Χρόνος άσκησης δικηγορίας, δεν συνυπολογίζεται για τη βαθμολογική και μισθολογική ένταξη/κατάταξη και εξέλιξη του δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3205/2003 (Α΄ 297). Προϋποθέσεις.
Αριθμός 1587/2021
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ε. Νίκα, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Β. Αραβαντινός, Ειρ. Σταυρουλάκη, Σύμβουλοι, Γ. Ζιάμος, Π. Χαλιούλιας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μπιρμπίλη.
Για να δικάσει την από 9 Οκτωβρίου 2020 αίτηση:
της Μ. Π. του Π., κατοίκου Αττικής (…………), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αριστείδη
Σφήκα (Α.Μ. 22425), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των: 1. Υπουργού Οικονομικών και 2. Υπουργού Παιδείας Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και ήδη Παιδείας και Θρησκευμάτων, οι οποίοι παρέστησαν με την Αφροδίτη Καρούκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 4734/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Π. Χαλιούλια.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό 351887544950.1123.0008/22.9.2020), ζητείται η αναίρεση της 4734/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσειούσης, μονίμου υπαλλήλου του Ελληνικού Δημοσίου, κατά της 7556/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή της αναιρεσειούσης κατά της 17100γ/Η/20.5.2009 πράξεως της Διευθύνσεως Διοικητικού του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημά της για αναγνώριση χρόνου ασκήσεως δικηγορίας ως προϋπηρεσίας για την μισθολογική της εξέλιξη κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3205/2003.
2. Επειδή, στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 53 του π. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και ήδη ισχύουν, προβλέπονται τα εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου … 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές…». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 53 του π. δ/τος 18/1989, όπως ισχύει, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων. Επομένως, επί διαφοράς, της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει το τιθέμενο εκ του νόμου όριο ή η οποία δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα αναγόμενο σε ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο δια την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, το οποίο κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και επί του οποίου, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 586/2021, 1201/2020, κ.ά.).
3. Επειδή, ο Κώδικας περί Δικηγόρων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. δ/τος 3026/1954 (Α΄ 235), ο οποίος τυγχάνει εφαρμοστέος εν προκειμένω, ενόψει του χρόνου υποβολής της αιτήσεως της αναιρεσειούσης περί αναγνωρίσεως προϋπηρεσίας (16.11.2007), ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος, διοριζόμενος διά Β. Διατάγματος και υπαγόμενος εις πειθαρχικήν εξουσίαν ασκουμένην κατά τας διατάξεις του παρόντος. Προ πάσης ασκήσεως των καθηκόντων του ο Δικηγόρος υποχρεούται να δώση τον όρκον της υπηρεσίας του ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και να εγγραφή εις το μητρώον του Δικηγορικού Συλλόγου, μεθ’ ην εγγραφήν τελειούται ο διορισμός», στο άρθρο 38 ότι: «Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος Λειτουργός δικαιούμενος σεβασμού και τιμής παρά των Δικαστηρίων και πάσης Αρχής», στο άρθρο 39, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του ν. 1366/1983 (Α΄ 1), ότι: «1. Έργο του δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και υπερασπίζει τον εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και ενώπιον κάθε αρχής και επιτροπής ειδικής δικαιοδοσίας, καθώς και των πειθαρχικών συμβουλίων, ενεργώντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα κάθε αναγκαία πράξη γι’ αυτό, καθώς και να παρέχει στον εντολέα του νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις. Η άσκηση του έργου αυτού ανήκει αποκλειστικά στο δικηγόρο. Επίσης είναι αποκλειστικό έργο του δικηγόρου η νομική επιμέλεια φορολογικών, δασμολογικών και διοικητικών γενικά υποθέσεων, καθώς και η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. 2. … 3…», στο άρθρο 62 ότι: «1. Αποβάλλει αυτοδικαίως την ιδιότητα του Δικηγόρου ο διατελών εις πάσαν έμμισθον υπηρεσίαν Δημοσίαν (Πολιτικήν ή Στρατιωτικήν), Δημοτικήν ή Κοινοτικήν ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και διαγράφεται του εις ό είναι εγγεγραμμένος μητρώου, … 2. … 3. … 4. Δικηγόρος παρ’ ώ επήλθε περίπτωσις αποβολής της ιδιότητος κατά τα εν παρ. 1 μη δηλών τούτο αμελλητί προς τον παρ’ ώ είναι εγγεγραμμένος Σύλλογον, τιμωρείται διά της ποινής του άρθρου 175 του Ποιν. Κώδικος», στο άρθρο 63 ότι: «1. Είναι ασυμβίβαστος προς το λειτούργημα του Δικηγόρου η άσκησις ετέρας επιστήμης, τέχνης ή εμπορίας και ιδία μεσιτείας, ως και πάσα εν γένει εργασία, υπηρεσία ή απασχόλησις απάδουσα εις την αξιοπρέπειαν ή ανεξαρτησίαν αυτού. 2. … 3. Είναι ασυμβίβαστος προς το Δικηγορικόν λειτούργημα πάσα έμμισθος υπηρεσία παρά φυσικώ ή νομικώ προσώπω. 4. Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται εις τον Δικηγόρον α) η επί παγία ετησία ή μηνιαία αμοιβή παροχή καθαρώς νομικών εργασιών είτε ως Δικαστικού ή Νομικού Συμβούλου, είτε ως Δικηγόρου και β) η διδασκαλία μαθημάτων νομικών ή πολιτικών επιστημών. 5. Απαγορεύεται η συμφωνία περί παροχής νομικών υπηρεσιών επί παγία περιοδική αμοιβή υπό προθεσμίαν. Τοιαύτη υπό προθεσμίαν σύμβασις και προ του Κώδικος γενομένη, θεωρείται ως αορίστου χρόνου … 6…» και στο άρθρο 63Α, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1093/1980 (Α΄ 270) και, στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του ν. 1366/1983, ότι: «1. Απαγορεύεται στο δικηγόρο να παρέχει νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή σε περισσότερους από έναν εντολείς, είτε αυτοί ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65/Α), είτε ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης απαγορεύεται στο δικηγόρο στον οποίο ανατίθενται αποκλειστικά ή συστηματικά υποθέσεις από εντολέα του δημόσιου τομέα ή που λαμβάνει πάγια περιοδική αμοιβή απ’ αυτόν να αναλαμβάνει υποθέσεις και από άλλο εντολέα του τομέα αυτού. 2. … 3. … 4. Δικηγόρος που έχει συμπληρώσει α) το 65ο έτος της ηλικίας του ή β) τις προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη σύνταξη από το Ταμείο Νομικών, δεν επιτρέπεται εφεξής να προσληφθεί για να παρέχει τις νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες του με πάγια περιοδική αμοιβή σε οποιοδήποτε εντολέα. Το 65ο έτος θεωρείται ότι έχει συμπληρωθεί την 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους. 5. … 6. … 7. … 8. … 9. … 10. Συμβάσεις παροχής νομικών ή δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή, που θα συναφθούν μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος άρθρου κατά παράβαση των απαγορεύσεων των παραγράφων 1, 2 και 4, είναι αυτοδίκαια άκυρες. Υφιστάμενες τέτοιες συμβάσεις … λύνονται αυτοδικαίως … 11…». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι δικηγόροι, παρά τον χαρακτηρισμό τους με το άρθρο 1 του Δικηγορικού Κώδικα ως αμίσθων δημοσίων υπαλλήλων, ο οποίος έγινε για να τονισθεί ο δημόσιος χαρακτήρας του λειτουργήματός τους, ασκούν ελευθέριο επάγγελμα και, ως εκ τούτου, δεν συνδέονται προς τον εντολέα τους, ασχέτως εάν είναι το Κράτος ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με υπαλληλική σχέση ή με σχέση εξηρτημένης εργασίας, αλλά, πάντοτε, με σχέση εντολής του ιδιωτικού δικαίου ελευθέρως ανακλητή, έστω και αν παρέχουν τις υπηρεσίες τους με παγία αντιμισθία, η δε παροχή νομικών συμβουλών από δικηγόρο δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει αντικείμενο συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας (ΣτΕ 2244/1970 Ολομελείας, 4632/1987, 3770/2002, 3690/2009 Ολομελείας σκέψη 15, 3299/2014 Ολομελείας σκέψη 19, 3372/2015 Ολομελείας σκέψη 11).
4. Επειδή, περαιτέρω, ο Κώδικας Καταστάσεως Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (Α΄ 26), ορίζει στο άρθρο 34 ότι: «Η ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του δικηγόρου, εκτός αν ειδικές διατάξεις ορίζουν διαφορετικά», στο άρθρο 147 ότι: «Η υπαλληλική σχέση λύεται με το θάνατο, την αποδοχή της παραίτησης, την έκπτωση και την απόλυση του υπαλλήλου», στο άρθρο 152 ότι: «Ο υπάλληλος απολύεται μόνο για τους επόμενους λόγους: α) … β) … γ) … δ) συμπλήρωση ορίου ηλικίας και τριακονταπενταετίας, ε)…» και στο άρθρο 155 ότι: «1. Ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του. 2. Κατ’ εξαίρεση ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του και τριάντα πέντε (35) ετών πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας. Αν ο υπάλληλος, κατά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του δεν έχει συμπληρώσει τριάντα πέντε (35) ετών πραγματική και συντάξιμη δημόσια υπηρεσία, παρατείνεται η παραμονή του στην υπηρεσία έως τη συμπλήρωση της υπηρεσίας αυτής και πάντως όχι πέραν του 67ου έτους της ηλικίας του. 3. Ως ημέρα γέννησης, για την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων, θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης. 4. Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία θεωρείται κάθε υπηρεσία που έχει παρασχεθεί στο Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή που αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία με βάση ειδικές διατάξεις. Ο χρόνος στράτευσης πριν από την έναρξη της υπαλληλικής σχέσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας».
5. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 15 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297) ορίζονται τα εξής: «1. Ως υπηρεσία για την εξέλιξη των υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια … λαμβάνεται υπόψη: α. Η υπηρεσία που προσφέρεται στο Δημόσιο, σε Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου. β. … γ. Κάθε πραγματική και συντάξιμη δημόσια υπηρεσία που υπολογίζεται για τη συμπλήρωση της 35ετίας, ανεξάρτητα από το φορέα που έχει προσφερθεί. δ. … ε. Κάθε προϋπηρεσία, που από ισχύουσες διατάξεις αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία στις θέσεις που υπηρετούν. στ. … ζ. … η. … θ. … ι. … ια. … 2. Δεν υπολογίζεται για μισθολογική εξέλιξη: α. … β. … γ. … δ. … ε. Η προϋπηρεσία σε Ν.Π.Ι.Δ. … και στον ιδιωτικό τομέα εν γένει. στ. … 3. … 4. Απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση των ανωτέρω προϋπηρεσιών, είναι να μην έχουν χρησιμοποιηθεί για τη χορήγηση καμίας άλλης οικονομικής παροχής … Σε κάθε περίπτωση αναγνώρισης προϋπηρεσίας για μισθολογική εξέλιξη, τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής δεν μπορεί να ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της υποβολής όλων των κατά νόμο απαιτούμενων δικαιολογητικών».
6. Επειδή, όπως συνάγεται από τις παρατεθείσες ανωτέρω διατάξεις των περιπτώσεων γ’ και ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 3205/2003, απαραίτητη προϋπόθεση για τον συνυπολογισμό, σύμφωνα με τις περιπτώσεις αυτές, ορισμένης προϋπηρεσίας, προκειμένου για την εξέλιξη των υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια και την χορήγηση επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, είναι η εν λόγω προϋπηρεσία να συνιστά «πραγματική δημόσια υπηρεσία», όπως την ορίζει, εξειδικεύοντας τον όρο, το άρθρο 155 παρ. 4 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007), δηλαδή, να έχει παρασχεθεί στον εν στενή εννοία δημόσιο τομέα (Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως) με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή να αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία με βάση ειδικές διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 1886/2005 Ολομελείας, 1823/2010, 1577/2012, 3402/2012, 3281/2013, 105/2015). Τέτοια προϋπηρεσία, όμως, δεν συνιστά ο χρόνος ασκήσεως δικηγορίας εκ μέρους του υπαλλήλου, προ του διορισμού του, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, οι δικηγόροι, ως εκ της φύσεως του λειτουργήματός τους, ουδέποτε συνδέονται προς τον εντολέα τους με υπαλληλική σχέση ή με σχέση εξηρτημένης εργασίας, αλλ’ αποκλειστικώς με σχέση εντολής του ιδιωτικού δικαίου ελευθέρως ανακλητή, έστω και αν παρέχουν τις υπηρεσίες τους με παγία αντιμισθία. Δεν αρκεί δε, για τον εν λόγω συνυπολογισμό, το ότι η άσκηση δικηγορίας μπορεί, ενδεχομένως, αναλόγως της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας, να λογίζεται ως συντάξιμη, εφόσον, πάντως, δεν αποτελεί και «δημόσια υπηρεσία», κατά το ανωτέρω άρθρο 155 παρ. 4 του Υπαλληλικού Κώδικα. Εξάλλου, ο χρόνος ασκήσεως δικηγορίας δεν μπορεί να αναγνωρισθεί ως προϋπηρεσία του υπαλλήλου ούτε για την βαθμολογική ένταξη και εξέλιξή του, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Υπαλληλικού Κώδικα, η εν λόγω προϋπηρεσία πρέπει να αποτελεί «πραγματική δημόσια υπηρεσία», ως τέτοια δε νοείται, κατά την παράγραφο 2 της ανωτέρω διατάξεως, «…κάθε υπηρεσία που έχει παρασχεθεί στο Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε Ο.Τ.Α., με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που, με βάση ειδικές διατάξεις, αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για βαθμολογική εξέλιξη».
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα, μόνιμος υπάλληλος της Διευθύνσεως Πρωτοβαθμίου Εκπαιδεύσεως Νομού Σάμου, κλάδου ΠΕ1 Διοικητικού, ζήτησε, με την 3037/16.11.2007 αίτησή της, να αναγνωρισθεί ο χρόνος ασκήσεως δικηγορίας, από μέρους της, ως προϋπηρεσία, για την μισθολογική της εξέλιξη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3205/2003. Συγκεκριμένα, ζήτησε να της αναγνωρισθεί συνολική προϋπηρεσία 15 ετών, 8 μηνών και 9 ημερών, κατά την οποία υπήρξε, αρχικώς, ασκουμένη δικηγόρος (από 8.6.1990 έως 26.6.1992, ήτοι 2 έτη και 18 ημέρες) και, στη συνέχεια, δικηγόρος (από 26.6.1992 έως 17.2.2006, ήτοι 13 έτη, 7 μήνες και 21 ημέρες) στο Πρωτοδικείο Σάμου, συνυπέβαλε δε και τα σχετικά πιστοποιητικά του Δικηγορικού Συλλόγου Σάμου. Η αίτησή της απορρίφθηκε με την 17100γ/Η/20.5.2009 πράξη της Διευθύνσεως Διοικητικού του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την αιτιολογία ότι ο χρόνος ασκήσεως δικηγορίας δεν αναγνωρίζεται για μισθολογική εξέλιξη, καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 3205/2003. Τα διοικητικά δικαστήρια της ουσίας έκριναν ότι η εν λόγω απόφαση ήταν νόμιμη, δεδομένου ότι, κατά την έννοια των παρατεθεισών ανωτέρω διατάξεων του ν.δ/τος 3026/1954, οι δικηγόροι, παρά τον χαρακτηρισμό τους ως αμίσθων δημοσίων υπαλλήλων, ο οποίος έγινε για να τονισθεί ο δημόσιος χαρακτήρας του λειτουργήματός τους, ασκούν ελευθέριο επάγγελμα και, ως εκ τούτου, δεν συνδέονται με υπαλληλική σχέση με το Δημόσιο ή με νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά μόνον με σχέση εντολής· ενόψει δε τούτου, ο χρόνος ασκήσεως δικηγορίας εκ μέρους του υπαλλήλου, προ του διορισμού του, δεν μπορεί να συνυπολογισθεί ως προϋπηρεσία για την μισθολογική του εξέλιξη, δεδομένου ότι απαραίτητη κατά τον ν. 3205/2003 προϋπόθεση για τον συνυπολογισμό ορισμένης προϋπηρεσίας, προκειμένου για την εξέλιξη των υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια, είναι η εν λόγω προϋπηρεσία να συνιστά «πραγματική δημόσια υπηρεσία», δηλαδή, να έχει παρασχεθεί στον εν στενή εννοία δημόσιο τομέα (Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως) με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, προϋπόθεση, επομένως, η οποία δεν συντρέχει επί υπαλλήλου, όπως η αναιρεσείουσα, ο οποίος πριν από τον διορισμό του είχε υπάρξει για ορισμένο χρόνο δικηγόρος, μέλος Δικηγορικού Συλλόγου.
8. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 9.10.2020 και, επομένως, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3900/2010, η δε δι’ αυτής αγομένη κατ’ αναίρεση διαφορά, ως αφορώσα αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας για την μισθολογική εξέλιξη της αναιρεσείουσας υπαλλήλου, δεν έχει χρηματικό αντικείμενο (ΣτΕ 1201/2020, 1502/2018). Ως λόγος αναιρέσεως προβάλλεται ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο ερμήνευσε εσφαλμένως τις διατάξεις των περιπτώσεων γ’ και ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 3205/2003, σε συνδυασμό με τις παρατεθείσες ανωτέρω διατάξεις του Δικηγορικού Κώδικα. Κατά την αναιρεσείουσα, έπρεπε να είχε γίνει δεκτό ότι η προϋπηρεσία υπαλλήλου ως δικηγόρου έχει τον χαρακτήρα «πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας» και, επομένως, ο χρόνος ασκήσεως δικηγορίας πρέπει να συνυπολογίζεται για την μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου κατά τις διατάξεις των περιπτώσεων γ’ και ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 3205/2003, η αντίθετη δε ερμηνευτική εκδοχή -που υιοθέτησε η προσβαλλομένη απόφαση- αντιβαίνει προς την γενική αρχή της ισότητας, την επαγγελματική ελευθερία και την αρχή της ισότητας στην εργασία (άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, αντιστοίχως), καθώς και προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων (άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), δεδομένου ότι συνεπάγεται άνιση μισθολογική μεταχείριση των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι έχουν προϋπηρεσία στην άσκηση δικηγορίας, έναντι των συναδέλφων τους, των οποίων η προϋπηρεσία διηνύθη στον εν στενή εννοία δημόσιο τομέα, χωρίς να συντρέχει, συναφώς, κάποιος υπέρτερος λόγος δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εν λόγω διάκριση. Προς θεμελίωση του παραδεκτού κατ’ άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι επί του κρισίμου ως άνω νομικού ζητήματος δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται βασίμως και, συνεπώς, ο ανωτέρω λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς, πρέπει, όμως, περαιτέρω, να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, κατά την έννοια των διατάξεων των περιπτώσεων γ’ και ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 3205/2003, απαραίτητη προϋπόθεση για τον συνυπολογισμό, σύμφωνα με τις περιπτώσεις αυτές, ορισμένης προϋπηρεσίας, προκειμένου για την εξέλιξη των υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια και την χορήγηση επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, είναι η εν λόγω προϋπηρεσία να συνιστά «πραγματική δημόσια υπηρεσία», όπως την ορίζει, εξειδικεύοντας τον όρο, το άρθρο 155 παρ. 4 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007), δηλαδή, να έχει παρασχεθεί στον εν στενή εννοία δημόσιο τομέα (Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως) με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή να αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία με βάση ειδικές διατάξεις. Τέτοια προϋπηρεσία, όμως, δεν συνιστά ο χρόνος ασκήσεως δικηγορίας εκ μέρους του υπαλλήλου, προ του διορισμού του, δεδομένου ότι οι δικηγόροι, ως εκ της φύσεως του λειτουργήματός τους, ουδέποτε συνδέονται προς τον εντολέα τους με υπαλληλική σχέση ή με σχέση εξηρτημένης εργασίας, αλλ’ αποκλειστικώς με σχέση εντολής του ιδιωτικού δικαίου ελευθέρως ανακλητή, έστω και αν παρέχουν τις υπηρεσίες τους με παγία αντιμισθία. Εξάλλου, η ανωτέρω ρύθμιση δεν συνιστά αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση των δημοσίων υπαλλήλων με προϋπηρεσία στην άσκηση δικηγορίας έναντι των συναδέλφων τους που έχουν προϋπηρεσία στον εν στενή εννοία δημόσιο τομέα, δεδομένου ότι πρόκειται περί διαφορετικών κατηγοριών υπαλλήλων, των οποίων η προϋπηρεσία έχει διανυθεί υπό εντελώς διαφορετικούς όρους και συνθήκες. Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο
ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Σεπτεμβρίου 2021 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Ε. Νίκα Π. Μπιρμπίλη