ΣτΕ Α´ 7μ 2614/2021: Απόφαση διοικ. δικαστηρίου αντίθετη προς απόφαση ΣτΕ επί πιλοτικής δίκης ή προδικαστικού ερωτήματος. Παραδεκτή η αναίρεση ανεξαρτήτως συνδρομής προϋποθέσεων άρ. 12 παρ.1 ν.3900/2010, αν προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία νόμου
Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Τ. Κόμβου, Σύμβουλος
Αναιρετικός έλεγχος σε περίπτωση αντίθεσης απόφασης διοικ. δικαστηρίου προς απόφαση ΣτΕ επί πιλοτικής δίκης ή προδικαστικού ερωτήματος για το ίδιο νομικό ζήτημα. Συστηματική ερμηνεία άρθ. 1, 12 παρ. 1 και 57 ν. 3900/2010. Παραδεκτός ο αναιρετικός λόγος για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, ανεξαρτήτως συνδρομής προϋποθέσεων άρθ. 12 παρ.1 ν. 3900/2010 [Δεκτή η αίτηση αναίρεσης του ΟΑΕΕ και ήδη e-ΕΦΚΑ. Αναιρείται η 2970/2015 απόφ. Διοικ. Εφ. Θεσ.]
Προκειμένου να επιτευχθεί η ενότητα της νομολογίας των διοικ. δικαστηρίων στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και να αποφευχθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων για το ίδιο νομικό ζήτημα, η εκ του νόμου υποχρεωτική αναστολή των εκκρεμών δικών στις οποίες ανακύπτει νομικό ζήτημα ίδιο με αυτό της πιλοτικής δίκης ή του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος κωλύει την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων ενώπιον των διοικ. δικαστηρίων μέχρι τη δημοσίευση της οριστικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την έννοια ότι επί διαφορών ουσίας παρέχεται μεν σ’ αυτά η δικονομική δυνατότητα να κηρύξουν απαράδεκτη («άκυρη», κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 62 Κ.Δ.Δ.) τη συζήτηση αν κατά τη διάσκεψη της υποθέσεως διαπιστωθεί ότι εκκρεμεί για το ίδιο ζήτημα δίκη πιλοτική ή επί προδικαστικού ερωτήματος, εφόσον όμως προχωρήσουν στην εκδίκαση των υποθέσεων κατά παράβαση του άρ. 1 ν. 3900/2010, η απόφαση που θα εκδοθεί υπόκειται στα προβλεπόμενα ένδικα μέσα για τον λόγο αυτόν εφέσεως ή αναιρέσεως (δηλ. παραβίαση της υποχρεώσεως μη εκδικάσεως του εκκρεμούς ενδίκου βοηθήματος ή μέσου), ανεξαρτήτως συνδρομής των προϋποθέσεων του άρ. 92 παρ. 2 Κ.Δ.Δ. ή του άρ. 12 παρ. 1 ν. 3900/2010. Κατά πλειοψηφία κρίθηκε, περαιτέρω, ότι στην αναιρετική δίκη εάν η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ίδιο νομικό ζήτημα -παρά την εκδίκαση της υποθέσεως κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων- είναι σύμφωνη με τα κριθέντα με την οριστική απόφαση του Σ.τ.Ε. ή ορθή κατ’ αποτέλεσμα, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, εάν όμως η κρίση του είναι αντίθετη προς την απόφαση του Σ.τ.Ε. για το ίδιο νομικό ζήτημα και πλήσσεται κατ’ αναίρεση η κρίση αυτή, ο οικείος λόγος αναιρέσεως προβάλλεται λυσιτελώς.
Κατά τη γνώμη μίας Συμβούλου, η παράβαση της υποχρεώσεως διοικ. δικαστηρίου να αναστείλει την ενώπιόν του εκκρεμή δίκη μετά την έκδοση και δημοσίευση πράξεως της τριμελούς Επιτροπής ή την υποβολή από άλλο διοικ. δικαστήριο προδικαστικού ερωτήματος στο Σ.τ.Ε., εφόσον τίθεται το ίδιο νομικό ζήτημα, συνιστά αυτοτελή λόγο αναιρέσεως αυτεπαγγέλτως εξεταστέο.
Περαιτέρω κρίθηκε ότι από τη συστηματική ερμηνεία των άρ. 1 παρ. 1 και 2, 12 παρ. 1 και 57 ν. 3900/2010, ενόψει και των επιδιωκόμενων με τις διατάξεις αυτές σκοπών, συνάγεται ότι όταν το τιθέμενο σε εκκρεμή δίκη ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου της ουσίας νομικό ζήτημα έχει ήδη επιλυθεί κατόπιν ενεργοποιήσεως του μηχανισμού της πιλοτικής δίκης ή της δίκης κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος άλλου διοικητικού δικαστηρίου, το δε δικάσαν δικαστήριο έκρινε, για το ίδιο κρίσιμο νομικό ζήτημα, αντιθέτως προς την οριστική απόφαση του Σ.τ.Ε. που έχει ήδη εκδοθεί στο πλαίσιο της ενώπιόν του δίκης κατά τη διαδικασία της παρ. 1 ή της παρ. 2 άρ. 1 ν. 3900/2010, δεν είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως κατά της αντίθετης αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία προβάλλεται ως λόγος αναιρέσεως εσφαλμένη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων (δηλαδή τίθεται νομικό ζήτημα) ακόμη και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παρ. 3 και 4 άρ. 53 π.δ. 18/1989. Αρκεί απλώς να προβάλλεται ο λόγος αναιρέσεως άρ. 56 παρ. 1 περ. δ΄ π.δ. 18/1989 περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου και να επικαλείται ο αναιρεσείων την ορθή ερμηνεία (η οποία εναρμονίζεται με την ερμηνεία που υιοθέτησε το Σ.τ.Ε. στο πλαίσιο της πιλοτικής δίκης ή της δίκης επί του προδικαστικού ερωτήματος), είναι δε αδιάφορο αν ο αναιρεσείων δεν επικαλείται τη σχετική απόφαση. Εξάλλου, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως ως προς τον λόγο αυτόν δεν είναι απαραίτητο να γίνεται επίκληση με ειδικό και αυτοτελή ισχυρισμό της αντιθέσεως προς την απόφαση του Σ.τ.Ε. επί της πιλοτικής δίκης ή της δίκης επί του προδικαστικού ερωτήματος, διότι όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είτε παραβιάζει την κατ’ άρ. 1 παρ. 1 ν. 3900/2010 υποχρέωσή του να αναστείλει την πρόοδο της δίκης μέχρι τη δημοσίευση της οριστικής αποφάσεως του Σ.τ.Ε. εκδικάζοντας την υπόθεση κατ’ ουσίαν και κρίνει σε αντίθεση προς τα κριθέντα από το Σ.τ.Ε. είτε συζητεί μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως του Σ.τ.Ε. υπόθεση στην οποία ανακύπτει μόνον το ζήτημα που έχει ήδη επιλυθεί κατά τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης ή της δίκης επί προδικαστικού ερωτήματος και κρίνει αντιθέτως προς την εκδοθείσα κατά την ειδική αυτή διαδικασία απόφαση του Σ.τ.Ε., ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως (περί εσφαλμένης ερμηνείας) εμπεριέχει ταυτόχρονα και τον ισχυρισμό του άρ. 12 παρ. 1 ν. 3900/2010 περί αντιθέσεως προς την απόφαση του Σ.τ.Ε. που εκδόθηκε κατά την ως άνω ειδική διαδικασία χωρίς να απαιτείται πανηγυρική προβολή τέτοιου ισχυρισμού για τη θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού αναιρέσεως.