Απόφαση 1996/2016

ΣΕ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την εξής σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Ιωάννης Σαρμάς, Σωτηρία Ντούνη, Ευφροσύνη Κραμποβίτη και Ευάγγελος Νταής, Αντιπρόεδροι, Γεώργιος Βοΐλης, Γεωργία Μαραγκού, Μαρία Αθανασοπούλου, Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Θεολογία Γναρδέλλη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Δέσποινα Τζούμα και Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Σύμβουλοι. Επίσης μετείχαν οι Σύμβουλοι Χριστίνα Ρασσιά, Βιργινία Σκεύη, Αγγελική Μαυρουδή, Αγγελική Πανουτσακοπούλου και Δημήτριος Τσακανίκας ως αναπληρωματικά μέλη. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου.

Διονύσιος Λασκαράτος, Γενικός Επίτροπος Επικρατείας.

Για  να δικάσει την από 11 Δεκεμβρίου 2012 αίτηση:

του Θεολόγου Καγιογλίδη του Σάββα, κατοίκου Τσακών Αλμωπίας             Ν. Πέλλας, ο οποίος παρέστη μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Φωτεινής Φουρνατζοπούλου-Παυλάτου (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 18402).

 

Κ α τ ά  του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που παρέστη με τον Νικόλαο Καραγιώργη Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή, ο αιτών επιδιώκει την αναίρεση της 3200/2011 απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Την πληρεξούσια του αναιρεσείοντος, η οποία ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.

Τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και

Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος ανέπτυξε την από 2.4.2014 γνώμη του και πρότεινε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου με παρόντα τα τακτικά μέλη που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Πρόεδρο Ιωάννη Καραβοκύρη και τους Αντιπροέδρους Ευφροσύνη Κραμποβίτη και Ευάγγελο Νταή που αποχώρησαν από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας. Οι Αντιπρόεδροι Ιωάννης Σαρμάς και Σωτηρία Ντούνη  και οι Σύμβουλοι  Γεώργιος Βοΐλης και Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη απουσίασαν λόγω κωλύματος. Για τη νόμιμη συγκρότηση της Ελάσσονος Ολομέλειας, στη διάσκεψη μετείχαν επίσης οι Σύμβουλοι Χριστίνα Ρασσιά, Βιργινία Σκεύη, Αγγελική Μαυρουδή, Αγγελική Πανουτσακοπούλου και Δημήτριος Τσακανίκας (αναπληρωματικά μέλη).

 

 

Άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Ευφροσύνης Παπαθεοδώρου  και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το νόμο

  1. Για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το 3227387 έντυπο παραβόλου, σειράς Α΄).
  2. Με την αίτηση αυτή, όπως αναπτύσσεται με το από 7.4.2014 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 3200/2011 απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, πρώην Αστυνομικού της ΕΛ.ΑΣ., κατά της 5486/2009 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους περί κανονισμού σύνταξης σε αυτόν, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 περ. ε΄ και 45 παρ. 5 του π.δ/τος 169/2007, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε, από 1.1.2008, με την παράγραφο 8α του άρθρου 4 του ν. 3620/2007, οι οποίες αφορούν όσους εξήλθαν από την υπηρεσία για τραύμα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας αυτής, αντί των διατάξεων του άρθρου 34 παρ. 17 του ως άνω π.δ/τος, στο οποίο έχει κωδικοποιηθεί το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1977/1991, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 1 περ. δ΄ του ν. 3234/2004, άλλως του άρθρου 45 παρ. 4 του ιδίου π.δ/τος, οι οποίες αφορούν όσους κατέστησαν ανίκανοι για εργασία κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο ή από απρόοπτο συμβάν, αντίστοιχα.
  3. Ήδη, με την υπό κρίση αίτηση, ο αναιρεσείων επιδιώκει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλοντας ως λόγους αναίρεσης: α) εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την επίδικη υπόθεση και β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με την ειδικότερη αιτίαση της πλημμελούς και ανεπαρκούς αιτιολογίας.
  4. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007, Α΄ 210) ορίζει, στο άρθρο 26, ότι: «1. Ο μόνιμος στρατιωτικός δικαιούται σύνταξη: α) (…) ε) Αν απομακρυνθεί οπωσδήποτε από τις τάξεις γιατί έγινε σωματικά ή διανοητικά ανίκανος από τραύμα ή νόσημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας. (…)» και, στο άρθρο 45, ότι: «1. Γι’ αυτούς που εξέρχονται από την υπηρεσία για νόσο ή τραύμα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας, η σύνταξη κανονίζεται με βάση το ποσοστό ανικανότητάς τους και το συντάξιμο μηνιαίο μισθό που καθορίζεται στο (…) άρθρο 34. (…) 4. Η σύνταξη που κανονίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους στρατιωτικούς γενικά, οι οποίοι τραυματίζονται στην υπηρεσία και απομακρύνονται από αυτή για το λόγο τούτο (…) προσαυξάνεται κατά 20%. Ως παθόντες με την έννοια του προηγούμενου εδαφίου θεωρούνται εκείνοι που τραυματίστηκαν (…) σε υπηρεσία η οποία συνεπάγεται επαυξημένο κίνδυνο ή από απρόοπτο συμβάν. (…)». Εξάλλου, στην παρ. 5 του ιδίου ως άνω άρθρου 45 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007), όπως αυτή αντικαταστάθηκε, από 1.1.2008, με την παρ. 8α του άρθρου 4 του ν. 3620/2007 (Α΄ 276), ορίζεται ότι: «Η σύνταξη που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του άρθρου στους μόνιμους και έφεδρους αξιωματικούς, ανθυπασπιστές, υπαξιωματικούς και οπλίτες του στρατεύματος και σε όσους αντιστοιχούν με αυτούς, οι οποίοι εξέρχονται από την υπηρεσία για τραύμα ή νόσημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας τους (…) δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το 90% α) αν πρόκειται για τους παθόντες, της μηνιαίας σύνταξης που ανήκει σε ομοιόβαθμο στρατιωτικό ο οποίος έχει υποστεί την ίδια ανικανότητα εξαιτίας της υπηρεσίας του σε πόλεμο και β) (…)». Τέλος, στο άρθρο 34 παρ. 17 του ιδίου ως άνω Κώδικα, στο οποίο έχει κωδικοποιηθεί το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1977/1991 «Προστασία παθόντων από βίαιο συμβάν και θυμάτων τρομοκρατών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 185), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. δ΄ του ν. 3234/2004 (Α΄ 52), ορίζεται ότι: «Για τον κανονισμό της σύνταξης του στρατιωτικού, ο οποίος κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία και δεν μετατάσσεται για την αιτία αυτή σε ειδικές καταστάσεις διαθεσιμότητας, αποστρατείας ή υπηρεσίας γραφείου, λαμβάνονται υπόψη οι συντάξιμες αποδοχές του καταληκτικού βαθμού, στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του παθήματος και αντιστοιχούν σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία. Ο βαθμός αυτός σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανώτερος του βαθμού Αντιστρατήγου προκειμένου περί ανθυπολοχαγών, υπολοχαγών, λοχαγών, ταγματαρχών, αντισυνταγματαρχών και συνταγματαρχών και των αντίστοιχων προς αυτούς. (…)».
  5. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, εφόσον κριθεί ότι ο στρατιωτικός κατέστη πλήρως ανίκανος για εργασία κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο, δικαιούται της σύνταξης που καθορίζεται με το άρθρο 34 παρ. 17 του π.δ/τος 169/2007. Εξάλλου, ως υπηρεσία, η οποία συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο, νοείται αυτή, η οποία, κατά τη φύση της, υπό το σύνολο των αντικειμενικών συνθηκών που τη συνοδεύουν και ανεξάρτητα από απρόοπτα συμβάντα, ενέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση αυξημένες πιθανότητες επέλευσης κινδύνου για τη ζωή, την υγεία ή τη σωματική ακεραιότητα όσων την εκτελούν, με τον οποίο κίνδυνο είναι άρρηκτα συνυφασμένη, χωρίς να είναι δυνατή η εκ των προτέρων λήψη αποτελεσματικών μέτρων ασφαλείας ή προστασίας έναντι του κινδύνου αυτού (βλ. Ολομ. Ελ.Συν. 127/1999, 1439/2001, 1116/2003, 2157/2006, 2221/2014). Με την ανωτέρω διάταξη θεσπίζεται ειδική ευνοϊκή συνταξιοδοτική μεταχείριση των στρατιωτικών, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι υπηρετούντες στην Ελληνική Αστυνομία (βλ. άρθρο 25 παρ. 2, 3 και 5 του π.δ/τος 169/2007), που παθαίνουν υπό ορισμένες εξαιρετικές συνθήκες ή έκτακτες περιστάσεις, οι οποίες επιτείνουν τον συνήθη κίνδυνο και όχι απλώς εξαιτίας της υπηρεσίας, υπό κανονικές περιστάσεις εκτέλεσης αυτής (βλ. Ολομ. Ελ.Συν. 1439/2001, 1116/2003). Συναφώς, στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής εμπίπτουν ιπτάμενοι, εργαζόμενοι σε στρώση ναρκοπεδίων ή εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών ή ασχολούμενοι με την κατάσβεση πυρκαϊών κ.λπ. (βλ. ενδεικτική αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του ν. 1977/1991, άρθρο 1 παρ. 2), καθώς και όσοι παθαίνουν υπό παρόμοιες με αυτούς συνθήκες (βλ. Ολομ. Ελ.Συν. 1439/2001). Τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού επικινδυνότητας της εκτελούμενης υπηρεσίας, ορώμενου είτε γενικά και αφηρημένα (in abstracto), όπως στην περίπτωση των ανωτέρω ενδεικτικά αναφερόμενων ειδικοτήτων, ως προς τις οποίες ο νομοθέτης του ν. 1977/1991, με τον οποίο θεσπίστηκε το πρώτον η ειδική αυτή συνταξιοδοτική μεταχείριση, θεώρησε a priori ότι ενέχουν αυξημένες πιθανότητες επέλευσης κινδύνου, είτε ενόψει των ειδικότερων περιστάσεων που συνοδεύουν και μία συνήθη ακόμη υπηρεσία, δυνάμενες να καταστήσουν αυτήν ιδιαίτερα επικίνδυνη στη συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto), ήτοι ενέχουσα πρόσθετο, πέραν του προβλεπόμενου κατά την κοινή πείρα, κίνδυνο (βλ. Ολομ. Ελ.Συν. 1116/2003) και, μάλιστα, τέτοιας έντασης, που να δύναται να συγκριθεί με εκείνη των προαναφερόμενων υπηρεσιών αυξημένου κινδύνου. Σε αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα και με την αρχή της στενής ερμηνείας των διατάξεων που θεσπίζουν ειδική εξαιρετική συνταξιοδοτική μεταχείριση (πρβλ. Ολομ. Ελ.Συν. 1289/2002, 1308/2003, 680/2005, 1553/2006, 1690/2009, 1809/2014), εφόσον η εκτελούμενη υπηρεσία δεν είναι ανάλογου, σε σχέση με τις ανωτέρω κατηγορίες, βαθμού επικινδυνότητας, η ως άνω ειδική διάταξη δεν δύναται να τύχει εφαρμογής. Περαιτέρω, ως «απρόοπτο συμβάν», η επέλευση του οποίου συνεπάγεται την προσαύξηση της σύνταξης του παθόντος εξαιτίας της υπηρεσίας στρατιωτικού κατά 20%, θεωρείται εξωτερικό γεγονός έκτακτο και απρόβλεπτο, κατά την κοινή πείρα, ώστε να μη μπορεί να αποτραπεί με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας, μη συνδεόμενο δε προς τη φύση της υπηρεσίας, ούτε δυνάμενο να χαρακτηριστεί ως πιθανό αποτέλεσμα της υπηρεσίας αυτής (βλ. Ολομ. Ελ.Συν. 1158/1981, 356/1988, 726/1990, 39, 241/1992, 81/1996, 1313/2003).
  6. Στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της, δεκτά τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων κατετάγη στη Χωροφυλακή, ως δόκιμος Χωροφύλακας, με διετή θητεία από την έξοδό του από τη Σχολή στις 5.10.1984 και από 7.2.1985 εντάχθηκε στο αστυνομικό προσωπικό του (τότε) Υπουργείου Δημόσιας Τάξης με το βαθμό του δόκιμου Αστυφύλακα, όπου και υπηρέτησε έκτοτε συνεχώς. Στις 27.1.2005 και ώρα 7:30 π.μ., όπως προκύπτει από το από 18.3.2005 πόρισμα της από ένορκης διοικητικής εξέτασης που διενεργήθηκε από τον Υπαστυνόμο Β’ του Αστυνομικού Τμήματος Έδεσσας, Χρυσοβαλάντη – Αντώνιο Κυτούδη, ο αναιρεσείων αναχώρησε από την ευρισκόμενη στους Τσάκους Νομού Πέλλας οικία του, προκειμένου να μεταβεί στο Αστυνομικό Τμήμα Έδεσσας, όπου υπηρετούσε, για ν’ αναλάβει διατεταγμένη υπηρεσία. Κινούμενος με το Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητό του επί της επαρχιακής οδού Έδεσσας – Αριδαίας, με κατεύθυνση προς Έδεσσα, στο 9ο χιλιόμετρο αυτής και σε σημείο που βρίσκεται μετά από δεξιά στροφή του δρόμου, περί ώρα 7:50 π.μ., διαπίστωσε ότι, εξαιτίας της ολισθηρότητας του οδοστρώματος λόγω πάγου, ένα Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο είχε εκτραπεί της πορείας του και επρόκειτο να πέσει σε χαράδρα ευρισκόμενη στο αριστερό άκρο του οδοστρώματος, οπότε και σταμάτησε το αυτοκίνητό του σε απόσταση 15 με 20 μέτρα από το σημείο εκείνο, εκτός του οδοστρώματος σε (χωμάτινο) έρεισμα που υπήρχε στο δεξιό άκρο της ως άνω επαρχιακής οδού, προκειμένου να παράσχει βοήθεια στον οδηγό του εκτραπέντος αυτοκινήτου. Σημειωτέον ότι, εκτός του προαναφερόμενου αυτοκινήτου, στο ίδιο σημείο είχε εκτραπεί της πορείας του, λόγω ολισθηρότητας του οδοστρώματος εξαιτίας πάγου, και το Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο της συναδέρφου του αναιρεσείοντος Σταυρούλας Φράγκου, Αστυνομικού, η οποία επίσης μετέβαινε στο Αστυνομικό Τμήμα Έδεσσας για την ανάληψη διατεταγμένης υπηρεσίας (βλ. από 16.2.2005 έκθεση ένορκης εξέτασης αυτής). Ενόσω ο εκκαλών βρισκόταν στην πίσω αριστερή γωνία του σταθμευμένου οχήματός του, στο δεξιό χωμάτινο εκτός οδοστρώματος έρεισμα, προσέκρουσε, λόγω έλλειψης της δέουσας προσοχής του οδηγού και της ολισθηρότητας του οδοστρώματος συνεπεία πάγου, στο πίσω αριστερό μέρος του οχήματός του διερχόμενο Φ.Ι.Χ., που οδηγούσε ο Πέτρος Σοφτσής του Διαμαντή, με αποτέλεσμα ο αναιρεσείων να παρασυρθεί και να τραυματιστεί. Αμέσως μετά το ατύχημα, ο αναιρεσείων μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Έδεσσας, όπου διαγνώστηκε ότι φέρει κάταγμα ηβοϊσχιακού κλάδου, κάταγμα έξω κνημιαίου plateaux και ρήξη του έσω πλαγίου συνδέσμου, και αφού υπεβλήθη σε χειρουργική αποκατάσταση και οστεοσύνθεση νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο επί 43 ημέρες, ενώ έλαβε και αναρρωτική άδεια τριών μηνών από την έξοδό του από το Νοσοκομείο. Στη συνέχεια και κατόπιν χορήγησης σ’ αυτόν διαδοχικών αναρρωτικών αδειών (βλ. και 2034/27.9.2005, 9/3.1.2006, 1123/9.5.2006, 2022/12.10.2006 και 636/17.4.2007 σχετικές γνωματεύσεις της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής της ΕΛ.ΑΣ), με τη 237288/9/2 – ιθ/17.1.2008 απόφαση του Προϊσταμένου Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ), ο αναιρεσείων -ο οποίος με τη 237288/9/2 – ιστ/18.12.2007 όμοια απόφαση προήχθη στο βαθμό του Ανθυπαστυνόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν.δ. 974/1971- τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία λόγω σωματικής ανικανότητας, σύμφωνα και με τη 1849/23.10.2007 γνωμάτευση της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής (Α.Υ.Ε) της ΕΛ.ΑΣ., η οποία, αφού διαπίστωσε ότι αυτός παρουσιάζει κατάγματα κνημιαίων κονδύλων αριστερού γόνατος, χειρουργηθέντος (τον Ιανουάριο του 2005), με συνοδό ρήξη έσω πλαγίου συνδέσμου, πωρωθέν, με μόνιμες ουσιώδεις λειτουργικές διαταραχές (ύδραρθρο – δυσκαμψία – αστάθεια – ατροφία τετρακεφάλου) και στοιχεία μετατραυματικής αρθρίτιδας συστοίχου γόνατος, απεφάνθη ότι η πάθησή του είναι μη δεκτική ίασης (ανίατη) και, ότι, επομένως, αυτός είναι ανίκανος για την ενεργό υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ., καθώς και για υπηρεσία γραφείου, και, συνεπώς, αποστρατευτέος. Ακολούθως, με τη 17210/2008 πράξη της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. κανονίστηκε σ’ αυτόν σύνταξη με βάση το βασικό μισθό βαθμού Αστυνόμου Β’ και συνολική συντάξιμη πραγματική υπηρεσία από έτη 30 μήνα 1 και ημέρες 26 (εκ της οποίας πραγματική υπηρεσία από έτη 25-01-06), σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις περί κανονισμού σύνταξης του π.δ/τος 169/2007 και παραπέμφθηκε ο φάκελός του στην Ανώτατη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή (Α.Σ.Υ.Ε.), προκειμένου να γνωματεύσει, σύμφωνα με το άρθρο 54 του προαναφερόμενου π.δ/τος, για το ποσοστό ανικανότητάς του κατά το χρόνο απομάκρυνσής του από την ΕΛ.ΑΣ. και εντός εξαμήνου από αυτήν. Εξάλλου, και ο ίδιος ο αναιρεσείων, με την από 11.3.2008 (αριθμ. πρωτ. 237288/8/4/3.4.2008) αίτησή του προς το Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας, ζήτησε να τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 51 του π.δ/τος 169/2007 (διαδικασία αναγνώρισης σύνταξης παθόντος), καθόσον η πάθησή του οφείλεται στην Υπηρεσία και ένεκα αυτής, ενώ, με το 237288/8/4 – α/7.4.2008 έγγραφο του Διευθυντή Οικονομικών του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., παραπέμφθηκε ο φάκελός του στην Αστυνομική Διεύθυνση Πέλλας, προκειμένου να διεξαχθεί ανάκριση για την εξακρίβωση των περιστάσεων του παθήματος, της σχέσης του με την υπηρεσία και του χρόνου που εκδηλώθηκαν οι συνέπειές του για πρώτη φορά και, ειδικότερα, να εξεταστεί αν το πάθημά του επήλθε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του και αν η υπηρεσία που εκτελούσε συνεπαγόταν αυξημένο κίνδυνο ή απρόοπτο συμβάν, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ/τος 169/2007, σε συνδυασμό με αυτές του ν.1977/1991 και του ν. 3234/2004. Στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής ανάκρισης που διενεργήθηκε από αξιωματικό του Αστυνομικού Τμήματος Αριδαίας, εκδόθηκε το από 27.6.2008 πόρισμα, σύμφωνα με το οποίο: «α. Ο τραυματισμός του … έλαβε χώρα την 07.50 ώρα της 27.1.2005 στο 9ο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού Έδεσσας – Αριδαίας, συνεπεία τροχαίου ατυχήματος. β. Κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν στην ενεργό υπηρεσία και κατά συνέπεια έπαθε εν υπηρεσία. γ. Κατά το χρόνο του ατυχήματος, εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία, καθόσον μετέβαινε από την οικία του στην Υπηρεσία … για ανάληψη διατεταγμένης υπηρεσίας … . Επομένως, ο τραυματισμός του έλαβε χώρα σε διατεταγμένη υπηρεσία. δ. Μεταξύ της διατεταγμένης υπηρεσίας, που μετέβαινε να εκτελέσει και του επενεχθέντος τραυματισμού του υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, … .ε. Ο τραυματισμός του δεν οφείλεται σε βαρύ πταίσμα του ιδίου, αφού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, κατέβαλε την επιμέλεια του συνετού οδηγού-πεζού και ευσυνείδητου ανθρώπου, που αξιώνει ο νόμος στον κύκλο της υπηρεσιακής του δραστηριότητας. στ. … ο σοβαρός τραυματισμός του οφείλεται σε απρόοπτο συμβάν, αφού το τροχαίο ατύχημα δεν μπορούσε να προβλεφθεί, έχοντας λάβει … όλα τα επιβαλλόμενα για το μέσο οδηγό-πεζό μέτρα συνετούς οδήγησης, μη δυνάμενος άλλως να αποτρέψει αυτό. Επίσης ο σοβαρός τραυματισμός του, δεν οφείλεται σε τρομοκρατική ενέργεια» και προτάθηκε να του απονεμηθεί μηνιαία σύνταξη, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ/τος 169/2007, σε συνδυασμό με αυτές του ν.1977/1991 και του ν.3234/2004. Στη συνέχεια, η Α.Σ.Υ.Ε., με την 2656/2.9.2008 γνωμάτευσή της, ύστερα και από τη 1587/28.8.2008 γνωμάτευση της Α.Υ.Ε. της ΕΛ.ΑΣ. και την αυτοπρόσωπη εξέταση του αναιρεσείοντος, αφού διαπίστωσε ότι αυτός παρουσιάζει: «1. Παλαιό κάταγμα άνω άκρου αριστερής κνήμης, πωρωθέν, σε γωνιώδη παρέκκλιση του μηχανικού άξονα, σε βλαισότητα, με σοβαρή δυσχέρεια στη βάδιση και λειτουργικές διαταραχές (έλλειμμα κάμψης–30°, έλλειμμα έκτασης-30°) και 2. Σύνδρομο διαταραχής, μετά από έκθεση σε έντονο ψυχοτραυματικό γεγονός (νεύρωση), που επηρεάζει τη λειτουργικότητά του», απεφάνθη ότι οι παθήσεις του είναι «απότοκες τραυματισμού του που επήλθε την 27.1.2005, λόγω τροχαίου ατυχήματος, με τις συνθήκες που περιγράφονται στα προανακριτικά έγγραφα της αλληλογραφίας, συνέβη ενώ αυτός τελούσε σε υπηρεσία, σε διατεταγμένη υπηρεσία και πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας, διότι η εμπλοκή του στο τροχαίο ατύχημα και ο εξ αυτού τραυματισμός του είναι αποτέλεσμα της υπηρεσιακής του ιδιότητας. Το ποσοστό ανικανότητας του ανωτέρω από τις παραπάνω παθήσεις – βλάβες, ήταν κατά το χρόνο της απόλυσής του (24.1.2008), καθώς και σε ένα εξάμηνο από αυτόν, από την πρώτη βλάβη ΠΕΝΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΤΟΙΣ ΕΚΑΤΟ (55%) (…) και από τη δεύτερη πάθηση ΤΡΙΑΝΤΑ ΤΟΙΣ ΕΚΑΤΟ (30%) (…)». Ακολούθως, με την 5486/23.2.2009 πράξη της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. χορηγήθηκε αυξημένη σύνταξη στον αναιρεσείοντα, πληρωτέα από 8.5.2007, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 περ.ε’ και 45 παρ. 5 του π.δ/τος 169/2007 για όσους εξήλθαν από την υπηρεσία για τραύμα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας και του χορηγήθηκε μαζί με τη σύνταξη και μηνιαίο, προσωπικό και αμεταβίβαστο επίδομα ανικανότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 παρ. 1 και 3 του ίδιου ως άνω π.δ/τος, ενώ, παράλληλα, τοιουτοτρόπως, δεν έγινε δεκτό από την ανωτέρω Διεύθυνση ότι η σύνταξή του έπρεπε να επανακανονισθεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. δ’ του ν. 3234/2004 για τον κανονισμό σύνταξης στρατιωτικού, ο οποίος κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία.

 

  1. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το δικάσαν Τμήμα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της ως άνω 5486/23.2.2009 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., με την οποία (έφεση) ζητούσε να του κανονισθεί σύνταξη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 34 παρ. 17 του π.δ/τος 169/2007, που αφορά στους παθόντες κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο, άλλως να προσαυξηθεί η χορηγηθείσα σε αυτόν σύνταξη κατά 20%, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 45 παρ. 4 του π.δ/τος 169/2007, που αφορά στους παθόντες από απρόοπτο συμβάν. Η έφεση δε του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι ο τραυματισμός του προήλθε μεν πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας, όχι όμως και κατά τη διάρκεια υπηρεσίας συνεπαγόμενης αυξημένο κίνδυνο, καθόσον η παροχή βοήθειας, λόγω της υπηρεσιακής του ιδιότητας, σε εκτραπέν του οδοστρώματος της επαρχιακής οδού όχημα, δεν αποτελεί, κατά την έννοια του νόμου, υπηρεσία που ενέχει από τη φύση της αυξημένο κίνδυνο για τη ζωή, την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα αυτού. Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι το ως άνω τροχαίο ατύχημα, το οποίο προκάλεσε τον τραυματισμό του και τη συνεπεία αυτού αποστρατεία του (αφού κρίθηκε ως ανίκανος προς εργασία) και συνέβη υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες συνθήκες, δεν αποτελεί «απρόοπτο συμβάν», ήτοι εξωτερικό, απρόβλεπτο και έκτακτο γεγονός, εφόσον τούτο κατά τους κανόνες της κοινής πείρας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πιθανό και προβλεπτό, δυνάμενο να αποφευχθεί, με μέτρα άκρας (και όχι απλώς συνήθους) επιμέλειας. Και τούτο, διότι το ατύχημα, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του, συνέβη σε σημείο (μετά από δεξιά στροφή του δρόμου και ενώ ο ίδιος στεκόταν στο πίσω αριστερό, προς την πλευρά του δρόμου, μέρος του Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτου του), όπου ήδη είχαν εκτραπεί της πορείας τους δύο Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητα -λόγος για τον οποίο άλλωστε και ο ίδιος ο αναιρεσείων σταμάτησε το όχημά του για να βοηθήσει- εξαιτίας των επικρατουσών την ημέρα εκείνη (27.1.2005) καιρικών συνθηκών, ήτοι εξαιτίας της ολισθηρότητας του οδοστρώματος λόγω πάγου, με αποτέλεσμα να μπορεί να χαρακτηριστεί ως πιθανό και προβλεπτό αποτέλεσμα η εκτροπή από την πορεία τους στο σημείο εκείνο και άλλων οχημάτων κινούμενων επί της ίδιας επαρχιακής οδού. Επομένως, ορθώς, κατά την κρίση του Τμήματος, με την ως άνω πράξη της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. κανονίστηκε σύνταξη στον αναιρεσείοντα, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις περί παθόντων εξαιτίας της υπηρεσίας του π.δ/τους 169/2007, ήτοι τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 περ. ε’, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 45 παρ. 5 του ιδίου π.δ/τος, όπως η παράγραφος αυτή έχει αντικατασταθεί, από 1.1.2008, με την παράγραφο 8α του άρθρου 4 του ν. 3620/2007.
  2. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν έσφαλε το δικάσαν Τμήμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της διέπουσας την επίδικη υπόθεση διάταξης του άρθρου 34 παρ. 17 του π.δ/τος 169/2007, ο δε περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο, καθόσον η παροχή βοήθειας, λόγω της υπηρεσιακής ιδιότητας του αναιρεσείοντος, σε εκτραπέν του οδοστρώματος της επαρχιακής οδού όχημα, έστω και υπό συνθήκες παγετού, όπως εν προκειμένω, που απαιτούν ενδεχομένως τη λήψη πρόσθετων μέτρων ασφαλείας, συνιστά υπηρεσία συνηθισμένη στις επαρχιακές οδούς της Βόρειας Ελλάδας κατά τους χειμερινούς μήνες, η οποία δεν ενέχει από τη φύση της πρόσθετο, πέραν του συνήθους, κίνδυνο, τέτοιας έντασης που να δύναται να συγκριθεί με εκείνη των υπηρεσιών αυξημένου κινδύνου που ενδεικτικά αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας. Συναφώς, αβασίμως ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Τμήμα προέβη σε συσταλτική ερμηνεία της επίμαχης διάταξης, περιορίζοντας το πεδίο εφαρμογής της σε ελάχιστες κατηγορίες στρατιωτικών με ειδικότητες αντικειμενικά (in abstracto) επικίνδυνες, καθόσον η αναφορά των συγκεκριμένων ειδικοτήτων στη μείζονα σκέψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ενδεικτική (βλ. και Ολομ. Ελ.Συν. 2221/2014). Τούτο δε, υπό την έννοια ότι η εν λόγω διάταξη, όπως ήδη έγινε δεκτό, τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις στρατιωτικών που έπαθαν εξαιτίας της υπηρεσίας υπό συνθήκες παρόμοιες, ήτοι ανάλογου βαθμού επικινδυνότητας, με εκείνες των στρατιωτικών των προαναφερόμενων κατηγοριών, προϋπόθεση που, κατά τα ως άνω κριθέντα, δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.
  3. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη που κράτησε στο Δικαστήριο, το δικάσαν Τμήμα δεν έσφαλε ούτε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της διέπουσας την επίδικη υπόθεση διάταξης του άρθρου 45 παρ. 4 του π.δ/τος 169/2007, ο δε περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο, καθόσον, όπως ορθώς έκρινε το Τμήμα, το ως άνω τροχαίο ατύχημα, το οποίο προκάλεσε τον τραυματισμό του αναιρεσείοντος και συνέβη υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες συνθήκες, δεν αποτελεί «απρόοπτο συμβάν», ήτοι εξωτερικό, απρόβλεπτο και έκτακτο γεγονός, διότι συνέβη σε σημείο (μετά από δεξιά στροφή του δρόμου και ενώ ο ίδιος στεκόταν στο πίσω αριστερό, προς την πλευρά του δρόμου, μέρος του Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτου του), όπου ήδη είχαν εκτραπεί της πορείας τους δύο Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητα, εξαιτίας της ολισθηρότητας του οδοστρώματος λόγω πάγου, με αποτέλεσμα να μπορεί, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, να χαρακτηριστεί ως πιθανό και προβλέψιμο αποτέλεσμα η εκτροπή από την πορεία τους στο σημείο εκείνο και άλλων οχημάτων κινούμενων επί της ιδίας επαρχιακής οδού και, ως εκ τούτου, δυνάμενο να αποφευχθεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Δέσποινας Καββαδία – Κωνσταντάρα, Θεολογίας Γναρδέλλη, Δέσποινας Τζούμα, Ευφροσύνης Παπαθεοδώρου, Αγγελικής Μαυρουδή και Αγγελικής Πανουτσακοπούλου που μειοψήφησαν, το ως άνω τροχαίο ατύχημα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «απρόοπτο συμβάν», καθόσον προκλήθηκε από εξωτερικό γεγονός, το οποίο δεν συνδέεται με πράξεις ή παραλείψεις του τραυματισθέντος (αναιρεσείοντος) κατά την εκτέλεση του υπηρεσιακού του καθήκοντος, αφού έχει ως γενεσιουργό αιτία τις μη προβλέψιμες πράξεις τρίτου προσώπου, του οδηγού του φορτηγού που το προκάλεσε. Ο αναιρεσείων δεν θα μπορούσε να προβλέψει το ατύχημα και περαιτέρω να το αποτρέψει, έστω και αν επεδείκνυε αυξημένη επιμέλεια, σε βαθμό μεγαλύτερο, όχι μόνο του μέσου, αλλά και του πλέον επιμελούς ανθρώπου. Ειδικότερα, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας, δεν ήταν εύλογο να προβλεφθεί από τον μέσο επιμελή άνθρωπο, όπως ήταν και ο αναιρεσείων, ως ενδεχόμενος ο τραυματισμός του εξαιτίας της έλλειψης προσοχής του ως άνω οδηγού, την οποία, άλλωστε, επεσήμανε και η προσβαλλόμενη απόφαση. Και τούτο, δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως εάν θεωρείται πάντοτε πιθανή η επέλευση ενός τροχαίου ατυχήματος, ιδίως όταν επικρατούν δυσμενείς καιρικές συνθήκες, με συνέπεια την ολισθηρότητα του οδοστρώματος, ο αναιρεσείων είχε λάβει όλα τα απαιτούμενα, αλλά και δυνάμενα να ληφθούν, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών, μέτρα ασφαλείας, αφού στάθμευσε εκτός του οδοστρώματος, σε χωμάτινο έρεισμα στο δεξιό άκρο της επαρχιακής οδού, ήτοι στο αντίθετο, και σε απόσταση 15 με 20 μέτρα (σε ευθεία), από το σημείο (αριστερό άκρο της επαρχιακής οδού), στο οποίο είχαν εκτραπεί της πορείας τους τα άλλα δύο οχήματα. Ως εκ τούτου, στάθηκε και ανέμενε με αίσθημα ασφάλειας, στο συγκεκριμένο σημείο, να διασχίσει τον δρόμο, προκειμένου να παράσχει βοήθεια στα εκτραπέντα οχήματα, μη δυνάμενος, κατά την κοινή πείρα, να προβλέψει και περαιτέρω να αποτρέψει την παράσυρσή του από το διερχόμενο όχημα, εξαιτίας της απροσεξίας του οδηγού αυτού. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι ο αναιρεσείων, ως μέσος επιμελής άνθρωπος, μπορούσε να προβλέψει, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ως ενδεχόμενο τον τραυματισμό του, ο μόνος τρόπος για να τον αποφύγει, θα ήταν να μη σταθμεύσει το όχημά του, αλλά να συνεχίσει την πορεία του, αφού, σε όποιο σημείο και να στεκόταν, το ατύχημα, λόγω της ολισθηρότητας του οδοστρώματος, θα ήταν αναπότρεπτο. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, που δεν κράτησε, έπρεπε ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί, κατά το μέρος αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση.
  4. Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο προβαλλόμενος τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Τμήμα παραβίασε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, καθώς δεν αιτιολόγησε επαρκώς γιατί ο τραυματισμός του προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας, αλλά αρκέστηκε σε μία έμμεση και συμπερασματική, προκύπτουσα από την παράθεση των λόγων περί μη εφαρμογής των επικαλούμενων από τον ίδιο διατάξεων (άρθρα 34 παρ. 17 και 45 παρ. 4 του π.δ/τος 169/2007), αιτιολογία για την εφαρμογή, στην περίπτωσή του, των δυσμενέστερων διατάξεων περί παθόντων εξαιτίας της υπηρεσίας (άρθρο 26 παρ. 1 περ. ε’, σε συνδυασμό με άρθρο 45 παρ. 5 του ιδίου π.δ/τος). Και τούτο, καθόσον, ενόψει του ότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, οι παθόντες κατά την εκτέλεση υπηρεσίας αυξημένου κινδύνου ή από απρόοπτο συμβάν (έννοια-είδος) αποτελούν ειδικότερη κατηγορία των παθόντων εξαιτίας της υπηρεσίας (έννοια-γένος), η εφαρμογή των επίμαχων ειδικών διατάξεων προϋποθέτει την ύπαρξη, κατ’ αρχήν, πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της υπηρεσίας και του παθήματος του στρατιωτικού. Συνεπώς, δεν νοείται έλλειψη του ως άνω αιτιώδους συνδέσμου κατά την εφαρμογή τους, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων. Και τούτο, όχι μόνο στην περίπτωση παθήματος κατά την εκτέλεση υπηρεσίας αυξημένου κινδύνου, ο οποίος είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τη φύση αυτής, αλλά και στην περίπτωση παθήματος από απρόοπτο συμβάν, το οποίο συνδέεται οντολογικά με την εκτέλεση συγκεκριμένης υπηρεσίας (βλ. και το ως άνω άρθρο 45 του π.δ/τος 169/2007, το οποίο τιτλοφορείται «Σύνταξη παθόντων εξαιτίας της υπηρεσίας»). Η συνδρομή δε της εν λόγω αναγκαίας, για την εφαρμογή των ως άνω ειδικότερων διατάξεων, προϋπόθεσης (πρόσφορη αιτιότητα) έχει ήδη διαπιστωθεί από τη συνταξιοδοτική διοίκηση στην περίπτωση του αναιρεσείοντος, αφού αυτός, όπως εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δικαιώθηκε σύνταξης με βάση τις γενικές διατάξεις περί παθόντων εξαιτίας της υπηρεσίας, ενώ, περαιτέρω, το Τμήμα έκρινε -και ορθώς, κατά τα προεκτεθέντα- ότι δεν συντρέχουν οι (πρόσθετες) προϋποθέσεις για τη χορήγηση σε αυτόν προσαυξημένης σύνταξης με βάση το επικαλούμενο από τον ίδιο ευνοϊκότερο συνταξιοδοτικό καθεστώς. Ενόψει αυτών, δεν παρίστατο αναγκαίο να διαλάβει ειδική αιτιολογία η προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το ότι ο τραυματισμός του προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας του και, ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος αναίρεσης ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης.
  5. Κατ’ ακολουθίαν όσων προηγουμένως κρίθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δια ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις  29 Ιουνίου 2015.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΓΓΕΛΑΡΑΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ  ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
   
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΛΕΝΗ  ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ

 

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις  5 Οκτωβρίου 2016.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ  ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ ΕΛΕΝΗ  ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ

 

ThanasisΑπόφαση 1996/2016