Επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης για τα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός υπηρεσίας. Μεταγενέστερη έκπτωση της υπαλλήλου από την υπηρεσία, λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης της. Η έκπτωση της προσφεύγουσας από την Υπηρεσία δεν συνεπάγεται την απόρριψη της προσφυγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος – και τούτο διότι υφίσταται ηθικό έννομο συμφέρον αυτής προς εξαφάνιση της προσβαλλομένης πειθαρχικής απόφασης. Εξάλλου, η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον προς συνέχιση της παρούσας δίκης, αφού τυχόν ευνοϊκότερη κρίση από το Δικαστήριο δύναται να διευκολύνει την σε αυτήν απονομή χάριτος, κατ’ άρθρον 47 παρ. 1 του Συντάγματος, με άρση των συνεπειών της ποινής και, περαιτέρω, την επαναφορά της στην Υπηρεσία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 150 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά την εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος, εξετάζει την υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία, ήτοι προβαίνει σε ιδία διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο, ως πειθαρχικών παραπτωμάτων και στην υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου. Περαιτέρω, εκφέρει δική του ουσιαστική κρίση σχετικά με την τέλεση των πειθαρχικών παραπτωμάτων και τη σοβαρότητά τους εν όψει και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκαν, καθώς και σχετικά με την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής κατ’ εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου της πειθαρχικής υποθέσεως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του.