Ο κατηγορούμενος ιατρός κηρύχθηκε ένοχος για σωματική βλάβη από αμέλεια, καθώς προέβη σε επέμβαση λιποαναρρόφησης προκαλώντας στην παθούσα εκτεταμένες δυσμορφίες. Αμελής συμπεριφορά του ιατρού, που συνιστά παραβίαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και πρακτικής και των συναφών υποχρεώσεών του από την άσκηση του επαγγέλματός του ως ιατρού.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Ευφροσύνη Καλογεράτου – Ευαγγέλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 9 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Α. Μ. του Μ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Χούρσογλου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 33634/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Γ. Λ. του Π., κάτοικο …, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στις υπ’ αριθμ. Πρωτ. 11513/6.12.2017 και 11551/7.12.2012, δύο (2) αιτήσεις του και στους από 22 Δεκεμβρίου 2017 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1619/2017.
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
… Κατά το άρθρο 314 παρ. 1Α ΠΚ, όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, ενώ, κατά το άρθρο 315 παρ. 1 εδ. β’ ΠΚ στην περίπτωση του άρθρου 314 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, αν ο υπαίτιος ήταν υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Επίσης, κατά το άρθρο 28 ΠΚ, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, αλλά πίστεψε ότι αυτό δεν θα επερχόταν. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για να θεμελιωθεί η αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται: α) Να μην καταβλήθηκε από τον δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) Να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις, ικανότητες και περιστάσεις και ιδίως λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της οφειλόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Και γ) Να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε.
Με τις προϋποθέσεις αυτές, ποινική ευθύνη ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια κατά την άσκηση του επαγγέλματός του υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που το σχετικό αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και εφόσον η σχετική ενέργεια ή παράλειψή του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματός του και ανάγεται σε νομική υποχρέωση αυτού από επιτακτικούς νομικούς κανόνες, όπως είναι ο α.ν. 1565/1939 “περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος” και το β.δ. 156/6-7-1955 “περί κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας”. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 47 Εισαγ.ΝΑΚ, ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική συνδρομή του, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της επαγγελματικής πείρας που έχει αποκτήσει, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για την αποκατάσταση της υγείας των ασθενών και την προστασία των υγιών.
Επίσης κατά το άρθρο 8 εδ. α του β.δ. 156/6-7-1955, ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε οποιαδήποτε μη ενδεδειγμένη θεραπευτική ή χειρουργική επέμβαση ή πειραματισμό, που μπορεί να θίξει το αίσθημα της προσωπικής ελευθερίας του ασθενούς. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι ο ιατρός ενεργεί με αμέλεια, αν από επιπολαιότητα ή άγνοια των πραγμάτων που όφειλε να γνωρίζει ή από απρονοησία δεν ενήργησε σύμφωνα με τις γενικά παραδεκτές αρχές της ιατρικής επιστήμης ή με τις σύγχρονες μεθόδους και η σχετική επιπολαιότητα, άγνοια ή απρονοησία τον οδήγησαν σε μη ενδεδειγμένη αντιμετώπιση ιατρικών περιστατικών ή σε εσφαλμένη διάγνωση ή θεραπευτική αγωγή ή επέμβαση για την αποτροπή προσβολών ή κινδύνων κατά της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας ή της ζωής.
Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ I στοιχ Δ1 ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη ειδικής αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της κρίσης του, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο γενικός προσδιορισμός ως προς το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση αυτών ή να διευκρινίζεται τι προκύπτει από το καθένα χωριστά ή από ποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης.
Το δε γεγονός ότι στην απόφαση εξαίρονται ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα ή στοιχεία δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη και δεν έχουν συνεκτιμηθεί τα υπόλοιπα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και εκείνα. Δεν αρκεί, όμως, να περιορίστηκε το δικαστήριο σε τυπική ρηματική αναφορά των αποδεικτικών μέσων ως προς το είδος τους ή σε επιλεκτική εκτίμηση και αξιολόγηση μερικών μόνο από αυτά, αλλά απαιτείται να συνάγεται με βεβαιότητα από την απόφαση ότι αυτό έλαβε πράγματι υπόψη του, συνεκτίμησε και αξιολόγησε το περιεχόμενο όλων των αποδεικτικών μέσων για τη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησής του. Επίσης δεν αποτελούν λόγο αναίρεσης αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η αξιολόγηση από το δικαστήριο της ουσίας της αποδεικτικής σημασίας και βαρύτητας συγκεκριμένων εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης και σύγκρισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, η αμφισβήτηση ή η απόκρουση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο από τη λειτουργική συσχέτιση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων κ.λπ., αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, που εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που αναφέρονται ως προς το είδος τους σ’ αυτή δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Η πολιτικώς ενάγουσα, αφού επισκέφθηκε το Νοέμβριο του 2010 τον κατηγορούμενο, στο ιατρείο του, ο οποίος έχει την ειδικότητα του ιατρού μαιευτήρα – γυναικολόγου, κανόνισε να υποβληθεί σε επέμβαση λιποαναρρόφησης στις περιοχές των έσω και έξω μηρών, του εφηβαίου, του περιομφάλιου χώρου και της περιοχής της κοιλίας, τις ανωτέρω επεμβάσεις, εκτέλεσε ο κατηγορούμενος στη …, στις 11.1.2010 στο ιδιωτικό θεραπευτήριο …», αν και επρόκειτο για ιατρικές πράξεις εκτός του γνωστικού αντικειμένου της ειδικότητας του κατηγορουμένου και για τις οποίες δεν ήταν εφοδιασμένος με νόμιμο τίτλο της σχετικής ειδικότητας, βάσει της ελληνικής νομοθεσίας έτσι, από αμέλειά του, δηλαδή έλλειψη της προσοχής, την οποία οφείλει κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει και λόγω του ιατρικού του λειτουργήματος ήταν υπόχρεος σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, κατά την διενέργεια της ανωτέρω ιατρικής πράξης, προέβη εσφαλμένως σε υπερβολική αφαίρεση λίπους στην κοιλιακή χώρα, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό των μηρών, με αποτέλεσμα να προκαλέσει στην παθούσα εκτεταμένες δυσμορφίες με απώλεια του λιπώδους ιστού καθώς και δημιουργία ουλώδους ιστού με πρόσφυση του δέρματος επί της υποκείμενης μυϊκής απονεύρωσης και πλήρη αφαίρεση του υποδόριου ιστού.
Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, αναφερόμενοι κατά τα λοιπά στο διατακτικό της παρούσας, απορριπτομένου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι οι ως άνω βλάβες προήλθαν από έτερη πλαστική επέμβαση στην οποία προέβη σε μεταγενέστερο χρόνο η εγκαλούσα, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε βάσιμος. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης καθόσον, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των σωματικών βλαβών της παθούσας, δεν θα συνεισφέρει στην ανακάλυψη της αλήθειας. Επίσης, το υπάρχον αποδεικτικό υλικό ήταν επαρκές για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης. Με βάση τις παραδοχές αυτές τον κήρυξε ένοχο για το ότι: «Στη …, την 11.01.2010, από αμέλειά του, δηλαδή έλλειψη προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει καίτοι λόγω του επαγγέλματός του ήταν υπόχρεος σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του και προκάλεσε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της Γ.Λ. του Π. και συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με την ιδιότητα του μαιευτήρα – γυναικολόγου υπέβαλε την εγκαλούσα Γ.Λ. σε επέμβαση λιποαναρρόφησης μη τηρώντας τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας προέβη δε εσφαλμένως σε υπερβολική αφαίρεση λίπους στην κοιλιακή χώρα και στο εσωτερικό και εξωτερικό των μηρών προκαλώντας της εκτεταμένες δυσμορφίες με απώλεια του λιπώδους ιστού από υπερβολική αφαίρεση λίπους και δημιουργία ουλώδους ιστού με πρόσφυση του δέρματος επί υποκείμενης μυϊκής απονεύρωσης και πλήρη αφαίρεση υποδόριου ιστού. Οι ανωτέρω βλάβες υφίστανται στην κοιλιακή χώρα, στο εσωτερικό εξωτερικά των μηρών (άμφω)».
Με αυτά που δέχτηκε, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία κηρύχτηκε ένοχος και καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 β, 28, 314 παρ. Ια και 315 παρ. 1 β ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει με ευθύ ή πλάγιο τρόπο, δηλαδή διαλαμβάνοντας στο πόρισμά του ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές.
Ειδικότερα, προσδιορίζονται με σαφήνεια και πληρότητα στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που είναι, κατά τον νόμο, αναγκαία για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια ιατρού υπόχρεου σε ενέργεια και ιδιαίτερη επιμέλεια από τη φύση του ιατρικού επαγγέλματός του, την σωματική βλάβη που επήλθε, το είδος της αμέλειας του αναιρεσείοντος, (άνευ συνειδήσεως) και τα περιστατικά που στοιχειοθετούν και θεμελιώνουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και της σωματικής βλάβης της πολιτικώς ενάγουσας. Πιο συγκεκριμένα με σαφήνεια περιγράφεται η αμελής συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, που συνιστά παραβίαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και πρακτικής και των συναφών υποχρεώσεών του από την άσκηση του επαγγέλματός του ως ιατρού μαιευτήρα – γυναικολόγου, εκτίθενται οι περιστάσεις υπό τις οποίες λόγω των αστόχων επεμβατικών χειρισμών του ήδη αναιρεσείοντος, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε η σωματική κάκωση της εγκαλούσης και συγκεκριμένα η εκτεταμένη δυσμορφία στην κοιλιακή χώρα και τους μηρούς (άμφω) αυτής λόγω της υπερβολικής αφαιρέσεως λίπους, της πλήρους αφαιρέσεως υποδόριου ιστού και της δημιουργίας ουλώδους ιστού με πρόσφυση του δέρματος επί υποκειμένης μυικής απονεύρωσης.
Εξάλλου, για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν αναγκαίο να περιέχεται στην απόφαση περαιτέρω ανάλυση για το αν διενεργήθηκαν μια ή περισσότερες χειρουργικές επεμβάσεις, δεν ήταν αναγκαίο να διευκρινισθεί αν η λιποαναρρόφηση ήταν εκτός του γνωστικού αντικειμένου του ήδη αναιρεσείοντος ως μαιευτήρα γυναικολόγου και σε ποία ιατρική ειδικότητα δύναται να ενταχθεί η εν λόγω ιατρική πράξη, δεδομένου ότι ο τελευταίος κηρύχθηκε ένοχος διότι από εσφαλμένο χειρισμό οφειλόμενο σε έλλειψη της προσοχής του, κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματός του, προκάλεσε σωματική βλάβη στην εγκαλούσα Γ.Λ., επαρκώς αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της επίμαχης εσφαλμένης ενέργειας του αναιρεσείοντος και τις προκληθείσες στην άνω ασθενή σωματικές δυσμορφίες.
Η ειδικότερη αιτίασή του ότι το σκεπτικό της προσβαλλόμενης ταυτίζεται με το διατακτικό της, είναι αβάσιμη, διότι στο σκεπτικό εμπεριέχονται πρόσθετα στοιχεία του διατακτικού το οποίο σε κάθε περίπτωση διαλαμβάνει τα στοιχεία που απαιτούνται για την τυποποίηση και υπαγωγή αυτών στην αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε, απαντά δε στους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του αναιρεσείοντος, χωρίς να προκύπτει ασάφεια μεταξύ του σκεπτικού και διατακτικού, για το αν η πολιτικώς ενάγουσα υποβλήθηκε σε μία ή περισσότερες ιατρικές επεμβάσεις από την εκ παραδρομής διατύπωση στο σκεπτικό της φράσεως «τις ανωτέρω επεμβάσεις εκτέλεσε ο κατηγορούμενος στις 11.1.2010», αφού με σαφήνεια προκύπτει ότι υποβλήθηκε σε μία χειρουργική επέμβαση την ημερομηνία αυτή, ήτοι της λιποαναρρόφησης σε γειτνιάζουσες περιοχές του σώματός της (έσω μηρών, εφηβαίου, περιομφάλιου χώρου και κοιλίας). Οι λοιπές αιτιάσεις και μάλιστα αναφορικά με την παράλειψη του δικαστηρίου να προβεί σε συγκριτική στάθμιση και αξιολόγηση – συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτες και απορριπτέες, διότι από την επίκληση, κατ’ επίφαση της έλλειψης από την απόφαση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως λόγου αναίρεσης πλήττεται η αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Όσα επομένως αιτιάται με τους τρίτο και τέταρτο λόγους των αναιρέσεών του ο τελευταίος περί μη αναφοράς στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί η λιποαναρρόφηση ήταν εκτός του γνωστικού του αντικειμένου ως μαιευτήρα – γυναικολόγου, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι τρίτος και τέταρτος λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την κρίση ενοχής του αναιρεσείοντος για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια της πολιτικώς εναγούσης από υπαίτιο υπόχρεο σε ιδιαίτερη επιμέλεια λόγω του επαγγέλματός του. …