ΣΤΕ 680-2024 πειθαρχικό επιβολή μεγαλύτερης ποινής

Πειθαρχική ποινή. Ο κανόνας της μη χειροτέρευσης της θέσης του υπαλλήλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 141 παρ. 5 του υπαλληλικού κώδικα (λαμβανομένων υπ’ όψιν των άρθρων 142 παρ. 7 του Υπαλληλικού Κώδικα σχετικά με την προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, 98 παρ. 5 του κώδικα διοικητικής δικονομίας, ν. 2717/1999, Α΄ 97, 470 του κώδικα ποινικής δικονομίας, ν. 4620/2019, Α΄ 96, και 536 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, π.δ. 503/1985, Α΄ 182), έχει πεδίο εφαρμογής επί υποθέσεων που άγονται ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου που κρίνει κατ’ ουσίαν σε δεύτερο βαθμό κατόπιν ενστάσεως του υπαλλήλου. Ο ανωτέρω κανόνας της μη χειροτέρευσης της θέσης του πειθαρχικώς ελεγχόμενου υπαλλήλου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο, κατόπιν ενστάσεως του υπαλλήλου, ακυρώσει την πρωτοβάθμια πειθαρχική απόφαση για τυπικό λόγο (όπως είναι η παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως) και η υπόθεση επανέρχεται στο νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της ακυρωθείσας αποφάσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο είναι υποχρεωμένο να επαναλάβει τη σχετική διαδικασία κρίσεως της εκκρεμούς πειθαρχικής υποθέσεως από το σημείο στο οποίο εμφιλοχώρησε η διαπιστωθείσα, τυπική, πλημμέλεια.

Αριθμός 680/2024

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Φεβρουαρίου 2024, με την εξής σύνθεση: Διομήδης Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Αικατερίνη Ρωξάνα, Ελένη Γεωργούτσου, Οδυσσέας Σπαχής, Σύμβουλοι, Τρισεύγενη Βαρουφάκη, Ευάγγελος Αργυρός, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Αντώνιος Γεωργακόπουλος.

Για να δικάσει την από 17 Οκτωβρίου 2018 προσφυγή:

της …, κατοίκου …, η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Βασιλική Σκορδάκη (Α.Μ. 11217), που τη διόρισε στο ακροατήριο,

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Νικολέτα Παπαρούνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά της υπ’ αριθμ. …/1.2.2018 απόφασης του Α΄ Κοινού Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Αικατερίνης Ρωξάνα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια της προσφεύγουσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η προσφυγή και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

  1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1436543, 2741329-33 και 6067019/2018 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α´).

    2. Επειδή, με την προσφυγή αυτή, η οποία παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος με την 1304/2023 απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως, ζητείται η εξαφάνιση της …/1.2.2018 απoφάσεως (πρακτικό …/…2018) του Α΄ Κοινού Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία επεβλήθη στην προσφεύγουσα, μόνιμη υπάλληλο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) με βαθμό Α΄ του κλάδου ΔΕ Εφοριακών, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για τα πειθαρχικά παραπτώματα: α) της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, β) της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής και γ) της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) ημέρες συνεχώς και πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός έτους.

  2. Επειδή, στο άρθρο 107 παρ. 1 περ. ι΄ του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007, Α΄26), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012 (Α΄ 54) και ακολούθως με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 4325/2015 (Α΄ 47), ορίζεται ότι: «1. Πειθαρχικά παραπτώματα είναι: α) … ι) η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, ια) …», στο δε άρθρο 109 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012 και ακολούθως με το άρθρο 4 του ν. 4325/2015, ορίζεται ότι: «1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι: α)… στ) ο υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς. ζ) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση αποδοχών και η) η ποινή της οριστικής παύσης, η οποία μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα: … της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εντός μίας τριετίας, … 2. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. 3. … 4. α. Για τα παραπτώματα των περιπτώσεων α΄, γ΄, δ΄, θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού. Για το παράπτωμα της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού εφόσον η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων υπερβαίνει τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή τις τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους. Β ….».
  3. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσφεύγουσα υπηρετούσε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο στο Γραφείο Κεφαλαίου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ) Μυκόνου. Κατόπιν του ΓΕΔΔ.Φ.538/09/7212/9.6.2009 εγγράφου του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, στο οποίο επισυναπτόταν η από 1.6.2009 καταγγελία συμβολαιογράφου Μυκόνου προς τη Δ.Ο.Υ. σε βάρος της προσφεύγουσας, με την 1070865/3334/ΔΕΥ-Α΄ 3094/Φ.8129/ 16.7.2009 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δόθηκε εντολή για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ένορκης διοικητικής εξέτασης και ελέγχου περιουσιακής κατάστασής της. Ακολούθως, εκδόθηκε η 4170/24.3.2010 πορισματική έκθεση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Ανατολικής Αττικής, στην οποία περιλαμβάνεται ως αναπόσπαστο τμήμα της το 5979/09/18.1.2010 πόρισμα της διενεργηθείσας από την Οικονομική Επιθεωρήτρια Χαρίκλεια Μπεσή προκαταρκτικής εξέτασης. Κατόπιν τούτων, με το Δ2Γ 17425 ΕΞ 2010 ΕΜΠ/2.11.2010 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών η προσφεύγουσα παραπέμφθηκε ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Ζ΄ Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών για τα πειθαρχικά παραπτώματα: α) της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, διότι, ως υπάλληλος του Γραφείου Κεφαλαίου της Δ.Ο.Υ. Μυκόνου, με πρόθεση να βλάψει τα συμφέροντα του Δημοσίου και να προσπορίσει όφελος στον εαυτό της και σε τρίτους, κατά παράβαση της κείμενης φορολογικής νομοθεσίας, προέβη κατ’ εξακολούθηση σε πράξεις και παραλείψεις, που τελούν σε συνάφεια μεταξύ τους, και συνιστούν τη διάπραξη του ίδιου πειθαρχικού παραπτώματος, ειδικότερα δε, διότι παρελάμβανε δηλώσεις φόρου μεταβίβασης ακινήτων, κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών χωρίς να ελέγχει τα προσδιοριστικά στοιχεία των ακινήτων, σύμφωνα με τα οποία διεμορφώνετο η αξία τους, β) της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής, διότι με τις ανωτέρω πράξεις της έθιξε το κύρος της ίδιας ως εφοριακής υπαλλήλου εντεταλμένης για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, αλλά και της φορολογικής αρχής γενικότερα, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη των φορολογουμένων, γ) της άρνησης ή παρέλκυσης εκτέλεσης υπηρεσίας, διότι στις 1.6.2009 αρνήθηκε να λάβει γνώση, να υπογράψει και να συμμορφωθεί με την 33/1.6.2009 ημερήσια διαταγή της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Μυκόνου, με την οποία μετακινήθηκε από το Γραφείο Κεφαλαίου στο Γραφείο Εσόδων της ίδιας Δ.Ο.Υ. και ενετάλη εντός 10 εργάσιμων ημερών να συντάξει πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής όλων των υποθέσεων του Γραφείου Κεφαλαίου καθώς και κατάσταση εκκρεμοτήτων, δ) της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) ημέρες συνεχώς και πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός έτους, διότι απουσίασε αδικαιολόγητα από την υπηρεσία της για χρονικό διάστημα 159 εργάσιμων ημερών μέσα στο έτος 2009 και συγκεκριμένα: i) από 6.4.2009 έως 22.5.2009 για χρονικό διάστημα 32 εργάσιμων ημερών και ii) από 2.6.2009 έως 30.11.2009 για χρονικό διάστημα 127 εργάσιμων ημερών και ε) της άρνησης σύμπραξης, συνεργασίας και χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου από τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου, διότι από την έκδοση της 4591/25.8.2009 εντολής ελέγχου της περιουσιακής κατάστασής της μέχρι και την έκδοση της 4170/24.3.2010 πορισματικής έκθεσης δεν προσκόμισε στην αρμόδια Οικονομική Επιθεωρήτρια τα στοιχεία που της ζητήθηκαν, δυσχεραίνοντας τη διεξαγωγή του ελέγχου. Με το 47/28.1.2011 έγγραφο της Προέδρου του Συμβουλίου, το οποίο της επιδόθηκε στις 15.2.2011, η προσφεύγουσα κλήθηκε σε απολογία για τα προαναφερόμενα πειθαρχικά παραπτώματα. Με την 685/17.2.2011 αίτησή της η προσφεύγουσα ζήτησε τη χορήγηση των εκεί αναλυτικά αναφερόμενων εγγράφων και στοιχείων, στα οποία περιλαμβάνονταν όχι μόνο οι φορολογικές δηλώσεις και λοιπά έγγραφα (π.χ. ημερήσιες διαταγές του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Μυκόνου) που μνημονεύονταν στην πορισματική έκθεση και το παραπεμπτήριο, αλλά και έτερα στοιχεία που δεν περιλαμβάνονταν στον πειθαρχικό φάκελο και δεν σχετίζονταν με αποδιδόμενα σε αυτήν πειθαρχικά παραπτώματα, ενώ με την από 31.3.2011 αίτησή της επανέλαβε το αίτημα χορήγησης των εν λόγω εγγράφων. Η τελευταία αυτή αίτηση διαβιβάστηκε στη Δ.Ο.Υ. Μυκόνου με το 154/4.4.2011 έγγραφο της Προέδρου του Ζ΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ακολούθως δε η προσφεύγουσα επανήλθε επί του αιτήματος χορηγήσεως στοιχείων με την από 21.4.2011 αίτησή της, σε απάντηση της οποίας, η Προϊσταμένη της Δ.Ο.Υ. Μυκόνου, με το 1896/1/5.5.2011 έγγραφό της, της γνωστοποίησε ότι, λόγω της θέσεώς της από 31.03.2011 σε δυνητική αργία, η Υπηρεσία είναι αναρμόδια για τη χορήγηση οποιοδήποτε στοιχείου. Με την 13/2011 απόφαση του Ζ΄ Πειθαρχικού Συμβουλίου έγινε δεκτό αίτημα αναβολής της συνεδριάσεως λόγω κωλύματος της πληρεξουσίας δικηγόρου της προσφεύγουσας, ενώ το αίτημά της, κατά το μέρος που ζητούσε να λάβει γνώση των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου, απερρίφθη με την αιτιολογία ότι «…η υπάλληλος έχει ήδη κληθεί από Οικονομική Επιθεωρήτρια στις 25.1.2010, από τις δικαστικές αρχές και της έχει επιδοθεί το Δ2Γ17425ΕΜΠ/2.11.2010 παραπεμπτήριο έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών, επομένως το επιχείρημα της παροχής του απαραίτητου χρονικού διαστήματος για τη συλλογή στοιχείων για τη σύνταξη υπομνήματος δεν ευσταθεί». Κατά την μετ’ αναβολή συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου στις 7.7.2011, η προσφεύγουσα παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο της και υπέβαλε εκ νέου αίτημα αναβολής, ισχυριζόμενη ότι δεν είχε λάβει γνώση των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου παρά τις σχετικές αιτήσεις της και, ως εκ τούτου, δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Το Πρωτοβάθμιο Ζ΄ Πειθαρχικό Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα αναβολής με την ίδια ως άνω αιτιολογία και με την 17/2011 απόφασή του έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε υποπέσει στα αποδιδόμενα σε αυτήν πειθαρχικά παραπτώματα, επέβαλε δε σε αυτήν την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης 6 μηνών με πλήρη στέρηση αποδοχών. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν ενστάσεις ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης τόσο η προσφεύγουσα όσο και ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με την 483/26.2.2014 απόφασή του απέρριψε ως εκπρόθεσμη την ένσταση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, έκρινε τύποις δεκτές τις ενστάσεις της προσφεύγουσας και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και, κρίνοντας την υπόθεση εξ υπαρχής, ακύρωσε την 17/2011 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Ζ΄ Πειθαρχικού Συμβουλίου ως εκδοθείσα κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, διότι, κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως της προσφεύγουσας, δεν της χορηγήθηκαν στοιχεία του πειθαρχικού της φακέλου, τα οποία είχε ζητήσει με τις από 17.2.2011, 31.3.2011 και 21.4.2011 αιτήσεις της, ώστε να έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί αποτελεσματικά και να απολογηθεί, δεχόμενο ως βάσιμο τον σχετικό λόγο που είχε προβάλει με την ένστασή της η προσφεύγουσα. Κατόπιν αυτών, η υπόθεση αναπέμφθηκε στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο προκειμένου να επαναληφθεί η πειθαρχική διαδικασία από το σημείο που εμφιλοχώρησε η διαπιστωθείσα πλημμέλεια.5. Επειδή, ακολούθως, με το 977/Α Π.Σ./27.10.2014 έγγραφο του Προέδρου του Α΄ Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών η προσφεύγουσα κλήθηκε σε απολογία για τα προαναφερόμενα πειθαρχικά παραπτώματα, της γνωστοποιήθηκε, δε, ότι είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση όλων των στοιχείων της πειθαρχικής δικογραφίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 135 παρ. 3 του ν. 3528/2007, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012. Μετά την επίδοση της ως άνω κλήσης προς απολογία η προσφεύγουσα υπέβαλε την 1079/1.12.2014 αίτηση, με την οποία ζήτησε να παραταθεί η προθεσμία υποβολής της απολογίας της και να της χορηγηθούν τα στοιχεία που είχε ζητήσει με τις προηγούμενες αιτήσεις της, μεταξύ των οποίων η 685/17.2.2011 αίτησή της προς τη Δ.Ο.Υ. Μυκόνου, στην οποία μνημονεύονταν αναλυτικά τα αιτούμενα στοιχεία. Με την από 1.12.2014 πράξη του Προέδρου του Α΄ Πειθαρχικού Συμβουλίου, χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα παράταση εννέα ημερών για την απολογία της και έγινε δεκτό το ως άνω αίτημα χορηγήσεως στοιχείων καθ΄ ο μέρος αφορούσε τη χορήγηση αντιγράφων των εγγράφων της πειθαρχικής δικογραφίας, απερρίφθη δε καθ’ ο μέρος αφορούσε τη χορήγηση των λοιπών εγγράφων που δεν περιλαμβάνονταν στην πειθαρχική δικογραφία. Την 1.2.2018, ημερομηνία συνεδριάσεως του Α΄ Κοινού Πειθαρχικού Συμβουλίου για την εξέταση της πειθαρχικής της υποθέσεως, η προσφεύγουσα κατέθεσε εκ νέου αίτημα χορηγήσεως των στοιχείων που είχε ζητήσει με τις προηγούμενες από 17.2.2011 και 28.11.2014 αιτήσεις της, παρέστη δε αυτοπροσώπως ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και υποστήριξε ότι, εφόσον δεν της είχαν χορηγηθεί τα αιτηθέντα στοιχεία, δεν ήταν σε θέση να απολογηθεί. Το Α΄ Κοινό Πειθαρχικό Συμβούλιο με την προσβαλλόμενη …/1.2.2018 απόφασή του έπαυσε λόγω παραγραφής την πειθαρχική δίωξη της προσφεύγουσας για τα παραπτώματα της άρνησης ή παρέλκυσης εκτέλεσης υπηρεσίας και της άρνησης σύμπραξης, συνεργασίας και χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου από τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου, έκρινε όμως την προσφεύγουσα ένοχη για τα λοιπά αποδιδόμενα πειθαρχικά παραπτώματα και της επέβαλε την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης. Εξάλλου, κατόπιν ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης της προσφεύγουσας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.12.2009, συνετάγη η …/26.10.2016 πορισματική έκθεση, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων από αυτήν, κατά το ελεγχόμενο χρονικό διάστημα, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσης εμφανών εσόδων της, σε συνδυασμό με τις δαπάνες, στις οποίες υπεβλήθη.
  4. Επειδή, το Δικαστήριο με την 1304/2023 απόφασή του, αναφερόμενο ειδικώς στο πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής της προσφεύγουσας από την εκτέλεση των υπηρεσιακών της καθηκόντων, για το οποίο, μεταξύ άλλων, επεβλήθη η ένδικη ποινή, απέρριψε με οριστικές κρίσεις τους λόγους προσφυγής περί παραγραφής του παραπτώματος, περί παραβάσεως του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως, περί μη παροχής της δυνατότητας προσβάσεώς της στο βιβλίο παρουσιών της ΔΟΥ …, περί απορρίψεως αιτήματός της για αναβολή συνεδριάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου, περί μεροληπτικής στάσης των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου απέναντί της και περί ελλείψεως ειδικής, πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πειθαρχικής αποφάσεως. Εξάλλου, το Δικαστήριο απέρριψε με οριστική κρίση του ως αλυσιτελείς τους λόγους της προσφυγής, με τους οποίους προεβλήθη ότι το Α΄ Κοινό Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Οικονομικών δεν είχε εκτιμήσει ορθά τα πραγματικά περιστατικά θεωρώντας ότι η προσφεύγουσα υπέπεσε στα αποδιδόμενα πειθαρχικά παραπτώματα και επέβαλε την ένδικη ποινή κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, λαμβανομένης υπόψη της οικογενειακής της κατάστασης, καθόσον η κόρη της είναι φοιτήτρια, ο υιός της στρατιώτης και ο σύζυγός της δεν έχει εισοδήματα.
  5. Επειδή, ακολούθως, το Δικαστήριο με την ίδια απόφασή του, συνεκτιμώντας το σύνολο των στοιχείων του πειθαρχικού και του υπηρεσιακού φακέλου της προσφεύγουσας, καθώς και όσα η ίδια προέβαλε με την προσφυγή της, προβαίνοντας σε αυτοτελή διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, μετά από νέα στάθμιση του αποδεικτικού υλικού, αποφάνθηκε με οριστική κρίση ότι η προσφεύγουσα απουσίασε αδικαιολόγητα από την υπηρεσία της για χρονικό διάστημα 148 εργάσιμων ημερών εντός του έτους 2009 και συγκεκριμένα: ι) από 23.4.2009 έως 22.5.2009 για χρονικό διάστημα 21 εργασίμων ημερών (32 εργάσιμες ημέρες που δέχθηκε η προσβαλλόμενη πειθαρχική απόφαση μείον 11 ημέρες που αφορούσαν δικαιολογημένη απουσία της από 6.4.2009 έως 22.4.2009) και ιι) από 2.6.2009 έως 30.11.2009 για χρονικό διάστημα 127 εργάσιμων ημερών. Η εν λόγω απουσία της προσφεύγουσας, κατά την οριστική κρίση της προαναφερθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου, στοιχειοθετεί το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών της καθηκόντων για χρονικό διάστημα ανώτερο των είκοσι δύο (22) συνεχών ημερών και ανώτερο των τριάντα (30) εργάσιμων ημερών σε χρονικό διάστημα ενός έτους, όπως δέχθηκε και το Α´ Κοινό Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Υπουργείου Οικονομικών με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Προς συναγωγή της ανωτέρω κρίσεώς του το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι με αποφάσεις τόσο της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, όσο και με απόφαση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής (…/26.7.2010) απερρίφθησαν οι αιτήσεις της προσφεύγουσας περί εγκρίσεως αναρρωτικών αδειών κατά το χρονικό διάστημα από 23.4.2009 έως 27.11.2009 «ως μη επαρκώς αιτιολογημένες και μη επιστημονικά τεκμηριωμένες» καθόσον αυτή δεν προσκόμισε τις προσήκουσες ιατρικές βεβαιώσεις, από τις οποίες να προκύπτουν η πάθηση και το είδος της χειρουργικής επέμβασης στην οποία αυτή είχε, κατά τους ισχυρισμούς της, υποβληθεί.8. Επειδή, ακολούθως, με την ίδια ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο, προκειμένου να προβεί σε κρίση ως προς την επιβλητέα για τον κολασμό του ανωτέρω πειθαρχικού παραπτώματος πειθαρχική ποινή, παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α´ 8), λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος της εφαρμογής του κανόνα της μη χειροτέρευσης της θέσης του προσφεύγοντος στην περίπτωση που η υπόθεση επανέρχεται στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο κατόπιν ακυρώσεως αποφάσεώς του για τυπικό λόγο από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.
  6. Επειδή, στο άρθρο 141 παρ. 5 του Υπαλληλικού Κώδικα ορίζεται ότι «Τα πειθαρχικά συμβούλια και το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, όταν κρίνουν μετά από ένσταση του υπαλλήλου ή υπέρ του, δεν μπορούν να χειροτερεύσουν τη θέση του. Όταν κρίνουν ένσταση υπέρ της διοίκησης, δεν μπορούν να επιβάλουν ελαφρότερη ποινή από αυτήν που επιβλήθηκε. Όταν ασκούνται ενστάσεις τόσο από τον υπάλληλο όσο και υπέρ της διοίκησης το οικείο συμβούλιο τις κρίνει από κοινού και δεν δεσμεύεται ως προς την ποινή που θα επιβάλει».10. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή προβάλλεται ότι το Α´ Κοινό Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Οικονομικών, επιλαμβανόμενο μετά την αναπομπή της πειθαρχικής υποθέσεως σε αυτό από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο κατόπιν της αποδοχής της ενστάσεως της προσφεύγουσας, μη νομίμως επέβαλε ποινή βαρύτερη της αρχικώς επιβληθείσας ποινής προσωρινής παύσης 6 μηνών με πλήρη στέρηση αποδοχών.
  7. Επειδή, ο κανόνας της μη χειροτέρευσης της θέσης του υπαλλήλου, κατά την προεκτεθείσα ειδική και συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 141 παρ. 5 του υπαλληλικού κώδικα (λαμβανομένων υπ’ όψιν των άρθρων 142 παρ. 7 του Υπαλληλικού Κώδικα σχετικά με την προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, 98 παρ. 5 του κώδικα διοικητικής δικονομίας, ν. 2717/1999, Α΄ 97, 470 του κώδικα ποινικής δικονομίας, ν. 4620/2019, Α΄ 96, και 536 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, π.δ. 503/1985, Α΄ 182), έχει πεδίο εφαρμογής επί υποθέσεων που άγονται ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου που κρίνει κατ’ ουσίαν σε δεύτερο βαθμό κατόπιν ενστάσεως του υπαλλήλου. Ο ανωτέρω κανόνας της μη χειροτέρευσης της θέσης του πειθαρχικώς ελεγχόμενου υπαλλήλου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο, κατόπιν ενστάσεως του υπαλλήλου, ακυρώσει την πρωτοβάθμια πειθαρχική απόφαση για τυπικό λόγο (όπως είναι η παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως) και η υπόθεση επανέρχεται στο νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της ακυρωθείσας αποφάσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο είναι υποχρεωμένο να επαναλάβει τη σχετική διαδικασία κρίσεως της εκκρεμούς πειθαρχικής υποθέσεως από το σημείο στο οποίο εμφιλοχώρησε η διαπιστωθείσα, τυπική, πλημμέλεια. Τούτο δε διότι, στην περίπτωση αυτή, το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο δεν επιλαμβάνεται κατόπιν ασκήσεως ενστάσεως του πειθαρχικώς ελεγχόμενου υπαλλήλου, αλλά κρίνει κατ’ ουσίαν την υπόθεση σε πρώτο βαθμό και, συνεπώς, ελλειπούσης της αναγκαίας προϋποθέσεως για την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα (δηλ. της ασκήσεως ενστάσεως), δεν υφίσταται κίνδυνος χειροτερεύσεως της θέσεως του υπαλλήλου από δευτεροβάθμια κατ’ ουσίαν κρίση έναντι της πρωτοβάθμιας ουσιαστικής κρίσεως περί την πειθαρχική ευθύνη του (πρβλ. ΣτΕ 1365/2020 7μ., 3532, 3531/2010, 1884/2009). Διάφορο δε είναι, εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα επί του οποίου έκρινε η 1067/1979 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθόσον στην υπόθεση αυτή η πλημμέλεια για την οποία είχε ακυρωθεί η αρχική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου δεν ήταν τυπική αλλά ουσιαστική (έλλειψη διαγνώσεως υπηρεσιακής ιδιότητος εγκαλουμένου ως καθηγητού ή υφηγητού πανεπιστημίου). Συνεπώς, στην κρινόμενη υπόθεση, δεδομένου ότι η …/2011 απόφαση του Ζ´ Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών ακυρώθηκε με την …/26.2.2014 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατόπιν αποδοχής της ενστάσεως της προσφεύγουσας, για τον τυπικό λόγο της παράβασης του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως αυτής, το Α´ Κοινό Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Οικονομικών που εξέδωσε στη συνέχεια την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκωλύετο να επιβάλει ποινή ανώτερη της αρχικώς επιβληθείσας. Τούτο, δε, ανεξαρτήτως της ασκήσεως ενστάσεως κατά της αρχικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου από τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, η οποία δεν άσκησε εν προκειμένω νομική επιρροή, καθόσον είναι άδηλο ποια ποινή θα επιβαλλόταν και αν θα ασκούσε ή όχι ο Υπουργός ένσταση στην περίπτωση που είχε τηρηθεί ο ουσιώδης τύπος της προηγούμενης ακροάσεως της προσφεύγουσας. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, ο λόγος προσφυγής που αναφέρθηκε στη σκέψη 10 είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη της Συμβούλου Αικ. Ρωξάνα, σύμφωνα με τα ρητώς οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 141 παρ. 5 του Υπαλληλικού Κώδικα, η οποία αποτυπώνει τη γενική αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εγκαλουμένου στο πεδίο του πειθαρχικού δικαίου, η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει, πάντως, στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ένσταση από τη Διοίκηση. Στην προκείμενη περίπτωση, ειδικότερα, κατά της …/2011 αποφάσεως του Ζ´ Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών περί επιβολής στην προσφεύγουσα πειθαρχικής ποινής προσωρινής παύσης 6 μηνών με πλήρη στέρηση αποδοχών άσκησαν παραδεκτώς ενστάσεις τόσο η προσφεύγουσα όσο και ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με την …/26.2.2014 απόφασή του, αφού έκρινε τύποις δεκτές αμφότερες τις ενστάσεις, κατόπιν αποδοχής της ενστάσεως της προσφεύγουσας, ακύρωσε την απόφαση του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου, ανέπεμψε δε την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο συμβούλιο προκειμένου να επαναληφθεί η πειθαρχική διαδικασία από το σημείο που εμφιλοχώρησε η πλημμέλεια. Εφόσον, συνεπώς, είχε ασκηθεί ένσταση από τη Διοίκηση, δεν υφίστατο πεδίο εφαρμογής του κανόνα της μη χειροτέρευσης της θέσης του προσφεύγοντος κατ’ άρθρο 141 παρ. 5 του Υπαλληλικού Κώδικα και τόσο το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο ενώπιον του οποίου ασκήθηκαν οι ενστάσεις όσο και το πειθαρχικό συμβούλιο ενώπιον του οποίου κατέστη εκ νέου εκκρεμής η ένδικη πειθαρχική υπόθεση, δεν δεσμεύονταν ως προς την επιβλητέα ποινή.
  8. Επειδή, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όσα αναφέρθηκαν στη σκέψη 7 και συνεκτιμώντας α) το μεγάλο χρονικό διάστημα της αυθαίρετης απουσίας της προσφεύγουσας (148 ημέρες εργασίας), που δεν καλύπτεται από νόμιμη άδεια, β) το γεγονός ότι η συνεχόμενη αποχή από τα καθήκοντά της κατά το χρονικό διάστημα από 2.6.2009 έως 30.11.2009 εκκίνησε αμέσως μετά την έκδοση της …/1.6.2009 ημερήσιας διαταγής της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. … για μετακίνησή της από το Γραφείο Κεφαλαίου στο Γραφείο Εσόδων, γ) ότι κατά το παρελθόν είχαν χορηγηθεί στην προσφεύγουσα διάφορες άδειες (κυοφορίας, τοκετού, λοχείας, αναρρωτικές, γονικές κ.λ.π.), γεγονός που αποδεικνύει ότι αυτή εγνώριζε τη νόμιμη διαδικασία για τη δικαιολόγηση της απουσίας της από την υπηρεσία και δ) ότι η προσφεύγουσα ενέμεινε στην αδικαιολόγητη άρνησή της να προσκομίσει τις απαιτούμενες ιατρικές βεβαιώσεις για την τεκμηρίωση της ασθένειάς της, παρά την κλήση της προς τούτο από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, κρίνει ότι η επιβληθείσα σε αυτήν πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης παρίσταται εύλογη και προσήκουσα, καθόσον η συμπεριφορά της προσφεύγουσας καταδεικνύει ότι δεν αντιλαμβάνεται τις απορρέουσες εκ της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας υποχρεώσεις της (ΣτΕ 1324/2023, 1908, 71/2022, 28/ 2021, 3012/2017). Εφόσον, δε, η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή στηρίζεται επαρκώς στο ανωτέρω πειθαρχικό παράπτωμα της προσφεύγουσας, είναι αλυσιτελής η έρευνα ως προς την τέλεση των λοιπών πράξεων που αποδόθηκαν σε αυτήν με την προσβαλλόμενη πράξη και η εξέταση των σχετικών λόγων προσφυγής (ΣτΕ 311/2024, 725/2021).
  9. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. Κατ’ εκτίμηση όμως των περιστάσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να επιβληθεί δικαστική δαπάνη στην προσφεύγουσα για την παράσταση του Δημοσίου κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η 1304/2023 απόφαση.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την προσφυγή.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στην προσφεύγουσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2024 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Μαΐου του ίδιου έτους.

Ο Πρόεδρος του Γ´ Τμήματος                                                      Ο Γραμματέας

Διομήδης Κυριλλόπουλος                                                 Αντώνιος Γεωργακόπουλος

ThanasisΣΤΕ 680-2024 πειθαρχικό επιβολή μεγαλύτερης ποινής