ΣτΕ Ολομ 2113/2021
Πρόεδρος: Ε. Σάρπ
Εισηγήτρια: Ελ. Παπαδημητρίου
Δεν είναι αντίθετη με τις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και την Οδηγία 2000/78/ΕΚ για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 13 του ν. 2703/1999, καθ’ ό μέρος προβλέπει την καταβολή ειδικής μηνιαίας αποζημίωσης μόνο στα μέλη των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών που έχουν την ιδιότητα του συνταξιούχου.
Με την ΣτΕ Ολομ 2113/2021 απορρίφθηκε αγωγή μελών του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία ζητούσαν την καταβολή αποζημίωσης που αντιστοιχεί στο ποσό της ειδικής μηνιαίας κατ’ αποκοπή αποζημίωσης που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 13 του ν. 2703/1999 μόνο για τα μέλη των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών που έχουν την ιδιότητα του συνταξιούχου. Με την εν λόγω αγωγή, η οποία εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με το θεσμό της πρότυπης δίκης, οι ενάγοντες προέβαλαν ότι ο περιορισμός της ανωτέρω αποζημίωσης αποκλειστικά στα μέλη της Αρχής που είναι ταυτόχρονα και συνταξιούχοι αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία.
Με την ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου έγιναν ειδικότερα δεκτά τα ακόλουθα:
Α. Ο νομοθέτης διατηρεί – σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι δημιουργούνται σε συγκεκριμένο κύκλο προσώπων, που διαθέτουν τα απαιτούμενα για την επιλογή τους ως μελών του Α.Σ.Ε.Π. προσόντα, σοβαρά αντικίνητρα, τα οποία δυσχεραίνουν τη στελέχωση της Αρχής με το εγνωσμένου κύρους και αυξημένων προσόντων προσωπικό που επιβάλλει ο νόμος και, κατ’ επέκταση, την ομαλή και αποτελεσματική εκπλήρωση του συνταγματικού της σκοπού – την ευχέρεια να θέσει με πρόσφορα, αντικειμενικά και απρόσωπα κριτήρια συγκεκριμένα κίνητρα για την προσέλκυση στις θέσεις αυτές προσώπων αποδεδειγμένα ικανών για την άσκηση του συγκεκριμένου λειτουργήματος, υπό την προϋπόθεση ότι τα κίνητρα αυτά δεν άγουν σε έκδηλα άνιση μεταχείριση των λειτουργών της Αρχής. Περαιτέρω, από την ερμηνεία της κρίσιμης διάταξης, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις, προκύπτει ότι ο νομοθέτης, αποβλέποντας στην εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, μεταξύ των οποίων και του Α.Σ.Ε.Π., και εκτιμώντας ότι, προς τον σκοπό αυτό, θα ήταν επωφελής η στελέχωσή τους και με πρόσωπα προερχόμενα από την κατηγορία των συνταξιούχων, που, κατά τεκμήριο, διαθέτουν ιδιαίτερη επαγγελματική εμπειρία και, ενδεχομένως και αναλόγως με τη θέση που κατείχαν πριν από την συνταξιοδότησή τους, ιδιαίτερο κύρος, θέσπισε την επίμαχη ειδική μηνιαία κατ’ αποκοπή αποζημίωση ως κίνητρο για να προσελκύσει προς διορισμό στις Ανεξάρτητες Αρχές πρόσωπα από την κατηγορία αυτή και σε αντιστάθμισμα έναντι της περικοπής των συνταξιοδοτικών τους παροχών, την οποία συνεπάγεται ο διορισμός σε Ανεξάρτητη Αρχή. Με αυτά τα δεδομένα η επίμαχη ρύθμιση, με την οποία θεσπίζεται η καταβολή της ένδικης αποζημίωσης ως κίνητρο για την προσέλκυση προς διορισμό στις Ανεξάρτητες Αρχές, μεταξύ των οποίων το Α.Σ.Ε.Π., προσώπων, τα οποία προσδιορίζονται με αντικειμενικό και απρόσωπο κριτήριο (ιδιότητα του συνταξιούχου) και κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, η οποία παρίσταται, κατ’ αρχήν, εύλογη, θα συμβάλλουν, ενόψει της ιδιαίτερης εμπειρίας και του κύρους τους, στην εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία των εν λόγω Αρχών, δηλαδή προς επίτευξη θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος, και, για τον λόγο αυτό, χορηγείται μόνον στα πρόσωπα αυτά και όχι και στα υπόλοιπα μέλη της Αρχής, δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας. Ανεξαρτήτως δε των ανωτέρω, οι κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις έχουν ειδικό χαρακτήρα και αφορούν συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, χωρίς να θέτουν γενικό κανόνα, από τον οποίο εξαιρείται ρητώς ή σιωπηρώς άλλη κατηγορία. Κατά συνέπεια, οι ενάγοντες δεν εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή ενός γενικού κανόνα, αλλά ζητούν την επέκταση της εφαρμογής μιας ειδικής διάταξης που αφορά συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων και στους ίδιους. Ενδεχόμενη, όμως, διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της ειδικής αυτής ρύθμισης θα καθιστούσε μεν αυτή ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα για την κατηγορία των συνταξιούχων που αφορά, αλλά δεν θα οδηγούσε αναγκαίως στην επέκταση της εφαρμογής της και σε άλλες κατηγορίες προσώπων, τις οποίες ούτε κατά το γράμμα ούτε κατά την έννοιά της διέπει.
Β. Η διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 13 του ν. 2703/1999 δεν αφορά άμεσα πρόσωπα συγκεκριμένης ηλικίας και, κατά τούτο, με αυτή δεν εισάγεται άμεση διάκριση με βάση την ηλικία. Εξάλλου, δεν προκύπτει ούτε έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας, καθώς το κριτήριο, με βάση το οποίο χορηγείται η επίδικη αποζημίωση, δεν είναι ηλικιακό, αλλά η ενεργός ή μη επαγγελματική δραστηριότητα πριν τον διορισμό στην Ανεξάρτητη Αρχή. Και ναι μεν η συνταξιοδότηση εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τη συμπλήρωση ορισμένου αριθμού ετών εργασίας και από την προϋπόθεση να έχει συμπληρωθεί ορισμένη ηλικία, στην προκείμενη περίπτωση, όμως, με την επίμαχη ρύθμιση δεν εμφανίζεται ως πληττόμενη ορισμένη κατηγορία προσώπων λόγω ηλικίας, αλλά η κατηγορία των μη συνταξιούχων, η οποία δεν αποτελεί συγκεκριμένη και οριοθετημένη ηλικιακή ομάδα, όπως συνάγεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι οι ενάγοντες εμφανίζουν σημαντική διαφοροποίηση ως προς τις ηλικίες τους.