Το ανέφικτο που έγινε εφικτό

«Μου γιάτρεψες τα φτερά μου και σε ευχαριστώ. Επιτέλους μπορώ να πετάξω». Ήταν τα πρώτα λόγια που άκουσα από τον πελάτη μου μόλις τελειώσαμε, με επιτυχία, τη διαδικασία της Δικαστικής Μεσολάβησης. Ένα μεγάλο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό μου και μοιράστηκα μαζί του τη χαρά του, γιατί θυμήθηκα την πρώτη φορά της συνάντησής μας, όταν με επισκέφτηκε απελπισμένος στο γραφείο μου και μου εξιστόρησε όλους τους δικαστικούς αγώνες που είχε ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, στις αίθουσες των ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων, μου ανέφερε ότι η σφοδρή αυτή αντιδικία κρατάει χρόνια, ξεκίνησε το 1999, αλλά το κυριότερο μου έθεσε το πρόβλημα που αντιμετώπιζε, ως επιχειρηματίας, μιας και η διαμάχη αυτή ήταν για εκείνον ένας πελώριος κίνδυνος, που παρεμπόδιζε κάθε του επιχειρηματική δραστηριότητα, οδηγούσε σε απώλεια εσόδων του, αφού η διαμάχη ήταν τροχοπέδη για κάθε μεγάλωμα της επιχείρησής του, ενώ παράλληλα είχε ξοδέψει σημαντικά χρηματικά ποσά για τη δικαστική του εκπροσώπηση, ενυπήρχε το ενδεχόμενο της δυσφήμισής του και της τρώσης του εμπορικού ονόματός του στη μικρή κοινωνία του νησιού του και κυρίως φοβόταν ότι αν χάσει τώρα στο Εφετείο και επικυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση, θα καταστραφεί. Από την πρώτη στιγμή που τον άκουσα, ήξερα πως αυτή η υπόθεση πρέπει να λυθεί εξώδικα και αμέσως έσπειρα τους σπόρους της διαμεσολάβησης και της δικαστικής μεσολάβησης.

Κάθε φορά που προτείνω την εξώδικη επίλυση της διαφοράς και τα μέρη συμφωνούν, κατ’ αρχήν, να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ή της δικαστικής μεσολάβησης και στη συνέχεια πετυχαίνουν να βρουν μια δημιουργική λύση στη διαφωνία τους, αναρωτιέμαι γιατί οι άνθρωποι δεν επιλέγουν αυτούς τους τρόπους επίλυσης των διαφορών τους και μένουν εγκλωβισμένοι μέσα στη δικαστική διαμάχη.

Θέλοντας να δώσω ένα ζωντανό παράδειγμα και σε άλλους επιχειρηματίες, θα περιγράψω τη διαδικασία, όπως τη ζήσαμε, απλά για λόγους απορρήτου και εμπιστευτικότητας, έχω αλλάξει τα δεδομένα, ώστε να μην μπορεί η υπόθεση να εντοπιστεί.
Σταθμίσαμε την κατάσταση με τον πελάτη μου και τελικά διαλέξαμε τη διαδικασία της δικαστικής μεσολάβησης του άρθρου 214Β του Κ.Πολ.Δ., στο οποίο ορίζεται ότι: «1. Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να επιλυθούν και με προσφυγή σε δικαστική μεσολάβηση. Η προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση, η οποία είναι προαιρετική, μπορεί να γίνει πριν από την άσκηση της αγωγής ή και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας.». Καταθέσαμε στο Εφετείο, που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση οι αντίθετες εφέσεις των μερών, αίτηση για προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση. Ήταν σημαντικό ότι και η άλλη πλευρά, η πλευρά της ενάγουσας και νυν εκκαλούσας, αποδέχτηκε το αίτημα αναβολής της εκδίκασης των αντίθετων εφέσεων, προκειμένου να γίνει προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς με δικαστική μεσολάβηση. Το Δικαστήριο ανέβαλε και η πρώτη πράξη της εξώδικης επίλυσης της διαφοράς είχε γραφτεί.

Στην παρ.2 του ίδιου άρθρου 214Β του Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι: «2. Σε κάθε πρωτοδικείο και εφετείο ορίζονται, για δύο έτη, με δυνατότητα ανανέωσης για ένα επιπλέον έτος, ένας ή περισσότεροι από τους υπηρετούντες προέδρους πρωτοδικών και εφετών ή από τους αρχαιότερους πρωτοδίκες και εφέτες, ως μεσολαβητές μερικής ή πλήρους απασχόλησης.». Επόμενο στάδιο λοιπόν ήταν να επικοινωνήσω με την Εφέτη – Δικαστική Μεσολαβήτρια, προκειμένου να μάθω τι χρειάζεται για να μελετήσει την υπόθεση. Μου ζητήθηκε να ετοιμάσω ένα φάκελο με όλα τα δικόγραφα και ό,τι εγώ θεωρούσα σημαντικό για την υπόθεση, προκειμένου να ενημερωθεί και εκείνη. Σε λιγότερο από μια εβδομάδα, ειδοποιήθηκα από τη Γραμματέα του Δικαστηρίου ότι είχε οριστεί ημέρα συνάντησης των μερών. Φτάσαμε εγώ και ο πελάτης μου στο Εφετείο την καθορισμένη ημέρα και ώρα. Ο πελάτης μου, μου δήλωσε ότι είναι αποφασισμένος να δώσει τέλος σε αυτή τη διαμάχη και ζήτησε τη βοήθειά μου για μια καλύτερη διαπραγματευτική τακτική, ώστε να υπάρξει ένα αποτέλεσμα που θα ικανοποιεί και τις δυο πλευρές. Η Εφέτης – Δικαστική Μεσολαβήτρια υποδέχθηκε και τις δυο πλευρές και οδηγηθήκαμε σε ένα γραφείο Προέδρου, που ήταν διαθέσιμο εκείνη τη στιγμή. Σύμφωνα με την παρ. 6 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: «6. Η μεσολάβηση πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να μην παραβιάζει το απόρρητο αυτής, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν άλλως. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας.» και προς τούτο υπογράψαμε τη σχετική δήλωση εμπιστευτικότητας και απορρήτου της διαδικασίας και η διαδικασία ξεκίνησε, όπως ορίζει η παρ. 3 του ίδιου προαναφερόμενου άρθρου «3. Η δικαστική μεσολάβηση περιλαμβάνει ξεχωριστές και κοινές ακροάσεις και συζητήσεις των μερών και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους με τον μεσολαβητή δικαστή, ο οποίος και μπορεί να απευθύνει στα μέρη μη δεσμευτικές προτάσεις επίλυσης της διαφοράς. Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου, να προσφεύγει στον κατά τόπον αρμόδιο δικαστή μεσολαβητή υποβάλλοντας γραπτώς το αίτημά του.». Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, εγώ προσωπικά, αλλά και ο πελάτης μου στη συνέχεια, απογοητευτήκαμε γιατί η άλλη πλευρά παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της. Είναι δεδομένο ότι πίσω από κάθε διαφωνία, υπάρχει μια πληγείσα σχέση (κοινωνική, εμπορική, αδελφική, συζυγική) και η επίλυση της διαφοράς θα επέλθει μόνον αν καταστεί δυνατό να εξιχνιαστεί αυτή η πληγείσα σχέση και να μεταμορφωθεί η αλληλεπίδραση που υπάρχει μεταξύ των μερών από καταστροφική σε εποικοδομητική. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, όταν το μέρος δεν ήταν παρόν; Επίσης, η έλλειψη στο Δικαστήριο κατάλληλων αιθουσών για μια παραγωγική διαδικασία, δημιούργησε σχετικό πρόβλημα, αλλά η ηρεμία της Δικαστικής Μεσολαβήτριας, η φιλόξενη στάση της και η ενεργητική της ακρόαση, μας βοήθησε να αντιπαρέλθουμε την όποια δυσκολία.

Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε εμπόρους και διεκδικήσεις μετά την καταγγελία της αφανούς εταιρείας που είχαν συστήσει, αρχικά με ποινικές διαδικασίες, το έτος 1999, που κάθισαν τον πελάτη μου στο εδώλιο του Εφετείου Κακουργημάτων, με τις κατηγορίες της απάτης και της πλαστογραφίας, από τις οποίες αθωώθηκε το έτος 2003 και στη συνέχεια με την άσκηση αγωγής σε βάρος του, το έτος 2004, με διεκδικούμενο ποσό περίπου 150.000 ευρώ και με πρωτόδικη δικαστική απόφαση που τον καταδίκαζε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 88.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής, ήτοι περίπου 150.000 ευρώ.

Αρχικά, εγώ και ο πελάτης μου είχαμε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τη Δικαστική Μεσολαβήτρια, όπου εκθέσαμε τις απόψεις μας και την προσφορά μας. Συνεχίσαμε σε κοινή συνάντηση με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του άλλου μέρους, αλλά φαινόταν ξεκάθαρο ότι είχε συγκεκριμένες εντολές για συγκεκριμένο ποσό προσφοράς, μη αποδεχόμενος να απαντήσει σε ερωτήσεις που ουσιαστικά του εξέθεταν τους κινδύνους της δικαστικής διαμάχης και το ενδεχόμενο ακόμα και αν κερδίσει και εφετειακά να μην μπορεί να εκτελέσει την απόφαση (τεστ πραγματικότητας), οπότε η διαδικασία κινδύνευε να καταλήξει σε αποτυχία. Με επιμονή ζητήσαμε την αναβολή της διαδικασίας για άλλη μέρα, ώστε να παραστεί και η ενάγουσα/εκκαλούσα. Τελικά το αίτημα αυτό έγινε αποδεκτό και ορίστηκε ημερομηνία νέας συνάντησης, μόλις δυο ημέρες πριν τη δικάσιμο.
Ο ενθουσιασμός μας στη νέα μας συνάντηση μεγάλος, γιατί ναι, ήρθε και έτσι για πρώτη φορά μετά από 20 σχεδόν χρόνια υπήρξε η δυνατότητα μεταξύ των δυο μερών να ανταλλάξουν κάποιες κουβέντες, κουβέντες όμως που ήταν αρκετές για να μετριάσουν την απόσταση μεταξύ τους και να επιτευχθεί η πολυπόθητη συμφωνία, σε λιγότερο από 15 λεπτά.
Το πρακτικό μεσολάβησης συντάχθηκε από τους δυο πληρεξούσιους δικηγόρους και υπογράφηκε από τη δικαστική μεσολαβήτρια, τα μέρη και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και το πρωτότυπό του κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου όπου διεξήχθη η μεσολάβηση, με το σχετικό παράβολο υπέρ του Δημοσίου, το οποίο καταβλήθηκε μισό μισό και πλέον αποτελεί εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με το άρθρο 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ’ Κ.Πολ.Δ.. Ταυτόχρονα κατατέθηκαν και από τις δυο πλευρές δηλώσεις παραίτησης από τα δικόγραφα και το δικαίωμα έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης και οι υποθέσεις αυτές τέθηκαν στο αρχείο του Δικαστηρίου.

Η Δικαστική Μεσολάβηση πέτυχε. Η διαδικασία αυτή παρείχε και στις δυο πλευρές τη δυνατότητα οι προκλήσεις να μετατραπούν σε ευκαιρίες και ελευθερωμένες πλέον από έναν ατέρμονα δικαστικό αγώνα, οι δυο πλευρές, έχοντας κερδίσει αυτό που ήταν προς το συμφέρον τους, να επικεντρωθούν πλέον στα «Θέλω» της Επιχείρησής τους, που είναι: Επενδύσεις, Ανάπτυξη, Κέρδη.
Για άλλη μια φορά, το αποτέλεσμα της εξώδικης επίλυσης της διαφοράς ξεπέρασε τις προσδοκίες των μερών, ξεπέρασε τα σχέδια και τους λόγους για τους οποίους προσέρχονται στη διαπραγμάτευση και η διαδικασία τους οδήγησε σε αποφάσεις που ανοίγουν νέους ορίζοντες κερδών και ευκαιριών… Για άλλη μια φορά, το αίτημα των δικογράφων ανετράπη πλήρως μπροστά στις πραγματικές επιχειρηματικές ανάγκες και επιδιώξεις των μερών. Για άλλη μια φορά, η διαμάχη μεταμορφώθηκε σε Αξία.
Χρησιμοποιώντας το χρησμό του Μαντείου των Δελφών προς το Βύζα, τον επικεφαλής μιας αποικιακής επιχείρησης που είχε οργανώσει η πόλη των Μεγάρων, στην περιοχή του Βοσπόρου, όπου ίδρυσαν μια νέα πόλη, στην οποία έδωσαν το όνομα του ιδρυτή της, Βυζάντιο. Ο χρησμός έλεγε ότι ο Βύζας πρέπει να δημιουργήσει μια νέα πόλη απέναντι από τους τυφλούς συμπολίτες τους, που λίγα χρόνια πριν, το 685π.Χ., είχαν ιδρύσει στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου την Χαλκηδόνα. Πράγματι, κατά μιαν έννοια ήταν «τυφλοί», καθώς δεν είχαν αντιληφθεί ότι η περιοχή, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σημείο, που οι ίδιοι είχαν αποικήσει ήταν ιδανικότερη για τη διεξαγωγή του εμπορίου και την αλιεία.
Έφτασε λοιπόν η ώρα να περάσουμε απέναντι από τη χώρα των τυφλών (δικαστική οδό) στη χώρα της διαμεσολάβησης και της δικαστικής μεσολάβησης.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΚΟΡΔΑΚΗ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ – ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΡΙΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΡΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ

ThanasisΤο ανέφικτο που έγινε εφικτό