ΣτΕ 1138-2023 ανάκληση διορισμού

Ανάκληση διορισμού λόγω χρήσης πλαστού πιστοποιητικού. Ποιες αποφάσεις προσβάλλονται με έφεση. Αρχή αναλογικότητας και ne bis in idem.

Αριθμός 1138/2023

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Φεβρουαρίου 2023, με την εξής σύνθεση: Δημήτριος Μακρής, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Αναστασία-Μαρία Παπαδημητρίου, Ιφιγένεια Αργυράκη, Σύμβουλοι, Δημήτριος Βανδώρος, Ελευθέριος Μελισσαρίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικόλαος Βασιλόπουλος.

Για να δικάσει την από 29 Ιουλίου 2020 έφεση:

του … του Αναστασίου, κατοίκου … (…), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Βασιλική Σκορδάκη (Α.Μ. 11217), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά της Περιφέρειας …, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Ανδρέου (Α.Μ. 6428), που τον διόρισε με απόφαση της Οικονομικής της Επιτροπής και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του,

και κατά της υπ’ αριθμ. 76/2020 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δημητρίου Βανδώρου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του εκκαλούντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (…/2020 ηλεκτρονικό παράβολο).

2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, η οποία συμπληρώνεται με το από 28.6.2021 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ζητείται η εξαφάνιση της 76/2020 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά της …/…/…/…/2018 απόφασης του Αντιπεριφερειάρχη Φθιώτιδας (Γ΄ …/….2018). Με την απόφαση αυτή ανακλήθηκε η …/20.6.2002 απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδας (τ. ν.π.δ.δ. …/…2002), με την οποία ο εκκαλών είχε διοριστεί σε οργανική θέση μόνιμου υπαλλήλου του κλάδου ΠΕ Γεωπόνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (Ν.Α.) ….

3. Επειδή στο άρθρο 20 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υ.Κ. – ν. 3528/2007, Α´ 26) ορίζεται ότι: «Η πράξη διορισμού που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται εάν αυτός που διορίσθηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία …».

4. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222), ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν: α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) …». Εξάλλου, στο άρθρο 5Α του ν. 702/1977, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2944/2001, όπως αντικαταστάθηκε, τελικώς, με το άρθρο 47 παρ. 3 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ορίζονται τα εξής: «Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί διαφορών των περιπτώσεων α΄ … της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση. Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν: α) το διορισμό με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγχο του ΑΣΕΠ, τη μετάταξη, την προαγωγή σε βαθμό που χαρακτηρίζεται ανώτατος από διάταξη νόμου και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων (πολιτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) … ε) …».

5. Επειδή, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων επί των κατά την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 ακυρωτικών διαφορών από ατομικές διοικητικές πράξεις (ή παραλείψεις) περί τον διορισμό των υπαλλήλων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με διαδικασία υποκείμενη στον έλεγχο του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), δεν υπόκεινται σε έφεση, σύμφωνα με τον κανόνα του ανεκκλήτου των ανωτέρω αποφάσεων, κατά το άρθρο 5Α του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 παρ. 3 του ν. 3900/2010. Η διαφοροποίηση δε των υποθέσεων που αφορούν τον διορισμό με διαδικασία υποκείμενη στον έλεγχο του ΑΣΕΠ από τις υποθέσεις που αφορούν τον διορισμό με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγχο της εν λόγω αρχής, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης, δικαιολογείται από το γεγονός ότι το ΑΣΕΠ αποτελεί ανεξάρτητη αρχή, στον έλεγχο της οποίας υπάγεται –κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος (η οποία προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, Α΄ 84)– ο διορισμός σε θέσεις υπαλλήλων «στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα» και η οποία λειτουργεί ως συνταγματική εγγύηση για τη διασφάλιση των αρχών της αντικειμενικότητας, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας, που διέπουν τη διαδικασία πρόσβασης στις εν λόγω υπαλληλικές θέσεις (βλ. ΣτΕ 2063/2020, 913/2014, 852/2013, ΣτΕ σε συμβ. 149/2020, 2226/2016, 2822/2014). Ωστόσο, σε περίπτωση που ο διορισμός των ανωτέρω υπαλλήλων ανακληθεί με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγχο του ΑΣΕΠ, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων επί των σχετικών ακυρωτικών διαφορών υπόκεινται κατ’ εξαίρεση σε έφεση, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 5Α εδ. β΄ περ. α΄ του ν. 702/1977, ανεξαρτήτως αν ο διορισμός είχε υπαχθεί ή όχι στον έλεγχο της ανεξάρτητης αυτής αρχής, εφόσον κατά την έκδοση της σχετικής ανακλητικής πράξης δεν υφίσταται η προαναφερόμενη συνταγματική εγγύηση, η οποία δικαιολογεί το ανέκκλητο των αποφάσεων επί διαφορών περί τον διορισμό με διαδικασία υποκείμενη στον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Στην ειδικότερη, όμως, περίπτωση που η ανάκληση του διορισμού των εν λόγω υπαλλήλων έχει ως έρεισμα προηγούμενη απόφαση του ΑΣΕΠ με την οποία ο διορισμός αυτός κρίθηκε μη νόμιμος, η απόφαση του διοικητικού εφετείου επί της σχετικής ακυρωτικής διαφοράς δεν υπόκειται σε έφεση (βλ. ΣτΕ 459/2021 7μ., 2063/2020).

6. Επειδή, η ανάκληση του διορισμού του εκκαλούντος υπαλλήλου ν.π.δ.δ. (της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας) εχώρησε δυνάμει της παρατεθείσας διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 του ΥΚ, χωρίς να υπόκειται, κατά τη διάταξη αυτή, στον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Εξάλλου, της ανακλητικής πράξης του διορισμού της εκκαλούσας δεν προηγήθηκε απόφαση του ΑΣΕΠ, με την οποία να κρίθηκε μη νόμιμος ο εν λόγω διορισμός. Ως εκ τούτου, η εκκαλούμενη απόφαση υπόκειται κατ’ εξαίρεση σε έφεση, κατά την έννοια της παρατεθείσας διάταξης του άρθρου 5Α εδ. β΄ περ. α΄ του ν. 702/1977, χωρίς να ασκεί επιρροή το ότι ο εκκαλών είχε διοριστεί βάσει διαδικασίας υποκείμενης στον έλεγχο του ΑΣΕΠ.

7. Επειδή, στην παράγραφο 1 εδ. δεύτερο του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, ορίζονται τα εξής: «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου».

8. Επειδή, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, ο εκκαλών βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της έφεσής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε (α) δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε (β) οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές τής προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Ενόψει του σκοπού της διάταξης, ήτοι του περιορισμού, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, άσκησης μεγάλου αριθμού εφέσεων, ως νομολογία, κατά την έννοιά της, νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. ΣτΕ 1036/2021, 867, 737, 542/2020, 308, 145, 52/2019). Εξάλλου, σε περίπτωση επίκλησης εκ μέρους του εκκαλούντος έλλειψης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει η έλλειψη αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης ή στην ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλούμενης απόφασης (ΣτΕ 2056, 651/2021, 137/2020, 1490/2018, 1869, 333/2017). Ειδικότερα, όταν με λόγο έφεσης πλήσσεται η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε αόριστη νομική έννοια η οποία αποτελεί στοιχείο του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, εφόσον η αόριστη νομική έννοια προσδιορίζεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε υπόθεσης, ως απόφαση που επιλύει το ίδιο νομικό ζήτημα νοείται μόνο η απόφαση που έχει κρίνει επί υπόθεσης με όμοια ή ουσιωδώς παρεμφερή νομικά και πραγματικά περιστατικά (βλ. ΣτΕ 2766/2022 7μ., σκ. 11, βλ. σχετ. ΣτΕ 350/2023 7μ., σκ. 9, 346/2023 7μ., σκ. 9, 2775/2022 7μ., σκ. 12 κ.ά.).

9. Επειδή, κατά την έννοια της παρατεθείσας στη σκέψη 3 διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 ΥΚ, στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος όχι μόνο διορίστηκε παρανόμως, αλλά επιπλέον ήταν ο ίδιος που προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, η πράξη διορισμού του ανακαλείται και μετά την παρέλευση της διετούς προθεσμίας εντός της οποίας ανακαλούνται, καταρχήν, οι παράνομοι διορισμοί. Η ανάκληση του διορισμού στην πιο πάνω ειδική περίπτωση είναι, καταρχήν, υποχρεωτική και δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό∙ τούτο δικαιολογείται όχι μόνο από τη μέριμνα του νομοθέτη για την αποκατάσταση της σοβαρά διαταραχθείσας νομιμότητας, με τον διορισμό σε θέση υπαλλήλου προσώπου που δεν κατέχει τα νόμιμα προσόντα, καθώς και των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας των πολιτών κατά την επιλογή τους προς πλήρωση των δημόσιων θέσεων, αλλά και εξαιτίας των σοβαρών ενδείξεων ότι ο διορισθείς στερείται του αναγκαίου για υπάλληλο ήθους. Εξάλλου, η δόλια συμπεριφορά του τού στερεί, καταρχήν, την προσδοκία για διατήρηση της θέσης του. Κάμψη των ανωτέρω θα ήταν δυνατόν να υπάρξει σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες η παρέλευση ιδιαιτέρως μακρού χρόνου από τον διορισμό σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως οι ιδιάζουσες συνθήκες της προσωπικής και υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου, θα καθιστούσαν την ανάκληση αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, υπό το φως της οποίας πρέπει να ερμηνεύεται και η πιο πάνω διάταξη. Στην περίπτωση αυτή, η Διοίκηση, εκτιμώντας τις εξαιρετικές περιστάσεις, έχει δύο δυνατότητες: είτε να μην ανακαλέσει τον διορισμό είτε να τον ανακαλέσει για το μέλλον (ex nunc). Η συνδρομή τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων πρέπει να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, κατά την έκθεση των απόψεων του υπαλλήλου, με επίκληση και υποβολή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον πάντως δεν πρόκειται για στοιχεία που προκύπτουν, χωρίς αμφισβήτηση, από τον υπηρεσιακό του φάκελο και γίνεται επίκληση των στοιχείων αυτών από τον υπάλληλο. Περαιτέρω, η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων αποτελεί αόριστη νομική έννοια και στοιχείο του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (του άρθρου 20 παρ. 2 του Υ.Κ.) και προσδιορίζεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε υπόθεσης (πρβλ. ΣτΕ 6/2021, 2235/2020, 2740/2019, 333/2017 κ.ά.). Επομένως, στην περίπτωση αυτή, ζήτημα νομολογιακού προηγουμένου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 58 παρ. 1 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989 όπως ισχύει, μπορεί να τεθεί μόνον εφόσον έχει αποφανθεί το Δικαστήριο σε υπόθεση με όμοια ή ουσιωδώς παρεμφερή νομικά και πραγματικά γεγονότα, διότι τότε μόνο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιλυθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας το ίδιο νομικό ζήτημα (βλ. ΣτΕ 2766/2022 7μ., σκ. 11, βλ. σχετ. ΣτΕ 350/2023 7μ., σκ. 9, 346/2023 7μ., σκ. 9, 2775/2022 7μ., σκ. 12 κ.ά.).

10. Επειδή, περαιτέρω, η ανάκληση διορισμού σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη αποτελεί διοικητικό μέτρο, η επιβολή του οποίου υπαγορεύεται από τους προαναφερθέντες επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Εφόσον η ανακλητική πράξη εκδίδεται μετά την πάροδο διετίας από τη δημοσίευση της πράξης του διορισμού βάσει υποκειμενικής συμπεριφοράς του υπαλλήλου, η οποία συνίσταται στο ότι αυτός προκάλεσε ή υποβοήθησε δολίως την πλάνη της Διοίκησης σε σχέση με την επιλογή του στη θέση που διορίσθηκε, απαιτείται, πριν από την έκδοση της πράξης αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 του κυρωθέντος με τον ν. 2690/1999 (Α´ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η προηγούμενη κλήση του υπαλλήλου σε ακρόαση (βλ. ΣτΕ 2739-2742/2005). Η ανακλητική πράξη πρέπει καταρχήν να αιτιολογείται επαρκώς ως προς το ότι ο διορισθείς προκάλεσε ή υποβοήθησε δολίως την παρανομία της πράξης διορισμού του (βλ. ΣτΕ 1437/2021 7μ., 1094/2014, πρβλ. ΣτΕ 2616/2012 7μ., 2319/2012, 3569/1998, 2429/1992). Κατά της ανακλητικής πράξης προβλέπεται η άσκηση του κατά το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος γενικού ένδικου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία θίγει δικαιώματα «αστικής φύσεως» του αιτούντος, [ήτοι το δικαίωμα ενός δημοσίου υπαλλήλου να συνεχίσει να απασχολείται στη θέση του, βλ. ΕΔΔΑ, 19.9.2017 (μείζονος σύνθεσης), Regner κατά Τσεχίας, σκέψεις 120-125, 21.7.2016, Miryana Petrova κατά Βουλγαρίας, σκέψεις 33-35, 29.4.2014, Ternovskis κατά Λετονίας, σκέψη 44, βλ. ΣτΕ 3262/2012, 1405/2007 7μ. κ.ά.] είναι, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 702/1977, το Διοικητικό Εφετείο, το οποίο έχει την παρεχόμενη σ’ αυτό από το Σύνταγμα και τον νόμο (βλ. άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 702/1977 για την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 18/1989 που ισχύουν για το Συμβούλιο της Επικρατείας) εξουσία να εξετάζει αφενός το σύνολο των προβαλλομένων αιτιάσεων, αφετέρου το σύνολο των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν, περαιτέρω δε τη δυνατότητα να ελέγξει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και, τέλος, να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την πράξη αυτή για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων την πλάνη περί τα πράγματα ή τη μη νόμιμη και ανεπαρκή αιτιολογία, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι δεν έχει εξουσία να προβεί σε μεταρρύθμιση της πράξης (βλ. σχετ. ΣτΕ 3098/2017 7μ., πρβλ. ΕΔΔΑ, 21.7.2011, Sigma Radio Television Ltd κατά Κύπρου, σκέψεις 151 – 157). Εξάλλου, το διοικητικό αυτό μέτρο αποτελεί σοβαρό πλην αναγκαίο περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, και της «ιδιωτικής ζωής», κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (βλ. τις σχετικές προϋποθέσεις στην απόφαση ΕΔΔΑ της 25.9.2018, Denisov κατά Ουκρανίας, υπόθ. 76639/11, μείζονος σύνθεσης). Τούτο, διότι ο περιορισμός αυτός συνάπτεται άμεσα με τις νόμιμες προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του υπαλλήλου, από επαγγελματική και ηθική σκοπιά, για τον διορισμό του σε δημόσια θέση και με την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στην ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας (πρβλ. ΣτΕ 347/2020, 931/2018, 1900/2014 Ολομ., 788/2014, 3262/2012, ΕΔΔΑ, 23.8.2011, Βαγενάς κατά Ελλάδας)∙ τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη και του συνόλου των λοιπών οικονομικής φύσης εννόμων συνεπειών που επέρχονται από την αναδρομική ισχύ της ανακλητικής πράξης. Ειδικότερα, ναι μεν με την ανάκληση διορισμού αίρονται καταρχήν αναδρομικά όλες οι συνέπειες που απορρέουν από την υπαλληλική σχέση, πλην, όπως έχει κριθεί από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΣ 599/2021 Ολομ. σκ. 25-27), δεν συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας η αναζήτηση από τον υπάλληλο, ως αχρεωστήτως λαβόντα, του συνόλου των ποσών που έλαβε ως αποδοχές για τις υπηρεσίες που πραγματικά παρείχε κατά τη διάρκεια του υπαλληλικού βίου του, αλλά το αν υπέχει καταρχήν υποχρέωση επιστροφής ορισμένου ποσού καθώς και το ύψος του ποσού αυτού αποτελούν προϊόν ad hoc στάθμισης σύμφωνα με τις απαιτήσεις των αρχών της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας, καθώς και αυτών που απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Επίσης, με την 1820/2021 απόφαση της Ολομελείας του ιδίου Δικαστηρίου έχει κριθεί (βλ. ιδίως σκ. 32 και 38) ότι η -λόγω της ανάκλησης του διορισμού- πλήρης στέρηση σύνταξης του υπαλλήλου, ο οποίος έχει εξαντλήσει τον υπηρεσιακό του βίο, έχοντας συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο, θα υπερακόντιζε, στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, τον καταρχήν θεμιτό σκοπό που υπηρετεί η ανάκληση διορισμού, ως μέτρο αποκατάστασης της τρωθείσας νομιμότητας. Περαιτέρω, με την απόφαση αυτή τέθηκαν in abstracto κριτήρια για τον προσδιορισμό του ποσού της καταβλητέας σύνταξης. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι το ποσό αυτό: α) δεν μπορεί να ισούται με το ποσό που θα ελάμβανε ο υπάλληλος εάν είχε νομίμως συσταθεί η υπαλληλική του σχέση, β) πρέπει, πάντως, να τελεί σε κάποια αναλογία προς τις αποδοχές ενέργειας και γ) δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το κατώτερο όριο σύνταξης κατ’ άρθρο 55 παρ. 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Ενόψει των ανωτέρω, η λήψη του διοικητικού μέτρου της ανάκλησης διορισμού του υπαλλήλου που προκάλεσε δολίως την παρανομία του διορισμού του δεν αντίκειται καταρχήν στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και μεταγλωττίστηκε – αποδόθηκε στη δημοτική γλώσσα με το π.δ. 76/2022 (Α΄ 205) (βλ. ΣτΕ 27775/2022 7μ., σκ. 13, βλ. ΣτΕ 350/2023 7μ., σκ. 10, ΣτΕ 346/2023 7μ., σκ. 10, 2775/2022 7μ., σκ. 13 κ.ά.).

11. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η ανάκληση διορισμού υπαλλήλου σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη αποτελεί διοικητικό μέτρο, το οποίο ως σκοπό έχει την αποκατάσταση της διαταραχθείσας νομιμότητας (βλ. και Ολομ. ΕΣ 1820/2021 σκ. 32 και 38) προς υλοποίηση της συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου. Η επιβολή του έχει, καταρχήν, ως σκοπό: Ι. Την καλή λειτουργία της υπηρεσίας, με την αποβολή υπαλλήλων οι οποίοι δεν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα, ή στην περίπτωση του διορισμού τους κατόπιν υποβολής πλαστών δικαιολογητικών (και) το απαιτούμενο ήθος. ΙΙ. Την υλοποίηση των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, διότι υποψήφιοι σε διαδικασίες επιλογής και διορισμού υπαλλήλων οι οποίοι δεν διέθεταν τα νόμιμα προσόντα (περιλαμβανομένου, στην περίπτωση της δόλιας πρόκλησης ή της υποβοήθησης της παρανομίας, του απαιτούμενου ήθους) δεν υπερκερούν, παρανόμως, υποψήφιους που τα διέθεταν. Δεν συνιστά ποινή του ποινικού δικαίου κατά το εθνικό δίκαιο, είναι δε διάφορο το γεγονός ότι η συμπεριφορά του υπαλλήλου που προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία (μπορεί να) συνιστά και ποινικό αδίκημα (βλ. ΣτΕ 2760/2022, σκ. 11).

12. Επειδή, στο άρθρο 4 του -κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987 (Α΄ 8)- 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στο οποίο (άρθρο 4) κατοχυρώνεται η αρχή ne bis in idem, ορίζεται ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού».

13. Επειδή, κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), (βλ. απόφαση της μείζονος σύνθεσης της 10.2.2009, 14939/03, Zolotukhin[e] κατά Ρωσίας, σκ. 52-53, και πάγια έκτοτε νομολογία), προκειμένου να διαπιστωθεί αν μία δίωξη ή καταδίκη έχει ποινικό χαρακτήρα -κατά την αυτοτελή (σε σχέση με τα εθνικά δίκαια) έννοια του όρου στην ανωτέρω διάταξη- εφαρμοστέα είναι τα κριτήρια Engel, αυτά δηλαδή, τα οποία υιοθέτησε το ΕΔΔΑ. στην απόφαση της Ολομέλειας της 8.6.1978, 5100/71, Engel κατά Ολλανδίας (βλ. ιδίως σκ. 82), όπως διευκρινίστηκαν με τη μεταγενέστερη νομολογία του. Τα κριτήρια αυτά, καταρχήν διαζευκτικά (χωρίς να αποκλείεται η συνεκτίμηση του δεύτερου και του τρίτου κριτηρίου), είναι: α) ο χαρακτηρισμός του μέτρου κατά το εθνικό δίκαιο, β) η φύση του μέτρου, ιδίως δε αν σκοπεί στην πρόληψη και την τιμωρία, καθώς και αν αφορά το σύνολο των κοινωνών ή γενική κατηγορία τους και όχι μία ειδική κατηγορία προσώπων και γ) το είδος του απειλούμενου μέτρου σε συνδυασμό με τη βαρύτητά του, ιδίως δε αν προσιδιάζει σε ποινή του ποινικού δικαίου (όπως είναι η στέρηση της ελευθερίας και η υψηλή χρηματική κύρωση) και επιπλέον έχει κάποια βαρύτητα και όχι σε τυπική πειθαρχική ποινή, έστω και ιδιαίτερα σοβαρή (βλ. όλως ενδεικτικώς εφαρμογή των κριτηρίων Engel στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 5.3.2020, Πελέκη κατά Ελλάδας (69291/12), σκ. 34-37, με παράθεση πλούσιας περιπτωσιολογίας στη σκέψη 35).

14. Επειδή, σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά, η δυνάμει της ανωτέρω διάταξης (ή αντίστοιχων διατάξεων) ανάκληση διορισμού δημόσιου υπαλλήλου ή λειτουργού (καθώς και η απαγόρευση άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος ως διοικητικό μέτρο ή δυνάμει πειθαρχικής απόφασης) δεν συνιστά «ποινή» κατά την έννοια του άρθρου 4 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τούτο διότι: α) δεν είναι ποινή (του ποινικού δικαίου) κατά το εθνικό δίκαιο, αλλά διοικητικό μέτρο, β) αφορά περιορισμένο, ειδικά προσδιορισμένο, κύκλο προσώπων και όχι το σύνολο των κοινωνών ή ευρεία κατηγορία προσώπων (οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν συνιστούν ευρεία, αλλά «ειδική» κατηγορία προσώπων -βλ. χαρακτηριστικά απόφαση ΕΔΔΑ. της 15.12.2020, Piskin κατά Τουρκίας (33399/18), σκ. 106) και δεν θάλπει σκοπούς αντίστοιχους με αυτούς του ποινικού δικαίου (βλ. ανωτέρω σκέψη 11), γ) δεν προσιδιάζει σε ποινή του ποινικού δικαίου, δηλαδή δεν επιβάλλεται με αυτήν ούτε ποινή στερητική της ελευθερίας (κάποιας βαρύτητας) ούτε εξαιρετικά υψηλή χρηματική κύρωση. Εξάλλου, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η συμπεριφορά του υπαλλήλου που προκάλεσε ή υποβοήθησε την παρανομία (μπορεί να) συνιστά και ποινικό αδίκημα (βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ. αποφάσεις Piskin, ομοίως σκ. 106, Πελέκη, σκ. 36). Συνεπώς, το μέτρο αυτό δεν έχει ποινικό χαρακτήρα κατά την αυτοτελή έννοια του όρου στο άρθρο 4 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του (βλ. ΣτΕ 2760/2022, σκ. 11-14).

15. Επειδή, στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΔΔΑ ορίζεται ότι: «Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο έως τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του».

16. Επειδή, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, όπως παγίως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, σε περίπτωση αθώωσης του κατηγορουμένου από ποινικό δικαστήριο ή παύσης της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής, καμία εθνική αρχή, των δικαστηρίων περιλαμβανομένων, δεν δύναται να αμφισβητήσει το γεγονός ότι αυτός που κατηγορήθηκε δεν είναι ένοχος από ποινική άποψη. Τούτο δεν σημαίνει ότι η εθνική αρχή κωλύεται να διαπιστώσει ότι ο ανωτέρω ενήργησε τις πράξεις για τις οποίες είχε κατηγορηθεί (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 12.7.2013, Allen κατά Η.Β. (25424/09), Μείζονος Σύνθεσης, σκ. 124, και, ενδεικτικά από τις πολυάριθμες μεταγενέστερες, απόφαση επί του παραδεκτού (decision) της 3.11.2020, Bozkaya κατά Τουρκίας (67423/11), σκ. 23). Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία η διατύπωση της απόφασης της εθνικής αρχής – δεν πρέπει με αυτήν να δίδεται η εντύπωση ότι αμφισβητείται η μη ενοχή από ποινική άποψη (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Allen, ο.π., σκ. 126, με παράθεση περιπτωσιολογίας από τη μέχρι τότε νομολογία, και, ενδεικτικά από τις πολυάριθμες μεταγενέστερες, απόφαση της 9.3.2023, Rigolio κατά Ιταλίας (20148/09), σκ. 95).

17. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την …/…/2001 προκήρυξη του ΑΣΕΠ (τ. ΑΣΕΠ 71) προκηρύχθηκε η πλήρωση με σειρά προτεραιότητας, μεταξύ άλλων, 7 θέσεων ΠΕ Γεωπόνων στη Ν.Α. …. Ο εκκαλών συμμετείχε στον διαγωνισμό για την πλήρωση των πιο πάνω θέσεων ΠΕ Γεωπόνων, δήλωσε δε με τη σχετική από 7.2.2002 αίτηση-υπεύθυνη δήλωσή του ότι είχε πολύ καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας, αποδεικνυόμενη από πτυχίο γαλλικής γλώσσας, Certificat De Langue Francaise. Στο πλαίσιο διαδικασίας αναπλήρωσης μη αποδεχθέντος τον διορισμό υποψηφίου, ο εκκαλών διορίσθηκε σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΠΕ Γεωπόνων με την …/…2002 απόφαση του Νομάρχη … (τ. ν.π.δ.δ. …/…2002). Με την …/…2011 διαπιστωτική πράξη του Περιφερειάρχη … (Β΄ …/ …2011) μεταφέρθηκε και κατατάχθηκε αυτοδίκαια από τη Ν.Α. … σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΠΕ Γεωτεχνικών (ειδικότητα Γεωπόνων) της Περιφέρειας …, από 1.1.2011, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 255 του ν. 3852/2010. Επακολούθησε έλεγχος των δικαιολογητικών, που είχε καταθέσει ο εκκαλών κατά τη διαδικασία επιλογής και διορισμού του. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι το προσκομισθέν με αριθμό 08251 δίπλωμα γαλλικής γλώσσας Certificat De Langue Francaise δεν είναι γνήσιο, καθόσον σύμφωνα με το από 30.4.2018 απαντητικό έγγραφο του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδας, ο εκκαλών δεν είναι κάτοχος αυτού, αλλά δίπλωμα με το συγκεκριμένο αριθμό ανήκει σε άλλο πρόσωπο. Στη συνέχεια, η Περιφέρεια … με το από 15.5.2018 έγγραφό της ζήτησε από το ΑΣΕΠ να την ενημερώσει αν ο εκκαλών μοριοδοτήθηκε με βάση τον επίμαχο τίτλο γλωσσομάθειας κατά τη διαδικασία της εξέτασης της αίτησής του. Το ΑΣΕΠ με το από 26.7.2018 έγγραφό του απάντησε ότι ο αιτών κατατάχθηκε στον κύριο πίνακα του κλάδου ΠΕ Γεωπόνων και διατέθηκε προς διορισμό στη Ν.Α. …, λόγω της επικληθείσας από αυτόν στην αίτησή του πολύ καλής γνώσης της γαλλικής γλώσσας, ενώ αν δεν είχε επικαλεσθεί το προσόν αυτό δεν θα είχε διατεθεί προς διορισμό. Με το ΕΜΠ …/…2018 έγγραφο της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Διοίκησης της Περιφέρειας …, το οποίο του επιδόθηκε την ίδια ημέρα στις 11:00 π.μ., ο εκκαλών κλήθηκε σε ακρόαση την επομένη, 3.7.2018, στις 10.00΄ π.μ. Στην απόφαση περί ανάκλησης του διορισμού διαλαμβάνεται ότι ο εκκαλών προσήλθε προς ακρόαση. Εξάλλου, και η ανωτέρω υπάλληλος με το από 27.9.2022 έγγραφό της προς το Δικαστήριο βεβαιώνει ότι αυτός προσήλθε στο γραφείο της∙ βεβαιώνει, πάντως, ότι δεν συντάχθηκε πρακτικό για τα λεχθέντα κατά την ακρόαση. Ο εκκαλών, το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσης, ισχυρίζεται ότι δεν προσήλθε, δεδομένου ότι η προθεσμία ήταν μη νόμιμη και ανεπαρκής. Η καθ’ ης με την έκθεση των απόψεών της και με το από 16.11.2022 υπόμνημά της προς το Δικαστήριο βεβαιώνει ότι αυτός είχε προσέλθει προς ακρόαση. Στη συνέχεια εκδόθηκε η …/…/17.7.2018 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη … περί ανάκλησης του διορισμού του εκκαλούντος. Σύμφωνα με αυτήν, ο εκκαλών κατέθεσε τον -απαραίτητο για τον διορισμό του- προαναφερθέντα τίτλο γλωσσομάθειας, ο οποίος ήταν μη γνήσιος, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση του Γαλλικού Ινστιτούτου και το γεγονός ότι κατά την ακρόασή του δεν προέκυψαν στοιχεία που να κλονίζουν τη διαπίστωση αυτή. Στο τέλος του κειμένου της περίληψης της απόφασης που στάλθηκε στο Εθνικό Τυπογραφείο και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Γ΄ …/…2018 προστέθηκε η ακόλουθη φράση: «Ως εκ τούτου αίρεται ο χρονικός περιορισμός της ανάκλησης της διοικητικής πράξης διορισμού δεδομένου ότι η έκδοσή της προκλήθηκε από την παραπάνω ενέργεια του ιδίου και δύναται να ανακληθεί οποτεδήποτε». Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, η οποία απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση.

18. Επειδή, εξάλλου, κατόπιν διαβίβασης στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Λαμίας του ΕΜΠ …/…2018 εγγράφου της Περιφέρειας … και του σχετικού φακέλου, που αφορούσαν τη χρήση του ανωτέρω μη γνήσιου πιστοποιητικού εκ μέρους του εκκαλούντος, με την …/..2019 πράξη του Εισαγγελέα Εφετών … εγκρίθηκε η από 18.12.2019 πράξη της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών …, σύμφωνα με την οποία η υπόθεση κατά το μέρος που αφορά τη διάπραξη από τον εκκαλούντα πλαστογραφίας και χρήσης νοθευμένου εγγράφου έπρεπε να τεθεί στο αρχείο, λόγω παραγραφής. Περαιτέρω, με το …/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών … έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη κατά του εκκαλούντος, λόγω παραγραφής, για την κατηγορία ότι διέπραξε απάτη στρεφόμενη άμεσα κατά οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που προκάλεσε σε αυτούς ζημία άνω των 120.000 ευρώ και προσπόρισε σε αυτόν αντίστοιχο περιουσιακό όφελος.

19. Επειδή, προβάλλεται ότι κατόπιν της …/…2019 πράξης του Εισαγγελέα Εφετών …και του …/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών …, το Συμβούλιο της Επικρατείας οφείλει να δεχθεί την έφεση, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να ακυρώσει την πράξη ανάκλησης του διορισμού του εκκαλούντος, δυνάμει του άρθρου 4 του -κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987 (Α΄ 8)- 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), (ne bis in idem) και του άρθρου 6 παρ. 2 της -κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256)- ΕΣΔΑ (τεκμήριο της αθωότητας). Τούτο, διότι, κατά τον εκκαλούντα, η ανάκληση του διορισμού του αποτελεί «ποινή» κατά την αυτοτελή έννοια του όρου στις ανωτέρω διατάξεις, και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να δικαστεί για δεύτερη φορά για το ίδιο «ποινικό αδίκημα» ούτε να αμφισβητηθεί η αθωότητά του, η οποία προστατεύεται από το τεκμήριο της αθωότητας.

20. Επειδή, το προαναφερθέν αίτημα υποβάλλεται παραδεκτώς το πρώτον στην παρούσα δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι η πράξη του Εισαγγελέα και η απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών εκδόθηκαν μετά τη συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, το οποίο, ως εκ τούτου, δεν διέλαβε κρίση περί των αναφυομένων ζητημάτων. Είναι, όμως, αβάσιμο, διότι: Πρώτον, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στις σκέψεις 11 έως και 14, το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης του διορισμού του εκκαλούντος δεν συνιστά «ποινή» κατά την αυτοτελή έννοια του όρου στο άρθρο 4 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και, ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή δεν έλκεται σε εφαρμογή. Δεύτερον, η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, διοικητική αρχή, ανεξάρτητη από τα ποινικά δικαστήρια, εφάρμοσε τη διοικητικού δικαίου διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του ΥΚ, η οποία έχει διαφορετική διατύπωση (βλ. σκέψη 3) και διαφορετικό σκοπό (βλ. σκέψη 11) από τις διατάξεις του ποινικού δικαίου, τις οποίες εφάρμοσαν ο Εισαγγελέας Εφετών Λαμίας και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας. Η εν λόγω Περιφέρεια ζήτησε από το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας να επιβεβαιώσει την ακρίβεια του με αριθμό 08251 διπλώματος γαλλικής γλώσσας “Certificat De Langue Francaise” που είχε υποβάλει ο εκκαλών κατά τη διαδικασία επιλογής και διορισμού του, σύμφωνα δε με το από 30.4.2018 απαντητικό έγγραφο του Γαλλικού Ινστιτούτου, ο εκκαλών δεν είναι κάτοχος αυτού, αλλά δίπλωμα με το συγκεκριμένο αριθμό ανήκει σε άλλο πρόσωπο. Ακολούθως, ο Αντιπεριφερειάρχης βασιζόμενος στο ανωτέρω στοιχείο -και όχι σε στοιχεία της ποινικής δικογραφίας- ανακάλεσε τον διορισμό του. Η διατύπωση της ανακλητικής πράξης ερείδεται, όπως προαναφέρθηκε, αποκλειστικά στη διοικητικού -και όχι ποινικού- δικαίου διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του ΥΚ και με αυτήν δεν αμφισβητείται η μη ενοχή, από ποινική άποψη, του εκκαλούντος. Περαιτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Χώρας, δικάζει την παρούσα υπόθεση με βάση τους κανόνες της διοικητικής (και όχι ποινικής) δικονομίας που διέπουν τις ενώπιόν του δίκες. Επομένως, η απόρριψη του αιτήματος του εκκαλούντος ουδόλως συνιστά αμφισβήτηση της μη ενοχής του από ποινική άποψη, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 13 (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 17.12.2013, Nikolova και Vandova κατά Βουλγαρίας, 20688/04, σκ. 57∙ απόφαση επί του παραδεκτού (decision) της 5.2.2019, Engin κατά Τουρκίας (33379/10), σκ. 31-35). Συνεπώς, το εν λόγω αίτημα της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί.

21. Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως είχε προβληθεί ότι η πράξη ανάκλησης του διορισμού του εκκαλούντος αναρμοδίως εκδόθηκε από τον Αντιπεριφερειάρχη …, ενώ μόνος αρμόδιος ήταν ο Περιφερειάρχης …, διότι: Πρώτον, ο Περιφερειάρχης είναι αρμόδιος τόσο για τους διορισμούς όσο και για τις απολύσεις των υπαλλήλων της Περιφέρειας, η δε αρμοδιότητα αυτή δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε άλλο όργανο. Δεύτερον, δεδομένου ότι την πράξη διορισμού εξέδωσε ο Νομάρχης …, αρμόδιος να την ανακαλέσει είναι ο «καθολικός του διάδοχος», Περιφερειάρχης …, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45).

22. Επειδή, ο λόγος αυτός απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση με την αιτιολογία ότι με την …/…/13.7.2017 απόφαση του Περιφερειάρχη … (Β΄ …) η άσκηση των αρμοδιοτήτων του Περιφερειάρχη που αφορούν τη Διεύθυνση Διοίκησης της Περιφερειακής Ενότητας … ανατέθηκαν στον Αντιπεριφερειάρχη ….

23. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου το διοικητικό εφετείο απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως ότι αναρμοδίως ο Αντιπεριφερειάρχης … εξέδωσε την πράξη με την οποία ανακλήθηκε ο διορισμός του εκκαλούντος∙ κατ’ αυτόν μόνος αρμόδιος ήταν ο Περιφερειάρχης …, ως «καθολικός διάδοχος» του Νομάρχη … που εξέδωσε την πράξη διορισμού. Κατά τον εκκαλούντα η κρίση αυτή της εκκαλούμενης έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 3444/1998 της Ολομέλειας και 2592/1999.

24. Επειδή, με την 3444/1998 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι με τον ν. 2218/1994, με τον οποίο ιδρύθηκαν οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις (Ν.Α.) ως ο.τ.α δεύτερου βαθμού, δεν περιορίζονται οι αρμοδιότητες του Κράτους (και δη των περιφερειακών [αποκεντρωμένων] του υπηρεσιών σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχει αντίθεση του νόμου αυτού προς τις διατάξεις των άρθρων 101 και 102 του Συντάγματος. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι θα εξετάζεται εκάστοτε in concreto αν συγκεκριμένη αρμοδιότητα από τις μεταφερόμενες στις Ν.Α. ανήκει σε εκείνες οι οποίες επιτρέπεται κατά το Σύνταγμα να μεταφέρονται στους ο.τ.α. δεύτερου βαθμού (Ν.Α.) ή σε εκείνες οι οποίες ανατίθενται από το Σύνταγμα στο Κράτος ως αποκλειστικές αρμοδιότητές του (της κεντρικής ή περιφερειακής [αποκεντρωμένης] διοίκησης). Με την απόφαση 2592/1999 κρίθηκε ότι διατάξεις του Οργανισμού της Ν.Α. … με τις οποίες παρέχονται αρμοδιότητες στην εν λόγω Ν.Α. σχετικές με την εποπτεία και διοίκηση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος. Τα κριθέντα με τις αποφάσεις αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι άσχετα με τα κριθέντα με την εκκαλούμενη απόφαση όσον αφορά την αρμοδιότητα του Αντιπεριφερειάρχη …. Συνεπώς, η εκκαλούμενη απόφαση δεν έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις αυτές, διότι επέλυσε διαφορετικό νομικό ζήτημα. Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989.

25. Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι, κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. δεύτερο του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η κλήση του εκκαλούντος προς ακρόαση τού επιδόθηκε 23 ώρες -και όχι τουλάχιστον 5 ημέρες- πριν από αυτήν.

26. Επειδή, το διοικητικό εφετείο απέρριψε τον λόγο με την εξής αιτιολογία: «… ο αιτών κατά τη διενεργηθείσα στις 3.7.2018 ακρόασή του, εξέθεσε ανεπιφυλάκτως τις απόψεις του, χωρίς παράλληλα -για το λυσιτελές της προβολής του λόγου αυτού περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης (ΣτΕ 4447/2012 Ολ.)- να προσδιορίζει συγκεκριμένα τους ισχυρισμούς που δεν κατέστη δυνατόν να προβάλει επιπλέον σχετικά με τη γνησιότητα του επίμαχου ξενόγλωσσου τίτλου, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι αιτήθηκε προθεσμία για προσκόμιση στοιχείων».

27. Επειδή, προβάλλεται: Ι) Όσον αφορά την πρώτη από τις δύο επάλληλες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, ότι το διοικητικό εφετείο εσφαλμένα υπέλαβε ότι ο εκκαλών εξέθεσε τις απόψεις του, γεγονός που δεν αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο. Ο εκκαλών δεν προσήλθε να εκθέσει τις απόψεις του και, ως εκ τούτου, η Διοίκηση όφειλε να τον καλέσει εκ νέου, τηρώντας την ανωτέρω προθεσμία, να το πράξει. Επί του ζητήματος αυτού, κατά τον εκκαλούντα, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. ΙΙ. Όσον αφορά τη δεύτερη από τις δύο επάλληλες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο σχετικός λόγος ακυρώσεως προβλήθηκε αλυσιτελώς επειδή ο εκκαλών τον προέβαλε χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένα τους ισχυρισμούς που δεν κατέστη δυνατόν να προβάλει∙ αντιθέτως, κατά τον εκκαλούντα, από άλλο σημείο του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως, το οποίο αφορούσε την αρχή της αναλογικότητας, προέκυπτε ότι αυτός ισχυρίστηκε ότι ενώπιον της Διοίκησης, αν είχε κληθεί, θα είχε επικαλεστεί: «α) την πάροδο του μακρού χρονικού διαστήματος -δεκαέξι έτη- από τον διορισμό μου … β) τη δημιουργηθείσα πραγματική κατάσταση μετά την πάροδο του εξαιρετικά μεγάλου αυτού χρονικού διαστήματος, γ) τη μη επίδραση της έλλειψης του τυπικού προσόντος στην κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών, καθότι ο εν λόγω τίτλος δεν αποτελεί για εμένα αποδεικτικό των γεωπονικών γνώσεών μου και δ) τον επιτυχημένο τρόπο άσκησης των καθηκόντων μου καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας μου, όπως και την εν γένει συμπεριφορά μου εντός και εκτός υπηρεσίας». Ως προς το νομικό ζήτημα αν οι ισχυρισμοί που θα προέβαλε ο διοικούμενος ενώπιον της Διοίκησης μπορεί να συνάγονται από το σύνολο του δικογράφου και όχι αποκλειστικά από τη διατύπωση του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως περί παράβασης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, η εκκαλούμενη απόφαση έρχεται, κατά τον εκκαλούντα, σε αντίθεση με τις αποφάσεις 88 και 91/2018 του Δικαστηρίου.

28. Επειδή, σε κανένα σημείο του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως ο εκκαλών δεν είχε προβάλει όσα ισχυρίζεται με την έφεση ότι προέβαλε (βλ. στην ανωτέρω σκέψη τα εντός εισαγωγικών)∙ δεν είχε προβάλει ούτε άλλους ισχυρισμούς, οι οποίοι θα μπορούσε να θεωρηθεί, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, ότι θα ήταν αυτοί που θα είχε προβάλει ενώπιον της Διοίκησης αν είχε κληθεί προσηκόντως να εκθέσει τις απόψεις του. Επομένως το νομικό ζήτημα που επικαλείται ο εκκαλών ως προς την δεύτερη επάλληλη αιτιολογία απορρίψεως από το δικάσαν διοικητικό εφετείο του λόγου ακυρώσεως περί του δικαιώματος ακροάσεως, δεν τίθεται με βάση τα κριθέντα σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, λαμβανομένων υπ’ όψιν των προαναφερθέντων σχετικά με τη μη ύπαρξη σε κανένα σημείο του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως ισχυρισμών τους οποίους ο εκκαλών θα είχε προβάλει ενώπιον της Διοικήσεως εάν είχε κληθεί προσηκόντως να εκθέσει τις απόψεις του. Ως εκ τούτου ο λόγος έφεσης, κατά το σχετικό σκέλος, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 58 παρ. 1 εδ. δεύτερο του π.δ. 18/1989. Κατά το άλλο σκέλος του, ότι δηλαδή εσφαλμένα το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι η Διοίκηση είχε καλέσει προσηκόντως τον εκκαλούντα να εκθέσει τις απόψεις του, καθώς και ότι αυτός τις εξέθεσε, ο λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, εν πάση περιπτώσει, ως αλυσιτελής, διότι η εκκαλούμενη απόφαση έχει ως αυτοτελή επάλληλη αιτιολογία την (κατά τα προαναφερθέντα μη παραδεκτώς αμφισβητούμενη) κρίση ότι ο λόγος ακυρώσεως ήταν απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι ο εκκαλών δεν είχε εκθέσει με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως τους ισχυρισμούς που θα είχε προβάλει ενώπιον της Διοίκησης αν είχε κληθεί να εκθέσει τις απόψεις του.

29. Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του ΥΚ, η πράξη με την οποία ανακλήθηκε ο διορισμός του εκκαλούντος στερείται νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας ως προς το ότι αυτός προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία του διορισμού του. Εξάλλου, κατά τα προβληθέντα με την αίτηση ακυρώσεως, μη νομίμως σχετική αιτιολογία είχε προστεθεί στη δημοσιευθείσα στο ανωτέρω ΦΕΚ περίληψη της ανακλητικής του διορισμού πράξης, χωρίς να υπάρχει στο κείμενό της.

30. Επειδή, το διοικητικό εφετείο στη μείζονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού του (σκέψη 2) δέχθηκε ότι: «… αν έχει παρέλθει η διετία, για να είναι νόμιμη η ανακλητική πράξη απαιτείται, επιπροσθέτως, να εκφέρει η Διοίκηση κατά νόμιμη διαδικασία και με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, κρίση, σύμφωνα με την οποία ο διορισθείς προκάλεσε ή υποβοήθησε δολίως την πλάνη της Διοίκησης σε σχέση με την επιλογή του έναντι των συνυποψηφίων του (σχετ. ΣτΕ 2740/2005)». Περαιτέρω, απέρριψε τον λόγο (σκέψη 8) με την εξής αιτιολογία: «Όμως, σύμφωνα με όσα βεβαιώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και προκύπτουν από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, εφόσον ο αιτών κατέθεσε τον επίμαχο ξενόγλωσσο τίτλο για να καταταγεί στον κύριο πίνακα και να συμπεριληφθεί κατόπιν στον πίνακα διοριστέων, παρότι προφανώς γνώριζε ότι δεν ήταν κάτοχος τέτοιου νόμιμου τίτλου, συντρέχει η κατά νόμο περίπτωση άρσης του χρονικού περιορισμού ανάκλησης της πράξης διορισμού του για τον ανωτέρω λόγο. Εξάλλου, δεν απαιτείται επιπλέον στην ένδικη ανακλητική πράξη πανηγυρική διατύπωση ότι με την κατάθεση από τον ίδιο τον αιτούντα πλαστού ξενόγλωσσου τίτλου αίρεται ο διετής χρονικός περιορισμός για την ανάκληση της πράξης διορισμού του και μπορεί αυτή να ανακληθεί οποτεδήποτε».

29. Επειδή, με την έφεση προβάλλεται ότι μη νομίμως με την εκκαλούμενη κρίθηκε ότι δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία στην πράξη ανάκλησης του διορισμού ως προς το αν ο υπάλληλος προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία του διορισμού και ότι αρκεί μόνο το γεγονός ότι κατέθεσε μη γνήσιο πιστοποιητικό για τον διορισμό του. Με την κρίση αυτή η εκκαλούμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 227/2006, 2740, 2741/2005, καθώς και με τις αποφάσεις 490/1979, 19881983, 1093/1991, 1335/1991, 60/1997, 3569/1998, 1569/2001, 895/2002, 1211/2011, 2616/2012.

30. Επειδή, ο λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, κατά έννοια του άρθρου 58 παρ. 1 εδ. δεύτερο του π.δ. 18/1989, όπως ερμηνεύθηκε στη σκέψη 8, διότι με τις ανωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν διαλαμβάνεται ότι η αιτιολογία της πράξης με την οποία ανακλήθηκε ο διορισμός υπαλλήλου πρέπει να προκύπτει μόνο από το σώμα της και δεν μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου.

31. Επειδή, προβάλλεται ότι με την εκκαλούμενη απόφαση παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας. Τούτο, διότι, κατά τον εκκαλούντα, ο Αντιπεριφερειάρχης … με την ανάκληση του διορισμού του υπερέβη το αναγκαίο μέτρο, δεδομένης της υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσής του, το ευδόκιμο της υπηρεσίας του, τον διαδραμόντα χρόνο από τον διορισμό του και τη μη ανάγκη χρήσης της γαλλικής γλώσσας κατά τη εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων.

32. Επειδή, ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι προβάλλεται το πρώτον κατ’ έφεση.

33. Επειδή, συνεπώς, η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τη δικαστική δαπάνη της Περιφέρειας …, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2023

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος                     Ο Γραμματέας

Δημήτριος Μακρής                                Νικόλαος Βασιλόπουλος

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της

30ής Ιουνίου 2023.

Ο Πρόεδρος του Γ´ Τμήματος                                                   Ο Γραμματέας

Γεώργιος Τσιμέκας                                                             Αντώνιος Γεωργακόπουλος

ThanasisΣτΕ 1138-2023 ανάκληση διορισμού