ΣτΕ 1774/2020
ΣτΕ 1960-2020
Βεβαίωση μόνιμης κατοικίας. Οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά διοικητικών πράξεων που αφορούν την εφαρμογή των περί βεβαιώσεως μόνιμης κατοικίας διατάξεων, οι οποίες εντάσσονται στη νομοθεσία περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, υπάγονται πλέον στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων
ΣτΕ 1869-2020 ποινική καταδίκη δικηγόρου
Aυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας, λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης: αντίθετη, υπό προϋποθέσεις, στο άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α.
ΣτΕ 1693/2020
Πολλαπλά τέλη και ποινική αθωωτική απόφαση, ne bis in idem
ΣτΕ 1572/2020
Αίτημα περί μεταβολής της φορολογικής κατοικίας. Οίκοθεν μεταβολή της καταχωρηθείσης στο φορολογικό μητρώο διεύθυνσης κατοικίας του αιτούντος. Φορολογική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων γεννάται από ατομικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες είτε επιβάλλεται αμέσως φορολογικό βάρος ή φορολογική κύρωση είτε κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενο με συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη με φορολογητέα ύλη ατομικώς ορισμένη, η οποία αμφισβητείται εν όλω ή εν μέρει με την προσφυγή. Δεν υπόκεινται, αντιθέτως, σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές πράξεις οι σχετιζόμενες μεν με την καθ’ όλου εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, μη συνδεόμενες, όμως, αμέσως προς συγκεκριμένο φορολογικό βάρος, ατομικώς καθ’ υποκείμενο και αντικείμενο προσδιοριζόμενο.
ΣτΕ Ολομ. 359/2020 ne bis in idem
Λαθρεμπορία. Επιβολή πολλαπλού τέλους. Προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής ne bis in idem σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ. Η διάταξη αυτή αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κυρώσεως για φορολογική ή τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική διαδικασία. Το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος δεν αποκλείει την επιβολή από τη Διοίκηση χρηματικών κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας, ακόμα κι αν έχουν “ποινικό” χαρακτήρα, κατά την έννοια της ΕΣΔΑ. Αν προβλέπονται για την ίδια παραβατική συμπεριφορά τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις, δεν αποκλείεται η θέσπιση και η εφαρμογή διατάξεων από τις οποίες να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη, ενώ τέτοιες διατάξεις, στο μέτρο που προβλέπουν δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από τις κρίσεις του ποινικού δικαστή, όσον αφορά την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Αντίθετη μειοψηφία. Κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για να εξεταστεί ο κατ’ ουσίαν σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών, διοικητικής και ποινικής. Συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ. Η αρχή ne bis in idem αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ και έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης. Δεν δικαιολογείται η εξακολούθηση της διοικητικής δίκης περί της επιβολής πολλαπλού τέλους, μετά την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου. Δεν συντρέχει περίπτωση διατυπώσεως προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, ούτε παραπομπής στο ΑΕΔ. Το δικάσαν
Διοικητικό Εφετείο έλαβε υπόψη του την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση κατά τρόπο που παραβιάζει την αρχή ne bis in idem, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ και στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Κατά την μειοψηφία η επιβολή της κύρωσης αντίκειται στο άρθρο 96 του Συντάγματος. Δεκτές η αναίρεση, η έφεση και η προσφυγή όσον αφορά την επιβολή πολλαπλού τέλους, παραπομπή της υπόθεσης στο Τμήμα όσον αφορά την επιβολή των διαφυγόντων δασμών και φόρων (αναιρεί την αριθμ. 168/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς). Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την αριθ. 1771/2019 απόφαση του ΣτΕ.
ΣτΕ Ολ 1439-1443_2020
Περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων – Επανυπολογισμός συντάξεων – Χρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων των αποφάσεων
ΣτΕ 1009/2020 ΟΠΙ
Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας – Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΟΠΙ).
Διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ανάθεση στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.) εκτάκτως και για χρονικό διάστημα δύο ετών της διαχείρισης των δικαιωμάτων πνευματική ιδιοκτησίας των δικαιούχων-μελών της ΑΕΠΙ. Ειδική Υπηρεσία Έκτακτης Διαχείρισης Δικαιωμάτων του ΟΠΙ και διορισμός προσωρινού διαχειριστή με θητεία δύο ετών. Απόρριψη αίτησης ακύρωσης υπουργικής αποφάσεως. Η ανάθεση στον ΟΠΙ, ως αρμόδιο φορέα επιφορτισμένο με την άσκηση της κρατικής εποπτείας επί των φορέων συλλογικής διαχείρισης, των προβλεπόμενων στο νόμο εξαιρετικών αρμοδιοτήτων δεν μετέτρεψε αυτόν σε επιχειρηματικό φορέα ανταγωνιστικό των λειτουργούντων στο πλαίσιο της αγοράς φορέων συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων. Οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω νόμου δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 Συντ. Απόρριψη ως αβάσιμων των λόγων ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι η ανάθεση της επίδικης δραστηριότητας στον ΟΠΙ οδηγεί σε κίνδυνο κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης και νόθευσης της δομής της αγοράς, επηρεάζει δε τις διασυνοριακού χαρακτήρα συναλλαγές των ημεδαπών οργανισμών με άλλους οργανισμούς, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων της ΣΛΕΕ. Απόρριψη λόγου ακύρωσης ότι οι προσβαλλόμενες κανονιστικές ρυθμίσεις συνιστούν ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Ο ΟΠΙ δεν συνιστά οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει ως προς την οργάνωση, τη δομή και λειτουργία του στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 του ν. 4481/2017.
ΣτΕ 222-2019 ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΌΤΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ
Εκπαιδευτικοί – Αποχώρηση υπαλλήλων με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας – Δεν παραβιάζονται υπερκείμενες διατάξεις – Αρχή αναλογικότητας -. Η αποχώρηση των υπαλλήλων – περιλαμβανομένων των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης – με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους και 35ετούς πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας καθιερώνει διαφορετική μεταχείριση, βασιζόμενη άμεσα στην ηλικία, σε βάρος των υπαλλήλων αυτών υπέρ αφ’ ενός μεν των υπαλλήλων που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους, αφ’ ετέρου δε των υπαλλήλων που αποχωρούν με τη συμπλήρωση του 65ου έτους. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν συνιστά απαγορευόμενη διάκριση, διότι εξυπηρετεί θεμιτούς σκοπούς, ήτοι: α) την ισόρροπη ηλικιακή διάρθρωση εντός της δημόσιας υπηρεσίας και β) τη διευκόλυνση της πρόσβασης των νέων σε ορισμένο επάγγελμα ή σε ορισμένη δημόσια υπηρεσία.