Ολομέλεια Αρείου Πάγου 3/2022

Ειδικό μισθολόγιο γιατρών ΕΣΥ – Μειώσεις αποδοχών γιατρών ΕΣΥ – Αναδρομικότητα μειώσεων – Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -. Οι διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 01.08.2012, αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις 4 παρ. 5, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 4 και τις απορρέουσες από αυτές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες. Οι εν ενεργεία ιατροί του Ε.Σ.Υ. δικαιούνται την διαφορά μεταξύ των αποδοχών, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί έως 31.07.2012 και των αποδοχών μετά τη μείωση του άρθρου 27 του ν. 4093/2012.

Αριθμός 3/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομέλειας: Μαρία Γεωργίου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Χρήστο Τζανερρίκο και Λουκά Μόρφη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη, Ζαμπέτα Στράτα, Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου, Πελαγία Ακάσογου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Αικατερίνη Βλάχου, Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Δήμητρα Ζώη – Εισηγήτρια, Ασημίνα Υφαντή, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Μαρουλιώ Δαβίου – Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Μαρία Ανδρικοπούλου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κανέλλα Τζαβέλλα – Δημαρά, Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Διονύσιο Παλλαδινό, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αθανάσιο Τσουλό, Παρασκευή Τσούμαρη, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Γεώργιο Αυγέρη, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή-Βετούλα, Βρυσηίδα Θωμάτου, Παναγιώτα Πασσίση, Αριστείδη Βαγγελάτο, Κωνσταντίνα Νάκου, Ελευθέριο Σισμανίδη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Ελένη Χροναίου, Μαρία Χασιρτζόγλου, Σταυρούλα Κουσουλού, Σωκράτη Πλαστήρα και Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριο Ασπρογέρακα (κωλυομένου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος – αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «1η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής» (1η Δ.Υ.Π.Ε. Αττικής), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Στέφανο Μουζουράκη και Χαράλαμπο Χρυσανθάκη, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

Των καθ’ ών η κλήση – αναιρεσιβλήτων:

  1. M. P. του Α., κατοίκου … Αττικής,
  2. Α. Μ. του Ι., κατοίκου … Αττικής,
  3. Β. Γ. του Μ., κατοίκου … Αττικής,
  4. Β. Α. του Ν., κατοίκου … Αττικής,
  5. Δ. Μ. του Κ., κατοίκου … Αττικής,
  6. Ζ. Γ. του Ι., κατοίκου … Αττικής,
  7. Ζ. Μ. του Χ., κατοίκου … Αττικής,
  8. Κ. Δ. του Ν., κατοίκου … Αττικής,
  9. Κ. Κ. του Ε., κατοίκου … Αττικής,
  10. Μ. Α. του Δ., κατοίκου … Αττικής,
  11. Μ. Δ. του Β., κατοίκου … Αττικής,
  12. Π. Α. του Δ. – Χ., κατοίκου … Αττικής,
  13. Π. Ι. του Μ., κατοίκου … Αττικής,
  14. Π. Π. του Α., κατοίκου … Αττικής,
  15. Σ. Γ. του Α., κατοίκου …,
  16. Σ. Μ. του Δ., κατοίκου …,
  17. Τ. Ε. του Ε., κατοίκου …,
  18. Τ. Α. του Σ., κατοίκου … Αττικής,
  19. Χ. Ζ. του Ι., κατοίκου … Αττικής, και
  20. Κ. – Λ. Γ. του Ν., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Τουτζιαράκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10.05.2017 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2041/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 5898/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 18.02.2019 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 535/2020 απόφαση του Β2′ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους αναφερόμενους στο σκεπτικό τρίτο λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού σκέλος, κατά της με αριθ. 5898/28.11.2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 05.10.2020 κλήση του καλούντος, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν κατά σειρά το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν οι μεν του αναιρεσείοντος να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, ο δε των αναιρεσιβλήτων να απορριφθεί, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο αυτού σκέλος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια.

Κατά την 17η Μαρτίου 2022, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου και Χρήστος Τζανερρίκος και οι Αρεοπαγίτες Ζαμπέτα Στράτα, Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Ιωάννης Δουρουκλάκης, Μαρία Ανδρικοπούλου, Ευστάθιο Νίκας, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Σοφία Οικονόμου, Παναγιώτα Πασσίση και Σταυρούλα Κουσουλού, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

[1] Με την από 05.10.2020 κλήση της αναιρεσείουσας 1ης Διοίκησης Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής (Ν.Π.Δ.Δ.) νομίμως φέρεται ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ τρίτος κατά το δεύτερο σκέλος του λόγος της από 18.02.2019 (με αριθμό καταθέσεως ./18-2-2019) αιτήσεως αναιρέσεως, με την οποία διώκεται η αναίρεση της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθμ. 5898/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Ο αναιρετικός αυτός λόγος, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι «με το να δεχθεί ότι οι επιβληθείσες από 01.08.2012 με τη διάταξη του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθ. 27 εδ. α, β και γ του Ν. 4093/2012 μειώσεις αποδοχών των αναιρεσιβλήτων ιατρών αντιβαίνουν στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ.4 του Συντάγματος, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, παραβίασε ευθέως την ανωτέρω διάταξη και τις πιο πάνω Συνταγματικές διατάξεις και αρχές, από τις οποίες και για όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στον ως άνω αναιρετικό λόγο δεν προκύπτει η παραβίασή τους με τη νομοθέτηση των πιο πάνω μειώσεων», παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια με την υπ’ αριθμ. 535/2020 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, ως προς τους 1η, 2η, 3ο, 4η, 6η, 7ο, 10η, 13ο, 15ο, 16η, 17η, 19η, 21ο, 22η, 23η, 26η, 28η, 29ο, 33ο και 34η των αναιρεσιβλήτων (ως προς τους λοιπούς 14 κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β εδ. γ του ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 εδ. α του Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 6 του Ν. 2479/1997, το μεν διότι δημιουργεί ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, αφού η περί τούτου κρίση αφορά όχι μόνο τους ανωτέρω αναιρεσίβλητους, αλλά μεγάλο αριθμό ιατρών που απασχολούνται με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας, όπως είναι οι Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών όλης της χώρας, όπου έχουν ανακύψει αντίστοιχες διαφορές, πολλές των οποίων εκκρεμούν στα δικαστήρια της ουσίας, το δε διότι ανακύπτει ζήτημα συμβατότητας προς το Σύνταγμα της πιο πάνω διάταξης του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθ. 27 εδ. α, β και γ του Ν. 4093/2012, με την οποία νομοθετήθηκαν οι προβλεπόμενες από αυτές μειώσεις αποδοχών των ιατρών και ειδικότερα της συμβατότητας αυτής με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, καθώς και προς τις αρχές της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας, λόγω μάλιστα και της διαμορφωθείσας υπέρ της άποψης της αντισυνταγματικότητας της διάταξης αυτής νομολογίας των λοιπών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας.

[2] To Σύνταγμα στο άρθρο 4 παρ. 5 ορίζει ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους»• στο άρθρο 25 παρ. 1 και 4 ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους […]. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας […]. 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» • στο άρθρο 79 παρ. 1 ότι: «Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια συνοδό της ψηφίζει τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος […]» και στο άρθρο 106 παρ. 1 ότι: «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας […]». Από το συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν όπως το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ως επίσης και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου μάλιστα ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, εν όψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προωθήσεως διαρθρωτικών μέτρων και της εισπράξεως των φορολογικών εσόδων, από την μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται κυρίως άλλες κατηγορίες πολιτών, από την ασυνέπεια των οποίων, κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων προκαλείται σε μεγάλο βαθμό η δυσμενής οικονομική συγκυρία (βλ. ΣτΕ Ολομ. 431/2018, 3372-3373/2015, 2193/2014, 668/2012, Ε.Σ.Ολομ. 7412/2015, 4327/2014).

[3] To Σύνταγμα στο άρθρο 5 παράγρ. 5, η οποία προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001 με το Ψήφισμα της 06.04.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Α’ 84), ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας […]»• στο άρθρο 21 παράγρ. 3 ότι «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών […]» και στο άρθρο 22 παράγρ. 5, όπως η παράγρ. αυτή αναριθμήθηκε με την αναθεώρηση του 2001 ότι «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει».

Από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος συνάγεται ότι γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως για την προστασία της υγείας των πολιτών, εργαζομένων και συνταξιούχων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (ΣΕ 3802/2014 Ολομ. σκ. 15, 9/2016 7μ. σκ. 4, 2381/2016 σκ. 7), οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφ’ όσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των πολιτών. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας (βλ. ΣΕ 3962/2014 Ολομ., 1812/2013). Εν όψει των ανωτέρω επιταγών του Συντάγματος, η άσκηση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών σχετικών με την υγεία, επιτρέπεται μόνον σε εκείνα τα πρόσωπα που έχουν τα προσόντα, τα οποία ο νομοθέτης κρίνει αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου.

Προς εκπλήρωση της παραπάνω συνταγματικής επιταγής για τη λήψη μέτρων προστασίας της υγείας, εκδόθηκε ο ν. 1397/1983 «Εθνικό Σύστημα Υγείας» (Α’143), με τον οποίο οργανώθηκε η παροχή υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες με τη δημιουργία δημόσιου τομέα υγείας και ρυθμίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα της υπηρεσιακής καταστάσεως και του μισθολογικού καθεστώτος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 30 του ως άνω ν. 1397/1983 και ακολούθως τις διατάξεις των άρθρων 43, 44 και 45 του ν. 3205/2003 (Α’, 297), ρυθμίστηκε το μισθολογικό καθεστώς των γιατρών του Ε.Σ.Υ. και καθορίστηκε ειδικό μισθολόγιο, με τη χρήση γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων συναφών προς το αντικείμενο των εν λόγω ρυθμίσεων. Κατά την εισηγητική έκθεση (σελ.29) η θέσπιση ειδικού μισθολογίου και η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείρισή τους από το νομοθέτη υπαγορεύθηκε, από την ανάγκη να εξασφαλιστεί στο γιατρό του Ε.Σ.Υ. ένα εισόδημα που να τον απαλλάσσει από τις βιοποριστικές ανάγκες, ώστε να αφήνεται απερίσπαστος στην επιτέλεση του έργου του, ως κριτήρια δε για τη διαμόρφωση των συνολικών αποδοχών των ιατρών ελήφθησαν υπόψη, (α) οι ειδικότερες συνθήκες άσκησης του ιατρικού έργου, (β) οι ιδιαίτερες ευθύνες που δημιουργεί στο γιατρό η άσκηση του λειτουργήματός του και η σημασία του έργου του για το κοινωνικό σύνολο και το συγκεκριμένο άτομο που του εμπιστεύεται την υγεία του, την ίδια του τη ζωή, (γ) η ανάγκη και η υποχρέωση του γιατρού για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη του, (δ) η συνεχής ενημέρωση, συμπλήρωση και ανανέωση των γνώσεων του γιατρού πάνω στις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης, αλλά και της ιατρικής τεχνολογίας και η ευθύνη του για την αξιοποίηση των επιτευγμάτων των εξελίξεων αυτών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, (ε) τα περισσότερα χρόνια σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες επιστήμες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, (στ) η πολύχρονη πανεπιστημιακή μετεκπαίδευση για ειδίκευση και λήψη τίτλου ειδικότητας, (ζ) ο περισσότερος συγκριτικά με άλλους κλάδους δημόσιας διοίκησης, χρόνος εργασίας, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του Νόμου, αλλά κύρια, η υποχρέωση του γιατρού να εργάζεται και πέραν από το κανονικό ωράριο εργασίας του και η υποχρεωτική εφημερία ετοιμότητας που αποτελεί ισχυρή δέσμευση της ιδιωτικής ζωής του γιατρού, (η) οι πάγιες ανάγκες του γιατρού για την απόκτηση επιστημονικών συγγραμμάτων και περιοδικών που είναι απαραίτητα για την ενημέρωσή του πάνω στη διεθνή και εσωτερική βιβλιογραφία που αφορά σε ιατρικά θέματα, (θ) η δεοντολογική υποχρέωση του γιατρού να παρέχει τις υπηρεσίες του σε οποιονδήποτε έχει την ανάγκη του και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, (ι) η απαγόρευση του γιατρού ν’ ασκεί οποιοδήποτε ιδιωτικό έργο και η αποκλειστική του απασχόληση στο εθνικό σύστημα, περιορισμός που δεν ισχύει για κανένα κλάδο. Το ειδικό αυτό μισθολόγιο αποτελείται από το βασικό μισθό, κλιμακούμενο ανάλογα με το βαθμό και τα χρόνια υπηρεσίας, και από διάφορες αποζημιώσεις, επιδόματα και προσαυξήσεις. Ειδικότερα, ο μηνιαίος βασικός μισθός όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των γιατρών Ε.Σ.Υ. καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Επιμελητή Β’, ο οποίος πολλαπλασιάζεται με τους προβλεπόμενους στη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 3205/2003 συντελεστές, για Διευθυντή, Επιμελητή Α’ 1,20, Επιμελητή Β’ και Επιμελητή Γ’ και ειδικευόμενο 0,70. Ο βασικός μισθός του Επιμελητή Β’ ορίστηκε αρχικά σε 1.042 ευρώ, σε 1.080 ευρώ από 01.01.2005 με το άρθρο 2 του ν. 3336/2005 (Α’, 96), σε 1.112 ευρώ από 01.01.2006 με το άρθρο 11 του ν. 3453/2006 (Α’, 74) και σε 1.151 ευρώ από 01.01.2007 με το άρθρο 1 περ. ιδ του ν. 3554/2007 (Α’, 80). Ακολούθως, από 01.01.2009 με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009 (Α’, 43) ορίστηκαν οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου γιατρών του Ε.Σ.Υ. ως ακολούθως: του Διευθυντή σε 2.054 ευρώ, του Επιμελητή Α’, σε 1.759 ευρώ, του Επιμελητή Β’ σε 1.468 ευρώ και του ειδικευόμενου σε 1.027 ευρώ. Οι εν λόγω βασικοί μηνιαίοι μισθοί διατηρήθηκαν ίδιοι και με τη διάταξη του άρθρου 55 του ν. 3918/2011 (Α’, 31), με την οποία προστέθηκε και ο βασικός μηνιαίος μισθός του Συντονιστή Διευθυντή, ο οποίος ορίστηκε σε 2.055 ευρώ. Εξάλλου, πέραν του βασικού μισθού καταβάλλονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 44 του ν.3205/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009: (α) επίδομα χρόνου υπηρεσίας, (β) επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, (γ) επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης του ιατρικού έργου, το οποίο οριζόταν για το Διευθυντή σε 450 ευρώ, τον Επιμελητή Α’ σε 389 ευρώ, τον Επιμελητή Β’ σε 327 ευρώ και τον ειδικευόμενο σε 355 ευρώ, (δ) πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, η οποία οριζόταν για το Διευθυντή σε 339 ευρώ, τον Επιμελητή Α’ σε 293 ευρώ, τον Επιμελητή Β’ σε 247 ευρώ και τον ειδικευόμενο σε 185 ευρώ, (στ) οικογενειακή παροχή, (ζ) επίδομα θέσεως ευθύνης για τους Διευθυντές 235 ευρώ και τους Επιμελητές Α’, εφόσον τους απονέμεται ο τίτλος του Αναπληρωτή Διευθυντή (40% ευρώ).

[4] Ακολούθως, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ, υπέστησαν διαδοχικώς τις παρακάτω μειώσεις στις αποδοχές τους: Ι. Με το άρθρο 1 παρ. 2 και 3 του Κεφαλαίου Α’ με τίτλο «Μέτρα για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και εισοδηματική πολιτική έτους 2010» του ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α’, 40/15.3.2010) ορίστηκε ότι: «2. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.), των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος μειώνονται κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%). […] και τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. […] 3. (όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 90 του ν. 3842/10, Α’, 58). Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στις παρακάτω διατάξεις, όπως ισχύουν κάθε φορά: (α) οικογενειακής παροχής (άρθρο 44 παρ. Α5),

(β) χρόνου υπηρεσίας (άρθρο 44 παρ. Α1),

(γ) …,

(ι) μεταπτυχιακών σπουδών (άρθρο 44 παρ. 2),

(ια) …».

Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 άρχισαν να ισχύουν από 01.01.2010, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, ενόψει δε τούτου ορίστηκε με την παρ. 9 του ίδιου άρθρου 1 ότι «Τα ποσά που προκύπτουν από τη μείωση που προβλέπεται στο άρθρο αυτό και αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 01.01.2010 μέχρι την εφαρμογή του νόμου αυτού παρακρατούνται από τη μισθοδοσία των επόμενων της ψήφισης του νόμου αυτού μηνών ως εξής: […]».

ΙΙ. Με το άρθρο τρίτο, με τίτλο «Μέτρα για τη μείωση των δημόσιων δαπανών» του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α’, 65/6.5.2010) ορίστηκε ότι: «1. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 μειώνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%). 2. Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. 3. …

  1. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπάλληλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4 … καθορίζονται ως εξής: (α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ. (β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. (γ) Το επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγουμένου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000 ευρώ), με ανάλογη μείωση τους. 7. …
  2. …».

ΙΙΙ. Με το άρθρο 38 παρ. 5 του ν. 3986/2011 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α’, 152/1.7.2011) ορίστηκε ότι: «Αναστέλλονται από 01.07.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου ενιαίου μισθολογίου: α) Οι διατάξεις … της παραγράφου Α.1 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 (που προβλέπουν το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των ιατρών του Ε.Σ.Υ.) … β) …»,

οι διατάξεις δε του ανωτέρω άρθρου διατηρήθηκαν σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 4024/2011 (Α’, 226), στην οποία, με το εδάφιο β’ της περίπτωσης 38 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, προστέθηκαν οι λέξεις «και μέχρι την τροποποίηση των διατάξεων του Β’ Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια».

ΙV. Με το άρθρο 55 παρ. 23 ε’ του ν. 4002/2011 «Τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου – Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση – κ.λπ.» (Α’, 180/22.8.2011) μειώθηκε από 01.07.2011 περαιτέρω κατά ποσοστό 20% το προβλεπόμενο από την παρ. Α.3 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, όπως είχε διαμορφωθεί. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας «κρίνεται αναγκαία η μείωση των επιδομάτων που λειτουργούν ως κίνητρο απόδοσης ή ταχύτερης διεκπεραίωσης ή ειδικής απασχόλησης του έργου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης και του περιορισμού του μισθολογικού κόστους, με τελικό στόχο τη μείωση των δημοσίων δαπανών».

Εξ άλλου, με το άρθρο 6 παρ. 9 του ν. 4052/2012 μειώθηκε, από 01.01.2012, ο συντελεστής βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού, ενώ με την ίδια διάταξη μειώθηκε, από 01.01.2012, και το μηνιαίο ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α’ Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ.

ΙV. Ακολούθως, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1. (με τίτλο «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ») της παραγράφου Γ (με τίτλο «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ») του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222 Α’/12.11.2012) επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από το νομοθέτη ως «ειδικά μισθολόγια», με βάση τα οποία αμείβονται διάφορες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων. Ειδικότερα, με την περίπτωση 1 της ανωτέρω υποπαραγράφου (Γ1) ορίστηκε ότι «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη για λειτουργούς καταργούνται από 01.02.2013», ενώ με την περίπτωση 27 της ως άνω υποπαραγράφου αντικαταστάθηκαν από 01.08.2012 οι διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 1 του ν. 3205/2003 και επήλθαν περαιτέρω μειώσεις στις αποδοχές των γιατρών του Ε.Σ.Υ., με τη μείωση του βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου γ (περ. 27.α), τη μείωση των προβλεπομένων στις παραγράφους 3, 4, και 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επιδομάτων και αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης, αντίστοιχα) (περίπτ. 27.β. και 27.γ.), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού εφημερίας 30 ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας (περίπτ. 27.δ.), τη μείωση της αποζημίωσης εφημεριών που καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές των Νοσοκομείων της Α’ Ζώνης και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων (περίπτ. 27.ε.) και, τέλος, την, συνεπεία των ανωτέρω ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας (περ. 27. στ.).

Ειδικότερα, στην εν λόγω περίπτωση 27 ορίζονται τα εξής:

«α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 43 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται από 01.08.2012 ως εξής: 1. Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) ορίζονται στα παρακάτω ποσά: (α) Συντονιστής Διευθυντής 1.665 € (β) Διευθυντής 1.580 € (γ) Επιμελητής Α’ 1.513 € (δ) Επιμελητής Β’ 1.321 € (ε) Ειδικευόμενος 1.007 €. β. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίστανται από 01.08.2012 ως εξής: «3. Νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου οριζόμενο κατά βαθμό, ως εξής: (α) Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 238 € (β) Επιμελητής Α’ 205 € (γ) Επιμελητής Β’ 174 € (δ) Ειδικευόμενος 190 €. 4. Πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οριζόμενη κατά βαθμό, ως εξής: (α) Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 225 € (β) Επιμελητής Α’ 195 € (γ) Επιμελητής Β’ 164 € (δ) Ειδικευόμενος 123 €». γ. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται, από 01.08.2012, ως εξής: «6. θέσης – Ευθύνης στους Συντονιστές Διευθυντές και σε όσους Διευθυντές ασκούν χρέη Συντονιστή, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα των βαθμών τους, οριζόμενο σε εκατόν πενήντα έξι (156) ευρώ …».

[5] Από τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-37 της υποπαραγράφου Γ.1. της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, οι οποίες θεσπίστηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς (ΣτΕ Ολομ. 2192/2014, Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 668/2012, 1116/2014), ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει «συνεχή προβλήματα με τη φορολογική συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο, για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο υπαλλήλων και λειτουργών με βάση «ειδικά μισθολόγια» – οι πρώτες περικοπές των οποίων είχαν επιβληθεί με τους νόμους 3833 και 3845/2010, κατ’ επίκληση, τότε, του κίνδυνου χρεωκοπίας της χώρας – ενόψει, προφανώς, του ότι το μέτρο αυτό, εν αντιθέσει με την είσπραξη των φορολογικών εσόδων, μπορεί να εφαρμοστεί αμέσως και έχει άμεσα αποτελέσματα, αφού με την ψήφιση του προβλέποντος τη μείωση νόμου καταβάλλονται αμέσως μειωμένες οι αποδοχές. Εξάλλου, αν και καθένα από τα μισθολόγια αυτά αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με διαφορετικά καθήκοντα και αποστολή, μεταξύ δε αυτών περιλαμβανόταν και το μισθολόγιο των γιατρών του Ε.Σ.Υ., ο νομοθέτης αντιμετώπισε όλα αυτά τα μισθολόγια συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, ως σύνολο λαμβανόμενο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της προσπάθειας μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Από τα δεδομένα αυτά, τα οποία επιβεβαιώνονται, άλλωστε, και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012 συνάγεται, περαιτέρω, ότι ο νομοθέτης, χωρίς να λάβει υπόψη του τους λόγους, για τους οποίους είχε θεσπισθεί ιδιαίτερο μισθολόγιο για καθεμία από τις κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων, στους οποίους αφορούσαν τα ανωτέρω «ειδικά μισθολόγια», προέβη σε μείωση αυτών, αποδίδοντας σημασία, για τον καθορισμό του ύψους της μείωσης σε κάθε μισθολόγιο και σε κάθε βαθμό εντός του αυτού μισθολογίου, στο μαθηματικό ύψος των έως τότε χορηγούμενων αποδοχών. Με βάση το κριτήριο αυτό συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέσπισε μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικώς μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερο σε εκείνα, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς μικρότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (βλ. και την αναφορά, στο προσαρτώμενο ως Παράρτημα V1 στο ν. 4046/12 Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, ότι θα προστατευθούν όσοι «είναι στις χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες» Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014). Με βάση αυτό το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο ο νομοθέτης καθόρισε τις μειώσεις που επέφερε και στο μισθολόγιο των γιατρών του Ε.Σ.Υ., και ειδικότερα στο ύψος του βασικού μισθού όλων των κλάδων της ιεραρχίας τους, καθώς και στο ύψος του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου και της πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης. Στις μειώσεις αυτές πρέπει να συνυπολογιστεί η αναστολή, κατά το χρονικό διάστημα από 01.07.2011 έως 01.08.2012, της χορήγησης των αυξήσεων του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, καθώς και η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας, η οποία υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων (άρθρο 38 παρ. 2 και 5 του ν. 3986/2011) και, τέλος, η κατάργηση, με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Γ.1. της παραγράφου Γ. του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, των επιδομάτων εορτών και αδείας για όσους εξακολουθούσαν να τα λαμβάνουν. Παράλληλα, οι γιατροί του Ε.Σ.Υ. υπεβλήθησαν, και στο σύνολο των γενικής φύσης οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τέτοια δε μέτρα ήταν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολογήτου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (άρθρα 27 του ν. 3986/2011, 1 επ. του ν. 3842/2010, 38 του ν. 4024/2011 κ.ά.), η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρο 29 του ν. 3986/2011), η διαδοχική αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους αυξημένους συντελεστές αγαθών και υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12 επ. του ν. 3833/2010, 34 του ν. 3986/2011 κ.ά.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του ν. 3986/2011), καθώς και η σταδιακή αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και η επιβολή του ειδικού φόρου ηλεκτροδοτουμένων δομημένων επιφανειών (άρθρα 33 του ν. 3986/2011, 53 του ν. 4021/2011), κ.ά..

[6] Εξάλλου, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με το νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, ούτε, τέλος, από το κείμενο του εγκριθέντος με το ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στα «ειδικά μισθολόγια» μεταξύ των οποίων το μισθολόγιο των γιατρών του Ε.Σ.Υ., ελήφθησαν υπόψη και άλλα κριτήρια, πέραν του καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, πρόδηλα απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μείωσης του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου. Ούτε προκύπτει ότι έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις στους αμειβόμενους με τα μισθολόγια αυτά, ούτε αν οι εκ των μειώσεων προερχόμενες επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το οικονομικό όφελος που θα προκύψει, ούτε, τέλος, αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για αυτούς και ειδικότερα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ.. Δεν εξετάστηκε, επίσης, αν οι αποδοχές των γιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους (πρβλ. Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014, ΣτΕ Ολομ. 4741/2014). Αντιθέτως, όπως συνάγεται από τα αναφερόμενα στο προσαρτημένο στο ν. 4046/2012 Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, ένας εκ των λόγων, για τους οποίους είναι αναγκαία η λήψη νέων μέτρων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των γιατρών του Ε.Σ.Υ., είναι και το γεγονός ότι δεν έχει επιτευχθεί η είσπραξη των φορολογικών εσόδων («συνεχή προβλήματα της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση», «χαμηλή είσπραξη φόρων σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες»). Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., που επήλθαν με το νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικά στις αποδοχές αυτών και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης άλλωστε και της χρονίζουσας αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των αμειβόμενων με τα «ειδικά μισθολόγια», μεταξύ των οποίων και των γιατρών του Ε.Σ.Υ. (πρβλ. ΣτΕ 431/2018, Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014, 7412/2015).

[7] Κατά συνέπεια, ενόψει των προεκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, οι κρίσιμες διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 01.08.2012, αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις 4 παρ.5, 21 παρ.3 και 25 παρ.4 και τις απορρέουσες από αυτές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες (βλ. Σ.τ.Ε. 431/2018 Ολομ., Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Επομένως, οι εν ενεργεία ιατροί του Ε.Σ.Υ. δικαιούνται την διαφορά μεταξύ των αποδοχών, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί έως 31.07.2012 (μετά τις αρχικές μειώσεις των ν. 3833/2010, 3845/2010 κ.λ.π.) και των αποδοχών μετά τη μείωση του άρθρου 27 του ν. 4093/2012. Άλλωστε, με το άρθρο παρ.1 II του ν.4575/2018, όπως η παρ.1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 82 παρ.1 του ν.4589/2019 «Στους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., Ιατρούς Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., Επικουρικούς Ιατρούς και Ειδικευόμενους Ιατρούς και στο σύνολο των Ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Παπαγεωργίου και για όσο χρόνο αυτοί ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 13.11.2014 – έως και 31.12.2016 καταβάλλεται, πλην της αποζημίωσης εφημέριων, εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31.07.2012 μισθολογικές διατάξεις και των μηνιαίων αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν με βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012 (Ά 222). Το χρηματικό ποσό του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται με αναφορά στο χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016». Με το παραπάνω άρθρο II του ν. 4575/2018, δηλαδή, οι μηνιαίες αποδοχές των Ιατρών του Ε.Σ.Υ. αποκαταστάθηκαν, για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα στα επίπεδα που καταβάλλονταν πριν τις μειώσεις που επήλθαν με το ν. 4093/2012.

[8] Με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. α – δ του Ν. 4238/2014 «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α 38) ορίσθηκε ότι «Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται/μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α` 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις…», ενώ με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι «οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης». Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η με αριθ. Γ.Π./οικ 18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β 485) των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, με την οποία συστήθηκαν και κατανεμήθηκαν ανά ειδικότητα (ιατροί) ή κλάδο (λοιπό προσωπικό) 9.930 οργανικές θέσεις, μόνιμου και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, ιατρικού, νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού στις επτά Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας. Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο «Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε», όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.1 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Ι5 του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85) ορίσθηκε ότι, εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται/ μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεώς τους περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει [….]».

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιατροί/ οδοντίατροι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (όπως και οι μόνιμοι ιατροί), οι οποίοι αρχικά είχαν μεταφερθεί αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ [άρθ. 17 παρ.1 και 2 και 26 παρ. 9 του Ν. 3918/2011, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παρ.21 του άρθρου 72 του Ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α 150)], στη συνέχεια μετατάχθηκαν / μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση και κατόπιν αίτησής τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε) και σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα ως άνω άρθρα 16 παρ.1 και 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014. Επίσης με το άρθρο 18 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο «Ένταξη και κατάταξη ιατρικού/οδοντιατρικού προσωπικού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας [Ε.Σ.Υ.]», ορίστηκε ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης/ μεταφοράς, το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., ενώ με το άρθρο 21 παρ.2 του ιδίου νόμου (Μισθοδοσία προσωπικού, οικονομική διαχείριση και μεταβίβαση κινητής και ακίνητης περιουσίας), ορίσθηκε ότι το πάσης φύσεως ιατρικό/οδοντιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό που μετατάσσεται ή μεταφέρεται, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος νόμου, σε θέσεις που συστήνονται για το σκοπό αυτόν, σε κάθε Διοικητική Υγειονομική Περιφέρεια (Δ.Υ.Πε.), σε εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α’ 288), μετά την έκδοση της αναφερόμενης κοινής υπουργικής απόφασης, ως ορίζεται στη διάταξη, μισθοδοτείται από τους Φορείς αυτούς και οι σχετικές πιστώσεις εγγράφονται στους οικείους Κ.Α.Ε. του ειδικού φορέα 210 του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υγείας. Για τη μισθοδοσία του προσωπικού αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 2592/1998 (Α’ 57) και του π.δ. 412/1998 (Α’ 288), όπως ισχύουν. Η εκκαθάριση των τακτικών αποδοχών του ανωτέρω προσωπικού διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της οικείας Δ.Υ.Πε.. Για τις πρόσθετες αμοιβές, εφημερίες, νυχτερινά και εξαιρέσιμα, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 4071/2012 (Α’ 85). Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό της ανωτέρω παραγράφου 1, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α’ 288) και μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών αξιολόγησης και κατάταξης αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος. Μετά την ένταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ. λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Κατά συνέπεια, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης (κατόπιν αξιολόγησης) σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), των απασχολουμένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που είχαν ήδη μεταταχθεί/μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των κατά τόπους, Διοικήσεων Υγειονομικής Περιφέρειας, οι αποδοχές αυτών καθορίζονται από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) που προβλέπει η ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία.

[9] Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 2/2019, 6/2019, 7/2006).

[10] Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι, 1η, 2η, 3ος, 4η, 6η, 7ος, 10η, 13ος, 15ος, 16η, 17η, 19η, 21ος, 22η, 23η, 26η, 28η, 29ος, 33ος και 34η των αναιρεσιβλήτων [επί συνόλου τριάντα έξι (36) αρχικά εναγόντων], ως προς τους οποίους, κατά τα ανωτέρω, παραδεκτώς χωρεί η συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την από 10.05.2017 (αριθμ. εκθ. καταθ. 534192/991/2017) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενοι ότι εργάζονταν με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αρχικά στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, στη συνέχεια στον Ε.Ο.Π.Π.Υ και τέλος στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα 1η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής (1η Δ.Υ. Πε Αττικής), μετά την μετάταξη / μεταφορά τους σε αυτήν και την ένταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ, ζήτησαν την επιδίκαση (μεταξύ άλλων) σε αυτούς για τη χρονική περίοδο από 01.01.2015 έως 30.06.2017 των διαφορών μεταξύ των λαμβανομένων αποδοχών τους πριν τις περικοπές που επιβλήθηκαν με την ως άνω διάταξη του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθ. 27 εδ. α, β και γ του Ν. 4093/2012 και των καταβαλλομένων σε αυτούς από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα αποδοχών μετά τις πιο πάνω περικοπές, οι οποίες (περικοπές) είχαν ήδη κριθεί αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθ. 2041/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης ως προς τους 17η και 20ο των αρχικά εναγόντων, προκειμένου να προσκομισθούν οι εκεί αναφερόμενες βεβαιώσεις για την προϋπηρεσία τους, ενώ ως προς τους λοιπούς ενάγοντες έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία και ειδικότερα για το χρονικό διάστημα από 01.05.2015 έως 30.06.2017, κρίνοντας ότι οι επιβληθείσες με την πιο πάνω διάταξη του Ν. 4093/2012 περικοπές των αποδοχών των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5 και 25 παρ.4 του Συντάγματος και επιδίκασε κατά ένα μέρος καταψηφιστικά και κατά το υπόλοιπο μέρος αναγνωριστικά τα εκεί αναγραφόμενα ποσά (στα οποία περιλαμβάνονται και οι διαφορές αποδοχών λόγω των πιο πάνω περικοπών), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Με την ίδια απόφαση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή για το διάστημα από 01.01.2015 έως 30.04.2015, λόγω παραγραφής των αναφερομένων αξιώσεων.

Κατά της πρωτόδικης απόφασης η εναγομένη 1η ΔΥΠε Αττικής άσκησε την από 02.01.2018 (αρ. κατ. 24/2/2-1-2018) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 5898/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση. Ειδικότερα, το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα:

«Οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι και ήδη αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι τυγχάνουν ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, που εργάζονταν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ και πιο πριν στο Ι.Κ.Α, με ειδική σύμβαση αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου (άρθρο 10 Ν.Δ. 1204/1972, μετά τη δημοσίευση του ν. 4238/2014, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 16 του παραπάνω νόμου, στις 17.02.2014 τέθηκαν σε διαθεσιμότητα για ένα μήνα, ενώ μετά τη λήξη της διαθεσιμότητας (18.03.2014) μεταφέρθηκαν με βάση τις αναφερόμενες ως άνω διατάξεις του Ν. 4238/2014 σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που συστάθηκαν στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Π.Ε.) της Χώρας και συγκεκριμένα στο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «1η Δ.Υ.Πε Αττικής» με την ίδια εργασιακή σχέση. Μετά την παρέλευση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 18 του Ν. 4238/2014 οκταμήνου από την μετάταξη/μεταφορά τους στην «1η Δ.Υ.Πε Αττικής» (19.11.2014) και την ολοκλήρωση της αξιολόγησής τους, κατατάχθηκαν με την υπ’ αριθμ. ./10-10-2014 διαπιστωτική πράξη του Διοικητή της «1ης Δ.Υ.Πε Αττικής», που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 3418 Β’/19-12-2014, σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ.2 του Ν. 4238/2014, έπρεπε να λαμβάνουν από τη λήξη του οκταμήνου τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ. και ειδικότερα τις διατάξεις των άρθρων 43, 44 και 45 του ν. 3205/2003 (Α’, 297), με τις οποίες ρυθμίστηκε εξαρχής το μισθολογικό καθεστώς των γιατρών του Ε.Σ.Υ. και καθορίστηκε ειδικό μισθολόγιο, αποτελούμενο από το βασικό μισθό, κλιμακούμενο ανάλογα με το βαθμό και τα χρόνια υπηρεσίας και από διάφορες αποζημιώσεις, επιδόματα και προσαυξήσεις, για τη διαμόρφωση του οποίου λήφθηκαν υπόψη οι ειδικότερες συνθήκες άσκησης του ιατρικού έργου, η ανάγκη για διαρκή εκπαίδευση του ιατρού στην επιστήμη του, η μεγάλη διάρκεια της πανεπιστημιακής του εκπαίδευσης σε σχέση με άλλους επιστήμονες, η πολύχρονη μεταπτυχιακή εκπαίδευση για τη λήψη ειδικότητας και ο περισσότερος χρόνος εργασίας συγκριτικά με άλλους κλάδους της διοίκησης. Με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009 (Α’, 43) και στη συνέχεια με το άρθρο 55 παρ.2 του Ν. 3918/2011 (ενόψει θέσπισης βαθμού συντονιστή – διευθυντή) αντικαταστάθηκε το άρθρο 43 του Ν. 3205/2003 και αναμορφώθηκαν από 01.01.2009 οι βασικοί μισθοί των ιατρών στα εκεί αναφερόμενα επίπεδα και ειδικότερα ο βασικός μηνιαίος μισθός του Διευθυντή ορίστηκε σε 2.054 ευρώ, του Επιμελητή Α’, σε 1.759 ευρώ, του Επιμελητή Β’ σε 1.468 ευρώ και του ειδικευόμενου σε 1.027 ευρώ. Πέραν του βασικού μισθού καταβάλλονταν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 44 του ν.3205/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009: (α) επίδομα χρόνου υπηρεσίας, (β) επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, (γ) επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης του ιατρικού έργου, το οποίο οριζόταν για το Διευθυντή σε 450 ευρώ, τον Επιμελητή Α’ σε 389 ευρώ, τον Επιμελητή Β’ σε 327 ευρώ και τον ειδικευόμενο σε 355 ευρώ, (δ) πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, η οποία οριζόταν για το Διευθυντή σε 339 ευρώ, τον Επιμελητή Α’ σε 293 ευρώ, τον Επιμελητή Β’ σε 247 ευρώ και τον ειδικευόμενο σε 185 ευρώ, (ε) οικογενειακή παροχή, (στ) επίδομα θέσεως ευθύνης για τους Διευθυντές 235 ευρώ και τους Επιμελητές Α’, εφόσον τους απονέμεται ο τίτλος του Αναπληρωτή Διευθυντή (40% ευρώ). Ακολούθως έλαβαν χώρα οι αναφερόμενες στην απόφαση μειώσεις αποδοχών με τους Ν. 3833/2010, 3845/2010, 3986/2011 και 4002/2011, ενώ στη συνέχεια με το άρθρο πρώτο παρ. Γ υποπ. Γ1 αριθ. 27 του Ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκε εκ νέου η διάταξη του άρθρου 43 του Ν. 3205/2003 και ο βασικός μηνιαίος μισθός του Διευθυντή μειώθηκε σε 1.580 ευρώ, του Επιμελητή Α’ σε 1.513 ευρώ, του Επιμελητή Β’ σε 1.321 ευρώ και του Ειδικευόμενου σε 1.007 ευρώ, ενώ με την ίδια διάταξη του Ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκαν οι παρ. 3, 4 και 6 του άρθρου 44 του Ν. 3205/2003, όπως η τελευταία (παρ. 6) είχε ήδη αντικατασταθεί με το άρθ. 66 παρ.33 του Ν. 3984/2011 και μειώθηκαν για τους βαθμούς του Διευθυντή (και του Συντονιστή – Διευθυντή), Επιμελητή Α’, Επιμελητή Β’ και Ειδικευόμενου τα εκεί προβλεπόμενα επιδόματα, (α) νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών σε 238, 205, 174 ευρώ και 190 ευρώ αντίστοιχα, (β) πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε συνέδρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης σε 225, 195, 164 και 123 ευρώ αντίστοιχα και (γ) θέσης ευθύνης για τους Συντονιστές – Διευθυντές και σε όσους διευθυντές ασκούν χρέη Συντονιστή και για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα των βαθμών τους σε 156 ευρώ». Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού επικαλέστηκε τις ως άνω αναφερόμενες στη μείζονα πρόταση διατάξεις, δέχθηκε ότι οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων ιατρών του ΕΣΥ, που επιβλήθηκαν από 01.08.2012 με τη διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθ. 27 εδαφ. α’, β’ και γ’ του Ν. 4093/2012, αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5 και 25 παρ.4, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Ακολούθως, αφού προσδιόρισε τις μικτές αποδοχές των εναγόντων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά τα παραπάνω πριν από την εφαρμογή του Ν. 4093/2012, και όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τις περικοπές του Ν. 4093/2012 και εξήγαγε την προκύπτουσα υπερβάλλουσα διαφορά, έκρινε ότι οι ενάγοντες και ήδη είκοσι ένα (21) πιο πάνω αναιρεσίβλητοι δικαιούνται μηνιαίως για το ένδικο χρονικό διάστημα, από 01.05.2015 έως 30.06.2017, τα ακόλουθα ποσά:

(1) η πρώτη ενάγουσα, P. M. (Π. Μ.), της οποίας οι μικτές μηνιαίες αποδοχές πριν τις περικοπές ανέρχονταν στο ποσό των 3.980 ευρώ (2.054 ευρώ βασικός μισθός, 450 ευρώ νοσοκομειακό επίδομα, 339 ευρώ επίδομα βιβλιοθήκης, 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή πλέον χρονοεπιδόματος ποσού 2,067 Χ 52% =1.074,84 ευρώ) και μετά τις περικοπές σε 2.734,76 ευρώ, δικαιούται διαφορά 1.245,48 (3.980 μείον 2.734,76) ευρώ μηνιαίως, (2) η δεύτερη ενάγουσα, Μ. Α., α) 1.191,84 (3.747,52 μείον 2.555,68) ευρώ μηνιαίως από 01.01.2015 έως 30.06.2016 και β) 1.274,52 (3.830, 20 μείον 2.555,68) ευρώ μηνιαίως από 01.07.2016 έως 30.06.2017, (3) ο τρίτος ενάγων, Γ. Β., 1.239,52 (3.732,20 μείον 2.492,68) ευρώ μηνιαίως, (4) η τέταρτη Α. Β., 1350, 32 (4.145,60 μείον 2.795,28) ευρώ, (5) η έκτη ενάγουσα, Μ. Δ., α) 1.201,16 ευρώ από 01.01.2015 έως 31.07.2015 (3.814,88 μείον 2.613,72) και β) από 01.08.2015 έως 30.06.2017, 1283,84 ευρώ (3.897,56 μείον 2.613,72), (6) ο έβδομος ενάγων, Γ. Ζ., 1.363,16 ευρώ (4.062,92 μείον 2.699,76), (7) η δέκατη ενάγουσα, Μ. Ζ., α) 1.070,80 ευρώ (3.684,52 μείον 2.613,72) έως 31.01.2015 και β) 1.153,48 ευρώ (3.849,88 μείον 2.613,72) από 01.02.2015, (8) ο δέκατος τρίτος, Δ. Κ., α) 1.205,48 ευρώ (4.015,24 μείον 2.809,76) έως 31.12.2015 και β) 1.288,16 ευρώ (4.097,92 μείον 2.809,76) από 01.01.2016 έως 30.06.2017, (9) ο δέκατος πέμπτος Κ. Κ., 1.274,52 ευρώ (3.830,20 μείον 2.555,68), (10) η δέκατη έκτη, Α. Μ., 1.258,32 ευρώ μηνιαίως (3.932,56 μείον 2.674,24), (11) η δέκατη έβδομη, Δ. Μ., 1.258,32 ευρώ (3.932,56 μείον 2.674,24), (12) η δέκατη ένατη Α. Π., 1.245,48 (3.980,24 μείον 2.734,76) ευρώ, (13) ο εικοστός πρώτος, Ι. Π., α) 1.191,84 (3.705,52 μείον 2.510,68) ευρώ, έως 31.07.2016 και β) 1.274,52 (3.785,20 μείον 2.510,68) από 01.08.2016 έως 30.06.2017, (14) η εικοστή δεύτερη, Π. Π., 1.201,16 (3.814,88 μείον 2.613,72) ευρώ μηνιαίως, (15) η εικοστή τρίτη, Γ. Σ., α) 1.345,16 (4.115,92 μείον 2.770,76) ευρώ από 01.01.2015 έως 31.01.2016, β) 1.424,84 (4.216,60 μείον 2.770,76) ευρώ από 01.02.2016 έως 31.07.2016 και γ) 1.445,84 (4.195,60 μείον 2.770,76) ευρώ, από 01.08.2016 έως 30.06.2017, (16) η εικοστή έκτη, Μ. Σ., 997,44 (3.732,20 μείον 2.734,76) ευρώ μηνιαίως, (17) η εικοστή όγδοη, Ε. Τ., 1.252,36 (3.720,52 μείον 2.468,16) ευρώ, (18) ο εικοστός ένατος, Α. Τ., 889,56 (3.684,84 μείον 2.795,28) ευρώ μηνιαίως, (19) ο 33ος Χ. Ζ., 1.179 (3.732,20 μείον 2.553,20) ευρώ μηνιαίως και (20) η τριακοστή τέταρτη, Γ. Κ.-Λ., 1.172,20 (5.008,90 μείον 3.836,70) ευρώ μηνιαίως έως τις 31.12.2016, που συνταξιοδοτήθηκε».

Μετά ταύτα το Εφετείο, απέρριψε το συναφή λόγο της από 02.01.2008 έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας 1ης ΔΥΠε Αττικής, με τον οποίο προσαπτόταν στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι, «με το να δεχθεί ότι οι επιβληθείσες από 01.08.2012 με τη διάταξη του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθ. 27 εδ. α, β και γ του Ν. 4093/2012 μειώσεις αποδοχών των αναιρεσιβλήτων ιατρών αντιβαίνουν στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ.4 του Συντάγματος, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων”, καθώς και την έφεση στο σύνολό της, επικυρώνοντας έτσι την ομοίως αποφανθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία είχε επιδικάσει στους ανωτέρω ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους κατά ένα μέρος καταψηφιστικά και κατά το υπόλοιπο μέρος αναγνωριστικά τα εκεί αναγραφόμενα ποσά (στα οποία περιλαμβάνονται και οι πιο πάνω διαφορές αποδοχών λόγω των προαναφερόμενων περικοπών) σε βάρος της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας.

[11] Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, ουδόλως παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου πρώτου παράγρ. Γ υποπαρ.Γ1 αριθ. 27 εδ. α, β και γ του Ν. 4093/2012 και τις πιο πάνω Συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του Ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του ΕΣΥ, και εν προκειμένω των είκοσι (21) (καλούντων) αναιρεσιβλήτων, οι οποίες επήλθαν με το νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικώς επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών τους (ν. 3833/2010 μείωση κατά 12% και ν. 3845/2010 μείωση κατά 8% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, της πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε σεμινάρια και του επιδόματος θέσεως ευθύνης, ν. 4002/2011 μείωση κατά 20% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, ν. 4052/2012 μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού και μείωση του μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α’ Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ.), καθώς και με άλλες μειώσεις του εισοδήματος των ιατρών με παράπλευρα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσεως (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α’ του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ. με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. β’ του ν. 3986/2011 και αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), αντίκεινται προς τις ρυθμίσεις των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 4 παρ.5 και 25 παρ. 4 και υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι απορρέουσες από αυτές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης άλλωστε και της χρονίζουσας αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της εισπράξεως των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (βλ. Σ.Τ.Ε 431/2018 Ολομ., Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται η αναιρεσείουσα προς δικαιολόγηση των επίμαχων περικοπών του Ν. 4093/2012, οι οποίοι συνίστανται στην επίτευξη των στόχων του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, στην εκπλήρωση, δηλαδή, των προϋποθέσεων που τίθενται, υπό μορφή προαπαιτούμενων, για τη συνέχιση της χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, αν και δικαιολογούν καταρχήν τη λήψη μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, περιοριζόμενοι στην ανάγκη μείωσης του μισθολογικού κόστους του προσωπικού του Δημοσίου για την κάλυψη τμήματος του δημοσιονομικού κενού του προγράμματος προσαρμογής, το οποίο προέκυψε, κυρίως, λόγω της αποτυχίας είσπραξης των προβλεπόμενων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλών παρελθόντων ετών και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων του προγράμματος προσαρμογής, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον, για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των νόμων 3833/2010 και 3845/2012 που ελήφθησαν, κατά τις διαπιστώσεις του νομοθέτη, προ του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως, και πάλι, κατά παράβαση της κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών. Επιπλέον, οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών. Επίσης, η συνταγματικότητα των μέτρων αυτών δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ’ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων.

Περαιτέρω, η 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.03.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», δεν έχει πάντως την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερόμενων συνταγματικών διατάξεων και αρχών (Σ.τ.Ε. 4741/2014 Ολομ., 2192/2014, ΟλΕ.Σ. 4327/2014).

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι προβαλλόμενος με τις κατατεθείσες την 01.09.2021 προτάσεις της αναιρεσείουσας ισχυρισμός, ότι σε εκτέλεση της εκδοθείσας, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 11 παρ.2 του Ν. 4575/2018 (ΦΕΚ Α 192/14-11-2018), υπ’ αριθμ. οικ./2/88420/ ΔΕΠ/4-12-2018 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών και Υγείας (ΦΕΚ Β’5435), καταβλήθηκε στον καθένα των αναιρεσίβλητων, ιατρό του Ε.Σ.Υ. εφάπαξ χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31η.07.2012 μισθολογικές διατάξεις και των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις διατάξεις του Ν. 4093/2012, με αναφορά στο χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως 31.12.2016 και κατά συνέπεια οι προκύπτουσες διαφορές περιορίζονται πλέον στο χρονικό διάστημα από 01.01.2017 έως 30.06.2017, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού ο ίδιος ισχυρισμός είχε υποβληθεί με τον τέταρτο λόγο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, ως πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και είχε απορριφθεί με την ως άνω παραπεμπτική υπ’ αριθμ. 535/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου ως αλυσιτελής, για το λόγο ότι η επικαλούμενη πλημμέλεια αναφέρεται στη μη εφαρμογή σχετικής νομοθετικής ρύθμισης (της ανωτέρω Κ.Υ.Α.) που ίσχυσε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως (28.11.2018), ενώ ο Αρειος Πάγος ελέγχει την ορθότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως με βάση το νόμο που ίσχυε κατά τη δημοσίευσή της, με την επιφύλαξη της τυχόν αναδρομικής επέκτασης των αποτελεσμάτων του νέου νόμου και επί των τελεσιδίκως κριθέντων με σχετική διάταξη αυτού, περίπτωση της οποίας δεν πρόκειται. Κατόπιν αυτών, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια ως άνω λόγος της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Ακολούθως προς τα ανωτέρω, εφόσον οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως έχουν ήδη απορριφθεί με την παραπεμπτική υπ’ αριθμ. 535/2020 απόφαση του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προς τους 1η, 2η, 3ος, 4η, 6η, 7ο, 10η, 13ο, 15ο, 16η, 17η, 19η, 21ο, 22η, 23η, 26η, 28η, 29ο, 33ο και 34η των αναιρεσιβλήτων. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, τόσο της συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου, όσο και εκείνης ύστερα από την οποία εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση του Β2′ Τμήματος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (ΚΠολΔ 179, 183, 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 18.02.2019 αίτηση του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «1η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής» (1η ΔΥΠε) για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5898/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τους 1η, 2η, 3ος, 4η, 6η, 7ο, 10η, 13ο, 15ο, 16η, 17η, 19η, 21ο, 22η, 23η, 26η, 28η, 29ο, 33ο και 34η των αναιρεσιβλήτων. Και

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2022.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 14 Απριλίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ThanasisΟλομέλεια Αρείου Πάγου 3/2022