Α.Π. 817/2019 ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ – ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟ ΠΟΣΟ ΜΙΑ ΑΘΩΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ – ΔΙΧΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ – ΑΝΑΒΟΛΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΜΕΧΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ

Τίθεται το ερώτημα εάν με την αναγνώριση της αστικής ευθύνης του αναιρεσείοντος έναντι του αναιρεσίβλητου παραβιάστηκε ή όχι το τεκμήριο αθωότητάς του, που απορρέει από τις επικαλούμενες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις, ζήτημα που έχει ήδη παραπεμφθεί στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπου και εκκρεμεί – Αναβολή συζήτησης της κρινόμενης (αρθρ. 6 ΕΣΔΑ, 177 ΚΠοινΔ, 249 ΚΠολΔ)

Αριθμός 817/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1′ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Θωμά Γκατζογιάννη – Εισηγητή και Γεώργιο Χριστοδούλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Του αναιρεσείοντος: Ε. Κ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Πάτση και δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Π. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χάρη Ιεροδιακόνου και κατέθεσε προτάσεις.
Β. Του αναιρεσείοντος: Μ. Π. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χάρη Ιεροδιακόνου και δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Κ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Πάτση και κατέθεσε προτάσεις.
Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος του ως άνω υπό στοιχείο Α ήδη αναιρεσείοντος και υπό στοιχείο Β ήδη αναιρεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε ότι ο αναιρεσίβλητος είναι κάτοικος … και όχι …. όπως εσφαλμένα αναγράφεται στο δικόγραφο της από 15/12/2017 αιτήσεως αναιρέσεως.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/10/2008 αγωγή του υπό στοιχείο Α ήδη αναιρεσείοντος και υπό στοιχείο Β ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2620/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 614/2017 του Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο υπό στοιχείο Α αναιρεσείων με την από 9/12/2017 αίτησή του και ο υπό στοιχείο Β αναιρεσείων με την από 15/12/2017 αίτησή του και τους από 26/12/2018 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του υπό στοιχείο Α ήδη αναιρεσείοντος και υπό στοιχείο Β ήδη αναιρεσιβλήτου ζήτησε την παραδοχή της από 9/12/2017 αιτήσεως και την απόρριψη της από 15/12/2017 αιτήσεως και των από 26/12/2018 πρόσθετων λόγων αυτής, ο πληρεξούσιος του υπό στοιχείο Β ήδη αναιρεσείοντος και υπό στοιχείο Α ήδη αναιρεσιβλήτου την παραδοχή της από 15/12/2017 αιτήσεως και των από 26/12/2018 πρόσθετων λόγων αυτής και την απόρριψη της από 9/12/2017 αιτήσεως και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται για συζήτηση 1) η από 15.12.2017 αίτηση αναίρεσης του Μ. Π., 2) οι από 26.12.2018 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης του ιδίου που έχουν ασκηθεί παραδεκτά, με ιδιαίτερο δικόγραφο, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι επιδόθηκαν στον αναιρεσίβλητο στις 31.12.2018, ήτοι τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα αρχικά για τη συζήτηση της αναίρεσης και αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (4.2.2019) και 3) η από 9.12.2017 αίτηση αναίρεσης του Ε. Κ., κατά της εκδοθείσας, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία 614/2017 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκαν η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων Μ. Π. κατά της 2620/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η από 10.10.2008 αγωγή του Ε. Κ. για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία. Οι αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ) και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, στρεφόμενοι κατά της ίδιας απόφασης, πρέπει να συνεκδικαστούν, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ), λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της όλης δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.

Κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν. 53/1974, “παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2642/1997 και ορίζει ότι “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Ο Άρειος Πάγος με σειρά αποφάσεών του έχει δεχθεί, ότι με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις της ΕΣΔΑ δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το τελευταίο δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό, για τις ανάγκες της δίκης, ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγουμένη απαλλαγή του διαδίκου (ΑΠ 322/2018, ΑΠ 715/2017, ΑΠ 1652/2013). Αντίθετα με άλλες αποφάσεις του έχει δεχτεί ότι ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να καταλήξει, μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση, σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του. Κατά την άποψη αυτή επιβάλλεται το πολιτικό δικαστήριο να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτή με απόλυτα αιτιολογημένη απόφασή του (ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 344/2016, ΑΠ 1398/2015, 215/2013).

Ήδη με την υπ’ αριθ. 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος παραπέμφθηκε το άνω ζήτημα στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 περ. β εδαφ. 3 ΚΠολΔ, διότι η απόφαση λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου υπέρ της πρώτης άποψης.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 249 εδαφ. α’ ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, μπορεί δε να εφαρμοσθεί και στην αναιρετική δίκη, παρά τη μη ρητή αναφορά της στο άρθρο 573 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μεταξύ των εφαρμοζομένων στην αναιρετική διαδικασία διατάξεων του γενικού μέρους του ΚΠολΔ, αφού η απαρίθμηση αυτή δεν είναι αποκλειστική, προκύπτει, ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή της δίκης, όταν η διάγνωση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση του νομικού ζητήματος, που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, καθόσον παράλληλα η διάγνωση στην άλλη δίκη του νομικού αυτού ζητήματος θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης και στην ασφαλέστερη διάγνωση του ζητήματος αυτού. Αυτό συμβαίνει, προεχόντως, όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το οικείο αναιρετικό τμήμα, έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπου και εκκρεμεί.

Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος Μ. Π. κατά της 2620/2011 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο αναιρεσείων, υποχρεώθηκε να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε με την προσβολή της προσωπικότητάς του με τις εκτιθέμενες εξυβριστικές φράσεις, χαρακτηρισμούς και ισχυρισμούς που περιέχονται στα από 14.2.2003, 15.3.2003 και 24.3.2003 εξώδικα, με τη συκοφαντική δυσφήμηση αυτού καθόσον ισχυρίστηκε γι’ αυτόν ενώπιον τρίτων αναληθή γεγονότα, εν γνώσει του ψεύδους αυτών και συγκεκριμένα ότι ο αναιρεσίβλητος παράνομα μαγνητοφωνούσε τις συνομιλίες τους και τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις τους, καθώς και ότι ο αναιρεσίβλητος υπεξήγαγε τα αναφερόμενα έγγραφα από το δικηγορικό του γραφείο, τα οποία αφορούσαν υποθέσεις που ο ίδιος διεκπεραίωνε, καθώς και την από 16.10.2000 ιδιόγραφη διαθήκη που ο αναιρεσίβλητος του είχε παραδώσει για φύλαξη.

Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, και με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (όπως ορθά διορθώθηκε το άρθρο με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων), μέμφεται το Εφετείο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά Πολιτικά Δικαιώματα, διότι δέχθηκε την κατάφαση αστικής ευθύνης αυτού έναντι του αναιρεσίβλητου για παράνομη και υπαίτια από μέρους του προσβολή της προσωπικότητάς του, και με τους ως άνω εκτιθέμενους συκοφαντικούς ισχυρισμούς, ενώ έπρεπε να οδηγηθεί σε αποτέλεσμα συμβατό με τις επικαλούμενες αμετάκλητες ποινικές αποφάσεις, με τις οποίες αθωώθηκε για τις αναφερόμενες σ’ αυτές αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης που στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα στα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση θεμελίωσε το πόρισμά της περί προσβολής της προσωπικότητας του αναιρεσίβλητου, και εντεύθεν την πρόκληση της ηθικής βλάβης για την οποία επιδίκασε τη χρηματική ικανοποίηση, παραβιάζοντας έτσι το τεκμήριο αθωότητάς του, που απορρέει από τις ποινικές αυτές αποφάσεις. Ερευνητέο στο πλαίσιο των άνω λόγων αναίρεσης είναι εάν με την αναγνώριση της αστικής ευθύνης του αναιρεσείοντος έναντι του αναιρεσίβλητου παραβιάστηκε ή όχι το τεκμήριο αθωότητάς του, που απορρέει από τις επικαλούμενες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις. Το ίδιο ζήτημα, κατά τα προαναφερόμενα, έχει ήδη παραπεμφθεί στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπου και εκκρεμεί.

Συνεπώς, για την ενότητα της νομολογίας και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων συντρέχει νόμιμη περίπτωση αναβολής, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, έκδοσης απόφασης επί των παραπάνω λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων αυτής λόγων, αλλά και των λοιπών λόγων τους, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση για το άνω ζήτημα από την Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, για το ενιαίο της κρίσης της υπόθεσης και την αποφυγή εκδόσεως αντίθετων αποφάσεων, πρέπει να αναβληθεί η έκδοση απόφασης και επί της με αυτή συνεκδικαζόμενης συναφούς αίτησης αναίρεσης του Ε. Κ..

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση: 1) της από 15.12.2017 αίτησης αναίρεσης του Μ. Π., 2) των από 26.12.2018 πρόσθετων λόγων αναίρεσης του ιδίου και 3) της από 9.12.2017 αίτησης αναίρεσης του Ε. Κ..

Αναβάλλει τη συζήτηση της κρινόμενης από 15-12-2017 αίτησης αναίρεσης και των από 26.12.2018 πρόσθετων λόγων αναίρεσης του Μ. Π. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 614/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, για το ζήτημα που έχει παραπεμφθεί σ’ αυτή με την υπ’ αριθ. 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος αυτού.

Αναβάλει τη συζήτηση της συνεκδικαζόμενης, με την ως άνω αίτηση αναίρεσης και πρόσθετους λόγους, από 9.12.2017 αίτησης αναίρεσης του Ε. Κ..

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουλίου 2019.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ThanasisΑ.Π. 817/2019 ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ – ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ