Απόφαση 977/2016

ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2014, με την εξής σύνθεση : Νικόλαος Αγγελάρας, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Ιωάννης Σαρμάς, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σωτηρία Ντούνη, Μιχαήλ Ζυμής και Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Αντιπρόεδροι, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Γεώργιος Βοΐλης, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Αργυρώ  Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Θεολογία Γναρδέλλη, Βιργινία         Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Βασιλική Σοφιανού, Αγγελική Πανουτσακοπούλου, Δέσποινα Τζούμα, Δημήτριος Τσακανίκας, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου και Βασιλική Προβίδη, Σύμβουλοι. Γραμματέας η Ιωάννα Αντωνογιαννάκη.

Γενικός Επίτροπος Επικρατείας : Διονύσιος Λασκαράτος.

 

Για  να δικάσει την από 12 Ιανουαρίου 2013 (αριθ. καταθ. 11/23.1.2013) αίτηση για αναίρεση της 330/2012 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Νικόλαο Καραγιώργη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κ α τ ά  του Λάμπρου Φειδερόπουλου του Γεωργίου, κατοίκου  Αμπελώνος Θεσπρωτίας, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Με την υπό κρίση αίτηση και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙ Τμήματος.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε :

Τον αντιπρόσωπο του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή της αίτησης αναιρέσεως.  Και

Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος   πρότεινε την απόρριψη αυτής.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Πρόεδρο Νικόλαο Αγγελάρα, την Αντιπρόεδρο Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη και τη Σύμβουλο Αργυρώ Λεβέντη που αποχώρησαν από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, πλην όμως εγκύρως λαμβάνεται η απόφαση του Δικαστηρίου κατά την παρούσα διάσκεψη κατά την ομόφωνη γνώμη των Δικαστών χωρίς την παρουσία τους, σύμφωνα με τα άρθρα 11 παρ. 2 του ν. 4129/2013 και 78 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981. Ο Αντιπρόεδρος και ήδη Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Μιχαήλ Ζυμής και οι Σύμβουλοι Στυλιανός Λεντιδάκης και Βασιλική Προβίδη απουσίασαν λόγω κωλύματος.

 

Άκουσε την εισήγηση του Συμβούλου Δημητρίου Τσακανίκα και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

  1. Η υπό  κρίση  αίτηση  του  Ελληνικού  Δημοσίου  για  αναίρεση  της 330/2012 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή λόγων.

 

  1. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 2703/1999, κατά το μέρος που με αυτές τροποποιούνται από 1.1.1998 οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 1518/1985 και αποσυνδέεται η αναπροσαρμογή των χορηγιών των προέδρων κοινοτήτων από τα εκάστοτε έξοδα παράστασης των εν ενεργεία προέδρων κοινοτήτων, με συνέπεια να καταλύονται αναδρομικά οι ήδη γεγεννημένες για το έτος 1998 αξιώσεις από αναπροσαρμογή χορηγιών, αντίκεινται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες. Με την παραδοχή αυτή, η αναιρεσιβαλλομένη έκανε δεκτή την έφεση του ήδη αναιρεσίβλητου χορηγιούχου, πρώην Προέδρου Κοινότητας, ακύρωσε την 14061/22.2.2006 πράξη της 45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία απορρίφθηκε η από 6.2.2006 αίτηση του ίδιου περί αναπροσαρμογής της χορηγίας του, παρέπεμψε δε τον φάκελο της υπόθεσης στην 43η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για να αναπροσαρμόσει τη χορηγία αυτού κατά τα αιτηθέντα όσον αφορά το έτος 1998.

 

  1. Με την ένδικη αίτησή του, το Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης προβάλλοντας δύο λόγους αναιρέσεως : (α) Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διεπουσών την επίδικη υπόθεση ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 εδαφ. β΄ του ν. 1518/1985 σε συνδυασμό αφενός με το άρθρο 173 παρ. 2 του π.δ. 410/1995 και την 23891ΟΛ/14.9.1998 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και αφετέρου με το άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Κατά το αναιρεσείον, όφειλε η προσβαλλόμενη απόφαση, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ορθά τις ανωτέρω διατάξεις να δεχθεί ότι από τη δημοσίευση της ως άνω υπουργικής απόφασης (ήτοι, από 12.10.1998) «γεννήθηκε και κατέστη δικαστικά επιδιώξιμο το δικαίωμα των χορηγιούχων για αναπροσαρμογή της χορηγίας τους», και ότι επομένως, μετά την παρέλευση της οριζόμενης στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα ετήσιας προθεσμίας για την άσκηση ένστασης ή έφεσης κατά της παράλειψης της συνταξιοδοτικής διοίκησης να προβεί στην αναπροσαρμογή της χορηγίας των ανωτέρω σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση, κατέστησαν οριστικά τα συνταξιοδοτικά δεδομένα του αναιρεσιβλήτου και δεν επιτρέπεται η επανεξέτασή τους επ’ αφορμή της έφεσής του. β) Με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995 σε συνδυασμό με το άρθρο 91 του ίδιου νόμου, κατά το μέρος που δεν έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η ένδικη αξίωση υπέπεσε σε παραγραφή. Σύμφωνα με τα προβαλλόμενα από το αναιρεσείον, η ένδικη αξίωση έχει ήδη παραγραφεί δοθέντος ότι η κατά τις ανωτέρω διατάξεις πενταετής παραγραφή άρχισε από το τέλος του οικονομικού έτους 1998, εντός του οποίου εκδόθηκε η 23891ΟΛ/14.9.1998 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, δια της οποίας γεννήθηκε και κατέστη δικαστικά επιδιώξιμη η σχετική κατά του Δημοσίου απαίτηση του αναιρεσίβλητου χορηγιούχου, συμπληρώθηκε δε στις 31.12.2003, δηλαδή πριν από την υποβολή της σχετικής από 6.2.2006 αίτησής του.

 

  1. Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 6 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000 και ήδη π.δ. 169/2007), παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του συνταξιοδοτικού οργάνου παραδεκτώς προσβαλλόμενη με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου στοιχειοθετείται, όταν η συνταξιοδοτική διοίκηση, αν και υποχρεούται κατά νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για τη ρύθμιση ορισμένης συνταξιοδοτικής φύσης έννομης σχέσης. Η παράλειψη αυτή συντελείται με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας που τάσσεται από το νόμο για την οίκοθεν έκδοση της πράξης αυτής, άλλως, με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας από την υποβολή σχετικής αίτησης του διοικούμενου προς τη συνταξιοδοτική διοίκηση, όταν από το νόμο προβλέπεται η υποβολή αιτήσεως από το διοικούμενο για την κίνηση της διαδικασίας. Συνεπώς, δεν συντελείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας από τη συνταξιοδοτική διοίκηση χωρίς την προηγούμενη υποβολή σχετικής αίτησης από τον φορέα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, εκτός αν τάσσεται από τις οικείες συνταξιοδοτικές διατάξεις προθεσμία, μέσα στην οποία το αρμόδιο συνταξιοδοτικό όργανο οφείλει οίκοθεν να εκδώσει σχετική πράξη (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 404, 1720, 1756/2010).

 

  1. Από τις διατάξεις των παρ. 1, 2, 3, 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση χρόνο, συνάγεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η επανεξέταση συνταξιοδοτικών υποθέσεων, που έχουν καταστεί οριστικές είτε λόγω παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση κατ’ αυτών ένστασης ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων ή έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είτε λόγω απόρριψης της ένστασης ή έφεσης που ασκήθηκαν κατ’ αυτών. Σε κάθε περίπτωση τα συνταξιοδοτικά δεδομένα καθίστανται οριστικά με την παρέλευση της οριζόμενης στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα ετήσιας προθεσμίας, που αρχίζει, όταν μεν εκδίδεται συνταξιοδοτική πράξη από την κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο, όταν δε δεν εκδίδεται τέτοια πράξη, από την άπρακτη πάροδο του κατά γενική αρχή ισχύοντος τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης του ενδιαφερόμενου προς τη συνταξιοδοτική διοίκηση, εφόσον δεν τάσσεται από το νόμο άλλη, πλην του τριμήνου, προθεσμία για να προβεί αυτή στις νόμιμες ενέργειες (σκέψη 4).

 

  1. Στο εδάφιο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 1518/1985 «Καταβολή της σύνταξης των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. καθώς και της χορηγίας των δημάρχων και προέδρων κοινοτήτων από το δημόσιο ταμείο και άλλες διατάξεις» (Α΄ 30) ορίζεται ότι : «Η χορηγία των δημάρχων και των προέδρων των κοινοτήτων αναπροσαρμόζεται κάθε έτος από την αρμόδια Δ/νση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), με βάση τα καταβαλλόμενα έξοδα παραστάσεως στον εν ενεργεία δήμαρχο ή πρόεδρο του οικείου δήμου ή κοινότητας». Περαιτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 173 του π.δ/τος 410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» (Α΄ 231) ορίζεται ότι : «Οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και οι πρόεδροι δημοτικών συμβουλίων έχουν δικαίωμα να εισπράττουν από το δήμο ή την κοινότητα έξοδα παραστάσεως, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, ανάλογα με τα τακτικά έσοδα που πραγματοποιούν οι δήμοι ή οι κοινότητες. Η απόφαση του Υπουργού εκδίδεται τον τρίτο μήνα πριν από την έναρξη κάθε οικονομικού έτους … Αν δεν εκδοθεί απόφαση μέσα στην προθεσμία αυτή, ισχύει η απόφαση του προηγούμενου έτους». Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής εκδόθηκε η 23891ΟΛ/14.9.1998 (Β΄ 1051/12.10.1998) απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, με την οποία καθορίστηκαν τα έξοδα παράστασης που δικαιούνται να εισπράττουν οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων, οι πρόεδροι δημοτικών συμβουλίων και οι αντιδήμαρχοι που προέρχονται από συνένωση για το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 και μέχρι να τροποποιηθεί η απόφαση αυτή.

 

  1. Από τις διατάξεις που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι για την αναπροσαρμογή των χορηγιών με βάση το νομικό καθεστώς του ν. 1518/1985 από την αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους δεν τάσσεται ορισμένη προθεσμία σ’ αυτή προκειμένου να προβεί οίκοθεν στις νόμιμες ενέργειες, ούτε άλλωστε προβλέπεται ότι η συνταξιοδοτική διοίκηση ενεργεί «οίκοθεν». Επομένως, για να ενεργήσει η συνταξιοδοτική διοίκηση απαιτείται πρωτοβουλία του ενδιαφερόμενου, με την έννοια της υποβολής σχετικής αίτησης, συνοδευόμενης από τα οικεία δικαιολογητικά.

 

  1. Από όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 5 και 7 παρέπεται ότι για να στοιχειοθετηθεί σε περιπτώσεις ως η ανωτέρω παραδεκτώς προσβαλλόμενη παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της συνταξιοδοτικής διοίκησης απαιτείται η προηγούμενη υποβολή αίτησης του ενδιαφερόμενου για την αναπροσαρμογή της χορηγίας του με βάση τα έξοδα παράστασης των αντίστοιχων εν ενεργεία αιρετών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, και δεν αρκεί η έκδοση και δημοσίευση της προβλεπόμενης από τις εν λόγω διατάξεις απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης για τον κατ’ έτος προσδιορισμό των εξόδων παράστασης αυτών. Συνακόλουθα, δεν ανακύπτει στις περιπτώσεις αυτές ζήτημα οριστικοποίησης των συνταξιοδοτικών δεδομένων με την περαιτέρω συνέπεια του ανεπίτρεπτου της επανεξέτασής τους μετά την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα προθεσμίας για την προσβολή της οικείας κατά περίπτωση πράξης αναπροσαρμογής ή της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, αφού το μεν δεν προκύπτει από τις σχετικές συνταξιοδοτικές διατάξεις ότι εκδίδεται οίκοθεν πράξη αναπροσαρμογής της χορηγίας κοινοποιούμενη στον ενδιαφερόμενο, το δε δεν στοιχειοθετείται τέτοια παράλειψη χωρίς την υποβολή σχετικής αίτησης από τον χορηγιούχο (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 1094, 1095/2013 όπου και μειοψηφία, 3858/2014).

 

  1. Στα άρθρα 90 και 91 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού …» (Α΄ 247), που έχουν κωδικοποιηθεί στο άρθρο 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, καθορίζεται ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων γενικά και βοηθηματούχων του Δημοσίου από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα, ο οποίος αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Η εν λόγω παραγραφή αφορά σε αξιώσεις από καθυστερούμενες συντάξεις που έχουν ήδη αναγνωρισθεί υπέρ των συνταξιούχων (πρβλ. και Ολ. Ελ. Συν. 596/2000) και δεν έχει εφαρμογή στη διαδικασία αναγνώρισης ή διάπλασης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, όπου εφαρμόζονται μόνο οι προθεσμίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 6 και 10 του ίδιου άρθρου για την άσκηση κατά των πράξεων κανονισμού ή αναπροσαρμογής σύνταξης ένστασης ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων ή έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ολ. Ελ. Συν. 3437/2009, 1094, 1095/2013, 3858/2014).

 

  1. Στην υπό κρίση υπόθεση, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης έγιναν δεκτά τα ακόλουθα : Στον τότε εκκαλούντα και ήδη αναιρεσίβλητο, πρώην Πρόεδρο της Κοινότητας Αμπελώνος Νομού Θεσπρωτίας, κανονίσθηκε από 1.1.1983 χορηγία με την 6732/1983 πράξη της 10ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με βάση τον χρόνο που διατέλεσε Πρόεδρος Κοινότητας (από έτη 7-7-0). Η χορηγία αυτή αναπροσαρμοζόταν ετησίως από την αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με βάση τα καταβαλλόμενα έξοδα παράστασης στον εν ενεργεία Πρόεδρο Κοινότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1518/1985. Μετά την έκδοση της 23891ΟΛ/14.9.1998 απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, με την οποία καθορίσθηκαν τα έξοδα παράστασης των εν ενεργεία αιρετών οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης για το έτος 1998, ο ανωτέρω υπέβαλε στις 6.2.2006 αίτηση προς το Γ.Λ.Κ., ζητώντας την αναπροσαρμογή της χορηγίας του για το έτος 1998 σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 εδάφιο β΄ του ν. 1518/1985 και στην 23891 ΟΛ/14.9.1998 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, καθώς και από 1.1.1999 και εφεξής σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2703/1999. Η αίτησή του αυτή απορρίφθηκε με την 14061/22.2.2006 πράξη της 45ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., με την αιτιολογία ότι κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 2703/1999, οι χορηγίες των Προέδρων Κοινοτήτων αναπροσαρμόζονται από 1.1.1998 σύμφωνα με την ποσοστιαία αύξηση που θα προκύπτει κάθε φορά στο πλαίσιο της ακολουθούμενης μισθολογικής πολιτικής για τους δημοσίους υπαλλήλους.

 

  1. Εν όψει των πραγματικών δεδομένων που εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, το δικάσαν Τμήμα έκανε δεκτή με την ήδη προσβαλλόμενη απόφασή του την έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου, στηριχθέν στη νομική παραδοχή, η οποία δεν πλήττεται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ότι οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 2703/1999, κατά το μέρος που με αυτές τροποποιούνται αναδρομικά από 1.1.1998 οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 1518/1985 και αποσυνδέεται αναδρομικά η αναπροσαρμογή των χορηγιών των προέδρων κοινοτήτων από τα εκάστοτε έξοδα παράστασης των εν ενεργεία προέδρων κοινοτήτων, με συνέπεια να καταλύονται αναδρομικά οι ήδη γεγεννημένες για το έτος 1998 αξιώσεις από αναπροσαρμογή χορηγιών με βάση τα έξοδα παράστασης που ορίζονται για το έτος 1998 με την 23891ΟΛ/14.9.1998 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, αντίκεινται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες. Το δικάσαν Τμήμα, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού έκανε δεκτή την έφεση, ακύρωσε την απορριπτική του αιτήματος του ήδη αναιρεσιβλήτου πράξη και παρέπεμψε την υπόθεση στην αρμόδια 43η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για να αναπροσαρμόσει τη χορηγία του κατά τα αιτηθέντα, δηλαδή μόνο για το από 1.1.1998 έως 31.12.1998 χρονικό διάστημα (και όχι μέχρι 7.4.1999, προτεραία της δημοσίευσης του                    ν. 2703/1999), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1518/1985 και της 23891ΟΛ/14.9.1998 απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

 

  1. Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν έσφαλε το δικάσαν Τμήμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διεπουσών την επίδικη υπόθεση διατάξεων κατά το μέρος που δεν απέρριψε την έφεση ως πλήττουσα οριστικά συνταξιοδοτικά δεδομένα, όπως αβασίμως προβάλλει με τον πρώτο λόγο αναίρεσης το Ελληνικό Δημόσιο. Και τούτο, διότι από τη δημοσίευση της προαναφερόμενης υπουργικής απόφασης, ναι μεν γεννήθηκε το δικαίωμα των χορηγιούχων για αναπροσαρμογή της χορηγίας τους, όμως η άπρακτη πάροδος και μόνο τριμήνου από τη δημοσίευση αυτή, χωρίς την υποβολή σχετικής αίτησης από τον χορηγιούχο, δεν στοιχειοθετεί, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψεις 5 και 7), παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, ώστε να αρχίσει η οριζόμενη στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα ετήσια προθεσμία για την προσβολή της, μετά την παρέλευση της οποίας και μόνο καθίστανται οριστικά τα οικεία συνταξιοδοτικά δεδομένα. Συνεπώς, αν και ο αναιρεσίβλητος, κατά τα ανελέγκτως κατ’ αναίρεση γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, υπέβαλε αίτηση για την επίμαχη αναπροσαρμογή της χορηγίας του μόλις στις 6.2.2006, δεν ετίθετο ζήτημα οριστικότητας των συνταξιοδοτικών του δεδομένων και συνακόλουθα το Τμήμα νομίμως προέβη στην εξέταση του βασίμου της έφεσης που άσκησε αυτός κατά της απορριπτικής της ως άνω αίτησής του πράξης της συνταξιοδοτικής διοίκησης.

 

  1. Εξ άλλου, ορθώς το δικάσαν Τμήμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 1 και 5 και του άρθρου 91 του ν. 2362/1995 κατά το μέρος που δεν δέχθηκε ότι η επίδικη αξίωση του αναιρεσιβλήτου έχει υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995. Και τούτο διότι η παραγραφή στην οποία αναφέρεται το Ελληνικό Δημόσιο στο σχετικό λόγο αναιρέσεως εφαρμόζεται σε αξιώσεις από καθυστερούμενες συντάξεις που έχουν ήδη αναγνωρισθεί υπέρ των συνταξιούχων και δεν αφορά στη διαδικασία αναγνώρισης ή διάπλασης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, όπως στην προκειμένη υπόθεση, όπου εφαρμόζονται μόνο οι προθεσμίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 6 και 10 του ίδιου άρθρου για την άσκηση κατά των πράξεων κανονισμού ή αναπροσαρμογής σύνταξης ένστασης ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων ή έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (σκέψη 9). Συνακόλουθα, στην επίδικη περίπτωση, με την οποία επιδιώχθηκε, με έφεση κατά συνταξιοδοτικής πράξης, η διάπλαση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία οι διαφορές που θα προκύψουν, σε συμμόρφωση προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, από την κατ’ αύξηση αναπροσαρμογή της χορηγίας του αναιρεσίβλητου για το έτος 1998, θα καταβληθούν αναδρομικά μόνο από τριετίας από την πρώτη του μήνα έκδοσης της ακυρούμενης με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πράξης.

 

  1. Εν όψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλονται. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης που διατύπωσε την εξής γνώμη : Στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται ήδη αναγνωρισμένο δικαίωμα λήψης χορηγίας από τον αναιρεσίβλητο μετά δε την έκδοση της προαναφερθείσης υπουργικής αποφάσεως γεννήθηκε και η συνταξιοδοτική του αξίωση για αύξηση του ύψους της καταβαλλόμενης σ’ αυτόν χορηγίας για την οποία αξίωση από το τέλος του οικονομικού έτους 1998 εντός του οποίου η υπουργική αυτή απόφαση δημοσιεύθηκε άρχισε, όπως για κάθε συνταξιοδοτική αξίωση, βάσει του άρθρου 61 παρ. 1 του π.δ. 169/2007 (άρθρο 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995), η διετής παραγραφή η οποία έχει ήδη συντελεστεί ανεξαρτήτως του γεγονότος αν χρειαζόταν ή όχι αίτηση για αύξηση αυτής αφού ο θεσμός της παραγραφής δημοσίων αξιώσεων εξυπηρετεί πρωτίστως το δημόσιο συμφέρον και τη διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας του Κράτους, η ενεργοποίησή του δε είναι αυτόματη με την συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων χωρίς να εξαρτάται από τη βούληση και τις ενέργειες του δικαιούχου αφού σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα που είναι και ο σκοπός λειτουργίας της την εντός διετίας από τη γέννησή τους εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών απαιτήσεων γεγονός που φαίνεται εναργέστατα στην κρινόμενη περίπτωση όπου το Δημόσιο καλείται να ικανοποιήσει συνταξιοδοτική αξίωση γεννηθείσα πέραν της δεκαετίας. Η γνώμη όμως αυτή δεν κράτησε.

 

  1. Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

Για τους λόγους αυτούς

 

Απορρίπτει την από 12.1.2013 αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 330/2012 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις  25 Νοεμβρίου 2015.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ  ΣΑΡΜΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  ΤΣΑΚΑΝΙΚΑΣ
   
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΛΕΝΗ  ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ

 

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις  20 Απριλίου 2016.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ ΕΛΕΝΗ  ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ

 

ThanasisΑπόφαση 977/2016