ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 137/2020

Ο υπερήμερος εργοδότης δανειστής δεν οφείλει μισθούς υπερημερίας αν διατηρεί εύλογη αμφιβολία ή αβεβαιότητα για το αν οφείλει αποδοχές υπερημερίας ως οφειλέτης του μισθού.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Σοφία Τζουμερκιώτη και Γεώργιο Δημάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7η Μαΐου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1) Π Λ, κατοίκου Δ Α, 2) Π Π, κατοίκου Α,3) Γ Γ, κατοίκου Α και 4) Α Γ, κατοίκου Π, που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Ελένης Κωνσταντοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.” και το διακριτικό τίτλο “…”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Παναγιώτη Ηλιοπιερέα-Πιερράκου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-12-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1751/2015 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1244/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 13-7-2018 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο αρεοπαγίτης Γεώργιος Δημάκης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η από 13-7-2018 και με αριθμό κατάθεσης 6679/2018 αίτηση αναίρεσης κατά της 1244/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, επί της ασκηθείσας από τις ενάγουσες έφεσης κατά της 1751/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί της από 5-12-2014 (με αριθμό κατάθεσης 138772/2014) αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ.1 και 144). Συνεπώς, είναι παραδεκτή (ΚΠολΔ 577 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔ 577 παρ.3).
2. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της παρούσας υπόθεσης προκύπτει ότι η διαδικαστική πορεία της παρούσας υπόθεσης έχει ως εξής: Οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσείουσες μαζί με την ενάγουσα Β.Π., μη διάδικο στην παρούσα δίκη, με την από 5.12.2014 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκαν ότι προσελήφθησαν από την εναγομένη κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες εκάστη εξ αυτών με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μειωμένης απασχόλησης συνολικής διάρκειας 22 μηνών, για την κάλυψη αναγκών καθαρισμού της εναγόμενης. Ότι οι ενάγουσες κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης και ότι τους είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι οι συμβάσεις εργασίας τους αποτελούσαν έγκυρες συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι επί σχετικής αγωγής που άσκησαν και με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι συνδέονται με την εναγομένη εταιρία με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας και να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές τους με την απειλή χρηματικής ποινής για την περίπτωση άρνησης συμμόρφωσής της στις διατάξεις της εκδοθησομένης απόφασης, εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ.2394/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την αγωγή, ακολούθως επί της ασκηθείσης εφέσεως εκ μέρους των εναγουσών εξεδόθη η υπ’αριθμ.4959/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την έφεση, ενώ στη συνέχεια επί ασκηθείσης αναιρέσεως εκ μέρους των εναγουσών εξεδόθη η υπ’ αριθμ.1644/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την προαναφερόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκασή της στο Εφετείο Αθηνών με διαφορετική σύνθεση. Μετά την εκ νέου εκδίκαση της εφέσεως εξεδόθη από το Εφετείο Αθηνών η υπ’ αριθμ.2370/2014 απόφαση, η οποία κατέστη αμετάκλητη, και με την οποία έγινε δεκτή και κατ’ ουσίαν η έφεση, εξαφανίστηκε η υπ’ αριθμ.2394/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ακολούθως δικάστηκε κατ’ ουσίαν η αγωγή, η οποία έγινε δεκτή και αναγνωρίστηκε ότι οι ενάγουσες συνδέονται με την εναγομένη με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, υποχρεώθηκε η εναγομένη να αποδέχεται την εργασία των εναγουσών, καταβάλλοντας σε αυτές τις νόμιμες αποδοχές τους, που αντιστοιχούν στις θέσεις τους με την απειλή χρηματικής ποινής 10.000 ευρώ για την κάθε μία σε περίπτωση άρνησης αποδοχής των προσφερομένων υπηρεσιών τους και συμμόρφωσης με την απόφαση. Ότι συνεπεία των ανωτέρω η εναγομένη έχει καταστεί υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας των εναγουσών. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγουσες ζήτησαν, ύστερα από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που έγινε με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσο και με σχετική αναφορά στις έγγραφες προτάσεις τους (κατ’ άρθρα 223 εδ.β και 295 παρ.1 σε συνδυασμό με 591 αρ.1 εδ.α’ του ΚΠολΔ), να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει για οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως και 31.12.2014 στην πρώτη ενάγουσα Λ Π, το ποσό των 15.454.20 ευρώ, στην δεύτερη ενάγουσα Π Π, το ποσό των 12789,13 ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα, Γ Γ, το ποσό των 16260,99 ευρώ, στην πέμπτη ενάγουσα, Α Γ το ποσό των 18.334,35 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 22.352,97 ευρώ, στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 59.547,95 ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 14.385,83 ευρώ και στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 4.089 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία κατά την οποία κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 1751/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, μετά από ουσιαστική παραδοχή, της ένστασης του άρθρου 342 ΑΚ που πρότεινε η εναγόμενη εταιρία. Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγουσες άσκησαν την από 7-1-2016 έφεσή τους και επ’ αυτής εκδόθηκε η 1244/2017 απόφαση (προσβαλλόμενη) με την οποία απορρίφτηκε κατ’ ουσίαν η έφεση.
3. Κατά το άρθρο 342 ΑΚ ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αποκλείεται η υπερημερία του οφειλέτη και η συνέπειά της, όταν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ή αβεβαιότητα του οφειλέτη για την ύπαρξη του χρέους, εφ’ όσον η αβεβαιότητα αυτή δεν είναι προϊόν αμελείας του. Απαιτείται δε για την εύλογη αιτία της καθυστερήσεως, η οποία αποτελεί έννοια νομική, ελεγκτή από τον Άρειο Πάγο, η συνδρομή περιστάσεων που μπορούν να καταστήσουν συγγνωστή την καθυστέρηση, δηλαδή να αποκλείσουν το πταίσμα του οφειλέτη περί την καθυστέρηση. Ακολούθως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 330 και 342 ΑΚ, αυτός ο ισχυρισμός του οφειλέτη αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής για επιδίκαση της οφειλής και εάν ευδοκιμήσει, επιφέρει την απόρριψή της. Γεγονός δε για το οποίο δεν φέρει ευθύνη, είναι κάθε εύλογη αιτία, λόγω της οποίας δικαιολογείται η καθυστέρηση της καταβολής, τέτοια δε εύλογη αιτία, που αποκλείει την υπαιτιότητα αποτελεί και η ύπαρξη αμφιβολίας ή αβεβαιότητας για την ύπαρξη του χρέους, εφόσον όμως δεν μπορεί να αποδοθεί σε αμέλειά του, όταν δηλαδή την ίδια αμφιβολία θα είχε κάθε επιμελής άνθρωπος, ευρισκόμενος στις ίδιες συνθήκες, καταβάλλοντος τη συνήθη προσπάθεια εξακριβώσεως (ΑΠ 1413/2015, ΑΠ 360/2002, 1054/1995).
4. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το εφετείο δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: Με την από 22.3.2005 και με αριθμ.έκθ.καταθ.48446/1281/2005 προγενέστερη αγωγή των ιδίων εναγουσών, κατά της ίδιας εναγομένης, οι ενάγουσες ισχυρίστηκαν ότι μεταξύ αυτών και της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Ε.”, νόμιμα εκπροσωπουμένης, υπεγράφησαν ατομικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και ότι προσελήφθησαν οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη και πέμπτη από τις ενάγουσες στις 15.5.2002, στις 17.6.2002, στις 4.6.2002 και στις 27.5.2002, αντίστοιχα, για οκτώ (8) μήνες προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον τομέα της καθαριότητας (ως καθαρίστριες). Ότι οι παραπάνω συμβάσεις ανανεώθηκαν (παρατάθηκαν) δύο φορές, αφού κατά τη λήξη τους ανανεώθηκαν για άλλους οκτώ (8) μήνες και στη συνέχεια για άλλους έξι (6) μήνες, χωρίς να μεσολαβήσει έστω και μία ημέρα διακοπής. Συγκεκριμένα: Η πρώτη ενάγουσα συνήψε αρχικά με την εναγομένη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας οκτώ μηνών από 15.5.2002 μέχρι 14.1.2003 και παρείχε τις υπηρεσίες της ως καθαρίστρια στο Τ… σε πενθήμερη βάση, με μειωμένη απασχόληση, στη συνέχεια αυτή η σύμβαση ανανεώθηκε για τα χρονικά διαστήματα από 15.1.2003 μέχρι 14.9.2003 και από 15.9.2003 μέχρι 14.3.2004. Η δεύτερη ενάγουσα συνήψε αρχικά με την εναγόμενη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας οκτώ μηνών από 17.6.2002 μέχρι 16.2.2003 και παρείχε τις υπηρεσίες της ως καθαρίστρια στο Μηχανογραφικό Κέντρο του ΟΤΕ στην Δ/νση Πληροφορικής σε πενθήμερη βάση, με μειωμένη απασχόληση, στη συνέχεια αυτή η σύμβαση ανανεώθηκε για τα χρονικά διαστήματα από 17-2-2003 μέχρι 16-10-2003 και από 17-10-2003 μέχρι 16-10-2004. Η τρίτη ενάγουσα συνήψε αρχικά με την εναγομένη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας οκτώ μηνών από 4.6.2002 μέχρι 3.2.2003 και παρείχε τις υπηρεσίες της ως καθαρίστρια στο Μηχανογραφικό Κέντρο του ΟΤΕ στην Δ/νση Πληροφορικής σε πενθήμερη βάση, με μειωμένη απασχόληση, στη συνέχεια αυτή η σύμβαση ανανεώθηκε για τα χρονικά διαστήματα από 4.2.2003 μέχρι 3.10.2003 και από 4.10.2003 μέχρι 3.4.2004, και Δ. Η πέμπτη ενάγουσα (η αρχική 4η ενάγουσα Π. Β δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη) συνήψε αρχικά με την εναγομένη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας οκτώ μηνών από 27.5.2002 μέχρι 26.1.2003 και παρείχε τις υπηρεσίες της στην εναγομένη ως καθαρίστρια σε πενθήμερη βάση, με μειωμένη απασχόληση, στη συνέχεια αυτή η σύμβαση ανανεώθηκε για τα χρονικά διαστήματα από 27.1.2003 μέχρι 26.9.2003 και από 27.9.2003 μέχρι 26.3.2004. Ότι μετά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες, κατά τις οποίες έληξαν οι τελευταίες συμβάσεις των εναγουσών, η εναγομένη θεώρησε ότι λύθηκαν αυτοδικαίως αυτές και έπαυσε να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία τους. Ότι κατά τη διάρκεια των προαναφερομένων συμβάσεων οι ενάγουσες 1. τελούσαν σε προσωπική και νομική εξάρτηση από την εναγομένη, εξάρτηση η οποία εκδηλωνόταν με το δικαίωμα της τελευταίας να ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία ως προς τον τρόπο, χρόνο και τόπο παροχής εργασίας καθώς και την επιμελή εκτέλεση της εργασίας από τις ενάγουσες, με την υποχρέωση των τελευταίων να συμμορφώνονται στις αναγκαίες εντολές και οδηγίες της και 2) απασχολήθηκαν για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της εναγομένης στον τομέα της καθαριότητας, δεδομένου ότι το μόνιμο προσωπικό της τελευταίας δεν επαρκούσε για την κάλυψη αυτών. Ο χρονικός δε περιορισμός των επίδικων συμβάσεων εξηρτημένης εργασίας που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων και των εν συνεχεία διαδοχικών ανανεώσεων αυτών, δεν δικαιολογείτο από λόγους αντικειμενικούς και συγκεκριμένα από τη φύση των υπηρεσιών που παρείχαν οι ενάγουσες σε αυτήν, ούτε από τη φύση και το είδος των καλυπτομένων από την εργασία τους αναγκών της εναγομένης, αλλά ούτε και υπαγορεύθηκε από κάποιο άλλο λόγο αναγόμενο στις συνθήκες λειτουργίας των υπηρεσιών της εναγομένης. Ότι οι προαναφερόμενες συμβάσεις καταρτίστηκαν προσχηματικά με πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του ν.2112/1920 με συνέπεια να είναι άκυρες ως προς τον καθορισμό της χρονικής τους διάρκειας και να συνιστούν κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνεχίζουν να υφίστανται και μετά τη συμφωνημένη λήξη τους. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζήτησαν α. να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους και ότι συνδέονται με την εναγομένη εταιρία με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, και β. να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που ίσχυαν και πριν την αποχώρησή τους από την εργασίας τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών η υπ’ αριθμ.2394/2006 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση από τις ηττηθείσες ενάγουσες και εκδόθηκε από το Εφετείο Αθηνών η υπ’αριθμ.4959/2008 απόφαση, η οποία επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Κατά της ανωτέρω εφετειακής απόφασης οι ενάγουσες άσκησαν αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, η οποία συνεζητήθη στις 16.10.2012 και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.1644/2012 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’αριθμ.4959/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παραπέμφθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου (Εφετείου Αθηνών) συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Μετά την παραπομπή της υπόθεσης εξεδόθη από το Εφετείο Αθηνών η υπ’ αριθμ.2370/2014 αμετάκλητη απόφαση, δυνάμει της οποίας α. αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους και ότι οι ενάγουσες συνδέονται με την εναγομένη από τις ημερομηνίες έναρξης της απασχόλησής τους με την εναγομένη με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και β. υποχρεώθηκε η εναγομένη να αποδέχεται την εργασία των εναγουσών καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές τους που αντιστοιχούν στη θέση τους με την απειλή χρηματικής ποινής 10.000 ευρώ για την κάθε μία σε περίπτωση άρνησης αποδοχής των προσφερομένων υπηρεσιών τους και συμμόρφωσης με την απόφαση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω αμετάκλητης απόφασης αυτού του Δικαστηρίου εκδόθηκε η 42/214/29.1.2015 απόφαση του αρμοδίου HR BP από κοινού με τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Λειτουργικής Διαχείρισης Ακινήτων και Λοιπών Εγκαταστάσεων Ομίλου ΟΤΕ, με την οποία εγκρίθηκε η πρόσληψη των εναγουσών με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μειωμένης συνεχούς απασχόλησης και η τοποθέτησή τους στον Υπεύθυνο Έργου Καθαρισμού της Υποδιεύθυνσης Υπηρεσιών Σταθερής και Κινητής, ακολούθως δε οι ενάγουσες επανήλθαν στην υπηρεσία της εναγομένης και ανέλαβαν υπηρεσία από 2.2.2015. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη καθόλη τη διάρκεια της δικαστικής διένεξης, ήτοι από το έτος 2005 έως και το 2014, είχε εύλογη πεποίθηση σχετικά με την ανυπαρξία του επίδικου χρέους, αφού είχε την βεβαιότητα ότι η εργασιακή σχέση που συνέδεε τις ενάγουσες με αυτήν ήταν αυτή του ορισμένου χρόνου και η οποία είχε λυθεί με την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου, και ότι ουδέν ποσό όφειλε εξ αιτίας αυτής της σχέσης στις ενάγουσες. Η εύλογη δε αυτή πεποίθηση της εναγόμενης όχι μόνο δεν είχε αρθεί από την επίδοση της σχετικής από 22.3.2005 αγωγής των εναγουσών, με την οποία οι ενάγουσες ζητούσαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους και ότι οι ενάγουσες συνδέονται με την εναγόμενη από τις ημερομηνίες έναρξης της απασχόλησής τους με την εναγομένη με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί η τελευταία να αποδέχεται την εργασία των εναγουσών καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές τους, αλλά αντίθετα είχε ενισχυθεί από την υπ’αριθμ.2394/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που απέρριψε την άνω αγωγή και από την υπ’αριθμ.4959/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Η εύλογη δε αυτή πεποίθηση της εναγομένης σχετικά με την ανυπαρξία του χρέους, που διατηρήθηκε μέχρι την εξαφάνιση της άνω πρωτόδικης απόφασης με την υπ’ αριθμ.2370/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους και ότι οι ενάγουσες συνδέονται με την εναγομένη με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και υποχρέωσε την τελευταία να αποδέχεται την εργασία των εναγουσών καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές τους, που αντιστοιχούν στη θέση τους, αποκλείει την υπαιτιότητά της και συνεπώς, την υπερημερία της. Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός της εναγόμενης του άρθρου 342 ΑΚ, καταλυτικός της υπερημερίας της, τον οποίο είχε παραδεκτά προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και τον οποίο επαναφέρει με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, ότι δεν έχει γίνει υπερήμερη ως προς την καταβολή των μισθών υπερημερίας γιατί η μη καταβολή τους οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη καθόσον είχε την βεβαιότητα ότι η εργασιακή σχέση που συνέδεε τις ενάγουσες με αυτήν, ήταν αυτή του ορισμένου χρόνου και η οποία είχε λυθεί με την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου, και ότι ουδέν ποσό όφειλε εξ αιτίας αυτής της σχέσης στις ενάγουσες πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και δέχθηκε την ένσταση του άρθρου 342 ΑΚ ως κατ’ ουσίαν βάσιμη δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.
5. Σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο δέχτηκε ότι υπήρχε στην εναγομένη οφειλέτρια εύλογη αμφιβολία της σχετικά με την ύπαρξη του επίδικου χρέους (υποχρέωση καταβολής των αιτούμενων, με την ένδικη αγωγή μισθών υπερημερίας), η γέννηση της οποίας προήλθε 1) από την κατάρτιση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου με τις ενάγουσες, 2) από την έκδοση από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών της υπ’ αριθμ.2394/2006 απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η πρώτη αγωγή ως απαράδεκτη (βλ. ανωτ.), 3) από την έκδοση της υπ’αριθμ.4959/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. 3) Η εύλογη αμφιβολία της εναγομένης διατηρήθηκε μέχρι την έκδοση της 2370/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. 5) Οι ενάγουσες δεν σώρευσαν στην 1η αγωγή τους αίτημα επιδίκασης μισθών υπερημερίας και από την κατάρτιση των συμβάσεών τους το έτος 2004 μέχρι την έκδοση της 2370/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών παρήλθε διάστημα 10 ετών, ενώ το έτος 2015 η εναγομένη προσέλαβε τις ενάγουσες συμμορφωθείσα με την τελευταία απόφαση. Έτσι, οι προαναφερθείσες παραδοχές συγκροτούν την νομική έννοια της εύλογης αμφιβολίας και συνεπώς το Εφετείο ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τις προναφερθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις. Επομένως οι 1ος και 2ος λόγοι αναίρεσης με τους οποίους οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι στην προκειμένη περίπτωση για την άρση της υπερημερίας του εναγομένου έπρεπε να συντρέχει λόγος ανώτερης βίας κατ’αρθ 656 ΑΚ, και τέτοιος δεν μπορεί να είναι η εύλογη αμφιβολία του εναγομένου για την ύπαρξη της οφειλής, που οφείλεται σε έλλειψη δικαστικής απόφασης λόγω του μακροχρόνιου δικαστικού αγώνα των διαδίκων για την ένδικη διαφορά, είναι αβάσιμοι.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-7-2018 αίτηση περί αναιρέσεως της 1244/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. –
Και Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Νοεμβρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2020.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ThanasisΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 137/2020