ΑΠ 269-2020 ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΌ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΎΜΒΑΣΗΣ

Διευθυντικό δικαίωμα και μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης.
Ανάθεση καθηκόντων κατώτερης φύσης σε σχέση με τα προβλεπόμενα στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Εννοια αναιρετικού λόγου έλλειψης νόμιμης βάσης κατ΄ άρθρο 560 αριθμ. 6 ΚΠολΔ. Αναιρεί λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης και ειδικότερα για αντιφατικές και παράλληλα ανεπαρκείς αιτιολογίες.

Αριθμός 269/2020
TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2 Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο και Πελαγία Ακάοογλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημα του, στις 14 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: …, κατοίκου Αθήνας, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο ΄Αννα Τσουλφίδου, που κατέθεσε προτάσεις. Η ως άνω δικηγόρος διορίσθηκε με την από 150/2018 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3226/2004.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «… και Σία Ο.Ε», που εδρεύει στο Ίλιον Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) … του … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αριστοτέλη Φόρτωμα, ο οποίος δήλωσε ότι η νέα επωνυμία της 1ης είναι «… ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/12/2010 αγωγή της ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης (με αριθμό κατάθεσης …/2010) και την από 28/12/2010 (με αριθμό κατάθεσης …/2010) αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Ιλίου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 214/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 5459/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22/06/2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθενός δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 22 Ιουνίου 2018 και με αριθ. κατάθ. …/99/22.6.2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 5459/21.5.2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος ως Εφετείου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Με την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία η από 20.10.2011 και με αριθ. κατάθ. …/8.12.2011 έφεση της ενάγουσας – εναγομένης ομόρρυθμης εταιρείας με την αρχική επωνυμία «… και Σία Ο.Ε.» [της οποίας η επωνυμία τροποποιήθηκε πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης σε «… και Σία Ο.Ε»] και του εναγομένου …, ομόρρυθμου εταίρου αυτής – εκκαλούντων και ήδη αναιρεσίβλητων και εξαφανίσθηκε η εκδοθείσα κατά την αυτή διαδικασία με αριθ.214/29.7.2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιλίου. Με την οριστική απόφασή του το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού είχε συνεκδικάσει την από 20.12.2010 αριθ. κατάθ. …/23.12.2010) αγωγή της ενάγουσας και ήδη πρώτης των αναιρεσίβλητων ομόρρυθμης εταιρείας κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας και την από 28.12.2010 αριθ. κατάθ. …/29.12.2010) αντίθετη αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναίρεσείουσας κατά των εναγομένων, ομόρρυθμης εταιρείας και του ομορρύθμου εταίρου αυτής, και ήδη αναιρεσίβλητων, είχε δεχθεί κατά ένα μέρος ως βάσιμη κατ’ ουσία τη δεύτερη αγωγή (της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας) και είχε επιδικάσει σε αυτήν το συνολικό ποσό των 7.839 ευρώ με το νόμιμο τόκο, για αποζημίωση καταγγελίας, αποδοχές και επίδομα αδείας έτους 2010 και επίδομα εορτών Χριστουγέννων έτους 2010 από την μεταξύ των μερών σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ενώ απέρριψε (εν τοις πράγμασι κατ’ ουσία) την αντίθετη πρώτη αγωγή (της ως άνω ομόρρυθμης εργοδότιδος εταιρείας και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης κατά της εναγομένης εργαζομένης και ήδη αναιρεσείουσας), με αντικείμενο την καταβολή χρηματικού ποσού 2.367,92 ευρώ ως αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από το μισθωτό (οικειοθελούς αποχώρησης) χωρίς προειδοποίηση. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας αντιθέτως, αφού κράτησε και ερεύνησε την υπόθεση κατ’ ουσία, απέρριψε με την προσβαλλομένη απόφασή του ως ουσιαστικά αβάσιμη την δεύτερη από 28.12.2010 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αντίθετη πρώτη από 20.12.2010 αγωγή της ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρείας και ήδη πρώτης των αναιρεσίβλητων και επιδίκασε στην τελευταία το χρηματικό ποσό των 2.367,92 ευρώ με το νόμιμο τόκο, ως αποζημίωση λόγω οικειοθελούς αποχώρησης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας από την εργασία της χωρίς προειδοποίηση. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού αντίγραφο της προσβαλλομένης απόφασης επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 25 Μαΐου 2018, όπως προκύπτει από σχετική επισημείωση επί αντιγράφου αυτής του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικεία Αθηνών …, η δε αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδωσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 22 Ιουνίου 2018 (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 πσρ.1, 566 πσρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Με τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης (μετά την 1.1.2016) της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης ορίζεται ότι: «Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων ο’ αυτούς. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης». Οι ως άνω λόγοι αναίρεσης απαριθμούνται περιοριστικά στην διάταξη αυτή, όπως συνάγεται από τη λέξη «μόνο», και συνεπώς στις αποφάσεις αυτές είναι απαράδεκτοι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι ερείδονται, στις λοιπές περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 559 του ΚΠολΔ για τις αιτήσεις αναίρεσης κατ’ αποφάσεων των λοιπών δικαστηρίων (ΟλΑΠ 45/1987, ΑΠ 744/2009, ΑΠ 797/2007), όπως, μεταξύ άλλων, είναι και ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος της παρά το νόμο άφεσης αδίκαστης αίτησης ή ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 10 του ιδίου άρθρου αναιρετικός λόγος της παρά το νόμο παραδοχής πραγμάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο και υπό την επίκληση του αριθμού 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να παραλείψει να εξετάσει τη βασιμότητα των διαλαμβανόμενων στην από 28.12.2010 αγωγή αυτής αξιώσεων για την οφειλή προς αυτήν αποδοχών και επιδόματος αδείας έτους 2010 και επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2010 εκ μέρους των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητων και να μην αποφανθεί επ’ αυτών, παρά μόνο για το κεφάλαιο της καταβολής αποζημίωσης λόγω καταγγελίας και για το συναφές κεφάλαιο περί χρηματικής ικανοποίησης, απορρίπτοντας την από 28.12.2010 αγωγή της, παρόλο που και για το κεφάλαιο αυτό των ως άνω αξιώσεών της – που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε δεχθεί ως ουσιαστικά βάσιμων στα σύνολό τους – η υπόθεση είχε μεταβιβασθεί στο Εφετείο με την έφεση των αντιδίκων της, άφησε αδίκαστο το ως άνω αίτημα της αγωγής της που αφορούσε ξεχωριστό κεφάλαιο, υποπίπτοντας έτσι στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια. Περαιτέρω με τον δεύτερο και υπό την επίκληση των αριθμών 9 και 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το ν’ αποφανθεί ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Ειρηνοδικείο Ιλίου) δεν είχε κρίνει επί της από 20.12.2010 και με αριθ. …/2010 αγωγής της ενάγουσας και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρείας με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης σε αυτήν ύψους 2.367,92 ευρώ λόγω καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα χωρίς προειδοποίηση, αλλά επί άλλης, από 14.9.2010 και με αριθ. …/2010 αγωγής του …, ομορρύθμου εταίρου της πιο πάνω εταιρείας και ήδη δεύτερου των αναιρεσίβλητων κατά της ιδίας (αναιρεσείουσας) με αντικείμενο την επιστροφή υπολοίπου δανείου από 2.250 ευρώ, κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης των αντιδίκων της, έσφαλλε, καθόσον το Ειρηνοδικείο Ιλίου αποφάνθηκε και επί της ως άνω από 20.12.2010 αγωγής της πρώτης αντιδίκου της αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρείας, την οποία μάλιστα απέρριψε με ρητή του διάταξη, αφού έκρινε κατ’ ουσία αντιθέτως προς τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή αυτή με την παραδοχή της από 28.12.2010 αντίθετης αγωγής της αναιρεσείουσας ως βάσιμης κατ’ ουσία, εφόσον επρόκειτο για το ίδιο βιοτικό συμβάν και συγκεκριμένα για τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η λύση της μεταξύ των μερών σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, υποπίπτοντας έτσι στις ανωτέρω αναιρετικές πλημμέλειες. Οι λόγοι αυτοί πρέπει ν’ απορριφθούν ως απαράδεκτοι, όπως ορθώς επισημαίνουν οι αναιρεσίβλητοι με τις προτάσεις των, καθόσον αντίστοιχοι αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 9 και 10 δεν περιλαμβάνονται στους περιοριστικά αναγραφόμενους στη διάταξη του άρθρου 560 του ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης αποφάσεων ειρηνοδικείων ή πρωτοδικείου, που εκδόθηκαν σε εφέσεις κατ’ αποφάσεων των ειρηνοδικείων, όπως στην ένδικη περίπτωση.
Από τη διάταξη του άρθρου 7 εδ. α του Ν. 2112/1920, η οποία ορίζει ότι «πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου» σε συνδυασμό εκείνες των άρθρων 281, 288, 648, 652, 656, 349 έως 351 και 361 του ΑΚ προκύπτει ότι στην περίπτωση της σύμβασης ποροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή σε προσδιορισμό της παρεχόμενης εργασίας με κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος, η μονομερής αύτη βλαπτική μεταβολή δεν επάγεται τη λύση της εργασιακής σύμβασης, αλλά παρέχονται διαζευκτικά στο μισθωτό τα δικαιώματα: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται σιωπηρά νέα σύμβαση εργασίας, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη ή β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το Ν. 2112/1920 ή, τέλος, γ) να εμμείνει, εξωδίκως ή και δικαστικώς, στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν τις αποδεχθεί, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 657/2018, ΑΠ 282/2018, ΑΠ 1322/2017, ΑΠ 216/2017, ΑΠ 1134/2015, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 791/2014, ΑΠ 126/2011).
Περαιτέρω από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν η ως άνω μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την ανεπίτρεπτη επαγγελματική μείωση που υφίσταται (ΑΠ 132/2016, ΑΠ 173/2016, ΑΠ 195/2015, ΑΠ 1252/2014, ΑΠ 251/2008). Και είναι μεν αληθές ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα, βάσει του οποίου μπορεί να ρυθμίζει τα θέματα τα οποία ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του, για να επιτύχει τους σκοπούς αυτής. Δεν μπορεί όμως να μεταβάλει μονομερώς τους όρους της εργασιακής σχέσης, χωρίς να έχει δικαίωμα από το νόμο ή από τη σύμβαση, με αποτέλεσμα να επέρχεται στον εργαζόμενο άμεσα ή έμμεσα υλική ή ηθική βλάβη. Έτσι δεν μπορεί μονομερώς να υποβιβάζει τον μισθωτό με την ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων κατώτερης φύσης σε σχέση με τα προβλεπόμενα στους όρους της σύμβασης ή να προβαίνει σε δυσμενή μεταχείριση του ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του, που συνεπάγονται δυσμενείς ως προς τις αποδοχές, αλλά και ως προς την προσωπικότητα του μισθωτού, συνέπειες (ΑΠ 258/2019, ΑΠ 216/2017, ΑΠ 173/2016, ΑΠ 1134/2015, ΑΠ 126/2011).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 6 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης (μετά την 1.1.2016) της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, ορίζεται ότι κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και επομένως προϋποθέτει έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος από το δικαστήριο της ουσίας. Η διάταξη αυτή, η οποία είναι κατά λέξη ταυτόσημη εκείνης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει δε από αυτήν ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά «έλλειψη αιτιολογίας», ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της «ανεπαρκής αιτιολογία», ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους «αντιφατική αιτιολογία» (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 109/2019, ΑΠ 1420/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: «Η εφεσίβλητη [ήδη αναιρεσείουσα] προσλήφθηκε τον Μάρτιο του έτους 2003 από τον δεύτερο εκκαλούντα [ήδη δεύτερο των αναιρεσίβλητων], ο οποίος διατηρούσε και εκμεταλλευόταν φαρμακείο στο Ίλιο Αττικής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος φαρμακείου με μηνιαίες αποδοχές τις εκάστοτε ισχύουσες νόμιμες για την ειδικότητά της. Στο μεταξύ η ατομική επιχείρηση του δευτέρου εκκαλούντων μετετράπη με το από 20/7/2009 ιδιωτικό συμφωνητικό αε ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “… και Σία Ο.Ε.” [ήδη πρώτη των αναιρεσίβλητων] που καταχωρήθηκε στο βιβλίο εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό …/2009, η οποία υπεισήλθε νομίμως ατα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ατομικής επιχείρησης. Η εργαζομένη εφεσίβλητος απουσίασε από την εργασία της από 29.07.2009 έως 29.12.2009 λόγω τοκετού στις 24.09.2009 και στη συνέχεια έλαβε από 29.12.2009 μέχρι 28 6.2010 άδεια μητρότητας, η οποία χορηγήθηκε σε αυτήν μετά από αίτησή της οπό τον Ο.Α.Ε.Δ. Την 29.06.2010 η εφεσίβλητος επέστρεψε στην εργασία της. Την ημέρα της επιστροφής της ο δεύτερος εκκαλών της ζήτησε να καθαρίσει το χώρο του φαρμακείου. Στο τέλος του ωραρίου της η εφεσίβλητος αποχώρησε από την εργασία της ευρισκομένη σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και έτσι δεν προσήλθε στην εργασία της την επομένη ήμερα. Την 09.07.2010 η ομόρρυθμη εταιρεία που είχε αναλάβει την εκμετάλλευση του φαρμακείου δια του νόμιμου εκπροσώπου της απέστειλε εξώδικο με το οποίο καλούσε την εφεσίβλητο να προσέλθει στην εργασία της, δηλώνοντας συγχρόνως ότι την [ενν. η] τυχόν παρατεινομένη απουσία της θα εκληφθεί ως οικειοθελής αποχώρηση. Η εφεσίβλητος απάντησε με το με ημερομηνία 14.7.2010 εξώδικό της στο οποίο ανέφερε ότι προσωπικά προβλήματα καθώς και οι φροντίδες του νεογέννητου τέκνου της δεν της επιτρέπουν να επιστρέψει στην εργασία της και στη συνέχεια προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας Αγίων Αναργύρων την 20.10.2010, όπου δήλωσε ότι ναι μεν αποχώρησε οικειοθελώς την 29.06.2010 που επέστρεψε από την ειδική άδεια μητρότητας, πλην όμως σε αυτή την αποχώρηση εξαναγκάσθηκε από την αντισυμβατική συμπεριφορά του εργοδότη της, η οποία υπερέβαινε προφανώς τα όρια της από μέρους του άσκησης του σχετικού διευθυντικού δικαιώματος. Όμως από το εξώδικο της εφεσίβλητου δεν προκύπτει κάποια μομφή εναντίον του δεύτερου εκκαλούντος. Επίσης, προκύπτει ότι η εφεσίβλητος επικαλέσθηκε μόνο τα προβλήματα της υγείας της και τη μητρότητα, προκειμένου να αποχωρήσει. Τέλος από το γεγονός ότι προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας τέσσερις μήνες μετά την αποχώρησή της προκύπτει ότι ο δεύτερος εκκαλών δεν την εξώθησε σε αποχώρηση. Επίσης από την ένορκη βεβαίωση του … προκύπτει ότι πράγματι η εφεσίβλητος απασχολείται ως καθαρίστρια. Συνεπώς δεν προκύπτει ότι οι εκκαλούντες εξώθησαν την εφεσίβλητο σε αποχώρηση δια της μονομερούς μεταβολής των συνθηκών της εργασίας της και ως εκ τούτου η αγωγή της [ενν. την από 28.12.2010 και με αριθ κατάθ. …/2010 αγωγή της αναιρεσείουσας] πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Αντίθετα η από 20.12.2010 και με αριθμό κατάθεσης [ενν. …/2010] αγωγή της πρώτης εκκαλούσας κρίνεται ως ουσία βάσιμη, διότι εφόσον η εφεσίβλητος αποχώρησε οικειοθελώς χωρίς να τηρήσει την δίμηνο προθεσμία, τότε σύμφωνα με το νόμο 2112/1920 και β.δ. 16/18-7-1920 οφείλει αποζημίωση δύο μηνών, ήτοι 1183,96 ευρώ επί 2. Κατόπιν των ανωτέρω έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία για τις παραπάνω αιτίες απέρριψε την αγωγή της πρώτης εκκαλούσας και, κατά συνέπεια, γενομένων δεκτών των σχετικών λόγων της εφέσεως ως ουσία βάσιμων, πρέπει να γίνει δεκτή, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσας». Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού εξαφάνισε την αντιθέτους αποφανθείσα με αριθ. 214/2011 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιλίου, κράτησε την υπόθεση και, δικάζοντος αυτήν κατ’ ουσία, απέρριψε την από 28.12.2010 και με αριθ. κατάθ. …/2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και δέχθηκε την από 28.12.2010 και με αριθ. κατάθ. …/2010 αγωγή της ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρείας, υποχρεώνοντας την αναιρεσείουσα να καταβάλει στην πρώτη των αναιρεσίβλητων ομόρρυθμη εταιρεία το χρηματικό ποσό των 2.367,92 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής αυτής.
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε αντιφατικές και παράλληλα ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 7 εδ. α του Ν. 2112/1920, 648, 652, 361, 281, 288 του ΑΚ και των συναρτώμενων προς αυτές διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, αναφορικά με τη συνδρομή ή μη περίπτωσης μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας της αναιρεσείουσας εκ μέρους της πρώτης αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρείας δια της συμπεριφοράς του νομίμου εκπροσώπου αυτής πρώτου αναιρεσίβλητου και της συνακόλουθης προσβολής της προσωπικότητας της αναιρεσείουσας, επαγόμενης ή μη δικαίωμα της τελευταίας να θεωρήσει την συμπεριφορά αυτή ως εκ μέρους της εργοδότιδός της εταιρείας καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτής και να αξιώσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης καταγγελίας και επί πλέον χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης για την τυχόν προσβολή της προσωπικότητάς της. Ειδικότερα, ενώ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του ότι η αναιρεσείουσα προσελήφθη ως υπάλληλος φαρμακείου στην τότε ατομική επιχείρηση που διατηρούσε ο δεύτερος αναιρεσίβλητος στο Ίλιον Αττικής και μάλιστα έναντι των αποδοχών που εκάστοτε ίσχυαν για την ειδικότητα αυτή και ότι μετά την επιστροφή της στην εργασία στις 29.6.2010 ο δεύτερος αναιρεσίβλητος της ζήτησε να καθαρίσει το φαρμακείο, -γεγονός που κατά νόμο επάγεται υποβιβασμό της αναιρεσείουσας με την ανάθεση σ’ αυτήν καθηκόντων κατώτερης φύσης σε σχέση με τα προβλεπόμενα στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αυτής ως υπαλλήλου φαρμακείου, με συνέπεια τη γέννηση στο πρόσωπα της αξίωσης καταβολής της αποζημίωσης καταγγελίας- στη συνέχεια δέχεται αντιφατικά ότι η αναιρεσείουσα απασχολείται ως καθαρίστρια. Η αντίφαση αυτή επιρρωνύεται και από την παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η αναιρεσείουσα βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση κατά την αποχώρησή της από την εργασία μετά τη λήξη του ωραρίου της την πρώτη ημέρα επιστροφής της στην εργασία, εφόσον δεν διευκρινίζεται στην προσβαλλομένη απόφαση εάν η ως άνω άσχημη ψυχολογική κατάσταση της αναιρεσείουσας οφειλόταν στο γεγονός ότι κατά την ημέρα της επιστροφής της στην εργασία είχε απασχοληθεί με την καθαριότητα του φαρμακείου κατόπιν εντολής του δευτέρου αναιρεσείοντος, αν και τούτο δεν περιλαμβανόταν στα καθήκοντά της ή οφειλόταν σε άλλους λόγους (και ποιους) και κατά συνέπεια, ως προς το σημείο αυτό, η αιτιολογία είναι ανεπαρκής. Ούτε άλλωστε υπάρχει παραδοχή στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, πέραν των καθηκόντων της ως υπαλλήλου φαρμακείου, είχε συμφωνηθεί μεταξύ των μερών ότι η αναιρεσείουσα θ’ απασχολείτο προσθέτως και με την καθαριότητα του φαρμακείου, ούτε, για την περίπτωση αυτή, διαλαμβάνονται στην απόφαση τα συγκεκριμένα της καθήκοντα από την πρόσθετη εργασία της. Επομένως, κατά παραδοχή των συναφών τρίτου και τέταρτου από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ [και όχι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, εφόσον πρόκειται για αίτηση αναίρεσης κατ’ απόφασης Πρωτοδικείου, που εκδόθηκε σε έφεση κατ’ απόφασης Ειρηνοδικείου] λόγων αναίρεσης, ως βάσιμων [μη ιδρυομένου αναιρετικού λόγου και από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ], πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 2 και 9 του Ν. 3226/2004 «Παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 24) προκύπτει ότι η παροχή νομικής βοήθειας στους δικαιούχους αυτής, χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι σε εκείνους που το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετησίων ατομικών εισοδημάτων που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ύστερα από αίτησή τους, για την εξέταση της οποίας σε υποθέσεις οστικού και εμπορικού χαρακτήρα αρμόδιος είναι ο ειρηνοδίκης, ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή ο πρόεδρος του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη κ.λπ., συνίσταται στην απαλλαγή αυτών από την υποχρέωση καταβολής μέρους ή του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας και, εφόσον ειδικώς ζητηθεί, στον διορισμό δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, με την εντολή να υπερασπισθούν τον δικαιούχο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν την βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι αναγκαίες πράξεις. Η ανωτέρω απαλλαγή περιλαμβάνει ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, τα δικαιώματα ή την αμοιβή του διοριζομένου δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, καθώς και την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά. Ο διορισμός δικηγόρου ισχύει ως παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας από τον δικαιούχο στην έκταση που ορίζει το άρθρο 97 του ΚΠολΔ, εκτός εάν η απόφαση με αίτηση του δικαιούχου την επεκτείνει ή την περιορίζει. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: α) η εκκαθάριση των εξόδων της δίκης γίνεται κατά τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις και περιλαμβάνει και τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος, καθώς και την αποζημίωση του δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει, κατά το νομό αυτόν, το Δημόσιο και β) εάν η απόφαση επιβάλει τα έξοδα σε βάρος του αντιδίκου του δικαιούχου ή άλλου προσώπου, τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος και η αποζημίωση δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει το Δημόσιο επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου και εισπράττονται από αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1-3 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (ΦΕΚ Α’ 208/27.9.2013), όπως το άρθρο αυτό ισχύει εκπροσωπεί δικαιούχους νομικής βοήθειας σύμφωνα με το Ν. 3226/2004 απαλλάσσεται από την υποχρέωση προκαταβολής στον οικείο ΔΣΑ των οριζομένων στο Παράρτημα III του ως άνω νόμου ποσών που προορίζονται για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των υπηρεσιών του Συλλόγου, την απόδοση ως πόρου στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων κ.λπ., ποσά τα οποία σε κάθε περίπτωση αποτελούν μέρος της καταβλητέας στον δικηγόρο νόμιμης αμοιβής. Τέλος, κατά το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α’ του αυτού νόμου 3226/2004 με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται η αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και άλλων προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της παροχής νομικής βοήθειας, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες νόμιμες αμοιβές, η δε αμοιβή μπορεί να υπολείπεται των προβλεπόμενων νόμιμων αμοιβών σε περίπτωση αναίρεσης. Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής εκδόθηκε η με αριθ. πρωτ. 98535/18.12.2014 (ΦΕΚ Β 3578/31.12. 2014) Κοινή Απόφαση των άνω Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το άρθρο μόνο περ. Α της οποίας η ως άνω αποζημίωση ορίσθηκε σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά νόμιμες αμοιβές, στο ποσό αυτής προστίθεται ο ΦΠΑ με τον εκάστοτε ισχύοντα συντελεστή, ενώ σε περίπτωση αναίρεσης, η αποζημίωση θα υπολείπεται των προβλεπόμενων νόμιμων αμοιβών σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%). Με το άρθρο 58 μετά την αντικατάστασή του, της μεν παραγράφου 1 με το άρθρο 7 παρ. 8 στοιχ. α’ του Ν. 4205/2013, της δε παραγράφου 3 με το άρθρο 7 παρ.8 στοιχ. β’ του Ν. 4205/2013, ο δικηγόρος που παρ. 4 περ. β του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), ορίζεται ότι με βάση τις αμοιβές που αναφέρονται στο Παράρτημα I του Κώδικα αυτού προσδιορίζεται η αμοιβή του δικηγόρου κατά την παροχή νομικής βοήθειας σύμφωνα με τον ως άνω ν. 3226/2004 ή κάθε άλλο σχετικό νόμο κ.λπ. Σύμφωνα δε με το Παράρτημα αυτό η αμοιβή του δικηγόρου σε εργατικές υποθέσεις ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπως η υπό κρίση υπόθεση, ανέρχεται για την αίτηση αναίρεσης σε 235 ευρώ, για την παράσταση αυτού σε 342 ευρώ και για την κατάθεση προτάσεων σε 310 ευρώ (ΑΠ 334/2017, ΑΠ 73/2016, ΑΠ 75/2016, ΑΠ 2236/2013).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπ’ αριθ. 150/7.6.2018 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και κατά παραδοχή σχετικής αίτησης της αναιρεσείουσας περί παροχής σε αυτήν νομικής βοήθειας, ορίσθηκε, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 2 και 9 του Ν. 3226/2004, η δικηγόρος Αθηνών Άννα Τσουλφίδου, προκειμένου να ασκήσει αναίρεση κατά της με αριθ. 5459/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο και να την εκπροσωπήσει ενώπιον του αναιρετικού τμήματος του Δικαστηρίου κατά την συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. Με την ίδια ως άνω Πράξη η αναιρεσείουσα απηλλάγη από την υποχρέωση καταβολής του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 9 παρ. 1 και 2 του Ν. 3226/2004. Όπως δε προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, η ένδικη από 22.6.2018 αίτηση αναίρεσης υπογράφεται από την πιο πάνω ορισθείσα δικηγόρο, ενώ κατά την συζήτηση εαυτής, κατά την μετ’ αναβολή ορισθείσα δικάσιμο της 14.1.2020, η αναιρεσείουσα παρέστη στο Δικαστήριο μετά της προαναφερομένης δικηγόρου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Επομένως τα δικαστικά έξοδα, από τα οποία απαλλάχθηκε ο αναιρεσείουσα και τα οποία επιβάλλονται σε βάρος των αναιρεσίβλητων, λόγω της ήττας των (άρθρο 176,183 ΚΠολΔ), ταυτίζονται με την αποζημίωση της δικηγόρου της αναιρεσείουσας για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, την παράστασή της κατά τη συζήτηση και την κατάθεση προτάσεων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ανέρχονται στο ποσό των 879,90 ευρώ [νόμιμη αμοιβή 235 ευρώ για την αίτηση αναίρεσης + 342 ευρώ για παράσταση + 310 ευρώ για σύνταξη προτάσεων επί 24% ΦΠΑ επ’ αυτών = 291,40 + 424,08 + 384,40 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά 1099,88 ευρώ, μείον συντελεστή απομείωσης 20% ίσον 879,904 ευρώ]. Τα ως άνω δικαστικά έξοδα πρέπει κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 3226/2004 να επιδικασθούν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ. 5459/21.5.2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος ως Εφετείου.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στα ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί οπό άλλο δικαστή.
Επιβάλλει στους αναιρεσίβλητους τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και ενενήντα λεπτών (879,90), τα οποία επιδικάζει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 10 Μαρτίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ThanasisΑΠ 269-2020 ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΌ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΎΜΒΑΣΗΣ