ΔΕΕ Ανεξαρτησία δικαστών

Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης – Ανεξαρτησία των δικαστών – Δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως – Δίκαιη δίκη – Υπηρεσία καταχώρισης δικαστικών αποφάσεων – Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τον ορισμό αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή στα δευτεροβάθμια δικαστήρια, ο οποίος έχει, στην πράξη, την εξουσία να αναστέλλει τη δημοσίευση δικαστικής απόφασης, να δίνει οδηγίες στους δικαστικούς σχηματισμούς και να ζητεί τη σύγκληση σύσκεψης τομέα – Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την εξουσία των συσκέψεων τομέα ή των συσκέψεων του συνόλου των δικαστών ενός δικαστηρίου να διατυπώνουν δεσμευτικές “νομικές θέσεις”, μεταξύ άλλων και για υποθέσεις για τις οποίες έχει ήδη ολοκληρωθεί η διάσκεψη

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21,

με αντικείμενο τρεις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Visoki trgovački sud (εφετείο εμπορικών διαφορών, Κροατία), με αποφάσεις της 3ης Αυγούστου 2021 (C‑554/21), της 21ης Σεπτεμβρίου 2021 (C‑622/21) και της 10ης Νοεμβρίου 2021 (C‑727/21), οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο αντιστοίχως στις 8 Σεπτεμβρίου 2021, στις 7 Οκτωβρίου 2021 και στις 30 Νοεμβρίου 2021, στο πλαίσιο των δικών

Financijska agencija

κατά

HANN-INVEST d.o.o. (C‑554/21),

MINERAL-SEKULINE d.o.o. (C‑622/21)

και

UDRUGA KHL MEDVEŠČAK ZAGREB (C‑727/21)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, Κ. Λυκούργο, F. Biltgen και N. Piçarra, προέδρους τμήματος, S. Rodin, I. Jarukaitis (εισηγητή), N. Jääskinen, N. Wahl, I. Ziemele, J. Passer, Δ. Γρατσία και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Ιουνίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Financijska agencija, εκπροσωπούμενη από τη S. Pejaković, εμπειρογνώμονα,

–        η Κροατική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Vidović Mesarek,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Herrmann, τον M. Mataija και τον P. J. O. Van Nuffel,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τριών ένδικων διαφορών, εκ των οποίων οι δύο πρώτες, μεταξύ, αφενός, της Financijska agencija (Υπηρεσίας Οικονομικών, Κροατία) και, αφετέρου, της HANN-INVEST d.o.o. (C‑554/21) και της MINERAL-SEKULINE d.o.o. (C‑622/21), αφορούν την επιστροφή των εξόδων της υπηρεσίας αυτής για τις δραστηριότητες που άσκησε στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, και η τρίτη αφορά αίτηση της UDRUGA KHL MEDVEŠČAK ZAGREB (C‑727/21) για την κίνηση διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης (C‑727/21).

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο νόμος περί οργανώσεως των δικαστηρίων

3        Το άρθρο 14 του Zakon o sudovima (νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων) (Narodne novine, br. 28/13, 33/15, 82/15, 82/16, 67/18, 126/19, 130/20) ορίζει τα εξής:

«1.      Στην Κροατία, η δικαστική εξουσία ασκείται από τακτικά δικαστήρια, από εξειδικευμένα δικαστήρια και από το Vrhovni sud (Ανώτατο Δικαστήριο, Κροατία).

[…]

  1. Εξειδικευμένα δικαστήρια είναι τα Trgovački sudovi (εμποροδικεία, Κροατία), τα Upravni sudovi (διοικητικά δικαστήρια, Κροατία), το Visoki trgovački sud (εφετείο εμπορικών διαφορών, Κροατία), το Visoki upravni sud (διοικητικό εφετείο, Κροατία), το Visoki prekršajni sud (εφετείο πλημμελημάτων, Κροατία) και το Visoki kazneni sud (ποινικό εφετείο, Κροατία).
  2. Το ανώτατο δικαστήριο της Κροατίας είναι το Vrhovni sud (Ανώτατο Δικαστήριο).

[…]»

4        Κατά το άρθρο 24 του ως άνω νόμου:

«Το Visoki trgovački sud (εφετείο εμπορικών διαφορών)

  1. αποφαίνεται επί των εφέσεων κατά των πρωτόδικων αποφάσεων των Trgovački sudovi (εμποροδικείων),
  2. επιλαμβάνεται των συγκρούσεων κατά τόπον αρμοδιότητας μεταξύ των Trgovački sudovi (εμποροδικείων) και αποφαίνεται σχετικά με τη μεταβίβαση αρμοδιότητας μεταξύ των δικαστηρίων αυτών,

[…]».

5        Το άρθρο 38 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«1.      Οι συσκέψεις τομέα έχουν ως αντικείμενο την εξέταση των ζητημάτων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τις εργασίες του συγκεκριμένου τομέα, ήτοι, ειδικότερα, την οργάνωση της εσωτερικής δραστηριότητάς του, τα αμφιλεγόμενα νομικά ζητήματα, την ενοποίηση της νομολογίας και τα ζητήματα που είναι κρίσιμα για την εφαρμογή της νομοθεσίας σε κάθε κλάδο του δικαίου καθώς και την παρακολούθηση της εργασίας και της κατάρτισης των δικαστών, των δικαστικών συμβούλων και των δοκίμων δικαστών που είναι τοποθετημένοι στον εν λόγω τομέα.

  1. Κατά τις συσκέψεις των τομέων του Županijski sud [επαρχιακού δικαστηρίου, Κροατία], του Visoki trgovački sud [εφετείου εμπορικών διαφορών], του Visoki upravni sud [διοικητικού εφετείου], του Visoki kazneni sud [ποινικού εφετείου,] και του Visoki prekršajni sud [εφετείου πλημμελημάτων], εξετάζονται επίσης τα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος για τα ιεραρχικώς κατώτερα δικαστήρια στο πλαίσιο της αρμοδιότητας των τελευταίων.
  2. Οι συσκέψεις τομέα του Vrhovni sud [Ανωτάτου Δικαστηρίου] έχουν ως αντικείμενο την εξέταση των ζητημάτων που παρουσιάζουν κοινό ενδιαφέρον για ορισμένα ή για όλα τα δικαστήρια στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Κροατίας καθώς και την εξέταση σχεδίων κανονιστικών ρυθμίσεων σε συγκεκριμένο κλάδο του δικαίου και τη διατύπωση γνώμης επ’ αυτών.»

6        Το άρθρο 39 του ίδιου νόμου έχει ως εξής:

«1.      Ο πρόεδρος τομέα, ή ο πρόεδρος του οικείου δικαστηρίου, συγκαλεί σύσκεψη του τομέα αυτού οσάκις είναι αναγκαίο και τουλάχιστον άπαξ τριμηνιαίως, διευθύνει δε τις εργασίες της σύσκεψης. Όταν μετέχει στις εργασίες της σύσκεψης του τομέα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου προεδρεύει της σύσκεψης και μετέχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

  1. Σύσκεψη του συνόλου των δικαστών του δικαστηρίου πρέπει να συγκαλείται όταν το ζητεί ένας τομέας του δικαστηρίου ή το ένα τέταρτο του συνόλου των δικαστών του δικαστηρίου αυτού.
  2. Κατά τις συσκέψεις των δικαστών του δικαστηρίου ή ενός τομέα αυτού, οι αποφάσεις λαμβάνονται από την πλειοψηφία των δικαστών του δικαστηρίου ή των δικαστών του οικείου τομέα.
  3. Τηρούνται πρακτικά των εργασιών της σύσκεψης.
  4. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή τομέα του δικαστηρίου δύναται επίσης να προσκαλέσει εξέχοντες επιστήμονες και ειδικούς σε συγκεκριμένο κλάδο του δικαίου να μετάσχουν στη σύσκεψη του συνόλου των δικαστών του εν λόγω δικαστηρίου ή του οικείου τομέα.»

7        Το άρθρο 40 του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων ορίζει τα εξής:

«1.      Συγκαλείται σύσκεψη τομέα ή δικαστών όταν διαπιστώνεται ότι υπάρχουν ερμηνευτικές διαφορές μεταξύ τομέων, τμημάτων ή δικαστών επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή του νόμου ή όταν τμήμα ή δικαστής του τομέα αποκλίνει από τη νομική θέση που έγινε προηγουμένως δεκτή.

  1. Η νομική θέση που έγινε δεκτή κατά τη σύσκεψη του συνόλου των δικαστών ή τομέα του Vrhovni sud [Ανωτάτου Δικαστηρίου], του Visoki trgovački sud [εφετείου εμπορικών διαφορών], του Visoki upravni sud [διοικητικού εφετείου], του Visoki kazneni sud [ποινικού εφετείου], του Visoki prekršajni sud [εφετείου πλημμελημάτων] και κατά τη σύσκεψη τομέα του Županijski sud [επαρχιακού δικαστηρίου] δεσμεύει το σύνολο των δευτεροβάθμιων τμημάτων ή δικαστών του εν λόγω τομέα ή δικαστηρίου.
  2. Ο πρόεδρος τομέα δύναται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να προσκαλέσει καθηγητές της νομικής σχολής, εξέχοντες επιστήμονες ή ειδικούς σε συγκεκριμένο κλάδο του δικαίου να μετάσχουν στη σύσκεψη του οικείου τομέα.»

 Ο κανονισμός διαδικασίας των δικαστηρίων

8        Το άρθρο 177, παράγραφος 3, του Sudski poslovnik (κανονισμού διαδικασίας των δικαστηρίων) (Narodne novine, br. 37/14, 49/14, 8/15, 35/15,123/15, 45/16, 29/17, 33/17, 34/17, 57/17, 101/18, 119/18, 81/19, 128/19, 39/20, 47/20, 138/20, 147/20, 70/21, 99/21 και 145/21) προβλέπει τα εξής:

«Ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η υπόθεση θεωρείται περατωθείσα κατά την ημερομηνία αποστολής της απόφασης από το γραφείο του οικείου δικαστή, μετά την επιστροφή της υπόθεσης από την υπηρεσία καταχώρισης. Η υπηρεσία καταχώρισης υποχρεούται να επιστρέψει την υπόθεση στον δικαστή το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία παραλαβής του σχετικού φακέλου. Εν συνεχεία, η αποστολή της απόφασης πραγματοποιείται εντός νέας προθεσμίας οκτώ ημερών.»

 Οι διαφορές των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Το Visoki trgovački sud (εφετείο εμπορικών διαφορών), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, επιλήφθηκε τριών εφέσεων. Στις υποθέσεις C‑554/21 και C‑622/21, οι εφέσεις βάλλουν κατά διατάξεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αγωγές της Υπηρεσίας Οικονομικών με αίτημα την επιστροφή των εξόδων της για τις δραστηριότητες που άσκησε στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας. Στην υπόθεση C‑727/21, η έφεση βάλλει κατά διάταξης με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για την κίνηση διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης.

10      Το αιτούν δικαστήριο εξέτασε, σε τριμελείς συνθέσεις, τις ως άνω εφέσεις και τις απέρριψε ομόφωνα, επικυρώνοντας κατά τον τρόπο αυτό τις πρωτόδικες αποφάσεις. Οι δικαστές του δικαστηρίου αυτού υπέγραψαν τις αποφάσεις τους και τις διαβίβασαν στη συνέχεια στην υπηρεσία καταχώρισης των δικαστικών αποφάσεων του εν λόγω δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 177, παράγραφος 3, του κανονισμού διαδικασίας των δικαστηρίων.

11      Εντούτοις, ο δικαστής της υπηρεσίας καταχώρισης (στο εξής: αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής) αρνήθηκε να καταχωρίσει τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις και τις ανέπεμψε στους αντίστοιχους δικαστικούς σχηματισμούς, συνοδευόμενες από έγγραφο στο οποίο αναφερόταν ότι δεν συμφωνούσε με τις λύσεις που είχαν γίνει δεκτές με τις αποφάσεις αυτές.

12      Στην υπόθεση C‑554/21, το έγγραφο αυτό μνημονεύει υποθέσεις στις οποίες, υπό παρόμοιες περιστάσεις, το αιτούν δικαστήριο αποφάνθηκε διαφορετικά, αλλά και μια άλλη υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας το ίδιο δικαστήριο αποφάνθηκε ακριβώς όπως και ο δικαστικός σχηματισμός που αποφάνθηκε επί της υπόθεσης της κύριας δίκης. Εξ αυτών ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση της κύριας δίκης έπρεπε να αναπεμφθεί ενώπιον του οικείου τμήματος και ότι, αν το τμήμα αυτό ενέμενε στην απόφασή του, η υπόθεση της κύριας δίκης θα έπρεπε να εξεταστεί στο πλαίσιο «σύσκεψης του οικείου τομέα». Πράττοντας τούτο, ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής εξάρτησε την καταχώριση της δικαστικής απόφασης στην εν λόγω υπόθεση της κύριας δίκης από την υιοθέτηση διαφορετικής λύσης, προκρίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μία από τις δύο αποκλίνουσες τάσεις της νομολογίας του δικαστηρίου αυτού, διευκρινίζοντας ότι, σε περίπτωση που το εν λόγω τμήμα δεν επανεξέταζε την οικεία υπόθεση και δεν μετέβαλλε την επιλεγείσα λύση, θα διαβίβαζε την εν λόγω δικαστική απόφαση προς εξέταση στον τομέα εμπορικών και λοιπών διαφορών του εν λόγω δικαστηρίου προκειμένου αυτός να διατυπώσει «νομική θέση» σχετικά με τον τρόπο επίλυσης των υποθέσεων αυτού του είδους.

13      Στην υπόθεση C‑622/21, το έγγραφο του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή δικαιολογεί την αναπομπή της υπόθεσης της κύριας δίκης ενώπιον του οικείου τμήματος αναφέροντας την ύπαρξη δύο αποφάσεων του αιτούντος δικαστηρίου με τις οποίες υιοθετούνται λύσεις αντίθετες προς εκείνη που έγινε δεκτή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης στην εν λόγω υπόθεση της κύριας δίκης. Στην πραγματικότητα, η διαδικασία καταχώρισης της τελευταίας αυτής απόφασης σταμάτησε και η απόφαση δεν προωθήθηκε έως ότου αποσταλούν οι μεταγενέστερες αυτές αποφάσεις, οι οποίες απηχούν διαφορετική νομική άποψη.

14      Στην υπόθεση C‑727/21, από το έγγραφο του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή προκύπτει ότι ο δικαστής αυτός διαφωνεί με τη νομική ερμηνεία την οποία προέκρινε ο δικαστικός σχηματισμός που αποφάνθηκε στην υπόθεση της κύριας δίκης. Εντούτοις, το έγγραφο αυτό δεν μνημονεύει άλλη απόφαση με την οποία να επελέγη λύση διαφορετική από εκείνη που δέχθηκε ο εν λόγω δικαστικός σχηματισμός.

15      Στην ως άνω υπόθεση της κύριας δίκης, κατόπιν της άρνησης καταχώρισης της πρώτης δικαστικής απόφασής του, ο εν λόγω δικαστικός σχηματισμός πραγματοποίησε περαιτέρω διασκέψεις, κατά τις οποίες επανεξέτασε την έφεση και τη γνώμη του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή και αποφάσισε να μη μεταβάλει τη λύση που είχε δεχθεί προηγουμένως. Ως εκ τούτου, εξέδωσε νέα δικαστική απόφαση και τη διαβίβασε στην υπηρεσία καταχώρισης.

16      Προκρίνοντας διαφορετική νομική λύση, ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής διαβίβασε την εν λόγω υπόθεση της κύριας δίκης στον τομέα εμπορικών και λοιπών διαφορών του αιτούντος δικαστηρίου, προκειμένου το επίμαχο νομικό ζήτημα να εξεταστεί σε σύσκεψη του τομέα αυτού.

17      Κατά τη σύσκεψη αυτή, ο εν λόγω τομέας διατύπωσε «νομική θέση», με την οποία έκανε δεκτή τη λύση που προέκρινε ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής. Εν συνεχεία, η ίδια υπόθεση της κύριας δίκης αναπέμφθηκε ενώπιον του οικείου δικαστικού σχηματισμού προκειμένου αυτός να αποφανθεί σύμφωνα με την εν λόγω «νομική θέση».

18      Στις τρεις υποθέσεις, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 177, παράγραφος 3, του κανονισμού διαδικασίας των δικαστηρίων, το δικαιοδοτικό έργο σε υπόθεση που εκδικάζεται σε δεύτερο βαθμό θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί μόνον όταν η οικεία δικαστική απόφαση έχει καταχωρισθεί από την υπηρεσία καταχώρισης. Η υπόθεση λογίζεται περατωθείσα μόνο μετά την καταχώριση αυτή και την επακόλουθη αποστολή της απόφασης στους διαδίκους. Επομένως, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, μολονότι η εν λόγω δικαστική απόφαση έχει εκδοθεί από δικαστικό σχηματισμό ο οποίος αποφαίνεται συλλογικά, εντούτοις θεωρείται ότι έχει οριστικοποιηθεί μόνον εφόσον επιβεβαιωθεί από τον αρμόδιο για την καταχώριση δικαστή, ο οποίος διορίζεται από τον πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου, υπό την ιδιότητά του ως προσώπου που ασκεί καθήκοντα οργάνου της δικαστικής διοίκησης, στο πλαίσιο του ετήσιου προγράμματος τοποθέτησης των δικαστών. Το δικαστήριο αυτό διευκρινίζει επίσης ότι η παρέμβαση και το όνομα του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή δεν είναι γνωστά στους διαδίκους και ότι, μολονότι η διαδικασία καταχώρισης δεν προβλέπεται από τον νόμο ως προϋπόθεση για την έκδοση δικαστικής απόφασης, η συνέπεια αυτή απορρέει από την πρακτική των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, δυνάμει του κανονισμού διαδικασίας των δικαστηρίων.

19      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ένας δικαστής, όπως ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής, τον οποίο οι διάδικοι δεν γνωρίζουν, του οποίου ο ρόλος δεν προβλέπεται από τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις εφέσεις και ο οποίος, χωρίς να συνιστά ιεραρχικώς ανώτερο δικαστήριο, μπορεί να προτρέψει τον αρμόδιο για την υπόθεση δικαστικό σχηματισμό να τροποποιήσει την απόφασή του, ενδέχεται να ασκεί σημαντική επιρροή στην ανεξαρτησία των δικαστών.

20      Στην υπόθεση C‑554/21, το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, παρά μια μεταστροφή της νομολογίας που επήλθε με προγενέστερη απόφαση ενός εκ των δικαστικών σχηματισμών του εν λόγω δικαστηρίου επί του ίδιου νομικού ζητήματος, ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής δεν είχε ενεργήσει, επ’ ευκαιρία της μεταστροφής αυτής, κατά τον ίδιο τρόπο όπως ενήργησε στην υπόθεση της κύριας δίκης και είχε εγκρίνει και καταχωρίσει την απόφαση με την οποία πραγματοποιήθηκε η εν λόγω μεταστροφή και, ως εκ τούτου, επιτρέψει την αποστολή της απόφασης στους διαδίκους, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδεικνύει την άσκηση ουσιαστικής επιρροής από τον αρμόδιο για την καταχώριση δικαστή στην ανεξαρτησία των δικαστών του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού.

21      Στην υπόθεση C‑622/21, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η επιρροή αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής αποφάσισε, χωρίς να υποβάλει το ζήτημα στη σύσκεψη του οικείου τομέα, να δεχθεί την καταχώριση και την κοινοποίηση δικαστικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί από άλλα τμήματα μετά την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση της κύριας δίκης, αποφασίζοντας συγχρόνως να καθυστερήσει την καταχώριση της δικαστικής απόφασης στην υπόθεση αυτή και να την αναπέμψει στο οικείο τμήμα, απλώς και μόνον επειδή δεν συμφωνούσε με τη λύση που είχε γίνει δεκτή με την τελευταία αυτή απόφαση.

22      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, στις δύο αυτές υποθέσεις, ότι η ύπαρξη μηχανισμού καταχώρισης των δικαστικών αποφάσεων έχει δικαιολογηθεί, μέχρι σήμερα, με την επίκληση της ανάγκης διασφάλισης της συνοχής της νομολογίας. Εντούτοις, ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί η υπηρεσία καταχώρισης μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης αντιβαίνει, κατά την άποψη του δικαστηρίου αυτού, στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Όπως καταδεικνύουν οι περιστάσεις των υποθέσεων των κύριων δικών, η υπηρεσία καταχώρισης των δικαστικών αποφάσεων επιλέγει τις αποφάσεις που θα αποσταλούν από δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αποφασίζει για τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί μια απόφαση που αποκλίνει από τη νομολογία.

23      Στην υπόθεση C‑727/21, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης, όσον αφορά τις συσκέψεις τομέα, ότι αυτές δεν προβλέπονται από τον κανονισμό διαδικασίας των δικαστηρίων και ότι μόνον οι αρμόδιοι για την καταχώριση δικαστές, οι πρόεδροι τομέα ή οι πρόεδροι δικαστηρίων αποφασίζουν ποια θέματα πρέπει να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη μιας τέτοιας σύσκεψης. Οι διάδικοι αγνοούν τον ρόλο της εν λόγω σύσκεψης στην οποία δεν μπορούν να μετάσχουν. Κατά το άρθρο 40 του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων, οι «νομικές θέσεις» που προκρίνονται κατά τη σύσκεψη τομέα ιεραρχικώς ανώτερου δικαστηρίου δεσμεύουν το σύνολο των δικαστών ή των τμημάτων του τομέα αυτού στο πλαίσιο των συγκεκριμένων διαδικασιών των οποίων επιλαμβάνονται. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι αυτός ο οιονεί νομοθετικός ρόλος των τομέων των δικαστηρίων αντιβαίνει στην τριμερή διάκριση των εξουσιών και στο κράτος δικαίου, καθώς και στην αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών. Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι οι «νομικές θέσεις» που προκρίνονται κατά τη σύσκεψη των δικαστών των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων δεν δεσμεύουν τα ιεραρχικώς ανώτερα δικαστήρια και ότι, σε πολλές περιπτώσεις, τα ανώτατα δικαστήρια έχουν υιοθετήσει, στο πλαίσιο της εξέτασης ένδικων μέσων που ασκούνται ενώπιόν τους, «νομικές θέσεις» διαφορετικές από εκείνες των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Visoki trgovački sud (εφετείο εμπορικών διαφορών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο έχει πανομοιότυπη διατύπωση στις υποθέσεις C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21:

«Συνάδει προς το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του [Χάρτη] κανόνας όπως αυτός που προβλέπεται στο δεύτερο σκέλος της πρώτης περιόδου και στη δεύτερη περίοδο του άρθρου 177, παράγραφος 3, του [κανονισμού διαδικασίας των δικαστηρίων], κατά τον οποίο, “[ε]νώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η υπόθεση θεωρείται περατωθείσα κατά την ημερομηνία αποστολής της απόφασης από το γραφείο του οικείου δικαστή, μετά την επιστροφή της υπόθεσης από την υπηρεσία καταχώρισης. Η υπηρεσία καταχώρισης υποχρεούται να επιστρέψει την υπόθεση στον δικαστή το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία παραλαβής του σχετικού φακέλου. Εν συνεχεία, η αποστολή της απόφασης πραγματοποιείται εντός νέας προθεσμίας οκτώ ημερών;”»

25      Επιπλέον, στην υπόθεση C‑727/21, το Visoki trgovački sud (εφετείο εμπορικών διαφορών) αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνάδει προς το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και προς το άρθρο 47 του [Χάρτη] το άρθρο 40, παράγραφος 2, του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων, το οποίο προβλέπει ότι “[η] νομική θέση που έγινε δεκτή κατά τη σύσκεψη του συνόλου των δικαστών ή τομέα του Vrhovni sud [Ανωτάτου Δικαστηρίου], του Visoki trgovački sud [εφετείου εμπορικών διαφορών], του Visoki upravni sud [διοικητικού εφετείου], του Visoki kazneni sud [ποινικού εφετείου], του Visoki prekršajni sud [εφετείου πλημμελημάτων] και κατά τη σύσκεψη τομέα του Županijski sud [επαρχιακού δικαστηρίου] δεσμεύει το σύνολο των δευτεροβάθμιων τμημάτων ή δικαστών του εν λόγω τομέα ή δικαστηρίου”;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

26      Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου και της 15ης Νοεμβρίου 2021, η εκδίκαση των υποθέσεων C‑554/21 και C‑622/21 ανεστάλη μέχρι την έκδοση απόφασης για την περάτωση της δίκης στην υπόθεση C‑361/21, PET-PROM.

27      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 2022, η εκδίκαση της υπόθεσης C‑727/21 ανεστάλη μέχρις ότου ληφθεί η απάντηση του αιτούντος δικαστηρίου στην υπόθεση C‑361/21, PET-PROM, σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας της κύριας δίκης στην τελευταία αυτή υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της υπόθεσης C‑727/21.

28      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Μαρτίου 2022, η διαδικασία συνεχίστηκε στις υποθέσεις C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, λαμβανομένου υπόψη ότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη της διαφοράς της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑361/21. Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της ίδιας ημέρας, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

29      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στο ίδιο το Δικαστήριο να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει αν έχει αρμοδιότητα ή αν είναι παραδεκτή η αίτηση που του έχει υποβληθεί [απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

30      Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί μόνο να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων οι οποίες του έχουν απονεμηθεί [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

31      Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο του 51, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, η διάταξη δε αυτή επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, πλην όμως όχι πέραν αυτών [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

32      Εν προκειμένω, όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 47 του Χάρτη, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι διαφορές των κύριων δικών αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή κανόνα του δικαίου της Ένωσης ο οποίος να τίθεται σε εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο.

33      Ως εκ τούτου, στις υπό κρίση υποθέσεις, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 47 του Χάρτη αυτό καθεαυτό.

34      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη καθιερώνουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, στα κράτη μέλη απόκειται να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων καθώς και διαδικασιών δυνάμενων να διασφαλίσουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο στους εν λόγω τομείς (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η διάταξη αυτή σκοπεί να διασφαλίσει την αποτελεσματική δικαστική προστασία στους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», ανεξαρτήτως της περιπτώσεως στην οποία τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο αυτό (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 29, και της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ τυγχάνει ιδίως εφαρμογής στην περίπτωση κάθε εθνικού οργάνου δυνάμενου να αποφαίνεται, ως δικαιοδοτικό όργανο, επί ζητημάτων απτομένων της ερμηνείας ή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και εμπιπτόντων, επομένως, σε τομείς που διέπονται από το δίκαιο αυτό (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο δύναται, πράγματι, να κληθεί να αποφανθεί επί ζητημάτων απτομένων της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και, ως «δικαστήριο», κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, εντάσσεται στο κροατικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, οπότε το δικαστήριο αυτό πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ στις υπό κρίση υποθέσεις.

 Επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

39      Κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με το οποίο το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν. Ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς [απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

40      Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ζητούμενη προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για να καταστεί δυνατή η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου «έκδοση της δικής του απόφασης» επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί [απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι οι τρεις αρμόδιοι δικαστικοί σχηματισμοί για τις υποθέσεις των κύριων δικών είναι αποδέκτες, στις υποθέσεις C‑554/21 και C‑622/21, οδηγιών εκ μέρους του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή και, στην υπόθεση C‑727/21, υπέχουν την υποχρέωση έκδοσης απόφασης σύμφωνης με «νομική θέση» της σύσκεψης του τομέα εμπορικών και λοιπών διαφορών του δικαστηρίου αυτού. Επισημαίνει δε ότι οι εν λόγω οδηγίες και η εν λόγω «νομική θέση» αφορούν το περιεχόμενο των αποφάσεων που έχουν ήδη ληφθεί από τους εν λόγω τρεις δικαστικούς σχηματισμούς και ότι η συμμόρφωση προς αυτές αποτελεί προϋπόθεση για την οριστική περάτωση των υποθέσεων των κύριων δικών καθώς και για την καταχώριση και την κοινοποίηση των αποφάσεων αυτών στους διαδίκους. Με τα δε προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ακριβώς να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι απαγορεύει «παρεμβάσεις» στη δικαιοδοτική δραστηριότητα δικαστικού σχηματισμού δικαστηρίου προερχόμενες από άλλα πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα στο δικαστήριο αυτό, όπως είναι οι επίμαχες στις κύριες δίκες παρεμβάσεις. Κατά συνέπεια, η απάντηση του Δικαστηρίου στα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα είναι αναγκαία προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να μπορέσει να περατώσει οριστικά τις τρεις υποθέσεις των κύριων δικών.

42      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτές.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

43      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι απαγορεύει να προβλέπει το εθνικό δίκαιο εσωτερικό μηχανισμό εθνικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον οποίο, αφενός, μια δικαστική απόφαση μπορεί να αποσταλεί στους διαδίκους προκειμένου να περατωθεί η οικεία υπόθεση μόνον αν ο αρμόδιος για την καταχώριση της απόφασης δικαστής, ο οποίος δεν αποτελεί μέλος του δικαστικού σχηματισμού που την εξέδωσε, εγκρίνει το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης και, αφετέρου, σύσκεψη τομέα του εν λόγω εθνικού δικαστηρίου έχει την αρμοδιότητα να διατυπώνει «νομικές θέσεις» δεσμευτικές για το σύνολο των τμημάτων ή δικαστών του εν λόγω δικαστηρίου.

44      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων της ίδρυσης, της σύνθεσης, των αρμοδιοτήτων και της λειτουργίας των εθνικών δικαστηρίων, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις, κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως από το άρθρο 19 ΣΕΕ [πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών) (C‑204/21, EU:C:2023:442, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

45      Συναφώς, η μνημονευόμενη στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει κατοχυρωθεί, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), στο οποίο αντιστοιχεί το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 219 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη για την ερμηνεία του ως άνω άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου– Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

46      Εξάλλου, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε εκείνα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτόν και των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, χωρίς αυτό να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης. Κατά τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Επομένως, στις υπό κρίση υποθέσεις το Δικαστήριο οφείλει να προβεί σε ερμηνεία η οποία να διασφαλίζει ένα επίπεδο προστασίας σύμφωνο με εκείνο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου– Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

47      Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, πρέπει να υπομνησθεί ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζει ότι τα όργανα τα οποία, ως «δικαστήρια» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων που αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και τα οποία, ως εκ τούτου, εντάσσονται στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ανεξαρτησία [απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου), C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

48      Ως εκ τούτου, κάθε εθνικό μέτρο ή πρακτική που αποσκοπεί στην αποφυγή ή στην άρση των αποκλίσεων στη νομολογία και στην κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφάλιση της εγγενούς στην αρχή του κράτους δικαίου ασφάλειας δικαίου πρέπει να είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

49      Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατά πρώτον, ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

50      Κατά πάγια νομολογία, η ως άνω απαίτηση περί ανεξαρτησίας περιλαμβάνει δύο πτυχές. Η πρώτη, εξωτερική πτυχή, προϋποθέτει ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 121].

51      Η δεύτερη πτυχή, εσωτερικής φύσεως, είναι παρεμφερής προς την έννοια της «αμεροληψίας» και συναρτάται προς την τήρηση ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Η πτυχή αυτή επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε συμφέροντος ως προς την επίλυση της διαφοράς πέραν της αυστηρής εφαρμογής των κανόνων δικαίου [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 122].

52      Οι εγγυήσεις αυτές περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οικείου οργάνου, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων [πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 123].

53      Συναφώς, επιβάλλεται οι δικαστές να προφυλάσσονται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους. Οι κανόνες οι οποίοι διέπουν το καθεστώς των δικαστών και την άσκηση του λειτουργήματός τους πρέπει, ειδικότερα, να καθιστούν δυνατό να αποκλεισθεί όχι μόνον οποιαδήποτε άμεση άσκηση επιρροής, υπό τη μορφή εντολών, αλλά και πιο έμμεσες μορφές ασκήσεως επιρροής δυνάμενες να κατευθύνουν τις αποφάσεις των οικείων δικαστών, και, ως εκ τούτου, να αποκλείουν το ενδεχόμενο να μη δίδουν οι εν λόγω δικαστές εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

54      Μολονότι η «εξωτερική» πτυχή της ανεξαρτησίας αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης ων εξουσιών που χαρακτηρίζει τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου, εντούτοις η πτυχή αυτή πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά επίσης την προστασία των δικαστών από αθέμιτη επιρροή προερχόμενη από το εσωτερικό του οικείου δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Δεκεμβρίου 2009, Parlov-Tkalčić κατά Κροατίας, CE:ECHR:2009:1222JUD002481006 § 86).

55      Κατά δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των άρρηκτων δεσμών που υφίστανται μεταξύ των εγγυήσεων ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστών καθώς και της πρόσβασης σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως [πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Krajowa Rada Sądownictwa (Παραμονή δικαστή σε ενεργό υπηρεσία), C‑718/21, EU:C:2023:1015, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ απαιτεί επίσης την ύπαρξη δικαστηρίου «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως». Η φράση αυτή, η οποία απηχεί, μεταξύ άλλων, την αρχή του κράτους δικαίου, αφορά όχι μόνον τη νομική βάση της ίδιας της υπάρξεως του οικείου δικαστηρίου, αλλά και τη σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού σε κάθε υπόθεση [πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής, C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II, EU:C:2020:232, σκέψη 73, καθώς και της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 73]. Η αρχή αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση λαμβάνει μόνος του την απόφαση που περατώνει τη δίκη.

56      Με τη χρήση της φράσης «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως» επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αφεθεί η οργάνωση του δικαστικού συστήματος στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας και να διασφαλισθεί ότι ο τομέας αυτός θα διέπεται από νόμο. Επιπλέον, σε χώρες όπου το δίκαιο αποτυπώνεται σε κώδικες, η οργάνωση του δικαστικού συστήματος δεν μπορεί να καταλείπεται ούτε στη διακριτική ευχέρεια των δικαστικών αρχών, στοιχείο το οποίο δεν αποκλείει, πάντως, την αναγνώριση σε αυτές ορισμένης εξουσίας ερμηνείας της σχετικής εθνικής νομοθεσίας [πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 168 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

57      Ένα «δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα» χαρακτηρίζεται από τον δικαιοδοτικό του ρόλο, ήτοι την επίλυση, βάσει κανόνων δικαίου και κατόπιν οργανωμένης διαδικασίας, κάθε ζητήματος που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του. Επομένως, πέραν της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των μελών του, οφείλει να πληροί και άλλες προϋποθέσεις, ειδικότερα δε την προϋπόθεση που αφορά τις εγγυήσεις που πρέπει να παρέχει η διαδικασία που ακολουθείται ενώπιόν του (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2000, Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου, CE:ECHR:2000:0622JUD003249296 § 99).

58      Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, κατά τρίτον, η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και για αποτελεσματική δικαστική προστασία [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2009, Επανεξέταση M κατά EMEA, C‑197/09 RX-II, EU:C:2009:804, σκέψη 59· της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 61· της 29ης Απριλίου 2021, Bank BPH, C‑19/20, EU:C:2021:341, σκέψη 92, καθώς και της 10ης Φεβρουαρίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Χρόνος παραγραφής), C‑219/20, EU:C:2022:89, σκέψη 46]. Η αρχή αυτή επιτάσσει, μεταξύ άλλων, να μπορούν οι διάδικοι να συζητήσουν κατ’ αντιμωλία επί του συνόλου των πραγματικών και νομικών στοιχείων που έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της διαδικασίας (αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 56, καθώς και της 17ης Δεκεμβρίου 2009, Επανεξέταση M κατά EMEA, C‑197/09 RX-II, EU:C:2009:804, σκέψη 41).

59      Επομένως, οι απαιτήσεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 47 έως 58 της παρούσας απόφασης προϋποθέτουν, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη διαφανών και γνωστών στους πολίτες κανόνων σχετικών με τη σύνθεση των δικαστικών σχηματισμών και ικανών να αποκλείσουν κάθε αθέμιτη παρέμβαση, στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων σχετικά με συγκεκριμένη υπόθεση, εκ μέρους προσώπων τα οποία βρίσκονται εκτός του δικαστικού σχηματισμού που είναι αρμόδιος για την υπόθεση αυτή και ενώπιον των οποίων οι διάδικοι δεν μπόρεσαν να προβάλουν τα επιχειρήματά τους.

60      Μολονότι, βεβαίως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εφαρμόσει το σύνολο των αρχών που μόλις υπομνήσθηκαν, εντούτοις, το Δικαστήριο δύναται, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα μπορούσαν να του είναι χρήσιμα για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

61      Όσον αφορά την επίμαχη στις κύριες δίκες παρέμβαση του αρμόδιου δικαστή για την καταχώριση, από τις δικογραφίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το άρθρο 177, παράγραφος 3, του κανονισμού διαδικασίας των δικαστηρίων δεν προβλέπει ότι ο δικαστής αυτός είναι αρμόδιος να ελέγχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο δικαστικής απόφασης και να εμποδίζει την επίσημη έκδοση και επίδοσή της στους διαδίκους, εφόσον δεν συμφωνεί με το περιεχόμενό της.

62      Από τις δικογραφίες αυτές προκύπτει επίσης ότι τέτοια αρμοδιότητα δεν προβλέπεται ούτε στον νόμο περί οργανώσεως των δικαστηρίων, ειδικότερα στο άρθρο 40, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, το οποίο αφορά τον δεσμευτικό χαρακτήρα των «νομικών θέσεων» των συσκέψεων τομέα.

63      Εντούτοις, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο και όπως καταδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά που χαρακτηρίζουν τις τρεις υποθέσεις των κύριων δικών, οι διατάξεις αυτές φαίνεται, στην πράξη, να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε ο ρόλος του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή να υπερβαίνει τη λειτουργία της καταχώρισης.

64      Πράγματι, μολονότι ο δικαστής αυτός δεν μπορεί να αντικαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση του δικαστικού σχηματισμού στον οποίο έχει ανατεθεί η οικεία υπόθεση, μπορεί, εν τοις πράγμασι, να εμποδίσει την καταχώριση της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης και, ως εκ τούτου, να παρακωλύσει την ολοκλήρωση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων και την κοινοποίηση της απόφασης αυτής στους διαδίκους, αναπέμποντας την υπόθεση στον δικαστικό αυτό σχηματισμό με σκοπό την επανεξέταση της εν λόγω απόφασης υπό το πρίσμα των νομικών παρατηρήσεων του εν λόγω δικαστή και, σε περίπτωση που εξακολουθεί να υφίσταται διαφωνία με τον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό, καλώντας τον πρόεδρο του οικείου τομέα να συγκαλέσει σύσκεψη τομέα προκειμένου αυτή να διατυπώσει «νομική θέση» η οποία θα είναι δεσμευτική, μεταξύ άλλων, για τον ίδιο δικαστικό σχηματισμό.

65      Μια τέτοια πρακτική έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή η παρέμβαση του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή στην οικεία υπόθεση, η παρέμβαση δε αυτή μπορεί να οδηγήσει στον εκ μέρους του εν λόγω δικαστή επηρεασμό της οριστικής λύσης που θα υιοθετηθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση.

66      Ωστόσο, πρώτον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 61 και 62 της παρούσας απόφασης, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση δεν φαίνεται να προβλέπει τέτοιου είδους παρέμβαση του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή.

67      Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή λαμβάνει χώρα αφού ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί η οικεία υπόθεση εκδώσει, κατόπιν των διασκέψεών του, τη δικαστική του απόφαση, τούτο δε μολονότι ο δικαστής αυτός δεν ανήκει στον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό και, ως εκ τούτου, δεν έχει μετάσχει στα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της εν λόγω απόφασης. Επομένως, ο εν λόγω δικαστής μπορεί να ασκήσει την επιρροή του στο περιεχόμενο δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται από δικαστικούς σχηματισμούς στους οποίους δεν ανήκει.

68      Τρίτον, η εξουσία παρέμβασης του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή δεν φαίνεται ούτε καν να οριοθετείται από σαφώς διατυπωμένα αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία να απηχούν ειδικό δικαιολογητικό λόγο και να είναι ικανά να αποτρέψουν την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Συνακόλουθα, στη διαφορά της κύριας δίκης από την οποία ανέκυψε η υπόθεση C‑554/21, ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής διαπίστωσε ότι η δικαστική απόφαση που του είχε υποβληθεί ήταν συνεπής με άλλη προγενέστερη απόφαση, αλλά όχι με δύο άλλες προγενέστερες αποφάσεις, και προέκρινε τη μία από τις δύο αποκλίνουσες νομικές λύσεις. Στη διαφορά της κύριας δίκης από την οποία ανέκυψε η υπόθεση C‑622/21, ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής δικαιολόγησε την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον του οικείου δικαστικού σχηματισμού επικαλούμενος την ύπαρξη αποφάσεων οι οποίες, μετά την έκδοση της επίμαχης στην κύρια δίκη απόφασης στην υπόθεση αυτή, προέκριναν την αντίθετη άποψη. Στη διαφορά της κύριας δίκης από την οποία ανέκυψε η υπόθεση C‑727/21, ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής, για τον λόγο ότι δεν συμμεριζόταν τη νομική άποψη που διατυπώθηκε με την επίμαχη στην κύρια δίκη απόφαση, ανέπεμψε την υπόθεση, χωρίς να μνημονεύσει οποιαδήποτε προηγούμενη απόφαση, στον οικείο δικαστικό σχηματισμό, ο οποίος είχε εντούτοις αναφερθεί, με τη δική του απόφαση, σε προγενέστερη απόφαση που είχε υιοθετήσει παρόμοια λύση.

69      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, μια πρακτική όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σύμφωνα με την οποία η δικαστική απόφαση που έχει εκδώσει ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί οριστικώς εκδοθείσα και να αποσταλεί στους διαδίκους μόνον εφόσον το περιεχόμενό της έχει εγκριθεί από αρμόδιο για την καταχώριση δικαστή ο οποίος δεν αποτελεί μέλος του δικαστικού αυτού σχηματισμού δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις οι οποίες είναι εγγενείς στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

70      Όσον αφορά την παρέμβαση σύσκεψης τομέα όπως η επίμαχη στις υποθέσεις της κύριας δίκης, από το γράμμα του άρθρου 40, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων προκύπτει ότι μπορεί να συγκληθεί σύσκεψη τομέα ή δικαστών ενός δικαστηρίου όταν, μεταξύ άλλων, υφίστανται ερμηνευτικές διαφορές μεταξύ τομέων, τμημάτων, ή δικαστών του δικαστηρίου αυτού επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή του νόμου και ότι, στη συνέχεια, η σύσκεψη αυτή διατυπώνει «νομική θέση» η οποία δεσμεύει το σύνολο των τμημάτων ή δικαστών του εν λόγω τομέα ή δικαστηρίου.

71      Επιπλέον, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι μια τέτοια σύσκεψη τομέα μπορεί να συγκαλείται από πρόεδρο τομέα κατόπιν αιτήσεως του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή όταν ο τελευταίος δεν συναινεί στην καταχώριση της δικαστικής απόφασης που του έχει διαβιβαστεί από τον δικαστικό σχηματισμό που είναι αρμόδιος για την οικεία υπόθεση, τουλάχιστον όταν ο δικαστικός αυτός σχηματισμός προτίθεται να εμμείνει στην απόφασή του αφού έχει προβεί στην επανεξέταση της απόφασης την οποία απαίτησε ο εν λόγω δικαστής.

72      Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις αυτές, στην εν λόγω σύσκεψη μπορούν να μετάσχουν όλοι οι δικαστές του οικείου τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δικαστών της έδρας στη συγκεκριμένη υπόθεση και του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν, όπως προκύπτει από τη δικογραφία της υπόθεσης C‑727/21, ο δικαστής ή οι δικαστές του οικείου δικαστικού σχηματισμού φαίνεται να μετείχαν στην επίμαχη σύσκεψη τομέα, η πλειοψηφία των δικαστών που μετείχαν στην εν λόγω σύσκεψη τομέα είναι άλλοι δικαστές, μέλη του οικείου δικαστηρίου, οι οποίοι όμως δεν ανήκουν στον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό. Επιπλέον, κατά το άρθρο 40, παράγραφος 3, του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων, «καθηγητές της νομικής σχολής, εξέχοντες επιστήμονες ή ειδικοί σε συγκεκριμένο τομέα του δικαίου», οι οποίοι είναι προσωπικότητες εκτός του οικείου δικαστηρίου, μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να μετέχουν σε τέτοια σύσκεψη τομέα και, επομένως, σε ένδικη διαδικασία.

73      Από τις εν λόγω διευκρινίσεις προκύπτει επίσης ότι δεν εναπόκειται στη σύσκεψη τομέα να αποφανθεί οριστικά επί της υπόθεσης που οδήγησε στην υποβολή του ζητήματος στην κρίση της ή να προτείνει συγκεκριμένη λύση στην υπόθεση αυτή. Εντούτοις, ακόμη και αν η «νομική θέση» της εν λόγω σύσκεψης τομέα είναι διατυπωμένη κατά τρόπο περισσότερο ή λιγότερο αφηρημένο και είναι δεσμευτική για όλους τους δικαστές, η εν λόγω σύσκεψη, προκειμένου να διατυπώσει τη νομική αυτή θέση, ερμηνεύει το δίκαιο υπό το πρίσμα συγκεκριμένων περιπτώσεων.

74      Κατά το άρθρο 40, παράγραφος 2, του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων, η «νομική θέση» που διατυπώνει σύσκεψη τομέα είναι δεσμευτική, μεταξύ άλλων, για τον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε τη δικαστική απόφαση στην υπόθεση που οδήγησε στην υποβολή του ζητήματος στην κρίση της σύσκεψης, αν η απόφαση αυτή δεν έχει ακόμη καταχωρισθεί ή αποσταλεί. Πράγματι, ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής, ο οποίος, στην πράξη, έχει ως αποστολή να μεριμνά για την τήρηση των «νομικών θέσεων» που υιοθετούνται από την οικεία σύσκεψη τομέα, θα μπορεί, συνακόλουθα, να αρνηθεί την καταχώριση της «νέας» δικαστικής απόφασης του ως άνω δικαστικού σχηματισμού, αν αυτή αποκλίνει από την εν λόγω «νομική θέση».

75      Χάρη στην παρέμβαση της σύσκεψης τομέα καθίσταται εκ των πραγμάτων εφικτό σε ένα σύνολο δικαστών που μετέχουν στην εν λόγω σύσκεψη τομέα να παρέμβουν στην οριστική επίλυση υπόθεσης η οποία έχει προηγουμένως τεθεί υπό διάσκεψη και κριθεί από τον αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό, χωρίς όμως η σχετική απόφαση να έχει ακόμη καταχωριστεί και αποσταλεί.

76      Πράγματι, η προοπτική να υποβληθεί η δικαστική απόφαση του δικαστικού αυτού σχηματισμού, σε περίπτωση που ο τελευταίος εμμείνει σε νομική άποψη αντίθετη προς εκείνη του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή, στον έλεγχο σύσκεψης τομέα, καθώς και η υποχρέωση του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού να συμμορφωθεί, παρά το γεγονός ότι οι διασκέψεις του έχουν ήδη ολοκληρωθεί, προς τη «νομική θέση» που έχει ενδεχομένως καθοριστεί από την εν λόγω σύσκεψη τομέα, μπορούν να επηρεάσουν το τελικό περιεχόμενο της συγκεκριμένης απόφασης.

77      Πλην όμως, πρώτον, δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εξουσία παρέμβασης της σύσκεψης τομέα οριοθετείται επαρκώς από αντικειμενικά κριτήρια εφαρμοζόμενα ως τέτοια. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 40, παράγραφος 1, του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων προβλέπει, βεβαίως, τη σύγκληση σύσκεψης τομέα «όταν διαπιστώνεται ότι υπάρχουν ερμηνευτικές διαφορές μεταξύ τομέων, τμημάτων ή δικαστών επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή του νόμου ή όταν τμήμα ή δικαστής του τομέα αποκλίνει από τη νομική θέση που έγινε προηγουμένως δεκτή», από την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑727/21 προκύπτει ότι η οικεία σύσκεψη τομέα συγκλήθηκε απλώς και μόνο για τον λόγο ότι ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής δεν συμμεριζόταν τη νομική άποψη του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού, χωρίς καν να έχει γίνει μνεία οποιασδήποτε απόφασης η οποία να αποτυπώνει απόκλιση της άποψης αυτής σε σχέση με προγενέστερες δικαστικές αποφάσεις.

78      Δεύτερον, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο στην υπόθεση C‑727/21 φαίνεται να προκύπτει ότι, όπως και η παρέμβαση του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή, η σύγκληση σύσκεψης τομέα και η εκ μέρους της σύσκεψης έκδοση «νομικής θέσης» δεσμευτικής, μεταξύ άλλων, για τον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση αυτή δεν γνωστοποιούνται στους διαδίκους σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο. Επομένως, οι εν λόγω διάδικοι δεν φαίνεται να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικονομικά δικαιώματά τους ενώπιον μιας τέτοιας σύσκεψης τομέα.

79      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει σε σύσκεψη τομέα εθνικού δικαστηρίου να υποχρεώσει, διά της έκδοσης «νομικής θέσης», τον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση να μεταβάλει το περιεχόμενο της προηγουμένως εκδοθείσας από αυτόν δικαστικής απόφασης, ενώ στην εν λόγω σύσκεψη τομέα μετέχουν και άλλοι δικαστές πλην των δικαστών του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού, καθώς και, ενδεχομένως, πρόσωπα εκτός του οικείου δικαστηρίου ενώπιον των οποίων οι διάδικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους, δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις οι οποίες είναι εγγενείς στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

80      Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι, προκειμένου να αποφευχθούν ή να αρθούν οι αποκλίσεις στη νομολογία και να διασφαλιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η εγγενής στην αρχή του κράτους δικαίου ασφάλεια δικαίου, ένας δικονομικός μηχανισμός ο οποίος επιτρέπει σε δικαστή εθνικού δικαστηρίου που δεν μετέχει στον αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό να παραπέμπει υπόθεση ενώπιον σχηματισμού διευρυμένης σύνθεσης του δικαστηρίου αυτού δεν αντιβαίνει στις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, υπό τον όρο ότι η υπόθεση δεν έχει ακόμη τεθεί υπό διάσκεψη από τον αρχικώς ορισθέντα δικαστικό σχηματισμό, ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί τέτοια παραπομπή καθορίζονται σαφώς στην εφαρμοστέα νομοθεσία και ότι η εν λόγω παραπομπή δεν στερεί από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία ενώπιον του εν λόγω διευρυμένης σύνθεσης σχηματισμού. Επιπλέον, ο αρχικώς ορισθείς δικαστικός σχηματισμός μπορεί πάντοτε να αποφασίσει την παραπομπή αυτή.

81      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι απαγορεύει να προβλέπει το εθνικό δίκαιο εσωτερικό μηχανισμό εθνικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον οποίο:

–        η δικαστική απόφαση που εκδίδει ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί μια υπόθεση μπορεί να αποσταλεί στους διαδίκους προκειμένου να περατωθεί η υπόθεση μόνον αν το περιεχόμενο της απόφασης έχει εγκριθεί από αρμόδιο για την καταχώρισή της δικαστή ο οποίος δεν αποτελεί μέλος του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού·

–        σύσκεψη τομέα του δικαστηρίου αυτού έχει την εξουσία να υποχρεώσει, διά της έκδοσης «νομικής θέσης», τον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση να μεταβάλει το περιεχόμενο της προηγουμένως εκδοθείσας από αυτόν δικαστικής απόφασης, ενώ στην εν λόγω σύσκεψη τομέα μετέχουν και άλλοι δικαστές πλην των δικαστών του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού, καθώς και, ενδεχομένως, πρόσωπα εκτός του οικείου δικαστηρίου ενώπιον των οποίων οι διάδικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

82      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ

έχει την έννοια ότι:

απαγορεύει να προβλέπει το εθνικό δίκαιο εσωτερικό μηχανισμό εθνικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον οποίο:

–        η δικαστική απόφαση που εκδίδει ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί μια υπόθεση μπορεί να αποσταλεί στους διαδίκους προκειμένου να περατωθεί η υπόθεση μόνον αν το περιεχόμενο της απόφασης έχει εγκριθεί από αρμόδιο για την καταχώρισή της δικαστή ο οποίος δεν αποτελεί μέλος του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού·

–        σύσκεψη τομέα του δικαστηρίου αυτού έχει την εξουσία να υποχρεώσει, διά της έκδοσης «νομικής θέσης», τον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση να μεταβάλει το περιεχόμενο της προηγουμένως εκδοθείσας από αυτόν δικαστικής απόφασης, ενώ στην εν λόγω σύσκεψη τομέα μετέχουν και άλλοι δικαστές πλην των δικαστών του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού, καθώς και, ενδεχομένως, πρόσωπα εκτός του οικείου δικαστηρίου ενώπιον των οποίων οι διάδικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους.

(υπογραφές)

*      Γλώσσα διαδικασίας: η κροατική.

ThanasisΔΕΕ Ανεξαρτησία δικαστών