ΣτΕ Ολομ 2114-2021 ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί

ΣτΕ Ολομ 2114/2021
Πρόεδρος: Ε. Σαρπ
Εισηγητής: Σ. Κτιστάκη, Σύμβουλος
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 4713/2020, με τις οποίες αναμορφώθηκε το καθεστώς των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών και θεσπίσθηκε η αρχή της αναιτιώδους καταγγελίας των συμβάσεών τους, δεν αντίκεινται στο άρθρο 16 παρ. 2 και 8 του Συντάγματος.

Mε την απόφαση 2114/2021 κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 4713/2020 για την αναμόρφωση του καθεστώτος εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα.
Κατ’ αρχάς, έγινε κατά πλειοψηφία δεκτό (με μειοψηφία επτά Συμβούλων και ενός Παρέδρου) ότι το δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό σωματείο (ομοσπονδία) των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει ατομικού χαρακτήρα πράξη αφορώσα σε απόλυση ιδιωτικού εκπαιδευτικού λειτουργού.
Στη συνέχεια, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του ν. 682/1977, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4713/2020, δέχθηκε ότι η λύση της εργασιακής σχέσης του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους επέρχεται μόλις περιέλθει η σχετική δήλωση βούλησης στον εργαζόμενο εκπαιδευτικό, για την επέλευση, όμως, του νομικού αποτελέσματος της καταγγελίας εκδίδεται υποχρεωτικώς σχετική διαπιστωτική πράξη από τον αρμόδιο προς τούτο Διευθυντή Εκπαίδευσης.
Ακολούθως, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 4713/2020, οι οποίες προβλέπουν αφενός τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου για όλους τους διδάσκοντες στα ιδιωτικά σχολεία, με κατάργηση της προγενέστερης ρύθμισης περί υποχρέωσης σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου διετούς διάρκειας, αφετέρου δε την υπαγωγή των ζητημάτων πρόσληψης, απασχόλησης και λύσης των εργασιακών τους σχέσεων στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, δεν αντίκεινται στο άρθρο 16 παρ. 2 και 8 του Συντάγματος. Τούτο, δε, διότι, όπως έγινε δεκτό, οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην αρτιότερη και ομαλότερη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, καθώς και στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος της εκπαίδευσης, και για το λόγο ότι εξασφαλίζουν στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς σταθερές, κατά το δυνατόν, συνθήκες εργασίας, ώστε να μπορούν απερίσπαστοι να εκτελούν τα καθήκοντά τους για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του σκοπού της παιδείας, ο οποίος έχει αναχθεί σε συνταγματικό λόγο δημοσίου συμφέροντος.
Εξ άλλου, όπως επίσης έγινε δεκτό, οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 4713/2020, με τις οποίες υιοθετήθηκε ο κανόνας του εργατικού δικαίου περί της αναιτιώδους καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου των ιδιωτικών εκπαιδευτικών από τον εργοδότη, δεν αντίκεινται σε κάποια συνταγματική διάταξη ή αρχή, δεδομένου άλλωστε ότι ο νομοθέτης διαθέτει κατά το Σύνταγμα ευρεία εξουσία καθορισμού του περιεχομένου της παρεχόμενης στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς προστασίας. Η κατά τα ανωτέρω δε αναγνώριση «διοικητικής ευελιξίας» στους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων, όσον αφορά τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού τους, μέσω της κατάργησης των προγενέστερων ρυθμίσεων που προέβλεπαν την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών μόνο για συγκεκριμένους λόγους, τελεί, σύμφωνα με το Δικαστήριο, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της υποχρέωσης σεβασμού όχι μόνον των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, αλλά και των ειδικότερων διατάξεων του ν. 682/1977 σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Ταυτόχρονα, όμως, για τη διασφάλιση του αποτελεσματικού ελέγχου της νομιμότητας και καταχρηστικότητας της γενόμενης καταγγελίας προβλέπεται, με τις διατάξεις του ν. 4713/2020, ο έλεγχός της από τα αρμόδια προς τούτο πολιτικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων δύνανται να προσφεύγουν οι ως άνω εκπαιδευτικοί, επικαλούμενοι το άρθρο 281 ΑΚ και προβάλλοντας συγκεκριμένους ισχυρισμούς για υπέρβαση των ορίων που θέτει η διάταξη του άρθρου αυτού στο δικαίωμα της καταγγελίας.
Συναφώς, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το Σύνταγμα, σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων, όπως οι δικαστικοί λειτουργοί, οι υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και οι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν προβλέπει υπέρ των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών τη θέσπιση καθεστώτος “οιονεί μονιμότητας”, παρά μόνον την άσκηση ελέγχου και εποπτείας επί της ιδιωτικής εκπαίδευσης και τη ρύθμιση της υπηρεσιακής τους κατάστασης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετείται η εύρυθμη και ομαλή λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και η διασφάλιση και βελτίωση της παρεχόμενης από αυτά εκπαίδευσης, στο πλαίσιο άσκησης του δημοσίου λειτουργήματός τους. Εξ άλλου, η θέσπιση καθεστώτος μονιμότητας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά εγγύηση για τη διασφάλιση της «παιδαγωγικής ελευθερίας» των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών, δεδομένου ότι τέτοια ελευθερία δεν αναγνωρίζεται, ούτε κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 16 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, στο πλαίσιο αυτό κρίθηκε ότι ναι μεν ο κοινός νομοθέτης θεσπίζει υπέρ των ιδιωτικών εκπαιδευτικών εγγυήσεις, άμεσα σχετιζόμενες με την υπηρεσιακή τους κατάσταση, με σκοπό την αποτελεσματικότερη άσκηση του λειτουργήματός τους, πλην όμως η συνταγματική επιταγή περί εξασφάλισης από τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια γενικής εκπαίδευσης ομοίου κατά βάση τύπου και περιεχομένου με την παρεχόμενη από τα κρατικά εκπαιδευτήρια δεν εκτείνεται, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 16 παρ. 2 και 8 του Συντάγματος, μέχρι του σημείου της υποχρεωτικής ταύτισης του εργασιακού καθεστώτος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με αυτό των εκπαιδευτικών της δημόσιας εκπαίδευσης.
Τέλος, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο νομοθέτης διαθέτει κατά το Σύνταγμα ευρεία εξουσία καθορισμού του περιεχομένου, της έντασης και της έκτασης της εποπτείας, η οποία μπορεί να είναι είτε προληπτική είτε κατασταλτική και η οποία, πάντως, οφείλει να έχει ως αντικείμενο τη διασφάλιση εκπαιδευτικών υπηρεσιών ενδεδειγμένης στάθμης και, ταυτόχρονα, να σέβεται το δικαίωμα του εκπαιδευτικού φορέα στον καθορισμό του προσανατολισμού του ιδιωτικού σχολείου. Με τις σκέψεις αυτές, κρίθηκε ότι η θεσπισθείσα με τις διατάξεις του ν. 4713/2020 κατάργηση της διαδικασίας του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών από τριμελή ανεξάρτητη επιτροπή δικαστικών λειτουργών των πολιτικών δικαστηρίων, που προέβλεπε το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, η αντικατάστασή της από μία διαδικασία τυπικού μόνον ελέγχου της νομιμότητας, που συνίσταται στη διαπίστωση της διενέργειας και της νομότυπης κοινοποίησης της καταγγελίας, την οποία ακολουθεί η έκδοση της σχετικής διαπιστωτικής πράξης απόλυσης και η πρόβλεψη εφεξής άσκησης δικαστικού μόνον ελέγχου της νομιμότητας και καταχρηστικότητας αυτής από τα αρμόδια προς τούτο πολιτικά δικαστήρια, δεν αντίκεται στο άρθρο 16 παρ. 8 του Συντάγματος. Το δε Κράτος, σύμφωνα με τα κριθέντα, εξακολουθεί να ασκεί πλήρως κατά τα λοιπά την εποπτεία του στη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και στην υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού τους προσωπικού.
Σύμφωνα με τη μειοψηφήσασα άποψη δύο Συμβούλων, κατά παράβαση του Συντάγματος (άρθρο 16 παρ. 2 και 8) η επίμαχη ρύθμιση του ν. 4713/2020 καταργεί την εποπτεία του Κράτους επί του ζητήματος της λύσης της σύμβασης εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, εφόσον δεν προκύπτει ότι αυτή εξυπηρετεί το συμφέρον και την καλή λειτουργία της εκπαίδευσης. Η νέα διάταξη εξομοιώνει τους εκπαιδευτικούς προς τους λοιπούς εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, καθόσον αφορά το καθεστώς της απόλυσής τους, παραγνωρίζοντας την, κατά το Σύνταγμα, ιδιαιτερότητα του εκπαιδευτικού λειτουργήματος. Η δε μονόπλευρη ενίσχυση της ελευθερίας του ιδιοκτήτη του ιδιωτικού σχολείου να απολύει το διδακτικό προσωπικό αναιτιωδώς και χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από τη Δημόσια Διοίκηση, είναι πρόσφορη να οδηγήσει στην άσκηση του εκπαιδευτικού έργου υπό τον φόβο της αυθαίρετης καταγγελίας της σχέσης εργασίας του εκπαιδευτικού και να παραβλάψει την ανεξαρτησία του έναντι του ιδιοκτήτη του ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου και κάθε τρίτου, επί ζημία της παρεχόμενης εκπαίδευσης και των μαθητών. Τέλος, η δυνατότητα του απολυθέντος εκπαιδευτικού να προσφύγει στα πολιτικά Δικαστήρια δεν αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι η ρύθμιση συνάδει προς το Σύνταγμα, διότι επιρρίπτεται σε αυτόν το βάρος της απόδειξης ότι η καταγγελία υπήρξε καταχρηστική, ενώ, εξ άλλου, η δυνατότητα αυτή δεν αναιρεί την απομάκρυνση του εκπαιδευτικού από το διδακτικό του έργο και τη διακοπή του δεσμού του με το σχολείο και τους μαθητές του, χωρίς τον προσήκοντα κρατικό έλεγχο. Δεν δικαιολογείται η ολοσχερής κατάργηση οποιασδήποτε παρέμβασης του Κράτους επί του – ουσιωδέστατου για την οργάνωση και λειτουργία του ιδιωτικού σχολείου και της εκπαίδευσης εν γένει – ζητήματος της απόλυσης ιδιωτικών εκπαιδευτικών.

ThanasisΣτΕ Ολομ 2114-2021 ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί