Η προβλεπόμενη στο άρθρο 129 παρ. 1 περ. δ του ν. 4662/2020 συγκρότηση του Δευτεροβάθμιου Ανώτατου Συμβουλίου του Πυροσβεστικού Σώματος αντίκειται στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος.
03/06/2022
ΣτΕ Ολ 1190-1/2022
Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Ε. Γεωργούτσου, Σύμβουλος Επικρατείας
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Με τις 1190-1/2022 αποφάσεις της Ολομελείας το Δικαστήριο ακύρωσε αποφάσεις του Δευτεροβάθμιου Ανώτατου Συμβουλίου του Πυροσβεστικού Σώματος, καθ’ ο μέρος με αυτές απερρίφθησαν προσφυγές κατά αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Ανώτατου Συμβουλίου του Πυροσβεστικού Σώματος και επανακρίθηκαν οι αιτούντες, κατά την τακτική κρίση Αντιστράτηγων Γενικών Καθηκόντων έτους 2020, ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους, καθώς και τα αντίστοιχα προεδρικά διατάγματα, κατά το μέρος που, συνεπεία των πιο πάνω δυσμενών κρίσεων, οι αιτούντες αποστρατεύτηκαν αυτεπαγγέλτως.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, ότι κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 74, 75 και 76 του ν. 4662/2020, το Πυροσβεστικό Σώμα αποτελεί πολιτική διοικητική υπηρεσία του Κράτους και οι υπηρετούντες σε αυτό αξιωματικοί, κατέχοντες οργανικές θέσεις, είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, απολαύοντες της κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος προστασίας και δυνάμενοι να απολυθούν, στις περιπτώσεις όπου η απόλυση συνάπτεται με ουσιαστικούς λόγους, κατόπιν προηγούμενης ουσιαστικής κρίσης αναφορικά με τη συνδρομή του προβλεπόμενου από το νόμο λόγου απόλυσης από υπηρεσιακό συμβούλιο, συγκροτούμενο παγίως και αποτελούμενο τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους.
Στη συνέχεια, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το άρθρο 126 παρ. 8 του ν. 4662/2020, που προβλέπει τη δυσμενή κρίση των αξιωματικών του Πυροσβεστικού Σώματος από τον βαθμό του Πυράρχου μέχρι και του Αντιστράτηγου-Υπαρχηγού ως ευδοκίμως τερματισάντων τη σταδιοδρομία τους, έχοντας την έννοια ότι οι -υπό τις τιθέμενες στην εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις- κρινόμενοι αξιωματικοί απολύονται από την υπηρεσία λόγω ακαταλληλότητας, δεν αντίκειται στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, εφόσον το υπηρεσιακό συμβούλιο που αποφασίζει κυριαρχικά για το αν ο κρινόμενος πρέπει ή όχι να απολυθεί από την υπηρεσία πληροί τους όρους που θέτει το Σύνταγμα. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η διάταξη του άρθρου 129 παρ. 1 περ. δ του ν. 4662/2020, καθ ό μέρος προβλέπει τη συμμετοχή των μελών του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ. (Αντιπροέδρου) στη συγκρότηση του Δευτεροβάθμιου Ανώτατου Συμβουλίου του Πυροσβεστικού Σώματος, διότι τα μέλη του απολαμβάνουν και αυτά των ίδιων εγγυήσεων που θεσπίζονται με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 103 του Συντάγματος, υπέρ των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων, υπολογιζόμενα στο ελάχιστο, απαιτούμενο από το Σύνταγμα, για τη νόμιμη συγκρότηση του σχετικού υπηρεσιακού συμβουλίου, ποσοστό των δύο τρίτων. Απεναντίας, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ίδια διάταξη, καθ’ ο μέρος προβλέπει τη συμμετοχή στα προαναφερθέντα υπηρεσιακά συμβούλια αφενός μεν αξιωματικών (Αντιστρατήγου) των ενόπλων δυνάμεων, αφετέρου δε αξιωματικών (Αντιστρατήγου) της Ελληνικής Αστυνομίας αντίκειται στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, διότι αυτοί αποτελούν στρατιωτικούς υπαλλήλους, και όχι πολιτικούς, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι περί μονιμότητας διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 129 παρ. 1 περ. δ του ν. 4662/2020 συγκρότηση του Δευτεροβάθμιου Ανώτατου Συμβουλίου του Πυροσβεστικού Σώματος δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος, δοθέντος ότι τα δύο από τα τρία πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτή (Αντιστράτηγος των Ενόπλων Δυνάμεων, Αντιστράτηγος της ΕΛ.ΑΣ.) δεν απολαύουν της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας.
Με την 1191/2022 απόφαση κρίθηκε επιπλέον ότι στην περίπτωση κρίσεως αξιωματικού του Πυροσβεστικού Σώματος ως ευδοκίμως τερματίσαντος τη σταδιοδρομία του, η διάταξη του άρθρου 115 παρ. 4 του ν. 4662/2020, που προβλέπει για τον υπολογισμό του ελάχιστα απαιτούμενου χρόνου συντάξιμης υπηρεσίας την προσμέτρηση αυτοδικαίως και της υπηρεσίας που μπορεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία να αναγνωρισθεί ως συντάξιμη, δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος.