Πρόστιμα για κακοποίηση ζώων συντροφιάς άρ. 21 παρ. 1 περ. 39 ν. 4039/2012-Αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση εκκρεμούσης της διοικητικής δίκης-Ne bis in idem-Προϋποθέσεις-Μη δέσμευση διοικητικού δικαστή προς ακύρωση της διοικητικής κύρωσης όταν η ποινική κύρωση δεν είναι ανάλογη της παράβασης-Εκ του νόμου προσδιορισμός προστίμου 30.000 ευρώ ανά ζώο-Δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας-Απορρίπτει την αναίρεση
ΣτΕ Δ΄ 1514/2025
Πρόεδρος: Ευθ. Αντωνόπουλος, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Δ. Μαυροπόδη, Πάρεδρος
Αναίρεση επί διαφοράς προστίμων για κακοποίηση και θανάτωση ζώων συντροφιάς κατ’ άρ. 16 περ. α και 21 παρ. 1 περ. 39 ν. 4039/2012. -Οι ποινικές και διοικητικές διαδικασίες επιβολής κυρώσεων που προβλέπονται για τις παραβάσεις του άρ. 16 περ. α είναι διακριτές και δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, η δε διοικητική κύρωση (πρόστιμο 30.000 ευρώ ανά ζώο και περιστατικό), τιμωρητικού κυρίως σκοπού, είναι «ποινικής» κατ’ ουσίαν φύσης (κριτήρια νομολογίας Engel). -Συνεπώς, αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση για τις ίδιες παραβάσεις που εκδίδεται εκκρεμούσης της διοικητικής δίκης δεσμεύει τον διοικητικό δικαστή, κατ’ εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, να ακυρώσει τη διοικητική κύρωση, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι η ποινική κύρωση που έχει επιβληθεί είναι αποτελεσματική, ανάλογη της παράβασης και αποτρεπτική. -Εντός της κατά το νόμο και το Σύνταγμα εξουσίας του, ο διοικητικός δικαστής εξετάζει την προϋπόθεση αυτή που άπτεται της νομιμότητας της επιβολής και επιμέτρησης της διοικητικής κύρωσης. -Κατ’ εφαρμογή πρόσφορων κριτηρίων (ύψος ποινής, μη επιβολή χρηματικής ποινής, αναστολή εκτέλεσης) το δικάσαν δικαστήριο εκτίμησε ότι η ποινική κύρωση ήταν ιδιαζόντως ελαφριά, μη ικανή να καταστείλει αποτελεσματικά τις σοβαρές διοικητικές παραβάσεις της κακοποίησης ζώων σε εννέα περιπτώσεις και κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων έκρινε ότι η ποινική απόφαση δεν παράγει δέσμευση προς ακύρωση, άνευ ετέρου, της διοικητικής κύρωσης προβαίνοντας σε περαιτέρω εξέταση της συμβατότητάς της με την αρχή της αναλογικότητας. – Ο νομοθέτης εισήγαγε ένα πλήρες σύστημα κυρώσεων για τις παραβάσεις των κανόνων ευζωίας των ζώων συντροφιάς, προβλέποντας για κάθε παράβαση και το επιβλητέο πρόστιμο, ανάλογα με το είδος και τη βαρύτητα κάθε κατηγορίας κολαζόμενης παράβασης σε συνάρτηση με τη σπουδαιότητα του εκάστοτε διακυβευόμενου έννομου αγαθού, ενσωματώνοντας τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας σε επίπεδο νόμου. Ειδικώς, για τις περιπτώσεις βασανισμού και κακοποίησης των ζώων -ήτοι εμβίων όντων που συναισθάνονται, πονούν και υποφέρουν- υπό τις ειδεχθείς συνθήκες που περιγράφονται ενδεικτικώς στο άρθρο 16 περ. α επιφύλαξε, ενόψει της φύσης, της σοβαρότητας και της ηθικής απαξίας τους, την αυστηρότερη των κυρώσεων, ήτοι πρόστιμο ανελαστικού ύψους 30.000 ευρώ για κάθε ζώο και για κάθε περιστατικό, αρκούντος αποτρεπτικό ώστε να παταχθεί η συνεχιζόμενη κακοποίηση των ζώων και να επιτευχθεί ο δημοσίου συμφέροντος σκοπός της προστασίας τους σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας. Ορθή η ερμηνεία του δικάσαντος εφετείου ότι το εκ του νόμου προβλεπόμενο πρόστιμο δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. -Απορρίπτει την αναίρεση.