Απόφαση 1992/2016

ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την εξής σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας,  Ιωάννης Σαρμάς, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σωτηρία Ντούνη, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη και Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Αντιπρόεδροι, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Αργυρώ Λεβέντη, Χριστίνα Ρασσιά, Θεολογία Γναρδέλλη, Βιργινία Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Βασιλική Σοφιανού, Αγγελική Πανουτσακοπούλου, Δημήτριος Τσακανίκας (εισηγητής) και Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Φλωρεντία Καλδή και Ευάγγελος Νταής  και οι Σύμβουλοι Μαρία Βλαχάκη, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Γεωργία Τζομάκα, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αγγελική Μαυρουδή και Δέσποινα Τζούμα απουσίασαν δικαιολογημένα).

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ :  Διονύσιος Λασκαράτος.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Γενική Συντονίστρια, που ασκεί και καθήκοντα αναπληρώτριας Επιτρόπου στην Υπηρεσία Επιτρόπου στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για  να δικάσει την από 20.4.2012 (Α.Β.Δ.. 113/5.6.2012) αίτηση για αναίρεση της 1926/2011 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Ιωάννη Παπαδόπουλου του Δημητρίου, κατοίκου Νέων Επιβατών Θεσσαλονίκης (οδός Κιλελέρ 3), ο οποίος εμφανίστηκε αυτοπροσώπως χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και ζήτησε την εκδίκαση της υπόθεσής του,

κ α τ ά   του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός  Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Συμβούλου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα.

Με την υπό κρίση αίτηση και για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης  και

Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με την παρουσία των δικαστών που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τις Συμβούλους Ελένη Λυκεσά και Αγγελική Μυλωνά που απουσίασαν λόγω κωλύματος.

 

Αφού  μελέτησε  τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής :

 

  1. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (βλ. το 2944148 έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατά το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων με αυτή λόγων.
  2. 2. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, απόστρατου υπολοχαγού, κατά της 109390/8.10.2007 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η συνολική πραγματική συντάξιμη υπηρεσία του ανέρχεται σε έτη 24, μήνες 3 και ημέρες 11 και κρίθηκε ότι με βάση την υπηρεσία του αυτή, στην οποία δεν συνυπολογίστηκε χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών κατά το οποίο αυτός είχε τεθεί σε κατάσταση αργίας με προσωρινή απόλυση, θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 7 του ν. 2084/1992, πλην, όμως, η δικαιούμενη από αυτόν σύνταξη θα του καταβληθεί, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του.
  3. 3. Με την ένδικη αίτησή του και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ο αναιρεσείων επιδιώκει την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης προβάλλοντας α) εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και των διατάξεων των άρθρων 34 παρ. 1ε, 3δ και 4 του ν.δ. 1400/1973 «Περί Καταστάσεων των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων» με την ειδικότερη αιτίαση ότι το δικάσαν Τμήμα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ορθά τις ανωτέρω διατάξεις, από τις οποίες, όπως υποστηρίζει, συνάγεται ότι η υποβολή αίτησης αποστρατείας αξιωματικού επιτρέπεται μόνο εφόσον αυτός έχει συμπληρώσει τον αναγκαίο χρόνο προς απόληψη σύνταξης, έπρεπε να κρίνει ότι η έγγραφη αποδοχή από τη Διοίκηση της υποβληθείσας από αυτόν αίτησης αποστρατείας ισοδυναμούσε με διαβεβαίωση ότι είχε δικαίωμα άμεσης απόληψης σύνταξης από το Γ.Λ.Κ., β) ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 19 παρ. 7 του ν. 2084/1992, το δικάσαν Τμήμα παρέλειψε να κρίνει ότι η διάταξη αυτή αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος στο μέτρο που ορίζει διαφορετικό όριο ηλικίας μεταξύ ανδρών και γυναικών (65ο  και 60ο αντίστοιχα) για την έναρξη καταβολής της σύνταξης και, συνακόλουθα, να τροποποιήσει την ανωτέρω 109390/8.10.2007 πράξη του Γ.Λ.Κ. ορίζοντας, κατόπιν επεκτατικής εφαρμογής της θεσπιζόμενης στο ανωτέρω άρθρο του Συντάγματος αρχής της ισότητας, ως χρόνο έναρξης καταβολής της σύνταξής του το 60ο έτος της ηλικίας του και γ) εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 36 παρ. 3γ΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 169/2007), κατά το μέρος που με την αναιρεσιβαλλομένη δεν έγινε δεκτό ότι η διάταξη αυτή, με την οποία λογίζεται κατά πλάσμα του νόμου ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία ο χρόνος πρόσκαιρης παύσης του στρατιωτικού που δεν υπερβαίνει συνολικά τους 6 μήνες, δεν εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση θέσης του στρατιωτικού σε αργία λόγω πρόσκαιρης απόλυσης.
  4. 4. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007, φ. Α΄ 210) ορίζει στο άρθρο 25 ότι: «Ο στρατιωτικός δικαιούται ισόβια σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 26», στο άρθρο 26 ότι: «Ο μόνιμος στρατιωτικός δικαιούται σύνταξη: α) Αν απομακρυνθεί με οποιονδήποτε τρόπο από τις τάξεις και έχει εικοσιπενταετή τουλάχιστον συντάξιμη υπηρεσία, από την οποία δεκαπενταετή πραγματική (…)», στο άρθρο 36 ότι: «1.Οι υπηρεσίες αυτών που υπάγονται στις διατάξεις για τις στρατιωτικές συντάξεις και αναγνωρίζονται από τον Κώδικα αυτό ως συντάξιμες διακρίνονται σε πραγματικές και πλασματικές. Πραγματική συντάξιμη υπηρεσία είναι αυτή που παρέχεται πραγματικά και πλασματική είναι αυτή που από πλάσμα του νόμου θεωρείται σαν συντάξιμη … 3. Κατ’ εξαίρεση θεωρείται σαν συντάξιμος χρόνος πραγματικής υπηρεσίας … γ) Ο χρόνος της αργίας με πρόσκαιρη παύση εφόσον δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες». Περαιτέρω, το άρθρο 19 παρ. 7 του ν. 2084/1992 «Αναμόρφωση της κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (φ. Α΄ 165), όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 1 του ν. 3029/2002, ορίζει ότι:  «Οι υπάλληλοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί, που έχουν προσληφθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992, εφόσον συμπληρώνουν δεκαπενταετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, μπορούν να αποχωρούν με αίτησή τους και πριν από το όριο ηλικίας θεμελιώνοντας δικαίωμα σύνταξης κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 1 και 26 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων. Η σύνταξη όμως αυτή αρχίζει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους προκειμένου για γυναίκες και του 65ου προκειμένου για άνδρες (…)». Εξάλλου, το ν.δ. 1400/1973 «Περί Καταστάσεων των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων» (φ. Α΄ 114) ορίζει στο άρθρο 4 ότι:  «1. Αι πειθαρχικαί ποιναί διακρίνονται εις συνήθεις και εις καταστατικάς. (…). 4. Αι καταστατικαί πειθαρχικαί ποιναί είναι η πρόσκαιρος παύσις, η προσωρινή απόλυσις, η απόταξις και η αποβολή», στο άρθρο 31 ότι: «1. Η ποινή της προσκαίρου παύσεως επιβάλλεται εις τους μονίμους εν ενεργεία αξιωματικούς ένεκα των εξής αιτιών : (…). 9. Ο χρόνος της προσκαίρου παύσεως λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας δια την σύνταξιν, εις ό,τι δε αφορά εις τας κρίσεις και τας προαγωγάς εφαρμόζονται αι διατάξεις του περί ιεραρχίας και προαγωγών Νόμου. (…).», στο άρθρο 32 ότι: «1.Η ποινή της προσωρινής απολύσεως επιβάλλεται εις τους μονίμους εν ενεργεία αξιωματικούς ένεκα των εξής αιτιών: α) Δι’ ασυμβίβαστον ή αναξιοπρεπή προς την ιδιότητα του αξιωματικού διαγωγήν, ως και δια πάσαν πράξιν αντιβαίνουσαν προς τας εκ της ιδιότητας ταύτης απορρεούσας υποχρεώσεις αυτού. β) (…), ζ) Δια πάσαν εν γένει πράξιν, αποτελούσαν παράπτωμαν δια το οποίον ήθελε κριθή ανεπαρκής και ουχί τελεσφόρος η ποινή της προσκαίρου παύσεως». 2. (…). 9. Ο χρόνος της προσωρινής απολύσεως δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας δια την σύνταξιν, εις ό,τι δε αφορά εις τας κρίσεις και τας προαγωγάς εφαρμόζονται αι διατάξεις του περί ιεραρχίας και προαγωγών Νόμου» και στο άρθρο 33 ότι: «1.Ποινή προσκαίρου παύσεως ή προσωρινής απολύσεως, άπαξ επιβληθείσα, δεν δύναται, κατ’ ουδένα τρόπον να αρθή ή να μετατραπή. 2 (…)».
  5. 5. Από τις διατάξεις που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εν ενεργεία δημόσιοι υπάλληλοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί, που έχουν προσληφθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992, καθώς και όσοι έχουν ήδη εξέλθει της υπηρεσίας, εφόσον συμπληρώνουν ή έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και αποχωρούν ή έχουν αποχωρήσει κατόπιν αιτήσεώς τους και πριν από το όριο ηλικίας, μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα σύνταξης, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 1 και 26 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων. Η κατά τον ανωτέρω τρόπο δικαιούμενη σύνταξη, όμως, αρχίζει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους προκειμένου για γυναίκες και του 65ου προκειμένου για άνδρες. Περαιτέρω, η υπηρεσία που λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξης, κατά το άρθρο 26 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, διακρίνεται σε πραγματική και πλασματική. Πραγματική συντάξιμη υπηρεσία είναι αυτή που παρέχεται πραγματικά και πλασματική αυτή που θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου συντάξιμη. Κατ’ εξαίρεση θεωρείται συντάξιμος χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και ο χρόνος, κατά τον οποίο έχει επιβληθεί σε στρατιωτικούς – αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων – η ποινή της αργίας με πρόσκαιρη παύση, εφόσον δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Η ποινή αυτή σαφώς διαφοροποιείται από την ποινή της αργίας με προσωρινή απόλυση, αφενός μεν με κριτήριο τις πράξεις, για τις οποίες οι εν λόγω ποινές επιβάλλονται και αφετέρου από πλευράς συνταξιοδοτικών αποτελεσμάτων. Ειδικότερα, με κριτήριο τις πράξεις για τις οποίες επιβάλλονται, η αργία με προσωρινή απόλυση προβλέπεται για μεγαλύτερης βαρύτητας πειθαρχικά παραπτώματα, ενώ η αργία με πρόσκαιρη παύση για όσα παραπτώματα κρίνονται ως ήσσονος σημασίας (συγκριτικά με τα προηγούμενα) και επομένως υφίσταται μια εκ του νόμου διαβάθμιση ως προς την απαξία των πράξεων και την επιβολή των αντίστοιχων ως άνω ποινών. Από πλευράς δε συνταξιοδοτικών αποτελεσμάτων, οι ως άνω ποινές διαφοροποιούνται, καθώς ο χρόνος της προσωρινής απόλυσης δεν θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον κανονισμό της σύνταξης, ενώ αντιθέτως ο χρόνος της πρόσκαιρης παύσης θεωρείται, εφόσον δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
  6. 6. Στην υπό κρίση υπόθεση η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση της τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, απόστρατος υπολοχαγός, τέθηκε, κατά το χρόνο που ήταν στην ενέργεια, σε κατάσταση τετράμηνης αργίας με προσωρινή απόλυση για ασυμβίβαστη και αναξιοπρεπή προς την ιδιότητα του αξιωματικού διαγωγή με απόφαση του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Στρατού και σε εκτέλεση της από 14.12.2005 τελεσίδικης γνωμοδότησης του Δευτεροβάθμιου Ανακριτικού Συμβουλίου. Αργότερα, μετά την αποδοχή της αίτησης αποστρατείας του κρίθηκε, με την 109390/8.10.2007 πράξη της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., ότι με βάση τη συνολική από έτη 24, μήνες 3 και ημέρες 11 πραγματική συντάξιμη υπηρεσία του, στην οποία δεν συνυπολογίστηκε και ο ανωτέρω χρόνος της προσωρινής απόλυσης, ο αναιρεσείων θεμελιώνει μεν δικαίωμα σύνταξης σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 7 του ν. 2084/1992, πλην, όμως, η δικαιούμενη από αυτόν σύνταξη θα αρχίσει να του καταβάλλεται, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του. Με δεδομένα αυτά η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απέρριψε το περιεχόμενο στην ασκηθείσα από 22.1.2008 έφεση κατά της ανωτέρω πράξης του Γ.Λ.Κ. αίτημα του ήδη αναιρεσείοντος να του κανονιστεί σύνταξη από το χρόνο που τέθηκε σε αποστρατεία αφού προηγουμένως συνυπολογιστεί στην καθορισθείσα με την πράξη αυτή συνολική συντάξιμη υπηρεσία του ο τεσσάρων μηνών χρόνος θέσης του σε αργία λόγω προσωρινής απόλυσης και περαιτέρω υπολογιστεί στο διπλάσιο κατ’ άρθρο 40 παρ. 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα ο χρόνος υπηρεσίας του που διανύθηκε σε μονάδες εκστρατείας, με την αιτιολογία ότι αφενός ο χρόνος της προσωρινής απόλυσης, σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν στη σκέψη 4,  δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία του κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 36 παρ. 3 περ. γ΄ του ως άνω Κώδικα, καθόσον προβλέπει την κατά πλάσμα του νόμου αναγνώριση ως πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μόνο του χρόνου αργίας με πρόσκαιρη παύση εφόσον δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, αφετέρου ο υπολογισμός στο διπλάσιο του χρόνου υπηρεσίας του σε μονάδες εκστρατείας απαιτεί τη συμπλήρωση 25 ετών συντάξιμης υπηρεσίας, προϋπόθεση που δεν πληρούσε ο αναιρεσείων.
  7. 7. Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 4 και 5 της παρούσας, δεν έσφαλε το δικάσαν Τμήμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διεπουσών την επίδικη υπόθεση διατάξεων κατά το μέρος που δε δέχθηκε την αναλογική εφαρμογή και στην περίπτωση της θέσης του στρατιωτικού σε αργία λόγω πρόσκαιρης απόλυσης της διάταξης του άρθρου 36 παρ. 3γ του π.δ. 169/2007, με την οποία λογίζεται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία για τον κανονισμό σύνταξης ο χρόνος πρόσκαιρης παύσης αυτού εφόσον δεν υπερβαίνει συνολικά τους 6 μήνες, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως ότι η εν λόγω διάταξη του άρθρου 36 παρ. 3γ του π.δ. 169/2007 ως συνταξιοδοτική είναι στενώς ερμηνευτέα και κατά πάγια ερμηνευτική αρχή δεν επιδέχεται κατ’ αρχήν διασταλτικής ερμηνείας ή αναλογικής εφαρμογής, από τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 1 και 9, 32 παρ. 1 και 9 και 33 του ν.δ. 1400/1973 υφίσταται διαβάθμιση ως προς την απαξία των πειθαρχικών παραπτωμάτων για τις οποίες επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης παύσης και της πρόσκαιρης απόλυσης αντίστοιχα, γεγονός που δικαιολογεί την επέλευση διαφορετικών συνταξιοδοτικών συνεπειών αναφορικά με την προσμέτρηση του χρόνου των ποινών αυτών στη συνολική συντάξιμη υπηρεσία του στρατιωτικού. Συναφώς απορριπτέος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, τυγχάνει και ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το δικάσαν Τμήμα παρέλειψε να κρίνει αυτεπαγγέλτως ότι η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 7 του ν. 2084/1992 αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, στο μέτρο που ορίζει διαφορετικό όριο ηλικίας μεταξύ ανδρών και γυναικών για την έναρξη καταβολής της σύνταξης. Τούτο δε διότι, ακόμα και αν το δικάσαν Τμήμα όφειλε αυτεπαγγέλτως να κρίνει ότι η ανωτέρω επίμαχη διάταξη, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της 109390/8.10.2007 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., ήταν αντίθετη στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος κατά το μέρος που θέσπιζε διαφορετικά όρια ηλικίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, τούτο δεν θα απέβαινε προς όφελος του ήδη αναιρεσείοντος, δεδομένου ότι μοναδικό αίτημα της ασκηθείσας από 22.1.2008 έφεσής του κατά της ανωτέρω πράξης του Γ.Λ.Κ. ήταν η τροποποίησή της, προκειμένου να του καταβληθεί σύνταξη από το χρόνο που αποστρατεύθηκε και τέθηκε σε εφεδρεία, χωρίς να συνάγεται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου της εφέσεως, και επικουρικό αίτημα τροποποίησης της εν λόγω πράξης με σκοπό να εισπράξει τη σύνταξη που δικαιούται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 παρ. 7 του ν. 2084/1992 με τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας του χάριν της αρχής της ισότητας. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115, 117, 113 και 55 του π.δ. 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» συνάγεται ότι λόγος αναίρεσης, που προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης, απορρίπτεται ως απαράδεκτος αν ο ισχυρισμός, στον οποίο στηρίζεται, δεν προτάθηκε ως παράπονο ενώπιον του Τμήματος, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη με την αίτηση αναίρεσης απόφαση, ούτε με την έφεση ούτε με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, ενώ αντιθέτως προβάλλεται παραδεκτώς μόνο εφόσον το επικαλούμενο σφάλμα της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει από το περιεχόμενό της ή ο συγκεκριμένος ισχυρισμός αφορά τη δημόσια τάξη και τα γεγονότα που τον στηρίζουν προκύπτουν από τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας (Ελ. Συν. Ολ. 590/1990, 249/1998, 1291/2001, 2310/2009, 717/2010). Στην προκειμένη περίπτωση ο προβαλλόμενος με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης λόγος ότι, κατά παράβαση της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 34 παρ. 1ε, 3δ και 4 του ν.δ. 1400/1973, το δικάσαν Τμήμα δεν έκρινε ότι η έγγραφη αποδοχή από την υπηρεσία της υποβληθείσας από τον αναιρεσείοντα αίτησης αποστρατείας ισοδυναμούσε με διαβεβαίωση ότι είχε δικαίωμα άμεσης απόληψης σύνταξης και η μεταγενέστερη άρνηση του Γ.Λ.Κ. να του χορηγήσει άμεσα σύνταξη ήταν παράνομη ως αντικείμενη στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, είναι απαράδεκτος για το λόγο ότι προβάλλεται το πρώτον με την ένδικη αίτηση και δεν αναφέρεται σε σφάλμα που προκύπτει από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης ούτε αφορά τη δημόσια τάξη ώστε να δύναται κατ’ εξαίρεση να εξεταστεί στην κατ’ αναίρεση δίκη. Ανεξάρτητα, όμως, από το απαράδεκτο του ως άνω λόγου αναιρέσεως, αυτός είναι αβάσιμος, αφού από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 34 του ν.δ. 1400/1973 δεν συνάγεται ότι η αποδοχή της αίτησης αποστρατείας αξιωματικού συνεπάγεται και διαβεβαίωση προς τον τελευταίο ότι έχει δικαίωμα άμεσης συνταξιοδότησης από το Δημόσιο, ενώ, στην περίπτωση που ήθελε υποτεθεί ότι η αποδοχή αυτή συνιστά διαβεβαίωση περί δικαιώματος άμεσης χορήγησης σύνταξης στον αξιωματικό που αιτείται αποστρατείας, δεν στοιχειοθετείται παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, αφού στην προκειμένη περίπτωση η εν λόγω «διαβεβαίωση» δεν παρασχέθηκε στον αναιρεσείοντα από την αρμόδια υπηρεσία συντάξεων του ΓΛ.Κ..
  8. 8. Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, Α΄ 52 και άρθρα 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981), απορριπτομένου του αιτήματος του αναιρεσείοντος που ηττήθηκε για επιδίκαση δικαστικής δαπάνης ως μη νομίμου (άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3472/2006 σε συνδυασμό με το άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της 1926/2011 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Διατάσσει την κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης  και

Απορρίπτει το αίτημα του αναιρεσείοντος για επιδίκαση δικαστικής δαπάνης.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις  25 Ιουνίου 2014.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ  ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  ΤΣΑΚΑΝΙΚΑΣ
   
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΑ  ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ

 

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις  5 Οκτωβρίου 2016.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ  ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ ΕΛΕΝΗ  ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ

 

ThanasisΑπόφαση 1992/2016