Πρόωρη συνταξιοδότηση λόγω ανήλικων τέκνων – ευνοϊκή ρύθμιση μόνο για γυναίκες και χήρους πατέρες – η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται σε διαζευγμένο πάτερα που έχει την επιμέλεια των ανηλίκων ούτε σε χήρο ο οποίος έκανε δεύτερο γάμο (απώλεια ιδιότητας χήρου) – συνταγματικότητα διατάξεων -δεν υφίστανται ίδιες συνθήκες μεταξύ των δυο κατηγοριών (χήροι και διαζευγμένοι πατέρες) – έννομες συνέπειες
ΣτΕ 988/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2024, με την εξής σύνθεση: Άννα Καλογεροπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Χρήστος Λιάκουρας, Σουλτάνα Κωνσταντίνου, Σύμβουλοι, Χαράλαμπος Κομνηνός, Αλίκη Πασιπουλαρίδου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικόλαος Αθανασίου.
Για να δικάσει την από 12 Ιουνίου 2020 αίτηση:
του …, κατοίκου Σερρών (…), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Βασιλική Κουζιώρτη (Α.Μ. 4048 Δ.Σ. Θεσ/νίκης), που την διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγίου Κωνσταντίνου 8), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Φωτεινή Καραμίντζιου (Α.Μ. 15729), που την διόρισε με πληρεξούσιο, η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 2231/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Χαράλαμπου Κομνηνού.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του αναιρεσείοντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
- Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου ./2020).
- Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2231/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.), και εξαφανίσθηκε η 278/2017 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών (και όχι η ταυτάριθμη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όπως εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), κατά το μέρος που με αυτήν είχε γίνει δεκτή προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της … συν ./16.10. 2014 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Σερρών και είχε κριθεί ότι αυτός, κατά τον χρόνο υποβολής της οικείας αίτησης απονομής κύριας σύνταξης γήρατος, είχε την ιδιότητα του χήρου πατέρα ανήλικου τέκνου, κατά τα προβλεπόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008. Περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δικάσθηκε και απορρίφθηκε, αντιστοίχως, η ως άνω προσφυγή.
- Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 Α παρ. 1 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/ 2020 (Α΄ 43), νομίμως η κρινόμενη αίτηση στρέφεται κατά του παραστάντος τελικώς ως αναιρεσιβλήτου Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), όπως μετονομάστηκε από 1.3.2020 ο παραστάς και νικήσας στη δίκη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης Ε.Φ.Κ.Α.
- Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, ακολούθως, η παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/ 22.12.2016), αν πρόκειται για διαφορά που ανακύπτει κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας και αφορά περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη, για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης απαιτείται προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Στην περίπτωση αυτή, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. Σ.τ.Ε. 1161/2021,175/2023, 2119/2022, 1161/2021, 596/2024). Ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος που επιλύθηκε σε υπόθεση υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. Σ.τ.Ε. 867/2021, 2119/2022, 884/2023, 596/2024).
- Επειδή, εν προκειμένω, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, ο οποίος γεννήθηκε στις 27.1.1961 και είναι πατέρας ενός παιδιού που γεννήθηκε στις 22.7.1995, πραγματοποίησε στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. 8.380 ημέρες ασφάλισης, από 1.11.1979 μέχρι 31.10.2013. Η σύζυγός του και μητέρα του παιδιού του απεβίωσε στις 17.2.1999. Στις 22.7.2006 ο αναιρεσείων συνήψε δεύτερο γάμο με τη …, ο οποίος λύθηκε με διαζύγιο το έτος 2012 (σχετ. η 254/27.6.2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών και η …/10.7.2012 έκθεση παραίτησης από τα ένδικα μέσα).
Με την …/21.11.2012 αίτησή του που απηύθυνε στο Τοπικό Υποκατάστημα Σερρών, ο αναιρεσείων ζήτησε να του απονεμηθεί από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. κύρια σύνταξη γήρατος, με την ιδιότητα του χήρου με ανήλικο παιδί. Με την …/25.8.2014 απόφαση της Διευθύντριας του Τοπικού Υποκαταστήματος Σερρών η αίτησή του αυτή απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων κατά τον χρόνο υποβολής της είχε μεν συμπληρώσει το 50ό έτος της ηλικίας του, είχε ανήλικο παιδί, είχε πραγματοποιήσει περισσότερες από 5.500 ημέρες ασφάλισης που απαιτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 (για τις ασφαλισμένες μητέρες και τους χήρους πατέρες ανήλικων παιδιών), δεν ήταν συνταξιούχος του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. ή άλλου οργανισμού κύριας ασφάλισης (κατά τη σχετική υπεύθυνη δήλωσή του), δεν είχε όμως την ιδιότητα του χήρου, εφόσον μετά τον θάνατο της συζύγου του είχε συνάψει δεύτερο γάμο, ανεξάρτητα αν αυτός είχε ακολούθως λυθεί.
Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε, ενώπιον της Τ.Δ.Ε. του ως άνω Υποκαταστήματος, την …/22.9.2014 ένστασή του, με την οποία υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 144 του ν. 3655/2008, διότι μετά τη λύση του δεύτερου γάμου του ασκούσε και πάλι αποκλειστικά αυτός την επιμέλεια του ανήλικου παιδιού του και άρα κατ’ ουσίαν παρέμενε χήρος. Με την συν …/16.10.2014 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του ως άνω Υποκαταστήματος, απορρίφθηκε, μεταξύ άλλων, η ένσταση αυτή. Κατά της απόφασης αυτής της Τ.Δ.Ε. ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών, η οποία έγινε δεκτή με την πρωτόδικη απόφαση, κατά το μέρος που αφορούσε την απόρριψη της ως άνω ένστασής του.
Κατά της πρωτόδικης απόφασης και κατά το μέρος της με το οποίο είχε γίνει δεκτή η προσφυγή του αναιρεσείοντος, ο Ε.Φ.Κ.Α. άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία έγινε δεκτή με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έλαβε υπόψη ότι ο αναιρεσείων, ο οποίος περιήλθε σε κατάσταση χηρείας μετά τον θάνατο, το έτος 1999, της πρώτης συζύγου του και μητέρας του ανήλικου παιδιού του, συνήψε ακολούθως, το έτος 2006, δεύτερο γάμο με συνέπεια να απωλέσει την ιδιότητα του χήρου, ιδιότητα η οποία δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αναβίωσε μετά την λύση, με διαζύγιο, του δεύτερου γάμου του το έτος 2012. Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο αναιρεσείων κατά τον κρίσιμο χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης (21.11.2012) δεν είχε πλέον την ιδιότητα του χήρου, ώστε να δικαιούται σύνταξης με βάση τη διάταξη του άρθρου 144 του ν.3655/2008, η οποία, ως εξαιρετική, δεν μπορούσε να τύχει επεκτατικής εφαρμογής, και ότι αυτό δεν προσέκρουε σε οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη ή σε άλλους υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου (όπως το ενωσιακό δίκαιο και η Ε.Σ.Δ.Α.).
Με τις σκέψεις δε αυτές το δικάσαν διοικητικό εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι ο αναιρεσείων δεν δικαιούνταν να λάβει σύνταξη από τον Ε.Φ.Κ.Α. ως διαζευγμένος πατέρας ανήλικου τέκνου. Περαιτέρω δε, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκανε δεκτή την έφεση του Ε.Φ.Κ.Α και εξαφάνισε κατά το προσβαλλόμενο μέρος της την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχαν γίνει δεκτά τα αντίθετα, κρίνοντας παράλληλα ότι, υπό τα δεδομένα αυτά, παρείλκε ως αλυσιτελής η αναπομπή της υπόθεσης στον ασφαλιστικό φορέα προς διερεύνηση της συνδρομής ή μη και των λοιπών προϋποθέσεων προς απονομή της ένδικης σύνταξης. Ακολούθως, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δίκασε και απέρριψε, κατά το αντίστοιχο μέρος, για τον ίδιο ως άνω λόγο, την προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της ως άνω απόφασης της Τ.Δ.Ε.
- Επειδή, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης στις 12.6.2020 και, επομένως, ως εκ του χρόνου άσκησής της, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Περαιτέρω, με την αίτηση αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά η οποία αφορά θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Συνεπώς, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 4, για το παραδεκτό της άσκησης της κρινόμενης αίτησης ο αναιρεσείων απαιτείται να προβάλει και να τεκμηριώσει, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει.
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προβάλλεται ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, καθώς και τις διατάξεις τόσο των άρθρων 4 (παρ. 1 και 2) και 116 του Συντάγματος όσο και της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, κρίνοντας ότι οι διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 3 περ. δ του αν.ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 144 παρ. 1 του ν. 3655/2008, δεν εφαρμόζονται και στους διαζευγμένους πατέρες ανηλίκων παιδιών από προηγούμενο γάμο που λύθηκε με το θάνατο της συζύγου, όπως εν προκειμένω ο αναιρεσείων, και ότι επομένως αυτοί δεν δικαιούνται να λάβουν, υπό την ιδιότητά τους αυτή, κύρια σύνταξη γήρατος, εφόσον βεβαίως συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις απονομής των συντάξεων αυτών. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της υπό κρίσης αίτησης, προβάλλεται, βασίμως, ότι δεν υπήρχε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του ως άνω νομικού ζητήματος, κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως. Επομένως, η αίτηση αυτή ασκείται παραδεκτώς από την άποψη της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, όσον αφορά τον ως άνω προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, εφόσον δε ασκείται παραδεκτώς και κατά τα λοιπά, είναι, περαιτέρω, εξεταστέα ως προς το βάσιμο του ανωτέρω λόγου αναίρεσης.
- Επειδή, στην παρ. 5 του άρθρου 22 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με την ανωτέρω διάταξη ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφάλισης με γνώμονα την κάλυψη ολόκληρου του εργαζομένου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Ανέθεσε δε την εξειδίκευσή της, ανάλογα με τις περιστάσεις, στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, υποκείμενος μόνο σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (βλ. Σ.τ.Ε. 2180/2004 Ολ., 2200/2010 Ολ., 596, 598/2024).
- Επειδή, εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Όπως έχει παγίως κριθεί, η αρχή της ισότητας αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη όσο και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη και στην κατ’ εξουσιοδότηση νόμου κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. Σ.τ.Ε. 1252-1253/2003 Ολ., 2180/2004 Ολ., 3010/2014 Ολ., 1010/2022, 596, 598/2024).
- Επειδή, στο άρθρο 28 παρ. 3 περ. δ του αν.ν. 1846/1951 (Α´ 179), όπως η περ. αυτή αντικαταστάθηκε, αρχικώς, με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (Α´ 138), τροποποιήθηκε, στη συνέχεια, με την παρ. 1 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 (Α´ 58) και το τέταρτο εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 3816/2010 (Α´ 6), ορίζονται τα εξής: «Ασφαλισμένη μητέρα με ανήλικα παιδιά ή παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας που είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, η οποία έχει πραγματοποιήσει χρόνο ασφάλισης 5.500 ημερών και δεν λαμβάνει σύνταξη από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή άλλο οργανισμό κύριας ασφάλισης, δικαιούται πλήρη σύνταξη γήρατος με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας της. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις και συμπληρώνεται το 50ό έτος της ηλικίας δικαιούται σύνταξη μειωμένη κατά ποσοστό 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από το απαιτούμενο πλήρες όριο ηλικίας συνταξιοδότησης. Στην περίπτωση λήψης μειωμένης σύνταξης το ποσό αυτής δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το κάθε φορά κατώτατο όριο συντάξεων. Για τις μητέρες ανηλίκων παιδιών, το ανωτέρω προβλεπόμενο όριο ηλικίας για λήψη μειωμένης σύνταξης καταργείται σταδιακά, με την αύξηση αυτού κατά ένα χρόνο, από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής ορίου ηλικίας για λήψη πλήρους σύνταξης. Το δικαίωμα σε σύνταξη θεμελιώνεται με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας, εφόσον τόσο η ανηλικότητα του παιδιού όσο και ο συντάξιμος χρόνος συντρέχουν αθροιστικά κατά τη συμπλήρωση του 50ού ή σε ένα από τα επόμενα έτη και μέχρι τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας της μητέρας. Στην περίπτωση της σταδιακής κατάργησης του ορίου ηλικίας για λήψη μειωμένης σύνταξης, το δικαίωμα σε σύνταξη θεμελιώνεται με τη συμπλήρωση του εκάστοτε ισχύοντος ορίου ηλικίας, η δε ανηλικότητα του παιδιού και η συμπλήρωση του συντάξιμου χρόνου αναζητείται από το 50ό, μέχρι το εκάστοτε ισχύον όριο.
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται και στους λοιπούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, όπου από τις κείμενες διατάξεις της νομοθεσίας τους προβλέπεται η συνταξιοδότηση γυναικών με ανήλικα παιδιά». Περαιτέρω, στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 144 του ίδιου ν. 3655/2008 ορίζεται ότι: «Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και στους χήρους πατέρες ανηλίκων παιδιών». Εξάλλου, στο άρθρο 10 παρ. 17 του ν. 3863/2010 (Α´ 115) ορίζονται τα εξής: «α) … β) Το όριο ηλικίας που προβλέπεται για τη συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μέχρι 31.12.1992 μητέρων ανηλίκων τέκνων, καθορίζεται από 1.1.2011 στο 57ο έτος της ηλικίας, από 1.1.2012 στο 60ο έτος και από 1.1.2013 στο 65ο έτος. Το όριο ηλικίας για λήψη μειωμένης σύνταξης καθορίζεται αντίστοιχα από 1.1.2011 στο 52ο έτος, από 1.1.2012 στο 55ο έτος και από 1.1.2013 στο 60ο έτος. γ) … ε) … Στις ανωτέρω περιπτώσεις α΄, β΄, … σταδιακής αύξησης του ορίου ηλικίας η ασφαλισμένη μητέρα ακολουθεί το όριο ηλικίας όπως διαμορφώνεται σύμφωνα με τα παραπάνω και ισχύει κατά τη συμπλήρωση του απαιτούμενου συντάξιμου χρόνου, εφόσον συντρέχει και η ανηλικότητα του παιδιού. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και στους χήρους πατέρες ανηλίκων παιδιών … ζ) …». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1510 του Α.Κ. (π.δ. 456/1984, Α´ 164), «Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου … Σε περίπτωση όπου η γονική μέριμνα παύει λόγω θανάτου … του ενός γονέα, η γονική μέριμνα ανήκει αποκλειστικά στον άλλο. …».
- Επειδή, με τις διατάξεις της περ. δ της παρ. 3 του άρθρου 28 του αν.ν. 1846/1951, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με τους νόμους 3655/2008 και 3816/2010, ο νομοθέτης, ασκώντας την ευχέρεια που του παρέχεται από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος και κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων περί θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, διατήρησε το ευεργετικό για τις ασφαλισμένες του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (μετέπειτα e-E.Φ.Κ.Α.) ως μητέρες με ανήλικα παιδιά καθεστώς πρόωρης συνταξιοδότησης, το οποίο λειτουργούσε ως κίνητρο για την ένταξή τους στην αγορά εργασίας και ως επιβράβευση από κοινωνικοασφαλιστικής πλευράς του διπλού ρόλου της γυναίκας, η οποία συνδύαζε τη μητρότητα με την απασχόληση και, περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τις νεότερες συνθήκες που δημιουργήθηκαν, όπως τα επιπλέον κίνητρα που παρέχονται στις εργαζόμενες μητέρες (αναγνώριση ως συντάξιμου χρόνου του χρόνου κυοφορίας και λοχείας κ.ά.) και έχουν θεσπιστεί για την ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας (καταβολή μειωμένων εισφορών για κάθε παιδί κ.ά.), εισήγαγε νέες συμπληρωματικές ρυθμίσεις (βλ. σχετικώς τις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις των άρθρων 144 του ν. 3655/2008 και 13 του ν. 3816/2010).
Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 144 παρ. 1 του ν. 3655/2008 ο νομοθέτης επανέλαβε τις μέχρι τότε ισχύουσες ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη χορήγηση μειωμένης ή πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος σε ασφαλισμένη του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (μετέπειτα e-E.Φ.Κ.Α.) ως μητέρα με ανήλικα παιδιά, δηλαδή τη συμπλήρωση ενός ελάχιστου ορίου ηλικίας (50ού ή 55ου έτους της ηλικίας, αντιστοίχως) και χρόνου ασφάλισης (5.500 ημέρες ασφάλισης ή 25 έτη ασφάλισης), καθώς και τη μη λήψη άλλης σύνταξης από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή άλλο φορέα κοινωνικής ασφάλισης (εδάφια πρώτο και δεύτερο της περ. δ της παρ. 3 του άρθρου 28 του αν.ν. 1846/1951) και, επιπλέον, έδωσε τη δυνατότητα στην ασφαλισμένη μητέρα να συνταξιοδοτηθεί στο 55ο έτος της ηλικίας της, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η ανηλικότητα του παιδιού και ο συντάξιμος χρόνος συντρέχουν αθροιστικά σε κάποιο από τα έτη ηλικίας μεταξύ του 50ού και του 55ου (εδάφιο πέμπτο της περ. δ). Επίσης, με το τέταρτο εδάφιο της περ. δ της παρ. 3 του άρθρου 28 του αν.ν. 1846/1951 θεσπίστηκε η σταδιακή κατάργηση (από 1.1.2011) του ορίου ηλικίας για τη χορήγηση σε ασφαλισμένη μητέρα του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με ανήλικο παιδί μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, ενώ με το έκτο εδάφιο της ίδιας περ. δ προβλέφθηκε η δυνατότητα στην περίπτωση αυτή η ασφαλισμένη μητέρα να συνταξιοδοτηθεί με τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου κάθε φορά ορίου ηλικίας, εφόσον η ανηλικότητα του παιδιού και ο συντάξιμος χρόνος συντρέχουν αθροιστικά μεταξύ του 50ού και του έτους της ηλικίας που ισχύει κάθε φορά με βάση τη σταδιακή κατάργηση.
Περαιτέρω, από τη γραμματική διατύπωση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008, με το οποίο εισάγεται εξαιρετική ρύθμιση, προκύπτει ότι ο νομοθέτης επεξέτεινε την εφαρμογή των διατάξεων της περ. δ της παρ. 3 του άρθρου 28 του αν.ν. 1846/1951 και στους χήρους πατέρες με ανήλικα παιδιά και σε εκείνους, δηλαδή, που έχασαν τη σύζυγό τους, στην οποία, κατ’ αρχήν, αφορούσε η ανωτέρω ευεργετική (προνόμιο) διάταξη. Επομένως, κατά τη σαφή βούλησή του, ο νομοθέτης δεν χορήγησε τη δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης και στους -μη τελούντες σε χηρεία- πατέρες με ανήλικα παιδιά, ακόμη και αν αυτοί ασκούν αποκλειστικά τη γονική μέριμνα αυτών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση διαζευγμένου πατέρα στον οποίο περιέρχεται αυτοδικαίως, κατά το άρθρο 1510 Α.Κ., η αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας του ανήλικου παιδιού του λόγω θανάτου της πρώην συζύγου του (βλ. Σ.τ.Ε. 598/2024).
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση πατέρα ανήλικου παιδιού από γάμο που λύθηκε λόγω θανάτου της συζύγου του, εάν αυτός, ακολούθως, συνήψε δεύτερο γάμο, ο οποίος είχε λυθεί κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση. Τούτο δε διότι ο πατέρας αυτός κατά τον χρόνο υποβολής της ως άνω αίτησης είχε πλέον την ιδιότητα του διαζευγμένου και όχι εκείνη του χήρου με ανήλικο παιδί. Υπέρ της ερμηνευτικής αυτής εκδοχής συνηγορεί και το γεγονός ότι, παρά το ότι από την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας επί του άρθρου 144 του οικείου νομοσχεδίου προκύπτει ότι είχε προταθεί να επεκταθεί η εφαρμογή των ευεργετικών για τις μητέρες με ανήλικα παιδιά ως άνω συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων, εκτός από τους χήρους άνδρες με ανήλικα παιδιά και στους διαζευγμένους άνδρες, οι οποίοι έχουν την επιμέλεια των ανήλικων παιδιών τους με δικαστική απόφαση, τελικώς, η πρόταση αυτή δεν υιοθετήθηκε [βλ. σχετικώς τα Πρακτικά της Βουλής (Ολομέλεια), συνεδρίαση ΡΘ´ της 20.3.2008, σελ. 6869].
Εξάλλου, όπου ο νομοθέτης θέλησε οι ευεργετικές ρυθμίσεις για την πρόωρη συνταξιοδότηση ασφαλισμένων μητέρων με ανήλικα παιδιά να εφαρμόζονται εκτός από τους χήρους και στους διαζευγμένους πατέρες με ανήλικα παιδιά, το όρισε ρητά (βλ. ενδεικτικώς το άρθρο 144 παρ. 6 του ίδιου ν. 3655/2008). Πέραν των ανωτέρω, οι διαζευγμένοι πατέρες με ανήλικα παιδιά από προηγούμενο γάμο, ακόμη και αν αυτοί ασκούν αποκλειστικά τη γονική μέριμνα αυτών λόγω θανάτου της μητέρας τους, δεν τελούν, εν πάση περιπτώσει, υπό τις ίδιες συνθήκες με τους χήρους πατέρες με ανήλικα παιδιά. Ως εκ τούτου, η ως άνω εξαιρετική ρύθμιση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008, καθ’ ο μέρος δεν περιλαμβάνει και τους διαζευγμένους πατέρες με ανήλικα παιδιά από προηγούμενο γάμο, έστω και αν αυτοί ασκούν αποκλειστικά τη γονική μέριμνα αυτών λόγω θανάτου της μητέρας τους, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε σε οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διάταξη (βλ. Σ.τ.Ε. 596, 598/2024).
- Επειδή, η προπαρατεθείσα κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι ο αναιρεσείων δεν δικαιούνταν, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής του για την απονομή κύριας σύνταξης λόγω γήρατος, στις 21.11.20112, την προστασία που απολαμβάνουν, σύμφωνα με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008, οι χήροι πατέρες με ανήλικα παιδιά, είναι ορθή και νόμιμη. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, οι ευεργετικές συνταξιοδοτικές διατάξεις της περ. δ της παρ. 3 του άρθρου 28 του αν.ν. 1846/1951 δεν εφαρμόζονται και σε διαζευγμένους πατέρες με ανήλικα παιδιά από προηγούμενο γάμο, έστω και αν αυτοί ασκούν αποκλειστικά τη γονική μέριμνα αυτών λόγω θανάτου της μητέρας τους. Συνεπώς, ο αναιρεσείων, ο οποίος, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από το δικάσαν διοικητικό εφετείο, όταν υπέβαλε την αίτηση για απονομή σύνταξης γήρατος είχε την ιδιότητα του διαζευγμένου πατέρα με ανήλικο παιδί και όχι εκείνη του χήρου, αφού μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του και μητέρας του ανήλικου παιδιού της είχε συνάψει δεύτερο γάμο που είχε ήδη λυθεί, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 144 παρ. 1 του ν. 3655/2008, χωρίς τούτο να προσκρούει σε οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη. Τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση και με τα από 20.5.2024 και 23.5.2024 υπομνήματα του αναιρεσείοντος, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Περαιτέρω, οι διατάξεις της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19.12.1978 «περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως», τις οποίες ο αναιρεσείων επικαλείται με την κρινόμενη αίτησή του προκειμένου να τύχει εφαρμογής και στην περίπτωσή του η περ. δ της παρ. 3 του άρθρου 28 του αν.ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 144 παρ. 1 του ν. 3655/2008, δεν εφαρμόζονται στην ένδικη υπόθεση, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται.
Και τούτο διότι, ναι μεν οι πιο πάνω διατάξεις του ενωσιακού δικαίου απαγορεύουν τη διάκριση λόγω φύλου, πλην όμως, κατά τα προεκτεθέντα, με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 ο νομοθέτης επεξέτεινε το δικαίωμα ασφαλισμένης μητέρας με ανήλικα παιδιά για πρόωρη συνταξιοδότηση από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και στους ασφαλισμένους πατέρες με ανήλικα παιδιά, εφόσον είναι χήροι.
Με τα δεδομένα αυτά, από την μη επέκταση του ως άνω συνταξιοδοτικού ευεργετήματος και στους διαζευγμένους πατέρες με ανήλικα παιδιά από προηγούμενο γάμο, έστω και αν αυτοί ασκούν αποκλειστικά τη γονική μέριμνα αυτών λόγω θανάτου της μητέρας τους, δεν γεννάται ζήτημα διάκρισης λόγω φύλου, ώστε η έννομη κατάσταση του αναιρεσείοντος να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ (πρβ. Σ.τ.Ε. 598/2024).
- Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
- Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι ο αναιρεσείων πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) (άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ. 18/1989).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Και
Απαλλάσσει τον αναιρεσείοντα από τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α), κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2024
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Ο Γραμματέας
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Ιουλίου 2024.
Η Πρόεδρος του Α´ Θερινού Τμήματος Ο Γραμματέας