ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ2

ΕΔΑΔ: ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. ΠΕΝΤΑΕΤΗΣ Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΤΩΝ Δ.Υ. Η ΤΟΚΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΦΕΙΛΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ (ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗ).
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ (Νο2)


(Αριθμός Προσφυγής 36963/06)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
25 Ιουνίου 2009
Η απόφαση αυτή θα καταστεί οριστική, υπό τους όρους του άρθρου 44 § 2 της Σύμβασης. Δύναται να υποστεί διορθώσεις σχετικές με τη μορφοποίησή της.
Στην υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας (Νο2),
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (πρώτο τμήμα), συνήλθε σε τμήμα, αποτελούμενο από τους:
Nina Vajić, Πρόεδρο,
Χρήστο Ροζάκη,
Khanlar Hajiyev,
Dean Spielmann,
Sverre Erik Jebens,
Giorgio Malinverni,
Γεώργιο Νικολάου, Δικαστές,
και από τον Søren Nielsen, Γραμματεά του Τμήματος,
Αφού διασκέφθηκε σε τμήμα στις 4 Ιουνίου 2009,
Εκδίδει την παρούσα απόφαση, η οποία δημοσιεύεται την παρούσα ημερομηνία:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Στη βάση της υπόθεσης βρίσκεται προσφυγή (Αρ. 36963/06) στρεφόμενη κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, της οποίας ένας υπήκοος, ο κύριος Ιωάννης Ζουμπουλίδης («ο προσφεύγων») προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 11 Αυγούστου 2006, δυνάμει του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («η Σύμβαση»).
2. Ο προσφεύγων εκπροσωπείται από την κυρία Β. Σκορδάκη, Δικηγόρο Αθηνών. Η ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπείται από τους κυρίους Κ. Γεωργιάδη, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και Ι. Μπακόπουλο, ελεγκτή στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
3. Στις 8 Ιανουαρίου 2008, ο Πρόεδρος του πρώτου τμήματος αποφάσισε να κοινοποιήσει την προσφυγή στην Κυβέρνηση. Όπως προβλέπει το άρθρο 29 § 3 της Σύμβασης, αποφάσισε επίσης ότι το τμήμα θα αποφανθεί ταυτόχρονα επί του παραδεκτού και της ουσίας της προσφυγής.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Ι. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
4. Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1960 και κατοικεί στην Πράγα
Α. Περιεχόμενο της υπόθεσης
5. Ο προσφεύγων είναι δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Εξωτερικών. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο ανήλικων τέκνων. Μεταξύ του 1993 και του 2002, εργαζόταν ως θυρωρός στην ελληνική πρεσβεία στο Βερολίνο, δυνάμει σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
6. Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας για την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών, η αμοιβή των υπαλλήλων του Υπουργείου περιλαμβάνει το βασικό μισθό, στον οποίο προστίθενται τα επιδόματα και οι προσαυξήσεις. Στον προσφεύγοντα, που λάμβανε το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, δεν καταβάλλονταν οι προσαυξήσεις του, λόγω των τέκνων του. Το Υπουργείο αρνιόταν να του καταβάλει τις άνω προσαυξήσεις, βασιζόμενο στις υπουργικές αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1988 και της 17ης Μαρτίου 1993 (οι οποίες ελήφθησαν δυνάμει του ν. 419/1979), οι οποίες εισήγαγαν διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων που εργάζονταν υπό καθεστώς σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και των υπολοίπων υπαλλήλων.
7. Στις 22 Μαΐου 1998 ο προσφεύγων προσέφυγε στα εθνικά πολιτικά Δικαστήρια, αιτούμενος να του καταβληθούν οι προσαυξήσεις του επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή, από την 1η Ιανουαρίου 1993 έως και τις 31 Μαΐου 1998. Κατ’ εφαρμογή του νέου νόμου 2594/1998, ο οποίος καταργούσε τη διάκριση μεταξύ υπαλλήλων εργαζόμενων υπό καθεστώς σύμβασης εργασίας ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, ο προσφεύγων αναγνωρίσθηκε ως δικαιούχος του δικαιώματος λήψης των προσαυξήσεων του επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή για τα τέκνα του για την περίοδο από τις 24 Μαρτίου 1998 μέχρι τις 31 Μαΐου 1998 (απόφαση 1143/2001 του Αρείου Πάγου της 15ης Ιουνίου 2001).
Β. Η διαδικασία ενώπιον των Δικαστηρίων
8. Στις 19 Νοεμβρίου 2001 άσκησε αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζητώντας να του καταβληθούν οι προσαυξήσεις της πρόσθετης παροχής εκπατρισμού, για χρονικό διάστημα από της 1η Ιουνίου 1998 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001, ανερχόμενες συνολικά στις 65.432 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, υπολογιζόμενο από την ημέρα κατά την οποία οι άνω προσαυξήσεις κατέστησαν απαιτητές.
9. Στις 19 Ιουνίου 2002 το Μονομελές Πρωτοδικείο δικαίωσε τον προσφεύγοντα (Απόφαση 1509/2002)
10. Στις 27 Σεπτεμβρίου 2002 το Δημόσιο άσκησε Έφεση κατά της άνω απόφασης.
11. Στις 10 Σεπτεμβρίου 2003 το Εφετείο Αθηνών εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση, εξέτασε εκ νέου την υπόθεση επί της ουσίας της και έκανε εν μέρει δεκτή την Αγωγή του προσφεύγοντα. Εν πρώτοις, το Εφετείο παρατήρησε ότι η απόφαση 1143/2001 του Αρείου Πάγου, ο οποίος έκρινε επί του συζητούμενου θέματος, είχε αμετάκλητα κρίνει ότι ο προσφεύγων είχε πράγματι το δικαίωμα για τη λήψη των άνω προσαυξήσεων από τις 24 Μαρτίου 1998 και μετά. Εν συνεχεία το Εφετείο θεώρησε ότι οι απαιτήσεις του προσφεύγοντα για την περίοδο από 1η Ιουνίου μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1998 είχαν παραγραφεί, λόγω της διετούς παραγραφής του άρθρου 90 § 3 του νόμου 2362/1995 (βλέπε παράγραφο 16 παρακάτω). Τέλος το Εφετείο αποφάσισε ότι ο προσφεύγων είχε δικαίωμα να αξιώσει τις απαιτήσεις του για τη χρονική περίοδο από 1η Ιανουαρίου 1999 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2001, με το νόμιμο τόκο, υπολογιζόμενο από την ημερομηνία επίδοσης της Αγωγής του στο Δημόσιο (Απόφαση 6819/2003).
12. Στις 23 Δεκεμβρίου 2003 ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση. Αφενός υποστήριξε ότι το προνόμιο του Δημοσίου, που απέρρεε από την εφαρμογή της διετούς παραγραφής προσέκρουε στην αρχή της ισότητας, καθώς και στο δικαίωμα του σεβασμού της περιουσίας, το οποίο εγγυάται το άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου. Υπ’ αυτή την έννοια υποστήριξε ότι η παραγραφή αυτή διαφοροποιείτο από την παραγραφή των αξιώσεων του Δημοσίου και ότι αυτές οι δύο διαφορετικές προθεσμίες, ανάλογα με την ταυτότητα του δικαιούχου δεν συμβιβαζόταν με την αρχή της ισότητας και το κράτος δικαίου. Αφετέρου ο προσφεύγων αμφισβήτησε τη συμβατότητα του κανόνα του υπολογισμού των νόμιμων τόκων των οφειλών του Δημοσίου από την ημερομηνία επίδοσης της Αγωγής σε αυτό, με το Σύνταγμα, τη Διεθνή Συνθήκη σχετικά με τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα το προνόμιο αυτό, το οποίο αποτελούσε διαχωρισμό από το κοινό εργατικό δίκαιο, δεν ήταν δικαιολογημένο.
13. Στις 24 Ιανουαρίου 2006 ο Άρειος Πάγος απέρριψε την Αίτηση Αναίρεσης (απόφαση 145/2006). Ειδικότερα, το ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ότι:
«Το άρθρο 90 § 3 του νόμου 2362/1995 το οποίο θεσπίζει σύντομη προθεσμία παραγραφής – διαφορετική από την παραγραφή ομοίων αξιώσεων (του ιδιωτικού δικαίου) – δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και την αρχή της ισότητας, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 4 του Συντάγματος, καθώς η ύπαρξη διαφορετικών κανόνων δικαιολογείται από τη φύση των συγκεκριμένων αξιώσεων και από το πρόβλημα της έγκαιρης ισοσκέλισης των οφειλών του Δημοσίου.
(…)
Απορρέει [από το άρθρο 21 του ν.δ. της 26ης Ιουνίου/ 10ης Ιουλίου 1944] ότι για τις περιπτώσεις χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, το τελευταίο υποχρεούται να καταβάλει τους νόμιμους τόκους, υπολογιζόμενους από την ημέρα κατά την οποία του κοινοποιήθηκε η Αγωγή, κατ εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες. Αυτό το καθεστώς (…) δικαιολογείται από λόγους γενικού δημόσιου συμφέροντος, οι οποίοι στοχεύουν στη μείωση των δαπανών του Δημοσίου στον τομέα αυτό (…) και [στοχεύουν στον να του επιτρέψουν] να αντιμετωπίσει άλλες δαπάνες σχετικές με κοινωνικές υπηρεσίες (…)»
14. Η απόφαση αυτή καθαρογράθηκε στις 14 Μαρτίου 2006.
ΙΙ. ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΓΙΕΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Α. Ο νόμος 2594/1998 σχετικά με τον Οργανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών
15. Το άρθρο 135 του νόμου 2594/1998 ορίζει:
«1. Ως αποδοχές των υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών νοούνται ο βασικός μισθός τους και όλα τα, κατά τις κείμενες διατάξεις, χορηγούμενα επιδόματα και προσαυξήσεις.
(…)
4. Προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα, παρέχεται σε συνάλλαγμα, ανεξαρτήτως των αποδοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση.
Β. Ο νόμος 2362/1995 για το Δημόσιο Λογιστικό
16. Οι σχετικές διατάξεις του ν. 2362/1995 ορίζουν:
Άρθρο 86
Παραγραφή Απαιτήσεων του Δημοσίου
(…)
2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήψη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία(…)
3. Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου που
α) απορρέει από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει (…)
(…)
ε) αφορά σε περιοδικές παροχές
(…)
παραγράφεται μετά εικοσαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η εν στενή εννοία βεβαίωση αυτής.
Άρθρο 90
Παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου
1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία (…)
(…)
3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις (…) παραγράφεται μετά διετία αυτό της γενέσεώς της.
(…)»
Γ. Το νομοθετικό διάταγμα της 26ης Ιουνίου και 10ης Ιουλίου 1944 που κωδικοποιεί τους νόμους σχετικά με τις δικαστικές διαμάχες του Δημοσίου
17. Το άρθρο 21 του άνω διατάγματος προβλέπει:
Νόμιμοι τόκοι
«Το ύψος των νομίμων τόκων για κάθε οφειλή του Δημοσίου ρυθμίζεται στο ποσοστό 6% ανά έτος (…). Οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται από την ημερομηνία κοινοποίησης της Αγωγής.»
Δ. Η νομολογία των ανώτατων Δικαστηρίων
18. Δυνάμει πάγιας νομολογίας του Αρείου Πάγου (ΑΠ (Ολ) 40/2002, ΑΠ 1682/2000, ΑΠ 945/2001, Α.Π. 854/2005), σχετικής με μισθούς, επιδόματα και λοιπές παροχές, ο εργοδότης πρέπει να θεωρείται ότι καθίσταται υπερήμερος υπό την έννοια του άρθρου 341 § 1 του Αστικού Κώδικα, εάν παρέλθει η δήλη ημέρα εκπλήρωσης της παροχής, που προβλέπεται από το άρθρο 655 του Αστικού Κώδικα και από την ημέρα αυτή θεωρείται υπόχρεος για καταβολή τόκων, υπολογιζόμενων από την ημέρα αυτή, δυνάμει του άρθρου 345 α) του Αστικού Κώδικα.
19. Δυνάμει της πάγιας νομολογίας του Αρείου Πάγου, η παραγραφή που προβλέπεται από το άρθρο 90 § 3 του ν. 2362/95 δεν προσκρούει στην αρχή της ισότητας, η οποία θεσπίζεται από το άρθρο 4 του ελληνικού Συντάγματος, καθόσον η ύπαρξη διαφορετικών κανόνων δικαιολογείται από τη φύση των σχετικών απαιτήσεων, λόγω του προβλήματος της έγκαιρης ισοσκέλισης των υποχρεώσεων του Δημοσίου και της εγγύησης της καλής λειτουργίας των δημοσιονομικών υπηρεσιών του Κράτους (ΑΠ 588/2007, 250/2006, 145/2006).
20. Με την απόφαση 3654/2008 της 12ης Δεκεμβρίου 2008 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι ο κανόνας της διετούς παραγραφής, σχετικά με τις απαιτήσεις μισθών, επιδομάτων και κάθε παροχής των εργαζομένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, είναι αντίθετος στο άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος. Το ανώτατο διοικητικό Δικαστήριο σημείωσε ότι η παραγραφή κάθε άλλης απαίτησης κατά των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου είναι πενταετής. Θεώρησε ότι το γεγονός ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι υπόκεινται σε διαφορετικό καθεστώς από του εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει αυτή τη διαφορετική αντιμετώπιση. Επιπλέον το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η παραγραφή των δύο ετών δεν δικαιολογείται από μόνη την επίκληση της ανάγκης προστασίας της περιουσίας των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Τέλος το ανώτατο διοικητικό Δικαστήριο παρατήρησε την αντίθεση αυτής της απόφασης με την νομολογία του Αρείου Πάγου επί του ίδιου θέματος και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου για να κρίνει οριστικά επί του ζητήματος. Προκύπτει από το φάκελο ότι η υπόθεση εκκρεμεί σήμερα ενώπιον του άνω Δικαστηρίου.
ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Ι. ΕΠΙ ΤΗΣ ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ 1ΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ.
21. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι ο καθορισμός συντομότερων προθεσμιών παραγραφής, από εκείνες που προβλέπονται στον αστικό κώδικα και ο υπολογισμός των τόκων από την ημερομηνία επίδοσης της Αγωγής στο Δημόσιο, κατ’ εξαίρεση από τους κανόνες του εργατικού δικαίου, μείωσε το ύψος των απαιτήσεών του, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από κανένα δημόσιο συμφέρον. Επικαλείται σχετικά το άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου που ορίζει:
«Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.
Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».
Α. Επί του παραδεκτού
22. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η προσφυγή δεν είναι απαράδεκτη κατά το άρθρο 35 § 3 της Σύμβασης. Κρίνει επίσης ότι δεν προσκρούει σε κάποιον άλλο λόγο απαραδέκτου. Συνεπώς την κρίνει παραδεκτή.
Β. Επί της ουσίας
1. Ισχυρισμοί των μερών
23. Η Κυβέρνηση υπενθυμίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου δεν προστατεύει τα «τρέχοντα» αγαθά/ Έτσι, κατά την άποψή της, η άνω διάταξη δεν εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση του προσφεύγοντα, καθόσον ο τελευταίος δεν είναι κάτοχος κάποιου «αγαθού», όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου. Κατά τη γνώμη της κυβέρνησης, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όπως αυτή ερμηνεύεται πάγια από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, ο προσφεύγων δεν θεμελιώνει κανένα δικαίωμα λήψης των προσαυξήσεων του επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή πέραν της διετούς περιόδου, που προβλέπει το άρθρο 90 § 3 του νόμου 2362/1995. Επιπλέον ο προσφεύγων δεν θεμελιώνει δικαίωμα λήψης τόκων πριν την ημερομηνία κοινοποίησης της Αγωγής του στο Δημόσιο. Αντιθέτως λοιπόν το ανώτατο εθνικό δικαστήριο απέρριψε όλα τα αιτήματά του αμετακλήτως, σύμφωνα με την πάγια σχετική νομολογία.
24. Συμπληρωματικά η Κυβέρνηση βεβαιώνει ότι το άρθρο 90 § 3 του νόμου 2362/1995, το οποίο περιορίζει την αξίωση των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, υπηρετεί ένα γενικό συμφέρον, το οποίο εν προκειμένω είναι το ζήτημα της έγκαιρης ισοσκέλισης των οφειλών του Δημοσίου και με τον τρόπο αυτό την αποφυγή υπερχρέωσης του προϋπολογισμού του Κράτους με απρόβλεπτες δαπάνες. Η κυβέρνηση προσθέτει ότι το διαφορετικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις απαιτήσεων του Δημοσίου κατά άλλων προσώπων δικαιολογείται από το γεγονός ότι στις περιπτώσεις αυτές το ανωτέρω αναφερθέν δημόσιο συμφέρον δεν διακυβεύεται. Περαιτέρω ο καθορισμός της ημερομηνίας από την οποία μπορούν να απαιτηθούν οι νόμιμοι τόκοι, από την κοινοποίηση της Αγωγής στο Δημόσιο, δικαιολογείται από το γενικό δημόσιο συμφέρον, που στόχο έχει τη μείωση των απρόβλεπτων δαπανών.
25. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι οι επίδικες διατάξεις, οι οποίες μείωσαν δυσανάλογα το ύψος των απαιτήσεών του, προσκρούουν στην αρχή του κράτους δικαίου. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα η δημοσιονομική πολιτική του Δημοσίου, την οποία επικαλείται η Κυβέρνηση σαν βάση για τη συμπεριφορά της, δεν συμμορφώνεται με κάποιον δημόσιο συμφέρον ούτε με περιορισμούς των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Επιπλέον ο προσφεύγων καταγγέλλει το γεγονός ότι εξαιτίας της εφαρμογής των επίδικων διατάξεων, τιμωρείται εξαιτίας της άρνησης της διοίκησης να του καταβάλει τις προσαυξήσεις του επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή, παρά την ύπαρξη της απόφασης 1143/2001 του Αρείου Πάγου, που έκρινε επί του ζητήματος.
2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου
26. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου περιλαμβάνει τρεις διαχωρισμένες αρχές: Η πρώτη, η οποία διατυπώνεται στην πρώτη φράση της πρώτης παραγράφου και έχει γενικό χαρακτήρα, θεσπίζει την αρχή του σεβασμού της περιουσίας. Η δεύτερη, η οποία εμφανίζεται στη δεύτερη φράση της ίδιας παραγράφου, προβλέπει τη στέρηση της ιδιοκτησίας, την οποία θέτει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Τέλος η τρίτη, η οποία διατυπώνεται στη δεύτερη παράγραφο, αναγνωρίζει στα Κράτη, μεταξύ άλλων, την εξουσία να ρυθμίζουν τη χρήση των αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον. Δεν πρόκειται ωστόσο για κανόνες που δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Η δεύτερη και η τρίτη αρχή σχετίζονται με ειδικότερα παραδείγματα στέρησης του δικαιώματος στην περιουσία. Έτσι λοιπόν θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της πρώτης διατυπωθείσας αρχής.
27. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια του «αγαθού», όπως διατυπώνεται στο πρώτο μέρος του άρθρου 1 του 1ου Πρωτοκόλλου, έχει αυτόνομη έννοια και δεν περιορίζεται στην ιδιοκτησία μόνο υλικών αγαθών. Σε κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται αν οι εκάστοτε συνθήκες, θεωρούμενες στο σύνολό τους, καθιστούν τον προσφεύγοντα δικαιούχο ενός πραγματικού δικαιώματος, προστατευόμενου από το άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου (Ιατρίδης κατά Ελλάδας [GC], nº 31107/96, § 54, CEDH 1999-II, Beyeler κατά Ιταλίας, [GC], nº 33202/96, § 100, CEDH 2000-I, και Broniowski κατά Πολωνίας [GC], nº 31443/96, § 129, CEDH 2004-V).
28. Στην προκείμενη περίπτωση ο προσφεύγων είχε δικαίωμα λήψης προσαυξημένου του επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή που λάμβανε, δυνάμει του ν. 2594/1998, ο οποίος προέβλεπε με σαφήνεια ότι το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, προσαυξημένη κατ’ ανάλογο ποσοστό για οικογενειακούς λόγους και για την κατοικία, πρέπει να καταβάλλεται σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους που υπηρετούν στο εξωτερικό (βλ. ανωτέρω παράγραφο 15). Το δικαίωμα αυτό του προσφεύγοντα , το οποίο αρχικά απορρίφθηκε, τελικώς αναγνωρίστηκε οριστικά στον προσφεύγοντα δια των αποφάσεων 1143/2001 του Αρείου Πάγου και 6819/2003 του Εφετείου Αθηνών (βλ. παραγράφους 7 και 11 ανωτέρω). Συνεπάγεται ότι ο προσφεύγων είχε θεμελιώσει μια αξίωση βέβαιη και απαιτητή να λαμβάνει τις προσαυξήσεις της πρόσθετης παροχής εκπατρισμού, που απέρρεαν από τη σύμβαση εργασίας του (Angelov κατά Βουλγαρίας, no 44076/98, § 35, 22 Απριλίου 2004, et Ελληνικά Διυλιστήρια Stran και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδας, 9 Δεκεμβρίου 1994, § 59, σειρά A no 301-B).
29. Ομοίως, τα εθνικά δικαστήρια αναγνώρισαν ότι οι οφειλές του Δημοσίου προς τον προσφεύγοντα θα έπρεπε να προσαυξηθούν νομιμοτόκως για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Θεμελίωσαν έτσι προς όφελος του προσφεύγοντα μία αξίωση έντοκη, υποκείμενη σε παραγραφή, η οποία ήταν επαρκώς θεμελιωμένη για να καταστεί απαιτητή (βλέπε υπό την ίδια έννοια, Eko-Elda AVEE κατά Ελλάδας, nº 10162/02, CEDH 2006 -IV). Με τον τρόπο αυτό το άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου βρίσκει εφαρμογή στην υπόθεση.
30. Ωστόσο ο προσφεύγων δεν αποζημιώθηκε πλήρως για τη μη καταβολή των άνω πρόσθετων παροχών, για την επίδικη χρονική περίοδο, λόγω της εφαρμογής από τα εθνικά δικαστήρια, ειδικών διατάξεων ενός νόμου σχετικού με τους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίες εισάγουν εξαιρέσεις στο αστικό και εργατικό δίκαιο και οι οποίες παρέχουν στο Δημόσιο προνομιακή μεταχείριση. Το τιθέμενο ερώτημα λοιπόν είναι εάν η εφαρμογή των ειδικών διατάξεων, οι οποίες μείωσαν το ύψος των αξιώσεων του προσφεύγοντα, ήταν δικαιολογημένη για λόγους δημοσίου συμφέροντος και εάν (η εφαρμογή ειδικών διατάξεων) σεβάστηκε την δίκαιη ισορροπία που πρέπει να τηρείται μεταξύ της διασφάλισης του δικαιώματος στην περιουσία και όσα επιτάσσει το δημόσιο συμφέρον.
31. Το Δικαστήριο σημειώνει καταρχάς ότι μόνο το γεγονός ότι οι αξιώσεις του προσφεύγοντα υπόκεινται σε παραγραφή δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα υπό το πρίσμα της Σύμβασης. Ο θεσμός της παραγραφής είναι κοινό χαρακτηριστικό των δικαιικών συστημάτων των συμβαλλόμενων Κρατών, το οποίο στοχεύει στη εγγύηση της δικαστικής ασφάλειας, ορίζοντας ένα ορισμένο πλαίσιο για την άσκηση της αγωγής, και στην αποτροπή αδικιών, η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί αν τα δικαστήρια καλούνταν να αποφανθούν σχετικά με περιστατικά που συνέβησαν στο μακρινό παρελθόν (J.A. Pye (Oxford) Ltd et J.A. Pye (Oxford) Land Ltd κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], no 44302/02, § 68, CEDH 2007-…. ; Stubbings και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 22 Οκτωβρίου 1996, § 51, Συλλογή Αποφάσεων 1996-IV).
32. Εντούτοις το Δικαστήριο σημειώνει ότι η διετής παραγραφή συνιστά μία εξαίρεση στο αστικό δίκαιο, το οποίο διέπει κατά κανόνα τις εργατικές διαφορές και το οποίο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις απαιτήσεων κατά του Δημοσίου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το άρθρο 86 του ν. 2362/1995 προβλέπει προθεσμίες παραγραφής που κυμαίνονται μεταξύ πέντε και είκοσι ετών (βλέπε παραπάνω παράγραφο 16). Με άλλα λόγια η προθεσμία εντός της οποίας το Δημόσιο μπορεί να διεκδικήσει τις αξιώσεις του είναι περισσότερο από δύο και δέκα φορές μακρύτερη αντιστοίχως, σε σχέση με τις προθεσμίες που προβλέπονται για τις απαιτήσεις κατά του Δημοσίου.
33. Το Δικαστήριο εξετάζει τον βασικό ισχυρισμό της Κυβέρνησης, ο οποίος επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, όχι όμως και από την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ανωτέρω παράγραφο 20), ήτοι ότι η προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου, ως προς την προθεσμία παραγραφής των οφειλών του προς τους ιδιώτες, είναι δικαιολογημένη για δύο κύριους λόγους: πρώτον τη δυσκολία ισοσκέλισης των οφειλών του και δεύτερον την αποφυγή υπερχρέωσης του προϋπολογισμού του από απρόβλεπτες δαπάνες.
34. Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο παρατηρεί, καταρχάς, ότι η παρούσα υπόθεση αφορά μια εργατική διαφορά σχετιζόμενη με την καταβολή προσαυξήσεων μίας πρόσθετης παροχής εκπατρισμού σε έναν υπάλληλο του Δημοσίου. Το Δικαστήριο κρίνει ότι ακόμη και αν ο προσφεύγων ήταν τοποθετημένος σε μία δημόσια διοικητική υπηρεσία, το Δημόσιο ενήργησε στην συγκεκριμένη περίπτωση σαν οποιοσδήποτε άλλος ιδιώτης εργοδότης.
35. Βεβαίως, είναι αληθές ότι ακόμη και στο πλαίσιο διαδικασιών ιδιωτικού δικαίου η Διοίκηση μπορεί να εκτελεί αποστολές δημόσιου δικαίου. Κατά συνέπεια τα προνόμια και οι ασυλίες θα της ήταν εν τέλει χρήσιμα για την επίτευξη των άνω ρόλου της. Παρόλα αυτά, μόνη η ιδιότητα της υπαγωγής (ΣτΜ του υπαλλήλου) στη δομή του Δημοσίου δεν αρκεί από μόνη της για να νομιμοποιήσει σε όλες τις περιπτώσεις την εφαρμογή των κρατικών προνομίων, αλλά θα πρέπει η άνω εφαρμογή να είναι απαραίτητη για την άσκηση δημόσιας εξουσίας (Μεϊντάνης κατά Ελλάδας, no 33977/06, § 30, 22 Μαΐου 2008). Πράγματι, μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη.
Εν προκειμένω η Κυβέρνηση επικαλείται κατά τρόπο αφηρημένο και γενικό τα δημοσιονομικά συμφέροντα του Κράτους, χωρίς ωστόσο να παρέχει σαφή επεξηγηματικά στοιχεία ως προς τον αντίκτυπο που θα είχε στη δημοσιονομική ισορροπία του Κράτους μία απόφαση υπέρ των αξιώσεων ατόμων που θα βρίσκονταν στην ίδια θέση με τον προσφεύγοντα. Το γεγονός αυτό καθιστά όλο και πιο σαφές ότι το χάσμα μεταξύ των προθεσμιών παραγραφής των αξιώσεων του Δημοσίου και του προσφεύγοντα, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, είναι σημαντικό.
36. Κλείνοντας το Δικαστήριο παρατηρεί την απουσία κάποιου λόγο που να δικαιολογεί επαρκώς την εφαρμογή διετούς παραγραφής στις αξιώσεις του προσφεύγοντα κατά του Δημοσίου. Επιπλέον η ίδια παρατήρηση πρέπει να γίνει σχετικά με τον ορισμό της ημέρας έναρξης υπολογισμού των τόκων στο επιδικασθέν ποσό, όπως ρυθμίστηκε από τα εθνικά δικαστήρια. Ειδικότερα, τα πολιτικά δικαστήρια απεφάνθησαν ότι η ημερομηνία είναι αυτή κατά την οποία η αγωγή του προσφεύγοντα επιδόθηκε στο Δημόσιο, ενώ αντιθέτως σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα ο εργοδότης καθίσταται υπόχρεος στην καταβολή τόκων από την ημέρα κατά την οποία τα σχετικά ποσά κατέστησαν απαιτητά (βλ. ανωτέρω παράγραφο 18). Σύμφωνα με τα ανωτέρω το Δικαστήριο εκτιμά ότι μόνη η επίκληση του γενικού συμφέροντος έγκαιρης ισοσκέλισης των υποχρεώσεων του Δημοσίου δεν αρκεί για να καθοριστεί κατά προνομιακό για το Δημόσιο τρόπο η ημέρα από την οποία ξεκινά ο υπολογισμό των νόμιμων τόκων στο επιδικασθέν ποσό, σε κάποιον εργαζόμενο στο δημόσιο, δυνάμει σύμβασης ιδιωτικού δικαίου.
Για τους λόγους αυτούς το Δικαστήριο σημειώνει ότι ούτε η Κυβέρνηση ούτε ο Άρειος Πάγος, δεδομένου ότι κλήθηκε να αποφασίσει επί της συμβατότητας των επίδικων διατάξεων με το άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου, δεν πέτυχαν, με δικαιολογημένο σκεπτικό και επιδιωκόμενο στόχο να δικαιολογήσουν επαρκώς τη διάκριση υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 1 του 1ου Πρωτοκόλλου (Μεϊντάνης κατά Ελλάδας, no 33977/06, οπ. αν., § 31, και, mutatis mutandis, Λάρκος κατά Κύπρου [GC], no 29515/95, § 31, CEDH 1999-I)
37. Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια ειδικών διατάξεων, που παρέσχαν προνόμια στο Δημόσιο, έβλαψε το δικαίωμα του προσφεύγοντα στο σεβασμό της περιουσίας του και διατάραξε τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να τηρείται μεταξύ της προστασίας της περιουσίας και τις απαιτήσεις του δημοσίου συμφέροντος.
Κλείνοντας, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του 1ου Πρωτοκόλλου.
ΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
38. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται επιπλέον ότι παραβιάσθηκε η αρχή της ισότητας των όπλων. Θεωρεί ότι κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου, σχετικά με την προθεσμία της παραγραφής και την ημέρα έναρξης υπολογισμού των νόμιμων τόκων. Επικαλείται το άρθρο 1 § 6 της Σύμβασης, του οποίου οι σχετικές διατάξεις έχουν ως εξής:
« Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως (…) υπό δικαστηρίου (…), το οποίον θα αποφασίση (…) επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως (…)»
Ως προς το παραδεκτό
39. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αρχή της ισότητας των όπλων – ένα εκ των στοιχείων της έννοιας της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης – επιτάσσει ότι σε κάθε διάδικο μέρος θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα να δικάζεται η υπόθεσή του σε συνθήκες που δεν θα το τοποθετούν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με το αντίδικο μέρος (βλέπε μεταξύ άλλων, Πλατάκου κατά Ελλάδας, no 38460/97, § 47, CEDH 2001-I).
40. Στην προκείμενη περίπτωση, ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει ανεμπόδιστα όλους τους ισχυρισμούς του, τους οποίους έκρινε σχετικούς προς υποστήριξη των συμφερόντων του. Τα δικονομικά του δικαιώματα έγιναν σεβαστά, όπως ακριβώς και αυτά του αντιδίκου του και δεν αποστερήθηκε κανενός δικονομικού βοηθήματος, το οποίο είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το αντίδικό του. Στην πραγματικότητα οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντα αφορούν αποκλειστικά την ουσία της υπόθεσης και δεν μπορούν να αμφισβητήσουν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των όπλων.
41. Συνάγεται λοιπόν ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι προφανώς αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί σε εφαρμογή του άρθρου 35 §§ 3 και 4 της Σύμβασης.
ΙΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
42. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 της Σύμβασης:
«Εάv τo Δικαστήριo κρίvει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύµβασης ή τωv Πρωτoκόλλωv της, και αv τo εσωτερικό δίκαιo τoυ Υψηλoύ Συµβαλλόµεvoυ Μέρoυς δεv επιτρέπει παρά µόvo ατελή εξάλειψη τωv συvεπειώv της παραβίασης αυτής, τo Δικαστήριo χoρηγεί, εφόσov είvαι αvαγκαίo, στov παθόvτα δίκαιη ικαvoπoίηση.
Α. Αποζημίωση
1. Υλική βλάβη
43. Για λόγους υλικής βλάβης, ο προσφεύγων ζητά αφενός 8.120 ευρώ, που αντιστοιχούν σε χρηματικά ποσά που δεν του κατεβλήθησαν σχετικά με το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή για την περίοδο από 1η Ιουνίου έως 31η Δεκεμβρίου 1998, εξαιτίας της εφαρμογής της διετούς παραγραφής. Επιπλέον ζητά την καταβολή νόμιμων τόκων, υπολογιζόμενων από την ημέρα κατά την οποία οι άνω προσαυξήσεις κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές. Ο επισυναπτόμενος πίνακας με υπολογισμό των απαιτούμενων χρηματικών ποσών, από την 1η Ιανουαρίου 1999 έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2001, υπολογίζει το ποσό των τόκων σε 28.351,47 ευρώ.
44. Η Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί τον τρόπο υπολογισμού που ακολούθησε ο προσφεύγων. Παρόλα αυτά, αναφερόμενη στη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου δεν εγγυάται, σε όλες τις περιπτώσεις, το δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το συνολικό επιδικασθέν ποσό για υλική βλάβη δεν πρέπει να ξεπερνά τις 5.000 ευρώ.
45. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι μία απόφαση που διαπιστώνει παραβίαση επισύρει για το καθ’ ου Δημόσιο τη νομική υποχρέωση να θέσει τέλος στην παραβίαση και να απαλείψει τις συνέπειές της, κατά τρόπο που να επαναφέρει την κατάσταση που ίσχυε πριν από αυτή (Ιατρίδης κατά Ελλάδας (δίκαιη ικανοποίηση) [GC], nº 31107/96, § 32, CEDH 2000-XI).
46. Στην επίδικη υπόθεση το Δικαστήριο ήδη διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων στερήθηκε των χρηματικών ποσών, που αντιστοιχούσαν στις προσαυξήσεις του επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή για την περίοδο από 1η Ιουνίου μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1998, καθώς και τους νόμιμους τόκους επί των ποσών που του επιδικάσθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1999 έως και 21 Νοεμβρίου 2001. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί τον τρόπο υπολογισμού, στον οποίο προέβη ο προσφεύγων σχετικά με τα ποσά. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, λαμβανομένων υπόψιν όλων των στοιχείων, τα οποία έχει στην κατοχή του, κρίνοντας κατά τρόπο δίκαιο, όπως προστάζει το άρθρο 41 της Σύμβασης, το Δικαστήριο του επιδικάζει 35.000 ευρώ για υλική βλάβη.
2. Ηθική βλάβη
47. Ο προσφεύγων ζητά επιπλέον 30.000 ευρώ για ηθική βλάβη, την οποία υπέστη.
48. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διαπίστωση παραβίασης, θα αποτελούσε από μόνη της μία δίκαιη ικανοποίηση της ηθικής βλάβης.
49. Εν προκειμένω το Δικαστήριο εκτιμά ότι η ηθική βλάβη αποκαθίσταται επαρκώς από τη διαπίστωση της παραβίασης, δια της παρούσας απόφασης.
Β. Έξοδα και δαπάνες
50. Ο προσφεύγων ζητά επίσης 30.000 ευρώ για τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες, στις οποίες υπεβλήθη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου. Δεν προσκομίζει καμία σχετική απόδειξη.
51. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο προσφεύγων δεν προσκόμισε κανένα απαραίτητο δικαιολογητικό ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο να αποδεικνύει τα έξοδα και τις δαπάνες του.
52. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιδίκαση εξόδων και δαπανών στη βάση του άρθρου 41 της Σύμβασης προϋποθέτει ότι διαπιστώνεται και επιβεβαιώνεται η αλήθεια τους, η αναγκαιότητά τους καθώς και τα λογικά πλαίσια του ύψους τους (Ιατρίδης κατά Ελλάδας (δίκαη ικανοποίηση) [GC], οπ. αν., § 54).
53. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι απαιτήσεις του προσφεύγοντα ως προς τα έξοδα και τις δαπάνες δεν συνοδεύονται από τα απαραίτητα αποδεικτικά. Επομένως απορρίπτει το εν λόγω αίτημά του.
Γ. Τόκοι
54. Το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να υπολογίσει τους επιδικασθέντες τόκους σύμφωνα με το ελάχιστο επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πλέον τριών μονάδων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ
1. Κρίνει την προσφυγή παραδεκτή σχετικά με το αίτημα του προσφεύγοντα για το δικαίωμα στο σεβασμό της περιουσίας και απαράδεκτη ως προς τα λοιπά,
2. Κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του 1ου Πρωτοκόλλου,
3. Κρίνει ότι η διαπίστωση της παραβίασης της Σύμβασης συνιστά στην κρινόμενη υπόθεση δίκαιη ικανοποίηση επαρκή για κάθε ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων,
4. Κρίνει ότι
α) Το καθού Δημόσιο πρέπει να καταβάλει στον προσφεύγοντα, εντός τριών μηνών από την ημέρα που η απόφαση θα καταστεί οριστική, σύμφωνα με το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης, 35.000 (τριάντα πέντε χιλιάδες) ευρώ για υλική βλάβη,
β) από τη λήξη της άνω προθεσμίας τριών μηνών και μέχρι την καταβολή, το άνω ποσό θα τοκίζεται σύμφωνα με το ελάχιστο επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της χρονικής εκείνης περιόδου, προσαυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες
5. Απορρίπτει το αίτημα για δίκαιη ικανοποίηση κατά τα λοιπά
Συντάχθηκε στα Γαλλικά, εν συνεχεία δημοσιεύθηκε γραπτώς στις 25 Ιουνίου 2009, σε εφαρμογή του άρθρου 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού.
Søren Nielsen Nina Vajić
Επικεφαλής Γραμματέας

ThanasisΥΠΟΘΕΣΗ ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ2