ΣτΕ Ολομ. 1363/2021 Λιμενοφύλακες ανάστημα

ΣτΕ Ολομ. 1363/2021. Ελάχιστο ανάστημα 1.65 μ. για γυναίκες και 1.70 μ. για άνδρες υποψηφίους ως αναγκαίο προσόν για τη συμμετοχή σε διαγωνισμό κατάταξης Δοκίμων Λιμενοφυλάκων.
20/09/2021

________________________________________
ΣτΕ Ολομ. 1363/2021
Πρόεδρος: Ε. Σάρπ
Εισηγήτρια: Α.-Μ. Παπαδημητρίου

Ελάχιστο ανάστημα 1.65 μ. για γυναίκες και 1.70 μ. για άνδρες υποψηφίους ως αναγκαίο προσόν για τη συμμετοχή σε διαγωνισμό κατάταξης Δοκίμων Λιμενοφυλάκων.
Με την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι από τη διάταξη του άρθρου 2 περ. δ´ της 1211.2/18/07/25-9-2007 υπουργικής αποφάσεως, η οποία όριζε ως αναγκαίο προσόν για τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την κατάταξη Δοκίμων Λιμενοφυλάκων ελάχιστο ανάστημα για μεν τους άνδρες υποψηφίους 1,70 μ., για δε τις γυναίκες υποψήφιες 1.65 μ., προκαλείτο διάκριση εις βάρος των γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων, υπό την έννοια του αποκλεισμού αυτών σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τους άνδρες εν δυνάμει υποψηφίους, διάκριση η οποία αντιβαίνει τόσο στο ενωσιακό δίκαιο, όσο και στις συνταγματικές αρχές περί ισότητας των φύλων, αξιοκρατίας και αναλογικότητας, δεδομένου ότι δεν αιτιολογείται αντικειμενικώς ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα του συγκεκριμένου ελαχίστου ορίου, η δε άσκηση της ευρείας, κατ’ αρχήν, ευχέρειας του κανονιστικού νομοθέτη προς θέσπιση των αναγκαίων προσόντων των υποψηφίων λιμενοφυλάκων υπερέβη εν προκειμένω, ενόψει των αλλεπαλλήλων και άνευ αποχρώντος λόγου αυξομειώσεων των προβλεπομένων ελαχίστων ορίων αναστήματος, το αναγκαίο μέτρο και τα τιθέμενα με τις ως άνω υπερνομοθετικές διατάξεις και αρχές όρια. Για τον λόγο αυτό έγινε δεκτή η έφεση της εκκαλούσης, η οποία είχε αποκλεισθεί από διαγωνισμό διενεργηθέντα κατ’ εφαρμογήν της ως άνω διατάξεως, επειδή δεν διέθετε το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος 1,65 μ. (αλλά 1,63 μ.), εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, που είχε κρίνει αντιθέτως, εκδικάσθηκε δε στη συνέχεια και έγινε δεκτή η αίτηση ακυρώσεως της ως άνω υποψηφίας.
Ειδικότερα:
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έλαβε εν προκειμένω υπόψη (α) τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου περί ισότητας των φύλων, αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις και αναλογικότητας, (β) τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου περί ισότητας των φύλων, όπως έχουν ερμηνευθεί με σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), ιδίως δε τις διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου (όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου) και, εν συνεχεία, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, καθώς και (γ) την παγία νομολογία του Δ.Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία εθνικά μέτρα θεωρούνται κατάλληλα για την επίτευξη του δι’ αυτών επιδιωκόμενου σκοπού μόνον εφόσον σκοπούν πράγματι στην επίτευξή του με συνοχή και συστηματικότητα, έκρινε δε βάσει των ανωτέρω ότι:
H άσκηση της κρατικής εξουσίας στον τομέα της τήρησης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, προϋποθέτει ότι το προσωπικό, το οποίο ασκεί τα εν λόγω καθήκοντα, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτών και στις ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας και ανάγκες των διαφόρων σωμάτων ασφαλείας και να εκπληρώσει αποτελεσματικά την αποστολή τους, διαθέτει, εκτός των λοιπών αναγκαίων προσόντων, πολύ καλή φυσική κατάσταση και ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες (μυϊκή δύναμη, αντοχή, ταχύτητα κλπ.), η συνδρομή των οποίων εξακριβώνεται, κατ’ αρχήν, με την υποβολή των υποψηφίων σε ειδικές υγειονομικές εξετάσεις και αθλητικές δοκιμασίες. Ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, Διοίκηση, στα πλαίσια της ευρείας ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης των καθηκόντων, συνθηκών εργασίας και αναγκών εκάστου σώματος ασφαλείας και της μέριμνας για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και εύρυθμης λειτουργίας του (που αποτελεί θεμιτό, κατά τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., σκοπό), δύναται επίσης να θεσπίζει, ως αναγκαία προσόντα για την πρόσβαση σε αυτό, απαιτήσεις αφορώσες σε φυσικά (σωματομετρικά) χαρακτηριστικά των υποψηφίων -όπως το πρόσφορο, ως εκ της αποστολής και της φύσεως των αρμοδιοτήτων των εν λόγω σωμάτων, προσόν ενός ελαχίστου αναστήματος-, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω απαιτήσεις, οι οποίες συνιστούν περιορισμούς στο συνταγματικό δικαίωμα πρόσβασης σε δημόσιες θέσεις, δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την εκπλήρωση της αποστολής εκάστου σώματος μέτρου, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας. Για τον καθορισμό, ειδικότερα, των ελαχίστων αναγκαίων, για την πρόσβαση στα εν λόγω σώματα, ορίων ύψους πρέπει να συνεκτιμώνται, εκτός των ανωτέρω, σχετικών με τις ανάγκες εκάστου σώματος στοιχείων, τόσο ο μέσος όρος ύψους του πληθυσμού (όπως προκύπτει από κατά το δυνατόν επικαιροποιημένες επιστημονικές μελέτες και έρευνες), από τον οποίο τα τιθέμενα όρια δεν πρέπει να αποκλίνουν υπέρμετρα, όσο και η κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τα συμπεράσματα σχετικών ερευνών και μελετών αντικειμενική βιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς το ανάστημα, η οποία επιτάσσει, κατ’ αρχήν, τη θέσπιση διαφορετικών ελαχίστων ορίων ύψους για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους, σε εύλογη συνάρτηση προς τη διαφορά μέσου ύψους μεταξύ ανδρών και γυναικών, με σκοπό την κατά το δυνατόν επίτευξη ουσιαστικής ισότητας ως προς την πρόσβαση των δύο φύλων στα εν λόγω σώματα. Κατ’ εξαίρεση δύναται να οριστεί απαίτηση κοινού ελαχίστου αναστήματος, ανεξαρτήτως φύλου, των υποψηφίων, οριζομένου, όμως, του εν λόγω κοινού ορίου σε ύψος αρκούντως χαμηλό, ώστε να μην προκαλείται εξ αυτού, όπως, βεβαίως, και στην περίπτωση της θέσπισης διαφορετικών ορίων, αποκλεισμός δυσανάλογα μεγαλύτερου ποσοστού γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων, σε σχέση με το εκ του λόγου αυτού αποκλειόμενο ποσοστό ανδρών. Διότι τούτο θα συνιστούσε διακριτική μεταχείριση εις βάρος των γυναικών υποψηφίων, αντιβαίνουσα τόσο στο ενωσιακό δίκαιο, όσο και στις συνταγματικές αρχές της ισότητας των φύλων, αξιοκρατίας και αναλογικότητας, δυναμένη δε να αιτιολογηθεί αντικειμενικώς βάσει λόγων ασχέτων προς οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και αναφερομένων σε ειδικές και συγκεκριμένες απαιτήσεις των καθηκόντων των μελών του οικείου σώματος ασφαλείας, ικανές να τεκμηριώσουν επαρκώς την προσφορότητα και αναγκαιότητα των συγκεκριμένων ορίων για την εξασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και εύρυθμης λειτουργίας αυτού.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα ενώπιον αυτού τεθέντα εκ μέρους της εκκαλούσης, αναγόμενα στο χρονικό διάστημα 2001-2009 επιστημονικά και στατιστικά στοιχεία [ήδη ληφθέντα υπόψη από το Δικαστήριο, ως επαρκή και αξιόπιστα, με τις ΣΕ 902-907/2021 (υποθέσεις περί κοινού ελάχιστου αναστήματος 1.70 μ για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους Αξιωματικούς και Αστυφύλακες της ΕΛ.ΑΣ.)], σύμφωνα με τα οποία (1) ο μέσος όρος ύψους των ανδρών ηλικίας 18-24 ετών ανέρχεται σε 1,77-1,78 μ., ενώ των γυναικών αντίστοιχης ηλικίας σε 1,63 μ., (2) ύψος χαμηλότερο του 1,70 μ. έχει ανεξαρτήτως ηλικίας το 20% των ανδρών, (3) ύψος άνω του 1,65 μ. έχει περίπου το 35% των γυναικών, έκρινε ότι: (α) παρά την επί το έλασσον διαφοροποίηση, κατά πέντε (5) εκατοστά, του οριζομένου με την επίδικη ρύθμιση ελαχίστου ορίου αναστήματος για τις γυναίκες υποψήφιες λιμενοφύλακες σε σχέση με το οριζόμενο για τους άνδρες υποψηφίους ελάχιστο όριο, το ποσοστό των γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων, που αποκλείονταν κατ’ εφαρμογήν της επίδικης διατάξεως, επειδή δεν διέθεταν το -υψηλότερο κατά δύο (2) εκατοστά του γυναικείου μέσου όρου- ελάχιστο απαιτούμενο ανάστημα του 1,65 μ., ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο [ανώτερο του διπλασίου, έως και τριπλάσιο] του ποσοστού των ανδρών εν δυνάμει υποψηφίων, που αποκλείονταν, επειδή δεν διέθεταν το -χαμηλότερο κατά επτά (7) τουλάχιστον εκατοστά του ανδρικού μέσου όρου– ελάχιστο ανάστημα του 1,70 μ., διαφορά υπερβαίνουσα «ένα όριο σοβαρότητας» κατά τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., (β) τη διαπίστωση αυτή δεν κλονίζουν τα προβαλλόμενα εκ μέρους του Δημοσίου περί μεγαλύτερου αριθμού γυναικών από ό,τι ανδρών μεταξύ των επιτυχόντων δοκίμων λιμενοφυλάκων γενικής κατηγορίας στον διενεργηθέντα βάσει της εν λόγω ρύθμισης επίμαχο διαγωνισμό έτους 2008, δεδομένου ότι τα εν λόγω στοιχεία, ως αναφερόμενα σε επιτυχόντες/ούσες, που -εξ ορισμού- διέθεταν τα αντιστοίχως απαιτούμενα για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους ελάχιστα ύψη (1,70 μ. και 1,65 μ.), δεν παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τα συγκριτικά ποσοστά αποκλεισμού, λόγω των ως άνω απαιτήσεων, ανδρών και γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων, (γ) η θέσπιση του συγκεκριμένου ελαχίστου ορίου αναστήματος (1,65 μ.) ως αναγκαίου προσόντος για την πρόσβαση των γυναικών στο επάγγελμα του λιμενοφύλακα (για την οποία, επιπλέον, απαιτείτο έκτοτε, σύμφωνα με την ίδια υπουργική απόφαση, η επιτυχής ανταπόκριση στις αυτές αθλητικές δοκιμασίες και στα ίδια ελάχιστα όρια με τους άνδρες συνυποψηφίους τους) ουδόλως τεκμηριώνεται από πλευράς προσφορότητας και αναγκαιότητας, ούτε με βάση τα διαλαμβανόμενα στην εν λόγω υπουργική απόφαση, την εξουσιοδοτική διάταξη ή άλλες διατάξεις νόμου ή σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, ούτε με βάση άλλα στοιχεία προκύπτοντα από τον φάκελο ή τεθέντα υπόψη του Δικαστηρίου εκ μέρους του Δημοσίου, που φέρει, κατά τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., το σχετικό βάρος απόδειξης, (δ) η έλλειψη αυτή τεκμηρίωσης της επιλογής του συγκεκριμένου ελαχίστου ορίου καθίσταται εντονότερη ως εκ των αλλεπαλλήλων αυξομειώσεων, εντός σχετικά μικρού χρονικού διαστήματος, με υπουργικές αποφάσεις εκδοθείσες βάσει της αυτής ή παρομοίων εξουσιοδοτικών διατάξεων, των τιθεμένων ελαχίστων ορίων αναστήματος για την εισαγωγή των γυναικών στο λιμενικό σώμα, οι οποίες (αυξομειώσεις) δεν φέρονται συνδεόμενες, με βάση τα αναφερόμενα στις απόψεις και τα υπομνήματα του Δημοσίου ή άλλο τεθέν υπόψη του Δικαστηρίου στοιχείο, με οποιοδήποτε νόμιμο κριτήριο (όπως μεταβολές των εκτελουμένων από τους λιμενοφύλακες καθηκόντων ή διαφοροποίηση του μέσου ύψους του πληθυσμού), (ε) ενόψει της συνεχούς αυτής διακύμανσης ως προς τα απαιτούμενα ελάχιστα όρια ύψους των γυναικών υποψηφίων λιμενοφυλάκων, η εν λόγω κανονιστική νομοθεσία, κατά τη διαχρονική της εξέλιξη, στερείται παντελώς συνοχής και συστηματικότητας κατά την επιδίωξη του προαναφερθέντος σκοπού δημοσίου συμφέροντος (εξασφάλιση της ετοιμότητας και εύρυθμης λειτουργίας του σώματος). [Συγκεκριμένα: ενώ αρχικώς, με υπουργική απόφαση έτους 1996 το όριο αυτό είχε τεθεί σε 1,63 μ. (έναντι 1.70 μ. για τους άνδρες υποψηφίους) , κατά τα έτη 1997-2001, με επόμενες υπουργικές αποφάσεις, ανήλθε σε 1,65 μ. (1.70 μ. για τους άνδρες), ακολούθως, με υπουργική απόφαση έτους 2003 μειώθηκε σε 1,60 μ. (1.65 μ. για τους άνδρες), επανήλθε, το έτος 2007, με την τελικώς ισχύσασα επίδικη, σε 1,65 μ. (1.70 μ. για τους άνδρες), ενώ με τις επόμενες υπουργικές αποφάσεις ετών 2011, 2014 και 2015, εκδοθείσες βάσει της αυτής ακριβώς εξουσιοδοτικής διατάξεως, μειώθηκε εκ νέου σε 1,60 μ. (1.70 για τους άνδρες)].
Με τα δεδομένα αυτά, το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέληξε ότι από τη διάταξη του άρθρου 2 περ. δ´ της 1211.2/18/07/25-9-2007 υπουργικής αποφάσεως -και τον αντίστοιχο όρο της βάσει αυτής εκδοθείσης προκηρύξεως του επίδικου διαγωνισμού- προκαλείτο διάκριση εις βάρος των γυναικών υποψηφίων λιμενοφυλάκων, αντιβαίνουσα τόσο στο ενωσιακό δίκαιο, όσο και στις συνταγματικές αρχές περί ισότητας των φύλων, αξιοκρατίας και αναλογικότητας, δεδομένου ότι η άνιση αυτή μεταχείριση λόγω φύλου δεν αιτιολογείται αντικειμενικώς από πλευράς προσφορότητας και αναγκαιότητας του οριζόμενου με την εν λόγω διάταξη ελαχίστου αναστήματος του 1,65 μ., η δε άσκηση της ευρείας κατ’ αρχήν, ευχέρειας του κανονιστικού νομοθέτη προς θέσπιση των αναγκαίων για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και εύρυθμης λειτουργίας του λιμενικού σώματος προσόντων των υποψηφίων λιμενοφυλάκων προδήλως υπερέβη, στην προκειμένη περίπτωση, το αναγκαίο μέτρο και τα τιθέμενα με τις ανωτέρω υπερνομοθετικές διατάξεις και αρχές όρια.
Κατά τη συγκλίνουσα, εξάλλου, γνώμη δύο Συμβούλων και δύο Παρέδρων του Δικαστηρίου, η επίμαχη ρύθμιση προεχόντως αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, διότι, ναι μεν επιδιώκει θεμιτό σκοπό (συνδρομή σωματικών ικανοτήτων δύναμης, ταχύτητας, αλτικότητας και αντοχής, ευλόγως συνδεόμενων με τα συνήθη νόμιμα καθήκοντα του Αστυνομικού), πλην το μεν δεν είναι πρόσφορη για την εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού, καθώς οι ως άνω σωματικές ικανότητες δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με ορισμένο ελάχιστο ανάστημα, ούτε είναι αυτονόητο ότι τις στερούνται όσοι δεν έχουν το ανάστημα αυτό (θεώρηση που απηχεί στερεοτυπικές αντιλήψεις), το δε δεν είναι αναγκαία για τη θεραπεία του ως άνω σκοπού, ο οποίος επιτυγχάνεται με την υποβολή των υποψηφίων σε κατάλληλες ειδικές, αθλητικές ή/και προσομοίωσης άσκησης καθηκόντων Αστυνομικού δοκιμασίες.
Κατά τη μειοψηφήσασα, τέλος, γνώμη ενός Αντιπροέδρου και δύο Συμβούλων του Δικαστηρίου, η επίδικη ρύθμιση δεν έρχεται σε αντίθεση προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα, ο κανονιστικός νομοθέτης, στο πλαίσιο της ευρείας ευχέρειας, που διαθέτει προς θέσπιση των αναγκαίων προσόντων των υποψηφίων λιμενοφυλάκων, για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας του Λιμενικού Σώματος, ενόψει της αποστολής και της φύσεως των αρμοδιοτήτων του ως στρατιωτικά οργανωμένου σώματος, που ασκεί αστυνομική εξουσία στους λιμένες και τα χωρικά ύδατα, δύναται να θεσπίζει ένα ελάχιστο όριο αναστήματος, ως προσόν αναγκαίο και πρόσφορο για την πρόσβαση σ’ αυτό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, άνευ άλλου, να καθορίσει τα ελάχιστα όρια ύψους των υποψηφίων σε απόλυτη αντιστοιχία προς τα εκάστοτε μέσα ύψη των δύο φύλων. Οφείλει, συνεπώς, αφού προβεί, κατ’ ενάσκηση της ανωτέρω ευρείας ευχέρειας, σε ουσιαστική εκτίμηση των εκάστοτε αναγκών των υπηρεσιών του Λιμενικού Σώματος και της κατά το δυνατόν εναρμόνισης αυτών προς τη συνταγματική και ενωσιακή αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, να λάβει υπόψη τη βιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς το ανάστημα και, σε συνάρτηση προς αυτήν, να καθορίσει το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος των γυναικών υποψηφίων σε χαμηλότερο, σε σχέση με το απαιτούμενο για τους άνδρες υποψήφιους, όριο, το οποίο να μην αποκλίνει υπέρμετρα από τον μέσο όρο ύψους του γυναικείου πληθυσμού ώστε, κατά κοινή πείρα, να μην αποκλείεται μεγάλος αριθμός γυναικών υποψηφίων. Εν προκειμένω, ο κανονιστικός νομοθέτης έλαβε υπόψη του τη βιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς το ανάστημα και, επιδιώκοντας σύμφωνα με τα ανωτέρω να αποκαταστήσει μια πραγματική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του λιμενοφύλακα, καθόρισε το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος των γυναικών υποψηφίων σε χαμηλότερο, κατά πέντε (5) εκατοστά, σε σχέση με το απαιτούμενο για τους άνδρες υποψήφιους, όριο (1,65 μ. έναντι 1,70 μ.), σε ύψος, δηλαδή, το οποίο δεν αποκλίνει υπέρμετρα από τον μέσο όρο ύψους του γυναικείου πληθυσμού (1,63 μ.), σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα επιστημονικές μελέτες, με αποτέλεσμα να μην πιθανολογείται σοβαρά ο αποκλεισμός, για τον λόγο αυτό, πολύ μεγαλύτερου ποσοστού γυναικών από ό,τι ανδρών εν δυνάμει υποψηφίων. Περαιτέρω, το γεγονός ότι σε προκηρύξεις άλλων διαγωνισμών θεσπίσθηκαν όρια αναστήματος για τις γυναίκες υποψήφιες λιμενοφύλακες κατώτερα του 1,65 μ. (1,63 και 1,60 μ.) δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την προσφορότητα του ισχύσαντος κατά τον επίδικο διαγωνισμό ελάχιστου ορίου ύψους για τις γυναίκες υποψήφιες, ούτε παραβιάζεται εκ του λόγου αυτού η αρχή της ισότητας μεταξύ των γυναικών υποψηφίων των ανωτέρω διαγωνισμών, διότι η αρχή της ισότητας δεν κωλύει τον κανονιστικό νομοθέτη, στο πλαίσιο της άσκησης της κατά τα ανωτέρω ευρείας ευχερείας του, να διαφοροποιεί προκειμένου περί διαγωνισμών για την πλήρωση θέσεων σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, μετά από ουσιαστική εκτίμηση των εκάστοτε αναγκών του Λιμενικού Σώματος, τα απαιτούμενα για την κατάταξη στο εν λόγω σώμα προσόντα, μεταξύ των οποίων και το ελάχιστο απαιτούμενο ανάστημα, εφόσον, πάντως, κινείται εντός των πλαισίων που διαγράφονται από το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο και λαμβάνει υπόψη κριτήρια γενικά, αντικειμενικά και ευρισκόμενα σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης, όπως εν προκειμένω. Εξ άλλου, από τα παρατιθέμενα ανωτέρω στοιχεία σχετικά με τα ορισθέντα ελάχιστα όρια αναστήματος σε άλλους διαγωνισμούς υποψηφίων Λιμενοφυλάκων, οι οποίοι εκτείνονται σε χρονικό διάστημα που εγγίζει την εικοσαετία (1996-2015), προκύπτει ότι τα ελάχιστα όρια αναστήματος παρέμειναν κατά το μεγαλύτερο μέρος του διαστήματος αυτού -και, πάντως, προ του επίδικου διαγωνισμού που διεξήχθη το 2008- χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις [1,70 μ. για τους άνδρες (πλην του έτους 2003 που ορίσθηκε σε 1,65 μ. και μειώθηκε, αντίστοιχα, για τις γυναίκες σε 1,60 μ.) και 1,63 μ. ή 1,65 μ. για τις γυναίκες]. Συνεπώς, κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, η σχετική κανονιστική νομοθεσία δεν στερείται διαχρονικά «παντελώς συνοχής και συστηματικότητας σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος», ώστε να υπερβαίνει το κατά τα ανωτέρω «όριο σοβαρότητας» της νομολογίας Δ.Ε.Ε. και να τίθεται υπό εύλογη αμφισβήτηση, από την άποψη αυτή, η προσφορότητα της επίμαχης ρύθμισης περί ελαχίστου απαιτουμένου αναστήματος 1,65 μ. για την εισαγωγή των γυναικών στο Λιμενικό Σώμα, αλλά η διαφοροποίηση του ορίου αναστήματος δικαιολογείται, προφανώς, από τις διαχρονικές ανάγκες του Σώματος, ενόψει δηλαδή των εκάστοτε εκτελουμένων καθηκόντων και των εν γένει απαιτήσεων των διαφόρων υπηρεσιών του (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και ορισμένες ιδιαίτερα απαιτητικές αποστολές, όπως νυχτερινές περιπολίες με χερσαία και πλωτά μέσα, επιχειρήσεις διάσωσης κινδυνευόντων ατόμων στη θάλασσα, ένοπλες συγκρούσεις σε παραμεθόριες περιοχές). Τέλος, το γεγονός ότι η εφαρμογή του συγκεκριμένου ελαχίστου ορίου αναστήματος δεν έθεσε σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τις γυναίκες έναντι των ανδρών υποψηφίων, όπως απαιτείται κατά το ενωσιακό δίκαιο για τη στοιχειοθέτηση διάκρισης λόγω φύλου, συνάγεται ευθέως από το ότι στην πράξη, όπως προκύπτει από τον αριθμό των συμμετεχόντων και επιτυχόντων ανδρών και γυναικών, δεν απέληξε σε υποεκροσώπηση των τελευταίων∙ καθόσον, όπως αναφέρεται στο 2421.4/72192/2018/2.10.2018 έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο, οι γυναίκες υποψήφιες, οι οποίες διέθεταν το απαιτούμενο ύψος (1,65 μ.) ήταν 3.223 και οι άνδρες (1,70 μ.) 4.048, τελικώς δε οι επιτυχούσες γυναίκες ήταν περισσότερες από τους άνδρες (316 γυναίκες έναντι 292 ανδρών). Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του οριακού από το Δικαστήριο ελέγχου της αντισυνταγματικότητας, η Διοίκηση, ορίζοντας ως ελάχιστο όριο αναστήματος 1,65 μ. για τις γυναίκες υποψήφιες του επίδικου διαγωνισμό δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο και τα τιθέμενα με τις προαναφερθείσες υπερνομοθετικές διατάξεις και αρχές όρια, και η υπό κρίση έφεση θα έπρεπε, κατά τη γνώμη αυτή, να απορριφθεί.

ThanasisΣτΕ Ολομ. 1363/2021 Λιμενοφύλακες ανάστημα