Αρχή κοινωνικού κράτους δικαίου – Υπάλληλοι ν.π.ι.δ. με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου-Κατάργηση επιδομάτων εορτών και άδειας – Αρχή αναλογικότητας – Προστασία περιουσίας – Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης

Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και κοινωνικά δικαιώματα. Δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων τα οποία συνεπάγονται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης και δραματική συρρίκνωση της εθνικής οικονομίας. Η επιλογή μέτρων προς αντιμετώπιση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας δεν δικαιολογεί εν λευκώ και εκ προοιμίου οποιοδήποτε μέτρο. Η επιλογή ελέγχεται με βάση τις αρχές που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις υπερκείμενες νομοθετικά διεθνείς συμβάσεις. Η κατάργηση επιδομάτων εορτών και αδείας υπαλλήλων ν.π.ι.δ. με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που επήλθε με το άρθρο 1 της υποπαραγράφου Γ της παραγράφου Γ του ν. 4046/2012 αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στην αρχή της αναλογικότητας (Συντ. 25 παρ. 1).

Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου
Αριθμός απόφασης 322/2019
…………………………………….
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την προσκομιζόμενη με επίκληση υπ’ αριθμ. …/22-3-2019 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου μαζί με κλήση για συζήτηση αυτής για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη. Η τελευταία όμως δεν παραστάθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από σειρά του πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην. Ωστόσο η διαδικασία θα προχωρήσει να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι [άρθρο 621 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε μεταξύ άλλων σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015) και ισχύει για τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’87/23-7-2015)].

Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τα ρητά κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα, συνιστώντας ένα γενικό δικαίωμα για κοινωνική αλληλεγγύη κατ’ αναλογία με την λειτουργία την οποία επιτελεί το άρθρο 5 παρ.1 ως προς τα ατομικά δικαιώματα. Η εν λόγω αρχή και τα κοινωνικά δικαιώματα συνιστούν δεσμευτικούς κανόνες για την κρατική εξουσία, ιδιαίτερα τη νομοθετική, προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης της πληρέστερης δυνατής κοινωνικής προστασίας. Τα κοινωνικά δικαιώματα θεωρούνται μάλιστα ως «απαράγραπτα», ως δεσμεύοντα δηλαδή την άσκηση όλων των συντεταγμένων εξουσιών, τόσο του αναθεωρητικού, όσο και του κοινού νομοθέτη. Εξάλλου, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι θεμελιώδη, εξίσου με τα ατομικά και τα πολιτικά και παράγουν κατά την επικρατούσα στην θεωρία άποψη ένα «σχετικό κοινωνικό κεκτημένο», η αξία και η προστατευτική λειτουργία του οποίου πρέπει να αναδεικνύονται ακόμη περισσότερο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όταν οι πολίτες βάλλονται περισσότερο. Περαιτέρω στο άρθρο 106 του Συντάγματος ορίζεται ότι «για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στην χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων, της εθνικής οικονομίας». Από την εν λόγω διάταξη απορρέει η συνταγματική επιταγή για {ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με διασφάλιση των συνθηκών κοινωνικής ειρήνης, η οποία δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα και πρωτίστως τον νομοθέτη, περιορίζοντας το εύρος των επιτρεπτών επιλογών του. Η παραπάνω συνταγματική επιταγή θέτει δυο όρια στον νομοθέτη. Πρώτον δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων τα οποία, ανεξαρτήτως του επιδιωκόμενου μ’ αυτά σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνεπάγονται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης, δηλαδή καταλήγουν σε αποτέλεσμα ευθέως αντίθετο προς το σκοπό της συνταγματικής διάταξης. Ως σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης πρέπει να νοηθεί εξίσου η δραματική επιδείνωση των συνθηκών κοινωνικής διαβίωσης (όπως αύξηση του αριθμού των ανέργων, των αστέγων, όσων διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχιας), όσο και η διατάραξη της δημόσιας τάξης ασφάλειας (όπως βίαιες ενέργειες διαμαρτυρίας, αύξηση εγκληματικότητας κλπ) που απορρέει από την επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών. Δεύτερον δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων τα οποία συνεπάγονται δραματική συρρίκνωση της εθνικής οικονομίας και του διαθέσιμου εισοδήματος επιχειρήσεων και νοικοκυριών, προκειμένου να εξυπηρετηθεί μονομερώς ορισμένος έστω και δημοσίου συμφέροντος οικονομικός σκοπός. Ιδίως δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση μέτρων που επιδιώκουν τη διάσωση των δημοσίων οικονομικών επί θυσία της ιδιωτικής αυτονομίας. Αντιθέτως, όπως συνάγεται από τη συνταγματική διάταξη, το γενικό συμφέρον δεν ταυτίζεται με το αμιγώς δημοσιονομικό ούτε μόνο με το συμφέρον της δημόσιας οικονομίας αλλά απαιτεί να διασφαλίζεται η ισόρροπη ανάπτυξη τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής οικονομίας. Περαιτέρω στο άρθρο 4 παρ. 5 του Σ. ορίζεται ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Στο άρθρο 25 παρ. 1 ορίζεται ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη αποτελεσματική άσκηση τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας» και στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου «Το κράτος δικαίου δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης».

Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι ο νομοθέτης δύναται κατ’ αρχήν να επιβάλλει στους πολίτες προς εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση ορισμένης επείγουσας ανάγκης ή κατάστασης κρίσης, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι έχουν περιορισμένη διάρκεια, ότι είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και όχι δυσανάλογες σε σχέση προς αυτόν, ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένες και ότι κατανέμονται ισότιμα μεταξύ όλων των πολιτών των απασχολουμένων τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός. Επομένως δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους, και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες από την ασυνέπεια των οποίων – κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων – προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής αυτή συγκυρία (Ολ ΣτΕ 1286/2012), ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων επιβαρύνσεων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών (λ.χ. διαδοχικές μειώσεις αποδοχών και συντάξεων), εάν τα προηγούμενα αποδείχθηκαν απρόσφορα κι εφόσον με τα νέα μέτρα οι ίδιες κατηγορίες πολιτών υφίστανται υπέρμετρη απώλεια του προηγουμένως διαθέσιμου εισοδήματος τους. Τούτο μάλιστα ιδίως όταν οι εν λόγω μειώσεις επέρχονται αιφνιδιαστικά και κλονίζουν ριζικά την οικονομική κατάσταση των ατόμων ή ανατρέπουν καταστάσεις στις οποίες αυτά είχαν καλόπιστα αποβλέψει (βλ. σχετ. μελέτη Κώστα Χ. Χρυσογόνου- Ακρίτα Καϊδατζή, Οριοθέτηση εισαγωγικών σκέψεων για την αντισυνταγματικότητα του ν.4093/2012 για το Μεσοπρόθεσμο και τα μέτρα εφαρμογής του, ΝοΒ 2012 τ.60 σελ 1682 επ.).

Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α’ 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Το εν λόγω Πρωτόκολλο κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ 53/1974 και έχει ως εκ τούτου υπερνομοθετική ισχύ κατ’ άρθρο 28 παρ.1 εδ. α του Συντάγματος. Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημοσίας ωφελείας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο • περιεχόμενο, ανεξάρτητο – από – την τυπική -κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ· αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου κράτους. Εν όψει των ανωτέρω περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αποτελεί και η αξίωση για καταβολή προβλεπομένων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους αποδοχών, εφ’ όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Kechko κατά Ουκρανίας, της 8-2-2006, σκέψεις 23 και 26, Vilho Esken και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19-4-2007, σκέψη 94). Πάντως με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη ορισμένου ύψους (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης κ.ά. κατά Ελλάδος, της 20-9-2001, Juhani Saarinen κατά Φινλανδίας, No. 69136/01, Kechko κατά Ουκρανίας, της 8-2-2006, σκέψη 23, Vilho Esken και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19-4-2007, σκέψη 94, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18-2-2009, σκέψη 77), με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ’ αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ή συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξ άλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21-2-1986, No 8793/79, σκέψη 46, Pressos pompania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20-11-1995, σκέψη 37, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8-7-2004, σκέψη 25, Andrejeva κατά Λετονίας,, της 18-2-2009, σκέψη 83). Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 50). Περαιτέρω στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Από τη διάταξη αυτή με την οποία καθιερώνεται η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απορρέει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης η τουλάχιστον ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο έχει ως φορέα τον καθένα, ενεργοποιείται ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης και αποτελεί ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης η ενός ελάχιστου εισοδήματος, ως ειδική έκφανση της υποχρέωσης σεβασμού της αξίας του ανθρώπου αναγνωρίζεται πρόσφατα και από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (Ολ ΣτΕ 668/2012 σκ.35) αλλά και του ΕΔΔΑ σε σχέση με τα περιουσιακά δικαιώματα που προστατεύει κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα στην με αριθμό 7-5/2013 απόφαση, αν και το Δικαστήριο τόνισε πολλές φορές ότι η κοινωνική πολιτική είναι υπόθεση των κυβερνώντων, φρόντισε να θέσει την επιταγή της μη εξαθλίωσης, θέτοντας το συγκεκριμένο ζήτημα ως απώτατο όριο της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών. Πιο συγκεκριμένα, στη σκέψη 32 αναφέρεται σε υπερβολική επιβάρυνση, στη θέση 44 αναφέρει ότι η ύπαρξη των ατόμων δεν πρέπει να τίθενται σε κίνδυνο και τέλος στη σκέψη 46 κάνει λόγο για «κακουχίες ασυμβίβαστες με το αρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου». Παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν αναγνωρίζει δικαίωμα σε ένα συγκεκριμένο ποσό αποδοχών, από τα ως άνω εμμέσως υπονοεί ότι ένα μίνιμουμ ποσό ικανό να εξασφαλίσει στο άτομο το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης αποτελεί το έσχατο απαραβίαστο όριο των μειώσεων. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος». Σύμφωνα με την παρ. 2 «Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία». Εξάλλου με το άρθρο 4 παρ. 1 του μέρους II του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που κυρώθηκε με τον ν 1426/1984 και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 Σ υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, αναγνωρίζεται «το δικαίωμα των εργαζομένων για αμοιβή αρκετή να εξασφαλίζει σε αυτούς και τις οικογένειες τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης». Εν όψει των ανωτέρω, η επιβολή μέτρων προς αντιμετώπιση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας δεν δικαιολογεί εν λευκώ και εκ προοιμίου οποιοδήποτε μέτρο με οποιοδήποτε κόστος. Η επιλογή των συγκεκριμένων μέτρων δεν ανήκει στην ανέλεγκτη διαπλαστική εξουσία του νομοθέτη ο οποίος ελέγχεται ως προς την τήρηση της συνταγματικής επιταγής για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με διασφάλιση κοινωνικής ειρήνης και δεσμεύεται, από τα όρια που θέτουν οι ως άνω απορρέουσες από τις συνταγματικές και τις υπερκείμενες νομοθετικά διεθνείς συμβάσεις διατάξεις αρχές την υπέρβαση των οποίων με κριτήρια την ένταση, την διάρκεια και τη σώρευση των μέτρων, τη δίκαιη κατανομή τους μεταξύ των πολιτών καθώς και την αιτιολόγηση και τεκμηρίωση της αναγκαιότητας και της αποτελεσματικότητας τους, ελέγχουν τα δικαστήρια κατ’ άρθρο 93 παρ.4 Σ. Τα τελευταία όταν διαπιστώνουν ότι οι εισαγόμενες ρυθμίσεις παραβιάζουν τις ως άνω συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές καλούνται να τις αποκαταστήσουν, επιδικάζοντας στους φορείς του σχετικού δικαιώματος που απορρέει από αυτές, εις βάρος των οποίων εφαρμόστηκαν οι αντισυνταγματικές διατάξεις, τις διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή προς αυτούς των εν λόγω διατάξεων. Σε εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου Μνημονίου Συνεννόησης (ν. 4046/2012), ακολούθησε η ψήφιση του νόμου 4093/2012 (ΦΕΚ Α’ 12-11-2012) «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 -Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», δυνάμει του οποίου επιχειρήθηκε νομοθετική παρέμβαση στο μισθολόγιο των εργαζομένων που υπάγονται στο ενιαίο μισθολόγιο του Ν. 4024/2011. Έτσι δυνάμει του άρθρου 1 της υποπαραγράφου Γ, της παραγράφου Γ του ν. 4046/2012, «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ., και Ο.Τ.Α., καθώς και για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχους της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, καταργούνται από 1-1-2013». Στις αιτιολογικές εκθέσεις των ως άνω μνημονευόμενων νομοθετημάτων, δεν γίνεται ειδική αναφορά στην προσφορότητα και αναγκαιότητα της λήψεως των εν λόγω μέτρων (περικοπές μισθολογικών παροχών) αλλά αντιμετωπίζονται σαν μια δέσμη μέτρων που εντάσσονται σ’ ένα ευρύτερο πρόγραμμα προσπάθειας αντιμετώπισης της τρέχουσας δημοσιονομικής κρίσης. Εντούτοις εφόσον με το άρθρο 1 της υποπαραγράφου Γ, της παραγράφου Γ του Ν. 4046/2012, επιχειρήθηκε η εξ’ ολοκλήρου κατάργηση αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων (δώρα και επίδομα αδείας), παροχών που είχαν ήδη θιγεί μέσω του περιορισμού των από τον 3845/2010, ο νομοθέτης δεν δικαιολογούνταν πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις, οι οποίες αναφέρονται στην ίδια ομάδα θιγόμενων πολιτών, χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Επίσης ακόμη κι αν ήθελε κριθεί, πως τα επίδικα μέτρα ήταν πρόσφορα, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητα τους, εξετάζοντας την ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμίας για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς. Αν δε εν τέλει επέλεγε να προβεί στην κατάργηση των δώρων και επιδόματος αδείας, όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου, οδηγούν σε επιτρεπτή μείωση του επιπέδου ζωής των μισθωτών (ΟλΣτΕ 2287/2015, σκέψη 24). Επομένως για την θέσπιση των εν λόγω περικοπών δεν αρκεί η επίκληση, αορίστως, του σπουδαίου δημοσίου συμφέροντος, αλλά η τεκμηρίωση με την δέουσα σαφήνεια και παράθεση αναλυτικών στοιχείων του λόγου για τον οποίο η συγκεκριμένη δέσμη μέτρων είναι η μόνη πρόσφορη και αναγκαία λύση για την αποφυγή του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας, τηρουμένων των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, (βλ. σχετ. μελέτη Κώστα Χ. Χρυσόγονου-Ακρίτα Καϊδατζή, Οριοθέτηση εισαγωγικών σκέψεων για την αντισυνταγματικότητα του ν.4093/2012 για το Μεσοπρόθεσμο και τα μέτρα εφαρμογής του, ΝοΒ 2012 τ.60 σελ 1682 επ.). Αλλωστε, σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, πλην η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο την καθιερωμένη από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, καθώς και την καθιερωμένη στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όμως η περικοπή των δώρων και του επιδόματος αδείας, οι οποίες έχουν νομοθετηθεί σε συνέχεια των ανωτέρω αναφερόμενων νόμων με τους οποίους περικόπηκαν οι αποδοχές των μισθωτών, επιβαρύνουν σωρευτικά την ίδια ομάδα πολιτών (μισθωτοί)και ως εκ τούτου η επιβάρυνση αυτή είναι εξόφθαλμα δυσανάλογη για του υπαγόμενους στο ενιαίο μισθολόγιο του Ν. 4024/2011, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να έχουν υποστεί σημαντικές οικονομικές απώλειες (Ολ. ΣτΕ 1972/2012 σκ. 17 γνώμη μειοψηφίας). Επίσης η διάταξη του άρθρου 1 υποπαραγράφου Γ της παραγράφου Γ του Ν. 4093/2012 η οποία προβλέπει την ολοκληρωτική κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας κατά επίσης γενικό τρόπο, ως και η διάταξη του άρθρου 34 του Ν. 4354/2015 δυνάμει της οποίας διατηρήθηκε από 1-1-2010 η ανωτέρω κατάργηση, ελλείψει διαφορετικής προβλέψεως, αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Η μείωση των αποδοχών κατά το ίδιο γενικό ποσοστό που καταλαμβάνει τόσο τους υψηλόμισθους, όσο και τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους αντίκειται στην ανωτέρω διάταξη και οι μεν υψηλόμισθοι εξακολουθούν να διατηρούν ένα ικανοποιητικό και συνάμα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, ενώ οι χαμηλόμισθοι, οι οποίοι αποτελούν το μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, το οποίο χάριν του γενικού συμφέροντος θα έπρεπε να προστατεύεται, οδηγούνται στην κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση, καθόσον στην ουσία εκμηδενίζουν τις αποδοχές τους και τους αναγκάζουν, κατά παράβαση της ως άνω διάταξης, να συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη κατά προφανή αναντιστοιχία με τις δυνάμεις τους, και εξ αυτού του λόγου, ενισχύεται η άποψη ότι η αιτιολογία για την λήψη των οριζομένων με τις επίμαχες διατάξεις μέτρων, που εδράζεται στο δημόσιο συμφέρον είναι προβληματική και ελλιπής. Με τα επίμαχα μέτρα, τα οποία αναφέρονται πλέον σε κατάργηση, και όχι απλώς μείωση επιδομάτων και αποδοχών δεν διασφαλίζεται πλέον η απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων, διότι πλέον εξαλείφονται περιουσιακά δικαιώματα στα οποία είχαν καλόπιστα προβλέψει οι πληττόμενοι χωρίς τουλάχιστον να συνυπολογίζονται το ύψος των περικοπών, το είδος τους αλλά και η διάρκεια αυτών. Ανακεφαλαιωτικά, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, αφενός μεν, το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο της επίτευξης συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μείωσης του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, το οποίο αποτέλεσε και το έρεισμα των περικοπών αυτών, είναι προδήλως απρόσφορο, αφετέρου δε, ο νομοθέτης του ν. 4093/2012 όφειλε να εξετάσει, αν οι εναπομείνασες, μετά τις αλλεπάλληλες μειώσεις, αποδοχές παραμένουν επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσης των κάθε κατηγορίας εργαζομένων ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής. Περαιτέρω, η κατά τον χρόνο ψήφισης του ν. 4093/2012 πάροδος διετίας από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και η εν τω μεταξύ λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της σε συνδυασμό με τη νέα, για πολλοστή φορά, επιβολή περικοπών στην ίδια ομάδα θιγομένων καθιστούν αδικαιολόγητη την θέσπιση νέων ρυθμίσεων χωρίς προηγούμενη ειδική εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου ο νομοθέτης να διαπιστώσει και να αποδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων είναι συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, καθώς και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Εν προκειμένω, με τον ίδιο αυτόν νόμο 4093/2012 και με τα αυτά ακριβώς κριτήρια, τα οποία με την παγιωμένη ως άνω ad hoc νομολογία της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν καθ’ εαυτά απρόσφορα, ανεπαρκή και, συνεπώς, ακατάλληλα να στηρίξουν τις ανωτέρω περικοπές, έλαβε χώρα και η επίδικη ήδη κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας των ως άνω εκτενώς αναφερομένων κατηγοριών εργαζομένων του Δημοσίου κλπ.. Και στην περίπτωση, όμως, αυτή, όπως και στις προηγηθείσες ως άνω περιπτώσεις, ούτε στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012 ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης αυτού περιέχεται, σε σχέση με την κατάργηση των εν λόγω παροχών, οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά, εκτίμηση ή άλλη αιτιολογία, η οποία, πάντως, ήταν ιδιαιτέρως επιβεβλημένη, δεδομένου ότι πρόκειται περί παροχών, οι οποίες, όπως δηλώνεται στην ονομασία τους και συνάγεται από τη μακρά ιστορική τους επιβίωση (από το 1950-1951 και εφεξής) συνδέονται αμέσως με την προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 2, 5, παρ. 1 και 21) κοινωνική και οικογενειακή ζωή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην ελληνική πραγματικότητα τα τελευταία τουλάχιστον 60 χρόνια. Με τα δεδομένα αυτά και η επίμαχη κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας δεν θεσπίζεται νομίμως για τους αυτούς ακριβώς λόγους για τους οποίους και οι λοιπές περικοπές μισθών και συντάξεων που θέσπισε ο ν. 4093/2012, έχουν κριθεί αντισυνταγματικές με τις υπ’ αριθμ. 2192-2196/2014, 4741/2014, 2287-8/2015, 1125-7/2016, 431/2018, 479-481/2018, 2287-88/2019 αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ. Ειδικότερα, δεν αρκεί ούτε στην περίπτωση αυτή η επίκληση του δημοσιονομικού οφέλους και μόνον ούτε η χρονίζουσα αδυναμία προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που αποτέλεσαν τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου που επέφερε η επίμαχη πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας (πρβλ. τις ως άνω 481, 431/2018, 4741/2014, 2192-2196/2014 αποφάσεις της ΟλΣτΕ). Πέραν αυτού, απαιτείτο και στην προκείμενη περίπτωση η προηγούμενη εξέταση τυχόν εναλλακτικών επιλογών και η εκτίμηση της προσφορότητας και αναγκαιότητας της επίμαχης κατάργησης υπό το φως των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης συμμετοχής στα δημόσια βάρη, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι τα καταργηθέντα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας, συνολικού ετησίου ύψους 1.000,00 ευρώ, χορηγούνταν μόνο στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους του Δημοσίου κλπ. που είχαν μικτές μηνιαίες αποδοχές (συμπεριλαμβανομένων και των ως άνω δώρων και επιδόματος αδείας) μέχρι 3.000,00 ευρώ, σύμφωνα με τους νόμους 4875/2010 και 4024/2011. Οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν ήδη υποστεί αλλεπάλληλες μειώσεις τόσο των αποδοχών τους, όσο και του εν γένει εισοδήματος τους βάσει των διαφόρων νομοθετημάτων της περιόδου της κρίσης (ειδική εισφορά αλληλεγγύης άρθρου 29 του ν. 3986/2011, εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας άρθρου 38 παρ. 2 περίπτ. α’ του ν. 3986/2011 κ.λπ.).
Εξάλλου, οι επίμαχες καταργήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ειδικότερα ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών, (βλ. Στ Ε Ολομ. 2192-2196/2014 αλλά και ΣτΕ Ολομ. 1307/2019 σκ. 21 γνώμη μειοψηφίας). Εν όψει των ανωτέρω, οι επίμαχες ρυθμίσεις αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αλλά και στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ, δ’ του Συντάγματος αρχή Της αναλογικότητας, (βλ. σχετ. Ολ ΣΤΕ 668/2012 σκ.35).

Με την υπό κρίση αγωγή τους, όπως αυτή εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, οι ενάγοντες εκθέτουν, ότι είναι άπαντες υπάλληλοι τής εναγομένης και παρέχουν την εργασία τους σε αυτή, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου οι 1η – 9ος και η 14η εξ αυτών και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου οι 10η – 12η εξ αυτών. Ότι άπαντες, πλην της 13ης εξ αυτών που παρείχε την εργασία της στην εναγομένη έως και τον μήνα Φεβρουάριο έτους 2015 ότε και συνταξιοδοτήθηκε, παρείχαν την εργασία τους στην εναγομένη από την ημερομηνία διορισμού εκάστου εξ αυτών και έκτοτε. Ότι η εναγομένη Ομοσπονδία κατήργησε από το μισθό τους τα επιδόματα εορτών, Χριστουγέννων και Πάσχα, και το επίδομα αδείας εφαρμόζοντας την υποπαρ. Γ.1. του ν. 4093/2012, προσβάλλοντας ανεπίτρεπτα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα και ελευθερίες τους, όπως αναλύονται στην αγωγή, το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας, και το άρθρο 4 παρ. 1 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Ότι η εναγομένη πρέπει να καταβάλει α) στους μεν 1η έως και 9ο των εναγόντων το ποσό των 1.000,00 ευρώ ετησίως και συνολικά για τα έτη 2014 – 2018 (πέντε έτη) το ποσό των 2.500,00 ευρώ συνολικά για επίδομα εορτών Χριστουγέννων των ετών 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, το ποσό των 1.250,00 ευρώ συνολικά για επίδομα εορτών Πάσχα των ετών 2014, 2015, 2016, 2017, 2018 και το ποσό των 1.250,00 ευρώ συνολικά για επίδομα αδείας των ετών 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, ήτοι συνολικά το ποσό των 5.250,00 ευρώ σε έκαστο εξ αυτών, β) στην 10η εξ αυτών για τα έτη 2016, 2017, 2018, το ποσό των 1:500,00 ευρώ συνολικά για επίδομα εορτών Χριστουγέννων των ετών 2016, 2017, 2018, το ποσό των.906,25 ευρώ συνολικά για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2016 (συντελεστής 0,625 Χ 250,00 ευρώ) και για επίδομα εορτών Πάσχα των ετών 2017, 2018 και το ποσό των 750,00 ευρώ συνολικά για επίδομα αδείας των ετών 2016, 2017, 2018, ήτοι συνολικά το ποσό των 3.156,25 ευρώ, γ) στον 11° εξ αυτών για τα έτη 2016, 2017, 2018, το ποσό των 1.500,00 ευρώ συνολικά για επίδομα εορτών Χριστουγέννων των ετών 2016, 2017, 2018, το ποσό Των 843,75 ευρώ συνολικά για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2016 (συντελεστής 0,375 Χ 250,00 ευρώ) και για επίδομα εορτών Πάσχα των ετών 2017, 2018 και το ποσό των 750,00 ευρώ συνολικά για επίδομα αδείας των ετών 2016, 2017, 2018, ήτοι συνολικά το ποσό των 3.093,75 ευρώ, δ) στην 12η εξ αυτών για τα έτη 2017 και 2018, το ποσό των 970,00 ευρώ συνολικά για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2017 (συντελεστής 0,94 Χ 500,00 ευρώ) και για επίδομα εορτών Χριστουγέννων έτους 2018, το ποσό των 500,00 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα ετών 2018 και 2019 και το ποσό των 500,00 ευρώ συνολικά για επίδομα αδείας ετών 2017 και 2018, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.970,00 ευρώ και ε) στην 13η εξ αυτών για τα έτη 2014 και 2015, το ποσό των 500,00 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2014, το ποσό των 406,25 ευρώ συνολικά για επίδομα εορτών Πάσχα έτους 2014 και για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα έτους 2015 (συντελεστής 0,625 X 250,00 ευρώ) και το ποσό των 250,00. ευρώ για επίδομα αδείας έτους 2014, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.156,25 ευρώ. Για τον λόγο αυτό ζητούν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη, με κύρια βάση την αντίθεση των ανωτέρω περικοπών, στις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος, άλλως και επικουρικά με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, οφείλει να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων τα ως άνω οφειλόμενα ποσά κατά τις παραπάνω διακρίσεις, άπαντα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους εξοφλήσεως και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη.

Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα, η αγωγή, αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 9 και 14 παρ. 1, 25 ΚΠολΔ), κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και δη κατά τις διατάξεις για τις εργατικές διαφορές [άρθρα 591 επ, 614 περ. 3α, 621 – 622 του ΚΠολΔ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν μεταξύ άλλων σύμφωνα με· το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’87/23-7-2015) και ισχύουν για τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ A’ 87/23-7-20l5)] και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διαλαμβανόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις και σε αυτές των άρθρων 341, 345, 346, 361, 648, 653 ΑΚ, και 907, 908 εδ. ε’, 176 ΚΠολΔ.

Σημειώνεται, τέλος, ότι επειδή η ως άνω αξίωση των εναγόντων συνδέεται με δαπάνες (β. άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 3115/2003), οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι ενάγοντες επικαλούνται και προσκομίζουν την προβλεπόμενη από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 17 Ν. 2145/1993 βεβαίωση του Γραμματέα του Γ’ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, φέρουσα ημερομηνία 20-9-2019, ότι το Τμήμα δεν έχει επιληφθεί της εν θέματι υποθέσεως. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, αφού για το αντικείμενο της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης και όλα τα έγγραφα που οι ενάγοντες νομίμως προσάγουν και επικαλούνται, τα οποία το Δικαστήριο, λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική εκτίμηση της παρούσας υπόθεσης, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι υπάλληλοι της εναγομένης Ομοσπονδίας και παρέχουν την εργασία τους σε αυτή, οι μεν 1η – 9ος και η 14η εξ αυτών με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι δε 10η – 12η εξ αυτών με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Απαντες οι ανωτέρω, πλην της 13ης εξ αυτών που παρείχε την εργασία της στην εναγομένη έως και τον μήνα Φεβρουάριο έτους 2015 ότε και συνταξιοδοτήθηκε, παρείχαν την εργασία τους στην εναγομένη από την ημερομηνία διορισμού εκάστου εξ αυτών και έκτοτε, οι δε πάσης φύσεως αποδοχές τους ήταν κάτω των 3.000,00 ευρώ, ακόμα και εάν συμπεριληφθούν σε αυτές τα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας. Στο σημείο αυτό, λεκτέα τα ακόλουθα: Η εναγομένη Αθλητική Ομοσπονδία δεν ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου χαρακτήρα, διότι εκτός από την τακτική επιχορήγηση της από τον κρατικό προϋπολογισμό και τη σχετική λογοδοσία προς τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού για την τήρηση της νομιμότητας και την προσήκουσα διαχείριση των πόρων, με τους οποίους χρηματοδοτείται μέσω της εν λόγω επιχορήγησης, δεν ελέγχεται κατά την εκτέλεση και επιδίωξη των καταστατικών σκοπών της από το Ελληνικό Δημόσιο, διαθέτοντας, βάσει του σωματειακού της χαρακτήρα, λειτουργική αυτονομία και ανεξαρτησία αναφορικά με τους τρόπους και τα μέσα που μετέρχεται για την αξιοποίηση των πόρων, που προέρχονται τόσο από την τακτική επιχορήγηση από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού όσο και από ίδια έσοδα ενδεικτικά από εισφορές, χορηγίες, δωρεές. Περαιτέρω, η εναγομένη Ομοσπονδία δεν ανήκει στο κράτος με την έννοια του άρθρου 31 παρ. 1 στοιχ. α Ν. 4024/2011 και της υποπαραγράφου Γ.1. εδαφ. 12 Ν. 4093/2012 καθώς πέραν της κρατικής εποπτείας αναφορικά με την ορθή διαχείριση της τακτικής επιχορήγησης που λαμβάνει από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, δεν υφίστανται για το νομικό πρόσωπο της οι λοιπές προϋποθέσεις, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά με αυτή της κρατικής εποπτείας ώστε να υπάγεται ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.) στο κράτος (ήτοι επιδίωξη κρατικού ή δημόσιου σκοπού, κρατικός διορισμός, έλεγχος της διοίκησης του από το κράτος). Ωστόσο, παρά τη μη υπαγωγή του στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, το εναγόμενο ν.π.ι.δ. υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4024/2011 καθότι επιχορηγείται τακτικά από το κράτος σε ποσοστό που υπερβαίνει το ήμισυ του ετήσιου προϋπολογισμού του. Συνεπεία των παραπάνω, η μισθολογική κατάσταση των εναγόντων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ρυθμίζονταν από τους Ν. 4024/2011 και Ν. 4093/2012 (κυρίως υποπαρ. Γ.1. εδαφ. 12 αυτού), συμμορφούμενη δε προς τον τελευταίο η εναγομένη Ομοσπονδία προέβη στην εξ ολοκλήρου κατάργηση των επιδομάτων εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας, η οποία και συνεχίσθηκε μετά τη θέση σε ισχύ από 1-1-2016 του ν. 4354/2015 (άρθρο 34), ελλείψει αντιθέτου προβλέψεως. Εντούτοις σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναπτύχθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας, οι ως άνω διατάξεις τυγχάνουν ανεφάρμοστες ως αντικείμενες στο Σύνταγμα και στις έχουσες υπερνομοθετική ισχύ διατάξεις των ανωτέρω διεθνών συνθηκών, εφόσον στερούν από τους ενάγοντες το δικαιούμενο ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Με τις παραπάνω σκέψεις ο ισχυρισμός των εναγόντων περί μη εφαρμογής των διατάξεων των ν. 4093/2012 και ν. 4354/2015 αντίστοιχα, ως αντισυνταγματικών, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος. Κατά συνέπεια, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει α) στους μεν 1η έως και 9ο των εναγόντων το ποσό των 1.000,00 ευρώ ετησίως και συνολικά για τα έτη 2014 – 2018 (πέντε έτη) το ποσό των 2.500,00 ευρώ συνολικά για επίδομα εορτών Χριστουγέννων των ετών 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, το ποσό των 1.250,00 ευρώ συνολικά για επίδομα εορτών Πάσχα των ετών 2014, 2015, 2016, 2017, 2018 και το ποσό των 1.250,00 ευρώ συνολικά για επίδομα αδείας των ετών 2014, 2015, 2016, 2017, 12018, ήτοι συνολικά το ποσό των 5.250,00 ευρώ σε έκαστο εξ αυτών, β) στην 10η εξ αυτών για τα έτη 2016, 2017, 2018, το ποσό των 1.500,00 ευρώ συνολικά για επίδομα εορτών Χριστουγέννων των ετών 2016, 2017, 2018, το ποσό των 906,25 ευρώ, συνολικά για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2016 (συντελεστής 0,625 Χ 250/00 ευρώ) και για επίδομα εορτών Πάσχα των ετών 2017, 2018 και το ποσό των 750,00 ευρώ συνολικά για επίδομα αδείας των ετών 2016, 2017, 2018, ήτοι συνολικά το ποσό των 3.156,25 ευρώ, γ) στον 11ο εξ αυτών για τα έτη 2016, 2017, 2018, το ποσό των 1.500,00 ευρώ συνολικά για επίδομα εορτών Χριστουγέννων των ετών 2016, 2017, 2018, το ποσό των 843,75 ευρώ συνολικά για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2016 (συντελεστής 0,375 Χ 250,00 ευρώ) και για επίδομα εορτών Πάσχα των ετών 2017, 2018 και το ποσό των 750,00 ευρώ συνολικά για επίδομα αδείας των ετών 2016, 2017, 2018, ήτοι συνολικά το ποσό των 3.093,75 ευρώ, δ) στην 12η εξ αυτών για τα έτη 2017 και 2018, το ποσό των 970,00 ευρώ συνολικά για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2017 (συντελεστής 0,94 Χ 500,00 ευρώ) και για επίδομα εορτών Χριστουγέννων έτους 2018, το ποσό των 500,00 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα ετών 2018 και 2019 και το ποσό των 500,00 ευρώ συνολικά για επίδομα αδείας ετών 2017 και 2018, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.970,00 ευρώ και ε) στην 13η εξ αυτών για τα έτη 2014 και 2015, το ποσό των 500,00 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2014, το ποσό των 406,25 ευρώ συνολικά για επίδομα εορτών Πάσχα έτους 2014 και για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα έτους 2015 (συντελεστής 0,625 Χ 250,00 ευρώ) και το ποσό των 250,00 ευρώ για επίδομα αδείας έτους 2014, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.156,25 ευρώ, άπαντα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που καθένα από τα επίδικα κονδύλια κατέστη απαιτητό, δηλαδή το επίδομα εορτών Χριστουγέννων, που είναι καταβλητέο την 16η Δεκεμβρίου κάθε έτους, από την επομένη ημέρα και δη από την 17η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, το επίδομα εορτών Πάσχα, που είναι καταβλητέο δέκα ημέρες πριν το Πάσχα, από την επομένη ημέρα και δη την 9π ημέρα πριν το Πάσχα κάθε έτους, που αφορά το εν λόγω επίδομα εορτών και το επίδομα αδείας, που είναι καταβλητέο την 2α Ιουλίου κάθε έτους, από την 2α Ιουλίου του ιδίου έτους (βλ. άρθρο 16 παρ. 1 – 3 Ν. 4024/2011 σχετικά με τις ημερομηνίες καταβολής των εν θέματι επιδομάτων). Ως προς το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που να επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα της παρούσας, ούτε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση δύναται να δημιουργήσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, επομένως δεν κάνει δεκτό το σχετικό αίτημα τους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, πρέπει να επιβληθούν κατόπιν παραδοχής του σχετικού αιτήματος τους, σε βάρος της εναγομένης λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 184, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) και να καθοριστεί και το παράβολο για την περίπτωση άσκησης από μέρους της εναγομένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγομένου ν.π.ι.δ..

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από μέρους του εναγομένου ν.π.ι.δ. στο ποσό των εκατόν ενενήντα (190,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο ν.π.ι.δ. να καταβάλει σε καθένα από τους ενάγοντες, για τους εκτιθέμενους στο σκεπτικό της παρούσας λόγους: α) στους μεν 1η έως και 9ο των εναγόντων το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων πενήντα (5.250,00) ευρώ σε έκαστο εξ αυτών, β) στην 10η εξ αυτών το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν πενήντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (3.156,25), γ) στον 11ο εξ αυτών το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων ενενήντα τριών ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (3.093,75), δ) στην 12η εξ αυτών το συνολικό ποσό των χιλίων εννιακοσίων εβδομήντα (1.970,00) ευρώ και ε) στην 13η εξ αυτών το συνολικό ποσό των χιλίων εκατόν πενήντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (1.156,25), άπαντα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο κατά τις παραπάνω διακρίσεις.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στο εναγόμενο νπ.ι.δ. την καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Μαρούσι, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 4 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ του έτους 2019.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ThanasisΑρχή κοινωνικού κράτους δικαίου – Υπάλληλοι ν.π.ι.δ. με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου-Κατάργηση επιδομάτων εορτών και άδειας – Αρχή αναλογικότητας – Προστασία περιουσίας – Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης