Υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος (Νο 3) (04/06/2024)

Άρθρο 6 § 1 (αστικές), Πρόσβαση στη δικαιοσύνη, Αγωγή κατά του Δημοσίου για ζημία που φέρεται ότι προκλήθηκε από την απόρριψη από το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Συμβούλιο της Επικρατείας) της αναίρεσής του, για νομικά ζητήματα που διαπιστώθηκαν από το Δικαστήριο στην υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας (77574/01) να έχουν παραβιάσει το άρθρο 6 § 1, κρίθηκε απαράδεκτο λόγω αναρμοδιότητας από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ)

Το εθνικό δίκαιο περί ευθύνης του Δημοσίου ερμηνεύεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι δεν επιτρέπει αξιώσεις για ζημίες που προκλήθηκαν από  πρόδηλο σφάλμα δικαστικού οργάνου έως ότου θεσπιστεί ειδική νομοθεσία που ρυθμίζει την ευθύνη αυτή• Η ερμηνεία του ΣτΕ δεν συμβαδίζει με την προηγούμενη νομολογία του, που εφαρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις το ισχύον εσωτερικό δίκαιο αναλογικά, λόγω της μη ύπαρξης ειδικού νόμου για σφάλματα δικαστών, και έτσι οδηγήθηκε για πρώτη φορά απαράδεκτο στην περίπτωση του προσφεύγοντος• Καμία ένδειξη αισθητής νομολογιακής εξελίξεως αποκλίνουσας από την προηγουμένη  νομολογία του ΣτΕ• Η νέα ερμηνεία είχε ως αποτέλεσμα η αξίωση του προσφεύγοντος να μην είναι δικαστικά επιδιώξιμη στο διηνεκές (ad infinitum) και αποτέλεσε ανυπέρβλητο εμπόδιο σε τυχόν μελλοντικές αξιώσεις αποζημίωσης από αυτόν κατά του Δημοσίου για τα εικαζόμενα λάθη των πολιτικών δικαστηρίων μέχρι την θέσπιση ειδικής νομοθεσίας• Περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε Δικαστήριο του προσφεύγοντος για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα που δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου σε βάρος του• Δυσανάλογη επιβάρυνση που επιβάλλεται στον προσφεύγοντα• Η ουσία (πυρήνας) του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο προσβάλλεται.

Συντάχθηκε από τη Γραμματεία. Δεν δεσμεύει το Δικαστήριο

ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ4 Ιουνίου 2024Η απόφαση αυτή θα καταστεί οριστική υπό τους όρους που ορίζονται στο Άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης. Μπορεί να υποστεί διορθώσεις σχετικές με τη μορφοποίησή της. 

Στην υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος (αρ. 3),

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Τρίτο Τμήμα), που συνεδριάζει ως Τμήμα αποτελούμενο από τους:               Pere Pastor Vilanova, Πρόεδρο,               Jolien Schukking,               Γεώργιος Α. Σεργίδης,               Darian Pavli,               Peeter Roosma,               Ιωάννης Κτιστάκης,               Andreas Zünd, Δικαστές,                και Milan Blaško, Γραμματέα του Τμήματος,Έχοντας υπόψη:               την αίτηση (αρ. 57246/21) κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας που κατατέθηκε στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 34 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση») από Έλληνα υπήκοο, τον κ. Ιωάννη Ζουμπουλίδη («ο Προσφεύγων»), στις 19 Νοεμβρίου 2021;               την απόφαση να κοινοποιηθεί στην Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») η καταγγελία σχετικά με το Άρθρο 6 § 1 και να κηρυχθεί το υπόλοιπο της αίτησης απαράδεκτο;               Τις  Παρατηρήσεις των μερών;               Έχοντας συζητήσει κατ’ ιδίαν στις 14 Μαΐου 2024,Εκδίδει την ακόλουθη απόφαση, η οποία εκδόθηκε την ημερομηνία αυτή:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

  1. Η προσφυγή αφορά την απόρριψη αγωγής που άσκησε ο αιτών κατά του Ελληνικού Δημοσίου για αποκατάσταση ζημίας που φέρεται ότι του προκλήθηκε από απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

  1. Ο αιτών γεννήθηκε το 1960 και ζει στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας. Εκπροσωπήθηκε από την κ. Β. Σκορδάκη, δικηγόρο στην Αθήνα.
  2. Η Κυβέρνηση εκπροσωπήθηκε από τους Αντιπροσώπους του, τον κ. Κ. Γεωργιάδη, Νομικό Σύμβουλο, και την κα Α. Δημητρακοπούλου, Πάρεδρο στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
  3. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

 

Ι. ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ

  1. Στις 2 Οκτωβρίου 1992 ο προσφεύγων υπέγραψε σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως βοηθητικός υπάλληλος στην ελληνική πρεσβεία στη Γερμανία για τη θέση του Κλητήρα. Με αγωγή που άσκησε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ο προσφεύγων ζήτησε αύξηση του ποσού του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής που του είχε καταβληθεί για τα δύο εξαρτώμενα τέκνα του κατά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1993 έως 31 Μαΐου 1998. Με την απόφαση, με αριθμό 964/1999 η αξίωσή του απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με το άρθρο 131 §§ 10-11 του ν. 419/1976 σε συνδυασμό με την κοινή υπουργική απόφαση αριθ. Φ083-58 της 11ης Μαρτίου 1988, που ρύθμιζε τον υπολογισμό των προσαυξήσεων για τα εξαρτώμενα τέκνα ως ποσοστό επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, η αύξηση αυτή έπρεπε να καταβληθεί μόνο στους μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών και όχι στο προσωπικό που απασχολούνταν με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Αυτό δεν προσέκρουε στη συνταγματική αρχή της ισότητας, γιατί δικαιολογούνταν από λόγους γενικού κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος. Κατά την άποψη του δικαστηρίου, οι δύο κατηγορίες εργαζομένων ήταν χωριστές και είχαν διαφορετικό νομικό καθεστώς, το οποίο συνεπαγόταν διαφορετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις σε κάθε κατηγορία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούσαν τις αποδοχές, την εξέλιξη της σταδιοδρομίας και την κοινωνική ασφάλιση.

 

  1. Το Εφετείο με τη, με αριθμό 9975/1999, απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την έφεση που άσκησε ο προσφεύγων και την αξίωσή του κατά το μέρος που αφορούσε την περίοδο από τις 24 Μαρτίου 1998 έως τις 31 Μαΐου 1998 και διέταξε το κράτος να του καταβάλει το ποσό των 2.584 ευρωπαϊκών νομισματικών μονάδων, θεωρώντας ότι σύμφωνα με το νέο Οργανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών (άρθρο 135 του ν. 2594/1998) δεν υπήρχε πλέον διαφορά στο καθεστώς των μόνιμων και μη μονίμων υπαλλήλων και, κατά συνέπεια, οι δικαιούχοι του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής δικαιούνταν και τα αυξημένα ποσοστά, σε σχέση με εξαρτώμενα τέκνα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του προσφεύγοντος για την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 1993 έως 24 Μαρτίου 1998 ως αβάσιμη και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την αιτιολογία ότι το άρθρο 131 § 10 του ν. 419/1976 και οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις για την εφαρμογή του αναφέρονταν σε δημόσιους υπαλλήλους δημοσίου δικαίου και αυτό δικαιολογούσε τη διαφορετική μεταχείρισή τους από αυτή των υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου. Η μη καταβολή του υψηλότερου ποσού στην τελευταία κατηγορία εργαζομένων δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και της ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας που ορίζεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή στις διατάξεις της Σύμβασης αριθ. 100 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την ίση αμοιβή, δεδομένου ότι οι περιστάσεις αφορούσαν διαφορετικές κατηγορίες εργαζομένων ως προς τις συνθήκες απασχόλησής τους και εκείνους που βρίσκονταν σε διαφορετική κατάσταση όσον αφορά την πρόσληψη και την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους και επειδή αυτό ήταν προς το γενικό δημόσιο συμφέρον.

 

  1. Ο προσφεύγων άσκησε άσκησε αίτηση αναίρεσης. Στους δύο πρώτους λόγους που επικαλέστηκε ο προσφεύγων, ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή του, ήταν παράνομη στο μέτρο που αφορούσε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1993 έως τις 24 Μαρτίου 1998, με την αιτιολογία ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να εφαρμόσει την κοινή υπουργική απόφαση Φ083-58 της 11ης Μαρτίου 1988 αντί της απόφασης αριθ. 201/800/185/0022 της 17ης Μαρτίου 1993, η οποία ήταν άκυρη, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είχε υπερβεί την νομοθετική εξουσιοδότηση που είχε χορηγηθεί με το άρθρο 131 §§ 10-11 του νόμου 419/1976. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε το άρθρο 4 § 1 και το άρθρο 22 § 1 του Συντάγματος, το άρθρο 119 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τη Σύμβαση αριθ. 100 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.

 

  1. Ο Άρειος Πάγος με τη, με αριθμό 1143/2001, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2001, απέρριψε τους προαναφερθέντες λόγους ως αόριστους διότι ο προσφεύγων, στην αίτησή του αναίρεσης, δεν είχε αναφέρει επαρκώς λεπτομερώς την πραγματική βάση της αγωγής του, καθώς δεν είχε αναφέρει τους όρους της σύμβασης εργασίας του ή τον αριθμό και την ηλικία των τέκνων του. Ενώ εξέτασε αντίθετες αιτήσεις αναίρεσης επί νομικών θεμάτων, μία από τον προσφεύγοντα και μία άλλη από το δημόσιο, το δικαστήριο απέρριψε επίσης τους λόγους αναίρεσης του προσφεύγοντος εκτός από έναν από αυτούς. Εξαφάνισε το σχετικό μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο, προκειμένου το τελευταίο να αποφανθεί επί της αξίωσης του αναιρεσείοντα για τόκους που προέκυψαν επί του ποσού που επιδικάστηκε με την εν λόγω απόφαση.

 

  1. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΟΣ

 

  1. Ο προσφεύγων κατέθεσε προσφυγή (Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος, αρ. 77574/01, της 14 Μαρτίου 2007) στο Δικαστήριο, παραπονούμενος ότι οι λόγοι απόρριψης από τον Άρειο Πάγο ορισμένων λόγων της αναίρεσής του ήταν υπερβολικός φορμαλισμός και είχε παραβιάσει το δικαίωμά του πρόσβασης σε δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά ήταν διαθέσιμα στο Ακυρωτικό Δικαστήριο (Α.Π.). Η σύμβαση εργασίας, το καθεστώς γάμου του προσφεύγοντος και η ηλικία και ο αριθμός των εξαρτώμενων τέκνων ήταν σαφώς διαθέσιμα στον φάκελο. Έκρινε ότι η απόρριψη της αίτησης αναίρεσης του προσφεύγοντος είχε αποτελέσει μια υπερβολικά φορμαλιστική προσέγγιση των προϋποθέσεων παραδεκτού του σχετικού ένδικου μέσου, επιβάλλοντας περιορισμό δυσανάλογο προς τον στόχο της διασφάλισης της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης και επιδίκασε στον αιτούντα 5.000 ευρώ (EUR) για ηθική βλάβη και 500 ευρώ για έξοδα. Απέρριψε την αξίωσή του για αποκατάσταση της χρηματικής ζημίας, καθώς δεν μπορούσε να κάνει εικασίες σχετικά με την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου σε περίπτωση που είχε εξετάσει το βάσιμο των αξιώσεων.

 

Η Επιτροπή Υπουργών με το ψήφισμα CM/ResDH(2009)68 που ενέκρινε στις 19 Ιουνίου 2009, λαμβάνοντας υπόψη τα γενικά μέτρα (δημοσίευση της απόφασης στα ελληνικά και διαβίβαση σε όλες τις δικαστικές αρχές) και των επιμέρους μέτρων (καταβολή δίκαιης ικανοποίησης) που ελήφθη από το εναγόμενο κράτος, δήλωσε ότι είχε ασκήσει τα καθήκοντά του σύμφωνα με το άρθρο 46 § 2 της Σύμβασης και αποφάσισε να περατώσει την εξέταση της υπόθεσης.

 

III.        ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

 

Α. Η αγωγή και η έφεση του προσφεύγοντος ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων

 

  1. Στις 13 Δεκεμβρίου 2007 ο προσφεύγων, επικαλούμενος το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (στο εξής: ΕισΝΑΚ) για την ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου, άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας από το δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Δημόσιο ήταν υποχρεωμένο να καταβάλει 47.280 δολάρια ΗΠΑ, πλέον τόκων, και 16.860 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που είχε υποστεί ως αποτέλεσμα της έκδοσης της απόφασης, με αριθμό 1143/2001 του Αρείου Πάγου στην πολιτική δίκη. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι η εν λόγω απόφαση ήταν παράνομη στο μέτρο που είχε απορρίψει ως αόριστους τους δύο λόγους της αίτησής του αναίρεσης, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά του πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, όπως είχε προηγουμένως διαπιστωθεί από το Δικαστήριο. Υποστήριξε ότι εάν το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Α.Π.) δεν είχε παρανόμως κηρύξει τους δύο λόγους απαράδεκτους, αλλά τους είχε εξετάσει επί της ουσίας, θα τους είχε αποδεχθεί υπό το φως της νομολογίας που είχε σημειωθεί. Στη συνέχεια, θα είχε εξαφανίσει την απόφαση του Εφετείου και θα είχε παραπέμψει το εκκληθέν μέρος στο δικαστήριο αυτό, το οποίο στη συνέχεια θα καταδίκαζε το κράτος να καταβάλει το υψηλότερο ποσό για τα εξαρτώμενα τέκνα για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1993 έως 24 Μαρτίου 1998 σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του.

 

  1. Στις 28 Απριλίου 2014 η Ολομέλεια του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) αποφάσισε επί αίτησης αναίρεσης, μετά την απόρριψη αγωγής που άσκησε άλλος ενάγων για αποζημίωση από το Ελληνικό Δημόσιο σχετικά με το κλείσιμο επιχείρησης και την κατάσχεση αγαθών από την αστυνομία με εντολή του εισαγγελέα. Στην απόφαση, με αριθμό 1501/2014, το ΣτΕ έκρινε ότι το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος ορίζει ότι το Δημόσιο ευθύνεται για τις πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία όταν οι πράξεις αυτές ήταν παράνομες ή όταν ήταν νόμιμες αλλά προκάλεσαν σοβαρή και σημαντική ζημία. Το άρθρο 4 § 5 απαιτούσε από τον νομοθέτη να καθορίσει τις προϋποθέσεις για την αποζημίωση για τη ζημία που προκαλείται από οποιοδήποτε κρατικό όργανο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την αποστολή των οργάνων που ασκούν τις δραστηριότητες του κράτους στο πλαίσιο των τριών κλάδων του (εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική). Δέχτηκε ότι το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ίσχυε άμεσα για τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας· δεν αναφερόταν ρητά στις πράξεις των δικαστικών οργάνων, διότι η ευθύνη του κράτους για αποζημίωση για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου ή εκτίμησης του πραγματικού δεν ήταν συμβατή με τη φύση του δικαστικού έργου για το οποίο το Σύνταγμα εγγυάται τη δικαστική ανεξαρτησία. Το δικαστήριο έκρινε ότι το Δημόσιο ήταν επομένως υπόχρεο να αποζημιώσει μόνο για ζημία που προκλήθηκε από πρόδηλο σφάλμα των δικαστικών οργάνων. Δεδομένου ότι το Σύνταγμα δεν επέτρεπε να παραμείνουν αναποζημίωτες οι ζημίες που προκλήθηκαν από κρατικούς φορείς, το δικαστήριο έκρινε ότι έως ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδική νομοθεσία σχετικά με την ευθύνη του κράτους για πράξεις των δικαστικών οργάνων, το άρθρο 105 θα έπρεπε να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία σε περιπτώσεις ζημίας που προκλήθηκε από πρόδηλο σφάλμα τους. Ένα σφάλμα θα θεωρούνταν πρόδηλο ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περίπτωσης που καθιστούσαν το σφάλμα δικαιολογημένο ή όχι.

 

  1. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο επί της αγωγής του προσφεύγοντος, εξέδωσε τη, με αριθμό 4997/2015, απόφαση, στις 20 Απριλίου 2015. Στην απόφαση αυτή εφάρμοσε κατ’ αναλογία το άρθρο 105 ως προς ζημία που προκλήθηκε από πράξεις του δικαστικού λειτουργού οφειλόμενες σε πρόδηλο σφάλμα. Το δικαστήριο, επικαλούμενο την απόφαση 1501/2014 της Ολομέλειας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ), έκρινε ότι θα ήταν ασυμβίβαστο με το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος η ζημία που προκαλείται από τη συμπεριφορά οποιουδήποτε κρατικού οργάνου να μην οδηγεί σε αποζημίωση. Στη συνέχεια, απέρριψε την προκείμενη αγωγή, κρίνοντας ότι το σφάλμα που είχε καταλογίσει το Δικαστήριο στην απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Α.Π.) δεν ήταν πρόδηλο σφάλμα.

 

  1. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση στις 14 Σεπτεμβρίου 2015. Το Διοικητικό Εφετείο, στην απόφαση, με αριθμό 1107/2017 που εκδόθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2017, στο ίδιο πνεύμα εφάρμοσε κατ’ αναλογία το άρθρο 105 σχετικά με ζημίες που προκλήθηκαν από πράξεις δικαστικού λειτουργού που οφείλονταν σε πρόδηλο σφάλμα, κρίνοντας ότι θα ήταν ασυμβίβαστο με το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος η ζημιά που προκαλείται από τη συμπεριφορά οποιουδήποτε κρατικού οργάνου να μην αποζημιώνεται· το δικαστήριο επικαλέστηκε τις αποφάσεις, με αριθ. 1501/2014 (βλ. παρ. 11 ανωτέρω) και 1330/2016 (βλ. παρ. 19 παρακάτω) του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στη συνέχεια, απέρριψε την έφεσή του, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε πρόδηλο σφάλμα στην απόφαση. Έκρινε ότι η επίμαχη παράλειψη -υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του άρθρου 566 § 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, τη σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου και το γεγονός ότι αποτελούσε πάγια πρακτική οι αιτήσεις αναιρέσεως να περιέχουν τουλάχιστον μια σύντομη αναφορά της πραγματικής βάσης μιας υπόθεσης- καθιστούσε την αίτηση αναίρεσης οριακά ασαφή, ακόμη και αν η σύμβαση εργασίας μπορούσε να συναχθεί από τους λόγους της έφεσης και η οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος θα μπορούσε να προσδιοριστεί από το φάκελο της δικογραφίας, ο οποίος ήταν στη διάθεση του δικαστηρίου. Ακόμη και αν ο Άρειος Πάγος είχε τη δυνατότητα, σύμφωνα με το άρθρο 562 § 4 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αυτούς τους λόγους αναίρεσης, λόγοι ασφάλειας δικαίου οδήγησαν τον Άρειο Πάγο να εκδώσει την απόφασή του, η οποία επομένως δεν μπορούσε να θεωρηθεί πρόδηλο σφάλμα και δεν είχε υπερβεί ό,τι ήταν θεμιτό για να κριθεί αν η αίτηση αναίρεσης ήταν επαρκώς ακριβής. Δέχτηκε επίσης ότι το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης υπερβολικά τυπική δεν συνιστούσε αυτομάτως πρόδηλο σφάλμα και, επομένως, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τον καθορισμό της ευθύνης του Δημοσίου για αποζημίωση.

 

Β. Η αίτηση αναίρεσης στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) και η απόφαση, με  αριθμό 800/2021

 

  1. Στις 8 Μαΐου 2017 ο αιτών άσκησε αίτηση αναίρεσης στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ). Η αίτηση αναίρεσης παραπέμφθηκε να δικασθεί ενώπιον της ολομέλειας λόγω της σπουδαιότητας της υπόθεσης. Με την απόφαση 800/2021 της 4ης Ιουνίου 2021 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) έκρινε ότι το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος θεσπίζει την ευθύνη του Δημοσίου για πράξεις των οργάνων του που προκάλεσαν ζημία, ανεξάρτητα από το αν οι πράξεις ήταν παράνομες ή νόμιμες, αλλά προκάλεσαν σοβαρή και σημαντική ζημία. Συνεπώς, ο σκοπός της διάταξης αυτής εθεωρείτο ότι εκπληρώθηκε όταν η αποκατάσταση τέτοιου είδους ζημίας ήταν δυνατή σε περιπτώσεις παραπτωμάτων οποιουδήποτε από τα όργανα του κράτους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του δικαστικού σώματος. Ο αποκλεισμός της ευθύνης του Δημοσίου δεν μπορούσε να συναχθεί από το άρθρο 99 του Συντάγματος, το οποίο απέδιδε τη διαπίστωση της προσωπικής ευθύνης των δικαστών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σε ειδικό δικαστήριο (βλ. παράγραφο 23 παρακάτω).

 

  1. Περαιτέρω, έκρινε ότι το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., το οποίο αναφέρεται σε κρατικούς φορείς, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί όσον αφορά τα δικαστικά όργανα, παρά την ασαφή διατύπωσή του. Η σχετική ζημία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ή με άμεση επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Ως προς τις πράξεις δικαστών κατά την άσκηση των δικαστικών και διοικητικών τους καθηκόντων, το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος επέβαλε, αντίθετα, στον νομοθέτη την υποχρέωση να καθορίσει τη διαδικασία και τους όρους αποζημίωσης της ζημίας και την έκταση της ζημίας που πρέπει να αποζημιωθεί. Εφόσον οι όροι της παράνομης συμπεριφοράς, η έκταση των αποζημιωτέων αξιώσεων και τα αρμόδια δικαστήρια δεν είχαν καθοριστεί από το νόμο, η επίμαχη ζημία δεν μπορούσε να αποκατασταθεί και οι σχετικές αξιώσεις δεν ήταν δικαστικά επιδιώξιμες. Σημείωσε επίσης ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) είχε αποφανθεί διαφορετικά στην απόφαση, με αριθμό 799/2021 (βλ. παράγραφο 32 παρακάτω) κρίνοντας ότι η βλάβη που προκλήθηκε από απόφαση σε τελευταίο βαθμό που παραβίαζε το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) επρόκειτο να αποζημιωθεί υπό τους όρους που όρισε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω της ανάγκης για ομοιόμορφη εφαρμογή του εν λόγω νόμου από τις εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων.

 

  1. Μια μειοψηφία επτά (από τους είκοσι επτά) δικαστές με δυνατότητα ψήφου και δύο (στους τρεις) δικαστές που συμμετείχαν με συμβουλευτική ιδιότητα υποστήριξε την άποψη ότι εφόσον το Σύνταγμα δεν επέτρεπε ζημίες που προκλήθηκαν ως αποτέλεσμα ενεργειών εκ μέρους των κρατικών οργάνων να παραμείνουν αναποζημίωτες, μέχρις ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδική νομοθεσία σχετικά με την ευθύνη του κράτους για πράξεις δικαστικών λειτουργών, το άρθρο 105 θα πρέπει να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία σε περιπτώσεις ζημίας που προκλήθηκε από τα όργανα αυτά και η οποία τους καταλογίζεται ως πρόδηλο σφάλμα τους. Η αποζημίωση για τέτοια ζημία θα πρέπει να επιδικάζεται υπό τους όρους που καθορίζονται στην εν λόγω διάταξη. Πρόσθεσαν ότι θα ήταν αντιφατικό σε μια εθνική συνταγματική τάξη να πρέπει να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα που απορρέουν από την έννομη τάξη του δικαίου της ΕΕ, και δικαίως, όπως αποφασίστηκε στην απόφαση αριθ. 799/2021 (βλ. παράγραφο 32 παρακάτω), αλλά όχι τα δικαιώματα που απορρέουν από την εθνική συνταγματική τάξη.

 

  1. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) έκρινε περαιτέρω ότι σύμφωνα με το άρθρο 94 του Συντάγματος, τα διοικητικά δικαστήρια ήταν αρμόδια για την εκδίκαση διοικητικών διαφορών και τα πολιτικά δικαστήρια ήταν αρμόδια για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών, με την επιφύλαξη της εξαίρεσης που ορίζεται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, καθοριζομένης της δικαιοδοσίας με βάση την φύση της υπόθεσης ως ιδιωτικής ή διοικητικής. Ενόψει του συστήματος των διακριτών δικαιοδοσιών (άρθρο 93 του Συντάγματος), οι αποφάσεις και οι πράξεις των δικαστικών οργάνων ορισμένης δικαιοδοσίας υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από δικαστήρια της ίδιας δικαιοδοσίας. Ο νομοθέτης, κατά την υιοθέτηση του σχετικού πλαισίου σχετικά με το δικαστικό σώμα, έπρεπε να σεβαστεί το σύστημα αυτό και να ρυθμίσει τα σχετικά θέματα κατά δικαιοδοσία. Μια μειοψηφία οκτώ δικαστών, και ένας δικαστής που συμμετείχε με συμβουλευτική ιδιότητα, υποστήριξε την άποψη ότι η δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 § 1 (η) του νόμου 1406/1983, περιλαμβάνει την εκδίκαση υποθέσεων ευθύνης του Δημοσίου για πράξεις των δικαστικών οργάνων που προκαλούν ζημία, ανεξάρτητα από τη δικαιοδοσία στην οποία ανήκουν τα όργανα αυτά.

 

  1. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) έκρινε ότι, δεδομένου ότι δεν υπήρχε νομοθετικός καθορισμός των όρων αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν από δικαστικά όργανα ή τα δικαστήρια που είναι αρμόδια να επιλύσουν τέτοια θέματα, η επίμαχη ζημία δεν μπορούσε να αποζημιωθεί, ούτε με εφαρμογή κατ’ αναλογία του άρθρου 105 ή με την άμεση εφαρμογή του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Επομένως, το Διοικητικό Πρωτοδικείο είχε υπερβεί τη δικαιοδοσία του όταν εξέτασε την αγωγή επί της ουσίας και όφειλε αντ’ αυτού να κρίνει την αγωγή απαράδεκτη.

 

  1. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δήλωσε επίσης ότι η αλλαγή της νομολογίας όσον αφορά την ερμηνεία της νομοθεσίας ήταν εγγενής στη δικαστική λειτουργία και απαραίτητη για την ανάπτυξή της και δεν ήταν αντίθετη προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εκτός εάν μια αλλαγή ήταν αυθαίρετη ή περιείχε ανεπαρκή αιτιολογία. Αυτές οι αρχές δεν παρείχαν δικαίωμα συνέπειας της νομολογίας. Ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν υποχρέωναν τα δικαστήρια να αναβάλουν τις έννομες συνέπειες μιας αλλαγής νομολογίας, εκτός εάν αφορούσε (α) το παραδεκτό του ασκούμενου ένδικου μέσου· στο σημείο αυτό το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Gil Sanjuan κατά Ισπανίας, αρ. 48297/15, §§ 36-44, της 26 Μαΐου 2020, και (β) τα δικαιώματα, τις αξιώσεις ή τις δικαιολογημένες προσδοκίες που βασίζονται σε πάγια νομολογία που έπρεπε να προστατευθούν παρά την αλλαγή και εξ αιτίας της οποίας δεν θα προστατεύονται εφεξής. Εν πάση περιπτώσει, ένας κανόνας που θεσπίστηκε ως αποτέλεσμα αλλαγής νομολογίας δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί αμέσως εάν παραβίαζε την αρχή της προβλεψιμότητας.

 

  1. Το ζήτημα της δικαιοδοσίας, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ανεξάρτητα από τη συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων παραδεκτού για την άσκηση αίτησης αναίρεσης. Η υπό εξέταση υπόθεση δεν ενέπιπτε στις προαναφερθείσες εξαιρέσεις (βλ. παράγραφο 19 ανωτέρω) και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν εμπόδιζαν την άμεση εφαρμογή της διαπίστωσης ότι τα διοικητικά δικαστήρια είχαν υπερβεί τη δικαιοδοσία τους που προέκυψε από την αλλαγή νομολογίας ως προς τις προϋποθέσεις ευθύνης για πράξεις δικαστικού λειτουργού που εισήχθησαν τότε με την απόφαση 800/2021. Και τούτο διότι, πρώτον, η υπέρβαση δικαιοδοσίας αποτελούσε λόγο αναίρεσης. Δεν αφορούσε το ίδιο το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης.

 

  1. Δεύτερον, η αγωγή του προσφεύγοντος δεν βασιζόταν σε πάγια νομολογία. Η απόφαση, με αριθμό 1501/2014 του ΣτΕ της 28ης Απριλίου 2014 (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω) έκανε δεκτή για πρώτη φορά την κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. σε περιπτώσεις πρόδηλου σφάλματος των δικαστικών οργάνων. Ωστόσο, η επίμαχη αγωγή είχε ασκηθεί στις 13 Δεκεμβρίου 2007 και εκδικάστηκε στις 5 Μαρτίου 2014, τη στιγμή που το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο και τα διοικητικά δικαστήρια δεν είχαν αναγνωρίσει την ευθύνη του Δημοσίου για πράξεις δικαστικού λειτουργού. Ο προσφεύγων είχε ασκήσει έφεση στις 11 Σεπτεμβρίου 2015, η υπόθεσή του είχε εκδικαστεί στις 8 Δεκεμβρίου 2016 και η απόφαση που προέκυψε δημοσιεύτηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2017. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) υποστήριξε ότι κατά την περίοδο αυτή η νομολογία της απόφασης, με αριθμό 1501/2014 της ολομέλειας είχε ακολουθηθεί από τα τμήματά του σε μικρό αριθμό υποθέσεων: σε υπόθεση που αφορούσε αστυνομικούς που ενεργούσαν στο στάδιο της προανάκρισης (απόφαση 1330/2016) και άλλη απόφαση που αφορούσε πράξη δικαστικού οργάνου που αφορά την απονομή της δικαιοσύνης (απόφαση 48/2016). Είχε ακολουθηθεί και σε υποθέσεις που δεν αφορούσαν πρόδηλο σφάλμα δικαστικών οργάνων (3783/2014, 4403/2015, 1607/2016 και 2168/2016 αποφάσεις).

 

  1. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) δέχθηκε την αίτηση αναίρεσης, εξαφάνισε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κήρυξε την αγωγή απαράδεκτη για λόγους, που εξέτασε αυτεπαγγέλτως, ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο δεν είχε δικαιοδοσία να τη δικάσει.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

 

Ι. ΣΧΕΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

 

  1. Οι σχετικές διατάξεις του Ελληνικού Συντάγματος έχουν ως εξής:

 

Άρθρο 4

«1. [Όλοι] οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. …

  1. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν αδιακρίτως στις δημόσιες επιβαρύνσεις ανάλογα με τις δυνάμεις τους. …».

 

Άρθρο 22

«1. Η εργασία αποτελεί δικαίωμα υπό την προστασία του Κράτους, το οποίο ρυθμίζει τις συνθήκες απασχόλησης όλων των πολιτών και επιδιώκει την ηθική και υλική προαγωγή του εργαζόμενου πληθυσμού της υπαίθρου και των πόλεων.

Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξαρτήτως φύλου ή άλλων διακρίσεων, δικαιούνται ίση αμοιβή για εργασία ίσης αξίας. …».

 

Άρθρο 93

«1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά δικαστήρια και οργανώνονται με ειδικούς νόμους. …».

 

Άρθρο 94

«1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. …».

 

Άρθρο 99

«1. Αγωγές κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών δικάζονται, όπως νόμος ορίζει, από ειδικό δικαστήριο που συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρό του, και από ένα σύμβουλο της Επικρατείας, έναν αρεοπαγίτη, ένα σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Χώρας και δύο δικηγόρους, μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, ως μέλη, που ορίζονται με κλήρωση. …».

 

  1. Το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ορίζει τα εξής:

«Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών».

 

  1. Τις σχετικές διατάξεις του ν. 1406/1983 περί οργάνωσης της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων έχει ως εξής:

Άρθρο 1

«…

  1. [Τα διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία] … συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των υποθέσεων που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με:

(η) την ευθύνη του Δημοσίου … να επιδικάσει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 105 … του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. …».

 

Άρθρο 2

«… 2. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά: … η) την ευθύνη του Δημοσίου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.».

 

Άρθρο 9

«1. Η εκδίκαση των διαφορών του άρθρου 1 από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρχίζει:

… γ) για τις λοιπές διοικητικές διαφορές από 11 Ιουνίου 1985. …».

 

  1. Τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 131 του ν. 419/1976 έχει ως εξής:

«10. Προς αντιμετώπισιν της εν τη αλλοδαπή διαφοράς κόστους ζωής και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως εν εκάστη Χώρα παρέχεται εις συνάλλαγμα επί πλέον των εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου αποδοχών και επίδομα υπηρεσίας εν τη αλλοδαπή αναλόγως του Κλάδου του βαθμού των οικογενειακών βαρών και του κόστους ζωής του τόπου εις ον υπηρετεί ο υπάλληλος … 11. Το επίδομα … καθορίζεται … δι’ άπαντας δε τους λοιπούς υπαλλήλους της Εξωτερικής υπηρεσίας … με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου …».

  1. Η σχετική διάταξη του άρθρου 135 του ν. 2594/1998 έχει ως εξής:

«4. Προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα, παρέχεται σε συνάλλαγμα, ανεξαρτήτως των αποδοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση.».

 

  1. Το άρθρο 119 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ορίζει τα εξής: «Κάθε κράτος μέλος, κατά το πρώτο στάδιο, διασφαλίζει και στη συνέχεια διατηρεί την εφαρμογή της αρχής ότι οι άνδρες και οι γυναίκες πρέπει να λαμβάνουν ίση αμοιβή για ίση εργασία. …».

 

  1. Οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας επί αιτήσεων αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου και η σχετική πρακτική περιγράφονται στην υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος (αρ. 77574/01, §§ 17-18, 14 Μαρτίου 2007).

 

  1. ΣΧΕΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

 

Α. Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

  1. Στην απόφασή του της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 στην υπόθεση Gerhard Köbler κατά Αυστρίας (C-224/01, EU:C:2003:513, σημείο 1 του διατακτικού) το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε σχετικά με την ευθύνη των κρατών για παραβάσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που προκλήθηκαν από δικαστές, κρίνοντας ως εξής:

«Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαταστήσουν τη ζημία που προκλήθηκε σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου για τις οποίες ευθύνονται, ισχύει επίσης όταν η εικαζόμενη παράβαση απορρέει από απόφαση δικαστηρίου που δικάζει σε τελευταίο βαθμό όταν παραβιάζεται ο κανόνας του κοινοτικού δικαίου, αποσκοπεί στην παροχή δικαιωμάτων σε άτομα, η παραβίαση είναι αρκετά σοβαρή και υπάρχει άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβίασης και της απώλειας ή της ζημίας που υπέστησαν τα ζημιωθέντα μέρη. Προκειμένου να καθοριστεί αν η παράβαση είναι επαρκώς σοβαρή όταν η επίδικη παράβαση απορρέει από μια τέτοια απόφαση, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ειδική φύση της δικαστικής λειτουργίας, πρέπει να καθορίσει αν η παράβαση αυτή οφείλεται σε πρόδηλο σφάλμα. Εναπόκειται στο νομικό σύστημα κάθε κράτους μέλους να ορίσει το αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση των διαφορών που σχετίζονται με αυτήν την αποκατάσταση.».

 

Β. Νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας

 

  1. Με την απόφαση, με αριθμό 1501/2014 της 28ης Απριλίου 2014 η ολομέλεια του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) έκανε δεκτή την κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. σε περιπτώσεις ζημίας που προκλήθηκε από πράξεις δικαστικών οργάνων που αποδίδεται σε πρόδηλο σφάλμα τους, καθώς το Σύνταγμα δεν επιτρέπει ζημία που προκαλείται από οποιοδήποτε όργανο του κράτους να παραμείνει αναποζημίωτη· αυτή η προσέγγιση επρόκειτο να ακολουθηθεί έως ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ευθύνη του κράτους για πράξεις των δικαστικών οργάνων (βλ., αναλυτικά, παράγραφο 11 ανωτέρω).

 

  1. Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στην απόφασή της, με αριθμό 799/2021 που εκδόθηκε στις 4 Ιουνίου 2021, επιβεβαίωσε εκ νέου τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις προϋποθέσεις αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν από παραβίαση του δικαίου της ΕΕ, όταν η εικαζόμενη παράβαση προήλθε από απόφαση δικαστηρίου που έκρινε σε τελευταίο βαθμό (και αφορούσε πρόδηλο σφάλμα και παραβίαση του νόμου που αποσκοπεί στην παροχή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και που συνεπαγόταν μια αρκετά σοβαρή παραβίαση και μια άμεση αιτιώδη συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβίασης και της απώλειας ή της ζημίας που υπέστη-, βλέπε παράγραφο 30 ανωτέρω). Έκρινε ότι η ευθύνη κράτους μέλους δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί λόγω έλλειψης αρμόδιου δικαστηρίου. Έως ότου καθιερωθεί διαδικασία επί του θέματος, έπρεπε να παρέχεται νομική προστασία με την εφαρμογή, κατ’ αναλογία, του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ.. Η αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 § 1 (η) του νόμου 1406/1983 παρακάμπτεται όταν η παράβαση του δικαίου της ΕΕ αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία κρίθηκαν αρμόδια να αποφανθούν επί των σχετικών αγωγών. Δεδομένου ότι στην υπόθεση του προσφεύγοντος είχε ζητηθεί αποζημίωση για την εικαζόμενη ζημία που υπέστη ως αποτέλεσμα πρόδηλου σφάλματος και της προσβολής από τα πολιτικά δικαστήρια των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της ΕΕ, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) έκρινε την αγωγή απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι το διοικητικά δικαστήρια δεν είχαν δικαιοδοσία να αποφανθούν επ’ αυτού.

 

Ο ΝΟΜΟΣ

 

Ι. ΕΙΚΑΖΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

 

  1. Βασιζόμενος στο Άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι είχε στερηθεί πρόσβασης σε δικαστήριο, καθώς το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) είχε κρίνει την αγωγή του σχετικά με την ευθύνη του Κράτους ως προς τη ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου, απαράδεκτη. Το άρθρο 6 § 1, στο μέτρο που είναι σχετικό, έχει ως εξής:

«1. Κατά τον καθορισμό των πολιτικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων … καθένας έχει δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια ακρόαση μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο …».

 

Α. Παραδεκτό

 

  1. Εφαρμογή του άρθρου 6

 

  1. Η Κυβέρνηση ανέφερε εν παρόδω, ενώ εξέτασε την ουσία της παρούσας καταγγελίας, ότι το άρθρο 6 δεν είχε εφαρμογή στις απαιτήσεις του προσφεύγοντος, οι οποίες είχαν εξεταστεί στο πλαίσιο αστικών διαδικασιών και είχε εκδοθεί η εικαζόμενη εσφαλμένη απόφαση, αλλά έχει εφαρμογή μόνο για αξιώσεις που συνδέονται αιτιωδώς με την εικαζόμενη εσφαλμένη απόφαση. Πρόσθεσαν ότι αυτό ίσχυε, ιδίως, όταν, όπως στην παρούσα υπόθεση, το εικαζόμενο σφάλμα δεν συνδέθηκε με την εκτίμηση των δικαστηρίων επί της ουσίας αυτών των αξιώσεων που είχαν εξεταστεί σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Ο προσφεύγων αμφισβήτησε αυτό το επιχείρημα, υποστηρίζοντας ότι η αγωγή του στα πολιτικά δικαστήρια ήταν διαφορετική από την αγωγή στα διοικητικά δικαστήρια, η οποία αφορούσε πρόδηλο σφάλμα εκ μέρους του δικαστικού οργάνου.

 

  1. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία το άρθρο 6 § 1 δεν εγγυάται από μόνο του κάποιο συγκεκριμένο περιεχόμενο για τα αστικά «δικαιώματα και υποχρεώσεις» στο ουσιαστικό δίκαιο των Συμβαλλόμενων Κρατών. Επεκτείνεται μόνο σε «αμφισβητήσεις» (διαφορές) σχετικά με τα αστικά «δικαιώματα και υποχρεώσεις» που μπορεί να ειπωθεί, τουλάχιστον για αμφισβητούμενους λόγους, ότι αναγνωρίζονται από το εσωτερικό δίκαιο (βλ. Z and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], αρ. 29392/95, § 87, ECHR 2001-V, και οι αρχές που αναφέρονται σε αυτό). Το εάν ένα άτομο έχει αξίωση κατά το εσωτερικό δίκαιο, μπορεί να εξαρτάται όχι μόνο από το ουσιαστικό περιεχόμενο του σχετικού δικαιώματος όπως ορίζεται στο εθνικό δίκαιο, αλλά και από την ύπαρξη δικονομικών εμποδίων που εμποδίζουν ή περιορίζουν τις δυνατότητες προσφυγής στο δικαστήριο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 6 § 1. Ασφαλώς, τα όργανα επιβολής της Σύμβασης δεν μπορούν να δημιουργήσουν ως ερμηνεία του άρθρου 6 § 1 ουσιαστικό αστικό δικαίωμα που δεν έχει νομική βάση στο ενδιαφερόμενο κράτος (βλ. Al-Adsani κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], αρ. 35763/97, § 47, ΕΣΔΑ 2001-XI).

 

  1. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η Κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε την εφαρμογή του άρθρου 6 σε διαδικασίες που σχετίζονται με αγωγές αποζημίωσης από το κράτος για ζημίες που προκλήθηκαν από δικαστικά όργανα. Σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο και πρακτική, έχει γίνει δεκτό ότι το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας σε ό,τι αφορά τα δημόσια βάρη, ορίζει την ευθύνη του κράτους για τις πράξεις των οργάνων του, συμπεριλαμβανομένων και αυτών των δικαστών, που προκαλούν ζημία και, ενόψει της διάταξης αυτής, θα πρέπει να είναι δυνατή η αποζημίωση για τέτοια ζημία που προκαλείται από τη συμπεριφορά ενός δικαστικού οργάνου (βλ. παραγράφους 11, 14 και 22 ανωτέρω). Ο προσφεύγων ζήτησε αποζημίωση από το Δημόσιο με βάση τη φερόμενη ζημία που προκλήθηκε από εσφαλμένη απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων. Η συνταγματική νομική βάση στο άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος έχει ιδιαίτερα σημαντική σημασία και απαιτεί να καταστεί δυνατή η αποζημίωση για τέτοια ζημιά· στην εσωτερική έννομη τάξη δεν μπορεί να αποκλειστεί σχετική αγωγή κατά του Δημοσίου λόγω της φύσης της αγωγής αυτής. Επίσης, έγινε δεκτό ότι η αστική ευθύνη του Δημοσίου δεν αποκλείεται στην περίπτωση αγωγής για δικαστική πλάνη, η οποία είναι διαφορετική, καθώς αποσκοπεί στη διαπίστωση της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών (βλ. παράγραφο 14 ανωτέρω).

 

  1. Τα δύο διοικητικά δικαστήρια, το ένα πρωτοδικείο και το εφετείο, εξέτασαν επί της ουσίας την αγωγή του προσφεύγοντος και επιβεβαίωσαν ότι κατ’ αναλογία της εφαρμογής του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., το Δημόσιο έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνο για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από πράξεις των δικαστικών αρχών που αποδίδονταν σε πρόδηλο σφάλμα, ακόμη και αν τελικά έκρινε ότι το σφάλμα δεν θεωρήθηκε πρόδηλο στην εν λόγω υπόθεση (βλ. παραγράφους 12 και 13 ανωτέρω). Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η θέση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) στην απόφαση, με αριθμό 800/2021, προκύπτει ότι εάν το Δημόσιο είχε θεσπίσει τη σχετική νομοθεσία, η αγωγή θα οδηγούσε σε κρίση επί της ουσίας (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω). Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ), στην απόφασή του, δεν αφαίρεσε έτσι αναδρομικά την αμφισβήτηση των αξιώσεων του προσφεύγοντος. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η απόρριψη από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) της αγωγής του προσφεύγοντος ως απαράδεκτης πρέπει να εκληφθεί, όχι ως χαρακτηρισμός ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά ως διαδικαστικός φραγμός στην εξουσία των εθνικών δικαστηρίων να καθορίσουν το δικαίωμα (βλ. mutatis mutandis, Al Adsani, προαναφερθείσα, § 48).

 

  1. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο σημειώνει ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των μερών ότι το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση για ζημίες που προκλήθηκαν από πράξεις δικαστικού οργάνου απορρέει από το Σύνταγμα και διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων είχε, τουλάχιστον, νόμιμη αξίωση βάσει του εσωτερικού δικαίου. Συναφώς, το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι υπήρξε σοβαρή και γνήσια διαφωνία σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος. Επομένως, το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση.

 

  1. Αντιρρήσεις ως προς την έλλειψη ιδιότητας του θύματος και ότι η αίτηση είναι ουσιαστικά ίδια με ένα θέμα που είχε εξετάσει προηγουμένως το Δικαστήριο

 

  1. Η Κυβέρνηση αντιτάχθηκε ότι ο προσφεύγων δεν είχε την ιδιότητα του θύματος, καθώς στην αγωγή του για την ευθύνη του Δημοσίου είχε βασιστεί στην Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος (αρ. 77574/01, 14 Μαρτίου 2007) και είχε προσπαθήσει να εγείρει τις αξιώσεις του που είχαν προηγουμένως ασκηθεί στα πολιτικά δικαστήρια, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση του Δικαστηρίου για δίκαιη ικανοποίηση δεν απάλλαξε το κράτος από την υποχρέωση να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου και δεν ήταν επαρκής για την αποκατάσταση της ζημίας, αυτής της παραβίασης του δικαιώματος πρόσβασής του σε δικαστήριο, που υπέστη εξ αιτίας της παράνομης συμπεριφοράς κρατικών φορέων. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι με την απόφαση, με αριθμό 1143/2001 του Αρείου Πάγου, είχε ολοκληρωθεί η πολιτική αγωγή σε σχέση με την αρχική του αγωγή. Μετά την προσφυγή του, το Δικαστήριο διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 6 § 1 και του επιδίκασε αποζημίωση για ηθική βλάβη ύψους 5.000 ευρώ. Το κράτος είχε συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση αυτή σύμφωνα με την Επιτροπή Υπουργών και η εποπτεία του Κράτους σχετικά με την υπόθεση αυτή είχε τερματιστεί εδώ και πολύ καιρό. Υποστήριξαν ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να θεωρηθεί θύμα παραβίασης της Σύμβασης για αξιώσεις που είχε υποβάλει στην αρχική διαδικασία.

 

  1. Η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι η παρούσα προσφυγή ήταν μια δεύτερη προσφυγή που σχετιζόταν με την πρώτη, Ζουμπουλίδης (προαναφερθείσα), στην οποία το Δικαστήριο είχε εκδώσει την απόφασή του στις 14 Δεκεμβρίου 2006. Οι καταγγελίες που υποβλήθηκαν σε σχέση με την παραβίαση του άρθρου 6 § 1 όσον αφορά τη μη εξέταση του δεδικασμένου που προέκυψε από την απόφαση του Δικαστηρίου αποδεικνύει ότι το Δικαστήριο είχε ήδη αποφανθεί επί της υπόθεσης. Υποστήριξαν ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει τις αξιώσεις του, οι οποίες ήταν πανομοιότυπες με εκείνες που προβλήθηκαν ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, θα έπρεπε επομένως να κηρυχθεί απαράδεκτη.

 

  1. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η αγωγή του στα πολιτικά δικαστήρια κατά του Δημοσίου ως εργοδότη του είχε ασκηθεί σχετικά με την αύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής που αφορούσε τα συντηρούμενα τέκνα του βάσει του νόμου 419/1976 και βασιζόταν στη σύμβασή του και στο εργατικό δίκαιο. Σε αντίθεση με την προαναφερθείσα πρώτη αγωγή, είχε ασκήσει τη μεταγενέστερη αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου στα διοικητικά δικαστήρια, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, του ν. 1406/1983 και του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., ζητώντας αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από σφάλμα οργάνου της δικαστικής εξουσίας που διαπίστωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Ζουμπουλίδης (προαναφερθείσα). Με την αγωγή αυτή, είχε ζητήσει ως αποζημίωση, ένα ποσό για την περιουσιακή ζημία που υπέστη και που αντιστοιχούσε στα ποσά που είχε στερηθεί λόγω σφάλματος των πολιτικών δικαστηρίων και που δεν είχε αποζημιωθεί από κανένα δικαστήριο. Ως εκ τούτου, είχε χρησιμοποιήσει τα ποσά της αύξησης του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για να υπολογίσει το ύψος της ζημίας που του προκλήθηκε. Η αναφορά στην προσφυγή του με αριθμό 77574/01 ενώπιον του Δικαστηρίου, που οδήγησε στην απόφασή του Ζουμπουλίδης, είχε ως στόχο να ερμηνεύσει εάν το σφάλμα του οργάνου της δικαστικής εξουσίας στην περίπτωσή του ήταν πρόδηλο ή όχι.

 

  1. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, καθώς η αγωγή του προσφεύγοντος που διεκδικεί αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από δικαστικό όργανο κηρύχθηκε απαράδεκτη και οι καταγγελίες του σχετίζονται με εικαζόμενη παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης που προκλήθηκε από την απόφαση, με αριθμό 800/2021 του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ), ο προσφεύγων μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι θύμα, λόγω της απόφασης ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεν είχαν δικαιοδοσία να εξετάσουν αγωγές όπως αυτή που είχε ασκήσει. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου περί παραβίασης του άρθρου 6 § 1 στην υπόθεση Ζουμπουλίδης (προαναφερθείσα) και η επιδίκαση του ποσού των 5.000 ευρώ στον προσφεύγοντα για ηθική βλάβη, ενώ έκρινε ότι η απόρριψη της αίτησής του αναίρεσης με την απόφαση, με αριθμό 1143/2001 του Αρείου Πάγου είχε αποτελέσει μια υπερβολικά φορμαλιστική προσέγγιση των προϋποθέσεων παραδεκτού του προαναφερόμενου ένδικου μέσου, δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκατάσταση για την εικαζόμενη παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης που προκλήθηκε από την απόφαση, με αριθμό 800/2021 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να μεταβληθεί από το γεγονός ότι ο προσφεύγων ζήτησε ένα ποσό ως αποζημίωση για το υποτιθέμενο σφάλμα του δικαστικού οργάνου που αντιστοιχεί στο ποσό της αύξησης του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, που στερήθηκε, πολύ περισσότερο όταν το ποσό αυτό για την προκληθείσα περιουσιακή ζημία του, δεν του είχε επιδικαστεί ποτέ από κανένα δικαστήριο. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αναμφισβήτητο ότι ο προσφεύγων επηρεάστηκε, όπως ισχυρίστηκε, από την προσβαλλόμενη απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) και συνέχισε να είναι θύμα της παραβίασης της Σύμβασης, η οποία, όπως ισχυρίζεται, απορρέει από την εν λόγω απόφαση.

 

  1. Το Δικαστήριο σημειώνει περαιτέρω ότι, όσον αφορά τα κριτήρια που καθορίζονται στη νομολογία σχετικά με το άρθρο 35 § 2 (β) της Σύμβασης, με τα οποία μια προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη εάν «είναι ουσιαστικά ίδια με υπόθεση που έχει ήδη εξεταστεί από το Δικαστήριο … και δεν περιέχει σχετικές νέες πληροφορίες», πρέπει να διακριβώσει εάν οι δύο προσφυγές που υποβλήθηκαν ενώπιόν του από τον προσφεύγοντα αφορούν ουσιαστικά το ίδιο πρόσωπο, τα ίδια πραγματικά περιστατικά και τις ίδιες καταγγελίες (βλ. mutatis mutandis, Pauger κατά Αυστρίας, αριθ. 24872/94, Απόφαση της Επιτροπής της 9 Ιανουαρίου 1995, Decisions and Reports 80-A, p. 170, and Folgerø κ.λπ. κατά Νορβηγίας (dec.), no.15472/02, της 14 Φεβρουαρίου 2006). Ο προσφεύγων δεν έχει εγείρει ουσιαστικά το ίδιο θέμα με αυτό που έθιξε στην προηγούμενη προσφυγή του στο Δικαστήριο. Στην υπόθεση Ζουμπουλίδης (προαναφερθείσα), η προσφυγή του αφορούσε την απόρριψη της αιτήσεώς του αναίρεσης, όσον αφορά το αίτημά του για αύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής στο μέτρο που αφορούσε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1993 έως 24 Μαρτίου 1998 και κατήγγειλε ότι η απόρριψη από το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Α.Π.) ορισμένων λόγων της αιτήσεώς του αναιρέσεως για φορμαλιστικούς λόγους είχε παραβιάσει το δικαίωμα πρόσβασής του σε δικαστήριο. Η παρούσα προσφυγή αφορά αγωγή αποζημίωσης από το Δημόσιο για ζημία που φέρεται ότι του προκάλεσε η απόφαση του ΣτΕ και κατήγγειλε ότι είχε στερηθεί πρόσβασης σε δικαστήριο, καθώς το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ), μετά την εξέταση της αίτησής του αναίρεσης, είχε κηρύξει την αγωγή του απαράδεκτη. Επομένως, η ένσταση σχετικά με την έλλειψη ιδιότητας θύματος πρέπει να απορριφθεί.

 

  1. Μη εξάντληση των εγχώριων ένδικων μέσων

 

  1. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο προσφεύγων δεν είχε εξαντλήσει όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα, καθώς θα έπρεπε να περιμένει τη θέσπιση νομοθεσίας που θα καθόριζε τους όρους της παρανομίας των πράξεων ή παραλείψεων των δικαστικών οργάνων σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις που θεσπίζουν το σύστημα διακριτών δικαιοδοσιών. Επομένως, η προσγυγή του ήταν πρόωρη, καθώς απαιτούνταν εύλογο χρονικό διάστημα για τη θέσπιση της εν λόγω νομοθεσίας. Συναφώς, οι αξιώσεις του δεν μπορούσαν να παραγραφούν, καθώς η προθεσμία παραγραφής δεν μπορούσε να ξεκινήσει εφόσον οι αξιώσεις του δεν ήταν ακόμη απαιτητές ενώπιον του δικαστηρίου. Σε περίπτωση που η σχετική νομοθεσία είχε θεσπιστεί πριν από την υποβολή της προσφυγής του, αυτή θα ήταν απαράδεκτη για μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων.

 

  1. Υποστήριξαν περαιτέρω ότι ο προσφεύγων δεν είχε ασκήσει την αγωγή του, βάσει του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., με την οποία μπορούσε να ζητήσει αποζημίωση για τη ζημιά που του προκλήθηκε από την παράλειψη των κρατικών οργάνων να νομοθετήσουν επί του θέματος, κατά παράβαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Υποστήριξαν ότι η ευθύνη του κράτους δεν μπορούσε να αποδειχθεί από το γεγονός ότι το κράτος είτε είχε νομοθετήσει είτε είχε παραλείψει να νομοθετήσει, εκτός εάν αυτή η νομοθεσία ή παράλειψη νομοθέτησης ήταν αντίθετη με νομοθεσία ανώτερου επιπέδου, όπως η Σύμβαση, η οποία ήταν άμεσα εφαρμοστέα στην εθνική έννομη τάξη και αντικαθιστά κάθε αντίθετη νομοθετική διάταξη. Η Κυβέρνηση αναφέρθηκε στην απόφαση, με αριθμό 481/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας και την παρατιθέμενη σε αυτήν νομολογία· Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του προτεινόμενου διορθωτικού μέσου, υποστήριξαν ότι η απόφαση, με αριθμό 800/2021 είχε επαναλάβει τη σχετική υποχρέωση του νομοθέτη.

 

  1. ​​Ο προσφεύγων απάντησε ότι το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η αγωγή θα είχε κριθεί απαράδεκτη εάν είχε θεσπιστεί το νομοθετικό πλαίσιο και ότι όφειλε να περιμένει τη θέσπισή του, ήταν υποθετικό, δεν ήταν εφαρμοστέο στην περίπτωσή του και ήταν άσχετο με την αγωγή που είχε ασκήσει. Επιπλέον, η ανάγκη χρήσης του διορθωτικού μέσου που αναφέρεται από την κυβέρνηση εμφανίστηκε μόνο μετά την έκδοση της απόφασης, με αριθμό 800/2021 και δείχνει, επιπλέον, ότι δεν υπήρχε δίκαιη ακρόαση της υπόθεσης του προσφεύγοντος από οποιοδήποτε δικαστήριο. Η νομική βάση που πρότεινε η Κυβέρνηση υποδείκνυε τον νομοθέτη ως το όργανο που προκάλεσε τη ζημία και ήταν εντελώς διαφορετική από τη νομική βάση που είχε η αγωγή του προσφεύγοντος, ο οποίος υπέδειξε το δικαστικό σώμα ως το όργανο που του προκάλεσε τη ζημία. θα συνεπαγόταν επίσης διαφορετικά γεγονότα από αυτά της παρούσας υπόθεσης. Ωστόσο, είναι δικαίωμα του ενάγοντος να επιλέξει τη νομική βάση, με την οποία θα ασκήσει την αγωγή στα δικαστήρια. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι έπρεπε να είχε κινήσει μια αγωγή σε διαφορετική νομική και πραγματική βάση ήταν υποθετικό και δεν εξέτασε το ερώτημα εάν ο προσφεύγων είχε πρόσβαση σε δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση.

 

  1. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η παρούσα προσφυγή αφορά το γεγονός ότι, επί της αίτησής του αναίρεσης, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) απέρριψε την αγωγή του με αμετάκλητη απόφαση, κρίνοντας την αγωγή που άσκησε ο προσφεύγων όσον αφορά την ευθύνη του κράτους για λάθη που διέπραξε όργανο της δικαστικής εξουσίας, απαράδεκτη. Η Κυβέρνηση δεν απέδειξε πώς η άσκηση διαφορετικής αγωγής από τον προσφεύγοντα (σε σχέση με την έλλειψη νομοθεσίας) θα μπορούσε να είχε επανορθώσει την εικαζόμενη παραβίαση. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων δεν ήταν υποχρεωμένος να ασκήσει μεταγενέστερη αγωγή σχετικά με την ευθύνη του Δημοσίου για παράλειψη νομοθετικής ρύθμισης επί του θέματος, καθώς αυτή η οδός προσφυγής δεν μπορούσε να θεωρηθεί αποτελεσματική όσον αφορά τις καταγγελίες που υποβλήθηκαν από τον προσφεύγοντα στην παρούσα υπόθεση. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η προσφυγή ήταν πρόωρη με το σκεπτικό ότι ο προσφεύγων έπρεπε να περιμένει τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας για σφάλματα οργάνου που ανήκει στο δικαστικό σώμα, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η κυβέρνηση υποστήριξε, στην πραγματικότητα, ότι ο προσφεύγων έπρεπε να είχε καταφύγει σε μια θεραπεία που δεν υπήρχε ακόμη. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αμετάκλητη και δεν υπόκειται σε επανεξέταση και ενόψει του γεγονότος ότι η νομοθεσία που ανέφερε η Κυβέρνηση στο επιχείρημά της δεν έχει ακόμη θεσπιστεί, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος δεν είναι πρόωρη.

 

  1. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προσφυγή δεν είναι ούτε πρόωρη ούτε απαράδεκτη για τη μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων βοηθημάτων και η ένσταση της Κυβέρνησης πρέπει να απορριφθεί.

 

  1. Συμπέρασμα για το παραδεκτό

 

  1. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η προσφυγή δεν είναι ούτε προδήλως αβάσιμη ούτε απαράδεκτη για κάποιον από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 35 της Σύμβασης. Επομένως, πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 

Β. Πλεονεκτήματα

 

  1. Οι παρατηρήσεις των μερών

 

(α) Ο προσφεύγων

 

  1. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ζουμπουλίδης (προαναφερθείσα), στην οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι είχε διαπραχθεί σφάλμα εκ μέρους της δικαστικής εξουσίας, είχε αποτελέσει ουσιαστικό δεδικασμένο, όπως επίσης είχε αναγνωρίσει το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Α.Π.) στη νομολογία. Υποστήριξε ότι εάν δεν είχε γίνει αυτό το λάθος, θα του είχε καταβληθεί η αύξηση στο επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, βάσει της πάγιας νομολογίας του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Α.Π.) από την περίοδο 2003-07 και όπως επιβεβαίωσε πρόσφατα το δικαστήριο στην απόφασή του 2/2020, που έκρινε ότι οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών που δικαιούνταν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυτόματα δικαιούνταν να λάβουν και την προσαύξηση αυτού για τα συντηρούμενα τέκνα.

 

  1. Υποστήριξε ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) παραβίασε το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη όταν έκρινε ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο, το οποίο είχε αποφανθεί επί της ουσίας της αγωγής του, είχε υπερβεί τη δικαιοδοσία του, εφόσον δεν υπήρχε νομοθετικό πλαίσιο να καθορίζει τους όρους και τα αρμόδια δικαστήρια όσον αφορά την αποζημίωση για ζημίες που προκλήθηκαν από δικαστικά όργανα. Συναφώς, διαπίστωσε ότι βάσει του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. η ζημία που προκλήθηκε από δικαστικά όργανα δεν μπορούσε να αποζημιωθεί και η αξίωσή του δεν μπορούσε να θεωρηθεί παραδεκτή ή νομικά εκτελεστή και δεν μπορούσε να εκδικαστεί σε κανένα δικαστήριο. Μολονότι ο εισηγητής δικαστής του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) δεν είχε εγείρει κανένα ζήτημα παραδεκτού στην εισήγησή του, το δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί επί της ουσίας, στερώντας έτσι τον προσφεύγοντα από το δικαίωμα πρόσβασής του σε δικαστήριο, κατά παράβαση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι από το 1998 δεν είχε λάβει απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσής του, η αγωγή του για χρηματική ζημία δεν είχε ικανοποιηθεί από τα πολιτικά δικαστήρια και η αγωγή του σχετικά με την ευθύνη του Δημοσίου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων είχε κριθεί απαράδεκτη.

 

  1. Ο προσφεύγων σημείωσε ότι η απόφαση, με αριθμό 1501/2014 είχε αναγνωρίσει την ευθύνη του Δημοσίου για πρόδηλα σφάλματα των οργάνων της δικαστικής εξουσίας και εφάρμοσε κατ’ αναλογία το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ.. Αυτή η διαπίστωση είχε ακολουθηθεί στη συνέχεια στις αποφάσεις, με αριθμούς 1330/2016, 48/2016, 2168/2016, 3783/2014, 4403/2015 και 1607/2016. Ωστόσο, με μια σειρά από αποφάσεις (αριθ. 799 έως 803/2021) σε υποθέσεις που είχαν εκδικαστεί από την ολομέλεια την ίδια ημέρα με τους ίδιους δικαστές να συνεδριάζουν, συμπεριλαμβανομένης της υπόθεσης του προσφεύγοντος, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ), είχε, ξαφνικά και απροσδόκητα, «αλλάξει» τη νομολογία του. Με τις αποφάσεις, με αριθμούς 800/2021 έως 803/2021 είχε απαγορεύσει κατηγορηματικά την πρόσβαση σε δικαστήριο και κήρυξε όλες τις αγωγές απαράδεκτες. Ωστόσο, στην απόφαση, με αριθμό 799/2021 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) είχε κρίνει διαφορετικά, αποδεχόμενο την αγωγή κατ’ αναλογία του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., τηρώντας έτσι την αρχή της ευθύνης του Δημοσίου για ζημία που προκλήθηκε από απόφαση που είχε παραβιάσει το δίκαιο της ΕΕ.

 

  1. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος παρείχε τη βάση πάνω στην οποία έπρεπε να καθοριστεί η ευθύνη του Δημοσίου για ζημίες που προκλήθηκαν από παράνομες ή νόμιμες πράξεις κρατικών οργάνων και ότι ο σκοπός αυτής της διάταξης θα επιτυγχανόταν, εάν όλες οι ζημίες αποζημιώνονταν σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούσαν πράξεις κρατικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της δικαστικής εξουσίας. Η διαπίστωση ότι το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. δεν μπορούσε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία συνιστούσε άρνηση απονομής δικαιοσύνης, καθώς το δικαίωμα πρόσβασής του σε δικαστήριο είχε περιοριστεί κατά τρόπο και σε τέτοιο βαθμό που είχε παραβιάσει την ουσία του δικαιώματος αυτού. Επιπλέον, υποστήριξε ότι η επιταγή του Συντάγματος ότι ο νομοθέτης έπρεπε να ορίσει τις προϋποθέσεις αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν από δικαστικά όργανα είχε επαναληφθεί τουλάχιστον από την έκδοση της απόφασης με αριθμό 1501/2014, ωστόσο ο νομοθέτης δεν είχε ακόμη προβεί σε σχετικές ενέργειες και δεν υπήρχε εγγύηση για το εάν ή πότε θα θεσπιστεί αυτή η νομοθεσία.

 

  1. Υποστήριξε επίσης ότι η ύπαρξη νομοθετικού κενού δεν θα έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία εκδίκασης της υπόθεσης ή τη διαπίστωση ότι η αγωγή ήταν απαράδεκτη για το λόγο αυτό. Οι δικαστές θα έπρεπε να έχουν χρησιμοποιήσει τελεολογική ερμηνεία και την κατ’ αναλογία εφαρμογή παρόμοιας νομοθεσίας. Η παράλειψη των δικαστών να το πράξουν είχε οδηγήσει σε άρνηση απονομής δικαιοσύνης στην παρούσα υπόθεση, όπως είχε προταθεί επίσης από τη μειοψηφία των εννέα δικαστών της ολομέλειας στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

  1. Ο προσφεύγων σημείωσε ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 § 2 (η) και το άρθρο 9 § 1 (γ) του νόμου 1406/1983, όλες οι διοικητικές διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί ευθύνης του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. υπάγονταν στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, το σχετικό ένδικο βοήθημα ήταν η αγωγή που έπρεπε να ασκηθεί από τον δικαιούχο (βλ. παράγραφο 25 ανωτέρω).

 

  1. Επιπλέον, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η θέση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) στην απόφαση, με αριθμό 800/2021 δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απλή αλλαγή νομολογίας, αλλά απόλυτη απαγόρευση εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου. Ήταν, εξάλλου, μια αυθαίρετη και ριζική αλλαγή και όχι μια σταδιακή εξέλιξη της νομολογίας και είχε παραβιάσει την αρχή της προβλεψιμότητας, η οποία αντικατοπτρίστηκε και στη νομολογία του Δικαστηρίου. Ο προσφεύγων δεν είχε κανένα εύλογο εναλλακτικό μέσο για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του.

 

 

 

(β) Η Κυβέρνηση

 

  1. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η απόφαση, με αριθμό 1501/2014 του ΣτΕ είχε αναγνωρίσει για πρώτη φορά την ευθύνη του Δημοσίου για ζημία που προκλήθηκε από πράξεις δικαστικών οργάνων και είχε εφαρμόσει κατ’ αναλογία το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ.. Αυτό βασίστηκε στο σκεπτικό ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτό βάσει του Συντάγματος, και συγκεκριμένα βάσει του άρθρου 4 § 5, ότι η ζημία που προκλήθηκε από τις ενέργειες οποιουδήποτε από τους φορείς του Κράτους δεν έπρεπε να αποζημιωθεί. Επομένως, ο νομοθέτης όφειλε να ρυθμίσει ειδικά την ευθύνη του Δημοσίου για τις πράξεις των δικαστικών οργάνων και μέχρι τότε θα έπρεπε να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ.. Υποστήριξαν ότι το σφάλμα σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να είναι πρόδηλο, κάτι που εξαρτιόταν από τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης που καθιστούσε το σφάλμα συγγνωστό ή όχι. Μια σημαντική μειοψηφία των δικαστών είχε δηλώσει στην απόφαση ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ευθύνης του Δημοσίου σε υποθέσεις που αφορούν δικαστικά όργανα εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτη και ότι το νομοθετικό κενό δεν μπορούσε να καλυφθεί από εφαρμογή κατ’ αναλογία του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ..

 

  1. Η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι η υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση, με αριθμό 1501/2014 του ΣτΕ αφορούσε πράξεις των διωκτικών αρχών και της αστυνομίας που ενεργούν ως εισαγγελικές αρχές. Οι διαπιστώσεις της εν λόγω απόφασης είχαν ακολουθηθεί σε παρόμοιες αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν, αν και με ευρύτερη έννοια, το ίδιο θέμα: την κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. σε περιπτώσεις όπου η παρανομία αποδόθηκε σε αστυνομικούς που ενεργούσαν ως εισαγγελικές αρχές, και άρα ως μέρος του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης (αριθ. 1330/2016, 1533/2018 και 1534/2018 αποφάσεις). Άλλες αποφάσεις αφορούσαν συμβολαιογράφους που ενεργούν ως δικαστικά όργανα (απόφαση αριθ. 2168/2016), αστυνομικούς που ενεργούν στο πλαίσιο διαδικασίας in flagrante delicto (απόφαση αριθ. 2557/2019) και υπηρεσιακά θέματα που αφορούν εισαγγελέα (απόφαση αριθ. 48/2016). Σε άλλες υποθέσεις (οι υπ’ αριθμ. 3783/2014, 4403/2015 και 1607/2016 αποφάσεις) είχε γίνει αναφορά στην υπ’ αριθ. 1501/2014 αλλά οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν πράξεις και παραλείψεις οργάνων διοίκησης. Η κυβέρνηση πρόσθεσε ότι σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν είχε οριστεί η έννοια του «προφανούς σφάλματος».

 

  1. Η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι μετά την απόφαση, με αριθμό 1501/2014, είχε ασκηθεί μεγάλος αριθμός αγωγών στα διοικητικά δικαστήρια για αποζημίωση από το Δημόσιο για ζημία που φέρεται ότι προκλήθηκε από αποφάσεις όλων των βαθμίδων δικαιοδοσίας. Για το λόγο αυτό, τέσσερις αγωγές, οι οποίες είχαν ασκηθεί ενώπιον διοικητικών δικαστηρίων και αφορούσαν θέμα γενικού συμφέροντος, δηλαδή τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης του Δημοσίου για πράξεις και παραλείψεις δικαστικών οργάνων και ειδικότερα για αποφάσεις, που είχαν ασκηθεί ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) μέσω της πιλοτικής διαδικασίας δίκης. Οι αγωγές είχαν παραπεμφθεί στην ολομέλεια μαζί με την αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος, η οποία εκκρεμούσε ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ).

 

  1. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, με τις αποφάσεις, με αριθ. 800/2021 έως 803/2021, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) άλλαξε την προηγούμενη νομολογία του που θεσπίστηκε με την απόφαση, με αριθ. 1501/2014 και η πλειοψηφία είχε ακολουθήσει τη θέση της πρώην μειοψηφίας. Στις αποφάσεις, με αριθ. 800/2021 έως 803/2021, το δικαστήριο είχε επαναλάβει ότι η υποχρέωση του Δημοσίου να αποζημιώσει τη ζημία που προκλήθηκε από τα δικαστικά του όργανα απορρέει από το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος, το οποίο επέβαλε την υποχρέωση καθορισμού της σχετικής διαδικασίας και απαιτήσεων στη νομοθετική εξουσία. Επομένως, η ζημία δεν μπορούσε να αποκατασταθεί σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., το οποίο, παρά την αόριστη διατύπωσή του και την αναφορά σε κρατικούς φορείς, δεν είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Αυτή η αλλαγή δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Με αυτόν τον τρόπο το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) είχε αναγνωρίσει ότι ο νομοθέτης είχε προτεραιότητα στη θέσπιση του νομοθετικού πλαισίου, καθώς το θέμα ήταν ιδιαίτερα περίπλοκο, απαιτώντας την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της αποζημίωσης των θιγόμενων και της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία εξυπηρετήθηκε από το δεδικασμένο των δικαστικών αποφάσεων. Η κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 105 θα σήμαινε ότι ο δικαστής είχε νομοθετήσει, κάτι που ήταν αντίθετο με το Σύνταγμα. Επομένως, εφόσον ο νομοθέτης δεν είχε θεσπίσει τις σχετικές διατάξεις, έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη κάθε αγωγή κατά του Δημοσίου. Επιπλέον, καθώς είχε περάσει λίγος καιρός από τη δημοσίευση της απόφασης αριθ. 800/2021, το γεγονός ότι η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία αφορούσε την ασφάλεια δικαίου και την προστασία της δικαστικής εξουσίας και που απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή, δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί, δεν οδήγησε σε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 .

 

  1. Η κυβέρνηση επανέλαβε επίσης την κατευθυντήρια αρχή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι τα δικαστήρια είχαν την εξουσία να αλλάξουν τη νομολογία σχετικά με την ερμηνεία των νομικών κανόνων, η οποία ήταν εγγενής στη δικαστική δραστηριότητα και απαραίτητη για την εξέλιξη της νομολογίας. Κατά συνέπεια, μια αλλαγή νομολογίας δεν παραβίαζε τις συνταγματικές και συμβατικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας των εύλογων προσδοκιών από τις οποίες δεν μπορούσε να απορρέει κανένα δικαίωμα στη σταθερότητα της νομολογίας, εκτός εάν η αλλαγή ήταν αυθαίρετη ή περιείχε ανεπαρκή αιτιολογία. Οι αρχές αυτές, που ερμηνεύονται σε συνδυασμό με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν υποχρέωναν τα δικαστήρια να αναβάλουν τις έννομες συνέπειες που προκύπτουν από αλλαγή νομολογίας, εκτός εάν η αλλαγή της νομολογίας αφορούσε (α) το παραδεκτό του ασκούμενου ένδικου μέσου και (β) τα δικαιώματα, οι αξιώσεις ή οι δικαιολογημένες προσδοκίες που βασίζονται σε πάγια νομολογία και τα οποία επρόκειτο να προστατευθούν παρά μια αλλαγή λόγω της οποίας δεν θα αναγνωρίζονταν εφεξής. Η Κυβέρνηση σημείωσε περαιτέρω ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) είχε παράσχει εκτενή αιτιολογία όσον αφορά την άμεση εφαρμογή στην περίπτωση του προσφεύγοντος των κανόνων που προέκυψαν από την απόφαση, με αριθμό 800/2021.

 

  1. Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η παραβίαση που διαπιστώθηκε στην Ζουμπουλίδης (που αναφέρεται παραπάνω) δεν σήμαινε ότι η αγωγή του προσφεύγοντος που ασκήθηκε στα πολιτικά δικαστήρια ήταν βάσιμη και ότι είχε το δικαίωμα να διεκδικήσει τα ποσά που αντιστοιχούν στην αύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής ως προς τα συντηρούμενα τέκνα ως αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από την εικαζόμενη εσφαλμένη αμετάκλητη απόφαση. Η αδυναμία του προσφεύγοντος να καταστήσει έμμεσα το αντικείμενο της αρχικής δίκης αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης σε σχέση με την αγωγή κατά του Δημοσίου δεν συνεπαγόταν παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης λόγω έλλειψης πρόσβασης σε δικαστήριο. η αντίθετη διαπίστωση θα οδηγούσε στην ατέρμονη επιδίωξη των αρχικών του αξιώσεων και στην αέναη συνέχιση των σχετικών δικών. Επιπλέον, το Δικαστήριο, στην υπόθεση Ζουμπουλίδης, είχε απορρίψει την αξίωσή του για περιουσιακή ζημία, καθώς δεν μπορούσε να κάνει εικασίες για το ποια θα ήταν η απόφαση του Α.Π. εάν είχε εξετάσει την ουσία των καταγγελιών του. Η Κυβέρνηση, επιπλέον, απέρριψε το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η υπόθεσή του δεν είχε εξεταστεί επί της ουσίας από το 1998, καθώς τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια είχαν αποφανθεί επί των αξιώσεών του και τα διοικητικά δικαστήρια δεν ήταν αρμόδια να αποφασίσουν κατά την εξέταση της αγωγής του.

 

  1. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η κήρυξη της αγωγής του προσφεύγοντος ως απαράδεκτης, συνιστούσε περιορισμό του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης του κράτους, δεν είχε επηρεάσει την ουσία αυτού του δικαιώματος. Το βάσιμο του ισχυρισμού του σχετικά με προδήλως εσφαλμένη απόφαση είχε εξεταστεί σε δύο επίπεδα δικαιοδοσίας από τα διοικητικά δικαστήρια και η ολομέλεια του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή του.
  2. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

(α) Γενικές αρχές

 

  1. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο καθιερώθηκε ως πτυχή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που εγγυάται το Άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης στην υπόθεση Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου (21 Φεβρουαρίου 1975, §§ 28-36, Σειρά A αρ. 18). Σε εκείνη την περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο αποτελεί εγγενή πτυχή των διασφαλίσεων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6, αναφερόμενο στις αρχές του κράτους δικαίου και στην αποφυγή της αυθαίρετης εξουσίας που διέπουν μεγάλο μέρος της Σύμβασης. Έτσι, το άρθρο 6 § 1 διασφαλίζει σε κάθε άτομο το δικαίωμα να ασκήσει αξίωση σχετικά με τα πολιτικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ενώπιον δικαστηρίου (βλ. Grzęda κατά Πολωνίας [GC], αρ. 43572/18, § 342, 15 Μαρτίου 2022 βλέπε επίσης Zubac κατά Κροατίας [GC], αρ. 40160/12, § 76, 5 Απριλίου 2018).

 

  1. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο πρέπει να είναι «πρακτικό και αποτελεσματικό», όχι «θεωρητικό ή απατηλό». Αυτή η παρατήρηση ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά τις εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6, ενόψει της εξέχουσας θέσης που κατέχει σε μια δημοκρατική κοινωνία το δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση (βλ. Zubac, προαναφερθείσα, § 77, με περαιτέρω παραπομπές). Για να είναι αποτελεσματικό το δικαίωμα πρόσβασης, ένα άτομο πρέπει να έχει μια σαφή, πρακτική ευκαιρία να αμφισβητήσει μια πράξη που θίγει τα δικαιώματά του. Ομοίως, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα άσκησης αγωγής αλλά και το δικαίωμα εκδίκασης της διαφοράς από δικαστήριο (βλ. Lupeni Greek Catholic Parish and Others v. Romania [GC], αρ. 76943/ 11, § 86, 29 Νοεμβρίου 2016, με περαιτέρω παραπομπές).

 

  1. Όσον αφορά ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, η νομολογία του Δικαστηρίου έτεινε να αποδείξει ότι όταν δεν υπάρχει πρόσβαση σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, θα τίθεται πάντα το ζήτημα της συμμόρφωσης με το κράτος δικαίου ( βλέπε Grzęda, § 343, με περαιτέρω παραπομπές). Ωστόσο, το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς. Αυτά επιτρέπονται σιωπηρά, δεδομένου ότι το δικαίωμα πρόσβασης από τη φύση του απαιτεί ρύθμιση από το κράτος, η οποία ρύθμιση μπορεί να ποικίλλει χρονικά και τοπικά ανάλογα με τις ανάγκες και τους πόρους της κοινότητας και των προσώπων. Κατά τη θέσπιση τέτοιας ρύθμισης, τα συμβαλλόμενα κράτη απολαμβάνουν ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης. Ενώ η τελική απόφαση σχετικά με την τήρηση των απαιτήσεων της Σύμβασης εναπόκειται στο Δικαστήριο, δεν αποτελεί μέρος της αποστολής του Δικαστηρίου να υποκαταστήσει την αξιολόγηση των εθνικών αρχών οποιαδήποτε άλλη αξιολόγηση σχετικά με το ποια θα μπορούσε να είναι η καλύτερη πολιτική στον τομέα αυτό. Ωστόσο, οι περιορισμοί που εφαρμόζονται δεν πρέπει να περιορίζουν την πρόσβαση που απομένει στον ενδιαφερόμενο με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό που να θίγεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος. Επιπλέον, ένας περιορισμός δεν θα είναι συμβατός με το άρθρο 6 § 1 εάν δεν επιδιώκει θεμιτό σκοπό και εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. Zubac, που αναφέρεται παραπάνω, § 78, με περαιτέρω παραπομπές, βλέπε επίσης Nicolae Virgiliu Tănase κατά Ρουμανίας [GC], § 195, 25 Ιουνίου 2019, και Grzęda, § 343).

 

(β) Εφαρμογή των παραπάνω αρχών στην παρούσα υπόθεση

 

  1. Το Δικαστήριο καλείται να καθορίσει εάν η πρόσβαση του προσφεύγοντος σε δικαστήριο ήταν περιορισμένη και, εάν ναι, εάν ο περιορισμός επιδίωκε θεμιτό σκοπό και ήταν ανάλογος με αυτόν.

 

  • Περιορισμός στην πρόσβαση του προσφεύγοντος σε δικαστήριο

 

  1. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. θεσπίζει την ευθύνη του Δημοσίου για κάθε ζημία που προκαλείται από πράξεις ή παραλείψεις που αποδίδονται στα όργανά του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη παραβιάζει υφιστάμενη διάταξη νόμου, αλλά αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος (βλ. παράγραφο 24 ανωτέρω). Πρόκειται για μια περίπτωση αντικειμενικής ευθύνης που δεν απαιτεί τη διαπίστωση υπαιτιότητας, όπως αμέλεια ή πρόθεση εκ μέρους του κρατικού φορέα.

 

  1. Στην απόφαση, με αριθμό 1501/2014 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) έκρινε ότι, καθώς το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. δεν κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα όργανα της δικαστικής εξουσίας και καθώς το Σύνταγμα, υπό το πρίσμα του άρθρου 4 § 5, δεν επιτρέπει ζημίες που προκλήθηκαν από όργανα του κράτους να παραμείνουν αναποζημίωτες, το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. θα πρέπει να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία σε περιπτώσεις ζημιών που προκαλούνται από πράξεις δικαστικών οργάνων που καταλογίζονται σε πρόδηλο σφάλμα τους μέχρις ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδικές ρυθμίσεις για το θέμα αυτό. (βλέπε παράγραφο 11 παραπάνω).

 

  1. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων, επικαλούμενος το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., άσκησε αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων σχετικά με την ευθύνη του Δημοσίου, ζητώντας αποζημίωση για το φερόμενο πρόδηλο σφάλμα της απόφασης, με αριθμό 1143/2001 του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Α.Π.), το οποίο είχε κηρύξει απαράδεκτους τους δύο λόγους αίτησης αναίρεσης του προσφεύγοντος και σε σχέση με τους οποίους το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Υποστήριξε ότι, αν δεν είχε γίνει αυτό το λάθος, θα του είχε καταβληθεί η αύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής που είχε ζητήσει για τα συντηρούμενα τέκνα του. Η αγωγή του εξετάστηκε επί της ουσίας από το Διοικητικό Πρωτοδικείο και απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι το σφάλμα που καταλογίστηκε στο δικαστικό όργανο δεν ήταν πρόδηλο όπως απαιτεί το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., το οποίο ίσχυε κατ’ αναλογία (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω). Η μεταγενέστερη έφεση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε ομοίως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία το άρθρο 105, έκρινε ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η απόρριψη της αίτησης αναίρεσης ήταν υπερβολικά τυπική δεν συνιστούσε αυτομάτως πρόδηλο σφάλμα στην απόφαση και ότι οι προϋποθέσεις για την ευθύνη για αποζημίωση των δικαστικών οργάνων του κράτους δεν πληρούνταν επομένως (βλ. παράγραφο 13 ανωτέρω). Ωστόσο, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ), στην απόφαση, με αριθμό 800/2021, έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης, εξαφάνισε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κήρυξε την αγωγή απαράδεκτη (βλ. παραγράφους 14-22 ανωτέρω).

 

  1. Ενόψει των ανωτέρω, ο επίμαχος περιορισμός προέκυψε από την ερμηνεία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) ότι το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. δεν μπορούσε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία σε περιπτώσεις ζημίας που προκλήθηκε από πρόδηλο σφάλμα δικαστικού οργάνου μέχρις ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδικές ρυθμίσεις για το θέμα αυτό. Προέκυψε επίσης από την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης με την αιτιολογία ότι το διοικητικό δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να την κρίνει. Το Δικαστήριο σημειώνει έτσι ότι το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο περιορίστηκε από την απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ).

 

  1. ii) Εάν ο περιορισμός επιδίωκε θεμιτό σκοπό

 

  1. Το Δικαστήριο καλείται τώρα να εξετάσει εάν ο περιορισμός επιδίωκε θεμιτό σκοπό. Σημειώνει σχετικά ότι η κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις της ευθύνης του κράτους για αποζημίωση για ζημίες που προκλήθηκαν ως αποτέλεσμα πράξεων των δικαστικών οργάνων είναι ένα πολύ περίπλοκο ζήτημα και θα έπρεπε να ρυθμίζονται από το νομοθέτη και ότι έπρεπε να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της απαίτησης αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστησαν τα θιγόμενα πρόσωπα και της αρχής της ασφάλειας δικαίου που εξυπηρετείται από το δεδικασμένο των αποφάσεων. Συναφώς, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) αρνήθηκε να εφαρμόσει κατ’ αναλογία το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. προκειμένου να μην παρέμβει ως νομοθετικό όργανο στις έννομες σχέσεις, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο προς το Σύνταγμα. Από την άλλη πλευρά, η Κυβέρνηση παρατήρησε ότι μετά την απόφαση, με αριθμό 1501/2014, είχε ασκηθεί μεγάλος αριθμός αγωγών στα διοικητικά δικαστήρια, ζητώντας αποζημίωση από το Δημόσιο βάσει του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. για ζημία που φέρεται ότι προκλήθηκε από πράξεις οργάνου της δικαστικής εξουσίας και κυρίως για ζημία που φέρεται ότι προκλήθηκε από δικαστικές αποφάσεις σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας (βλέπε παράγραφο 58 ανωτέρω). Το Δικαστήριο είναι επομένως έτοιμο να δεχθεί ότι ο επίμαχος περιορισμός επιδίωκε τον σκοπό της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, όπως προκύπτει από την ουσία των επιχειρημάτων της Κυβέρνησης.

 

  1. Παρά τις παραπάνω σκέψεις, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) να μην εφαρμόσει κατ’ αναλογία το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. είχε ως στόχο τον σεβασμό της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών μη παρεμβαίνοντας ως νομοθετικό όργανο σε έννομες σχέσεις (βλ. παράγραφο 60 ανωτέρω) δεν συνάδει με την προηγούμενη πρακτική του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) να αποδέχεται την εφαρμογή του νόμου κατ’ αναλογία. Επιπλέον, ήταν αντίθετη με τη σαφή υπόδειξη που έδωσε στον νομοθέτη το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) ότι θα έπρεπε να εκπληρώσει την υποχρέωση θέσπισης νομοθετικού πλαισίου σύμφωνα με το οποίο οι αποφάσεις και οι πράξεις των δικαστικών οργάνων ορισμένης δικαιοδοσίας θα υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από δικαστήρια της ίδιας δικαιοδοσίας (βλ. παραγράφους 17-18 ανωτέρω).

 

  1. Επομένως, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο επίδικος περιορισμός επιδίωκε θεμιτό σκοπό. Πρέπει να εξακριβωθεί αν, υπό το φως όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης, υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ αυτού του σκοπού και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξή του.

 

(iii) Κατά πόσον ο περιορισμός ήταν αναλογικός

 

  1. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα διοικητικά δικαστήρια πρωτόδικα και εφετειακά δέχτηκαν στην παρούσα υπόθεση την ερμηνεία που εκτίθεται στην απόφαση, με αριθμό 1501/2014 το οποίο, παρά την ανάγκη ειδικής νομοθεσίας για το θέμα, εξέτασε τον ισχυρισμό βάσει του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. (βλ. παραγράφους 12-13 ανωτέρω). Η απόφαση, με αριθμό 1501/2014 εκδόθηκε από την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως αναγνώρισε η Κυβέρνηση, τμήματα του δικαστηρίου αυτού εφάρμοσαν κατ’ αναλογία το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., στη συνέχεια, αποδεχόμενα αναλόγως τη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, σε έξι άλλες αποφάσεις που αφορούσαν το ίδιο θέμα, έστω και με ευρύτερη έννοια: τρεις αποφάσεις για ζημίες που προκλήθηκαν από την αστυνομία που ενεργούσε ως εισαγγελική αρχή, και ως εκ τούτου ως μέρος του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης (αριθ. 1330/2016, 1533/2018 και 1534/2018), μία απόφαση για συμβολαιογράφους που λειτουργούν ως όργανα του δικαστικού σώματος σε εκτελεστικές διαδικασίες (αρ. 2168/2016), μία απόφαση για αστυνομικούς που ενεργούν στο πλαίσιο διαδικασίας in flagrante delicto (αρ. 2557/2019) και μία απόφαση για πράξεις δικαστικών οργάνων στα διοικητικά τους καθήκοντα (αρ. 48/2016 – βλ. παράγραφο 58 παραπάνω· βλ. επίσης Sine Tsaggarakis A.E.E. κατά Ελλάδος, αρ. 17257/13, §§ 24 και 30, 23 Μαΐου 2019).

 

  1. Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ), στην απόφαση, με αριθμό 800/2021, μετά την επαναδιατύπωση, όπως στην απόφαση, με αριθ. 1501/2014, ότι η ευθύνη του Δημοσίου για ζημίες που προκλήθηκαν από δικαστικές πράξεις κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα και ότι έπρεπε να θεσπιστεί ειδική νομοθεσία, έκρινε για πρώτη φορά ότι η σχετική ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, είτε με επίκληση του Συντάγματος, άμεσα ή σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., το τελευταίο σημείο αντιπροσωπεύει αλλαγή στην προηγούμενη θέση του. Αν και το Δικαστήριο σημειώνει τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι αυτό ήταν παρόμοιο με τη θέση της μειοψηφίας στην απόφαση αριθ. 1501/2014 (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω), δείχνει ότι δεν είχε εκδοθεί απόφαση με βάση την άποψη αυτή πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) έθεσε αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της έλλειψης δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων. Η θέση που ελήφθη στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν σύμφωνη με την προηγούμενη πρακτική του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) επί του θέματος.

 

  1. Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι εναπόκειται κατά πρώτο λόγο στις εθνικές αρχές, και ιδίως στα δικαστήρια, να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο. Το Δικαστήριο δεν θα υποκαταστήσει τη δική του ερμηνεία για τα δικαστήρια ελλείψει αυθαιρεσίας. Ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν είναι να εγκρίνει ή να απορρίπτει αυτή καθαυτή τη λύση που τελικά υιοθέτησε το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) όσον αφορά την ευθύνη του κράτους για ζημίες που προκλήθηκαν από δικαστικά όργανα, αλλά περιορίζεται στον έλεγχο της συμβατότητας με τη Σύμβαση των αποτελεσμάτων μιας τέτοιας ερμηνείας (βλ. Çela κατά Αλβανίας, αρ. 73274/17, § 32, 29 Νοεμβρίου 2022). Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν η απόφαση που ελήφθη στην παρούσα υπόθεση διατήρησε τη σωστή ισορροπία μεταξύ του θεμιτού σκοπού της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης και του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο. Πρέπει επομένως να αναλύσει εάν ο τρόπος με τον οποίο το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) ερμήνευσε και εφάρμοσε το εθνικό δίκαιο προκειμένου να κηρύξει την αγωγή του προσφεύγοντος απαράδεκτη ήταν συμβατός με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης (βλ., για παράδειγμα, Ghrenassia κατά Λουξεμβούργου, αρ. 27160 /19, § 29, 7 Δεκεμβρίου 2021).

 

  1. Ενώ η εξέλιξη της νομολογίας δεν είναι, από μόνη της, αντίθετη με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Lupeni Greek Catholic Parish and Others, παραπάνω αναφερόμενη, § 116, Nejdet Şahin and Perihan Şahin κατά Τουρκίας [GC], no.13279/05, §58, 20 Οκτωβρίου 2011; and Legrand κατά Γαλλίας, no. 23228/08, § 37, 26 May 2011), σε προηγούμενες υποθέσεις στις οποίες αλλαγή της νομολογίας είχε επηρεάσει εκκρεμείς στο δικαστήριο υποθέσεις, το Δικαστήριο είχε ικανοποιηθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο είχε αναπτυχθεί ο νόμος ήταν καλά γνωστός στα μέρη ή τουλάχιστον ήταν ευλόγως προβλέψιμος και ότι δεν υπήρχε αβεβαιότητα ως προς τη νομική τους κατάσταση (βλ. Petko Petkov κατά Βουλγαρίας, αρ. 2834/06, § 32, 19 Φεβρουαρίου 2013, και οι αρχές που αναφέρονται σε αυτήν).

 

  1. Υπό το φως των προηγούμενων εκτιμήσεών του, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, ακόμη και αν κατά τον χρόνο που ο προσφεύγων άσκησε την αγωγή του στις 13 Δεκεμβρίου 2007 (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), η απόφαση, με αριθμό 1501/2014, του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) δεν είχε ακόμη εκδοθεί, τα πρωτοβάθμια διοικητικά δικαστήρια στις 20 Απριλίου 2015 και κατ’ έφεση στις 23 Φεβρουαρίου 2017 είχαν ακολουθήσει την ερμηνεία που εκτίθεται στην εν λόγω απόφαση. Είχαν θεωρήσει παραδεκτές την αγωγή και την έφεση του προσφεύγοντος και τις είχαν εξετάσει βάσει του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. (βλ. παραγράφους 12-13 παραπάνω). Κατά τον χρόνο που ο προσφεύγων άσκησε την αίτησή του αναίρεσης, τα διοικητικά δικαστήρια δεν είχαν εγείρει κανένα ζήτημα παραδεκτού και δεν υπήρχε καμία ένδειξη κάποιας αισθητής εξέλιξης της νομολογίας που να αποκλίνει από την ερμηνεία που εκτίθεται στην απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ), με αριθμό 1501/2014, η οποία είχε ακολουθηθεί σε αποφάσεις στη συνέχεια. Η νέα ερμηνεία που διατυπώθηκε στην απόφασή της, με αριθμό 800/2021, είχε ως αποτέλεσμα η αγωγή του προσφεύγοντος να κριθεί για πρώτη φορά απαράδεκτη. Ο προσφεύγων δεν είχε κανένα λόγο να πιστεύει ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ) θα παρέκκλινε από την προηγούμενη νομολογία του (βλ., mutatis mutandis, Gil Sanjuan, προαναφερθείσα, § 39 και Legros κ.λπ. κατά Γαλλίας, αρ. 72173/17 και 17 άλλες , §§ 156-157, 9 Νοεμβρίου 2023).

 

  1. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η ερμηνεία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) είχε ως αποτέλεσμα η αξίωση του προσφεύγοντος να μην είναι επιδιώξιμη επ’ αόριστον για δικαστικό έλεγχο. Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ιδίως τη διαπίστωση ότι μέχρι τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας, το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. δεν μπορούσε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία και ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεν είχαν δικαιοδοσία, η απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) συνιστούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο σε οποιεσδήποτε μελλοντικές προσπάθειες του προσφεύγοντος να διεκδικήσει αποζημίωση από το Δημόσιο για τα υποτιθέμενα σφάλματα των πολιτικών δικαστηρίων μέχρι την τελική θέσπιση νέας νομοθεσίας (βλ. mutatis mutandis, Lupaş κ.λπ. κατά Ρουμανίας, αρ. 1434/02 και 2 άλλοι, § 73, ΕΣΔΑ 2006-XV (αποσπάσματα)).

 

  1. Συνεπώς, επαναλαμβάνοντας ότι όλες οι διατάξεις της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται πρακτικά και αποτελεσματικά δικαιώματα και όχι θεωρητικά και απατηλά, το Δικαστήριο, αν και κατανοεί την πολυπλοκότητα του θέματος και την ανάγκη διασφάλισης της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαστικής εξουσίας, δεν πείθεται από το επιχείρημα ότι, όσον αφορά την παράλειψη θέσπισης μέχρι σήμερα της απαραίτητης νομοθεσίας, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι μικρό χρονικό διάστημα παρήλθε από την απόρριψη της αγωγής του προσφεύγοντος (βλ. ανωτέρω παράγραφο 60 in fine). Συναφώς, σημειώνει ότι η ανάγκη θέσπισης ειδικής νομοθεσίας αναφέρθηκε αρχικά στην απόφαση, με αριθμό 1501/2014 (βλ. παράγραφο 11 ανωτέρω) και η Κυβέρνηση δεν έχει αναφέρει καμία ενέργεια που έχει γίνει μέχρι στιγμής προς αυτή την κατεύθυνση. Ως εκ τούτου, η νέα ερμηνεία που διατυπώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή του προσφεύγοντος κρίθηκε απαράδεκτη σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η νομοθεσία δεν είχε θεσπιστεί για περισσότερα από επτά χρόνια, έθεσε περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα το οποίο πρέπει τουλάχιστον να θεωρηθεί ότι δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου σε βάρος του προσφεύγοντος (βλ., mutatis mutandis, Arrozpide Sarasola και άλλοι κατά Ισπανίας, αρ. 65101/16 και 2 άλλοι, § 107, 23 Οκτωβρίου 2018). Επιπλέον, δεν υπάρχει τίποτα στη συμπεριφορά του προσφεύγοντος που να δικαιολογεί ότι το βάρος των συνεπειών αυτής της αβεβαιότητας πρέπει να βαρύνει αυτόν (βλ., mutatis mutandis, Çela, προαναφερθείσα, § 39).

 

  1. Τέλος, το Δικαστήριο σημειώνει ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση οι δικαστές της μειοψηφίας τόνισαν (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω) ότι, στην απόφαση, με αριθμό 799/2021, που εκδόθηκε την ίδια ημερομηνία, έγινε δεκτή η κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. μέχρις ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδικές ρυθμίσεις για την ευθύνη του κράτους για πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας ως προς τα δικαιώματα που απορρέουν από την έννομη τάξη του δικαίου της ΕΕ. Το Δικαστήριο κατανοεί το επιχείρημα που προβάλλεται σχετικά με την ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ όσον αφορά την ευθύνη του κράτους για αποφάσεις που παραβιάζουν το δίκαιο αυτό. Ωστόσο, τονίζει ότι η τροποποιημένη θέση που υιοθετήθηκε στην απόφαση, με αριθμό 800/2021 είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της πρόσβασης σε δικαστήριο στην υπόθεση του προσφεύγοντος, η οποία αφορούσε απόφαση πολιτικού δικαστηρίου σε σχέση με την οποία είχε διαπιστωθεί παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης από το Δικαστήριο.

 

  1. Υπό το πρίσμα των προηγούμενων σκέψεων, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι επιβλήθηκε δυσανάλογη επιβάρυνση στον προσφεύγοντα, στερώντας του κάθε σαφή και πρακτική δυνατότητα να ζητήσει από τα δικαστήρια να αποφανθούν επί της αγωγής του και, ως εκ τούτου, θίγοντας την ίδια την ουσία του δικαιώματός του πρόσβασης σε ένα δικαστήριο.

 

  1. Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπιστώνει παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

 

  1. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

 

  1. Το άρθρο 41 της Σύμβασης ορίζει:

«Εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων αυτής και εάν το εσωτερικό δίκαιο του οικείου Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους επιτρέπει την πραγματοποίηση μόνο μερική επανόρθωση, το Δικαστήριο παρέχει, εάν είναι απαραίτητο, δίκαιη ικανοποίηση στο ζημιωθέν μέρος.».

 

Α. Ζημία

 

  1. Ο προσφεύγων ζήτησε αποζημίωση για χρηματική ζημία που προέκυψε από την απόρριψη της αγωγής του ως απαράδεκτης, ζητώντας 47.280 δολάρια ΗΠΑ (USD) ή το ισόποσο ποσό σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής και 16.860 ευρώ (EUR), συν τόκους που υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία είχε αρχικά ασκήσει την αγωγή του στα εθνικά δικαστήρια.

 

  1. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι ακόμη και αν το Δικαστήριο διαπίστωνε παραβίαση, δεν θα μπορούσε εύλογα να υποθέσει ποια θα ήταν η έκβαση της διαδικασίας ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπίστωνε παράβαση, ο αιτών είχε πρόσβαση σε διαδικασία επανάληψης της υπόθεσης στα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 69Α του προεδρικού διατάγματος 18/1989 όπως τέθηκε με το άρθρο 16 του ν. αριθ. 4446/2016, και θα μπορούσε να ζητήσει επανάληψη της δίκης. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση θεώρησε το ποσό υπερβολικό και αδικαιολόγητο.
  2. Όσον αφορά την ηθική βλάβη, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι είχε εμπλακεί σε έντονα αγχωτικές και χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες για αρκετά χρόνια και ότι είχε υποστεί ψυχολογική βλάβη ως αποτέλεσμα της παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του. Ζήτησε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη, συν τόκους που υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία κατέθεσε την προσφυγή του.

 

  1. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το ποσό ήταν υπερβολικό και αδικαιολόγητο και ότι δεν είχε επιβεβαιωθεί με αναφορά σε συγκεκριμένες συνέπειες που αποδείχθηκε ότι υπέστη ο προσφεύγων ως αποτέλεσμα της παραβίασης. Υποστήριξαν περαιτέρω ότι η διαπίστωση παραβίασης της Σύμβασης θα αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση.

 

  1. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο προσφεύγων ζήτησε τα ίδια ποσά για περιουσιακή ζημία με αυτά που είχε ζητήσει με την αγωγή του ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ως αποζημίωση για τη ζημία που κατά την άποψή του δεν θα είχε υποστεί εάν ο Άρειος Πάγος δεν κήρυττε τους δύο λόγους της αίτησής του αναίρεσης, απαράδεκτους. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να εικάσει ποια θα ήταν η έκβαση της διαδικασίας για την ευθύνη του Δημοσίου εάν η αγωγή του για αποζημίωση είχε εξεταστεί επί της ουσίας· Ως εκ τούτου, απορρίπτει αυτόν τον ισχυρισμό. Ωστόσο, ο προσφέυγων πρέπει να έχει υποστεί ηθική βλάβη ως αποτέλεσμα της παραβίασης του άρθρου 6 § 1. Κάνοντας την αξιολόγησή του κατά δίκαιο τρόπο, όπως απαιτεί το άρθρο 41, το Δικαστήριο επιδικάζει στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη, συν τυχόν φόρο που μπορεί να χρεωθεί.

 

Β. Δαπάνες και έξοδα

 

  1. Ο αιτών ζήτησε 1.860 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα, συν τους τόκους που υπολογίστηκαν από την ημερομηνία κατά την οποία είχε καταθέσει την προσφυγή. Υπέβαλε τιμολόγιο.

 

  1. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το ποσό ήταν υπερβολικό, καθώς η διαδικασία είχε γίνει γραπτώς, χωρίς ακρόαση ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

  1. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων δικαιούται την επιστροφή των εξόδων και των δαπανών μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτά πραγματοποιήθηκαν πράγματι και κατ’ ανάγκη και είναι εύλογα ως προς το ύψος τους. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που έχει στην κατοχή του και των ανωτέρω κριτηρίων, το Δικαστήριο κρίνει εύλογο να επιδικάσει το ποσό των 1.860 ευρώ για τα έξοδα και τις δαπάνες της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, συν τυχόν τον φόρο που μπορεί να επιβληθεί στον προσφεύγοντα.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΟΜΟΦΩΝΑ,

 

  1. Κηρύσσει την προσφυγή δεκτή,

 

 

  1. Κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης;

 

  1. Αποφασίζει

 

(α)   ότι το εναγόμενο κράτος πρέπει να καταβάλει στον προσφεύγοντα, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση καθίσταται οριστική σύμφωνα με το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης, τα ακόλουθα ποσά, με το επιτόκιο που ισχύει κατά την ημερομηνία του διακανονισμού:

 

  • 000 ευρώ (πέντε χιλιάδες ευρώ), συν τυχόν φόρο που μπορεί να επιβληθεί, για ηθική βλάβη,
  • 860 ευρώ (χίλια οκτακόσια εξήντα ευρώ), πλέον τυχόν φόρου που ενδέχεται να επιβαρύνει τον προσφεύγοντα, για έξοδα και δαπάνες,

 

β)      ότι από τη λήξη του προαναφερόμενου τριμήνου μέχρι τον διακανονισμό θα καταβάλλονται απλοί τόκοι επί των ανωτέρω ποσών με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την περίοδο υπερημερίας προσαυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες,

 

  1. Απορρίπτει το υπόλοιπο της αξίωσης του προσφεύγοντος για δίκαιη ικανοποίηση.

 

Έγινε στην αγγλική γλώσσα και κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 4 Ιουνίου 2024, σύμφωνα με το άρθρο 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.

Milan Blaško                                                  Pere Pastor Vilanova

Γραμματέας                                                   Πρόεδρος

ThanasisΥπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος (Νο 3) (04/06/2024)