ΣτΕ 2766/2022

Ανάκληση διορισμού, λόγω προσκόμισης πλαστών δικαιολογητικών. Εφόσον ο υπάλληλος προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, η πράξη διορισμού του ανακαλείται και μετά την παρέλευση της διετούς προθεσμίας εντός της οποίας ανακαλούνται, καταρχήν, οι παράνομοι διορισμοί. Η ανάκληση του διορισμού στην πιο πάνω ειδική περίπτωση είναι, καταρχήν, υποχρεωτική και δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό. Η δόλια συμπεριφορά του τού στερεί, καταρχήν, την προσδοκία για διατήρηση της θέσης του.

Κάμψη των ανωτέρω είναι δυνατόν να υπάρξει σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η παρέλευση ιδιαιτέρως μακρού χρόνου από τον διορισμό σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως οι ιδιάζουσες συνθήκες της προσωπικής και υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου, θα καθιστούσαν την ανάκληση αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, υπό το φως της οποίας πρέπει να ερμηνεύεται και η πιο πάνω διάταξη. Στην περίπτωση αυτή, η Διοίκηση, εκτιμώντας τις εξαιρετικές περιστάσεις, έχει δύο δυνατότητες: είτε να μην ανακαλέσει τον διορισμό είτε να τον ανακαλέσει για το μέλλον (ex nunc). Η συνδρομή τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων πρέπει να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, κατά την έκθεση των απόψεων του υπαλλήλου, με επίκληση και υποβολή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον πάντως δεν πρόκειται για στοιχεία που προκύπτουν, χωρίς αμφισβήτηση, από τον υπηρεσιακό του φάκελο και γίνεται επίκληση των στοιχείων αυτών από τον υπάλληλο. Η λήψη του διοικητικού μέτρου της ανάκλησης διορισμού του υπαλλήλου που προκάλεσε δολίως την παρανομία του διορισμού του δεν αντίκειται καταρχήν στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 και 8 της ΕΣΔΑ. Παραδεκτά προσβάλλεται με έφεση η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5Α (εδ. β΄ περ. α΄) του ν. 702/1977. Ο εκκαλών βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της έφεσής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε (α) δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε (β) οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές τής προσβαλλόμενης απόφασης, έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.

Αριθμός 2766/2022

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Μαΐου 2021, με την εξής σύνθεση: Δημήτριος Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Δημήτριος Μακρής, Μαρλένα Τριπολιτσιώτη, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Σταυρούλα Κτιστάκη, Σύμβουλοι, Δημήτριος Βανδώρος, Ευάγγελος Αργυρός, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικόλαος Βασιλόπουλος.

Για να δικάσει την από 18 Ιουλίου 2016 έφεση:

του … του Ανδρέα, κατοίκου Αθηνών (…), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά εμφανίστηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου,

κατά του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) και ήδη Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Ευσταθία Καλαντζή (Α.Μ. 16331), που την διόρισε με πληρεξούσιο, και η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,

και κατά της υπ’ αριθ. 2304/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δημητρίου Βανδώρου.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (Α΄ 2551461, 1410636/2016 γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την έφεση αυτή, η οποία παραπέμφθηκε, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), λόγω σπουδαιότητας, με την 2811/2019 απόφαση της πενταμελούς σύνθεσης του Γ΄ Τμήματος στην επταμελή του σύνθεση, ζητείται η εξαφάνιση της 2304/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά: α) της 1703/18.2.2014 πράξης του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) (Γ΄ 216/24.2.2014), με την οποία ανακλήθηκε αναδρομικά από 11.6.1996 η 2765/31.5.1996 πράξη του Προέδρου του Δ.Σ. του πρώην Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδας (Τ.Π.Π.Ο.Σ.Ε.) (τ. ν.π.δ.δ. 93/11.6.1996), με την οποία ο εκκαλών είχε διορισθεί σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού στο ανωτέρω Ταμείο και β) της 10710/7552/51/6.3.2014 απάντησης του Προέδρου του Δ.Σ. του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. στις από 12.2.2014 και 4.3.2014 αιτήσεις παραίτησης του εκκαλούντος, με την οποία γνωστοποιήθηκε στον τελευταίο ότι λόγω της κατά τα ανωτέρω ανάκλησης του διορισμού του, παρέλκει η εξέταση των αιτήσεων αυτών, με την αιτιολογία ότι δεν υφίσταται σε ισχύ υπαλληλική σχέση με το εν λόγω νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.).

3. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρότι δεν παρέστη ο εκκαλών, αφού, όπως προκύπτει από το από 11.2.2020 αποδεικτικό επίδοσης της επιμελήτριας του Δικαστηρίου Ειρήνης Γιαννούτσου, αντίγραφο της 2811/2019 παραπεμπτικής απόφασης επιδόθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, στην πληρεξούσια δικηγόρο του εκκαλούντος που υπογράφει το δικόγραφο της έφεσης.

4. Επειδή, με το άρθρο 74 του ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 85), το συσταθέν με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41) Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.) μετονομάστηκε σε Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), ορίστηκε δε ότι το νέο αυτό Ταμείο συγκροτείται από τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης και τον κλάδο εφάπαξ παροχών, οι οποίοι λειτουργούν με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Περαιτέρω, με την παράγραφο 5 του άρθρου 36 του ν. 4052/2012, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 75 του πιο πάνω νόμου 4387/2016, ορίστηκε ότι: «Στον κλάδο εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. εντάσσονται τα παρακάτω ταμεία, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί πρόνοιας ως εξής: Α. … Δ. Ο κλάδος πρόνοιας του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) με τους Τομείς του: α. …, β. …γ. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Ο.Σ.Ε., δ. … Ε. ….». Ακολούθως, στην παράγραφο 11 του άρθρου 85 του ν. 4387/2016 ορίστηκε ότι: «1. … 11. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών Προνοίας συνεχίζονται από το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.». Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4387/2016, οι οποίες εντάσσονται στο Στ΄ Μέρος του νόμου αυτού και ισχύουν από 1.1.2017, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 90 του ίδιου νόμου, το Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. εντάχθηκε στον κλάδο πρόνοιας του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., από την πιο πάνω ημερομηνία. Συνεπώς, το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ως καθολικός διάδοχος του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., νομίμως παρέστη κατά τη συζήτηση ενώπιον της πενταμελούς σύνθεσης του Τμήματος και συνέχισε τη δίκη ως εφεσίβλητο (βλ. ΣτΕ 1071/2018, σκ. 3, 1164/2018, σκ. 3 κ.ά.). Ακολούθως, με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 (Α΄ 43) προτέθηκε το άρθρο 51 Α στον ν. 4387/2016, με την παράγραφο 2 του οποίου το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. εντάχθηκε στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης («e-Ε.Φ.Κ.Α.») και καταργήθηκε, ο δε «e-Ε.Φ.Κ.Α.» κατέστη οιονεί καθολικός διάδοχός του∙ σύμφωνα δε με το άρθρο 70 Α παρ. 9 του ν. 4387/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 6 του ν. 4670/2020, οι εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. συνεχίζονται από τον e-Ε.Φ.Κ.Α., χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του e-Ε.Φ.Κ.Α. Συνεπώς, ο e-Ε.Φ.Κ.Α. νομίμως παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης του Τμήματος και συνεχίζει τη δίκη ως εφεσίβλητος (βλ. ΣτΕ 2372/2020).

5. Επειδή στο άρθρο 20 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υ.Κ. – ν. 3528/2007, Α´ 26) ορίζεται ότι: «Η πράξη διορισμού που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται εάν αυτός που διορίσθηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία …».

6. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222), ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν: α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) …». Εξάλλου, στο άρθρο 5Α του ν. 702/1977, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2944/2001, όπως αντικαταστάθηκε, τελικώς, με το άρθρο 47 παρ. 3 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ορίζονται τα εξής: «Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί διαφορών των περιπτώσεων α΄ … της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση. Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν: α) το διορισμό με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., τη μετάταξη, την προαγωγή σε βαθμό που χαρακτηρίζεται ανώτατος από διάταξη νόμου και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων (πολιτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) … ε) …».

7. Επειδή, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων επί των κατά την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 ακυρωτικών διαφορών από ατομικές διοικητικές πράξεις (ή παραλείψεις) περί τον διορισμό των υπαλλήλων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με διαδικασία υποκείμενη στον έλεγχο του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), δεν υπόκεινται σε έφεση, σύμφωνα με τον κανόνα του ανεκκλήτου των ανωτέρω αποφάσεων, κατά το άρθρο 5Α του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 παρ. 3 του ν. 3900/2010. Η διαφοροποίηση δε των υποθέσεων που αφορούν τον διορισμό με διαδικασία υποκείμενη στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. από τις υποθέσεις που αφορούν τον διορισμό με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγχο της εν λόγω αρχής, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης, δικαιολογείται από το γεγονός ότι το Α.Σ.Ε.Π. αποτελεί ανεξάρτητη αρχή, στον έλεγχο της οποίας υπάγεται –κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος (η οποία προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, Α΄ 84)– ο διορισμός σε θέσεις υπαλλήλων «στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα» και η οποία λειτουργεί ως συνταγματική εγγύηση για τη διασφάλιση των αρχών της αντικειμενικότητας, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας, που διέπουν τη διαδικασία πρόσβασης στις εν λόγω υπαλληλικές θέσεις (βλ. ΣτΕ 2063/2020, 913/2014, 852/2013, ΣτΕ σε συμβ. 149/2020, 2226/2016, 2822/2014). Ωστόσο, σε περίπτωση που ο διορισμός των ανωτέρω υπαλλήλων ανακληθεί με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων επί των σχετικών ακυρωτικών διαφορών υπόκεινται κατ’ εξαίρεση σε έφεση, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 5Α (εδ. β΄ περίπτ. α΄) του ν. 702/1977, ανεξαρτήτως αν ο διορισμός είχε υπαχθεί ή όχι στον έλεγχο της ανεξάρτητης αυτής αρχής, εφόσον κατά την έκδοση της σχετικής ανακλητικής πράξης δεν υφίσταται η προαναφερόμενη συνταγματική εγγύηση, η οποία δικαιολογεί το ανέκκλητο των αποφάσεων επί διαφορών περί τον διορισμό με διαδικασία υποκείμενη στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. Στην ειδικότερη, όμως, περίπτωση που η ανάκληση του διορισμού των εν λόγω υπαλλήλων έχει ως έρεισμα προηγούμενη απόφαση του Α.Σ.Ε.Π. με την οποία ο διορισμός αυτός κρίθηκε μη νόμιμος, η απόφαση του διοικητικού εφετείου επί της σχετικής ακυρωτικής διαφοράς δεν υπόκειται σε έφεση (βλ. ΣτΕ 459/2021 7μ., 2063/2020).

8. Επειδή, εν προκειμένω, η ανάκληση του διορισμού του εκκαλούντος δημόσιου υπαλλήλου εχώρησε δυνάμει της παρατεθείσας διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 του Υ.Κ., χωρίς να υπόκειται, κατά τη διάταξη αυτή, στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. Εξάλλου, της ανακλητικής πράξης του διορισμού του εκκαλούντος δεν προηγήθηκε απόφαση του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία να κρίθηκε μη νόμιμος ο εν λόγω διορισμός. Ως εκ τούτου, η εκκαλούμενη απόφαση υπόκειται κατ’ εξαίρεση σε έφεση, κατά την έννοια της παρατεθείσας διάταξης του άρθρου 5Α (εδ. β΄ περ. α΄) του ν. 702/1977, ανεξαρτήτως του αν ο εκκαλών είχε διοριστεί βάσει διαδικασίας υποκείμενης στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π.

9. Επειδή, στην παράγραφο 1 εδ. β΄ και γ΄ του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 και ήδη με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ορίζονται τα εξής: «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση».

10. Επειδή, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, ο εκκαλών βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της έφεσής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε (α) δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε (β) οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές τής προσβαλλόμενης απόφασης, έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Ενόψει του σκοπού της διάταξης, ήτοι του περιορισμού, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, άσκησης μεγάλου αριθμού εφέσεων, ως νομολογία, κατά την έννοιά της, νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. ΣτΕ 1036/2021, 867, 737, 542/2020, 308, 145, 52/2019). Εξάλλου, σε περίπτωση επίκλησης εκ μέρους του εκκαλούντος έλλειψης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει η έλλειψη αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, στη μη λήψη υπόψη συναφών προς το ζήτημα αυτό ισχυρισμών και στοιχείων (βλ. ΣτΕ 829/2016, 2155/2014 κ.ά.), στην εκτίμηση των αποδείξεων ή στην ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλούμενης απόφασης (ΣτΕ 2056, 651/2021, 137/2020, 1490/2018, 1869, 333/2017). Ειδικότερα, όταν με λόγο έφεσης πλήσσεται η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε αόριστη νομική έννοια η οποία αποτελεί στοιχείο του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, εφόσον η αόριστη νομική έννοια προσδιορίζεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε υπόθεσης, ως απόφαση που επιλύει το ίδιο νομικό ζήτημα νοείται μόνο η απόφαση που έχει κρίνει επί υπόθεσης με όμοια ή ουσιωδώς παρεμφερή νομικά και πραγματικά περιστατικά (πρβλ. ΣτΕ 2357, 593/2021, 684/2020, 155/2020, 1207, 1700/2019, 2391-2393/2018).

11. Επειδή, κατά την έννοια της παρατεθείσας διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 του Υ.Κ., στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος όχι μόνο διορίστηκε παρανόμως αλλά επιπλέον ήταν ο ίδιος που προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, η πράξη διορισμού του ανακαλείται και μετά την παρέλευση της διετούς προθεσμίας εντός της οποίας ανακαλούνται, καταρχήν, οι παράνομοι διορισμοί. Η ανάκληση του διορισμού στην πιο πάνω ειδική περίπτωση είναι, καταρχήν, υποχρεωτική και δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό∙ τούτο δικαιολογείται όχι μόνο από τη μέριμνα του νομοθέτη για την αποκατάσταση της σοβαρά διαταραχθείσας νομιμότητας, με τον διορισμό σε θέση υπαλλήλου προσώπου που δεν κατέχει τα νόμιμα προσόντα, καθώς και των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας των πολιτών κατά την επιλογή τους προς πλήρωση των δημόσιων θέσεων, αλλά και εξαιτίας των σοβαρών ενδείξεων ότι ο διορισθείς στερείται του αναγκαίου για υπάλληλο ήθους. Εξάλλου, η δόλια συμπεριφορά του τού στερεί, καταρχήν, την προσδοκία για διατήρηση της θέσης του. Κάμψη των ανωτέρω είναι δυνατόν να υπάρξει σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η παρέλευση ιδιαιτέρως μακρού χρόνου από τον διορισμό σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως οι ιδιάζουσες συνθήκες της προσωπικής και υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου, θα καθιστούσαν την ανάκληση αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, υπό το φως της οποίας πρέπει να ερμηνεύεται και η πιο πάνω διάταξη. Στην περίπτωση αυτή, η Διοίκηση, εκτιμώντας τις εξαιρετικές περιστάσεις, έχει δύο δυνατότητες: είτε να μην ανακαλέσει τον διορισμό είτε να τον ανακαλέσει για το μέλλον (ex nunc). Η συνδρομή τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων πρέπει να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, κατά την έκθεση των απόψεων του υπαλλήλου, με επίκληση και υποβολή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον πάντως δεν πρόκειται για στοιχεία που προκύπτουν, χωρίς αμφισβήτηση, από τον υπηρεσιακό του φάκελο και γίνεται επίκληση των στοιχείων αυτών από τον υπάλληλο. Περαιτέρω, η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων αποτελεί αόριστη νομική έννοια και στοιχείο του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (του άρθρου 20 παρ. 2 του Υ.Κ.) και προσδιορίζεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε υπόθεσης (πρβλ. ΣτΕ 6/2021, 2235/2020, 2740/2019, 333/2017 κ.ά.). Επομένως, στην περίπτωση αυτή, ζήτημα νομολογιακού προηγουμένου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 58 παρ. 1 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989 όπως ισχύει, μπορεί να τεθεί μόνον εφόσον έχει αποφανθεί το Δικαστήριο σε υπόθεση με όμοια ή ουσιωδώς παρεμφερή νομικά και πραγματικά γεγονότα, διότι τότε μόνο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιλυθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας το ίδιο νομικό ζήτημα (πρβλ. ΣτΕ 6/2021, 333/2017, 1261, 583-4/2016, 3578/2014).

12. Επειδή, περαιτέρω, η ανάκληση διορισμού σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη αποτελεί διοικητικό μέτρο, η επιβολή του οποίου υπαγορεύεται από τους προαναφερθέντες επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Εφόσον η ανακλητική πράξη εκδίδεται μετά την πάροδο διετίας από τη δημοσίευση της πράξης του διορισμού βάσει υποκειμενικής συμπεριφοράς του υπαλλήλου, η οποία συνίσταται στο ότι αυτός προκάλεσε ή υποβοήθησε δολίως την πλάνη της Διοίκησης σε σχέση με την επιλογή του στη θέση που διορίσθηκε, απαιτείται, πριν από την έκδοση της πράξης αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 του κυρωθέντος με τον ν. 2690/1999 (Α´ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η προηγούμενη κλήση του υπαλλήλου σε ακρόαση (βλ. ΣτΕ 2739-2742/2005). Η ανακλητική πράξη πρέπει καταρχήν να αιτιολογείται επαρκώς ως προς το ότι ο διορισθείς προκάλεσε ή υποβοήθησε δολίως την παρανομία της πράξης διορισμού του (βλ. ΣτΕ 1437/2021 7μ., 1094/2014, πρβλ. ΣτΕ 2616/2012 7μ., 2319/2012, 3569/1998, 2429/1992). Κατά της ανακλητικής πράξης προβλέπεται η άσκηση του κατά το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος γενικού ένδικου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία θίγει δικαιώματα «αστικής φύσεως» του αιτούντος, [ήτοι το δικαίωμα ενός δημοσίου υπαλλήλου να συνεχίσει να απασχολείται στη θέση του, βλ. ΕΔΔΑ, 19.9.2017 (μείζονος σύνθεσης), Regner κατά Τσεχίας, σκέψεις 120-125, 21.7.2016, Miryana Petrova κατά Βουλγαρίας, σκέψεις 33-35, 29.4.2014, Ternovskis κατά Λετονίας, σκέψη 44, βλ. ΣτΕ 3262/2012, 1405/2007 7μ. κ.ά.] είναι, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 702/1977, το Διοικητικό Εφετείο, το οποίο έχει την παρεχόμενη σ’ αυτό από το Σύνταγμα και τον νόμο (βλ. άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 702/1977 για την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 18/1989 που ισχύουν για το Συμβούλιο της Επικρατείας) εξουσία να εξετάζει αφενός το σύνολο των προβαλλομένων αιτιάσεων, αφετέρου το σύνολο των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν, περαιτέρω δε τη δυνατότητα να ελέγξει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και, τέλος, να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την πράξη αυτή για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων την πλάνη περί τα πράγματα ή τη μη νόμιμη και ανεπαρκή αιτιολογία, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι δεν έχει εξουσία να προβεί σε μεταρρύθμιση της πράξης (βλ. σχετ. ΣτΕ 3098/2017 7μ., πρβλ. ΕΔΔΑ, 21.7.2011, Sigma Radio Television Ltd κατά Κύπρου, σκέψεις 151 – 157). Εξάλλου, το διοικητικό αυτό μέτρο αποτελεί σοβαρό πλην αναγκαίο περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, και της «ιδιωτικής ζωής», κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (βλ. τις σχετικές προϋποθέσεις στην απόφαση ΕΔΔΑ της 25.9.2018, Denisov κατά Ουκρανίας, υπόθ. 76639/11, μείζονος σύνθεσης). Τούτο, διότι ο περιορισμός αυτός συνάπτεται άμεσα με τις νόμιμες προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του υπαλλήλου, από επαγγελματική και ηθική σκοπιά, για τον διορισμό του σε δημόσια θέση και με την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στην ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας (πρβλ. ΣτΕ 347/2020, 931/2018, 1900/2014 Ολομ., 788/2014, 3262/2012, ΕΔΔΑ, 23.8.2011, Βαγενάς κατά Ελλάδας)∙ τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη και του συνόλου των λοιπών οικονομικής φύσης εννόμων συνεπειών που επέρχονται από την αναδρομική ισχύ της ανακλητικής πράξης. Ειδικότερα, ναι μεν με την ανάκληση διορισμού αίρονται καταρχήν αναδρομικά όλες οι συνέπειες που απορρέουν από την υπαλληλική σχέση, πλην, όπως έχει κριθεί από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΣ 599/2021 Ολομ. σκ. 25-27), δεν συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας η αναζήτηση από τον υπάλληλο, ως αχρεωστήτως λαβόντα, του συνόλου των ποσών που έλαβε ως αποδοχές για τις υπηρεσίες που πραγματικά παρείχε κατά τη διάρκεια του υπαλληλικού βίου του, αλλά το αν υπέχει καταρχήν υποχρέωση επιστροφής ορισμένου ποσού καθώς και το ύψος του ποσού αυτού αποτελούν προϊόν ad hoc στάθμισης σύμφωνα με τις απαιτήσεις των αρχών της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας, καθώς και αυτών που απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Επίσης, με την 1820/2021 απόφαση της Ολομελείας του ιδίου Δικαστηρίου έχει κριθεί (βλ. ιδίως σκ. 32 και 38) ότι η – λόγω της ανάκλησης του διορισμού – πλήρης στέρηση σύνταξης του υπαλλήλου, ο οποίος έχει εξαντλήσει τον υπηρεσιακό του βίο, έχοντας συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο, θα υπερακόντιζε, στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, τον καταρχήν θεμιτό σκοπό που υπηρετεί η ανάκληση διορισμού, ως μέτρο αποκατάστασης της τρωθείσας νομιμότητας. Περαιτέρω, με την απόφαση αυτή τέθηκαν in abstracto κριτήρια για τον προσδιορισμό του ποσού της καταβλητέας σύνταξης. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι το ποσό αυτό: α) δεν μπορεί να ισούται με το ποσό που θα ελάμβανε ο υπάλληλος εάν είχε νομίμως συσταθεί η υπαλληλική του σχέση, β) πρέπει, πάντως, να τελεί σε κάποια αναλογία προς τις αποδοχές ενέργειας και γ) δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το κατώτερο όριο σύνταξης κατ’ άρθρο 55 παρ. 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Ενόψει των ανωτέρω, η λήψη του διοικητικού μέτρου της ανάκλησης διορισμού του υπαλλήλου που προκάλεσε δολίως την παρανομία του διορισμού του δεν αντίκειται καταρχήν στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 και 8 της ΕΣΔΑ.

13. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο εκκαλών διορίσθηκε σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού στο τότε υφιστάμενο Τ.Π.Π.Ο.Σ.Ε. με την …/1996 πράξη του Προέδρου του Δ.Σ. του Ταμείου. Ακολούθως, μεταφέρθηκε στο …, στον κλάδο Προνοίας του οποίου εντάχθηκε το …, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 81 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Στο πλαίσιο σχετικού ελέγχου προέκυψε ότι αυτός δεν κατείχε τον τίτλο σπουδών που δήλωσε και υπέβαλε ως τυπικό προσόν διορισμού στις αρμόδιες υπηρεσίες κατά τη διαδικασία διορισμού του. Ειδικότερα, κατά το στάδιο της διαδικασίας επιλογής ο εκκαλών υπέβαλε στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων φωτοαντίγραφο του επικυρωθέντος στις 19.1.1995 από το … φωτοαντιγράφου απολυτηρίου του Λυκείου … με ημερομηνία έκδοσης 9.6.19.., στο οποίο αναγράφεται ότι αυτό εκδόθηκε κατόπιν της 24/7.6.19.. πράξης του Συμβουλίου Διδασκόντων και ότι αφορά τον εκκαλούντα, με έτος γέννησης 1958 και αριθμό μητρώου ή δημοτολογίου 19. Κατά το στάδιο του διορισμού του στο … ο εκκαλών υπέβαλε σ’ αυτό επικυρωμένο στις 7.5.19.. από το … φωτοαντίγραφο απολυτηρίου του Λυκείου … με ημερομηνία έκδοσης 9.6.19.., στο οποίο αναγράφεται ότι αυτό αφορά τον εκκαλούντα, με έτος γέννησης 1958 και αριθμό μητρώου ή δημοτολογίου 12. Στα πλαίσια της έρευνας που διενεργήθηκε, η Διεύθυνση Διοικητικού του … με το …/…/…/29.1.2014 έγγραφό της προς το Γενικό Λύκειο … Κορινθίας απέστειλε φωτοαντίγραφο του ανωτέρω τίτλου σπουδών προς επιβεβαίωση της έκδοσής του και της ακρίβειας των στοιχείων του. Με το …/5.2.2014 απαντητικό έγγραφο του Διευθυντή του εν λόγω Λυκείου, βεβαιώνεται ότι ο τίτλος σπουδών που στάλθηκε προς έλεγχο δεν αντιστοιχεί με ακρίβεια στα στοιχεία του αρχείου του σχολείου και ειδικότερα διαφοροποιείται από τα στοιχεία που έπρεπε να αναγράφονται στον πρωτότυπο τίτλο που εκδόθηκε στις 9.6.19.. με την …/7.6.19.. πράξη του Συλλόγου Διδασκόντων ως προς το μικρό όνομα, το έτος γέννησης και τον αριθμό μητρώου ή δημοτολογίου. Κατόπιν τούτου, ο εκκαλών κλήθηκε με το …/7.2.2014 έγγραφο του Πρόεδρου του Δ.Σ. του Ταμείου σε ακρόαση στις 17.2.2014, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45), προκειμένου να υποβάλει εγγράφως ή προφορικώς τις απόψεις του ως προς τα ανωτέρω διαπιστωθέντα, προσκομίζοντας τον πρωτότυπο απολυτήριο τίτλο ή προσφάτως εκδοθέν αποδεικτικό απόλυσης από το Λύκειο … Κορινθίας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο στοιχείο προς ανταπόδειξη των ανωτέρω διαλαμβανομένων. Στο έγγραφο αυτό διαλαμβάνεται ότι ο εκκαλών καλείται «ενόψει της προβλεπόμενης στο β΄ εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ν. 3528/2007 ανάκλησης της κατά παράβαση νόμου πράξης διορισμού». Ο εκκαλών στις 12.2.2014 υπέβαλε στην Υπηρεσία αίτηση χορήγησης αναρρωτικής άδειας τριάντα ημερών με συνημμένη ιατρική γνωμάτευση (το από 12.2.2014 ιατρικό σημείωμα Εξωτερικών Ιατρείων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου …), σύμφωνα με την οποία πάσχει από χρόνια καταθλιπτική συνδρομή, εμφανίζει έξαρση των συμπτωμάτων και συνιστάται αναρρωτική άδεια διάρκειας ενός μηνός και επανεξέταση και ταυτοχρόνως την …/…/…/12.2.2014 αίτηση παραίτησης λόγω θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων και δεδομένου ότι ο εκκαλών δεν εξέθεσε τις απόψεις του αν και κλήθηκε προς τούτο, εκδόθηκε η …/18.2.2014 προσβληθείσα ενώπιον του εφετείου πράξη του Προέδρου του Δ.Σ. του Ταμείου, με την οποία ανακλήθηκε αναδρομικά -από 11.6.1996- ο διορισμός του λόγω έλλειψης τυπικού προσόντος (τίτλου σπουδών), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 του ΥΚ, με την ακόλουθη αιτιολογία: «[Ο εκκαλών] εν γνώσει του συνέβαλε στη σχετική διαδικασία πρόσληψης, εφόσον γνώριζε εκ των προτέρων ότι δεν κατείχε τον τίτλο που υπέβαλε ως απαραίτητο τυπικό προσόν και ως εκ τούτου αίρεται ο χρονικός περιορισμός της ανάκλησης της διοικητικής πράξης του διορισμού». Ο εκκαλών υπέβαλε και δεύτερη αίτηση παραίτησης (…/…/…/ 4.3.2014), η οποία δεν έγινε δεκτή από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Ταμείου, με την αιτιολογία, η οποία περιέχεται στο …/…/…/ 6.3. 2014 έγγραφό του, ότι λόγω της ανάκλησης του διορισμού του εκκαλούντος, παρέλκει η εξέταση των αιτημάτων περί παραίτησής του, διότι δεν υφίσταται σε ισχύ υπαλληλική του σχέση με το Ταμείο. Εξάλλου, με το …/2015 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο εκκαλών παραπέμφθηκε ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για τον λόγο ότι κατάρτισε το ανωτέρω πιστοποιητικό, το οποίο ήταν πλαστό και το χρησιμοποίησε για να διοριστεί στο … Το Εφετείο με την …/2015 απόφασή του έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αφού θεώρησε ότι κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό η πράξη για την οποία παραπέμφθηκε ο εκκαλών συνιστούσε πλαστογραφία με χρήση (Π.Κ. 216 παρ. 1, 2).

14. Επειδή, κατά της …/18.2.2014 ανακλητικής του διορισμού του πράξης του Προέδρου του Δ.Σ. του … και της …/…/…/6.3.2014 απάντησης του ίδιου οργάνου στις από 12.2.2014 και 4.3.2014 αιτήσεις παραίτησής του ο εκκαλών άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

15. Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως ο εκκαλών προέβαλε ότι η προσβληθείσα πράξη ανάκλησης του διορισμού του εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, που κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, διότι, αν και κλήθηκε, εμποδίστηκε να διατυπώσει τις απόψεις του το κρίσιμο χρονικό διάστημα λόγω προβλημάτων υγείας που ανέκυψαν. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η ψυχολογική πίεση που υπέστη κατόπιν της ανωτέρω κλήσης, τον επηρέασε δυσμενώς και επέτεινε τις εκδηλώσεις της καταθλιπτικής συνδρομής από την οποία πάσχει, όπως προκύπτει από τις 30.6.2008, 7.3.2012 και 11.4.2012 ιατρικές γνωματεύσεις, και χρήζει σε περιόδους έξαρσης φαρμακευτικής αγωγής, αδυνατώντας να επιμεληθεί και του ίδιου τού εαυτού του. Εξάλλου, μεταξύ των στοιχείων του φακέλου περιλαμβάνεται το από 12.2.2014 ιατρικό σημείωμα Εξωτερικών Ιατρείων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου … που υπογράφεται από τον …, Ψυχίατρο Επιμελητή Α΄, και συνυποβλήθηκε με την από 12.2.2014 αίτηση του εκκαλούντος για χορήγηση αναρρωτικής άδειας, στο οποίο αναφέρεται ότι αυτός: «Πάσχει από χρόνια καταθλιπτική συνδρομή και προσήλθε στα εξωτερικά ιατρεία, όπου παρακολουθείται για εξέταση. Στην παρούσα εμφανίζει έξαρση συμπτωμάτων. Συνιστάται αναρρωτική άδεια διάρκειας ενός μηνός και επανεξέταση».

16. Επειδή, το εφετείο απέρριψε αυτόν τον λόγο ακυρώσεως με την αιτιολογία ότι ανεξάρτητα του ότι δεν προσκομίζονται οι ιατρικές βεβαιώσεις που να πιστοποιούν το γεγονός της ασθένειας του εκκαλούντος, η πιο πάνω διαταραχή της υγείας του (καταθλιπτική συνδρομή) δεν μπορεί να θεμελιώσει την προβαλλόμενη ανωτέρα βία, αφού από τα αναφερόμενα στο πιο πάνω σημείωμα πραγματικά περιστατικά, δεν προκύπτει ότι από τις 7.2.2014 που του επιδόθηκε η κλήση προς ακρόαση και μέχρι την ταχθείσα ημερομηνία (17.2.2014) για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, ο ίδιος τελούσε σε απόλυτη αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του είτε αυτοπροσώπως είτε δια τρίτου προσώπου και ως εκ τούτου παρεμποδίστηκε να ενημερώσει την Υπηρεσία για το συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας και να ζητήσει παράταση της ορισθείσας προθεσμίας για παροχή εξηγήσεων. Εξάλλου, από την υποβληθείσα εκ μέρους του αίτηση χορήγησης αναρρωτικής άδειας δεν μπορεί να συναχθεί άνευ άλλου τινός η αδυναμία του να παράσχει εξηγήσεις -όπως αβάσιμα ισχυρίζεται-, δεδομένου ότι ο ίδιος παρά το γεγονός ότι δεν ανταποκρίθηκε στην κλήση προς ακρόαση, εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στην Υπηρεσία προκειμένου να υποβάλει την από 12.2.2014 αίτηση παραίτησης λόγω συνταξιοδότησης. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον η Διοίκηση κάλεσε τον εκκαλούντα, όπως όφειλε, προκειμένου να διατυπώσει τις απόψεις του σχετικά με την επικείμενη ανάκληση της απόφασης διορισμού του, τηρήθηκε ο επιβαλλόμενος από τα άρθρα 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ουσιώδης τύπος της διαδικασίας έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης.

17. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η ανωτέρω κρίση του εφετείου είναι εσφαλμένη, διότι εξέλαβε την επικληθείσα από τον εκκαλούντα αδυναμία να εκθέσει τις απόψεις του ή να ζητήσει παράταση της σχετικής προθεσμίας ως λόγο ανωτέρας βίας, ενώ επρόκειτο για έλλειψη συνείδησης των πραττομένων, με αποτέλεσμα την απόλυτη αδυναμία του να εκδηλώσει πλήρως και εγκαίρως τη βούλησή του. Κατά τούτο, η εκκαλούμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με την 2873/2006 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, ναι μεν ο εκκαλών δεν υπέβαλε ρητό αίτημα να του χορηγηθεί παράταση της προθεσμίας να εκθέσει τις απόψεις του, πλην η από 12.2.2014 αίτησή του για χορήγηση αναρρωτικής άδειας με συνημμένο το από 12.2.2014 ιατρικό σημείωμα Εξωτερικών Ιατρείων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου … υποβλήθηκε στην Αναπληρώτρια Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Διοικητικού, η οποία είχε ορισθεί ως αρμόδια να ακούσει τις απόψεις του εκκαλούντος. Συνεπώς, η Διοίκηση γνώριζε την ανωτέρω αδυναμία του να εκθέσει τις απόψεις του και, ως εκ τούτου, όφειλε να του χορηγήσει την απαιτούμενη προθεσμία. Επί του ζητήματος εάν παράταση της προθεσμίας για ακρόαση του διοικούμενου μπορεί να χορηγηθεί αυτεπαγγέλτως όταν η Διοίκηση -και μάλιστα το αρμόδιο όργανο- γνωρίζει την αδυναμία του να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό μέσα στην προθεσμία που του τάχθηκε, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Προβάλλεται επίσης ότι, κατά παράβαση των -εφαρμοστέων δυνάμει του άρθρου 40 του π.δ. 18/1989- άρθρων 336 παρ. 3 και 338 του Κ.Πολ.Δ., το εφετείο με την ανωτέρω κρίση του δέχθηκε ότι από την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του εκκαλούντος στην Υπηρεσία προκειμένου να υποβάλει την από 12.2.2014 αίτηση παραίτησης συνάγεται αμάχητο τεκμήριο ότι αυτός είχε την ικανότητα να εκθέσει τις απόψεις του ή να ζητήσει παράταση της σχετικής προθεσμίας. Κατά τον εκκαλούντα, επί του ζητήματος αυτού, το οποίο ανάγεται στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το εφετείο και όχι στην εκτίμηση των αποδείξεων, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

18. Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στις 7.2.2014 επιδόθηκε στον εκκαλούντα κλήση να εκθέσει εγγράφως τις απόψεις του ή να προσέλθει προς ακρόαση για το ζήτημα της ανάκλησης του διορισμού του στις 17.2.2014. Αυτός στις 12.2.2014 υπέβαλε: α) παραίτηση λόγω συνταξιοδότησης και β) αίτηση για χορήγηση αναρρωτικής άδειας με συνημμένο το ανωτέρω από 12.2.2014 ιατρικό σημείωμα. Δεν υπέβαλε όμως εγγράφως τις απόψεις του ούτε προσήλθε προς ακρόαση ούτε υπέβαλε αίτηση παράτασης της προθεσμίας που του είχε ταχθεί. Το εφετείο από τα γεγονότα αυτά συμπέρανε ότι ο εκκαλών ήταν σε θέση, από άποψη ψυχικής υγείας, να ζητήσει εγκαίρως παράταση της προθεσμίας προς ακρόαση. Συνεπώς, το ζήτημα εάν ενδεχόμενη αδυναμία του εκκαλούντος να ζητήσει την παράταση αυτή θα συνιστούσε λόγο ανωτέρας βίας (βλ. σχετ. ΣτΕ 540/2015) ή θα οφειλόταν σε έλλειψη συνείδησης των πραττομένων, όπως υποστηρίζει ο εκκαλών, δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της κρίσης του εφετείου∙ επομένως, κατά το μέρος αυτό ο ανωτέρω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Εξάλλου, η με βάση τα εκτεθέντα περιστατικά συναγωγή του συμπεράσματος από το εφετείο ότι ο εκκαλών μπορούσε να εκθέσει τις απόψεις του ενώπιον της Διοίκησης, συνιστά εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και όχι ερμηνεία κανόνων δικαίου, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα∙ επομένως, κατά το μέρος αυτό ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, όπως ερμηνεύθηκε στη δέκατη σκέψη. Τέλος, από καμία διάταξη ή από την αρχή της χρηστής διοίκησης ή από άλλη αρχή δεν συνάγεται ότι υπό τα ανωτέρω δεδομένα η Διοίκηση όφειλε να χορηγήσει αυτεπαγγέλτως παράταση της προθεσμίας προς ακρόαση στον εκκαλούντα∙ επομένως, κατά το μέρος αυτό ο λόγος, ανεξαρτήτως του παραδεκτού της προβολής του από την άποψη της διάταξης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

19. Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι οι προσβληθείσες με αυτήν πράξεις δεν έφεραν αιτιολογία, κατά παράβαση του άρθρου 17 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

20. Επειδή, το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τον λόγο ως αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι, όπως προέκυπτε από τον φάκελο της υπόθεσης, η πλάνη της Διοίκησης ως προς την ύπαρξη του επίμαχου προσόντος (δηλαδή του απολυτηρίου Λυκείου) αποδείχθηκε πλήρως με την αποστολή από τη Διεύθυνση Διοικητικού του Ταμείου αντιγράφου του απολυτηρίου στο Γενικό Λύκειο …. Εξάλλου, από την προσβαλλόμενη πράξη και τα στοιχεία του φακέλου, συνάγεται, κατά το εφετείο, ότι η Διοίκηση εξέφερε αιτιολογημένη κρίση για τη συνδρομή του δόλου στο πρόσωπο του εκκαλούντος.

21. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι εσφαλμένα το εφετείο έκρινε ότι η πράξη ανάκλησης του διορισμού του εκκαλούντος έφερε επαρκή αιτιολογία, ενώ δεν έφερε αιτιολογία, ιδίως ως προς τη συνδρομή του στοιχείου του δόλου, κατά παράβαση του άρθρου 17 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ερχόμενη σε αντίθεση με τις 387/2013 και 1711/2011 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Προβάλλεται επίσης ότι κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), το εφετείο έκρινε την ορθότητα της αιτιολογίας της ανακλητικής του διορισμού πράξης με βάση τα διαλαμβανόμενα στο προαναφερθέν …/2015 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

22. Επειδή, οι ανωτέρω λόγοι έφεσης είναι απορριπτέοι, ως προβαλλόμενοι χωρίς έννομο συμφέρον, διότι κατά τη δίκη ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα 3280/2015 απόφαση, με την οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη του εκκαλούντος λόγω παραγραφής, αυτός δήλωσε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «… Την πράξη της πλαστογραφίας τού ως άνω απολυτηρίου, ομολόγησα από την πρώτη στιγμή ότι διέπραξα. … αποδεικνύεται από το ίδιο το πλαστογραφημένο έγγραφο που προσκόμισα ενώπιον της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά την υποβολή της από 31.10.1995 αίτησής μου για δήλωση σειράς προτίμησης για διορισμό σε κλάδο, ότι είχε καταρτιστεί σε χρόνο προγενέστερο. … Η πράξη έγινε πριν από είκοσι χρόνια. Ήταν επιπολαιότητά μου. … Η πράξη έγινε το 1995, γιατί γνώριζα ότι επίκειται διορισμός. Εάν γνώριζα ότι θα μπορούσα να διοριστώ και ως υποχρεωτικής εκπαίδευσης στο Δημόσιο, δεν θα έκανα αυτή την ανοησία. Είναι η πιο μελανή σελίδα της προσωπικής μου ιστορίας. … Ζητώ συγγνώμη. …» (βλ. σελ. 4 και 11 της απόφασης).

23. Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας και του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., η Διοίκηση δεν εκτίμησε τη δυσανάλογη βαρύτητα των συνεπειών τής ανακλητικής του διορισμού πράξης σε σχέση με τον επιδιωκόμενο με την έκδοσή της σκοπό, δεδομένου, ιδίως, ότι εξαιτίας της ο εκκαλών θα στερηθεί των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του εφάπαξ βοηθήματος και της ιατροφαρμακευτικής του περίθαλψης. Επιπλέον στοιχεία που καθιστούν την πράξη αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας είναι και η πάροδος μακρού χρονικού διαστήματος από την ανακληθείσα πράξη διορισμού, η πραγματική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, η μη επίδραση της έλλειψης του επίμαχου τυπικού προσόντος στην υπηρεσιακή απόδοση του εκκαλούντος και οι ανάγκες που τον ανάγκασαν να προβεί στην επίμαχη συμπεριφορά.

24. Επειδή, το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τον πιο πάνω λόγο ακυρώσεως με την αιτιολογία ότι κατά την έννοια του άρθρου 20 παρ. 2 του Υ.Κ. η ανάκληση παράνομου διορισμού δημόσιου υπαλλήλου είναι επιτρεπτή χωρίς χρονικό περιορισμό εφόσον αυτός προκάλεσε δολίως την παρανομία.

25. Επειδή, με την έφεση προβάλλεται ότι η ανωτέρω κρίση του εφετείου είναι εσφαλμένη, διότι ενόψει του μακρού χρόνου που διέδραμε από τον διορισμό του εκκαλούντος μέχρι την ανάκλησή του, η Διοίκηση όφειλε να εφαρμόσει την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., να λάβει υπόψη τις ανωτέρω ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως εκτέθηκαν στην αίτηση ακυρώσεως, και ιδίως το γεγονός ότι ο εκκαλών θα στερηθεί το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα. Κατά τον εκκαλούντα επί των ζητημάτων αυτών δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

26. Επειδή, ο ανωτέρω λόγος έφεσης προβάλλεται παραδεκτώς από την άποψη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989. Περαιτέρω, όμως, είναι αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ενδέκατη σκέψη, η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων που θα επέτρεπε τη μη ανάκληση του διορισμού του εκκαλούντος έπρεπε να προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, με επίκληση και υποβολή των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ή στοιχείων που προκύπτουν από τον υπηρεσιακό του φάκελο, όταν ο εκκαλών κλήθηκε να εκθέσει τις απόψεις του. Δεδομένου ότι ο εκκαλών δεν το έπραξε, ούτε κατά τα προεκτεθέντα ζήτησε παράταση της προθεσμίας που του τάχθηκε για να εκθέσει τις απόψεις του, νομίμως, αν και με διαφορετική αιτιολογία το εφετείο απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ακυρώσεως.

27. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τη δικαστική δαπάνη του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2022

Ο Πρόεδρος του Γ´ ΤμήματοςΟ Γραμματέας

Δημήτριος Σκαλτσούνης Νικόλαος Βασιλόπουλος

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Δεκεμβρίου 2022.

Ο Πρόεδρος του Γ´ Τμήματος Ο Γραμματέας

Γεώργιος Τσιμέκας Νικόλαος Βασιλόπουλος

ThanasisΣτΕ 2766/2022