Κρίσιμος χρόνος καθορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, μη συνεκτίμηση του θανάτου του ενάγοντος ως στοιχείου προσδιοριστικού (μειωτικού) του ύψους της και αυτοτέλεια της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης του θανόντος- ενάγοντος έναντι του ομοδίκου- κληρονόμου του.
ΣτΕ 579/2020 Α΄ Τμήμα, Περίληψη αποφάσεως
Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
Αστική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ). Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (άρθρ. 932 ΑΚ). Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό του ύψους της είναι ο χρόνος της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζήτησης στον πρώτο βαθμό. Λαμβάνονται υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα της άσκησης της αγωγής έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο σε πρώτο βαθμό. Δεν αποτελεί μειωτικό παράγοντα του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης ο θάνατος του ενάγοντος πριν από την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό και η συνεπεία αυτού μεταβίβαση της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης στον κληρονόμο του (άρθρ. 933 Α.Κ.) και ενάγοντα ομόδικό του. Αυτοτέλεια της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης του θανόντος ενάγοντος απέναντι στην αντίστοιχη αξίωση του άλλου ομοδίκου και κληρονόμου του. Παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης κατ’ άρθρ.12 παρ. 1 ν.3900/2010. Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης.
Με το άρθρ. 932 ΑΚ παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η ευχέρεια να επιδικάσει στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση, εφόσον κρίνει ότι αυτός υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και να καθορίσει το ύψος αυτής, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τους ειδικότερους ισχυρισμούς των διαδίκων που προβάλλονται ενώπιόν του. Τέτοια πραγματικά περιστατικά είναι ιδίως η βαρύτητα του πταίσματος του ζημιώσαντος και το συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος (άρθρο 300 ΑΚ), οι συνθήκες της προσβολής, το είδος, η ένταση και οι συνέπειές της, η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση του ζημιωθέντος ή οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο στοιχείο που προβάλλει ο ενάγων ή προκύπτει από τις αποδείξεις και ασκεί επιρροή –αυξητικά ή μειωτικά – στο ύψος του ποσού στη συγκεκριμένη περίπτωση και, επομένως, αποτελεί νόμιμο προσδιοριστικό παράγοντα του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία διαλαμβάνεται καθ’ ερμηνείαν του άρθρου 932 ΑΚ με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης πραγματικών περιστατικών που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για το σχηματισμό της κρίσης αυτής ή η παράλειψή του να συνεκτιμήσει πραγματικά περιστατικά που είχαν τεθεί υπόψη του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται κατ’ αναίρεση, ως παράβαση (εσφαλμένη ερμηνεία) του άρθρου 932 ΑΚ.. Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης του άρθρ. 932 ΑΚ είναι ο χρόνος της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να λάβει υπόψη και γεγονότα μεταγενέστερα της άσκησης της αγωγής, με απώτατο χρονικό όριο την ημέρα της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο σε πρώτο βαθμό.
Κατά τα άρθρ. 932 και 933 ΑΚ, ο θάνατος προσώπου που έχει επιδώσει στον εναγόμενο αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η συνεπεία του θανάτου μεταβίβαση της εγερθείσας αξίωσης λόγω κληρονομίας σε άλλο πρόσωπο που έχει ομοίως εγείρει αγωγή για την ίδια ιστορική και νομική αιτία δεν συνιστά νόμιμο κριτήριο για τον καθορισμό ποσού χρηματικής ικανοποίησης μικρότερου από το ποσό που θα επιδικαζόταν υπέρ του αρχικού δικαιούχου (θανόντος ενάγοντος) ως «εύλογο», αν δεν είχε επέλθει ο θάνατός του, για τον λόγο ότι ωφελείται πλέον άλλο πρόσωπο (κληρονόμος) και όχι ο αρχικός δικαιούχος και μετέπειτα αποθανών. Τούτο διότι η αξίωση του ενάγοντος και στη συνέχεια θανόντος διαδίκου διατηρεί και μετά το θάνατο αυτού την αυτοτέλειά της απέναντι στην αντίστοιχη αξίωση εξ ιδίου δικαίου του άλλου ενάγοντος που είναι και ο κληρονόμος του και δήλωσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι συνεχίζει τη δίκη ως κληρονόμος της αξίωσης του θανόντος ενάγοντος. Για τον προσδιορισμό δε του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης του θανόντος διαδίκου εφαρμόζονται τα ίδια κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους της αντίστοιχης χρηματικής ικανοποίησης του εν ζωή διαδίκου, χωρίς να αποτελεί παράγοντα μειωτικό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης ο θάνατος του ενάγοντος πριν από τη πρώτη συζήτηση της υπόθεσης και της συνεπεία αυτού μεταβίβασης της αξίωσης στον κληρονόμο του. Μάλιστα, στην ειδικότερη περίπτωση που η πιο πάνω αξίωση αποσκοπεί να αμβλύνει την ψυχική οδύνη που υφίσταται ο υπερήλικας γονέας από την απώλεια του τέκνου του, το δικαστήριο της ουσίας, λαμβάνοντας υπόψη του την πολύ μεγάλη ηλικία του γονέα, εκτιμά και το ότι η διάρκεια του ψυχικού πόνου που θα βιώνει αυτός θα είναι ενδεχομένως μικρότερη σε σχέση με τη διάρκεια του ψυχικού πόνου γονέα μικρότερης ηλικίας. Ταυτόχρονα, όμως, η πολύ μεγάλη ηλικία του ζημιωθέντος γονέα μπορεί να επιδρά αυξητικά στην ένταση της θλίψης του.
Αποτελεί νομικό ζήτημα επί του οποίου δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου το ζήτημα αν το γεγονός ότι ένας από τους ενάγοντες απεβίωσε μετά την άσκηση αγωγής με αίτημα την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και πριν την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό και η αξίωσή του κληρονομείται από τον ομόδικό του ενάγοντα κατ’ άρθρ. 933 ΑΚ μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ως νόμιμο κριτήριο κατά τον προσδιορισμό του εύλογου ύψους της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης. Είναι παραδεκτός κατ’ άρθρ. 12 παρ. 1 ν. 3900/2010 ο λόγος αναίρεσης. Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης διότι η μη λήψη υπόψη από το διοικητικό εφετείο του θανάτου του αρχικού ενάγοντος και δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης – ομοδίκου ενάγουσας κατά τον καθορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατά άρθρ. 932 ΑΚ δεν καθιστά την προσβαλλόμενη απόφασή του αναιρετέα.