Ερμηνεία του άρθρου 57 του ν. 3842/2010 (ειδικός φόρος ακινήτων, άρθρο 15 του ν. 3091/2002) και συμβατότητά του με το Σύνταγμα και με το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο ΕΣΔΑ. Παραπέμπει στην 7μ.
08/04/2022 (από την ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας)
ΣτΕ B´ 795/2022
Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγήτρια: Φρ. Γιαννακού, Σύμβουλος Επικρατείας
Ερμηνεία του άρθρου 57 του ν. 3842/2010 (ειδικός φόρος ακινήτων, άρθρο 15 του ν. 3091/2002) και συμβατότητά του με το Σύνταγμα και με το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο ΕΣΔΑ. Παραπέμπει στην 7μ.
Σύμφωνα με την κρατήσασα γνώμη, σε αντίθεση προς τους λοιπούς φόρους επί της ακίνητης περιουσίας, ο νομοθέτης, με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3091/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 του ν. 3842/2010, δεν απέβλεψε στη φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας ως φορολογητέας ύλης (πηγής πλούτου, διαφορετικής από το εισόδημα), αλλά στην πάταξη της φοροαποφυγής. Περαιτέρω, από τη γραμματική διατύπωση των οικείων διατάξεων, που αναφέρουν ως υπόχρεους όλα καταρχήν τα νομικά πρόσωπα που έχουν ακίνητα στην Ελλάδα θεσπίζοντας συγχρόνως ευρύτατες κατηγορίες εξαιρέσεων, αντιστρέφεται η σχέση «κανόνα – εξαιρέσεως» και καθίσταται, με τις αλλεπάλληλες προσθήκες και τροποποιήσεις των εν λόγω εξαιρέσεων, ασαφής ο κύκλος των βαρυνομένων προσώπων. Και ναι μεν προβλέπεται ότι η προσκόμιση των σχετικών με τη μετοχική σύνθεση των βαρυνομένων εταιρειών στοιχείων δύναται, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην απαλλαγή των εν λόγω εταιρειών από τον ένδικο φόρο, στις περιπτώσεις, όμως, που μέρος των μετοχών ανώνυμης εταιρείας που έχει την έδρα της στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ανήκει σε νομική οντότητα η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως («offshore εταιρείες»), αποκλείεται η δυνατότητα απαλλαγής εάν δεν υπάρχει σε ισχύ σύμβαση διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής μεταξύ της Ελλάδας και της εν λόγω τρίτης χώρας. Με τα δεδομένα, όμως, αυτά, στις εν λόγω περιπτώσεις, οι επίμαχες διατάξεις προσομοιάζουν προς αμάχητο τεκμήριο φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής, ενόψει δε τούτου, καθώς και του ότι ο επίδικος ειδικός φόρος επί των ακινήτων, ως εκ του ύψους και του πάγιου χαρακτήρα του (15% ετησίως), θίγει τον πυρήνα της περιουσίας των φορολογούμενων νομικών προσώπων, οι ως άνω διατάξεις αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 5, 17 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.
Ο Πρόεδρος του Τμήματος διατύπωσε την αντίθετη γνώμη, κατά την οποία, όπως έχει γίνει δεκτό (ΣτΕ 88/2020 7μ., 1389, 36/2019 7μ., 2810/2017 7μ.), με τις ως άνω διατάξεις ο νομοθέτης επεδίωξε να επιβαρύνει με τον ένδικο ειδικό φόρο επί των ακινήτων όχι όλες ανεξαιρέτως τις εταιρείες, αλλά εκείνες μόνον οι οποίες, μη «επιθυμώντας» την «αποκάλυψη» στις φορολογικές αρχές της ταυτότητας των πραγματικών κυρίων των ακινήτων τους, καθιστούν τελικώς ανέφικτo τον εκ μέρους των φορολογικών αρχών έλεγχο φυσικών προσώπων υποκειμένων καταρχήν σε φορολογία στην Ελλάδα, λειτουργώντας έτσι ως οχήματα φοροαποφυγής, με αποτέλεσμα την απόκρυψη φορολογικής ύλης κτηθείσης από τα πρόσωπα αυτά και την αποφυγή της πληρωμής των αναλογούντων σε αυτήν φορολογικών επιβαρύνσεων, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών. Λαμβάνοντας δε υπόψη α) τον επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται με τη θέσπιση του ένδικου ειδικού φόρου επί των ακινήτων και β) το ότι οι καταρχήν υπόχρεοι στην καταβολή του ενδίκου φόρου δύνανται, πάντως, να απαλλαγούν ευχερώς από αυτόν, είτε παρέχοντας στις φορολογικές αρχές τις «πληροφορίες» που απαιτεί ο νόμος, ώστε να υπαχθούν σε μία από τις προβλεπόμενες από αυτόν πάγιες εξαιρέσεις, είτε μεταβιβάζοντας το σχετικό ακίνητο κατά τους όρους των προαναφερθεισών μεταβατικών διατάξεων, με την επιβολή του ένδικου ειδικού φόρου επί των ακινήτων δεν τίθεται καταρχήν ούτε ζήτημα υπέρμετρης επιβαρύνσεως της ιδιοκτησίας ή δυσανάλογης, σε σχέση με τον ανωτέρω επιδιωχθέντα από τον νομοθέτη σκοπό, επεμβάσεως στην περιουσία των βαρυνομένων ούτε ζήτημα υπέρμετρου περιορισμού της επιχειρηματικής ελευθερίας των υποχρέων, ο οποίος να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος για την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και, επομένως, δεν παραβιάζονται οι προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές ή οι προστατευτικές της περιουσίας διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. Οι ως άνω δικαιολογητικοί λόγοι επιβολής του ενδίκου φόρου συντρέχουν και στην περίπτωση που υπόχρεη είναι ελληνική εταιρεία, στη μετοχική σύνθεση της οποίας μετέχει κάποιο από τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του ν. 3842/2010.
Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση, λόγω σπουδαιότητας των ως άνω ζητημάτων και αντίθετης νομολογίας.