Απόδοση των δαπανών νοσηλείας στο εξωτερικό ασφαλισμένου φορέα ασφάλισης, του οποίου οι υποχρεώσεις παρακολουθούνται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., τελεί, κατ’ αρχήν, υπό την προϋπόθεση ότι η νοσηλεία αυτή θα έχει εγκριθεί προηγουμένως από το αρμόδιο όργανο του Οργανισμού και εφόσον διαπιστωθεί ότι ο ασφαλισμένος πάσχει από σοβαρό νόσημα το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί στην Ελλάδα, είτε γιατί δεν υπάρχουν τα κατάλληλα επιστημονικά μέσα, είτε γιατί δεν εφαρμόζεται η ειδική ιατρική μέθοδος διάγνωσης και θεραπείας που απαιτείται, είτε γιατί η περίπτωσή του δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί έγκαιρα στην Ελλάδα και η τυχόν καθυστέρηση της αντιμετώπισής της, θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του. Περαιτέρω, για την έγκριση της νοσηλείας στο εξωτερικό απαιτείται προηγούμενη γνωμάτευση της αρμόδιας Ειδικής Υγειονομικής Επιτροπής σχετικά με τα ιατρικής φύσεως θέματα, όπως την δυνατότητα αντιμετώπισης του περιστατικού στην Ελλάδα και εν γένει την ανάγκη νοσηλείας στην αλλοδαπή, τη χώρα νοσηλείας, την πιθανή διάρκεια αυτής, το μέσο μετάβασης, την ανάγκη συνοδού, την επείγουσα ανάγκη μεταφοράς του ασφαλισμένου στην αλλοδαπή για την άμεση αντιμετώπιση της περίπτωσής του κ.λπ. Εξάλλου, το υγειονομικό όργανο προκειμένου να γνωματεύσει για την ανάγκη ή μη της νοσηλείας του ασθενούς στο εξωτερικό, επιβάλλεται να αξιολογήσει την πάθηση, εν όψει και των ειδικότερων χαρακτηριστικών που εμφανίζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και την εν γένει κατάσταση του ασθενούς και να εξετάσει αν υπάρχει στην Ελλάδα το εξειδικευμένο προσωπικό και τα αναγκαία τεχνικά μέσα για την, κατά το επιστημονικώς εφικτό, σωστή διάγνωση και αποτελεσματική θεραπεία της νόσου, κατά συνεκτίμηση και των ουσιωδών ισχυρισμών που τυχόν προβάλλει ο ενδιαφερόμενος και των προσκομιζόμενων σχετικών δικαιολογητικών. Εάν τελικώς, κατά την κρίση του αρμοδίου οργάνου, η πάθηση του ασφαλισμένου δύναται να αντιμετωπισθεί επιτυχώς σε νοσηλευτικά ιδρύματα της ημεδαπής οφείλει να τα μνημονεύσει στη γνωμάτευσή του και δεν επιβάλλεται να αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα επιτυχούς αντιμετωπίσεως παρόμοιων περιστατικών, ούτε ονόματα ιατρών που μπορούν να αντιμετωπίσουν τέτοια περιστατικά. Η γνωμάτευση αυτή, εφόσον αιτιολογείται ειδικώς και επαρκώς, είναι δεσμευτική για τα ασφαλιστικά όργανα και το τυχόν επιλαμβανόμενο στη συνέχεια διοικητικό δικαστήριο, ως προς τα ιατρικής φύσεως ζητήματα. Οι Υγειονομικές Επιτροπές με τις γνωματεύσεις τους υποχρεούνται να παρέχουν απάντηση, θετική ή αρνητική, στο ερώτημα που τους απευθύνεται από το διοικητικό δικαστήριο, η οποία να είναι απαλλαγμένη αμφιβολιών ή ασαφειών, η δε παράλειψη της απάντησης ή η τυχόν έλλειψη στοιχείων, εφόσον δεν δικαιολογείται από αντικειμενικές συνθήκες, δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος του ασφαλισμένου. Εξάλλου, αν η Υγειονομική Επιτροπή εκδώσει εκ νέου μη προσηκόντως αιτιολογημένη γνωμάτευση, το διοικητικό δικαστήριο έχει δύο δυνατότητες: είτε να αναπέμψει για μία ακόμη φορά την υπόθεση ενώπιον της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής είτε να κρίνει το ίδιο επί του αιτήματος του ασφαλισμένου, αφού προηγουμένως εκφέρει κρίση επί των ως άνω ιατρικής φύσεως θεμάτων, χρησιμοποιώντας τα προς τούτο πρόσφορα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να παρασχεθεί στον ασφαλισμένο η κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος έγκαιρη, πλήρης και αποτελεσματική έννομη προστασία.