ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 13/2022

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συναφθεί και μεταξύ συγγενών ή φίλων, αλλά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι όροι της σύμβασης αυτής, μεταξύ των οποίων και η νομική εξάρτηση του μισθωτού από τον εργοδότη. Είναι δυνατόν να αποκλείεται η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, στο πλαίσιο της φιλικής σχέσης του απασχοληθέντος με τον επιχειρηματία, ακόμη και αν κατά καιρούς καταβάλλεται στον πρώτο αμοιβή, με σκοπό την κάλυψη δαπανών ή την οικονομική ενίσχυση αυτού, χάριν της φιλίας, στην οικειοθελή παροχή υπηρεσιών σε πολιτικό κόμμα ή σε πολιτευόμενο πρόσωπο για ιδεολογικούς λόγους ή λόγω γνωριμίας, στην οικειοθελή παροχή υπηρεσιών σε τρίτο χωρίς αμοιβή, αλλά με την προσδοκία (ως απώτερο κίνητρο) μιας (άτυπης) αντιπαροχής.

Αριθμός 13/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα – Εισηγήτρια, Αριστείδη Βαγγελάτο και Κωνσταντίνα Νάκου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Σ. του Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καρούζο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Μ. Γ. του Δ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ανδριτσοπούλο, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/4/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 139/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 470/2019 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17/10/2019 αίτησή της και τους από 21/1/2021 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 17.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης 46/18.10.2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθμό 470/02.10.2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η από 14.02.2017 και με αριθμό κατάθεσης 14/2017 έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας και επικυρώθηκε η με αριθμό 139/22.12.2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, που δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την από 26.04.2012 και με αριθμό κατάθεσης 215/15.05.2012 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης και της επιδίκασε το συνολικό ποσό 30.397,16 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις, για μη καταβληθέντες μισθούς, για μη καταβληθείσες αποδοχές αδείας και για μη καταβληθέντα επιδόματα εορτών και αδείας, που αφορούσαν τη χρονική περίοδο από 1.10.2008 μέχρι 31.8.2011, κατά την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εργάσθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 15.10.2019, όπως διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο και δεν αμφισβητείται από την αναιρεσίβλητη, η δε αναίρεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 18.10.2019 (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ).
Συνεπώς είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων σε αυτή λόγων αναίρεσης (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 569 παρ.2, 571 παρ.1 και 111 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η παραδεκτή άσκηση των προσθέτων λόγων αναίρεσης προϋποθέτει τόσο η κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου όσο και η επίδοση αντιγράφου αυτού στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους να έχουν λάβει χώρα τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν τη δικάσιμο της συζήτησης της αναίρεσης, που είχε αρχικώς οριστεί και όχι από τη δικάσιμο που ορίστηκε μετ’ αναβολή ή ματαίωση (Ολ.ΑΠ 143/1984), στις τριάντα δε πλήρεις ημέρες δεν υπολογίζονται οι ημέρες κατάθεσης, επίδοσης και συζήτησης (Ολ.ΑΠ 33/1996). Η παράλειψη τήρησης των παραπάνω διατυπώσεων ή της μιας απ’ αυτές συνεπάγεται την απόρριψη των πρόσθετων λόγων αναίρεσης ως απαραδέκτων και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1682/2018, ΑΠ 266/2018, ΑΠ 402/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η επίσπευση της συζήτησης της ένδικης, από 17.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης 46/2019, αίτησης αναίρεσης έλαβε χώρα με επιμέλεια της αναιρεσείουσας. Με την από 31.10.2019 πράξη της Προέδρου του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης ορίστηκε τη δικάσιμο της 13.10.2020. Στις 13.10.2020 η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 09.03.2021 και κατ’ αυτήν η συζήτηση ματαιώθηκε εξαιτίας της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID -19 [ΠΝΠ 25.2.2020 (ΦΕΚ Α 55/2020) κυρωθείσα με Ν. 4682/2020)]. Ακολούθως, με την από 19.5.2021 πράξη της Προέδρου του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (άρθρο 83 παρ. 2 κι 3 του ν. 4790/2021), η εκδίκαση της ένδικης αίτησης αναίρεσης ορίσθηκε αυτεπαγγέλτως να γίνει στη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της απόφασης (δηλαδή στις 12.10.2021) Περαιτέρω, μετά την αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 13.10.2020, η αναιρεσείουσα κατέθεσε το από 21.01.2021 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 25.01.2021 (βλ. τη με αριθμό 9/25.1.2021 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Αρείου Πάγου) και αντίγραφο αυτού επέδωσε στην αναιρεσίβλητη στις 27.01.2021, (βλ. τη με αριθμό 9115/27.1.2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο … Ε. Ν. Μ.). Επομένως, σύμφωνα με τα ως άνω άρθρα 569 παρ.2, 571 παρ.1 και 111 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, το από 21.01.2021 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης έχει κατατεθεί εκπρόθεσμα στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου, δεν έχει, δηλαδή, κατατεθεί τριάντα (30) πλήρεις ημέρες πριν από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 13.10.2020 και εκπρόθεσμα έχει επιδοθεί και στην αναιρεσίβλητη, όπως βάσιμα υποστηρίζει η τελευταία στις από 21.09.2021 προτάσεις της. Ενόψει αυτού, οι περιλαμβανόμενοι στο ως άνω δικόγραφο πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, αφού συνεκδικασθούν με την από 17.10.2019 αίτηση αναίρεσης (άρθρο 246 σε συνδ. με άρθρο 573 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 144/2019, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου, παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, αν και κατά την ανέλεγκτη προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα επίσης διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ (ΑΠ 192/2020, ΑΠ 416/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Μονομελές Εφετείο Λάρισας δέχθηκε κατά λέξη τα εξής: “Η εναγομένη [ήδη αναιρεσείουσα], το έτος 2007 αποφάσισε να πολιτευθεί στις επικείμενες εθνικές εκλογές και για το σκοπό αυτό μίσθωσε γραφείο επί της οδού … στην πόλη της … για το χρησιμοποιεί ως πολιτικό γραφείο δεχόμενη φίλους, συγγενείς ψηφοφόρους κλπ. Η εναγομένη δεν εκλέχθηκε στις εκλογές 2007 και διατήρησε το γραφείο της αυτό και για τις επόμενες εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν το 2009, όπου και πάλι δεν εκλέχθηκε, όμως εκλέχθηκε βουλευτής στις εκλογές του 2012. Το έτος 2007 πριν τη διεξαγωγή των εκλογών η εναγομένη γνώρισε την ενάγουσα, η οποία της αναζήτησε εργασία διότι ήταν άνεργη και αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Επειδή η εναγομένη ήταν δημόσιος υπάλληλος και δεν μπορούσε να ασχοληθεί και με το πολιτικό γραφείο της καθ’ ό χρόνο εργαζόταν, τον Οκτώβριο 2008 συμφώνησε με την ενάγουσα [ήδη αναιρεσίβλητη] να την προσλάβει ως υπάλληλό της με μηνιαίες αποδοχές 500 ευρώ, απασχολούμενη καθημερινά από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή 5 ώρες το πρωί και 3 ώρες το απόγευμα, ειδικότερα δε θα κρατούσε σημειώσεις για τις επισκέψεις τρίτων στο γραφείο, θα απαντούσε στο τηλέφωνο, θα ενημέρωνε την εναγομένη [αναιρεσείουσα] για οποιοδήποτε θέμα προέκυπτε στο γραφείο, θα την εξυπηρετούσε σε δημόσιες υπηρεσίες για δικές της δουλειές, όπως πληρωμές λογαριασμών, συναλλαγές με τράπεζες κλπ. Επειδή η εναγομένη [αναιρεσείουσα] δεν της κατέβαλε όλες τις συμφωνηθείσες αποδοχές και δεν την είχε ασφαλίσει στο ΙΚΑ, η ενάγουσα [αναιρεσίβλητη] τον Αύγουστο 2011 αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της και προέβη σε καταγγελία σε βάρος της εναγομένης [αναιρεσείουσας] στο ΙΚΑ. Μετά την καταγγελία αυτή το ΙΚΑ διενήργησε έλεγχο για τα καταγγελλόμενα και οι εξετασθέντες μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και ψηφοφόροι της εναγομένης [αναιρεσείουσας], κατέθεσαν με βεβαιότητα ότι όσες φορές πήγαν στο πολιτικό γραφείο της εναγομένης είδαν να απασχολείται σ’ αυτό η ενάγουσα [αναιρεσίβλητη], ήτοι ήταν υπάλληλος γραφείου, φρόντιζε για τα ραντεβού, έπαιρνε και απαντούσε σε τηλέφωνα, ενημέρωνε για συγκεντρώσεις, κρατούσε σημειώσεις, συνεργάστηκε μαζί τους για καταχώρηση ονομάτων στον Η/Υ κλπ., γενικά δε γνώριζαν ότι η ενάγουσα απασχολείται ως υπάλληλος στο πολιτικό γραφείο της ενάγουσας (εννοείται της εναγομένης). […]. Επίσης η ύπαρξη αυτής της εργασιακής σχέσης μεταξύ των διαδίκων δεν αναιρείται από τα γεγονότα ότι η ενάγουσα [αναιρεσίβλητη] εργαζόταν ως κομμώτρια κατ’ οίκον, λάμβανε επίδομα από την Πρόνοια και τον ΟΑΕΔ και είχε κάρτα ανεργίας, όπως η εναγομένη [αναιρεσείουσα] ισχυρίζεται, διότι ουδέποτε κλήθηκε από κάποια αρμόδια υπηρεσία να δηλώσει για τα στοιχεία αυτά, άλλωστε η εναγομένη είχε φροντίσει να μην την έχει ασφαλισμένη στο ΙΚΑ. [….]”. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της με αριθμό 139/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, το οποίο δέχθηκε την από 26.4.2012 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης και κρίνοντας ότι αυτή κατά τη χρονική περίοδο από 1.10.2008 μέχρι 31.8.2011 απασχολήθηκε στην εναγομένη [αναιρεσείουσα] με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, της επιδίκασε το συνολικό ποσό των 30.397,16 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για μη καταβληθέντες μισθούς, μη καταβληθείσες αποδοχές αδείας και μη καταβληθέντα επιδόματα εορτών και αδείας. Σύμφωνα με τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι υφίστατο μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δεν απαιτήθηκε να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, διότι δεν διαπίστωσε ότι υπήρχε κενό ή ασάφεια στη βούληση των δύο πλευρών, ώστε να χρειαστεί συμπλήρωση ή ερμηνεία.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 του άρθρου 519 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο προέβη σε εσφαλμένη συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 173, 200, 361 και 648 του ΑΚ, είναι κατά το σκέλος αυτό αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 652 ΑΚ και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τόπο, τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη (ΑΠ 602/2017, ΑΠ 1508/2010). Τέτοια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συναφθεί και μεταξύ συγγενών ή φίλων, αλλά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι όροι της σύμβασης αυτής, μεταξύ των οποίων και η νομική εξάρτηση του μισθωτού από τον εργοδότη (ΑΠ 180/2000). Από την εκτίμηση δε των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι δυνατόν να αποκλείεται η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, όταν η εργασία παρέχεται από ελευθεριότητα, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις παροχής εθελοντικής εργασίας χωρίς αντάλλαγμα για φιλανθρωπικούς ή άλλους λόγους, στην κατά παράκληση παροχή υπηρεσιών χωρίς αντάλλαγμα για εκπαιδευτικούς σκοπούς, στην περιστασιακή απασχόληση σε επιχείρηση φιλικού προσώπου χωρίς συγκεκριμένο ωράριο και συγκεκριμένα καθήκοντα, στο πλαίσιο της φιλικής σχέσης του απασχοληθέντος με τον επιχειρηματία, ακόμη και αν κατά καιρούς καταβάλλεται στον πρώτο αμοιβή για την εκτέλεση ορισμένων εξωτερικών εργασιών, με σκοπό την κάλυψη δαπανών ή την οικονομική ενίσχυση αυτού, χάριν της φιλίας (ΑΠ 693/2013), στην οικειοθελή παροχή υπηρεσιών σε πολιτικό κόμμα ή σε πολιτευόμενο πρόσωπο για ιδεολογικούς λόγους ή λόγω γνωριμίας, στην οικειοθελή παροχή υπηρεσιών σε τρίτο χωρίς αμοιβή, αλλά με την προσδοκία (ως απώτερο κίνητρο) μιας (άτυπης) αντιπαροχής, όπως σύναψη μνηστείας ή γάμου, μελλοντική οικονομική εξασφάλιση, προσδοκία μελλοντικών παροχών από τρίτο (δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα) στον ίδιο ή σε συγγενικό του πρόσωπο, κατόπιν αναμενομένων ως εκ της θέσης ή της ιδιότητάς του ενεργειών του προς ον η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών προσώπου (σχετ. ΑΠ 418/1995, ΑΠ 1356/1992).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει κάθε δικαστική απόφαση να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία” ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί δεν αποδείχθηκε ή αποδείχθηκε (ΑΠ 485/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο (και τελευταίο) λόγο αναίρεσης, σε συνδυασμό με τα εκτιθέμενα στον πρώτο κατά τα λοιπά λόγο αναίρεσης, που εκτιμώνται ενιαίως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, με την επίκληση ότι, σύμφωνα και με τις παρατιθέμενες στον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης παραδοχές της, δεν διαλαμβάνονται σε αυτές πραγματικά περιστατικά ως προς τη συνδρομή των κριτηρίων για το χαρακτηρισμό της μεταξύ των διαδίκων σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και δη περιστατικά που καταδεικνύουν τη νομική εξάρτηση της αναιρεσίβλητης -εργαζόμενης από την αναιρεσείουσα-εργοδότρια. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος. Και τούτο διότι, με τις ως άνω παραδοχές, όπως αυτές διαλαμβάνονται στην προηγούμενη σκέψη, και την κρίση που παρήχθη από αυτές, το Μονομελές Εφετείο Λάρισας παραβίασε εκ πλαγίου τις εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 648 επ., 652 ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που αναπτύσσονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, καθότι διέλαβε ανεπαρκείς και παράλληλα αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της έννομης σχέσης που συνέδεε τις διαδίκους και τις συνθήκες κατάρτισης αυτής, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να καταστήσει ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας, ενώ δέχεται απερίφραστα ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα προσέλαβε και απασχόλησε την ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αντί μηνιαίων αποδοχών που συμφωνήθηκαν στο ποσό των 500 ευρώ, διαλαμβάνει στην απόφασή του πραγματικά περιστατικά από τα οποία δεν καταδεικνύονται με σαφήνεια το είδος και η ποιότητα της δέσμευσης και της εξάρτησης της αναιρεσίβλητης-εργαζόμενης από την αναιρεσείουσα -εργοδότρια ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας της, το δικαίωμα της αναιρεσείουσας να δίδει δεσμευτικές για την αναιρεσίβλητη οδηγίες και εντολές ως προς τις συνθήκες παροχής της εργασίας της και να ελέγχει τη συμμόρφωσή της προς τις οδηγίες αυτές, καθώς και η έκταση και ο βαθμός της αντίστοιχης υποχρέωσης της αναιρεσίβλητης. Επιπλέον, τα επιχειρήματα τα οποία το Εφετείο χρησιμοποιεί για την ενίσχυση των ως άνω ανεπαρκών παραδοχών του, ότι: “η ύπαρξη αυτής της εργασιακής σχέσης μεταξύ των διαδίκων δεν αναιρείται από τα γεγονότα ότι η ενάγουσα [αναιρεσίβλητη] εργαζόταν ως κομμώτρια κατ’ οίκον, λάμβανε επίδομα από την Πρόνοια και τον ΟΑΕΔ και είχε κάρτα ανεργίας, όπως η εναγομένη [αναιρεσείουσα] ισχυρίζεται, διότι ουδέποτε κλήθηκε από κάποια αρμόδια υπηρεσία να δηλώσει για τα στοιχεία αυτά, άλλωστε η εναγομένη είχε φροντίσει να μην την έχει ασφαλισμένη στο ΙΚΑ ” και τα οποία επιδέχονται και αντίστροφη ανάγνωση, όχι μόνο δεν αίρουν τη διαπιστούμενη ασάφεια, αλλά την επιτείνουν. Ειδικότερα, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη “αναζήτησε εργασία διότι ήταν άνεργη και αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα” και ότι κατά τη διάρκεια της εργασίας της απασχολείτο στο πολιτικό γραφείο της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης “καθημερινά από Δευτέρα έως Παρασκευή 5 ώρες το πρωί και 3 το απόγευμα” στη συνέχεια δέχεται αντιφατικά ότι η αναιρεσίβλητη εργαζόταν (και) ως κομμώτρια κατ’ οίκον, χωρίς να διευκρινίζεται πώς και πότε συνέβαινε αυτό, ενώ παράλληλα δέχεται ότι αυτή λάμβανε επιδόματα από την Πρόνοια και τον ΟΑΕΔ. Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενόψει μάλιστα των διαλαμβανομένων στον πρώτο λόγο αναίρεση ισχυρισμών της αναιρεσείουσας περί προσελεύσεως στο πολιτικό της γραφείο στον ελεύθερο χρόνο τους και παροχής εθελοντικής εργασίας, χωρίς αμοιβή, κατά την προεκλογική προσπάθεια αυτής εκ μέρους συγγενών της και πολιτικών της φίλων, στους οποίους περιλαμβανόταν η αναιρεσίβλητη, καθώς και περί της έλλειψης αντικειμένου εργασίας κατά το διάστημα που η αναιρεσείουσα δεν είχε εκλεγεί βουλευτής, τους οποίους είχε προτείνει ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και με την έφεση. Συγκεκριμένα δεν διαλαμβάνονται περαιτέρω παραδοχές στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον όγκο της εργασίας που επέβαλε την πρόσληψη και την εν συνεχεία πλήρη απασχόληση (επί 8 ώρες ημερησίως) υπαλλήλου (εν προκειμένω της αναιρεσίβλητης) στο πολιτικό γραφείο της αναιρεσείουσας, ακόμη και σε περιόδους που δεν ενέπιπταν στο χρονικό διάστημα προκήρυξης εθνικών εκλογών και μάλιστα για περίοδο (2008- 2011) που η αναιρεσείουσα δεν είχε καν εκλεγεί βουλευτής, ούτε (διαλαμβάνονται παραδοχές) για το εάν και με ποίο τρόπο η αναιρεσίβλητη αντέδρασε στη μη πληρωμή του συμφωνηθέντος μισθού, ύψους 500 ευρώ, από την αναιρεσείουσα, παρόλο που η διάρκεια της απασχόλησής της ήταν ιδιαίτερα μεγάλη (σχεδόν τριετής) και αυτή εργαζόταν επί καθημερινής βάσης πρωί-απόγευμα κατά πλήρες ωράριο. Εν κατακλείδι, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τον Οκτώβριο του έτους 2008 η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα προσέλαβε την ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αντί μηνιαίων αποδοχών που συμφωνήθηκαν στο ποσό των 500 ευρώ και την απασχόλησε έως και τον Αύγουστο του έτους 2011 κατά πλήρες ωράριο, δεν έχουν το αναγκαίο περιεχόμενο που προσδιορίζεται από τους εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 648 επ., 652 και 6 του ν. 765/1943, σχετικά με το χαρακτηρισμό της επίδικης έννομης σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και τις συνθήκες κατάρτισης αυτής και δεν καλύπτουν πλήρως το πραγματικό τους. Κατά συνέπεια, ο ως άνω από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, σε συνδυασμό με τον πρώτο κατά τα λοιπά λόγο, που εκτιμώνται ενιαίως, όπως συμπληρώνονται με την παρούσα (άρθρο 562 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, παρελκούσης της έρευνας του δεύτερου από τον αριθμό 11 εδαφ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης για τη μη λήψη υπόψη προσκομισθέντων με επίκληση εγγράφων. Κατόπιν αυτού, πρέπει να αναιρεθεί η με αριθμό 470/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας και να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται και άλλη διερεύνηση, προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συγκροτούμενου από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την από 17.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης 46/18.10.2019 αίτηση αναίρεσης.
Αναιρεί τη με αριθμό 470/02.10.2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Δεκεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ThanasisΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 13/2022