ΑΠΟΦΑΣΗ 125/2021 ΤΡΙΜ. ΔΙΟΙΚ. ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

Θάνατος από υπερτασική-ισχαιμική καρδιοπάθεια συνεπεία εντονότατης ψυχολογικής πίεσης και απόγνωσης εν όψει του κινδύνου απόλυσης – Μη τήρηση της διαδικασίας προηγούμενης ακρόασης στο πλαίσιο πειθαρχικής δίωξης – Αστική ευθύνη Ν.Π.Δ.Δ. και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης Αιφνίδιος θάνατος μέλους Δ.Ε.Π. από υπερτασική-ισχαιμική καρδιοπάθεια. – Ισχυρισμός ότι ο θάνατος προήλθε συνεπεία εντονότατης συναισθηματικής και ψυχολογικής πίεσης που του ασκήθηκε από πρόσωπα κατέχοντα θέσεις ευθύνης στη διοικητική ιεραρχία τόσο του Πανεπιστημίου όσο και του Τμήματος, συνιστάμενη σε παράνομη πειθαρχική δίωξη που του είχε ασκηθεί «εν κρυπτώ» και που του κοινοποιήθηκε αιφνιδιαστικά λίγες ημέρες νωρίτερα, κατά τη διάρκεια των διακοπών του Πάσχα.

Κρίση ότι η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης ήταν στην προκειμένη περίπτωση πλημμελής και, ως εκ τούτου, μη νόμιμη, και ότι ο διωκόμενος μη νομίμως  παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. χωρίς προηγουμένως να κληθεί σε προηγούμενη ακρόαση κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ.  2 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και 26 παρ. 3 του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Πανεπιστημίου. – Το γεγονός της άσκησης της πειθαρχικής δίωξης δημιούργησε σε αυτόν εντονότατη συναισθηματική και ψυχολογική πίεση και θυμό, καθώς και απόγνωση ότι θα χάσει την εργασία του. – Κρίση ότι οι ως άνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου τελούσαν σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με τον θάνατο του μέλους Δ.Ε.Π., καθώς αυτές ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανές και πρόσφορες, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εν όψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, να επιφέρουν τον θάνατο του ανωτέρω μέλους Δ.Ε.Π. από υπερτασική-ισχαιμική καρδιοπάθεια. – Και τούτο, διότι η ως άνω έντονη συναισθηματική φόρτιση και ψυχική πίεση δημιουργήθηκε σε αυτόν από τις ως άνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου, καθώς λόγω ακριβώς αυτών των πράξεων και παραλείψεων ο θανών μέχρι και την κοινοποίηση σε αυτόν του παραπεμπτηρίου εγγράφου αγνοούσε μη νομίμως βασικά στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η πειθαρχική δίωξή του (επιστολές συναδέλφων του εις βάρος του, προκαταρκτική έρευνα για τις ενέργειές του), ενώ εξάλλου μη νομίμως δεν είχε κληθεί σε ακρόαση πριν από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του ώστε να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και εξηγήσεις, με αποτέλεσμα να αισθανθεί, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πειθαρχική του δίωξη, ιδιαίτερη απόγνωση, άγχος και πίεση, καθώς και ότι μεθοδευόταν εν αγνοία του μια κατάσταση εις βάρος του. – Η ως άνω δε έντονη ψυχική πίεση και συναισθηματική φόρτιση, επενεργώντας επί εδάφους βαριάς καρδιοπάθειας, ήταν αυτή που αποτέλεσε το καθοριστικό εκλυτικό αίτιο για τον θάνατό του από υπερτασική-ισχαιμική καρδιοπάθεια. – Η διαπίστωση ότι η καρδιοπάθεια από την οποία έπασχε ήταν ήδη βαριά και κατά πάσα πιθανότητα θα αποτελούσε τη φυσική αιτία θανάτου μελλοντικά εάν δεν αντιμετωπιζόταν ιατρικά δεν ασκεί επιρροή στο ανωτέρω συμπέρασμα, καθώς για την κρίση περί της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης και δεν ασκεί επιρροή η ενδεχόμενη και υποθετική εξέλιξη των γεγονότων, αν τυχόν δηλαδή είχε εκδοθεί νόμιμη πράξη ή δεν είχε συντελεσθεί η παράλειψη. – Κατόπιν των ανωτέρω, στοιχειοθετείται η κατ’ άρθρα 105-106 Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του Α.Κ. ευθύνη του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. προς χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης.

 

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ 125/2021

 

  1. Με την κρινόμενη αγωγή, η οποία νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της 906/2018 προδικαστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και την εκτέλεση όσων διατάχθηκαν με αυτήν, οι ενάγοντες ζητούν, παραδεκτώς, όπως το σχετικό αίτημα νομίμως περιορίστηκε και μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με το παραδεκτώς κατατεθέν στις 25.9.2018 υπόμνημά τους, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Πανεπιστημίου να καταβάλει, κατ’ άρθρα 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, σε καθέναν από τους πρώτη και δεύτερο εξ αυτών το ποσό των 300.000 ευρώ και σε καθεμιά από την τρίτη και τέταρτη εξ αυτών το ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν λόγω του θανάτου του Ω.Ω., Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος … του εναγόμενου Πανεπιστημίου, πατέρα της πρώτης και του δεύτερου των εναγόντων, αδελφού της τρίτης και υιού της τέταρτης εξ αυτών, ο οποίος (θάνατος) επήλθε στις 3.5.2006, εντός του γραφείου που διατηρούσε αυτός στους χώρους του εναγόμενου και ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς τους, οφείλεται σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό με την ως άνω 906/2018 απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας, μετά τον θάνατο στις 30.1.2018 της τέταρτης ενάγουσας (…) και τη διακοπή, για το λόγο αυτό, της δίκης και τη συνέχιση αυτής από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, ήτοι την πρώτη και δεύτερο από τους ενάγοντες (έγγονους) και την τρίτη εξ αυτών (θυγατέρα), στην προαναφερόμενη αξίωση της ως άνω αποβιώσασας υπεισήλθαν οι ανωτέρω κληρονόμοι αυτής και τούτο κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, κατά τη σχετική διάταξη του άρθρου 1813 του Αστικού Κώδικα, και συγκεκριμένα η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόντων (έγγονοι) κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου έκαστος, ήτοι κατά το ποσό των 25.000 ευρώ, και η τρίτη των εναγόντων (θυγατέρα) κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, ήτοι κατά το ποσό των 50.000 ευρώ.
  2. Στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α ́ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. … », στο δε άρθρο 106 αυτού ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγουμένων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους».

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοια πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (Α.Ε.Δ. 5/1995, ΣτΕ 252/2020, 717/2018, 1608/2016 κ.ά.).

Εξάλλου, ευθύνη του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου,

τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου τους παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 1774/2020, 1210/2019, 484/2018, 1414/2017, 2274/2014, 572/2013, 877/2013 7μ., 4133/2011 7μ. κ.ά.) μετά από συνεκτίμηση και της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα όργανα για την αντιμετώπιση κάθε υπόθεσης (πρβλ. ΣτΕ 1774/2020, 322/2009 7μ., 4283, 950/2014). Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξεως, παραλείψεως ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (ΣτΕ 1774/2020, 15/2018, 4133/2011 7μ., 3595/2012, 1184, 1398, 1810/2013, 523, 2429/2014, 1413/2006 7μελούς). Απαραίτητη πάντως προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου ή του οργάνου του Ν.Π.Δ.Δ. και της ζημίας που επήλθε (ΣτΕ 1774/2020, 596/2017, 2937/2009 κ.ά.). Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή η παράλειψη ή υλική ενέργεια ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, χωρίς δε τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 1164, 1943, 1950, 252/2020, 2473/2019, 1580/2018, 4741/2014 Ολομ., 4100/2012, 334/2008 7μελούς κ.ά.).

Εξάλλου, το βάρος αποδείξεως της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πράξεως και ζημίας κατ’ αρχήν φέρει ο ενάγων, η δε απόδειξή της γίνεται διά παντός νομίμου μέσου, περιλαμβανομένων και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, χωρίς να ταχθεί γι’ αυτά ιδιαίτερη απόδειξη (Διοικ.Εφ.Χαν.70/2016, Διοκ.Εφ.Αθ.825/2000).

  1. Περαιτέρω, στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Α.Κ., να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (ΣτΕ 842/2019, 1581/2018, 1414/2017, 2669/2015, 3329/2014, 1405/2013, 266/2013, 4133/2011 7μ. κ.ά.). Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που προβλέπεται ειδικότερα στο άρθρο 932 εδ. γ ́ του Α.Κ. αποσκοπεί στην ηθική παρηγορία και την ψυχική ανακούφιση των μελών της οικογενείας του θανόντος, όσο αυτό είναι δυνατόν, από τον ψυχικό πόνο που δοκιμάζουν κατά τον χρόνο του θανάτου του (ΣτΕ 2210/2017, 3552/2014, 2986/2009 κ.ά.). Με τη διάταξη του άρθρου 932 εδ. γ ́ του Α.Κ. δεν ορίζεται ευθέως ο κύκλος των προσώπων που μπορούν να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση. Κατά την έννοια όμως της διατάξεως αυτής, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι με τον θανόντα συγγενείς, οι οποίοι δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και προς ανακούφιση του πόνου των οποίων στοχεύει η εν λόγω διάταξη (ΣτΕ 2210/2017, 3329/2014, 1405/2013, 2986/2009). Για τον υπολογισμό δε του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος και τον βαθμό της ψυχικής συγκινήσεως που ο θάνατος αυτός προκάλεσε στο συγκεκριμένο μέλος της οικογένειας του θανόντος, αναλόγως της ηλικίας του, της προσωπικότητάς του, της καταστάσεως της υγείας του κ.λπ. (ΣτΕ 3329/2014, 1405/2013, 2100/2006 7μ. κ.ά.).

Επίσης, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως δεν συναρτάται, καταρχήν, προς τη συγκεκριμένη, κάθε φορά, δημοσιονομική κατάσταση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου· ούτε όμως το περιουσιακό και οικονομικό μέγεθος των ανωτέρω νομικών προσώπων επιδρά στον καθορισμό του ύψους αυτής (ΣτΕ 3839/2012 7μ., 4988/2012 κ.ά.).

  1. Στον ν. 249/1976 «Περί Πειθαρχικού Συμβουλίου Καθηγητών και Υφηγητών των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» (Φ.Ε.Κ. Α ́ 7), που εκδόθηκε σε εκτέλεση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος, ορίζεται στο άρθρο 1 ότι: «Οι καθηγηταί και υφηγηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων περί ών το άρθρον 16 παρ. 5 του Συντάγματος δύνανται να παυθούν μόνον ένεκα ποινικής καταδίκης ή βαρέος πειθαρχικού παραπτώματος ή νόσου ή αναπηρίας ή υπηρεσιακής ανεπαρκείας κατόπιν αποφάσεως το διά του παρόντος νόμου προβλεπομένου Συμβουλίου και κατά τα εν τοις επομένοις άρθροις οριζόμενα», στο άρθρο 5 ότι: «Η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως επιβάλλεται εις ιδιαιτέρως βαρείας περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, περί ών το άρθρον 326 του ν. 5343/1932 “περί Οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών”, άτινα ως εκ των συνθηκών υφ’ άς διαπράττονται και του διαπιστουμένου βαθμού υπαιτιότητος του διωκομένου μαρτυρούν παρ’ αυτώ έλλειψιν συνειδήσεως των βασικών αυτού υποχρεώσεων ως Καθηγητού ή Υφηγητού ή εκθέτουν σοβαρώς το γόητρον του Σώματος των ακαδημαϊκών διδασκάλων», στο άρθρο 6 ότι «Η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσεως επιβάλλεται εις τους καθηγητάς και υφηγητάς των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ένεκα πειθαρχικού παραπτώματος προβλεπομένου υπό του άρθρου 326 του ν. 5343/1932 […] δι’ αποφάσεως του κατά το άρθρο 2 του παρόντος Συμβουλίου» στο άρθρο 7 ότι: «1. Η πειθαρχική δίωξις ασκείται είτε υπό του Πρυτάνεως ή του επέχοντος θέσιν Πρυτάνεως ή υπό των νομίμων αυτών αναπληρωτών του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος εις το οποίον ανήκει ο παραπεμπόμενος, είτε υπό του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων διά του Πρυτάνεως … 2 …» και στο άρθρο 9 ότι: «Από της δημοσιεύσεως του παρόντος αι πειθαρχικαί διατάξεις του νόμου 5343/1932 “περί οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών” και του π.δ. από 12/26.7.1933 “περί της πειθαρχικής διώξεως και της τηρητέας διαδικασίας ενώπιον των κατά τα άρθρα 327 και 328 Πειθαρχικών Συμβουλίων του Πανεπιστημίου Αθηνών”, εφαρμόζονται επί των καθηγητών και υφηγητών απάντων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ως τροποποιούνται υπό του παρόντος, καταργουμένης πάσης ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως αναφερομένης εις θέματα ρυθμιζόμενα υπό των ανωτέρω νομοθετημάτων υπό του παρόντος νόμου».

Εξάλλου, με την παρ. 23 του άρθρου 45 του ν. 1268/1982 (Φ.Ε.Κ. Α ́ 87), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την περ. ιγ ́ της παρ. 6 του άρθρου 79 του ν. 1566/1985 (Φ.Ε.Κ. Α ́ 167) και την τροποποίησή της από την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2233/1994 (Φ.Ε.Κ. Α ́ 141), ορίστηκε ότι: «Τα μέλη Δ.Ε.Π. υπάγονται στην αρμοδιότητα του πειθαρχικού συμβουλίου και στις πειθαρχικές διατάξεις για τους καθηγητές και τους υφηγητές των Α.Ε.Ι., όπως προβλέπει ο σχετικός νόμος. Η σύνθεση του συμβουλίου τούτου ορίζεται πενταμελής ως εξής: (α­γ) Οι πρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου … δ) Ο αντιπρύτανης ακαδημαϊκών υποθέσεων και προσωπικού του οικείου Α.Ε.Ι. … ε) ένας πρύτανης άλλου Α.Ε.Ι. της χώρας …».

Περαιτέρω, στο μεν άρθρο 326 του ν. 5343/1932 “Περί Οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών” (Φ.Ε.Κ. Α ́ 86), στο οποίο παραπέμπει ο ανωτέρω ν. 249/1976, προβλέπεται ότι: «Εάν τακτικός ή έκτακτος καθηγητής του Πανεπιστημίου … επιδεικνύη διαγωγήν απάδουσαν εις την αξιοπρέπειαν του πανεπιστημιακού λειτουργού, … τιμωρείται πειθαρχικώς δι’ εγγράφου επιπλήξεως, διά προστίμου ουχί κατωτέρου του δεκάτου ουδ’ ανωτέρου ολοκλήρου του μηνιαίου μισθού, διά προσωρινής απολύσεως από ενός μηνός μέχρι ενός έτους ή δι’ οριστικής απολύσεως», στο δε άρθρο 5 του π.δ. από 12/26.7.1933 (Α ́ 225) ορίζεται ότι «Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον πιλαμβάνεται της πειθαρχικής διώξεως είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως του πρυτάνεως κατ’ εντολήν του Υπουργού ή άνευ εντολής ενεργούντος περιεχούσης τα αποτελούντα το πειθαρχικόν παράπτωμα περιστατικά. Μετά της αιτήσεως ταύτης υποβάλλονται και τα τυχόν υπάρχοντα στοιχεία τα υποστηρίζοντα αυτήν …».

  1. Κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 249/1976, το Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. επιλαμβάνεται των πειθαρχικών υποθέσεων των προσώπων αυτών μόνο κατόπιν άσκησης πειθαρχικής δίωξης από τον Πρύτανη ή τον Υπουργό διά του Πρυτάνεως και όχι αυτεπαγγέλτως. Κατά τα λοιπά ισχύει, δυνάμει του άρθρου 9 του ν. 249/1976, η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 5 του από 12/26.7.1933 π.δ., η οποία τροποποιήθηκε μόνον ως προς το σημείο αυτό από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ίδιου νόμου.

Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. δεν επιτρέπεται να προβεί σε πειθαρχικό κολασμό μέλους του Δ.Ε.Π. χωρίς την έκδοση και αποστολή σε αυτό του παραπεμπτηρίου εγγράφου, δηλαδή του εγγράφου με το οποίο ασκείται η πειθαρχική δίωξη και το μέλος του Δ.Ε.Π. παραπέμπεται στο ανωτέρω πειθαρχικό συμβούλιο, ή για αδίκημα το οποίο δεν περιλαμβάνεται στο παραπεμπτήριο έγγραφο. Επίσης, στο παραπεμπτήριο έγγραφο πρέπει να μνημονεύονται τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο ασκείται η πειθαρχική δίωξη και να προσδιορίζονται αυτά κατά τόπο και κατά χρόνο, καθώς και να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται η ενοχή του διωκόμενου, η περιγραφή δε αυτή αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του παραπεμπτηρίου εγγράφου, με συνέπεια η παράλειψή της ή η αοριστία της, ή η παράθεση των πραγματικών περιστατικών κατά τρόπο αντιφατικό, να καθιστά άκυρο το παραπεμπτήριο έγγραφο και μη νόμιμη την ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου διαδικασία (πρβλ. ΣτΕ 900/2020 σκ. 9, 153/2016 σκ. 5, 2164/2014 επταμ. σκ. 7, 4055/2013 σκ. 10, 198/2012 σκ. 5, 108/2010 σκ. 12, 2320/2009 σκ. 4, 2721/2007 σκ. 9, 2070/2006 σκ. 4,1025/2006 σκ. 5, 1789/2004 σκ. 5, 1624/2000 επταμ. σκ. 10, 1595/2000 σκ. 6, 4255/1999 επταμ., κ.ά.).

Περαιτέρω, η περιγραφή των στοιχείων που προαναφέρθηκαν μπορεί να γίνει και με την αναφορά στο παραπεμπτήριο άλλου εγγράφου, από το οποίο να προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος, ο χρόνος και ο τόπος τέλεσής του, καθώς και τα στοιχεία της τυχόν ενοχής του μέλους του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., με την προϋπόθεση, αφενός ότι το έγγραφο τούτο κοινοποιείται στον διωκόμενο μαζί με το παραπεμπτήριο ή προκύπτει ότι περιήλθε σε πλήρη γνώση του εγκαίρως (πρβλ. ΣτΕ 2164/2014 επταμ. σκ. 7198/2012 σκ. 5, 2320/2009 σκ. 4, 2464/2007 σκ. 5, 1025/2006 σκ. 5, 1789/2004 σκ. 5, κ.ά.), αφετέρου ότι η αναφορά σε αυτό των πραγματικών περιστατικών δεν έρχεται σε αντίφαση (ολική ή μερική) προς όσα μνημονεύονται στο παραπεμπτήριο ή προς όσα αναφέρονται σε άλλα έγγραφα, με τα οποία επίσης συμπληρώνεται νομίμως το παραπεμπτήριο, δεδομένου ότι στην τελευταία περίπτωση δημιουργείται αβεβαιότητα περί την έκταση και την ένταση των αποδιδόμενων στον εγκαλούμενο πειθαρχικών παραπτωμάτων.

Εξάλλου, λόγος αναγόμενος στο κύρος του παραπεμπτηρίου εγγράφου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΣτΕ 211/2021, ΣτΕ 4055/2013, 198/2012, 2873/1991, 2565/1985), οι δε πλημμέλειες του παραπεμπτηρίου εγγράφου, δεδομένου του κεντρικού ρόλου τον οποίο επιτελεί στην έκβαση της πειθαρχικής διαδικασίας και στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής, καθιστούν πλημμελή την άσκηση της σχετικής πειθαρχικής δίωξης και άκυρη την περαιτέρω πειθαρχική διαδικασία (ΣτΕ 211/2021 σκ. 7).

  1. Περαιτέρω, με το π.δ. 156/1984 (Φ.Ε.Κ. Α ́ 54) ιδρύθηκε Σχολή Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης -όπως αυτή οριζόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο πριν την μετονομασία της με το π.δ. 96/2013 (Φ.Ε.Κ. Α ́ 133)-, στην οποία, κατά το άρθρο 1 του εν λόγω π.δ., συστήθηκε, μεταξύ άλλων, το Τμήμα …, ενώ έδρα της Σχολής και των Τμημάτων αυτής ορίστηκε η πόλη του Ρεθύμνου.

Επίσης, με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ίδιου π.δ. ορίστηκε ότι «Τα σχετικά με την οργάνωση, τη διοίκηση, τη λειτουργία, τον κανονισμό σπουδών και το προσωπικό της σχολής και των τμημάτων καθορίζονται με βάση της διατάξεις του ν. 1268/1982» και στο άρθρο 2 ότι «Η Σχολή και τα τμήματα έχουν ως αποστολή: α) Να συμβάλλουν στη διαμόρφωση υπεύθυνων και ελεύθερα σκεπτόμενων ανθρώπων με επιστημονική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική συνείδηση και να τους παρέχουν τα απαραίτητα εφόδια που εξασφαλίζουν την άρτια κατάρτισή τους για την επαγγελματική σταδιοδρομία και εξέλιξή τους. β) Να καλλιεργούν και να προάγουν τις κοινωνικές επιστήμες με την ακαδημαϊκή και την εφαρμοσμένη διδασκαλία, έρευνα και αναζήτηση».

Ακολούθως, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 1268/1982 περί υποχρέωσης των Α.Ε.Ι. για κατάρτιση του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας τους και υποβολής του για έλεγχο νομιμότητας και έγκριση στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. Φ1/375/β1/696/24.11.2000 υπουργική απόφαση «Έγκριση του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του Πανεπιστημίου Κρήτης» (Φ.Ε.Κ. Β ́ 1525/ 14.12.2000), στο άρθρο Πρώτο της οποίας ορίζεται ότι: «Γενικές Αρχές: Η λειτουργία του Πανεπιστημίου βασίζεται στη δημιουργική συνεργασία όλων των φορέων της ακαδημαϊκής κοινότητας. Η δραστηριότητα κάθε φορέα πρέπει να ασκείται στα πλαίσια της νομοθεσίας, του Εσωτερικού Κανονισμού και των καταστατικών αρχών του φορέα. Πέρα από τους γραπτούς κανονισμούς, όμως, η ακαδημαϊκή κοινότητα στηρίζεται σε ένα σύνολο αξιών, οι οποίες προκύπτουν από την ελεύθερη επιστημονική σκέψη. Οι αρχές αυτές είναι οι εξής: 1. … Η δραστηριότητα του Πανεπιστημίου βασίζεται στις αρχές του ανθρωπισμού και αποβλέπει στην καλλιέργεια του πολιτισμού τόσο μεταξύ των μελών του όσο και στην κοινωνία. Η δραστηριότητα του Πανεπιστημίου προσανατολίζεται επίσης στην πλήρη κοινωνική ένταξη όλων των μελών του … 2. Ανθρωπιστικές αρχές και σεβασμός των δικαιωμάτων του πολίτη: Η λειτουργία του Πανεπιστημίου και οι δραστηριότητες της ακαδημαϊκής κοινότητας πρέπει να ασκούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται απόλυτα σεβαστά τα θεσπισμένα από τους Διεθνείς Οργανισμούς Δικαιώματα του Ανθρώπου και τα συνταγματικά Δικαιώματα του Πολίτη … 3. Η αξιο­κρατία: Οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων και τα κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται από τα διάφορα όργανα και θεσμούς του Πανεπιστημίου θα πρέπει να γίνονται με διαφάνεια και να κατατείνουν στην εμπέδωση ενός κλίματος αξιοκρατίας και δικαιοσύνης σε όλους τους φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας. Οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται με διαφανή και τεκμηριωμένη διαδικασία ώστε να μη δημιουργούνται προϋποθέσεις ή υποψίες άσκησης πιέσεων και ευνοιοκρατικής συμπεριφοράς λόγω προσωπικών, συγγενικών, κομματικών ή επαγγελματικών σκοπιμοτήτων. Η αξιολόγηση όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας πρέπει να βασίζεται σε αιτιολογημένη κρίση των επιδόσεων του κρινόμενου και να αναφέρεται στην εν γένει δημιουργικότητα και έφεση του κρινόμενου. 4. Ακαδημαϊκό άσυλο: Σκοπός του ακαδημαϊκού ασύλου είναι η κατοχύρωση της ελευθερίας στη διδασκαλία, την έρευνα, την έκφραση και τη διακίνηση ιδεών χωρίς κανένα περιορισμό … 5. …», στο άρθρο 26, που τιτλοφορείται ως «Πειθαρχικές διατάξεις», ορίζεται ότι: «Α ́. Πειθαρχικός έλεγχος των μελών Δ.Ε.Π. Πειθαρχικά αδικήματα. Η παραβίαση των υποχρεώσεων των μελών Δ.Ε.Π., όπως αυτές καθορίζονται στην εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα. Πειθαρχικό αδίκημα αποτελεί επίσης η παραβίαση των υποχρεώσεων των μελών Δ.Ε.Π., όπως αυτές καθορίζονται από τις αποφάσεις της Συγκλήτου. Πειθαρχικό αδίκημα αποτελεί η τέλεση πλημμελήματος ή κακουργήματος εντός του Πανεπιστημίου και εφόσον η πράξη σχετίζεται με τις λειτουργίες του. Ιδίως, πειθαρχικά αδικήματα είναι: α) … ε) … Β ́. Πειθαρχικές ποινές και όργανα ελέγχου για τα μέλη Δ.Ε.Π. 1. Πειθαρχικές ποινές είναι: η έγγραφη επίπληξη, η περικοπή αποδοχών μέχρι τριών μηνών και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι έξι μηνών, καθώς και η προσωρινή ή οριστική παύση. 2. Οι επιβαλλόμενες πειθαρχικές ποινές πρέπει να είναι ανάλογες προς τη βαρύτητα του παραπτώματος, τις ειδικές συνθήκες τέλεσής του και το βαθμό της υπαιτιότητας. Η κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας ανήκει στο Διευθυντή του Τομέα, στον Πρόεδρο του Τμήματος ή στον Κοσμήτορα της Σχολής για θέματα της αρμοδιότητάς τους. Επίσης ανήκει στον Πρύτανη ή στο νόμιμο αναπληρωτή του, ο οποίος και ασκεί την πειθαρχική δίωξη. 3. Οι ποινές της έγγραφης επίπληξης και της περικοπής αποδοχών επιβάλλονται με αιτιολογημένη πράξη του Πρύτανη, ύστερα από προηγούμενη ακρόαση (έγγραφη ή προφορική παροχή εξηγήσεων ως προς τα σχετικά ζητήματα) των υπαιτίων. Η παραβίαση του δικαιώματος του υπαιτίου για προηγούμενη ακρόασή του επιφέρει ακυρότητα της πράξης που επιβάλλει πειθαρχική ποινή. Τέτοια παραβίαση δεν υπάρχει, εφόσον ο υπαίτιος κλητεύθηκε εγγράφως και δεν ανταποκρίθηκε στην παροχή εξηγήσεων (εγγράφως ή προφορικώς). Η ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης επιβάλλεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται, σύμφωνα με το νόμο, τα μέλη Δ.Ε.Π. 4. Σε περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής από τον Πρύτανη το μέλος Δ.Ε.Π. δικαιούται μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της πράξης να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της Συγκλήτου, με το δικαίωμα ακρόασης και ενώπιον αυτής. 5. Σχετικώς με την τηρητέα πειθαρχική διαδικασία, την παραγραφή των πειθαρχικών αδικημάτων, καθώς και με κάθε άλλο σχετικό θέμα (π.χ. σχέση της πειθαρχικής προς την ποινική δίκη) εφαρμόζονται αναλογικώς οι διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, εκτός αν ορίζεται άλλως στην ισχύουσα νομοθεσία. Γ ́. …», στο άρθρο 32 ότι: «Διαδικασία επιλογής μεταπτυχιακών φοιτητών. Κάθε ακαδημαϊκό έτος, προκηρύσσεται από τα Τμήματα, που έχουν προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών (Π.Μ.Σ.), ο προβλεπόμενος αριθμός θέσεων μεταπτυχιακών φοιτητών, προκειμένου στη συνέχεια να γίνει η επιλογή τους, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό κάθε Τμήματος. Η προκήρυξη δημοσιεύεται στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. …» και στο άρθρο 45 ότι: «Τα ακαδημαϊκά Τμήματα μπορούν να εξειδικεύουν τις διατάξεις του παρόντος εσωτερικού κανονισμού, με βάση τις ιδιαιτερότητές τους και τα ειδικά προβλήματα που τυχόν αντιμετωπίζουν, και να συντάσσουν ειδικούς εσωτερικούς κανονισμούς. Οι ειδικοί εσωτερικοί κανονισμοί, οι οποίοι πρέπει να είναι συμβατοί με τον παρόντα εσωτερικό κανονισμό, εγκρίνονται από τα αντίστοιχα συλλογικά όργανα διοίκησης και τελικά από τη Σύγκλητο».

  1. Ο Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων

Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 2683/1999, Φ.Ε.Κ. Α ́ 19), ο οποίος ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και εφαρμόζεται αναλογικά σχετικά με την τηρητέα πειθαρχική διαδικασία και κάθε άλλο σχετικό θέμα, κατά το προπαρατεθέν άρθρο 26 περ. Β ́ παρ. 5 του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, ορίζει στο άρθρο 108 ότι «1. Κανόνες και αρχές του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται ανάλογα και στο πειθαρχικό δίκαιο εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας. 2. Εφαρμόζονται ιδίως οι κανόνες και οι αρχές που αφορούν: α)… στ) το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκομένου, ζ) την επιείκεια υπέρ του πειθαρχικώς διωκομένου, η) την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων ως λόγο που αίρει τον πειθαρχικό χαρακτήρα δυσμενών κρίσεων, εκφράσεων και εκδηλώσεων, εκτός εάν συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς ανάρμοστης συμπεριφοράς», στο άρθρο 123 ότι: «Άσκηση πειθαρχικής δίωξης. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στο υπηρεσιακό συμβούλιο…» στο άρθρο 125 ότι: «Στο έγγραφο με το οποίο η υπόθεση παραπέμπεται στο υπηρεσιακό συμβούλιο … πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος υπάλληλος. 2. Το παραπεμπτήριο έγγραφο κοινοποιείται στον διωκόμενο υπάλληλο και αποστέλλεται μαζί με το φάκελο της υπόθεσης στο υπηρεσιακό συμβούλιο … 3. … 4. Το παραπεμπτήριο έγγραφο δεν ανακαλείται» στο άρθρο 126 ότι: «Προκαταρκτική έρευνα. 1. Προκαταρκτική έρευνα είναι η άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του. 2. Προκαταρκτική έρευνα μπορεί να ενεργήσει κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος του υπαλλήλου. 3. Αν αυτός που ενεργεί προκαταρκτική έρευνα κρίνει, με βάση τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, ότι δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής δίωξης, περατώνει την έρευνα με αιτιολογημένη έκθεσή του … Αν, αντιθέτως, αυτός που ενεργεί προκαταρκτική έρευνα κρίνει ότι έχει δια­πραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται με ποινή της αρμοδιότητάς του, καλεί τον υπάλληλο σε απολογία σύμφωνα με το άρθρο 135. Αν κρίνει, είτε πριν από την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία ή μετά την απολογία του, ότι δικαιολογείται η επιβολή βαρύτερης ποινής, παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο … Αν, τέλος, κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, διατάσσει την ενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης», στο άρθρο 127 ότι: «Ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και των προσώπων που τυχόν ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί. Η ένορκη διοικητική εξέταση δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης. 2. Η ένορκη διοικητική εξέταση διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο … 3. Κατά την εξέταση του υπαλλήλου, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 131 παρ. 3 και 133 του παρόντος. 4. Η ένορκη διοικητική εξέταση ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του υπαλλήλου που την ενεργεί. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται, με όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, στον πειθαρχικώς προϊστάμενο ο οποίος διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης. Εφόσον με την έκθεση διαπιστώνεται η διά­πραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική δίωξη. 5. …», στο άρθρο 128 ότι: «Πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται υποχρεωτικά κατά τη διαδικασία ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου. Κατ’ εξαίρεση δεν είναι υποχρεωτική η ανάκριση στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) … 2. … 7. …», στο άρθρο 133 ότι: «Εξέταση διωκόμενου.

Κατά την Πειθαρχική ανάκριση καλείται οπωσδήποτε για εξέταση ο διωκόμενος υπάλληλος. …» και στο άρθρο 135 ότι: «1. Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται, εάν ο υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία. Η εξέταση του διωκόμενου κατά το στάδιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή της πειθαρχικής ανάκρισης δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία. 2. …».

Από τις ανωτέρω διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα προκύπτει ότι το πειθαρχικό όργανο, πριν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης, η οποία αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στο υπηρεσιακό συμβούλιο, έχει τη δυνατότητα, κατ’ αρχάς, να ενεργήσει προκαταρκτική έρευνα, κατ’ άρθρο 126 του Υ.Κ., ήτοι να προβεί στη συλλογή στοιχείων, ώστε να διαπιστωθεί η τυχόν τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του και στη συνέχεια να κρίνει, με βάση τα συλλεγέντα στοιχεία, εάν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής δίωξης, ενώ εάν κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, διατάσσει την ενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.). Περαιτέρω, το πειθαρχικό όργανο, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, δύναται να διατάξει τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, κατ’ άρθρο 127 του Υ.Κ., η οποία αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και των προσώπων που τυχόν ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί, ενώ στα πλαίσια της διενέργειάς της εξετάζεται και ο υπάλληλος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος. Η Ε.Δ.Ε. ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του υπαλλήλου που την ενεργεί και εφόσον με αυτή διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, το πειθαρχικό όργανο υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική δίωξη. Εξάλλου, η Ε.Δ.Ε. αποτελεί ανακριτική μέθοδο μεταξύ της προκαταρκτικής έρευνας, κατ’ άρθρο 126 του Υ.Κ., και της πειθαρχικής ανακρίσεως, κατ’ άρθρο 128 του Υ.Κ., με την οποία διευκολύνεται η Διοίκηση για τυχόν εντοπισμό παραπτωμάτων και υπευθύνων, ώστε στη συνέχεια να κινηθεί, εάν χρειαστεί, η πειθαρχική διαδικασία. Σκοπός δε της Ε.Δ.Ε. είναι να διασφαλιστεί το υπηρεσιακό κύρος, αλλά και η προσωπικότητα του υπαλλήλου από αβάσιμες και αναπόδεικτες κατηγορίες και φήμες, ενώ, άλλωστε, δεν συντελείται με αυτή έναρξη πειθαρχικής διώξεως (βλ. Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 271/2001).

Εξάλλου, σύμφωνα με τις ανωτέρω ρυθμίσεις των άρθρων 127 και 133 του Υ.Κ., εκείνος στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος εξετάζεται (ανωμοτί) σε όλα τα στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας, οι εν λόγω δε ρυθμίσεις, αποσκοπώντας στη δημιουργία για τον πειθαρχικώς διωκόμενο συνθηκών ελεύθερης υπεράσπισής του, αποτελούν εγγυήσεις εξασφάλισης δίκαιης δίκης (πρβλ. ΣτΕ 1180/2020).

  1. Το Σύνταγμα στο άρθρο 20 παρ. 2 ορίζει ότι: «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του», το δε άρθρο 6 του κυρωθέντος με το ν. 2690/1999 (Φ.Ε.Κ. Α ́ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ότι: «1. Οι διοικητικές αρχές πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς ως προς τα σχετικά ζητήματα. 2. Η κλήση προς ακρόαση είναι έγγραφη … κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και να προβεί σε ανταπόδειξη … 4. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι σχετικές με τη δυσμενή διοικητική πράξη διατάξεις προβλέπουν δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής».
  2. Οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, το εύρος εφαρμογής της οποίας συμπίπτει με εκείνο της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 (ΣτΕ 1105/2008, 452/2004), επιβάλλουν, ως ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, την προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου, θεσπίζοντας υποχρέωση της Διοίκησης να απευθύνει, πριν από τη σχετική ενέργεια ή τη λήψη του σχετικού δυσμενούς μέτρου, πρόσκληση προς τον ενδιαφερόμενο προκειμένου αυτός να εκθέσει τις απόψεις του και να θέσει υπόψη της Διοίκησης τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, ώστε και τα συμφέροντα αυτού να προστατευθούν και η Διοίκηση να ενημερωθεί πληρέστερα (πρβλ. ΣτΕ 3359/2014, 239/2012, 596/2008). Η άσκηση του ως άνω δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον διοικούμενο, τον οποίο αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη, να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης, ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού (πρβλ. ΣτΕ 926, 2611/2015). Η τήρηση δε του ως άνω ουσιώδους τύπου επιβάλλεται οπωσδήποτε στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η Διοίκηση ενεργεί κατά διακριτική ευχέρεια, ενώ, περαιτέρω, από την εκδοθείσα διοικητική πράξη ή το ληφθέν μέτρο ή από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει, κατά τρόπο σαφή, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η Διοίκηση ενήργησε λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία συνδεόμενα προς την υποκειμενική συμπεριφορά ή υπαιτιότητα του θιγόμενου από την πράξη ή το μέτρο (πρβλ. ΣτΕ 239/2012, 1711/2011, 1713/1994 7μελούς, 2256/2000). Προς τον σκοπό δε της πλήρους προστασίας, πρέπει ο διοικούμενος να καλείται εγκαίρως και εν γένει νομοτύπως, έτσι ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα να προετοιμαστεί καταλλήλως για την παροχή των αναγκαίων εξηγήσεων και την προσκομιδή στοιχείων (πρβλ. ΣτΕ 2972/2014, 1711/2011, 596/2008, 1185/2001 7μελούς).

Ειδικότερα, όσον αφορά στον πειθαρχικό έλεγχο των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., η απευθείας παραπομπή μέλους Δ.Ε.Π. στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 45 παρ. 23 του ν. 1268/1982, όπως ισχύει, λαμβάνει χώρα προκειμένου να κριθεί από το τελευταίο εάν συντρέχουν, μεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις για την επιβολή της προσωρινής ή οριστικής παύσης, το ως άνω δε Συμβούλιο επιλαμβάνεται των πειθαρχικών υποθέσεων των ανωτέρω προσώπων μόνο κατόπιν άσκησης πειθαρχικής δίωξης από τον Πρύτανη του οικείου Πανεπιστημίου (ή τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων διά του Πρυτάνεως). Προκειμένου δε να ασκηθεί κατά μέλους Δ.Ε.Π. πειθαρχική δίωξη για παράβαση του άρθρου 326 του ν. 5343/1932 και να παραπεμφθεί το τελευταίο στο ανωτέρω Πειθαρχικό Συμβούλιο, ενόψει του γεγονότος ότι η άσκηση πειθαρχικής δίωξης αποτελεί ένα ιδιαίτερα δυσμενές για το ανωτέρω πρόσωπο μέτρο, το οποίο εξαρτάται από την υποκειμενική του συμπεριφορά και ενόψει της ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας που έχει παρασχεθεί στον Πρύτανη να προβεί στην ανωτέρω ενέργεια, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του ότι η διάταξη του άρθρου 326 του ν. 5343/1932 θεσπίζει, με τελείως αόριστη διατύπωση, το πειθαρχικό αδίκημα της διαγωγής που απάδει στην αξιοπρέπεια του πανεπιστημιακού λειτουργού χωρίς να προσδιορίζει σαφώς την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού αυτού αδικήματος (ΣτΕ 2666/2017, σκ. 9), η Διοίκηση οφείλει κατ’ επιταγή του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας να καλέσει το μέλος Δ.Ε.Π., πριν την παραπομπή του στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε προηγούμενη ακρόαση για την παροχή από μέρους του των αναγκαίων διευκρινίσεων και εξηγήσεων, ακόμη και αν η ειδική, εκάστοτε, νομοθεσία δεν το προβλέπει ρητώς (πρβλ. ΣτΕ 2972/2014, 596/2008, Διοικ.Εφ.Αθ. 840/2020, 195/2019).

  1. Τέλος, με την υπ’ αριθμ. …/6.5.2004 υπουργική απόφαση του Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Έγκριση λειτουργίας Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος … του Πανεπιστημίου Κρήτης με τίτλο “…”» (…), εγκρίθηκε, κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 10 έως 12 του ν. 2083/1992 (Φ.Ε.Κ. Α ́ 159), η λειτουργία του ως άνω Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ.), από το ακαδημαϊκό έτος 2004-2005, στο ανωτέρω Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης, ενώ στο άρθρο 12 της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίστηκε ότι: «Για θέματα που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία του Π.Μ.Σ. προβλέπεται αυτά να ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Σπουδών του Π.Μ.Σ. Μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Σπουδών του Π.Μ.Σ., την ευθύνη απόφασης θα έχουν τα αρμόδια από την ισχύουσα νομοθεσία όργανα. Όσα θέματα δεν ρυθμίζονται στο παρόν θα ρυθμίζονται από τα αρμόδια όργανα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία». Εξάλλου, στο άρθρο 12 του ν. 2083/1992 «Εκσυγχρονισμός της Ανώτατης Εκπαίδευσης» (Φ.Ε.Κ. Α ́ 159), όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίστηκαν τα εξής: «Για την οργάνωση και την εν γένει λειτουργία των Π.Μ.Σ. αρμόδια όργανα είναι τα εξής: α) Η Σύγκλητος ειδικής σύνθεσης, η οποία περιλαμβάνει τα μέλη Δ.Ε.Π., που με οποιαδήποτε ιδιότητα είναι μέλη της και τους δύο εκπροσώπους των μεταπτυχιακών φοιτητών και Ε.Μ.Υ. και η οποία είναι αρμόδια για κάθε θέμα διοικητικού ή οργανωτικού χαρακτήρα, που σχετίζεται με τις Μεταπτυχιακές σπουδές. β) Η επιτροπή μεταπτυχιακών σπουδών, η οποία λειτουργεί σε επίπεδο Α.Ε.Ι. και είναι αρμόδια για το συντονισμό και την εποπτεία των μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Η επιτροπή αυτή συγκροτείται με πράξη του πρύτανη και απαρτίζεται από τον αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Προσωπικού ως πρόεδρο και από ένα (1) μέλος Δ.Ε.Π. κάθε τμήματος στο οποίο λειτουργεί Π.Μ.Σ. Το μέλος Δ.Ε.Π. κάθε τμήματος ορίζεται από τη γενική συνέλευση ειδικής σύνθεσης (Γ.Σ.Ε.Σ.) και ανήκει κατά προτίμηση στα μέλη στα οποία έχει ανατεθεί μεταπτυχιακό εν γένει έργο. Η θητεία των μελών είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται. Στην περίπτωση διαπανεπιστημιακού Π.Μ.Σ. ως αρμόδια Επιτροπή Μεταπτυχιακών Σπουδών ορίζεται αυτή του Α.Ε.Ι. το οποίο δίνει τη διοικητική υποστήριξη. γ) Η γενική συνέλευση ειδικής σύνθεσης (Γ.Σ.Ε.Σ.), η οποία απαρτίζεται από τον πρόεδρο του τμήματος, τα μέλη Δ.Ε.Π. της γενικής συνέλευσης του τμήματος και δύο (2) μεταπτυχιακούς φοιτητές του τμήματος. Η Γ.Σ.Ε.Σ. είναι αρμόδια για την κατάρτιση και εισήγηση προτάσεων για Π.Μ.Σ., τον ορισμό των μελών των συμβουλευτικών επιτροπών, των μελών των εξεταστικών επιτροπών, την απονομή μεταπτυχιακών διπλωμάτων, τη συγκρότηση των επιτροπών επιλογής ή εξέτασης των υποψήφιων μεταπτυχιακών φοιτητών, καθώς και κάθε άλλο θέμα, που προβλέπεται από επί μέρους διατάξεις. Σε κάθε περίπτωση διατμηματικού Π.Μ.Σ. τις αρμοδιότητες της Γ.Σ.Ε.Σ. ασκεί ειδική διατμηματική επιτροπή, η οποία συγκροτείται από μέλη των αντίστοιχων Γ.Σ.Ε.Σ. των οικείων τμημάτων και τα οποία εκλέγονται μεταξύ όλων των μελών της Γ.Σ.Ε.Σ. κάθε τμήματος. δ) Η συντονιστική επιτροπή του Π.Μ.Σ. … Η επιτροπή είναι αρμόδια για την παρακολούθηση και το συντονισμό λειτουργίας του προγράμματος. 2. α) Στα Π.Μ.Σ. γίνονται δεκτοί πτυχιούχοι Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή ομοταγών αναγνωρισμένων ιδρυμάτων της αλλοδαπής. Οι Έλληνες πτυχιούχοι πρέπει να γνωρίζουν αποδεδειγμένα μια ξένη γλώσσα, οι δε αλλοδαποί επαρκώς την ελληνική γλώσσα. Η επιλογή των μεταπτυχιακών φοιτητών γίνεται με συνεκτίμηση των εξής κυρίως κριτηρίων: ­Το γενικό βαθμό του πτυχίου. ­Τη βαθμολογία στα προπτυχιακά μαθήματα τα σχετικά με το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών. ­Την επίδοση σε διπλωματική εργασία, όπου προβλέπεται στο προπτυχιακό επίπεδο. Την τυχόν ερευνητική δραστηριότητα του υποψηφίου. Η Γ.Σ.Ε.Σ. του οικείου τμήματος καθορίζει με απόφασή της τις λεπτομέρειες εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, τον ορισμό συμπληρωματικών κριτηρίων ή την πιθανή εξέταση σε ορισμένα μαθήματα, το αποτέλεσμα των οποίων συνεκτιμάται για την επιλογή. β) Η επιλογή των εισακτέων στο Π.Μ.Σ. γίνεται από επιτροπή μελών Δ.Ε.Π. του οικείου τμήματος, που συγκροτείται με απόφαση της Γ.Σ.Ε.Σ. Ο πίνακας επιτυχόντων επικυρώνεται από τη Γ.Σ.Ε.Σ. γ) … 3. …».
  2. Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τη συνεδρίαση της 7ης.7.2004 της Γενικής Συνέλευσης Ειδικής Σύνθεσης (Γ.Σ.Ε.Σ.) του Τμήματος … του εναγόμενου Πανεπιστημίου Κρήτης, ορίστηκε ο οδηγός σπουδών και ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ.) «…», ενώ τα μέλη της ως άνω Γ.Σ.Ε.Σ., μεταξύ των οποίων και ο, μετέπειτα θανών, Ω.Ω., Αναπληρωτής Καθηγητής του εν λόγω Τμήματος, αποφάσισαν ότι η διαδικασία επιλογής μεταπτυχιακών φοιτητών θα γίνεται βάσει του φακέλου της υποψηφιότητας και της συνέντευξης, ότι θα υπάρχουν δύο επιτροπές, Προεπιλογής και Επιλογής, τα μέλη των οποίων θα καθορίζονται από την εν λόγω Γ.Σ.Ε.Σ., καθώς και ότι για τη διαδικασία επιλογής των μεταπτυχιακών φοιτητών θα ακολουθούνται τρία στάδια, ήτοι: α) εξέταση φακέλων και προεπιλογή των υποψηφίων για συνέντευξη. Κατά το στάδιο αυτό αποφασίστηκε να γίνεται συνεκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων από την τριμελή Επιτροπή Προεπιλογής, η δε προεπιλογή θα γίνεται βάσει του φακέλου υποψηφιότητας που θα καταθέτουν οι υποψήφιοι με την αίτησή τους και βάσει των οριζομένων στη σχετική νομοθεσία και στον Κανονισμό Σπουδών, η δε Επιτροπή θα καταρτίζει φθίνοντα πίνακα προεπιλογής, β) συνέντευξη, κατά την οποία θα καλείται αριθμός υποψηφίων τουλάχιστον υπερδιπλάσιος του αριθμού των θέσεων που έχουν προκηρυχθεί, οι δε συνεντεύξεις θα διενεργούνται από την πενταμελή Επιτροπή Επιλογής, και γ) η πενταμελής Επιτροπή Επιλογής θα προχωρά στη συνεκτίμηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, όπως αυτά θα προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου της υποψηφιότητας και τη συνέντευξη, και θα καταρτίζει πίνακα επιτυχόντων και επιλαχόντων, ενώ ορίστηκε ότι ο πίνακας αυτός θα επικυρώνεται από τη Γ.Σ.Ε.Σ. και τη Σύγκλητο Ειδικής Σύνθεσης.

Περαιτέρω, στην ως άνω απόφαση επισυνάφθηκαν σχετικοί πίνακες περί κατανομής βαρύτητας των επιμέρους κριτηρίων εισαγωγής των υποψηφίων στο Π.Μ.Σ., και συγκεκριμένα αναλυτικός πίνακας κριτηρίων, στον οποίο αναφερόταν το ποσοστό που θα αποδίδετο ανά κριτήριο (βαθμός πτυχίου, ξένες γλώσσες, επαγγελματική εμπειρία κ.λπ.), καθώς και ένας πίνακας «ενδεικτικής κατανομής βαρύτητας κριτηρίων», όπου αναγράφονταν συνοπτικά επτά κριτήρια (βαθμός πτυχίου, επίδοση σε μαθήματα συναφούς περιεχομένου, επαρκής γνώση ξένης γλώσσας, ερευνητική και συναφής με τα γνωστικά αντικείμενα δραστηριότητα, δείγμα προ-πτυχιακής εργασίας, άλλες μεταπτυχιακές σπουδές και επίδοση και παρουσία στη συνέντευξη) […]. Ακολούθως, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2005-2006, κατόπιν της προκήρυξης είκοσι τεσσάρων (24) θέσεων μεταπτυχιακών φοιτητών για το

ανωτέρω Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, υποβλήθηκαν 113 αιτήσεις και αφού προηγήθηκε η διαδικασία της επιλογής των μεταπτυχιακών φοιτητών από τις αρμόδιες Επιτροπές […] κλήθηκαν τα μέλη της Γενικής Συνέλευσης Ειδικής Σύνθεσης, προκειμένου να προβούν, μεταξύ άλλων, στην επικύρωση των σχετικών αποτελεσμάτων […]. Κατά τη συνεδρίαση της Γ.Σ.Ε.Σ. που ακολούθησε […] και αφού είχε προηγηθεί η από 18.7.2005 ένσταση του πτυχιούχου του Τμήματος … Ψ.Ψ. κατά της απόρριψης της υποψηφιότητάς του για την προεπιλογή του στο ως άνω Π.Μ.Σ., εγκρίθηκε από τα μέλη της Συνέλευσης ο κατάλογος των είκοσι τεσσάρων επιτυχόντων και ένας κατάλογος επιλαχόντων κατά φθίνουσα βαθμολογική σειρά, στους εν λόγω δε καταλόγους αναγράφονταν οι τελικές βαθμολογίες των επιτυχόντων και των επιλαχόντων υποψηφίων. Όμως, κατά την ως άνω συνεδρίαση, ο Ω.Ω. διατύπωσε ως προς την επικύρωση των αποτελεσμάτων τις επιφυλάξεις του και ζητούσε να του παραδοθεί αντίγραφο του πίνακα, που περιελάμβανε τα κριτήρια μοριοδότησης των υποψηφιοτήτων, που, όπως υποστήριξε, είχαν θέσει τα μέλη κατά το προηγούμενο έτος στη σχετική διαδικασία. Συγκεκριμένα δε, κατά τα ως άνω πρακτικά και με αφορμή την ως άνω υποβληθείσα ένσταση, ο τελευταίος υποστήριξε ότι «εάν είχε τηρηθεί αυτή η μοριοδότηση και υπήρχε ένας τέτοιος πίνακας, κανείς δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει, ούτε εντός, ούτε εκτός του Τμήματος, ότι οι υποψήφιοι κλήθηκαν σε συνέντευξη με βάση μια σειρά μοριοδότησης, η οποία προσδιόριζε όχι βεβαίως την τελική κρίση, αλλά τη σειρά της συνέντευξης», ότι «Αν δοθεί, όπως είχε δοθεί πέρυσι, αυτή η λίστα στα μέλη της Συνέλευσης, και αν με βάση τη μοριοδότηση την οποία έχουμε συμφωνήσει και έχει τηρηθεί αυτή η μοριοδότηση, νομίζω ότι, τουλάχιστον για μένα, το θέμα έχει λήξει», ότι «Εδώ θέλουμε να προστατέψουμε το Τμήμα … Θέλουμε να προστατέψουμε το μεταπτυχιακό. Όλοι ξεκινάμε από την ίδια αφετηρία. Δεν υπάρχουν άτομα αυξημένης και μειωμένης εμπιστοσύνης ή κύρους … Σαν μέλος του Τμήματος μεταξύ μας και με όλη την εμπιστοσύνη, δικαιούμαι να ρωτήσω … τί έγινε. … Το να τα συζητάμε αυτά δεν σημαίνει κακή πίστη … Αντιθέτως … Εμένα με βοήθησε πέρυσι που ήμουν και στη διαδικασία αυτός ο κατάλογος μοριοδότησης. … Θα ήταν καλό να υπήρχε και τώρα αυτός ο κατάλογος … Πώς θα τα επικυρώσουμε τα αποτελέσματα; Πρέπει να δούμε πίνακες, να δούμε στοιχεία, να δούμε μόρια κ.τ.λ. … Γι’ αυτό είπα αν όντως με μια αντικειμενική μοριοδότηση την οποία δεν τη γνωρίζω εγώ αλλά τη γνωρίζουν τα μέλη της επιτροπής έμεινε εκτός ο Ψ.Ψ. καλώς έγινε αυτό το πράγμα. Εάν όμως έχει γίνει κάποιο λάθος, νομίζω ότι εδώ πρέπει να το δούμε». Σύμφωνα δε με τα ίδια πρακτικά η Χ.Χ. του απάντησε ότι «για να μην έχει τηρηθεί αυτό, θα έπρεπε να είχε πάρει σχετική απόφαση η Συνέλευση. Κατά συνέπεια σαφώς και τηρήθηκε η ίδια δια­δικασία …», καθώς και ότι ναι μεν δημιουργήθηκε μια λίστα, με βάση την οποία έγιναν οι διαδικασίες για την εισαγωγή των φοιτητών στο Π.Μ.Σ. και η οποία (λίστα) ήταν γνωστή στα μέλη της επιτροπής και τα μέλη Δ.Ε.Π., αλλά θεωρείται εμπιστευτική για να μη διαμορφώνονται άσχημες εντυπώσεις απέναντι στους υποψηφίους, ενώ ο Φ.Φ. ισχυρίστηκε ότι «Η λίστα είναι αυτονόητο, θεωρώ εξίσου ότι πρέπει να δοθεί, γιατί να μη δοθεί» και ο Υ.Υ. απευθυνόμενος στον Ω.Ω. είπε ότι «Σε διαβεβαιώνω ότι δεν έχει γίνει κανένα λάθος όσον αφορά τον κύριο Ψ.Ψ., ότι όλα τα μέλη της επιτροπής το έχουν εξετάσει και ξαναείδαν το φάκελο για να μην έχει γίνει κανένα λάθος, εδώ είναι η λίστα μοριοδότησης, μπορείτε να τη δείτε…. Οι λίστες θα καθαρογραφούν και θα είναι στη διάθεσή σας». Στη συνέχεια δε της ως άνω συζήτησης, ο Ω.Ω. αναρωτήθηκε γιατί δεν είχε δοθεί νωρίτερα ο κατάλογος μοριοδότησης και πώς θα είναι δυνατόν να εγκρίνει μέσα σε πέντε λεπτά, ο δε Φ.Φ. του απάντησε ότι: «Αυτό είναι το νόημα της επιτροπής. Η επιτροπή έχει επιλέξει. Και εισηγείται. Και εσείς με βάση τα στοιχεία, θα τα δείτε, αποφασίζετε». Κατόπιν της προαναφερθείσας συνεδρίασης, ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του Ω.Ω. και της Διοίκησης του Τμήματος …, σύμφωνα δε με την 1466/25.7.2005 απάντηση επί του σχετικού αιτήματός του, του διαβιβάστηκαν οι ονομαστικές καταστάσεις των υποψηφίων για το ως άνω Μ.Π.Σ. και συγκεκριμένα η «λίστα προεπιλογής 2005», στην οποία αναγράφονταν τα συνολικά μόρια βαθμολογίας της αίτησής τους και τα «αποτελέσματα 2005», στα οποία αναγράφονταν τα συνολικά μόρια με τα οποία βαθμολογήθηκε η αίτηση των υποψηφίων και αυτά με τα οποία βαθμολογήθηκε η συνέντευξή τους. Εν συνεχεία, στις 29.7.2005 ο ανωτέρω, με έγγραφό του απευθυνόμενο στην […] Προϊσταμένη της Γραμματείας του Τμήματος … και κοινοποιούμενο στον Υ.Υ. και στην Χ.Χ., αφού ανέφερε ότι με την επιστολή του υποψήφιου για το μεταπτυχιακό φοιτητή αμφισβητείται η αμεροληψία της διαδικασίας επιλογής και ότι παρόμοιες αμφισβητήσεις, εκτός του ότι εγείρουν ζητήματα προσωπικής ευθιξίας των μελών της επιτροπής, εμπεριέχουν και τον κίνδυνο να τρωθεί το κύρος και η δημόσια εικόνα του Τμήματος και ως εκ τούτου θεωρούσε ότι θα προσκομιζόταν στην επιτροπή ο φάκελος του συγκεκριμένου υποψηφίου και αφού εξέφρασε ότι δεν υπάρχει θέμα εμπιστοσύνης προς τα μέλη της Γ.Σ.Ε.Σ., αλλά ότι η εμπιστοσύνη στηρίζεται σε κανόνες και προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να τηρούνται, παραπονούμενος ότι η «λίστα προεπιλογής 2005» που του διαβιβάστηκε περιέχει την ιεραρχική κατάταξη των υποψηφίων στο πρώτο στάδιο με βάση τη συνολική μοριοδότηση του κάθε υποψηφίου, χωρίς όμως να διευκρινίζονται σε αυτή τα επιμέρους μόρια με βάση τα οποία προέκυψε η συνολική βαθμολογία, η οποία, όπως ισχυρίστηκε, δεν μπορεί να προκύψει χωρίς την αναλυτική μοριοδότηση, παρακάλεσε να του επιτραπεί να ενημερωθεί, με όποιο τρόπο θα κρινόταν πρόσφορος, για τους αναλυτικούς πίνακες μοριοδότησης των υποψηφίων, καθώς μόνο αυτοί αποδεικνύουν κατά πόσο τηρήθηκαν τα κριτήρια μοριοδότησης που έχει αποφασίσει η Γ.Σ.Ε.Σ., ιδιαίτερα ως προς τον διαμαρτυρόμενο υποψήφιο. Επί του αιτήματός του αυτού έλαβε δυνάμει του …/4.8.2005 εγγράφου της Γραμματέως του Τμήματος … απάντηση ότι ήδη με το …/25.7.2005 έγγραφο είχαν διαβιβαστεί σε αυτόν οι πίνακες κατάταξης, καθώς και ότι για τα σημεία που έθεσε στο τελευταίο αυτό αίτημά του είχε γίνει συζήτηση στη σχετική Γ.Σ.Ε.Σ., στην οποία ήταν παρών, και μόλις ολοκληρωνόταν η καθαρογραφή των πρακτικών θα του αποστέλλονταν. Στις 5.8.2005 ο ανωτέρω επανέρχεται με νέα επιστολή προς τον Υ.Υ. και την Χ.Χ., με την οποία εξέφρασε την έκπληξή του για το ότι, όπως κατάλαβε, οι αναλυτικοί πίνακες μοριοδότησης δεν είναι στη διάθεση της Γραμματείας του Τμήματος, ότι παρά ταύτα είναι αποφασισμένος να διατηρήσει την καλή του πίστη και εμπιστοσύνη που πρέπει να διέπει τις σχέσεις μεταξύ των συναδέλφων, και επανέφερε το αίτημά του να ζητήσει πλέον προσωπικά από τους ανωτέρω, ως μέλη της τριμελούς επιτροπής, την άμεση πρόσβασή του στα στοιχεία της αναλυτικής μοριοδότησης, με βάση την οποία καταρτίστηκε η λίστα προεπιλογής των υποψηφίων του Π.Μ.Σ., όπως είχε γίνει και κατά το προηγούμενο έτος, ενώ επεσήμανε ότι δεν έχει καμία πρόθεση να αμφισβητήσει την ευαισθησία τους, ότι ελπίζει να αναγνωρίσουν και αυτοί την δική του ευαισθησία, στη βάση της οποίας προσπαθεί να εκπληρώσει της υποχρεώσεις του ως μέλος της Γ.Σ. του Τμήματος. Στο εντωμεταξύ, ο Προεδρεύων του Τμήματος (Υ.Υ.) και η Διευθύντρια του Μεταπτυχιακού (Χ.Χ.) με το …/25.7.2005 έγγραφό τους προς τον Ψ.Ψ., ήτοι τον φοιτητή που είχε υποβάλει την προαναφερόμενη από 18.7.2005 ένσταση λόγω της μη εισαγωγής του στο Π.Μ.Σ., ενημέρωσαν τον τελευταίο για τα στάδια της διαδικασίας που ακολουθούνται για την εισαγωγή στο Π.Μ.Σ. και ότι δεν κλήθηκε στη συνέντευξη λόγω του ότι είχε λάβει την 57η θέση στην προεπιλογή. Εξάλλου, ο Ω.Ω. με το από 7.8.2005 έγγραφό του, απευθυνόμενος προς τον εν λόγω υποψήφιο Ψ.Ψ., ο οποίος του είχε κοινοποιήσει την από 8.7.2005 ένστασή του, ανέφερε ότι: «Ως μέλος της Γ.Σ. επιφυλάχτηκα να εγκρίνω αυτά τα αποτελέσματα, διότι κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να εξεταστεί επί της ουσίας η ένστασή σας … Η κατά τη γνώμη μου παράλειψη αυτή της Επιτροπής Επιλογής δεν μου επιτρέπει επί του παρόντος να λάβω θέση επί της ουσίας της ένστασής σας. Επειδή, ωστόσο, ως μέλος της Γ.Σ., που είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο διοίκησης, έχω υποχρέωση να διαφυλάξω το κύρος του Τμήματος, έχω κινήσει τη νόμιμη διαδικασία που θα επιτρέψει να σχηματίσω γνώμη επί της ουσίας για το βάσιμο ή το αβάσιμο της ένστασής σας. Όταν αυτό καταστεί εφικτό, θα λάβετε την οριστική μου απάντηση επί του αιτήματός σας». Ακολούθως, στις 9.8.2005 οι ανωτέρω Υ.Υ. και Χ.Χ., με το …/9.8.2005 έγγραφό τους, κοινοποιούμενο στον Φ.Φ., Αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Προσωπικού, απαντώντας στην προαναφερόμενη επιστολή του Ω.Ω., επέμειναν ότι η Γραμματεία του Τμήματος ήδη του κοινοποίησε τους πίνακες κατάταξης των υποψηφίων για το Π.Μ.Σ., καθώς επίσης και τους πίνακες με τα μόρια στα δύο στάδια της διαδικασίας εισαγωγής, ότι η διαδικασία διενεργήθηκε εκείνη τη χρονιά, όπως και την προηγούμενη, με βάση τη σχετική απόφαση της Γ.Σ.Ε.Σ., ότι αυτός είχε ήδη πρόσβαση στους σχετικούς φακέλους των υποψηφίων, ότι ο υποψήφιος Ψ.Ψ. είχε ήδη λάβει εμπεριστατωμένη απάντηση από τα αρμόδια όργανα του Τμήματος, καθώς και ότι οι ατυχείς εκφράσεις που περιλαμβάνονταν στις επιστολές του περί επιθυμίας του να προβεί σε έλεγχο της μοριοδότησης και ότι «θα μπορούσαν να γεννηθούν σκέψεις περί παρελκυστικής πολιτικής», διατυπώθηκαν και στη Γ.Σ.Ε.Σ., όπως εξάλλου και οι υπαινιγμοί του στη Γραμματεία, καθώς και το γεγονός ότι μετέβη στη Γραμματεία προκειμένου να «ελέγξει» εάν οι φάκελοι βρίσκονταν στη θέση τους, κατά τα αναγραφόμενα στην εν λόγω απάντηση «αν δεν οφείλονται σε επίδειξη από μέρους σας πνεύματος κακοπιστίας οφείλονται σε έλλειψη εμπειρίας από σύνθετες διοικητικές διαδικασίες και, ως εκ τούτου, τις αντιπαρερχόμεθα». Απαντώντας στο έγγραφο αυτό ο Ω.Ω. με το από 27.8.2005 έγγραφό του, αφού εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του στους «υποτιμητικούς έως και ειρωνικούς» χαρακτηρισμούς που του αποδόθηκαν, είπε ότι εμμένει με νηφαλιότητα στην ουσία των σοβαρών ζητημάτων σχετικά με τη διαδικασία επιλογής των φοιτητών του Π.Μ.Σ., καθώς, όπως ανέφερε, αυτά είναι τα ζητήματα που ενδιαφέρουν τους φοιτητές και όχι οι εκατέρωθεν προσωπικοί χαρακτηρισμοί. Επεσήμανε δε στο έγγραφό του τις διαδικαστικές παραλείψεις που είχαν λάβει χώρα από την επιτροπή αξιολόγησης του Π.Μ.Σ. αναφορικά με την έλλειψη κάθε αιτιολογίας στην εισήγηση που παρουσίασε η Επιτροπή σχετικά με τους επιτυχόντες, την έλλειψη κάθε στοιχείου που θα επέτρεπε στα μέλη της Γ.Σ.Ε.Σ. να σχηματίσουν γνώμη για την εισήγηση και για το βάσιμο ή όχι της ένστασης του Ψ.Ψ., με αποτέλεσμα, όπως ανέφερε, να δημιουργούνται ελαττώματα στη διαδικασία που ακολουθήθηκε στη Γ.Σ.Ε.Σ. της 22.7.2005, και εκδήλωσε την πρόθεσή του να ασκήσει σχετική ένσταση ενώπιον της Γ.Σ.Ε.Σ. Επίσης, με το ανωτέρω έγγραφό του υπενθύμισε στους αποδέκτες του ότι, αντιπαρερχόμενος τις διαδικαστικές παραλείψεις, είχε επιμείνει αποκλειστικά στο μοναδικό αίτημά του να τεθούν στη διάθεση των μελών τα αναλυτικά στοιχεία της μοριοδότησης και αντ’ αυτού δέχτηκε ως απάντηση ότι πρέπει να περιμένει να καθαρογραφούν τα πρακτικά και εξέφρασε την απορία του γιατί υπάρχει η επιμονή να συνδέονται τα όποια στοιχεία παραλείφθηκαν να προσκομιστούν στη Γ.Σ.Ε.Σ. με τα πρακτικά, ενόψει του ότι το ζήτημα πρόσβασης στα στοιχεία είναι προαπαιτούμενο του σχηματισμού γνώμης και απόφασης, ενώ τα στοιχεία που μπορούν να περιληφθούν στα πρακτικά είναι μόνο αυτά που πράγματι προσκομίστηκαν κατά τη διαδικασία ενώπιον της Γ.Σ.Ε.Σ., ήτοι μόνο ο ονομαστικός κατάλογος των επιτυχόντων και των επιλαχόντων χωρίς ουδέν άλλο στοιχείο. Ακολούθως, ο Υ.Υ., Προεδρεύων του Τμήματος …, με το …/30.8.2005 απαντητικό έγγραφό του προέτρεψε τον Ω.Ω. να συμβουλευτεί τους φακέλους των υποψηφίων μεταπτυχιακών φοιτητών, επισημαίνοντάς του ότι τα στοιχεία των φακέλων δεν είναι δημόσια, αλλά ιδιωτικά έγγραφα και ως εκ τούτου και «με κάθε επιφύλαξη» μπορεί να έχει γνώση των εν λόγω στοιχείων παρουσία της Γραμματείας του Τμήματος. Εν συνεχεία, ο Ω.Ω. με το από 31.8.2005 έγγραφό του προς τον Υ.Υ. του ανέφερε ότι δεν υφίσταται απόρρητο ως προς τα μέλη της Γ.Σ.Ε.Σ. που καλούνται να επικυρώσουν τα αποτελέσματα της Επιτροπής Αξιολόγησης και ως εκ τούτου υποχρεούνται να λάβουν γνώση των στοιχείων των φακέλων, αλλά αυτό (το απόρρητο) ισχύει μόνο έναντι τρίτων, που δεν έχουν έννομο συμφέρον να λάβουν γνώση τους, ο δε νόμος περί απορρήτου δεν παραβιάζεται εκ της γνώσης των στοιχείων από τα μέλη της Γ.Σ.Ε.Σ., αλλά αντιθέτως ο νόμος θα παραβιαζόταν εάν δεν επιτρεπόταν στα μέλη η πρόσβαση στα στοιχεία αυτά. Εν τω μεταξύ, με τα από 4.9.2005 και 5.9.2005 έγγραφα, οι υποψήφιοι για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Ψ.Ψ. και … εξέφρασαν τις αμφιβολίες τους σχετικά με την ορθή αξιολόγηση των υποψηφιοτήτων τους, ενώ εν συνεχεία οι δύο αυτοί υποψήφιοι μαζί με την υποψήφια … υπέβαλαν έγγραφο προς τη Σύγκλητο Ειδικής Σύνθεσης με θέμα την υποβολή αίτησης θεραπείας κατά της απόφασης της Γ.Σ.Ε.Σ. αναφορικά με το εν λόγω μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Ακολούθως, ο Ω.Ω. υπέβαλε ένσταση ενώπιον της Γ.Σ.Ε.Σ. του Τμήματος … με αίτημα την προσκόμιση των στοιχείων αξιολόγησης των υποψηφίων και, σε περίπτωση που αποδεικνυόταν το βάσιμο της ένστασής του, την ανάκληση της απόφασης της Γ.Σ.Ε.Σ. της 22ας.7.2005 και τον ορισμό νέας επιτροπής αξιολόγησης, προκειμένου να λάβει χώρα επαναξιολόγηση των φακέλων των υποψηφίων. Ως λόγους δε υποβολής της ένστασής του, την οποία γνωστοποίησε στα μέλη της Συγκλήτου Ειδικής Σύνθεσης του Τμήματος … διά του …/8.9.2005 εγγράφου του, επικαλέστηκε τις τυπικές παραλείψεις που, όπως ισχυρίστηκε, είχαν λάβει χώρα κατά τη διαδικασία της Γ.Σ.Ε.Σ., καθώς και τις ουσιαστικές παραλείψεις της Επιτροπής Αξιολόγησης, οι οποίες «λόγω των ως άνω τυπικών διαδικαστικών παραλείψεων, δεν μπόρεσαν να ελεγχθούν και διαπιστωθούν από τη Γ.Σ.Ε.Σ.». Με την ως άνω δε ένσταση, έκτασης πενήντα επτά σελίδων, ανέλυσε λεπτομερώς τις προαναφερόμενες, κατά τους ισχυρισμούς του, διενεργηθείσες παραλείψεις, ενώ επίσης, κατ’ εφαρμογή του (συνοπτικού) πίνακα μοριοδότησης και βάσει των καταστάσεων των υποψηφίων, υποστήριξε ότι δημιουργούνται σοβαρά ερωτηματικά για την κατάταξη αυτών στις αντίστοιχες θέσεις, αναφερόμενος ονομαστικά σε αυτούς και στα προσόντα τους, ενώ επίσης, όπως υποστήριξε, υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις για τη μη τήρηση του συστήματος μοριοδότησης. Με αφορμή δε την ως άνω ένσταση, ακολούθησε ανακοίνωση του Δ.Σ. του Συλλόγου Φοιτητών του Τμήματος …, με την οποία οι φοιτητές εξέφρασαν την ανησυχία τους για τη διάσταση που είχε λάβει το εν λόγω ζήτημα και ζήτησαν τη γνωστοποίηση από το Τμήμα … των κριτηρίων με βάση τα οποία επιλέχθηκαν οι εισερχόμενοι στο Π.Μ.Σ. φοιτητές, του τρόπου μοριοδότησής τους, καθώς και όποιων στοιχείων κρίνονταν απαραίτητα ώστε να αποκατασταθεί οποιαδήποτε αρνητική φημολογία που δύναται να βλάψει το κύρος και την αξιοπιστία του μεταπτυχιακού προγράμματος του Τμήματος … Επίσης, ζήτησαν από τη Σύγκλητο να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες που θα έκρινε ορθές με σκοπό τη διαλεύκανση και ανάδειξη όλων των πτυχών του ζητήματος, ώστε να διασφαλιστεί η αξιοπιστία του ως άνω προγράμματος. Ακολούθως, ενώπιον της 16ης Γενικής Συνέλευσης Ειδικής Σύνθεσης του Τμήματος … της 13ης.9.2005, έλαβε χώρα η συζήτηση της προαναφερθείσας ένστασης, κατά την οποία ο Ω.Ω. αναφέρθηκε σε αδιαφάνεια της διαδικασίας, σε αναιτιολόγητη πρόταση της Επιτροπής, αναφέρθηκε και πάλι ονομαστικά σε υποψηφίους (Ψ.Ψ., Π…, Γ… κ.ά.), οι οποίοι, όπως υποστήριξε, με βάση τους πίνακες που είχε περιλάβει στην ένστασή του υπερτερούσαν εμφανώς σε σχέση με άλλους, ενώ επανήλθε στο αίτημά του να του δοθούν αναλυτικά στοιχεία. Επίσης, ο ανωτέρω ανέφερε ότι «όλη αυτή η ιστορία δεν χρειαζόταν να γίνει», αρκεί να μην είχε γίνει η μικρή, αλλά ουσιαστική παράλειψη αναφορικά με τους συγκριτικούς πίνακες των μορίων, ότι «αν υπάρχουν ένα δύο λάθη, μπορεί η Συνέλευση να τα διορθώσει … Όταν όμως τα λάθη αφορούν δέκα, είκοσι και είκοσι πέντε ανθρώπους, τότε αλλάζουν τα πράγματα. Δεν πάμε σ’ αυτή την κατηγορία του ανθρώπινου λάθους, ούτε του τυχαίου», ενώ σε αυτήν την τοποθέτησή του υπήρξε αντίδραση μέλους της επιτροπής για το εάν εννοεί ότι υπάρχει κάποια σκοπιμότητα, ο δε ως άνω ενιστάμενος του απάντησε ότι τα όποια συμπεράσματα θα εξάγονταν με βάση τα δεδομένα και ότι περίμενε από την Επιτροπή να δώσει τα αντίστοιχα αναλυτικά στοιχεία, προκειμένου να αποδειχθεί το λάθος του. Η προαναφερθείσα ένσταση απορρίφθηκε, με δέκα ψήφους επί έντεκα παρόντων μελών, ενώ ο Ω.Ω., όταν του ζητήθηκε να ψηφίσει, απάντησε: «Εγώ δεν μπαίνω στη διαδικασία, γιατί [η ένστασή μου] δεν συζητήθηκε επί της ουσίας» και αμέσως τότε ο Προεδρεύων Υ.Υ. του ανταπάντησε: «Επί της ουσίας σας εξήγησα από την αρχή, κ. Ω.Ω., δεν επρόκειτο να συζητηθεί. Σας άφησα όλη τη συζήτηση για τη δημοκρατία». Εν συνεχεία, ο προαναφερόμενος άσκησε ένσταση ενώπιον της Συγκλήτου Ειδικής Σύνθεσης για παραλείψεις στη διαδικασία επιλογής φοιτητών στο εν λόγω Π.Μ.Σ. και ζήτησε την εξέταση της ως άνω ένστασής του, η οποία, όπως ισχυρίστηκε, ουδέποτε εξετάστηκε στην ουσία της από τη Γ.Σ.Ε.Σ., καθώς και τη λήψη μέτρων για τη θεραπεία των ως άνω παραλείψεων της διαδικασίας επιλογής και των αδικιών σε βάρος ικανού αριθμού υποψηφίων, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της ανάγκης διαφύλαξης του κύρους του Τμήματος και εν γένει του Πανεπιστημίου. Η εν λόγω δε ένστασή του ομοίως απορρίφθηκε -με είκοσι τρεις ψήφους που ψήφισαν κατά της ένστασης και τρεις λευκές ψήφους- κατά την από 22.9.2005 συνεδρίαση της Συγκλήτου Ειδικής Σύνθεσης και επικυρώθηκαν τα αποτελέσματα επιλογής των μεταπτυχιακών φοιτητών του Τμήματος … κατά τα αναφερόμενα στη Γ.Σ.Ε.Σ. του Τμήματος … κατά τη συνεδρίαση της 22ας.7.2005.Κατά την ως άνω συζήτηση της ένστασης δεν κλήθηκε ο Ω.Ω., ενώ ορισμένα μέλη εξέφρασαν την απορία τους για το σύστημα μοριοδότησης των υποψήφιων φοιτητών που ελήφθη υπ’ όψιν για την εισαγωγή στο Π.Μ.Σ., ο δε Πρύτανης του εναγόμενου δήλωσε: «Και εμένα με έχουν ενοχλήσει διάφοροι μέχρι που τους έχω κλείσει και το τηλέφωνο γιατί το θέμα ξαφνικά άρχισε να παίρνει πολιτική διάσταση … πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί διότι πιθανόν αύριο ξαφνικά να έρθει μια επερώτηση από τη Βουλή … πρέπει να είμαστε πραγματικά πολύ συγκεκριμένοι στην κουβέντα μας [για να] μη βρεθεί το Πανεπιστήμιο για κάποιο λόγο εκτεθειμένο. Μπορεί να έχετε δίκιο και ας πάμε την κουβέντα ομαλά και εποικοδομητικά να την κλείσουμε και, εφόσον νομίζετε ότι υπάρχουν στοιχεία τα οποία δεν σας καλύπτουν, νομίζω ότι το Τμήμα θα σας τα δώσει και θα τελειώσει η ιστορία εκεί». Κατόπιν δε αλληλογραφίας του Ω.Ω. με τη Γραμματεία της Συγκλήτου, με το …/5.10.2005 έγγραφό του διαβιβάστηκαν τα πρακτικά της από 22.7.2005 συνεδρίασης της Γ.Σ.Ε.Σ., ενώ με το …/1.3.2006 έγγραφό του διαβιβάστηκαν τα πρακτικά της από 22.9.2005 Συνεδρίασης της Συγκλήτου Ειδικής Σύνθεσης. Εξάλλου, επί του αιτήματος του Ω.Ω. περί ελέγχου της «πιστής απόδοσης» των πρακτικών της Γ.Σ.Ε.Σ., ο Υ.Υ. με το …/14.10.2005 έγγραφό του, απευθυνόμενο στον Ω.Ω. και κοινοποιούμενο στον Πρύτανη του εναγόμενου, αναφέρει ότι «Οι “σοβαρότατες αμφιβολίες” σας δημιουργούν υπόνοιες για το πρόσωπό μου και εμπεριέχουν αιχμές ότι τόσο εγώ, ως Προεδρεύων του Τμήματος … όσο και η Προϊσταμένη της Γραμματείας παραποιήσαμε ή αλλοιώσαμε τα πρακτικά. Οι υπαινιγμοί σας θίγουν την τιμή και την υπόληψή μου και για το λόγο αυτό επιφυλάσσομαι για τα περαιτέρω». Εν συνεχεία, στις 30.10.2005 ο Ω.Ω. υπέβαλε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Διεύθυνση Μεταπτυχιακών Σπουδών και Έρευνας) αναφορά για σοβαρές διαδικαστικές και ουσιαστικές παραλείψεις στη διαδικασία επιλογής φοιτητών στο εν λόγω Π.Μ.Σ. του Τμήματος … του εναγόμενου Πανεπιστημίου, καθώς, όπως ανέφερε στο σχετικό έγγραφό του, υπήρξαν ενστάσεις και καταγγελίες φοιτητών, ενώ η Επιτροπή Αξιολόγησης παρέλειψε να αιτιολογήσει την κρίση της, αρνούμενη να γνωστοποιήσει την αναλυτική μοριοδότηση, ενώ επίσης στο ίδιο έγγραφο ανέφερε ότι από τα στοιχεία που είχαν περιέλθει στη γνώση του είχε διαπιστώσει ότι οι αιτιάσεις των υποψηφίων ήταν βάσιμες, καθώς εννέα τουλάχιστον υποψήφιοι, τους οποίους ανέφερε ονομαστικά, αποκλείστηκαν αδικαιολόγητα από το στάδιο των συνεντεύξεων, και ζήτησε, παρά το γεγονός ότι σέβεται τις αποφάσεις των συλλογικών οργάνων του Πανεπιστημίου, τη διενέργεια έρευνας και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων. Η ως άνω αναφορά διαβιβάστηκε από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στην Πρυτανεία του εναγόμενου Πανεπιστημίου και στο Τμήμα … και ζητήθηκε η επείγουσα διερεύνηση των καταγγελλομένων και η αποκατάσταση των τυχόν παρατυπιών. Επίσης, κατόπιν υποβολής αντίστοιχης αναφοράς από τον Ω.Ω. στον βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Β ́ Αθηνών …, ο τελευταίος υπέβαλε σχετικό ερώτημα στη Βουλή και στην Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ενώ, όπως ενημερώθηκε με το από 14.11.2005 έγγραφο του εν λόγω Υπουργείου, οι σχετικές διαδικασίες, με την παραγγελία της ως άνω διερεύνησης των καταγγελλομένων, είχαν ήδη κινηθεί. Εξάλλου, στις 11.1.2006 υπέβαλαν αντίστοιχη αναφορά στο ανωτέρω Υπουργείο και τρεις υποψήφιοι του ως άνω Π.Μ.Σ. αναφέροντας στο σχετικό έγγραφο ότι το ζήτημα απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή, καθώς είχε επικρατήσει στο χώρο των φοιτητών του Τμήματος … και εν γένει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης ένα κλίμα έντονης αμφισβήτησης ως προς την εγκυρότητα και την αξιοπιστία της διαδικασίας επιλογής των μεταπτυχιακών φοιτητών, το εν λόγω δε έγγραφο, αντίστοιχα, διαβιβάστηκε στην Πρυτανεία του εναγόμενου Πανεπιστημίου και στο Τμήμα … προς περαιτέρω διερεύνηση. Εν τω μεταξύ, ο Υ.Υ., Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Προεδρεύων του Τμήματος …, με το …/11.10.2005 […] έγγραφό του προς τον Πρύτανη του εναγόμενου Πανεπιστημίου, αφού αναφέρθηκε στο ότι όλη η διαδικασία επιλογής φοιτητών του Π.Μ.Σ. έγινε νόμιμα και ορθά, εξέφρασε τα παράπονά του για το πρόσωπο του Ω.Ω., και συγκεκριμένα ανέφερε ότι αυτός «καταφέρεται εγγράφως και προφορικώς με ανοίκειους και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς (διαπράξαμε “παρανομίες”, χρησιμοποιούμε “αδιαφανείς” διαδικασίες, επιδεικνύουμε “προχειρότητα” κ.ά.) εναντίον μελών του Τμήματος …, το οποίο σχεδόν ομόφωνα (με μόνη εξαίρεση τον κ. Ω.Ω.) επικύρωσε τις διαδικασίες επιλογής στο Π.Μ.Σ. Ο κ. Ω.Ω. εξακολουθεί να καταφέρεται εναντίον του Τμήματος τόσο εντός όσο και εκτός του Πανεπιστημίου, παρά το γεγονός ότι το θέμα έκλεισε θεσμικά με την από 22.9.2005 απόφαση της Συγκλήτου Ειδικής Σύνθεσης. Με τις ενέργειές του … προσβάλλει την τιμή και την επιστημονική υπόληψη μελών του Τμήματος, προσβάλλει και εκθέτει τους νέους μεταπτυχιακούς φοιτητές του Τμήματος δημοσιοποιώντας τα ονόματά τους, προσωπικά στοιχεία του φακέλου τους … επινοεί πολιτικές διασυνδέσεις και διαπλοκές χρησιμοποιώντας απαράδεκτα υπονοούμενα … και θίγει το όνομα και την υπόληψη του Πανεπιστημίου Κρήτης», ενώ στο τέλος του ως άνω εγγράφου του ζήτησε από τον Πρύτανη να προβεί στις ενέργειες που εκείνος θα έκρινε για την προστασία του κύρους του Πανεπιστημίου, της τιμής και της υπόληψης των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά και των νέων μεταπτυχιακών φοιτητών του Τμήματος. Εξάλλου, στο ίδιο πνεύμα απηύθυνε την από 1.11.2005 επιστολή στον Πρύτανη του εναγόμενου η Χ.Χ., Διευθύντρια του Π.Μ.Σ., ζητώντας τη συνδρομή του «για να σταματήσει η αβάσιμη δημόσια κριτική και ο διασυρμός που υφίστανται το Π.Μ.Σ. …, το Τμήμα …, τα μέλη Δ.Ε.Π. και το Ίδρυμά μας από το μέλος Δ.Ε.Π. … κ. Ω.Ω.», και αφού παρέθεσε τις ενέργειες του τελευταίου, με τις οποίες, όπως υποστήριξε στο έγγραφό της, ο τελευταίος ασκούσε κατ’ επανάληψη δημόσια κριτική, η οποία εξέθετε σοβαρά το γόητρο και την υπόληψη του Πανεπιστημίου Κρήτης, της Συγκλήτου, του Τμήματος …, του Π.Μ.Σ. και των μελών Δ.Ε.Π. και οι οποίες ενέργειες συνίσταντο, μεταξύ άλλων, στην αποδοκιμασία των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων, στην καταγγελία προς τρίτους [π.χ. ΝΟ.Δ.Ε. (Νομαρχιακή Διοικούσα Επιτροπή) Ρεθύμνου του πολιτικού κόμματος «…»], στον διασυρμό των υποψηφίων κοινοποιώντας σε τρίτους στοιχεία των προσωπικών τους φακέλων και στην παρακώλυση της λειτουργίας των διοικητικών υπηρεσιών του Τμήματος με συνεχείς αμφισβητήσεις και φορτικές απαιτήσεις προς τις γραμματείς, ζήτησε από τον ανωτέρω Πρύτανη να προβεί στις ενέργειες εκείνες οι οποίες θα προστάτευαν την υπόληψη, το κύρος και την αξιοπιστία του Πανεπιστημίου Κρήτης, του Τμήματος …, του Π.Μ.Σ., των μελών του, αλλά και των μεταπτυχιακών φοιτητών. Ο δε Πρύτανης του εναγόμενου με την από …/7.11.2005 επιστολή του προς τον Φ.Φ., κοινοποιούμενη στην Χ.Χ., ανέφερε ότι, κατά την κρίση του, το θέμα είναι άκρως σοβαρό για την αξιοπιστία του Πανεπιστημίου και επειδή είχε και ο ίδιος προσωπικά ενοχληθεί από την παρέμβαση εξωγενών (πολιτικών και μη) παραγόντων για την υπόθεση αυτή, ζήτησε από τον Φ.Φ. να προχωρήσει στα δέοντα για την επιβολή του ήθους και της τάξης που αρμόζει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Εξάλλου, σε απάντηση στην τελευταία αυτή επιστολή, ο Φ.Φ. με το …/11.10.2005 έγγραφό του ευχαρίστησε τον Πρύτανη για την τοποθέτησή του «αναφορικά με το διασυρμό» που υφίσταται το Π.Μ.Σ. του Τμήματος … και τα μέλη του και συμφώνησε ότι πρόκειται για σοβαρό ζήτημα, το οποίο πλήττει το κύρος και το γόητρο του Πανεπιστημίου Κρήτης, την ακαδημαϊκή αυτοτέλεια των συλλογικών οργάνων του και την επιστημονική και επαγγελματική τιμή και υπόληψη των μελών του και ότι, ως εκ τούτου, πρόκειται για ζήτημα το οποίο πρέπει να διαλευκανθεί πλήρως και να αντιμετωπιστεί άμεσα. Ζήτησε δε να απαλλαγεί από τη σχετική διερεύνηση του εν λόγω ζητήματος, καθώς συμμετείχε και εκείνος, ως μέλος της επιτροπής κρίσεως των υποψηφιοτήτων, στην καθ’ όλα σύννομη και επιστημονικά άψογη διαδικασία, η οποία είχε συντελεστεί και εκείνη τη χρονιά, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, όπως και την προηγούμενη και για την οποία ο Ω.Ω. «επέλεξε να καταθέσει τις ενστάσεις του», οι οποίες απορρίφθηκαν από τις σχετικές Συνελεύσεις και, συνεπώς, ο ανωτέρω, με τις πράξεις του και τα λεγόμενά του εντός και εκτός του Πανεπιστημίου θίγει, μεταξύ άλλων, και τη δική του επιστημονική και επαγγελματική τιμή και υπόληψη. Κατόπιν δε της προαναφερθείσας παρέμβασης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο Πρύτανης με το υπ’ αριθμ.εμπιστ.πρωτ…./18.11.2005 έγγραφό του απευθυνόμενο στον Τ.Τ., Πρόεδρο του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης (Π.Τ.Δ.Ε.) και πρώην Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης, ζήτησε τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 126 του Υπαλληλικού Κώδικα (Υ.Κ.), προκειμένου να διερευνηθούν τα πραγματικά περιστατικά και γεγονότα που αφορούσαν στην εισαγωγή μεταπτυχιακών φοιτητών στο Π.Μ.Σ. του Τμήματος … και σχετίζονταν με τις καταγγελίες του Ω.Ω., καθώς και την προαναφερόμενη αλληλογραφία που είχε προηγηθεί με τους Υ.Υ., Φ.Φ. και Χ.Χ. και να διαπιστωθεί εάν ήταν βάσιμες οι καταγγελίες περί παρατυπιών και παραλείψεων κατά την εισαγωγή των μεταπτυχιακών φοιτητών στο εν λόγω πρόγραμμα, καθώς και εάν τυχόν διαπράχθηκαν πειθαρχικά αδικήματα από πράξεις ή παραλείψεις μελών της Πανεπιστημιακής Κοινότητας σε σχέση με την παραπάνω υπόθεση. Στο εν τω μεταξύ δε χρονικό διάστημα είχε δημιουργηθεί και ένα άλλο ζήτημα με αφορμή την αρνητική εισήγηση (η οποία δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία της δικογραφίας) της τριμελούς εισηγητικής επιτροπής (στην οποία μετείχαν ο Φ.Φ., η Χ.Χ. και ο Ρ.Ρ.) για την υποψηφιότητα του Σ.Σ. για τη θέση Επίκουρου Καθηγητή του Τμήματος … και στα πλαίσια του οποίου είχε προηγηθεί αλληλογραφία του Σ.Σ. με τα μέλη της ως άνω επιτροπής. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος με την από 20.11.2005 επιστολή του εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για ότι θεωρήθηκε από την επιτροπή «ποσοτικά και ποιοτικά ανεπαρκής», ενώ, όπως ανέφερε σε αυτήν, «οι συντάκτες της εισηγητικής έκθεσης παραθέτουν ανέξοδα τις επικρίσεις τους, χωρίς να επιχειρούν σε κανένα σημείο να τις στηρίξουν … Αγγίζουν μάλιστα τα όρια της κακοβουλίας και της (αντι)κομματικής εμπάθειας» όταν αναφερόμενοι στο έργο του διαπιστώνουν σύγχυση των ορίων μεταξύ της πολιτικής επιστήμης και πολιτικής παρέμβασης σε κομματικό επίπεδο, με αποτέλεσμα οι ισχυρισμοί τους να είναι απαράδεκτοι και απάδοντες του πανεπιστημιακού ύφους και ήθους. Επίσης, στο ίδιο έγγραφο εξέφρασε την απορία του για το πώς είναι δυνατόν το ίδιο Τμήμα μετά την «καταφανώς απαξιωτική» πρόταση για τη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή, να τον προτείνει για επανεκλογή στη βαθμίδα του Εντεταλμένου Επίκουρου Καθηγητή και πώς θα είναι δυνατόν να συνεχίσει να εργάζεται στο ίδιο Τμήμα χωρίς να θίγεται βάναυσα η αξιοπρέπειά του. Τα μέλη της ανωτέρω Επιτροπής απάντησαν στην ανωτέρω επιστολή του Σ.Σ. με το …/24.11.2005 έγγραφό τους εκφράζοντας την έκπληξη και την απογοήτευσή τους για την επιστολή αυτή, με την οποία, όπως ισχυρίστηκαν, αμφισβητούνταν τα κίνητρα της επιστημονικής τους κρίσης για την υποψηφιότητά του με τρόπο υπαινικτικό προσβάλλοντας το ακαδημαϊκό ήθος τους και την αξιοπρέπειά τους, καθώς και ότι «οι διατυπώσεις αλλά και όλο το πνεύμα της επιστολής έρχονται σε ευθεία ρήξη με την ακαδημαϊκή δεοντολογία και ειδικότερα τα ήθη που έχουν διαμορφωθεί στο χώρο των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών τα τελευταία χρόνια», ενώ «τέτοιες αντιδεοντολογικές πράξεις και διατυπώσεις, οι οποίες ενδεχομένως ελέγχονται ποινικά, έρχονται σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για το ελληνικό πανεπιστήμιο …», ακολούθησε δε  από 1.12.2005 επιστολή του Σ.Σ. προς τα ανωτέρω μέλη, με την οποία αυτός εξέφρασε τα αισθήματα προσβολής του από το ανωτέρω έγγραφο. Με αφορμή δε το ζήτημα αυτό ο Ω.Ω. με την από 29.11.2005 επιστολή του απευθυνόμενη στα μέλη Δ.Ε.Π., στους διδάσκοντες και στο σύλλογο φοιτητών του Τμήματος … και κοινοποιούμενο στον Ενιαίο Φορέα Διδασκόντων και στους διδάσκοντες και φοιτητές της Σχολής …, σχολίασε ότι η προαναφερόμενη …/24.11.2005 επιστολή της ως άνω επιτροπής δεν συνιστά απάντηση ενός επιστημονικού σώματος, ότι υπερβαίνουν την αρμοδιότητά τους και ομιλούν για οτιδήποτε άλλο εκτός από την εισηγητική έκθεση, η οποία είναι κακόβουλη και θα όφειλαν να ανακοινώσουν στον Σ.Σ. από τον Σεπτέμβριο τις αποφάσεις τους, ώστε να μην τον αφήσουν να εργάζεται απλήρωτος μέχρι τη μέση του εξαμήνου, ότι για ακόμη μία φορά οι φοιτητές και όσοι δεν φταίνε καλούνται να πληρώσουν το τίμημα των επιλογών των διοικούντων του Τμήματος και κατέληξε ότι «έχω τη γνώμη ότι κάποια στιγμή τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας­ διδάσκοντες, φοιτητές, παρατάξεις, θα πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους προστασίας του δημοκρατικού Πανεπιστημίου από τις ιδιότυπες πελατείες που διάφοροι “ισχυροί” και ταλαντούχοι πονηροί οικοδομούν στα Πανεπιστήμια και χάριν των οποίων γίνονται οι ανθρωποθυσίες των “μη ημετέρων”». Κατόπιν τούτου, με το …/5.12.2005 έγγραφό τους, απευθυνόμενο στον Υ.Υ. και κοινοποιούμενο στον Πρύτανη του εναγόμενου, οι Φ.Φ., Χ.Χ. και κ. Π.Π. (Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος …) δήλωσαν την παραίτησή τους λόγω ευθιξίας από τις Τριμελείς Εισηγητικές Επιτροπές του Τμήματος, καθώς, όπως ισχυρίζονταν στο έγγραφό τους αυτό, ο Ω.Ω. επιχείρησε με τρόπο πρωτοφανή για τα διεθνή ακαδημαϊκά δεδομένα να σπιλώσει την επιστημονική και προσωπική τιμή και υπόληψη των μελών της ανωτέρω επιτροπής. Ο Ω.Ω. απαντώντας στην τελευταία αυτή επιστολή με το από 24.1.2006 έγγραφό του, απευθυνόμενο στον Προεδρεύοντα του Τμήματος … και στα μέλη Δ.Ε.Π. του Τμήματος, ισχυρίστηκε ότι ο μόνος τρόπος για να μη θίξει τους συναδέλφους του θα ήταν να σιωπήσει μπροστά σε ζητήματα που άπτονται της ηθικής, της δεοντολογίας και της ορθής επαγγελματικής και συναδελφικής συμπεριφοράς και ανέφερε ότι η από 29.11.2005 επιστολή, στην οποία είχαν αναφερθεί οι συνάδελφοί του, είχε συνταχθεί αποκλειστικά σε απάντηση επιστολής της τριμελούς επιτροπής για τη θέση του Επίκουρου Καθηγητή, η οποία, κατά τρόπο απαξιωτικό, επέπληττε τον υποψήφιο Σ.Σ., έναν συνάδελφο με αδαμάντινο ύφος και ακέραιο χαρακτήρα, ενώ προέβαινε σε αστήριχτους χαρακτηρισμούς για το πρόσωπό του (του Σ.Σ.) και παραπονέθηκε για την κατάσταση και τις εργασιακές συνθήκες υπό τις οποίες εργαζόταν ο εν λόγω συνάδελφός του. Περαιτέρω, ανέφερε ότι: «Στοιχειώδης “επαγγελματική μνήμη” επιβάλλει να υπενθυμίσω ειδικά στους συναδέλφους Φ.Φ. και Χ.Χ. ότι πάντοτε η συμπεριφορά μου έναντι εισηγητικών, εκλεκτορικών και υποψηφίων υπήρξε άψογη και θετική. Αυτό συμπεριλαμβάνει και τη συμμετοχή μου στα εκλεκτορικά σώματα που τους εξέλεξαν, σε συνθήκες όπου χρειάστηκε να επιλύσω προσωπικά διλήμματα περί ορθής επαγγελματικής και ακαδημαϊκής συμπεριφοράς, ψηφίζοντας θετικά υπέρ τους. Το ίδιο θετικά λειτούργησα σε όλες τις περιπτώσεις συμμετοχής του στα εκλεκτορικά σώματα … με αποκλειστικό γνώμονα το κριτήριο της “επιείκειας“ καθώς και της προστασίας της επιστημονικής και προσωπικής υπόληψης των υποψηφίων». Επίσης, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την κατηγορία που του αποδόθηκε «περί διατάραξης της ακαδημαϊκής τάξης», διότι είναι ασαφής και ατεκμηρίωτη, και κατέληξε λέγοντας ότι θεωρεί αυτονόητο ότι η ηρεμία και η ανάπτυξη εντός Πανεπιστημιακού Τμήματος δεν διασφαλίζεται με την αποσιώπηση των κακώς κειμένων, αλλά με το να μην υπάρχουν κακώς κείμενα, και εάν η επισήμανσή τους θεωρείται πρόβλημα και επιλήψιμο, τότε δεν μπορεί να υπάρχει δημοκρατικός διάλογος και κριτική. Ακολούθως, στις 10.2.2006 ο Υ.Υ. (Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών), με το …/10.2.2006 έγγραφό του, απευθυνόμενο στον Πρύτανη του εναγόμενου και κοινοποιούμενο στους Φ.Φ., Ο.Ο. (Αντιπρύτανη Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης) και Ξ.Ξ. (Αντιπρύτανη Υποδομών και Φοιτητικής Μέριμνας), εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι ο Ω.Ω. είχε επανειλημμένως ασκήσει αβάσιμη κριτική κατά των οργάνων του Τμήματος και εν γένει του Πανεπιστημίου με τρόπο που όχι μόνο δεν διευκολύνει, αλλά απαξιώνει τις ακαδημαϊκές λειτουργίες, ότι με την από 24.1.2006 (προαναφερόμενη) επιστολή του καταφέρθηκε με ιδιαίτερα προσβλητικό τρόπο κατά μελών οργάνων του Πανεπιστημίου, για τους οποίους επικαλείται μια ειδική «επαγγελματική μνήμη» από την οποία προκύπτει ότι χαριστικώς συνέβαλε την ψήφο του στην εκλογή τους ως μέλη των τότε εκλεκτορικών σωμάτων, ότι δεν κατονομάζει, πλην όμως φωτογραφίζει, και άλλα μέλη Δ.Ε.Π. και κατέληξε ζητώντας τη συνδρομή του Πρύτανη, προκειμένου να αποκατασταθεί το κύρος των μελών αυτών και των ακαδημαϊκών λειτουργών. Στο εν τω μεταξύ ο προαναφερόμενος υποψήφιος Ψ.Ψ. επανήλθε παραπονούμενος για τη μη επιλογή του και στις 21.2.2006 υπέβαλε μετά πληρεξουσίου δικηγόρου την …/2006 αίτηση προς τον Πρύτανη και τη Σύγκλητο ζητώντας να του χορηγηθούν όλα τα πρακτικά της Συγκλήτου και ο αναλυτικός πίνακας μοριοδότησης. Εν συνεχεία, ο Τ.Τ. με το υπ’ αριθμ.εισ.εμπ.πρωτ…./23.2.2006 έγγραφό του υπέβαλε στον Πρύτανη του εναγόμενου την έκθεση προκαταρκτικής έρευνας που είχε καταρτίσει κατόπιν της ως άνω προηγηθείσας σχετικής εντολής. Με την εν λόγω δε έκθεση ο ανωτέρω, αφού ανέφερε ότι δεν έκρινε αναγκαίο στα πλαίσια της έρευνάς του να προβεί σε εξέταση των προσώπων, έλεγξε τις προβλεπόμενες διαδικασίες ως προς την επιλογή των υποψηφίων για την εισαγωγή στο Π.Μ.Σ., καθώς και τα ζητήματα που είχαν τεθεί από τον Ω.Ω., και κατέληξε ότι δεν ανέκυψε κανείς λόγος, ούτε διαπιστώθηκαν παρατυπίες ή άλλα στοιχεία που θα τον ανάγκαζαν να προβεί σε συμπληρωματικές καταθέσεις, ότι όλη η διαδικασία διεξήχθη με τρόπο άψογο, ότι ο ίδιος τρόπος αξιολόγησης των υποψηφίων είχε ακολουθηθεί και κατά το προηγούμενο έτος και ότι επρόκειτο για μια πολύ καλά μελετημένη διαδικασία, ενώ έδωσε τα συγχαρητήριά του στη Διευθύντρια του Π.Μ.Σ. και σε ολόκληρο το Τμήμα. Ειδικότερα δε όσον αφορά στο πρόσωπο του Ω.Ω. ο ανωτέρω επεσήμανε στην προαναφερόμενη έκθεσή του τον προβληματισμό του για το πώς θα ήταν δυνατόν να ακυρωθεί μια ολόκληρη διαδικασία επιλογής υποψηφίων μόνο με βάση ενδείξεις, κατά τους ισχυρισμούς του Ω.Ω., ήτοι με τη γνώμη ενός μόνο μέλους Δ.Ε.Π., ενώ όλοι οι υπόλοιποι, μέλη Δ.Ε.Π. και φοιτητές, επικροτούν την όλη διαδικασία, η οποία έχει μάλιστα επικυρωθεί από το ανώτατο όργανο της Συγκλήτου, θεώρησε δε ότι ενδεχομένως ο ανωτέρω είχε χρησιμοποιήσει δικό του σύστημα μοριοδότησης των υποψηφίων, ότι οι πίνακες που κατήρτισε σχετικά εκφράζουν μόνο τη δική του κρίση και συνεπώς δεν είναι πιο «αντικειμενικοί» από τους πίνακες της επιτροπής, ότι ως ακαδημαϊκός δάσκαλος είχε κάθε δικαίωμα να εκφέρει τη δική του ακαδημαϊκή κρίση, αλλά όμως σκοπός του ήταν η ακύρωση των αποτελεσμάτων στο σύνολό τους και η επανάληψη της διαδικασίας, ότι δεν περιορίστηκε απλώς στο να αναδείξει τα στοιχεία όσων υποψηφίων θεωρούσε ότι αδικήθηκαν αλλά ταυτόχρονα παρουσίασε τα στοιχεία εκείνων που θεωρούσε ότι κακώς επελέγησαν, γεγονός το οποίο, κατά την κρίση του Τ.Τ., δεν συναγόταν από τα σχετικά στοιχεία. Μάλιστα αναφερόμενος ονομαστικά σε δύο υποψηφίους, ο Τ.Τ. υποστήριξε ότι δεν ίσχυε ο ισχυρισμός του Ω.Ω. ότι κακώς επελέγησαν. Επίσης, ο Τ.Τ. ανέφερε ότι ακόμα και εάν υποτεθεί ότι η δική του προσέγγιση δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και πάλι τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά, δεδομένου ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να θέτει την δική του προσωπική κρίση πάνω από τη συλλογική, όπως και να θεωρεί ότι κάθε κρίση που δεν συμπίπτει με τη δική του είναι εσφαλμένη και ότι πρέπει να ακυρωθεί, ιδιαίτερα μάλιστα όταν έχει επικυρωθεί από τα θεσμικά όργανα του Πανεπιστημίου. Και ναι μεν, όπως τέλος επεσήμανε, κάθε μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας έχει δικαίωμα να διατυπώσει τη διαφορετική του άποψη, πλην όμως η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα έχει θεσπίσει τους όρους και τα όρια της αμφισβήτησης και της διεκδίκησης, ήτοι μέσω των θεσμών και των συλλογικών οργάνων του Πανεπιστημίου, και συνεπώς το να απευθύνεται κάποιος στα όργανα αυτά είναι πράξη θεμιτή και νομιμοποιημένη, αλλά το να απευθύνεται κανείς σε εξωθεσμικούς παράγοντες (κόμματα, ΝΟ.Δ.Ε. Ρεθύμνου κ.λπ.) και να τους καθιστά τιμητές του Πανεπιστημίου, και μάλιστα σε ακαδημαϊκά θέματα υψίστης σημασίας, αποτελούν, όπως ισχυρίστηκε, ζητήματα τιθέμενα στην κρίση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο Πρύτανης του εναγόμενου με το υπ’ αριθμ.εμπ.πρωτ…./14.4.2006 παραπεμπτήριο έγγραφό του, κοινοποιούμενο στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, στο Τμήμα … και στον Ω.Ω., άσκησε κατά του τελευταίου πειθαρχική δίωξη για παράβαση του άρθρου 326 του ν. 5343/1932. Σύμφωνα δε με το ως άνω έγγραφο, ο Ω.Ω., κατ’ αρχάς αναφορικά με τη διαδικασία επιλογής υποψηφίων μεταπτυχιακών φοιτητών στο εν λόγω Π.Μ.Σ., «θεώρησε αβασίμως … ότι υπήρξε “αδιαφάνεια”, “παρανομίες “ και “διαδικαστικές και ουσιαστικές παραλείψεις“ και άσκησε συστηματικά αβάσιμη και δημόσια κριτική κατά των αρμοδίων οργάνων του Τμήματος, των οργάνων του Ιδρύματος, καθώς και μελών του Τμήματος, θίγοντας μάλιστα με ακραίο τρόπο την επιστημονική και προσωπική τιμή και υπόληψη μελών Δ.Ε.Π. αλλά και μεταπτυχιακών φοιτητών του Πανεπιστημίου Κρήτης, με τρόπο που συνιστά αναξιοπρεπή συμπεριφορά βαρέως απάδουσα στην αξιοπρέπεια πανεπιστημιακού λειτουργού και η οποία είχε ως αποτέλεσμα να τρωθεί το κύρος του Ιδρύματος», προκειμένου δε ο Πρύτανης του εναγόμενου να τεκμηριώσει τα ανωτέρω αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο Ω.Ω. συμμετείχε στη διαδικασία επιλογής των υποψηφίων του Π.Μ.Σ., ότι ο πίνακας προεπιλογής και αποτελεσμάτων των επιτυχόντων επικυρώθηκαν ομόφωνα, πλην της ψήφου του Ω.Ω., από τη Γ.Σ.Ε.Σ. του Τμήματος, ότι η Γ.Σ.Ε.Σ. απέρριψε την ασκηθείσα από αυτόν ένσταση, ότι παρανόμως ανέφερε κατά τη διαδικασία της Συνέλευσης στοιχεία των φακέλων υποψηφίων που δεν είχαν υποβάλει σχετική ένσταση, ότι μετά το πέρας της διαδικασίας ενώπιον της Γ.Σ.Ε.Σ. αυτός παραιτήθηκε από τη διδασκαλία των μεταπτυχιακών μαθημάτων χωρίς προηγουμένως να υποβάλει αρμοδίως αίτημα στη Γ.Σ.Ε.Σ., δημιουργώντας αναστάτωση, ότι και η ένστασή του ενώπιον της Συγκλήτου Ειδικής Σύνθεσης απορρίφθηκε επικυρώνοντας τα αποτελέσματα των επιτυχόντων του Π.Μ.Σ., ότι και μετά την τελευταία αυτή διαδικασία ο Ω.Ω. εξακολούθησε να ασκεί αβασίμως κριτική αποδοκιμάζοντας τις αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων λέγοντας ότι χαρακτηρίζονται από «αδιαφάνεια» και είναι «παράνομες», με αποτέλεσμα να πλήττεται το κύρος του Πανεπιστημίου Κρήτης, η ακαδημαϊκή αυτονομία των συλλογικών οργάνων του και η επιστημονική και επαγγελματική τιμή και υπόληψη των μελών του, καθώς και ότι οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιήθηκαν συνιστούν συμπεριφορά απάδουσα προς την αξιοπρέπεια μέλους Δ.Ε.Π. Επίσης, στο παραπεμπτήριο έγγραφο έγινε αναφορά στην υπ’ αριθμ.πρωτ…./11.10.2005 επιστολή του Κοσμήτορα της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Προεδρεύοντος του Τμήματος … Υ.Υ., καθώς και στην υπ’ αριθμ.πρωτ…./1.11.2005 επιστολή της Αν. Καθηγήτριας και Διευθύντριας του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Χ.Χ., αναφορικά με το αβάσιμο της κριτικής και το διασυρμό του Π.Μ.Σ. και των μελών του Τμήματος, όπως και των νέων μεταπτυχιακών φοιτητών, από τον Ω.Ω. Περαιτέρω, κατά το παραπεμπτήριο, στις προαναφερθείσες επιστολές επισημαίνεται ότι με τις συνεχείς και επιθετικώς διατυπωθείσες οχλήσεις προς τη Γραμματεία του Τμήματος … για την παροχή στοιχείων προς εξακρίβωση των «παρανομιών», που όπως υποστήριζε ο Ω.Ω. λάμβαναν χώρα κατά τη διαδικασία επιλογής μεταπτυχιακών φοιτητών, ο τελευταίος παρακώλυε και δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του Τμήματος. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στο παραπεμπτήριο έγγραφο, με τις ίδιες ως άνω απόψεις (του Υ.Υ. και της Χ.Χ.) συντάχθηκε και ο Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Προσωπικού Φ.Φ., σε απαντητική του επιστολή με αριθμό πρωτ…./11.11.2005, προς την αποσταλείσα από τον Πρύτανη από 7.11.2005 επιστολή, με την οποία διαπιστωνόταν ο διασυρμός του Π.Μ.Σ. του Τμήματος και των μελών του, των οργάνων εν γένει του Πανεπιστημίου, καθώς και η ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης του θέματος. Επιπροσθέτως, κατά τα αναφερόμενα στο εν λόγω παραπεμπτήριο έγγραφο, ο Ω.Ω. συνέχισε να ασκεί την ίδια αβάσιμη κριτική και δημόσια, θίγοντας τα όργανα του Τμήματος και του Ιδρύματος κοινοποιώντας στοιχεία των ατομικών φακέλων των υποψηφίων όχι μόνο προς τη Σύγκλητο, τους Φοιτητικούς Συλλόγους του Ιδρύματος και το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, αλλά και προς πολιτικούς φορείς (πολιτικά κόμματα και βουλευτές της Κρήτης), θίγοντας τους ανωτέρω, την αξιοπιστία του Π.Μ.Σ. και του Ιδρύματος συνολικά. Στο ως άνω δε έγγραφο γίνεται σχετικά επίκληση του από 9.10.2005 εγγράφου, το οποίο είχε κοινοποιήσει ο Ω.Ω. στη ΝΟ.Δ.Ε. … Ρεθύμνου (το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται στα στοιχεία της δικογραφίας) και στο οποίο, κατά τα αναγραφόμενα στο παραπεμπτήριο, ο Ω.Ω. ενημέρωνε τους αποδέκτες για ένα σοβαρό θεσμικό ζήτημα του Πανεπιστημίου, το οποίο έχει πάρει έκταση, ήτοι για το γεγονός ότι κατά τη διαδικασία επιλογής μεταπτυχιακών φοιτητών στο οικείο Τμήμα σημειώθηκαν σοβαρότατες παραλείψεις και παραβάσεις σε βάρος πολλών υποψηφίων, ότι ανέλαβε ένα αγώνα για την αποκατάσταση των αδικιών και τη θεραπεία των παραλείψεων, που εκθέτουν το Τμήμα και το Πανεπιστήμιο στα μάτια της κοινής γνώμης, ότι υπήρξαν πολυάριθμες διαμαρτυρίες υποψήφιων φοιτητών, οι οποίες δεν έλαβαν επί της ουσίας απάντηση, ότι δυστυχώς οι ενστάσεις του απορρίφθηκαν, ότι πέραν των δικών του ενεργειών η παρέμβαση φορέων της δημοκρατικής πολιτείας, της δικαιοσύνης ή του Τύπου ανήκει καθαρά στη σφαίρα πρωτοβουλίας αυτών των τελευταίων και δήλωσε ότι εμμένει στην επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, το παράνομο των ενεργειών του Ω.Ω. προέκυπτε και από τα συμπεράσματα της (υπ’ αριθμ.εισ.εμπ.πρωτ…./23.2.2006) έκθεσης Προκαταρκτικής Έρευνας του Τ.Τ., Προέδρου του Π.Τ.Δ.Ε. και πρώην Αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου, στον οποίο ανατέθηκε η εντολή διερεύνησης των σχετικών καταγγελιών, καθώς ο τελευταίος συμπέρανε ότι η διαδικασία υπήρξε άψογη και οι καταγγελίες του Ω.Ω. απολύτως αβάσιμες, ενώ επίσης διαπίστωσε ότι η διαδικασία εισαγωγής νέων επιστημόνων στο Π.Μ.Σ. του Τμήματος … ήταν μια πολύ καλά μελετημένη διαδικασία, που είχε τεθεί σε εφαρμογή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Εξάλλου, κατά το ίδιο έγγραφο, ο Ω.Ω. ενεπλάκη, καθ’ υπέρβαση της αρμοδιότητάς του, στη διαδικασία εκλογής μέλους Δ.Ε.Π. του Τμήματος …, ήτοι του Σ.Σ., καθώς με την από 29.11.2005 επιστολή του επιχείρησε να ασκήσει αβάσιμη κριτική κατά του Τμήματος … και των μελών της αρμόδιας εισηγητικής επιτροπής, τα οποία μέλη είχαν ήδη διαμαρτυρηθεί με την από 24.11.2005 επιστολή τους σε προηγηθείσα επιστολή του υποψηφίου Σ.Σ. για την προκηρυχθείσα θέση (ενν.: του Επίκουρου Καθηγητή), ενώ ακολούθησε η …/2.12.2005 επιστολή του Ω.Ω., την οποία κοινοποίησε σε όλα τα μέλη του Τμήματος και στους φοιτητές και με την οποία απάντησε στην επιστολή των μελών της εισηγητικής επιτροπής θεωρώντας ότι τα μέλη της καταφέρθηκαν με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και αφορισμούς σε βάρος του Σ.Σ., ότι η πανεπιστημιακή παράδοση δεν έχει να επιδείξει άλλο προηγούμενο τέτοιας εισηγητικής έκθεσης, η οποία είναι τουλάχιστον κακόβουλη, «γιατί ασφαλώς οι υπογράφοντες γνώριζαν και γνωρίζουν πολύ καλά ότι ουδείς αξιοπρεπής υποψήφιος θα μπορούσε να αποδεχθεί παρόμοια ταπεινωτική πρόταση …», καθώς και ότι τα μέλη της επιτροπής «… οδηγούσαν προμελετημένα και εν ψυχρώ τον συνάδελφο κ. Σ.Σ. σε παραίτηση και σε έξοδο από το Τμήμα …», ενώ συγχρόνως με την ίδια επιστολή ο Ω.Ω. απευθύνει κάλεσμα στα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας να προστατεύσουν το δημοκρατικό Πανεπιστήμιο από τους «διάφορους ισχυρούς και ταλαντούχους πονηρούς», οι οποίοι προβαίνουν σε «ανθρωποθυσίες των μη ημετέρων». Επίσης, στο παραπεμπτήριο έγγραφο έγινε αναφορά και στην από 24.1.2006 επιστολή του Ω.Ω. και μάλιστα σε συγκεκριμένο απόσπασμα αυτής (βλ. ανωτέρω «Στοιχειώδης “επαγγελματική μνήμη” … προσωπικής τιμής και υπόληψης των υποψηφίων …»), που κατά τον Πρύτανη περιείχε προσβλητικούς υπαινιγμούς, που θίγουν την επιστημονική τιμή και υπόληψη των μελών του Πανεπιστημίου Κρήτης, επικαλούμενος για την εν λόγω διαπίστωσή του και την υπ’ αριθμ.πρωτ…./10.2.2006 επιστολή του Κοσμήτορα της Σχολής (Υ.Υ.) προς τον Πρύτανη, στην οποία ο Κοσμήτορας επεσήμανε το σοβαρό πρόβλημα που έχει ανακύψει για το Τμήμα … ζητώντας τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση του κύρους των μελών και των ακαδημαϊκών λειτουργιών του Τμήματος. Όσον αφορά δε στην αρνητική για την υποψηφιότητα του κ. Σ.Σ. έκθεση της αρμόδιας Επιτροπής, η οποία υπήρξε το έναυσμα για την αντίδραση του Ω.Ω., ο Πρύτανης στο παραπεμπτήριο έγγραφό του επεσήμανε ότι η έκθεση αυτή αποτελεί κείμενο επιστημονικής κρίσης και δεν θίγει τον κρινόμενο, αλλά αποτελεί υποχρέωση των εισηγητικών επιτροπών η κατάθεση και αρνητικών κρίσεων. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο Πρύτανης του εναγόμενου ως πειθαρχικό όργανο κατέληξε στο ότι «ο κ. Ω.Ω. αρνείται να δεχθεί τις αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων του Ιδρύματος, είτε πρόκειται για κρίσεις περί της εισαγωγής μεταπτυχιακών φοιτητών είτε για κρίσεις περί της εκλογής μελών του Δ.Ε.Π., και εξακολουθεί να ασκεί αβάσιμη και δημόσια κριτική επ’ αυτών θίγοντας μάλιστα με ακραίο τρόπο και την επιστημονική και προσωπική τιμή και υπόληψη μελών Δ.Ε.Π. αλλά και μεταπτυχιακών φοιτητών του Πανεπιστημίου Κρήτης, ενώ με τις παράνομες ενέργειές του παραβιάζει τα καθήκοντα του δημόσιου λειτουργού επιδεικνύοντας συμπεριφορά που απάδει στην αξιοπρέπεια του πανεπιστημιακού λειτουργού. Με τις παραπάνω αυθαίρετες και παράνομες ενέργειές του, οι οποίες αποτελούν εκ προθέσεως πειθαρχικά παραπτώματα που προβλέπονται και τιμωρούνται …, παραβιάζει τα καθήκοντα του δημόσιου λειτουργού, επιδεικνύοντας με τρόπο συστηματικό διαγωγή βαρέως απάδουσα στην αξιοπρέπεια του Πανεπιστημιακού λειτουργού. Είναι γεγονός ότι οι ενέργειες αυτές …, εκτός του ότι από μόνες τους συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα, μαρτυρούν ασύγγνωστη περιφρόνηση προς την ακαδημαϊκή δεοντολογία. Η μελέτη του οικείου φακέλου της υπόθεσης δημιουργεί την πιθανή εντύπωση ότι η κατ’ αρχήν εφεκτική αντιμετώπιση του όλου θέματος από τη Διοίκηση ενδέχεται να συνιστά ολιγωρία κολάσιμη όχι μόνον πειθαρχικώς αλλά και ποινικώς. Τίθεται μάλιστα το ερώτημα μήπως η “συναδελφική ανοχή“ απέναντι σε παραπτώματα που εκθέτουν σοβαρώς το γόητρο του Σώματος των ακαδημαϊκών δασκάλων … συγκλίνει στην παράβαση καθήκοντος του ίδιου του Πρύτανη. Και τούτο επειδή η συμπεριφορά του κ. Ω.Ω. όχι μόνον εκθέτει το κύρος του πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά και βλάπτει το δημόσιο συμφέρον, καθώς παρακωλύει την αποδοτική λειτουργία όχι μόνο του Τμήματος … αλλά και του Ιδρύματος (Πανεπιστημίου Κρήτης), το οποίο και εκθέτει. Για τους παραπάνω λόγους και επειδή ο κ. Ω.Ω. εξακολουθεί να παραβαίνει ασύγγνωστα τα καθήκοντά του ως μέλους Δ.Ε.Π. και να επιδεικνύει συστηματικά συμπεριφορά βαρέως απάδουσα στην αξιοπρέπεια του πανεπιστημιακού λειτουργού (άρθρο 326 του ν. 5343/1932) εξακολουθώντας να ασκεί αβάσιμη και δημόσια κριτική σε έργα και γνώμες οργάνων και μελών του Πανεπιστημίου Κρήτης με χαρακτηρισμούς και έργα που συνιστούν αναξιοπρεπή συμπεριφορά, παρακαλούμε να επιληφθεί του θέματος το κατά νόμο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. προκειμένου να επιβληθεί στον εν λόγω Αναπληρωτή Καθηγητή η προσήκουσα ποινή». Το ως άνω παραπεμπτήριο έγγραφο του Πρύτανη του εναγόμενου περί άσκησης πειθαρχικής δίωξης κατά του Ω.Ω. κοινοποιήθηκε στον τελευταίο εντός των αργιών της Μεγάλης Εβδομάδας του έτους εκείνου (ήτοι ανάμεσα στις 17 έως 21 Απριλίου του έτους 2006). Μετά δε από τις ημέρες του Πάσχα, έλαβε χώρα στις 3.5.2006 (και ώρα 11 π.μ.) η 71η Γενική Συνέλευση του Τμήματος …, κατά την οποία εμφανίστηκε ο Ω.Ω. και με αφορμή τη συζήτηση για το πρόγραμμα σπουδών του ακαδημαϊκού έτους 2006-2007 εξέφρασε την επιφύλαξή του να συμμετάσχει στη συζήτηση του προγράμματος αυτού και προσπάθησε να επεξηγήσει τους λόγους της επιφύλαξής του αυτής, καθώς αρχικά ο Προεδρεύων της Συνέλευσης, ήτοι ο Υ.Υ., του συνέστησε να το αποφύγει και να τοποθετηθεί σε επόμενη Συνέλευση, ακολούθησε δε ο εξής διάλογος: -Ω.Ω.: «Εγώ θέλω να πω τώρα στη συνέλευση… μα δεν θα πω, απλά μια διαφορετική αιτιολογία, γιατί δεν πρόκειται να συμμετάσχω στη συζήτηση, αν θέλετε, αν δεν θέλετε, αν δεν θέλει να με ακούσει η συνέλευση να μη με ακούσει». -Προεδρεύων: «Αν πάρει απόφαση η Συνέλευση ότι θα διακοπεί η Συνέλευση και να συνεχίσει τότε, τότε θα τοποθετηθείς στις 17 του μηνός. Θα είναι όλοι εδώ». -Ω.Ω.: «Δεν θέλετε να ακούσετε δηλαδή ένα θέμα το οποίο έχει προκύψει; Δεν έχετε την περιέργεια να ακούσετε για ποιο λόγο, όταν ένας συνάδελφός σας δεν πρόκειται να τοποθετηθεί;». -Προεδρεύων: «Το θέμα θα είναι εντός της Γενικής Συνέλευσης ή εκτός της Γενικής Συνέλευσης, είναι απλό το ζήτημα. Εάν το πάρουμε απόφαση ότι θα διακοπεί η συνέλευση, διεκόπη η συνέλευση. Αν πάρουμε απόφαση να κλείσουμε, ότι διεκόπη η συνέλευση και να καθίσουν όποιοι συνάδελφοι θέλουν εδώ να ακούσουν, πολύ ευχαρίστως. Αλλά εγώ κρίνω ότι επειδή είναι πολύ σοβαρή η τοποθέτησή σας, στις 17 του μηνός …». -Ω.Ω.: «Εγώ θα ήθελα σήμερα να το εξηγήσω, απαγορεύεται; Το απαγορεύει η συνέλευση;» -Προεδρεύων: «Δεν απαγορεύει κανείς τίποτα» -Ω.Ω.: «Δεν πρόκειται να πάρω παραπάνω από πέντε λεπτά, αλλά αισθάνομαι την ανάγκη, επειδή είμαι τέσσερα χρόνια σε αυτό το Τμήμα, να εξηγήσω τους λόγους …» -Προεδρεύων: «Ρωτήστε τη συνέλευση» -Ω.Ω.: «Ρωτάω αν η συνέλευση θέλει να ακούσει τους λόγους για τους οποίους δεν πρόκειται να πάρω μέρος στη συζήτηση για το πρόγραμμα, μπορώ;» -Ν.Ν. (Καθηγητής Τμήματος …): «Δημιουργείται τώρα ένα τυπικό πρόβλημα, εφόσον πήραμε απόφαση να αναβληθεί η συζήτηση για να είναι όλοι παρόντες και θα γίνει στις 17 του μηνός, τότε εάν πάρει ο συνάδελφος ο Ω.Ω. το λόγο, θα είναι στον αέρα αυτά που θα πει. Θα πρότεινα, λόγου χάρη … βάλ’ τα σε ένα e­mail και να μας τα στείλεις, να τα διαβάσουμε … και να είμαστε ήδη ευαισθητοποιημένοι και στις 17 του μηνός και θα έχουνε και ένα μόνιμο έτσι χαρακτήρα αυτά τα πράγματα. Διότι τώρα θα είναι στον αέρα …» -Μ.Μ. (Λέκτορας του Τμήματος …): «Να κάνω μια ερώτηση, δηλαδή δεν μπορεί να γίνει μια τοποθέτηση εξωδιαδικαστική …» -Προεδρεύων: «Μπορεί να γίνει» -Μ.Μ.: «…», -Ω.Ω.: «Δεν θα σας απασχολήσω πολύ, είναι μια δήλωση αρχής περισσότερο, για ένα γεγονός που συνέβη και που εξηγεί γιατί δεν πρόκειται να πάρω μέρος στη συζήτηση του προγράμματος. Ο λόγος είναι ότι δεν έχω μαζί μου … το δικηγόρο μου για να με συμβουλεύσει … και τί εννοώ: Την παραμονή του Πάσχα μου κοινοποιήθηκε πειθαρχική δίωξη από τον Πρύτανη, κύριο Λ.Λ., χωρίς να κληθώ καν σε απολογία και παραπέμπομαι στο Πειθαρχικό των Α.Ε.Ι. που προεδρεύεται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, με βάση ένα νόμο του 1932, που προβλέπει ακόμα και την ποινή της απόλυσης. … Η δίωξη αυτή προκλήθηκε με ενέργειες συναδέλφων του Τμήματος. Είναι μια δήλωσή μου για να καταλάβετε, κ. Πρόεδρε, γιατί δεν μπορώ, με αυτούς οι οποίοι είναι διώκτες μου, να μπω σε ένα επιστημονικό διάλογο» -Προεδρεύων: «Τώρα όμως ακούγονται κουβέντες….» -Ω.Ω.: «Δεν ακούγονται κουβέντες, υπάρχουν εδώ κουβέντες … σε αυτό το έγγραφο, οι οποίες με θίγουνε και με διασύρουνε … Δεν θέλω να δώσω καμία οξύτητα … αλλά είμαι υποχρεωμένος να εξηγήσω στους συναδέλφους και στους φοιτητές, οι οποίοι είναι εδώ και μας ακούνε … Αλλά δεν μπορώ να μπω σε αυτή τη συζήτηση, το αντιλαμβάνεστε όλοι σας και το λέω αυτό γιατί είχα δεσμευθεί να τοποθετηθώ στο πρόγραμμα, ήμουν ο μόνος ο οποίος δεν τοποθετήθηκε. … Απλά λέω και εξηγώ ότι με πειθαρχική δίωξη δική μου, η οποία προκλήθηκε με δική σας ενέργεια, κ. Πρόεδρε, απ’ ό,τι φαίνεται του Αντιπρύτανη κ. Φ.Φ. και της κας Χ.Χ., μεταξύ άλλων, είναι λοιπόν σαφές, θα ήταν δηλαδή οξύμωρο, αν όχι τραγικό να μπω σε επιστημονικό διάλογο με αυτούς οι οποίοι με διώκουν» -Προεδρεύων: «Θα παρακαλέσω παρά πολύ» -Ω.Ω.: «Είναι δίωξη, κ. Πρόεδρε, δεν ξέρω αν σας ενόχλησε η φράση. Όταν κάνουμε κάποιες ενέργειες … αγνοώντας το εγώ, εσείς από το Φεβρουάριο έχετε ζητήσει να ληφθούν μέτρα σε βάρος μου ναι ή όχι, έτσι γράφει μέσα εδώ» -Προεδρεύων: «Εγώ; Για συνεχίστε» -Ω.Ω.: «Βεβαίως, το οποίο εγώ αγνοούσα. … Στο από έντεκα σελίδες αυτό κείμενο της δίωξης υιοθετούνται βαρύτατοι χαρακτηρισμοί, που θίγουν την επιστημονική και επαγγελματική μου υπόσταση και υπόληψη και προσβάλλουν την προσωπικότητά μου. Τόσο για το θέμα του μεταπτυχιακού όσο και για το θέμα του συναδέλφου Σ.Σ., για τα οποία κατηγορούμαι, έκανα ένα πράγμα, είπα την αλήθεια. Δυστυχώς, με την παρούσα δίωξη, υποχρεώνομαι να αποδείξω και δικαστικά πλέον ότι είπα την αλήθεια και θα το κάνω. Είναι σαφές σε μένα προσωπικά ότι από τη στιγμή που ήρθα στο Τμήμα αυτό, μέχρι σήμερα, με δική σας ευθύνη κ. Πρόεδρε, υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, μια διαρκής πορεία υποβάθμισης της θέσης και του ρόλου μου στο Τμήμα, που καταλήγει να θίγει ευθέως την επαγγελματική μου οντότητα … οφείλω να καταθέσω σε αυτή τη Συνέλευση ότι κατά τη γνώμη μου και με δική σας ευθύνη επιχειρείται συστηματική η υποβάθμιση, αν όχι και με βάση και την τελευταία πειθαρχική δίωξη, η προσωπική μου επαγγελματική εξόντωση. Σε αυτό, όπως αντιλαμβάνεστε, … θα αντιδράσω, με οποιοδήποτε νόμιμο και δημοκρατικό τρόπο. Ευχαριστώ πολύ». Μετά δε το πέρας της ως άνω Γενικής Συνέλευσης, ο Ω.Ω. κατευθύνθηκε στο γραφείο του και μετά από λίγο, περί ώρα 11:45 ́, εξέπνευσε.

  1. Ήδη με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με τα παραδεκτώς κατατεθέντα στις 25.9.2018 και 24.9.2019 υπομνήματά τους, καθώς και το κατατεθέν στις 4.10.2018 υπόμνημα προς αντίκρουση των ισχυρισμών του εναγόμενου τιτλοφορούμενο ως «προσθήκη-αντίκρουση», οι ενάγοντες στρέφονται κατά του εναγόμενου Πανεπιστημίου ισχυριζόμενοι ότι ο αιφνίδιος θάνατος του συγγενή τους Ω.Ω., σε ηλικία μόλις 54 ετών, προήλθε συνεπεία παράνομης, αφόρητης, συστηματικής και ηθελημένης ψυχολογικής πίεσης που του ασκήθηκε από πρόσωπα κατέχοντα θέσεις ευθύνης στη διοικητική ιεραρχία τόσο του Πανεπιστημίου Κρήτης όσο και του Τμήματος …, καθώς ο θάνατός του επήλθε αμέσως μετά την από 3.5.2006 Γενική Συνέλευση του Τμήματος κατά την οποία επιχείρησε, εν μέσω αντιδράσεων, να τοποθετηθεί για την παράνομη και εκδικητική πειθαρχική δίωξη που του είχε ασκηθεί «κρυφά» από τον τότε Πρύτανη του εναγομένου και που του κοινοποιήθηκε αιφνιδιαστικά λίγες ημέρες νωρίτερα, κατά τη διάρκεια των διακοπών του Πάσχα. Όπως δε προβάλλουν, κατά τη Γενική Συνέλευση της 3ης.5.2006, στην οποία είχε μεταβεί ο θανών συγγενής τους για να θέσει το ζήτημα της πειθαρχικής του δίωξης και να καταγγείλει την παράνομη μεθόδευσή της, οι Υ.Υ. και Χ.Χ., Καθηγητές του εναγόμενου Πανεπιστημίου, πρότειναν να μην του επιτραπεί να μιλήσει, δημιουργώντας κλίμα έντασης και περαιτέρω πίεσης, ενώ η Γενική Συνέλευση διαλύθηκε μετά από τη σύντομη και μετ’ εμποδίων τοποθέτηση του θανόντος Ω.Ω. και λίγα λεπτά αργότερα, υπό το βάρος και σε αιτιώδη συνάφεια με την αφόρητη ψυχολογική πίεση της άδικης και παράνομης δίωξης και της συστηματικής προσπάθειας φίμωσής του, ο τελευταίος εξέπνευσε μέσα στο χώρο του γραφείου του, ο δε θάνατός του συνδέεται αιτιωδώς με τις παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του Πανεπιστημίου. Προβάλλουν δε ότι η πειθαρχική δίωξη του συγγενή τους δρομολογήθηκε και διεκπεραιώθηκε ερήμην και εν αγνοία του, καθώς ουδέποτε κοινοποιήθηκαν σε αυτόν οι αναφερόμενες σε βάρος του επιστολές, και συγκεκριμένα η …/11.10.2005 επιστολή του Υ.Υ., Κοσμήτορα της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, καθώς και η …/1.11.2005 επιστολή της Χ.Χ., Διευθύντριας του Π.Μ.Σ. προς τον Πρύτανη του εναγόμενου, η …/7.11.2005 επιστολή του Πρύτανη προς τον Φ.Φ., Αντιπρύτανη κοινοποιούμενη στην Χ.Χ., όπως και η …/11.11.2005 απαντητική επιστολή του Φ.Φ., ενώ ουδέποτε είχε λάβει γνώση ο θανών της προκαταρκτικής έρευνας που διενεργείτο από τον Τ.Τ., Καθηγητή και τέως Πρύτανη, παρά το γεγονός ότι με αυτή θα ελέγχονταν, όχι μόνο οι ενστάσεις του θανόντος, αλλά και οι σχετικές αναφορές σε βάρος του, ενώ εξάλλου ουδέποτε έλαβε γνώση του πορίσματος της έκθεσης προκαταρκτικής έρευνας. Παραλαμβάνοντας δε ο Πρύτανης την εν λόγω έκθεση και χωρίς καμία περαιτέρω διαδικασία προέβη στην πειθαρχική παραπομπή του θανόντος, διώκοντάς τον με αυτόν τον τρόπο για τις καθ’ όλα τεκμηριωμένες και νόμιμες ενστάσεις και διαφωνίες του, επί των οποίων ουδέποτε έλαβε κάποια απάντηση. Κατόπιν τούτων, όπως ισχυρίζονται, η ως άνω διαδικασία πειθαρχικής παραπομπής του συγγενή τους υπήρξε παράνομη, καθώς διεξήχθη κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1της Ε.ΣΔ.Α., 20 παρ. 2 του Συντάγματος, 26 του Κανονισμού Λειτουργίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, 126 και 127 του ν. 2683/1999, 6 του ν. 2690/1999 και 96 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που εφαρμόζονται αναλόγως και οι οποίες διατάξεις επιτάσσουν την ενημέρωση του ελεγχόμενου ότι διεξάγεται έρευνα σε βάρος του αποσκοπούσα στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση τέλεσης εκ μέρους του κάποιου πειθαρχικού παραπτώματος, ότι η έρευνα αυτή διεξάγεται από το αρμόδιο όργανο κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, ότι έχει παρασχεθεί η δυνατότητα στον ελεγχόμενο της πρόσβασης στα συλλεγέντα στοιχεία και φυσικά η παροχή της δυνατότητας άσκησης του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, αφού κατά τη σχετική συνταγματική διάταξη οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει, εγγράφως ή προφορικώς, τις απόψεις του. Συνακόλουθα, όπως ισχυρίζονται, το παρεχόμενο από το νόμο «δικαίωμα υπεράσπισης», ήτοι δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, ενώπιον των διοικητικών αρχών, επιφέρει αντίστοιχη υποχρέωση της Διοίκησης και εν προκειμένω του Πρύτανη να καλέσει τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, ακόμα και με δικηγόρο και τούτα και στα γενικότερα πλαίσια των αρχών της αναγκαιότητας και αναλογικότητας και ιδίως του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο ισχύει ευρύτερα απέναντι σε κάθε δημόσια αρχή και όχι μόνο στο πλαίσιο της ποινικής δίκης και παράλληλα στα πλαίσια των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της καλής πίστης. Εκ των ανωτέρω διατάξεων και αρχών, όπως ισχυρίζονται, προκύπτει ότι ο Πρύτανης όφειλε να προβεί στη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης από μια Επιτροπή, η οποία θα εξέταζε διεξοδικά όλα τα στοιχεία και τις ενστάσεις του θανόντος, καθώς και των φοιτητών που δεν είχαν επιλεγεί -όπως άλλωστε αποφασίστηκε όψιμα μετά το θάνατό του στην υπ’ αριθμ…./16.5.2006 Συνεδρία της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Κρήτης, ορίζοντας τριμελή επιτροπή με μέλη τους Καθηγητές Ι.Ι., Κ.Κ. και Θ.Θ.-, καλώντας τους όλους σε ακρόαση και ιδιαίτερα τον Ω.Ω., ο οποίος με την ως άνω εν κρυπτώ διαδικασία μετατράπηκε από ελεγκτής σε ελεγχόμενο για τη διατύπωση της ακαδημαϊκής του άποψης. Αντιθέτως, ο Πρύτανης επέλεξε να κρατήσει μυστική την αλληλογραφία του με τους κ.κ. Φ.Φ., Υ.Υ. και την κα Χ.Χ., οι οποίοι ζητούσαν τον πειθαρχικό έλεγχο του Ω.Ω., διότι δήθεν με την επιμονή του εξέθετε το κύρος του Πανεπιστημίου Κρήτης και παρά το γεγονός ότι τα ανωτέρω τρία πρόσωπα ήταν τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης, της οποίας η διαδικασία κρίσης και τα αποτελέσματα είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση και συνεπώς έχρηζαν ελέγχου. Επίσης, προβάλλουν ότι ο Πρύτανης, κατά παράβαση των καθηκόντων του, διέταξε εικονικό και όχι πραγματικό έλεγχο επιλέγοντας την ανάθεση του προκαταρκτικού ελέγχου, και μάλιστα εμπιστευτικά, σε πρόσωπο της αρεσκείας του, παρά τη σοβαρότητα των παραλείψεων κατά την διαδικασία επιλογής των φοιτητών στο Μ.Π.Σ. και την ανάγκη επείγουσας διερεύνησής του, καθώς και ότι ο Τ.Τ. κατά παράβαση των καθηκόντων του, και συγκεκριμένα των διατάξεων των άρθρων 125 και 126 του ν. 2683/1999, διενήργησε προσχηματικό έλεγχο, κυριολεκτικά κατά μόνας, θεωρώντας περιττό να καλέσει σε ακρόαση τόσο τους ενιστάμενους φοιτητές, των οποίων η αναφορά στο Υπουργείο Παιδείας είχε επίσης διαβιβαστεί στο εναγόμενο, όσο και τον ουσιαστικό ελεγχόμενο Ω.Ω., χωρίς όμως να εμποδιστεί να διατυπώσει στην έκθεσή του κρίσεις που στοχοποιούσαν τον θανόντα και παρά το γεγονός ότι δεν είχε βρει στοιχεία που να αντικρούουν την ένσταση του τελευταίου. Περαιτέρω, όπως ισχυρίζονται σχετικά, η υποχρέωση για προηγούμενη ακρόαση στην προκειμένη περίπτωση απορρέει και από το άρθρο 26 παρ. 3 του Κανονισμού Λειτουργίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, που εξαρτά το κύρος της επιβολής των ελαφρύτερων ποινών της επίπληξης και της περικοπής αποδοχών από την προηγούμενη ακρόαση του ελεγχόμενου, κάτι που πολύ περισσότερο ισχύει για την παραπομπή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο με το ερώτημα της απόλυσης, ενώ, άλλωστε, όπως προβάλλουν, και η ίδια η σύνθεση του τελευταίου Συμβουλίου -αποτελούμενη από τους Προέδρους των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, από έναν Πρύτανη Πανεπιστημίου και τον Πρύτανη Ακαδημαϊκών Υποθέσεων του οικείου Πανεπιστημίου- επιτάσσει να έχει διενεργηθεί προηγουμένως ενδελεχής έλεγχος, απαραίτητο στοιχείο του οποίου είναι και η ακρόαση του ελεγχόμενου. Εξάλλου, κατά τους ισχυρισμούς τους, κατά τα γενόμενα δεκτά με το πόρισμα του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Κ.Κ., η πειθαρχική παραπομπή του θανόντος δεν ήταν μόνο παράνομη, αλλά και ουσιαστικά αβάσιμη, σε αντίστοιχο δε πόρισμα κατέληξε και η Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης Ι.Ι. Όσον αφορά δε στην ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Ω.Ω., οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η ακραία ψυχολογική πίεση που του είχε ασκηθεί και η συναισθηματική φόρτιση στην οποία είχε περιέλθει μετά την κοινοποίηση σε αυτόν του εγγράφου της πειθαρχικής του διώξεως προκύπτουν από τις χειρόγραφες σημειώσεις που είχε ετοιμάσει προκειμένου να απευθυνθεί στη Γ.Σ.Ε.Σ. της 3ης.5.2006, ενώ τα όσα είπε καταγράφηκαν στα σχετικά πρακτικά. Επίσης, προβάλλουν ότι ο θάνατος του ανωτέρω συνδέεται αιτιωδώς με τις ως άνω παράνομες πράξεις των οργάνων του εναγομένου, καθώς η παρατεταμένη ψυχολογική πίεση που του ασκήθηκε δημιούργησε σε αυτόν παρατεταμένο στρες, το οποίο αφενός δημιούργησε προβλήματα υπέρτασης και στηθάγχης και, αφετέρου, ακόμα και εάν αυτά προϋπήρχαν σε μικρότερο βαθμό, ενισχύθηκαν στη συνέχεια σε έντονο βαθμό. Περαιτέρω, ισχυρίζονται σχετικά ότι, όπως προκύπτει από την από 8.5.2006 δήλωση της Διοίκησης του εναγόμενου, ο θάνατος του Ω.Ω. αποδίδεται σε διαπιστωμένη βαριά καρδιοπάθεια με χρόνιο παθολογικό υπόβαθρο, σε χρόνο κατά τον οποίο ουδεμία ιατροδικαστική έκθεση υπήρχε, καθώς αυτή συντάχθηκε την 1.6.2006 και, συνεπώς, τα όργανα του εναγόμενου γνώριζαν ότι ο εκλιπών είχε βαριά καρδιοπάθεια και εντούτοις του επιφύλαξαν την ως άνω εξουθενωτική, άκρως βίαιη ψυχολογικά και παράνομη συμπεριφορά. Εξάλλου, όπως ισχυρίζονται, στο άκουσμα του θανάτου του Ω.Ω. υπήρξαν πολλές αντιδράσεις και δηλώσεις τόσο από την ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα όσο και από την κοινωνία εν γένει, που καταδίκασαν την πειθαρχική του δίωξη, ενώ, περαιτέρω, με την 9/2009 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Κρήτης απορρίφθηκε μεν ως αβάσιμη η ασκηθείσα μήνυση κατά οργάνων του εναγομένου για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από δόλο, λόγω της μη πλήρωσης των στοιχείων της υποκειμενικής υπόστασης, ωστόσο έγινε δεκτό ότι οι ενέργειες των ανωτέρω οργάνων συνδέονται αιτιωδώς με το θάνατό του. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι η ψυχική τους οδύνη εκ της απώλειας του ανωτέρω ήταν για τους ενάγοντες μεγάλη, καθώς είχαν ουσιαστικό δεσμό με αυτόν, ενώ ιδιαίτερα τα τέκνα του, ήτοι οι δύο πρώτοι ενάγοντες, βρίσκονταν κατά το χρόνο εκείνο σε ηλικία 13 και 20 ετών, αντίστοιχα, και η απώλεια του πατέρα τους τούς έφερε σε πολύ άσχημη ψυχική κατάσταση, λόγω της οποίας απαιτήθηκε η συμβολή ψυχοθεραπευτικής και φαρμακευτικής βοήθειας, ο δε θανών ήταν χαρούμενος και αισιόδοξος άνθρωπος, ενώ διακρινόταν για το ήθος του και τίποτε δεν προμήνυε ότι θα έφευγε από τη ζωή με αυτόν τον απροσδόκητο και άχαρο τρόπο. Κατόπιν των ανωτέρω, οι ενάγοντες, τέκνα και αδελφή του θανόντος, ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να τους καταβάλει, κατ’ άρθρο 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της …, τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην πρώτη σκέψη της παρούσας ποσά και τούτα νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν λόγω του θανάτου του ανωτέρω, πατέρα των δύο πρώτων εναγόντων, αδελφού της δεύτερης και υιού της τέταρτης εξ αυτών.
  2. […] 14. […]
  3. Το παρόν Δικαστήριο με την 906/2018 απόφασή του, αφού έλαβε υπ’ όψιν ότι το εναγόμενο δεν είχε προσκομίσει την …/2007 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου, την …/2009 Διάταξη της Αντεισαγγελέα Εφετών Κρήτης και την …/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου, τις οποίες επικαλείτο στο υπόμνημά του, και ότι τα ανωτέρω στοιχεία ήταν κρίσιμα για τη διάγνωση της υπό κρίση διαφοράς, έκρινε αναγκαίο να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33, 151 και 152 παρ. 1 και 2 του Κ.Δ.Δ., και υποχρέωσε το εναγόμενο να προσκομίσει εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση της ανωτέρω απόφασης την …/2007 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου, την …/2009 Διάταξη της Αντεισαγγελέα Εφετών Κρήτης και την …/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου, καθώς επίσης και βεβαίωση του αρμόδιου δικαστηρίου σχετικά με το εάν η …/2012 απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη ή αμετάκλητη ή εάν κατ’ αυτής εκκρεμούν ένδικα μέσα.
  4. Σε εκτέλεση της ανωτέρω προδικαστικής απόφασης, το εναγόμενο προσκόμισε: α) την …/2007 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης, με την οποία απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη η από 16.6.2006 έγκληση που είχαν ασκήσει οι δύο πρώτοι ενάγοντες κατά των Λ.Λ., Φ.Φ., Υ.Υ., Χ.Χ. και Τ.Τ., Καθηγητών υπηρετούντων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με ενδεχόμενο δόλο, β) την …/2009 διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών Κρήτης (η οποία προσκομίστηκε και από τους ενάγοντες, βλ. υπ’ αριθμ. 7 εκ των προσκομιζόμενων εγγράφων), με την οποία απορρίφθηκε στην ουσία η προσφυγή που είχε ασκήσει η πρώτη ενάγουσα κατά της προαναφερθείσας …/2007 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου. […].
  5. Εξάλλου, στην παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Φ.Ε.Κ. Α ́ 240) και ισχύει, ορίζεται ότι: «Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης».

Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι το διοικητικό δικαστήριο, κρίνοντας σχετικά με τη συνδρομή αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., δεν δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα απορριπτική Εισαγγελική διάταξη για αντίστοιχη αποδιδόμενη κατ’ έγκληση ποινική παράβαση του οργάνου του και τούτο διότι η απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα δεν παράγει καν δεδικασμένο και επομένως δεν ισοδυναμεί με αμετάκλητη αθωωτική απόφαση (βλ. Διοικ.Εφ.Θεσσ. 722/2020, Α.Π. 367/2019, 228/2019, 675/2014, πρβλ. ΣτΕ 1513/2019, σκ. 10), δύναται ωστόσο να συνεκτιμήσει το περιεχόμενο της ανωτέρω εισαγγελικής διάταξης κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του (πρβλ. ΣτΕ 918/2015).

  1. Κατά τα γενόμενα δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας: […] το Δικαστήριο κρίνει ότι το ως άνω υπ’ αριθμ.εμπ.πρωτ…./14.4.2006 παραπεμπτήριο έγγραφο του Πρύτανη του εναγόμενου ήταν πλημμελές και συνεπώς -δεδομένου του κεντρικού ρόλου τον οποίο επιτελεί το παραπεμπτήριο έγγραφο στην έκβαση της πειθαρχικής διαδικασίας και στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής- η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης από τον Πρύτανη του εναγόμενου σε βάρος του Ω.Ω. ήταν στην προκειμένη περίπτωση πλημμελής και, ως εκ τούτου, μη νόμιμη. Επιπλέον δε τούτου, […] το Δικαστήριο κρίνει ότι μη νομίμως ασκήθηκε κατά του Ω.Ω. πειθαρχική δίωξη και παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. χωρίς προηγουμένως να κληθεί σε προηγούμενη ακρόαση -προκειμένου να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και εξηγήσεις και να θέσει υπόψη της Διοίκησης τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, ώστε και τα συμφέροντα αυτού να προστατευθούν και η Διοίκηση να ενημερωθεί πληρέστερα- είτε ενώπιον του Πρύτανη, είτε ενώπιον άλλου οργάνου του εναγόμενου στα πλαίσια της διεξαχθείσας προκαταρκτικής έρευνας ή τυχόν άλλης διαδικασίας εκ των προβλεπόμενων στον κατά το χρόνο εκείνο ισχύοντα Υπαλληλικό Κώδικα (ν. 2683/1999), και τούτο κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ. 2του Συντάγματος, 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και 26 παρ. 3 του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, κατ’ αποδοχή ως βασίμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόντων.
  2. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν ότι το γεγονός της άσκησης της πειθαρχικής δίωξης και της παραπομπής του ανωτέρω στο Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. δημιούργησε σε αυτόν εντονότατη συναισθηματική και ψυχολογική πίεση και θυμό, καθώς και απόγνωση ότι θα χάσει την εργασία του. Τούτο δε προκύπτει από τα εξής: α) τη νομίμως λαμβανόμενη υπ’ όψιν (πρβλ. ΣτΕ 4823/1995 7μ.) 8447/23.9.2019 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα …, ο οποίος κατέθεσε περί της ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης στην οποία βρισκόταν ο θανών κατά την τελευταία τους συνάντηση κατά τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας του 2006, αφού του είχε κοινοποιηθεί η παραπομπή του, καθώς, όπως είχε εκφράσει στον ανωτέρω μάρτυρα, του φαινόταν αδιανόητο ότι, χωρίς έστω να έχει κληθεί προηγουμένως για να δώσει εξηγήσεις στα αρμόδια όργανα, είχε κινηθεί εν κρυπτώ εις βάρος του ολόκληρη πειθαρχική διαδικασία, το εν λόγω δε ζήτημα τον απασχολούσε πολύ έντονα, του είχε δημιουργήσει τεράστια υπερένταση, ψυχική πίεση, τρομακτικό άγχος και παρατεταμένη αϋπνία και, ενώ μάλιστα το διηγείτο αυτό, κοκκίνισε πάρα πολύ και κατόπιν εμφάνισε ξαφνικά υπόσφαγμα στο μάτι του, δηλαδή μια έντονη ερυθρότητα στο φυσιολογικά λευκό τμήμα του οφθαλμού, β) τις χειρόγραφες σημειώσεις που είχε κρατήσει ο θανών πριν από την τοποθέτησή του στη Γενική Συνέλευση της 3ης.5.2006, στις οποίες εμφαίνεται η έντονη πικρία που αισθανόταν, καθώς, όπως ανέφερε σε αυτές, η δίωξη είχε προκληθεί με ενέργειες των συναδέλφων του Τμήματός του, ενώ εξάλλου προέκυπτε από αυτές η πίεση και η συναισθηματική του φόρτιση λόγω του ότι, όπως ανέγραφε στις σημειώσεις του, στο κείμενο της παραπομπής του υιοθετούντο βαρύτατοι χαρακτηρισμοί που έθιγαν την επιστημονική, επαγγελματική του υπόληψη και προσέβαλλαν την προσωπικότητά του, παρά το γεγονός ότι η μοναδική του πρόθεση ήταν να πει την αλήθεια των πραγμάτων, γ) την 10.145/21.9.2018 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα …, ο οποίος ήταν παρών κατά τη Γενική Συνέλευση της 3ης.5.2006, κατά την οποία, όπως κατέθεσε, ήταν εμφανής η αναστάτωση και η πίεση του ανωτέρω, γεγονός που προέκυπτε τόσο από τη χροιά της φωνής του όσο και από το γεγονός ότι το αριστερό του χέρι έτρεμε έντονα, εικόνα που δεν χαρακτήριζε τις προηγούμενες παρουσίες του ανωτέρω ενώπιον των οργάνων του Τμήματος, δ) την 10.130/21.9.2018 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα …, ο οποίος κατέθεσε ότι συμμετείχε στη Γενική Συνέλευση της 3ης.5.2006 και ότι κατά τη σύντομη παρέμβασή του ο Ω.Ω. βρισκόταν εμφανώς σε πολύ άσχημη κατάσταση, καθώς μιλούσε με σπασμένη φωνή και τρεμάμενα χέρια ενώ τους ενημέρωνε για την πειθαρχική του δίωξη, ο ίδιος δε μάρτυρας κατέθεσε ότι, όπως του είχε εκφράσει ο ίδιος ο θανών, η πειθαρχική του δίωξη του είχε δημιουργήσει τεράστια υπερένταση, ψυχική πίεση, τρομακτικό άγχος και παρατεταμένη αϋπνία, και ε) την τοποθέτηση του τελευταίου κατά τη Γενική Συνέλευση της

3ης.5.2006, όπως προκύπτει από τα οικεία πρακτικά, σύμφωνα με τα οποία όταν κατάφερε πλέον, μετά από τις αρχικές αντιρρήσεις του Προεδρεύοντος του Τμήματος, να τοποθετηθεί, ανέφερε ως «διώκτες» του τον εν λόγω Προεδρεύοντα (Υ.Υ.), τον Φ.Φ. και την Χ.Χ., ότι, όπως προέκυπτε από το κείμενο της δίωξής του, αυτοί είχαν ζητήσει από το Φεβρουάριο, και ενώ αυτός το αγνοούσε, την πειθαρχική του δίωξη, ότι στο παραπεμπτήριο έγγραφο υιοθετούντο βαρύτατοι χαρακτηρισμοί, που έθιγαν την επιστημονική και επαγγελματική του υπόσταση και υπόληψη και πρόσβαλλαν την προσωπικότητά του, ενώ αυτός προσπαθούσε να πει μόνο την αλήθεια, καθώς και ότι «με δική σας ευθύνη», αναφερόμενος προφανώς στον ως άνω Προεδρεύοντα, καθώς και στους λοιπούς συναδέλφους του οι οποίοι με τις προαναφερόμενες επιστολές τους έδωσαν το έναυσμα για την πειθαρχική του δίωξη, «επιχειρείται συστηματικά η υποβάθμιση, αν όχι και με βάση την τελευταία πειθαρχική δίωξη, η προσωπική μου επαγγελματική εξόντωση», από την ανωτέρω δε τοποθέτηση του θανόντος κατέστη εμφανής η πικρία του για το ότι ενώ είχε παντελή άγνοια της κατάστασης, κινήθηκε σε βάρος του μια πειθαρχική διαδικασία «εν κρυπτώ» και μάλιστα από συναδέλφους του, καθώς και η συναισθηματική και ψυχολογική του φόρτιση, δεδομένου ότι αυτός αισθανόταν ότι με την εν αγνοία του δίωξή του επιχειρείτο «η προσωπική του επαγγελματική εξόντωση». Εξάλλου, επιπλέον των ανωτέρω, και οι εν γένει περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πειθαρχική δίωξη του Ω.Ω. ήταν τέτοιες που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ευλόγως επέτειναν την έντονη συναισθηματική φόρτισή του. Και τούτο, διότι α) η πειθαρχική του δίωξη κινήθηκε με ενέργειες των συναδέλφων του, και μάλιστα αυτών που κατά τον Ω.Ω. δεν είχαν χειριστεί με την πρέπουσα διαφάνεια το ζήτημα των υποψηφίων για το Π.Μ.Σ., γεγονός που ευλόγως δημιουργεί επιπρόσθετη πικρία, β) αυτός ως Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος …, που συμμετείχε στη Συνεδρίαση της Γ.Σ.Ε.Σ. της 22.7.2005 με θέμα την επικύρωση των αποτελεσμάτων των επιτυχόντων και ως ασκών το δικαίωμα αναφοράς στις Αρχές, κατά το άρθρο 10 του Συντάγματος, είχε επανειλημμένως ζητήσει αντίγραφα των αναλυτικών πινάκων μοριοδότησης των υποψηφίων, πλην όμως, όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα πορίσματα του Κ.Κ. και της Ι.Ι., μελών της επιτροπής που ορίστηκε για τη διερεύνηση του ζητήματος, ουδέποτε του παρασχέθηκαν, οπότε αυτός δεν θεωρούσε ότι προβαίνει σε κάποια μη νόμιμη ενέργεια, γ) όπως προκύπτει, ομοίως, από τα πορίσματα των τελευταίων, διαπιστώθηκαν αποκλίσεις, που δεν μπορούσαν να ενταχθούν στο πλαίσιο, μόνον, της υποκειμενικής διαφοράς εκτιμήσεων ή σε εκ παραδρομής λάθη, και συγκεκριμένα διαπιστώθηκαν σοβαρές ενδείξεις εύνοιας για πέντε από τους επιτυχόντες και αδικίας για τρεις αποτυχόντες και, ως εκ τούτου, οι αιτιάσεις του ήταν σε ένα βαθμό βάσιμες, με αποτέλεσμα ευλόγως αυτός να καταληφθεί από έντονα αισθήματα αδικίας, αφού θεωρούσε ότι με τις ενέργειές του δεν προσέβαλε το Πανεπιστήμιο, αλλά αντιθέτως προσπαθούσε να προστατεύσει το κύρος του Τμήματος στο οποίο υπηρετούσε (βλ. ενδεικτικώς απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Γ.Σ.Ε.Σ. της 22.7.2005, κατά την οποία ο ανωτέρω είχε αναφέρει ότι «Εδώ θέλουμε να προστατέψουμε το Τμήμα … Θέλουμε να προστατέψουμε το μεταπτυχιακό …»), δ) το παραπεμπτήριο έγγραφο για την πειθαρχική του δίωξη κοινοποιήθηκε σε αυτόν μέσα στις αργίες της Μεγάλης Εβδομάδας, ήτοι σε περίοδο κατά την οποία το Πανεπιστήμιο δεν λειτουργούσε και που δεν μπορούσε να έχει άμεσα εικόνα του τί ακριβώς έχει συμβεί, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, μέχρι και την κοινοποίηση του εν λόγω εγγράφου είχε παντελή άγνοια των όσων είχαν λάβει χώρα εις βάρος του προσώπου του, και ε) το παραπεμπτήριο έγγραφο ήταν διατυπωμένο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα πειθαρχικώς διωκόμενα αδικήματα να εντάσσονται στη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 249/1976 περί επιβολής πειθαρχικής ποινής έως και οριστικής παύσης και, ως εκ τούτου, ήταν εύλογο να δημιουργηθεί στον Ω.Ω. η πεποίθηση ότι ήταν πιθανή η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, και μάλιστα από μια θέση και βαθμίδα (του Αναπληρωτή Καθηγητή), που κατά τα κοινώς γνωστά προϋποθέτει αφοσίωση και πορεία ετών. Ενόψει των ανωτέρω και λαμβάνοντας περαιτέρω υπ’ όψιν: α) ότι κατά τα γενόμενα δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης του οργάνου του Ν.Π.Δ.Δ. και της ζημίας που επήλθε υπάρχει όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή η παράλειψη ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, χωρίς δε τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση, β) σύμφωνα με την …/1.6.2006 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή …, ο θάνατος του Ω.Ω. οφειλόταν σε υπερτασική-ισχαιμική καρδιοπάθεια, με χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, την αθηρωματοσκλήρυνση των στεφανιαίων αγγείων, την γενικευμένη αρτηριοσκλήρυνση, ως επιπλοκή της υπέρτασης, την υπερτροφία του μυοκαρδίου και την ισχαιμία, γ) όπως προκύπτει από την ως άνω ιατροδικαστική έκθεση ο θανών Ω.Ω. πριν πεθάνει έπασχε ήδη από βαριά καρδιοπάθεια, δ) σύμφωνα με την από 1.2.2005 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του ίδιου ως άνω ιατροδικαστή -η οποία ναι μεν λήφθηκε στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας και δεν επιτρέπεται να ληφθεί νομίμως υπ’ όψιν από το παρόν Δικαστήριο ούτε προς συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου (ΣτΕ 70/2019), ούτε εξάλλου αποτελεί στοιχείο που συνδιαμόρφωσε το σκεπτικό υποχρεωτικά συνεκτιμητέας ποινικής απόφασης (ΣτΕ 396/2020 7μελούς), πλην όμως πληροί συγχρόνως όλα τα στοιχεία απλής γνωμοδότησης προσώπου που έχει ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης κατά το άρθρο 168 του Κ.Δ.Δ. και ως τέτοια λαμβάνεται νομίμως υπ’ όψιν- ο ανωτέρω κατέθεσε ότι είναι επιστημονικά γνωστό ότι ένα ψυχολογικό στρες έχει συχνά τέτοια ένταση, ώστε να αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τους πάσχοντες ήδη από στεφανιαία νόσο, δηλαδή κίνδυνο επέλευσης ή διευκόλυνσης θανάτου, ε) την προαναφερθείσα ιδιαίτερα συναισθηματική έντονη φόρτιση και ψυχολογική πίεση που δημιούργησε η πειθαρχική δίωξη στο θανόντα, στ) τη μικρή χρονική απόσταση που μεσολάβησε ανάμεσα στο χρόνο κατά τον οποίο κοινοποιήθηκε στον ανωτέρω το παραπεμπτήριο έγγραφο για την πειθαρχική του δίωξη (εντός των αργιών της Μεγάλης Εβδομάδας του έτους εκείνου, ήτοι ανάμεσα στις 17 έως 21 Απριλίου του έτους 2006) και το χρόνο κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατός του (στις 3.5.2006) αμέσως μετά τη Γενική Συνέλευση της 3ης.5.2006, και ζ) συνεκτιμώντας την 9/2009 εισαγγελική διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών Κρήτης, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ως άνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου τελούσαν σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με το θάνατο του Ω.Ω., καθώς αυτές ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανές και πρόσφορες, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, να επιφέρουν το θάνατο του ανωτέρω από υπερτασική-ισχαιμική καρδιοπάθεια. Και τούτο, διότι, κατ’ αρχάς, η ως άνω έντονη συναισθηματική φόρτιση και ψυχική πίεση δημιουργήθηκε σε αυτόν από τις ως άνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου, καθώς λόγω ακριβώς αυτών των πράξεων και παραλείψεων ο θανών μέχρι και την κοινοποίηση σε αυτόν του παραπεμπτηρίου εγγράφου αγνοούσε μη νομίμως, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, βασικά στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η πειθαρχική δίωξή του (επιστολές συναδέλφων του εις βάρος του, προκαταρκτική έρευνα για τις ενέργειές του), ενώ, εξάλλου, μη νομίμως δεν είχε κληθεί σε ακρόαση πριν την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του, ώστε να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και εξηγήσεις, με αποτέλεσμα να αισθανθεί, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες που έλαβε χώρα η πειθαρχική του δίωξη, ιδιαίτερη απόγνωση, άγχος και πίεση, καθώς και ότι μεθοδευόταν εν αγνοία του μια κατάσταση εις βάρος του, προκληθείσα από ενέργειές του, που ανεξάρτητα εάν ήταν ή όχι ενδεδειγμένες για την ανάδειξη του ζητήματος που είχε δημιουργηθεί στο Π.Μ.Σ., στηρίζονταν πάντως, κατά τις προαναφερθείσες αναφορές, σε βάσιμες υπόνοιες, γεγονός που επέτεινε την αγανάκτηση και τον ψυχικό πόνο του ανωτέρω, συναισθήματα τα οποία, εξάλλου, έγιναν ακόμα πιο έντονα κατά τη Γενική Συνέλευση της 3ης.5.2006, καθώς στην προσπάθειά του να εκφράσει τις απόψεις του επί του ως άνω ζητήματος συνάντησε, αρχικά, αντιρρήσεις από τον Προεδρεύοντα του Τμήματος (ήτοι πρόσωπο που είχε συμβάλει στην κίνηση της δίωξής του), εισπράττοντας και πάλι τη δυσμένεια στην οποία είχε περιέλθει. Η ως άνω δε έντονη ψυχική πίεση και συναισθηματική φόρτιση, επενεργώντας επί εδάφους βαριάς καρδιοπάθειας, ήταν αυτή που αποτέλεσε το καθοριστικό εκλυτικό αίτιο για το θάνατο του ανωτέρω από υπερτασική-ισχαιμική καρδιοπάθεια (βλ. Α.Π. 330/2017, πρβλ. 1849/1981), καθώς από τη στιγμή που έλαβε γνώση του περιεχομένου του παραπεμπτηρίου εγγράφου άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την κατάσταση της υγείας του, με αποκορύφωμα τη Γενική Συνέλευση της 3ης.5.2006, αμέσως μετά την οποία και επήλθε ο θάνατός του, ενώ εξάλλου η διαπίστωση ότι η καρδιοπάθεια από την οποία έπασχε ο Ω.Ω. ήταν ήδη βαριά και κατά πάσα πιθανότητα θα αποτελούσε τη φυσική αιτία θανάτου μελλοντικά εάν δεν αντιμετωπιζόταν ιατρικά (βλ. την προαναφερόμενη από 1.2.2005 έκθεση ένορκης εξέτασης του ιατροδικαστή …) δεν ασκεί επιρροή στο ανωτέρω συμπέρασμα, καθώς για την κρίση περί της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά δεδομένα της συγκεκριμένης περιπτώσεως και δεν ασκεί επιρροή η ενδεχόμενη και υποθετική εξέλιξη των γεγονότων, αν τυχόν δηλαδή είχε εκδοθεί νόμιμη πράξη ή δεν είχε συντελεσθεί η παράλειψη (πρβλ. ΣτΕ 2692/2001).

Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω, στοιχειοθετείται η κατ’ άρθρα 105-106 Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του Α.Κ. ευθύνη του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. προς χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης των εναγόντων τέκνων και αδελφής του θανόντος, αφενός για λογαριασμό τους και αφετέρου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της επίσης ενάγουσας …, μητέρας του θανόντος, η οποία απεβίωσε μετά την άσκηση της αγωγής.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος του Ω.Ω., την ηλικία αυτού κατά το χρόνο του θανάτου του (55 ετών), τον βαθμό συγγένειάς του με τους ενάγοντες (πατέρας των δύο πρώτων εναγόντων, αδελφός της τρίτης ενάγουσας και υιός της τέταρτης ενάγουσας), τους στενούς δεσμούς που είχε ο θανών με τους ενάγοντες (βλ. σχετικά και την 8847/23.9.2019 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του … για τη σχέση του με τα παιδιά του και για το ότι συνοικούσε με τη μητέρα και την αδελφή του μετά το διαζύγιό του), την ηλικία που είχαν τα τέκνα του κατά το χρόνο του θανάτου του πατέρα τους (13 ετών η πρώτη ενάγουσα και 20 ετών ο δεύτερος ενάγων) και τα συναισθήματα θλίψης που βίωσαν οι ενάγοντες από την αιφνίδια απώλεια του θανόντος (βλ. για πρώτη ενάγουσα το από 20.11.2008 πιστοποιητικό της Παιδοψυχιάτρου για την θεραπεία στην οποία βρισκόταν για την αντιμετώπιση του συμβάντος), κρίνει ότι δικαιούνται να λάβουν ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του συγγενή τους, για ίδιο λογαριασμό, η πρώτη ενάγουσα το ποσό των 80.000 ευρώ, ο δεύτερος ενάγων το ποσό των 80.000 ευρώ και η τρίτη το ποσό των 30.000 ευρώ, ενώ ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της τέταρτης ενάγουσας (…), αποβιώσασας μετά την άσκηση της αγωγής και κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας (¼ εξ αδιαιρέτου έκαστος των δυο πρώτων εναγόντων και ½ εξ αδιαιρέτου η τρίτη των εναγόντων), η πρώτη των εναγόντων το ποσό των 10.000 ευρώ, ο δεύτερος των εναγόντων το ποσό των 10.000 ευρώ και η τρίτη εξ αυτών το ποσό των 20.000 ευρώ.

Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει, νομιμοτόκως (βλ. Α.Ε.Δ. 7/2011) από την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής, στις 30.12.2011 […], στην πρώτη των εναγόντων το ποσό των 90.000 ευρώ, στο δεύτερο των εναγόντων το ποσό των 90.000 ευρώ και στην τρίτη εξ αυτών το ποσό των 50.000 ευρώ.

  1. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο Πανεπιστήμιο Κρήτης υποχρεούται να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 90.000 ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 90.000 ευρώ και στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής στο εναγόμενο (στις 30.12.2011) μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ ́ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
ThanasisΑΠΟΦΑΣΗ 125/2021 ΤΡΙΜ. ΔΙΟΙΚ. ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ