέρα βία δεν συνιστά λόγο άρσης του παράνομου χαρακτήρα πράξης ή παράλειψης δημοσίου οργάνου. Περαιτέρω, η έμμεση ερμηνευτική κρίση του διοικ. εφετείου για την έννοια της ανωτέρας βίας, όπως αυτή συνάγεται από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, είναι μη νόμιμη για τους εξής λόγους : α) Το δικαστήριο χαρακτήρισε ως αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός τα βίαια επεισόδια που εκδηλώθηκαν στο πλαίσιο προγραμματισμένης πορείας διαμαρτυρίας για τον θάνατο του Αλ. Γρηγορόπουλου από αστυνομικό όργανο, ενώ, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες, η μεν εκδήλωση τέτοιων συμπεριφορών στο πλαίσιο συγκεντρώσεων ή συναθροίσεων διαμαρτυρίας δεν αποτελεί ασύνηθες κοινωνικό φαινόμενο στη χώρα μας, ο δε θάνατος ανηλίκου από όπλο αστυνομικού είναι λίαν πιθανό και αναμενόμενο να πυροδοτήσει μεγάλης έντασης και έκτασης επεισόδια. β) Το διοικ. εφετείο κατέληξε στην πιο πάνω κρίση χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως για το αν τα επεισόδια αυτά ήταν αναπότρεπτα ακόμα και αν τα όργανά του λάμβαναν αμέσως και εγκαίρως κάθε επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις προληπτικό και κατασταλτικό μέτρο με βάση τις πληροφορίες που μπορούσαν να συγκεντρώσουν αμέσως μετά το θανατηφόρο περιστατικό και στο πλαίσιο ήδη καταστρωμένων επιχειρησιακών σχεδίων ασκώντας τις εξουσίες που τους παρείχε ο νόμος, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την έκρυθμη αυτή κατάσταση εν τη γενέσει της, προτού δηλ. επεκταθεί σε διάφορα σημεία της Αθήνας και καταστεί ανεξέλεγκτη. γ) Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχονται γενικές μόνο αναφορές στη λήψη «έντονων» αστυνομικών μέτρων από τη ΓΑΔΑ στην «περιοχή της ευθύνης της», σε «διαταγές» για περιφρούρηση κυβερνητικών κτιρίων, αύξηση των μέτρων προστασίας των αστυνομικών υπηρεσιών, θέση σε επιφυλακή όλου του αστυνομικού προσωπικού – συνοριακών φυλάκων και ειδικών φρουρών της ΓΑΔΑ και πέραν της λήξης της βάρδιας, διάθεση ελικοπτέρου σε επιχειρησιακή ετοιμότητα, διάθεση 5 ομάδων της ΕΚΑΜ κλπ. δ) Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση γίνεται αναφορά σε διαταγές που δόθηκαν στις αστυνομικές δυνάμεις, δεν αναφέρεται, όμως, πώς συγκεκριμενοποιήθηκαν οι διαταγές αυτές και πώς εκτελέστηκαν, προκύπτει δε αντιθέτως από την αναλυτική περιγραφή της συμπεριφοράς των διαδηλωτών ότι οι πιο πάνω διαταγές δεν υλοποιήθηκαν και ότι δεν διενεργήθηκαν συλλήψεις των προσώπων που προκάλεσαν εμπρησμούς καταστημάτων. ε) Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται ποιος ήταν ο κατά προσέγγιση αριθμός των προσώπων που ενεπλάκησαν ενεργά στα βίαια επεισόδια και προκάλεσαν τους ανωτέρω εμπρησμούς και εν γένει καταστροφές στις περιουσίες των πολιτών ούτε ο ακριβής αριθμός των αστυνομικών οργάνων που επιχείρησαν τη δεδομένη χρονική στιγμή. Και στ) η επίκληση και απόδειξη των στοιχείων που συγκροτούν την έννοια της ανωτέρας βίας, μεταξύ των οποίων είναι και τα «μέτρα άκρας επιμέλειας», δηλ. εν προκειμένω οι συγκεκριμένες ενέργειες που επιβάλλονται προς αντιμετώπιση βίαιων επεισοδίων μεγάλης έντασης και έκτασης, βάρυνε το εναχθέν και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο και ως εκ τούτου, το διοικ. εφετείο για το σχηματισμό της κρίσης του ότι εν προκειμένω συνέτρεχε λόγος ανωτέρας βίας που απάλλασσε το αναιρεσίβλητο από την ευθύνη, μη νομίμως έλαβε υπόψη ότι η ενάγουσα – εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα δεν είχε προβάλει με την αγωγή ειδικότερους ισχυρισμούς σχετικά με τις συγκεκριμένες παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων κατά την αντιμετώπιση των επεισοδίων που συντέλεσαν στην επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, θεωρώντας εσφαλμένως ότι η απόδειξη γεγονότος ανωτέρας βίας εξαρτάται από τα όσα ισχυρίζεται και αποδεικνύει ο ενάγων. [Δεκτή η αίτηση αναίρεσης της εταιρείας. Αναιρείται η 3720/2020 απόφαση του Τριμελούς Διοικ. Εφετείου Αθηνών].
V. Με την ΣτΕ 1965/2021 Α΄ Τμ. 7μ. κρίθηκε ότι η κρίση του διοικ. Εφετείου (ότι δεν συνέτρεχε δηλ. εν προκειμένω παράνομη παράλειψη των αστυνομικών οργάνων, διότι η ολοσχερής καταστροφή από επιθέσεις αγνώστων του καταστήματος της ασφαλισμένης στην αναιρεσείουσα οφειλόταν στον αιφνιδιαστικό και απρόβλεπτο χαρακτήρα των επεισοδίων αυτών, τα οποία, λόγω της αγριότητας και της άνευ προηγουμένου γενίκευσής τους, δεν θα μπορούσαν να αποτραπούν ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας) είναι μη νόμιμη για τους εξής λόγους: α) Το δικάσαν δικαστήριο θεώρησε ως αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός τα βίαια επεισόδια που εκδηλώθηκαν πέντε περίπου ώρες μετά τη διάδοση της είδησης του θανάτου του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από αστυνομικό όργανο, ενώ κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ο μεν θάνατος ανηλίκου από όπλο αστυνομικού αποτελεί γεγονός που προκαλεί άμεσες και έντονες αντιδράσεις κοινωνικής διαμαρτυρίας και πυροδοτεί βίαια επεισόδια, τέτοια δε επεισόδια δεν αποτελούν ασύνηθες κοινωνικό φαινόμενο στη χώρα μας αλλά, αντιθέτως, είναι αναμενόμενα με μεγάλη πιθανότητα και σε βραχύτατο χρονικό διάστημα. β) Το διοικητικό εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι τα πιο πάνω βίαια επεισόδια και οι ζημιογόνες συνέπειές τους ήταν αναπότρεπτα, χωρίς προηγουμένως να αποφανθεί αν τα αρμόδια προς τούτο όργανα του αναιρεσίβλητου προέβησαν σε εκτίμηση και ανάλυση του κινδύνου, με βάση και τις πληροφορίες που είχαν δυνατότητα να συγκεντρώσουν κατά τις αμέσως επόμενες του θανατηφόρου περιστατικού ώρες, και αν έθεσαν αμέσως και εγκαίρως σε εφαρμογή συγκεκριμένα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο ήδη καταστρωμένων επιχειρησιακών σχεδίων και με βάση τις εξουσίες που τους παρείχε ο νόμος, ώστε να αντιμετωπίσουν την έκρυθμη αυτή κατάσταση εν τη γενέσει της προτού οργανωθεί και επεκταθεί σε διάφορα σημεία της Αθήνας και καταστεί ανεξέλεγκτη. γ) Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται ο κατά προσέγγιση αριθμός των προσώπων που ενεπλάκησαν στα επεισόδια κατά τις πρώτες ώρες μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και προκάλεσαν τους ανωτέρω εμπρησμούς και εν γένει καταστροφές ούτε ο ακριβής αριθμός των αστυνομικών οργάνων που επιχειρούσαν προς τον σκοπό της αποτροπής πρόκλησης φθορών σε επιχειρήσεις πολιτών σε άλλες περιοχές. [Δεκτή η αίτηση αναίρεσης της εταιρείας. Αναιρείται η 2140/2020 απόφαση του Τριμελούς Διοικ. Εφετείου Αθηνών ].
VI. Με την ΣτΕ 1966/2021 Α΄ Τμ. 7μ. κρίθηκε ότι το διοικητικό εφετείο νομίμως αιτιολόγησε την κρίση του ότι δεν συνέτρεχε ανωτέρα βία στην προκειμένη περίπτωση στηριζόμενο στις εξής παραδοχές: α) ότι η πορεία διαμαρτυρίας που έλαβε χώρα στις 8.12.2008 στην πόλη της Λάρισας έγινε στο πλαίσιο πανελλαδικών κινητοποιήσεων που προκάλεσε η είδηση της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στην Αθήνα από αστυνομικό όργανο, β) ότι η διοργάνωση της πορείας ήταν γνωστή στην Αστυνομία, γ) ότι το κατάστημα της τραπεζικής επιχείρησης και ασφαλισμένης στην αναιρεσίβλητη βρισκόταν στη διαδρομή της διαδήλωσης και δ) ότι τα τραπεζικά καταστήματα αποτελούν συνήθεις «στόχους» των κοινωνικών ομάδων που συμμετείχαν στην πιο πάνω πορεία. [Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 474/2019 απόφασης του Τριμελούς Διοικ. Εφετείου Λάρισας].
VII. Με τις ΣτΕ 1967 – 1972/2021 Α΄ Τμ. 7μ. κρίθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση το διοικ. εφετείο α) εξέφερε κρίση ότι υπήρξε υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων, αφού δέχθηκε ότι τα αστυνομικά όργανα, αν και επενέβησαν κατά τη διάρκεια των βίαιων επεισοδίων, δεν έλαβαν συγκεκριμένα μέτρα για την αποτροπή της καταστροφής των καταστημάτων επιχειρήσεων που είχαν ασφαλιστεί στις αναιρεσίβλητες ασφαλιστικές εταιρείες, και β) έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία και σχημάτισε πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση ως το ύψος της ζημίας των αναιρεσιβλήτων και την επιδικαστέα σε αυτές αποζημίωση και δεν αρκέστηκε σε πιθανολόγηση. [Απορρίφθηκαν αιτήσεις αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά των αποφάσεων 2067, 2068/2020 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και 2192/2020, 2391/2020, 2462/2020 και 2693/2020 του Μονομελούς Διοικ.Εφετείου Αθηνών].