Aυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας, λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης: αντίθετη, υπό προϋποθέσεις, στο άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α.
ΣτΕ Γ΄ 7μ 1869/2020
Οι διατάξεις του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., δεν αποκλείουν από την έννοια της «ιδιωτικής ζωής» δραστηριότητες επαγγελματικής ή επιχειρηματικής φύσεως, όπως είναι η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Ωστόσο, για να είναι σύμφωνη με την παρ. 2 του παραπάνω άρθρου μία επέμβαση ή ένας περιορισμός στην άσκηση μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, όπως το δικηγορικό επάγγελμα, πρέπει οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες τελούν να προβλέπονται στο νόμο, με την έννοια ότι πρέπει να ευρίσκουν έρεισμα σε υφιστάμενη διάταξη νόμου με επαρκώς σαφές και συγκεκριμένο περιεχόμενο, η οποία να επιτρέπει στο φορέα του δικαιώματος να εκτιμήσει εκ των προτέρων, αναλόγως των περιστάσεων, τις συνέπειες των ενεργειών ή της συμπεριφοράς του.
Εν προκειμένω, οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων, ο οποίος ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο τέλεσης του ποινικού αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αιτών, δεν περιελάμβαναν το αδίκημα της ψευδορκίας μεταξύ αυτών που αποτελούσαν κώλυμα διορισμού του αιτούντος ως δικηγόρου και, αντιστοίχως, λόγο αυτοδίκαιης αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας, το αδίκημα δε αυτό περιελήφθη στην παραπάνω κατηγορία με τον μεταγενέστερο Κώδικα Δικηγόρων, που τέθηκε σε ισχύ στις 27.9.2013. Έτσι, ο επίμαχος σοβαρός περιορισμός της επαγγελματικής ελευθερίας του αιτούντος, ο οποίος τίθεται πράγματι χάριν του δημοσίου συμφέροντος, δεν προβλεπόταν στον Κώδικα περί Δικηγόρων ως απόρροια του συγκεκριμένου αδικήματος της ψευδορκίας, όταν την διέπραξε ο αιτών, με αποτέλεσμα να μην είναι και ο ίδιος σε θέση τότε να προβλέψει τις συνέπειες της τέλεσης αυτού του αδικήματος στην επαγγελματική του ζωή. Με τα δεδομένα αυτά, η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας του αιτούντος λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης δεν αποτελεί μεν μέτρο «ποινικής» φύσης και δεν τυγχάνουν σε αυτό εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, του άρθρου 7 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. καθώς και του άρθρου 4 παρ. 1 του εβδόμου (7ου) Πρωτοκόλλου της εν λόγω Σύμβασης, όμως, το επίμαχο μέτρο έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 8 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και, ειδικότερα, προς την ανάγκη προβλεψιμότητας του σοβαρού αυτού περιορισμού της επαγγελματικής ελευθερίας και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιβάλλεται, με την έννοια ότι η διάπραξη του αδικήματος της ψευδορκίας, το οποίο, καθιστάμενο αμετάκλητο, οδηγεί αυτοδικαίως σε απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας, δεν είχε προβλεφθεί σε διάταξη νόμου ως προϋπόθεση του επίμαχου περιορισμού κατά τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος. Ενόψει των ανωτέρω, κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία έχει ως έρεισμα τις διατάξεις του ν. 4194/2013, δεν εκδόθηκε νομίμως, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, και πρέπει να ακυρωθεί. Μειοψήφησε μία Σύμβουλος που δέχθηκε ότι η πράξη αυτή, ερειδόμενη στις παραπάνω διατάξεις, είναι νόμιμη, διότι με αυτές επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στην ομαλή λειτουργία της Δικαιοσύνης, με την άσκηση της δικηγορίας από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα.
Το Δικαστήριο επεσήμανε, τέλος, ότι είναι διάφορο το ζήτημα ότι η διάπραξη του παραπάνω αδικήματος της ψευδορκίας αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα τόσο κατά τον ισχύοντα, όσο και κατά τον προϊσχύσαντα κώδικα περί δικηγόρων, και δεν αποκλείει την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων εις βάρος του αιτούντος.