ΣτΕ 222-2019 ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΌΤΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

Εκπαιδευτικοί – Αποχώρηση υπαλλήλων με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας – Δεν παραβιάζονται υπερκείμενες διατάξεις – Αρχή αναλογικότητας -. Η αποχώρηση των υπαλλήλων – περιλαμβανομένων των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης – με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους και 35ετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας καθιερώνει διαφορετική μεταχείριση, βασιζόμενη άμεσα στην ηλικία, σε βάρος των υπαλλήλων αυτών υπέρ αφ’ ενός μεν των υπαλλήλων που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους, αφ’ ετέρου δε των υπαλλήλων που αποχωρούν με τη συμπλήρωση του 65ου έτους. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν συνιστά απαγορευόμενη διάκριση, διότι εξυπηρετεί θεμιτούς σκοπούς, ήτοι: α) την ισόρροπη ηλικιακή διάρθρωση εντός της δημόσιας υπηρεσίας και β) τη διευκόλυνση της πρόσβασης των νέων σε ορισμένο επάγγελμα ή σε ορισμένη δημόσια υπηρεσία.

Οι ανωτέρω στόχοι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά με ηπιότερα μέσα. Τα όρια ηλικίας για την αποχώρηση των υπαλλήλων είναι, κατ’ αρχήν, εύλογα, διότι επιτρέπουν τη μακρόχρονη σταδιοδρομία στην υπηρεσία, στην περίπτωση της αποχώρησης των υπαλλήλων με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους υπό την προϋπόθεση της συμπλήρωσης 35ετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας. Με τον τρόπο αυτόν, αφ’ ενός εξυπηρετούνται κατά μείζονα λόγο, οι ανωτέρω σκοποί, αφ’ ετέρου επιτρέπεται στους υπαλλήλους να σταδιοδρομήσουν επί ικανό χρονικό διάστημα και να λάβουν σύνταξη. Οι σχετικές διατάξεις δεν είναι αντίθετες στην Οδηγία 2000/78/ΕΚ ούτε στα άρθρα 21 και 15 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στα άρθρα 2 § 1, 4 § 1, 5 § 1 και 22 του Συντάγματος ή στα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, διότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις κατοχυρώνουν δικαίωμα σε υφιστάμενη κατά το ισχύον εθνικό δίκαιο περιουσία και όχι δικαίωμα κτήσης περιουσίας ή μελλοντικού εισοδήματος, εκτός αν έχει ήδη παρασχεθεί εργασία ή είναι αυτό οριστικά πληρωτέο.

Αριθμός 222/2019

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Νοεμβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Γ. Ποταμιάς, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή Προέδρου, που είχαν κώλυμα, Γ. Τσιμέκας, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Σύμβουλοι, Δ. Βανδώρος, Ε. Μελισσαρίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Α. Γεωργακόπουλος.

Για να δικάσει την από 8 Νοεμβρίου 2017 έφεση:

της ………. η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Κωνσταντία Καζά (Α.Μ. 8070), που τη διόρισε στο ακροατήριο, κατά του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Χαράλαμπο Τσόγκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και

κατά της υπ’ αριθμ. 1651/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Βανδώρου.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (17355656395801080050/2017 ηλεκτρονικό παράβολο).

2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 1651/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας εκπαιδευτικού κατά της 6274/18.3.2014 πράξης του Διευθυντή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Α΄ Αθήνας (Γ΄ 966/24.7.2014), με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής της σχέσης, λόγω συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας της και τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007).

3. Επειδή, στην οδηγία 2000/78/ΕΚ «για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία» (EE L 303/2.12.2000) ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 1. Σκοπός. Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη. Άρθρο 2. Η έννοια των διακρίσεων. 1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1: α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν, την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο, β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια, εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου (…) μιας ορισμένης ηλικίας (…) σε σχέση με άλλα άτομα, εκτός εάν, ι) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία ή, ιι) για τα πρόσωπα με κάποιο μειονέκτημα, ο εργοδότης ή κάθε πρόσωπο ή οργανισμός έναντι του οποίου ισχύει η παρούσα οδηγία, υποχρεούται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να λάβει κατάλληλα μέτρα, ανταποκρινόμενα στην αρχή που θέτει το άρθρο 5, με σκοπό την εξάλειψη των μειονεκτημάτων που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική. Άρθρο 3. Πεδίο εφαρμογής. 1. Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων, όσον αφορά α) … β) … γ) τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών, δ) … 2. … 4. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ένοπλες δυνάμεις, στο βαθμό που αφορά τις διαφορές μεταχείρισης λόγω ειδικής ανάγκης ή ηλικίας. Άρθρο 4. Επαγγελματικές απαιτήσεις. 1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση ανάλογη. 2 … Άρθρο 5. … Άρθρο 6. Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας. 1. Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, αντικειμενικά και λογικά, από έναν θεμιτό σκοπό, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζόμενους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, β) τον καθορισμό ελαχίστων ορίων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση, γ) τον καθορισμό ανωτάτου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση …». Αντίστοιχες διατάξεις περιλαμβάνουν τόσο ο ν. 3304/2005 (Α´ 16), με τον οποίο η οδηγία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη, όσο και ο μεταγενέστερος ν. 4443/2016 (Α´ 232), με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του οποίου καταργήθηκε ο ν. 3304/2005, στη δε παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίστηκε ότι οι σχετικές διατάξεις του νόμου (το μέρος Α´ αυτού) εφαρμόζονται σε εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούν παραβάσεις του ν. 3304/2005. 4. Επειδή, στο άρθρο 155 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ΥΚ – ν. 3528/2007, A΄ 26), όπως η παράγραφος 2 διαμορφώθηκε με την παρ. 1 εδ. β΄ του άρθρου 33 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), με την οποία καταργήθηκε το εδάφιο β΄ αυτής, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο 10 παρ. 19 εδ. α΄ του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), ορίζονται τα εξής: «1. Ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του. 2. Κατ’ εξαίρεση ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του και τριάντα πέντε (35) ετών πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας». 5. Επειδή, σκοποί της ανωτέρω διάταξης κατά το μέρος που προβλέπει ως κανόνα την αποχώρηση των υπαλλήλων με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους, είναι: α) η δημιουργία μίας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης μεταξύ των νεότερων και πρεσβύτερων δημόσιων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων ν.π.δ.δ., η οποία επιτρέπει τη μεταφορά της εμπειρίας των πρεσβύτερων στους νεότερους και τη μετάδοση από τους νεότερους των γνώσεων που έχουν αποκτήσει πρόσφατα, προς όφελος της αποτελεσματικής λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών και β) η διευκόλυνση της πρόσβασης των νέων σε θέσεις υπαλλήλων, η οποία, σε συνδυασμό με αντίστοιχες διατάξεις σε άλλους τομείς, μπορεί να συμβάλλει στην απασχόληση των νέων. Ειδικά όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς η δημιουργία μίας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης μεταξύ των νεότερων και των πρεσβύτερων εξυπηρετεί και την καλύτερη παροχή εκπαίδευσης στους μαθητές, οι οποίοι θα ωφελούνται τόσο από την εμπειρία και το βάθος της γνώσης των μεγαλύτερων σε ηλικία εκπαιδευτικών όσο και από τις γνώσεις που έχουν αποκτήσει πρόσφατα οι νεότεροι, αλλά και από τη διαφορετική ενδεχομένως προσέγγιση των εκπαιδευτικών ενόψει της ηλικίας τους ως προς ορισμένα ζητήματα. Εξάλλου, η κατ’ εξαίρεση πρόβλεψη της αποχώρησης των υπαλλήλων με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους υπό την προϋπόθεση της συμπλήρωσης τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας, εξυπηρετεί κατά μείζονα λόγο τους πιο πάνω σκοπούς, επιτρέποντας ταυτοχρόνως στους υπαλλήλους να σταδιοδρομήσουν επί ικανό χρονικό διάστημα και να λάβουν σύνταξη. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης, οι οποίοι καταλαμβάνονται από τις διατάξεις αυτές του ΥΚ.

6. Επειδή, η πιο πάνω διάταξη, κατά το μέρος που προβλέπει την αποχώρηση των υπαλλήλων -περιλαμβανομένων των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης- με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους και τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας καθιερώνει διαφορετική μεταχείριση βασιζόμενη άμεσα στην ηλικία σε βάρος των υπαλλήλων αυτών υπέρ αφενός μεν των υπαλλήλων που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους, αφετέρου δε των υπαλλήλων που αποχωρούν με τη συμπλήρωση του 65ου έτους, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 στοιχείο α΄ της οδηγίας 2000/78/ΕΚ (βλ. ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις της 16.10.2007, C-411/05, Palacios de la Villa, Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης, σκ. 51, της 13.9.2001, C-447/09, Prigge, Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης, σκ. 43-45, της 21.7.2011, C-159/10 και 160/10, Fuchs και Kohler, σκ. 34, κ.ά.). Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της οδηγίας, η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν συνιστά απαγορευόμενη διάκριση εάν δικαιολογείται από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξή του είναι πρόσφορα και αναγκαία (βλ. ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις Fuchs και Kohler, ε.α., σκ. 36, της 5.7.2012, C-141/11, Hornfeldt, σκ. 21 – 22, της 6.11.2012, C-286/12, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 55 – 56 κ.ά.). Κατά την εξέταση της αναγκαιότητας του μέτρου πρέπει να εκτιμάται και η ζημία που προκαλεί στους θιγόμενους σε σχέση με τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται για το κοινωνικό σύνολο (βλ. ΔΕΕ (ΔΕΚ) της 12.10.2010, C-45/09, Rosenbladt, Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης, σκ. 73, Hornfeldt, ε.α., σκ. 38). Όπως έχει ήδη κριθεί, όλοι οι ανωτέρω σκοποί (βλ. προηγούμενη σκέψη), που δικαιολογούν την πρόβλεψη της αποχώρησης των υπαλλήλων με τη συμπλήρωση του 60ού έτους, είναι θεμιτοί σκοποί, που δικαιολογούν, καταρχήν, τη διαφορετική μεταχείριση με κριτήριο την ηλικία, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της οδηγίας. Ειδικότερα, τέτοιους θεμιτούς σκοπούς αποτελούν οι στόχοι: α) μίας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης εντός της δημόσιας υπηρεσίας (βλ. ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις Fuchs και Kohler, ε.α., σκ. 48 – 50, της 18.11.2010, C-250/09 και C-268/09, Georgiev, σκ. 45) και β) της διευκόλυνσης της πρόσβασης των νέων σε ορισμένο επάγγελμα ή σε ορισμένη δημόσια υπηρεσία (βλ. ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις Fuchs και Kohler, ε.α., σκ. 50, για τους εισαγγελείς, Georgiev, ε.α., σκ. 45, για τους καθηγητές πανεπιστημίου, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, ε.α., σκ. 62, για τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς και τους συμβολαιογράφους). Ειδικότερα όσον αφορά την προσφορότητα του μέτρου, τούτο είναι πρόσφορο για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων που επιδιώκουν οι ρυθμίσεις που το καθιερώνουν, αφού η θέσπιση ανώτατου ορίου ηλικίας για την αποχώρηση των υπαλλήλων από τη δημόσια υπηρεσία εξυπηρετεί τους στόχους αυτούς και μπορεί να συμβάλλει στην υλοποίησή τους, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας και από το γεγονός ότι αποτελεί τον κανόνα τόσο στην Ελλάδα, όσο και στα περισσότερα κράτη μέλη της Ε.Ε. Όσον αφορά στην αναγκαιότητα των ρυθμίσεων και τη στάθμιση της βλάβης των υπαλλήλων που υφίστανται την ανωτέρω διαφορετική μεταχείριση και του οφέλους του κοινωνικού συνόλου, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα: α) ότι οι ανωτέρω στόχοι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά με ηπιότερα μέσα, β) ότι τα όρια ηλικίας για την αποχώρηση των υπαλλήλων είναι, καταρχήν, εύλογα, διότι επιτρέπουν τη μακρόχρονη σταδιοδρομία στην υπηρεσία, γ) ότι, επιπλέον, στην περίπτωση της αποχώρησης των υπαλλήλων με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους υπό την προϋπόθεση της συμπλήρωσης τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας, αφενός εξυπηρετούνται κατά μείζονα λόγο οι πιο πάνω σκοποί, αφετέρου επιτρέπεται στους υπαλλήλους να σταδιοδρομήσουν επί ικανό χρονικό διάστημα και να λάβουν σύνταξη, δ) η υποχρεωτική αποχώρηση των υπαλλήλων από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης ορίου ηλικίας είτε αυτοτελώς, είτε υπό την πρόσθετη προϋπόθεση της συμπλήρωσης τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας, προβλεπόταν από όλους τους υπαλληλικούς κώδικες (βλ. άρθρα 189 του ν. 1811/1951 (Α´ 141), 264 του π.δ. 611/1977 (Α´ 198) και 156 του ν. 2683/1999, Α´ 19). Υπό τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις θεσπίζουν μέτρα τα οποία δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων. Τέλος, οι εθνικές αρχές έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης τόσο ως προς τον καθορισμό τού προς επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού, όσο και ως προς την επιλογή των μέτρων, με τα οποία μπορεί αυτός να υλοποιηθεί (βλ. ΔΕΕ (ΔΕΚ) απόφαση Hornfeldt, ε.α., σκ. 32), και, ως εκ τούτου, η οικεία νομοθεσία μπορεί να τροποποιείται προκειμένου να επιτευχθούν διαφορετικοί σκοποί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι προηγούμενες ρυθμίσεις ήταν αντίθετες στην οδηγία (βλ. ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις Palacios de la Villa, ε.α., σκ. 70, Fuchs και Kohler, ε.α., σκ. 95 – 97). Συνεπώς, το γεγονός ότι με το άρθρο 59 παρ. 1 και 2 του ν. 4369/2016 (Α´ 33) προβλέφθηκε ότι οι υπάλληλοι απολύονται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους, χωρίς περαιτέρω διακρίσεις, ουδόλως μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη συμφωνία προς την οδηγία των προγενέστερων και εν προκειμένω επίμαχων ρυθμίσεων. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 του ΥΚ, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης πράξης, δεν αντίκειται στην οδηγία 2000/78/ΕΚ και στους ν. 3304/2005 και 4443/2016. Η ερμηνεία και εφαρμογή αυτή της οδηγίας προφανώς δεν έρχεται σε αντίθεση προς τα άρθρα 21 και 15 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα οποία κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας και το δικαίωμα στην εργασία, αντίστοιχα. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης των δικαιωμάτων αυτών από την επίμαχη διάταξη (βλ. σχετ. απόφαση ΔΕΕ της 13.11.2014, C-416/13, Vital Perez, σκ. 24-25).

7. Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η επίμαχη διάταξη εξυπηρετεί τους προαναφερθέντες σκοπούς, χωρίς να είναι προδήλως απρόσφορη, μη αναγκαία ή δυσανάλογη και χωρίς να εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση ανάμεσα στους υπαλλήλους που αποχωρούν με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους για τον λόγο ότι έχουν συμπληρώσει τριακονταπενταετή πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία και αυτούς που αποχωρούν με τη συμπλήρωση του 65ου έτους για τον λόγο ότι δεν έχουν συμπληρώσει την ανωτέρω τριακονταπενταετή υπηρεσία· συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 22 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τον σεβασμό και την προστασία της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, τις αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας, το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και το κοινωνικό δικαίωμα της εργασίας, αντίστοιχα.

8. Επειδή, η επίμαχη διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α´ 256), διότι οι διατάξεις αυτές κατοχυρώνουν δικαίωμα σε υφιστάμενη κατά το ισχύον εθνικό δίκαιο περιουσία και όχι δικαίωμα κτήσης περιουσίας ή μελλοντικού εισοδήματος, εκτός αν έχει ήδη παρασχεθεί εργασία ή είναι αυτό οριστικά πληρωτέο (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 25.9.2018, Denisov κατά Ουκρανίας (76639/11), Μείζονος Σύνθεσης, σκ. 137 με περαιτέρω παραπομπές, ΣτΕ 910/2016, σκ. 6, 10, 121/2012, σκ. 4 κ.ά.).

9. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την 6274/18.3.2014 πράξη του Διευθυντή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Α΄ Αθήνας (Γ΄ 966/24.7.2014) διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής σχέσης της εκκαλούσας, εκπαιδευτικού της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, λόγω συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας της και τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας, σύμφωνα με την παρατεθείσα διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 του ΥΚ. Η εκκαλούσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης αυτής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

10. Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι η διαπιστωτική πράξη περί λύσης της υπαλληλικής σχέσης της εκκαλούσας είναι μη νόμιμη, διότι η διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 του ΥΚ αντίκειται: α) στην οδηγία 2000/78/ΕΚ και στο άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση λόγω ηλικίας, β) στα άρθρα 22 του Συντάγματος και 15 του Χάρτη, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην εργασία, γ) στις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας, της αμεροληψίας και της διαφάνειας, δ) στο άρθρο 17 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην περιουσία και ε) στα άρθρα 4 παρ. 1, 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν τις αρχές της ισότητας, της προστασίας της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Οι λόγοι αυτοί απορρίφθηκαν, ως αβάσιμοι, με την εκκαλούμενη απόφαση. Η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου είναι ορθή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στις σκέψεις 5 έως και 7. Ειδικώς οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται αντίθεση της ανωτέρω διάταξης στις αρχές της αμεροληψίας και της διαφάνειας είναι αβάσιμοι, προεχόντως διότι οι αρχές αυτές δεν έχουν σχέση με το ζήτημα που ρυθμίζεται με την εν λόγω διάταξη. Συνεπώς, όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως και η έφεση στο σύνολό της.

11. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2018

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας

Α. Γεωργακόπουλος Γ. Ποταμιάς

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 2019.

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                         Ο Γραμματέας

Δ. Σκαλτσούνης                                         Α. Γεωργακόπουλος

ThanasisΣτΕ 222-2019 ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΌΤΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ