ΔΕΕ – Πνευματική Ιδιοκτησία

Προδικαστική παραπομπή – Πνευματική ιδιοκτησία – Δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία – Οδηγία 92/100/ΕΟΚ – Άρθρο 8, παράγραφος 2 – Οδηγία 2006/115/ΕΚ – Άρθρο 8, παράγραφος 2 – Παρουσίαση στο κοινό οπτικοακουστικού έργου που ενσωματώνει φωνογράφημα ή αναπαραγωγή φωνογραφήματος – Εύλογη και ενιαία αμοιβή

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 18ης Νοεμβρίου 2020 (*)
Στην υπόθεση C 147/19,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Φεβρουαρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης
Atresmedia Corporación de Medios de Comunicación SA
κατά
Asociación de Gestión de Derechos Intelectuales (AGEDI),
Artistas Intérpretes o Ejecutantes, Sociedad de Gestión de España (AIE),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič (εισηγητή), E. Juhász, Κ. Λυκούργο και I. Jarukaitis, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev
γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιανουαρίου 2020,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Atresmedia Corporación de Medios de Comunicación SA, εκπροσωπούμενη από τον C. Aguilar Fernández, τον L. J. Vidal Calvo και την M. González Gordon, abogados,
– η Asociación de Gestión de Derechos Intelectuales (AGEDI), εκπροσωπούμενη από τον J. J. Marín López, abogado,
– η Artistas Intérpretes o Ejecutantes, Sociedad de Gestión de España (AIE), εκπροσωπούμενη από τον A. López Sánchez, abogado,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς μεν από τον A. Rubio González, στη συνέχεια δε από τον S. Jiménez García,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον É. Gippini Fournier και την J. Samnadda,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου 2020,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ 1992, L 346, σ. 61), και του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ 2006, L 376, σ. 28).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Atresmedia Corporación de Medios de Comunicación SA (στο εξής: Atresmedia), επιχειρήσεως η οποία είναι ιδιοκτήτρια πλειόνων τηλεοπτικών σταθμών, και, αφετέρου, των Asociación de Gestión de Derechos Intelectuales (AGEDI) και Artistas Intérpretes o Ejecutantes, Sociedad de Gestión de España (AIE), οργανισμών οι οποίοι διαχειρίζονται τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, αντιστοίχως, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, σχετικά με την εκ μέρους της Atresmedia καταβολή ενιαίας και εύλογης αποζημιώσεως για τη μετάδοση, από τους τηλεοπτικούς σταθμούς που εκμεταλλεύεται η τελευταία, οπτικοακουστικών έργων που ενσωματώνουν φωνογραφήματα.
Το νομικό πλαίσιο
Το διεθνές δίκαιο
Η Σύμβαση της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών
3 Το άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της Συμβάσεως της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331), ορίζει τα εξής:
«Το σύνολον της συνθήκης, δια τους σκοπούς ερμηνείας ταύτης, εκτός του κειμένου, περιέχοντος το προοίμιον και τα παραρτήματα αυτής, περιλαμβάνει:
α) Πάσαν συμφωνίαν σχετικήν προς την συνθήκην, ήτις συνωμολογήθη μεταξύ όλων των μερών, επ’ ευκαιρία της συνάψεως της συνθήκης.
[…]»
Η Σύμβαση της Ρώμης
4 Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη διεθνή σύμβαση για την προστασία των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 26 Οκτωβρίου 1961 (στο εξής: Σύμβαση της Ρώμης), αντιθέτως προς όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης εξαιρουμένης της Δημοκρατίας της Μάλτας.
5 Το άρθρο 3 της ως άνω Συμβάσεως ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης νοούνται ως:
[…]
β) “φωνογράφημα”, κάθε αποκλειστικά ηχητική εγγραφή ήχων προερχόμενων από εκτέλεση ή από άλλους ήχους·
[…]
ε) “[α]ναπαραγωγή”, η παραγωγή ενός ή περισσότερων αντιτύπων μίας εγγραφής·
[…]».
Η WPPT
6 Στις 20 Δεκεμβρίου 1996 συνήφθησαν στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) η Συνθήκη του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία και η Συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (WPPT). Οι συνθήκες αυτές ενεκρίθησαν εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2000/278/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2000, σχετικά με την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία και της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (ΕΕ 2000, L 89, σ. 6), και τέθηκαν σε ισχύ, όσον αφορά την Ένωση, στις 14 Μαρτίου 2010.
7 Το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της WPPT ορίζει τα ακόλουθα:
«Στο πλαίσιο της παρούσας συνθήκης νοούνται ως:
[…]
β) “φωνογράφημα”, η εγγραφή ήχων προερχόμενων από εκτέλεση ή από άλλους ήχους ή από παράσταση ήχων, εκτός από την υλική ενσωμάτωση σε κινηματογραφική ταινία ή άλλο οπτικοακουστικό έργο».
8 Η διπλωματική διάσκεψη για ορισμένα ζητήματα δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, εξέδωσε την ακόλουθη κοινή δήλωση, σχετικά με το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της WPPT:
«Θεωρείται ότι ο ορισμός του φωνογραφήματος που προβλέπεται στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, δεν σημαίνει ότι τα δικαιώματα επί του φωνογραφήματος επηρεάζονται κατά οιονδήποτε τρόπο από την ενσωμάτωσή του σε κινηματογραφικό ή άλλο οπτικοακουστικό έργο.»
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 92/100
9 Η έβδομη και η δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/100 έχουν ως εξής:
«[εκτιμώντας] ότι για τη συνέχεια του δημιουργικού και καλλιτεχνικού έργου των δημιουργών και των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών είναι αναγκαία η ύπαρξη επαρκούς εισοδήματος και ότι οι επενδύσεις που απαιτούνται, ιδίως για την παραγωγή φωνογραφημάτων και ταινιών, είναι ιδιαίτερα υψηλές και ριψοκίνδυνες· ότι η δυνατότητα πραγματοποίησης του εν λόγω εισοδήματος και απόσβεσης των επενδυόμενων ποσών μπορεί να διασφαλιστεί αποτελεσματικά μόνο με την ενδεδειγμένη έννομη προστασία των εν λόγω δικαιούχων.
[…]
ότι πρέπει να υπάρξει προσέγγιση στις νομοθεσίες των κρατών μελών, με τρόπο που να μην αντιβαίνει στις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες βασίζεται η πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα πολλών κρατών μελών».
10 Το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και παρουσίαση στο κοινό», όριζε στην παράγραφό του 2 τα ακόλουθα:
«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ένα δικαίωμα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό και προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων. Τα κράτη μέλη, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και παραγωγών φωνογραφημάτων, μπορούν να θεσπίζουν τους όρους για την κατανομή αυτής της αμοιβής μεταξύ τους.»
11 Η οδηγία 92/100 κωδικοποιήθηκε και καταργήθηκε με την οδηγία 2006/115.
Η οδηγία 2001/29/ΕΚ
12 Το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10), ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:
α) στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,
β) στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους,
γ) στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους,
[…]».
Η οδηγία 2006/115
13 Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 7 της οδηγίας 2006/115 έχουν ως ακολούθως:
«(5) Για τη συνέχεια του δημιουργικού και καλλιτεχνικού έργου των δημιουργών και των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών είναι αναγκαία η ύπαρξη επαρκούς εισοδήματος και οι επενδύσεις που απαιτούνται, ιδίως για την παραγωγή φωνογραφημάτων και ταινιών, είναι ιδιαίτερα υψηλές και ριψοκίνδυνες. Η δυνατότητα πραγματοποίησης του εν λόγω εισοδήματος και απόσβεσης των επενδυόμενων ποσών μπορεί να διασφαλιστεί αποτελεσματικά μόνο με την ενδεδειγμένη έννομη προστασία των εν λόγω δικαιούχων.
[…]
(7) Πρέπει να υπάρξει προσέγγιση στις νομοθεσίες των κρατών μελών, με τρόπο που να μην αντιβαίνει στις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες βασίζεται η πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα πολλών κρατών μελών.»
14 Το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 είναι πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100.
Το ισπανικό δίκαιο
15 Το άρθρο 108, παράγραφος 4, του Real Decreto Legislativo 1/1996, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley de Propiedad Intelectual, regularizando, aclarando y armonizando las disposiciones legales vigentes sobre la materia (βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/1996 περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο ορίζει, διευκρινίζει και εναρμονίζει τις ισχύουσες στον τομέα αυτόν νομοθετικές διατάξεις), της 12ης Απριλίου 1996 (BOE αριθ. 97, της 22ας Απριλίου 1996, σ. 14369), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: LPI), ορίζει τα εξής:
«Οι χρήστες φωνογραφήματος που έχει δημοσιευθεί για εμπορικούς σκοπούς, ή αναπαραγωγής του εν λόγω φωνογραφήματος που χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό, οφείλουν να καταβάλλουν στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές και στους παραγωγούς φωνογραφημάτων εύλογη και ενιαία αμοιβή, η οποία θα κατανέμεται μεταξύ αυτών. Σε περίπτωση που δεν έχει συναφθεί μεταξύ των ανωτέρω προσώπων συμφωνία για την κατανομή της αμοιβής αυτής, η τελευταία θα κατανέμεται ισομερώς […]».
16 Το άρθρο 114, παράγραφος 1, του LPI προβλέπει τα ακόλουθα:
«Ως φωνογράφημα νοείται κάθε αποκλειστικά ηχητική εγγραφή ήχων προερχόμενων από εκτέλεση ενός έργου ή από άλλους ήχους.»
17 Το γράμμα του άρθρου 116, παράγραφος 2, του LPI, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο που διέπει τα δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων, είναι πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρο 108, παράγραφος 4, του νόμου αυτού.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
18 Στις 29 Ιουλίου 2010, η AGEDI και η AIE άσκησαν ενώπιον του Juzgado de lo Mercantil núm. 4 Bis de Madrid (εμποροδικείου Μαδρίτης, Ισπανία) αγωγή κατά της Atresmedia, με αίτημα να υποχρεωθεί η τελευταία να τους καταβάλει αποζημίωση για πράξεις παρουσιάσεως στο κοινό φωνογραφημάτων που εκδόθηκαν για εμπορικούς σκοπούς ή αναπαραγωγής τους, οι οποίες τελέσθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως την 31η Δεκεμβρίου 2009 μέσω των τηλεοπτικών σταθμών που εκμεταλλεύεται η Atresmedia, καθώς και για την άνευ αδείας αναπαραγωγή φωνογραφημάτων σε σχέση με τις ίδιες πράξεις παρουσιάσεως στο κοινό.
19 Δεδομένου ότι η αγωγή αυτή κρίθηκε αβάσιμη από το Juzgado de lo Mercantil de Madrid (εμποροδικείο Μαδρίτης), οι AGEDI και AIE άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου ενώπιον του Audiencia Provincial de Madrid (εφετείου Μαδρίτης, Ισπανία), το οποίο εξαφάνισε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση και δέχθηκε πλήρως τα αιτήματά τους.
20 Η Atresmedia άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Audiencia Provincial de Madrid (εφετείου Μαδρίτης) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
21 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η αίτηση αναιρέσεως αφορά αποκλειστικώς το ζήτημα αν η εκ μέρους των τηλεοπτικών σταθμών της Atresmedia παρουσίαση στο κοινό οπτικοακουστικών έργων παρέχει δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής την οποία προβλέπουν, στο ισπανικό δίκαιο, το άρθρο 108, παράγραφος 4, και το άρθρο 116, παράγραφος 2, του LPI, τα οποία αντιστοιχούν, όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης, στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 και στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι σε αυτό απόκειται να καθορίσει αν, καθόσον φωνογράφημα που εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού ενσωματώθηκε ή «συγχρονίσθηκε» σε οπτικοακουστική εγγραφή περιέχουσα την ενσωμάτωση οπτικοακουστικού έργου, οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και οι παραγωγοί φωνογραφημάτων δύνανται να απαιτήσουν την κατά τα ανωτέρω εύλογη και ενιαία αμοιβή.
22 Το ίδιο δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, καθόσον η AGEDI και η AIE αξιώνουν από την Atresmedia αποζημίωση λόγω της παρουσιάσεως στο κοινό οπτικοακουστικών έργων η οποία πραγματοποιήθηκε από την 1η Ιουνίου 2003 έως την 31η Δεκεμβρίου 2009, τόσο η οδηγία 92/100 όσο και η οδηγία 2006/115 έχουν εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης.
23 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Εμπίπτει στην έννοια της “αναπαραγωγής φωνογραφήματος που έχει δημοσιευθεί για σκοπούς εμπορικούς”, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, των οδηγιών 92/100 […] και 2006/115 […], η αναπαραγωγή φωνογραφήματος που έχει δημοσιευθεί για εμπορικούς σκοπούς με οπτικοακουστική εγγραφή, η οποία ενσωματώνει την εγγραφή ενός οπτικοακουστικού έργου;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο προηγούμενο ερώτημα, υποχρεούται να καταβάλει την εύλογη και ενιαία αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, των εν λόγω οδηγιών ραδιοτηλεοπτικός σταθμός που κάνει χρήση, για οποιοδήποτε είδος παρουσίασης στο κοινό, της οπτικοακουστικής εγγραφής που ενσωματώνει ένα κινηματογραφικό ή οπτικοακουστικό έργο, στην οποία αναπαράγεται φωνογράφημα που έχει δημοσιευθεί για σκοπούς εμπορικούς;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
24 Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι φωνογραφήματα εκδοθέντα για εμπορικούς σκοπούς ή αναπαραγωγές των φωνογραφημάτων αυτών ενσωματώθηκαν σε οπτικοακουστικές εγγραφές περιέχουσες την υλική ενσωμάτωση οπτικοακουστικών έργων και ότι οι εν λόγω οπτικοακουστικές εγγραφές αποτέλεσαν εν συνεχεία το αντικείμενο παρουσιάσεως στο κοινό από τους τηλεοπτικούς σταθμούς που κατέχει η Atresmedia.
25 Συναφώς, τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου δεν αφορούν την αναπαραγωγή τέτοιων φωνογραφημάτων επ’ ευκαιρία της ενσωματώσεώς τους στις συγκεκριμένες οπτικοακουστικές εγγραφές. Συγκεκριμένα, το εν λόγω δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ενσωμάτωση αυτή πραγματοποιήθηκε με την άδεια των κατόχων των οικείων δικαιωμάτων έναντι αμοιβής η οποία καταβλήθηκε στους δικαιούχους κατά τα συμβατικώς συμφωνηθέντα.
26 Τούτου δοθέντος, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και οι παραγωγοί των οικείων φωνογραφημάτων πρέπει να λάβουν την εύλογη και ενιαία αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 και στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, σε περίπτωση κατά την οποία τα εν λόγω οπτικοακουστικά φωνογραφήματα αποτελούν εν συνεχεία το αντικείμενο παρουσιάσεως στο κοινό.
27 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 έχουν την έννοια ότι η εύλογη και ενιαία αμοιβή, την οποία προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, πρέπει να καταβάλλεται από τον χρήστη οσάκις αυτός παρουσιάζει στο κοινό οπτικοακουστική εγγραφή περιέχουσα την υλική ενσωμάτωση οπτικοακουστικού έργου στο οποίο ενσωματώθηκε φωνογράφημα ή αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού.
28 Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, τα κράτη μέλη προβλέπουν δικαίωμα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό.
29 Όπως το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να υπενθυμίσει, η αμοιβή αυτή αντιστοιχεί στην αντιπαροχή της χρήσεως εμπορικού φωνογραφήματος στο πλαίσιο τέτοιας ραδιοφωνικής μεταδόσεως ή παρουσιάσεως στο κοινό (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2003, SENA, C 245/00, EU:C:2003:68, σκέψη 37, και της 14ης Ιουλίου 2005, Lagardère Active Broadcast, C 192/04, EU:C:2005:475, σκέψη 50).
30 Οι διατάξεις αυτές παρέχουν στα πρόσωπα που αφορούν ένα δικαίωμα ανταποδοτικού χαρακτήρα, του οποίου η γενεσιουργός αιτία είναι η ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή η παρουσίαση στο κοινό της ερμηνείας ή της εκτελέσεως του έργου που έχει εγγραφεί σε φωνογράφημα το οποίο έχει εκδοθεί για εμπορικούς σκοπούς ή σε αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Recorded Artists Actors Performers, C 265/19, EU:C:2020:677, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
31 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να καθορισθεί αν οπτικοακουστική εγγραφή περιέχουσα την υλική ενσωμάτωση οπτικοακουστικού έργου, όπως η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «φωνογράφημα» ή ως «αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 ή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.
32 Πρώτον, επισημαίνεται ότι τόσο οι οδηγίες 92/100 και 2006/115 όσο και οι λοιπές οδηγίες της Ένωσης στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας ούτε ορίζουν την έννοια του «φωνογραφήματος» ούτε παραπέμπουν ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών προκειμένου να καθορισθεί το περιεχόμενο της έννοιας αυτής.
33 Κατά πάγια νομολογία, διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον καθορισμό του νοήματος και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, με αυτοτελή και ομοιόμορφο τρόπο, λαμβανομένου υπόψη του γράμματός της, του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, ιδίως δε του ιστορικού θεσπίσεώς της και του διεθνούς δικαίου, καθώς και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Recorded Artists Actors Performers, C 265/19, EU:C:2020:677, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις της οδηγίας 92/100 και της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα το διεθνές δίκαιο και ειδικότερα το δίκαιο των διεθνών συμβάσεων το οποίο τα νομοθετήματα αυτά αποσκοπούν ακριβώς να θέσουν σε εφαρμογή, όπως ρητώς υπενθυμίζεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/100 και στην αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2006/115 (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Recorded Artists Actors Performers, C 265/19, EU:C:2020:677, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
35 Όπως, όμως, επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 36 των προτάσεών του, από την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου περί του δικαιώματος εκμίσθωσης, του δικαιώματος δανεισμού και ορισμένων δικαιωμάτων συγγενικών με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας [COM(90) 586 τελικό], η οποία προηγήθηκε της εκδόσεως της οδηγίας 92/100, προκύπτει ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής, έπρεπε, λαμβανομένου υπόψη ότι στην οδηγία χρησιμοποιούνταν όροι που ήταν θεμελιώδεις στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών προς αυτήν δικαιωμάτων, η δε σημασία τους είχε σε μεγάλο βαθμό εναρμονισθεί εμμέσως από το δίκαιο των διεθνών συμβάσεων, να γίνει χρήση των εννοιών που περιέχονται μεταξύ άλλων στη Σύμβαση της Ρώμης.
36 Βεβαίως, οι διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης δεν αποτελούν μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης, δεδομένου ότι η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω Σύμβαση. Ωστόσο, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να υπενθυμίσει ότι η Σύμβαση της Ρώμης παράγει έμμεσα αποτελέσματα εντός της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, SCF, C 135/10, EU:C:2012:140, σκέψεις 42 και 50).
37 Κατά το γράμμα του άρθρου 3, στοιχείο β ʹ, της Συμβάσεως της Ρώμης, ως «φωνογράφημα» ορίζεται κάθε «αποκλειστικά ηχητική» εγγραφή ήχων προερχόμενων από εκτέλεση ή από άλλους ήχους. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εμπίπτει στην έννοια αυτή μια εγγραφή εικόνων και ήχων, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη εγγραφή δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως «αποκλειστικά ηχητική».
38 Πρέπει εξάλλου να υπομνησθεί ότι η έννοια του «φωνογραφήματος», την οποία μνημονεύει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, που αντικατέστησε άνευ τροποποιήσεως το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο προς την αντίστοιχη έννοια που περιλαμβάνεται στη WPPT [πρβλ. αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2012, Phonographic Performance (Ireland), C 162/10, EU:C:2012:141, σκέψη 58, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Recorded Artists Actors Performers, C 265/19, EU:C:2020:677, σκέψη 62], δεδομένου ότι οι διατάξεις της εν λόγω συνθήκης αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης και, ως εκ τούτου, έχουν εφαρμογή εντός αυτής (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, SCF, C 135/10, EU:C:2012:140, σκέψεις 38 και 39).
39 Κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της WPPT, όμως, ως «φωνογράφημα» νοείται «η εγγραφή ήχων προερχόμενων από εκτέλεση ή από άλλους ήχους ή από παράσταση ήχων, εκτός από την υλική ενσωμάτωση σε κινηματογραφική ταινία ή άλλο οπτικοακουστικό έργο».
40 Συναφώς, από τον «οδηγό των Συνθηκών του ΠΟΔΙ για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα», ερμηνευτικό έγγραφο το οποίο έχει καταρτισθεί από τον ΠΟΔΙ και το οποίο, χωρίς να είναι νομικώς δεσμευτικό, συμβάλλει, ωστόσο, στην ερμηνεία της WPPT [βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τον οδηγό της Συμβάσεως της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (Πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971), ως έχει μετά την τροποποίηση της 28ης Σεπτεμβρίου 1979, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ., C 403/08 και C 429/08, EU:C:2011:631, σκέψη 201 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], προκύπτει ότι η WPPT προέβη σε επικαιροποίηση του ορισμού του «φωνογραφήματος» που περιέχεται στο άρθρο 3, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως της Ρώμης, η οποία έχει «ως αποτέλεσμα ότι, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μια οπτικοακουστική εγγραφή δεν έχει την ιδιότητα έργου, εγγραφή ήχων προερχόμενων από ερμηνεία ή εκτέλεση, ή από άλλους ήχους ή από παράσταση ήχων, η οποία ενσωματώνεται σε τέτοια οπτικοακουστική εγγραφή πρέπει να χαρακτηρίζεται ως “φωνογράφημα”», όπως υπενθύμισε, κατ’ ουσίαν, και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του.
41 Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τόσο το γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της WPPT όσο και το μνημονευθέν στην προηγούμενη σκέψη έγγραφο αποκλείουν το ενδεχόμενο εγγραφή ήχων που ενσωματώνεται σε κινηματογραφικό ή άλλο οπτικοακουστικό έργο να εμπίπτει στην έννοια του «φωνογραφήματος», κατά τη διάταξη αυτή.
42 Βεβαίως, όπως επισήμαναν οι AGEDI και AIE, καθώς και η Ισπανική Κυβέρνηση, με την κοινή δήλωση σχετικά με το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της WPPT, την οποία εξέδωσε η διπλωματική διάσκεψη για ορισμένα ζητήματα δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων της 20ής Δεκεμβρίου 1996 και η οποία αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της Συμβάσεως της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών, ουσιώδες στοιχείο για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής, διευκρινίζεται ότι «ο ορισμός του φωνογραφήματος που προβλέπεται στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, δεν σημαίνει ότι τα δικαιώματα επί του φωνογραφήματος επηρεάζονται κατά οιονδήποτε τρόπο από την ενσωμάτωσή του σε κινηματογραφικό ή άλλο οπτικοακουστικό έργο».
43 Εντούτοις, η κοινή δήλωση αυτή δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις.
44 Πράγματι, από την εν λόγω κοινή δήλωση μπορεί να συναχθεί ότι ένα φωνογράφημα που ενσωματώνεται σε κινηματογραφικό ή σε άλλο οπτικοακουστικό έργο χάνει την ιδιότητα του «φωνογραφήματος» καθόσον αποτελεί μέρος ενός τέτοιου έργου, χωρίς ωστόσο το γεγονός αυτό να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στα δικαιώματα επί του φωνογραφήματος σε περίπτωση εκ νέου χρήσεώς του ανεξαρτήτως του επίμαχου έργου.
45 Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται, άλλωστε, από το έγγραφο το οποίο μνημονεύθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως και από το οποίο προκύπτει ότι σκοπός της ίδιας αυτής κοινής δηλώσεως είναι να καταστεί σαφές ότι «τα φωνογραφήματα μπορούν να χρησιμοποιούνται σε [κινηματογραφικό ή σε άλλο οπτικοακουστικό έργο] μόνον βάσει κατάλληλων συμβατικών ρυθμίσεων, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των δικαιωμάτων των παραγωγών φωνογραφημάτων που προβλέπονται στη [WPPT]. Εάν χρησιμοποιηθούν εκ νέου κατά τρόπο ανεξάρτητο του οπτικοακουστικού έργου, πρέπει να θεωρούνται φωνογραφήματα».
46 Εν προκειμένω, αφενός, στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως επισημάνθηκε ότι η ενσωμάτωση των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης φωνογραφημάτων σε οπτικοακουστικά έργα πραγματοποιήθηκε με την άδεια των κατόχων των οικείων δικαιωμάτων έναντι αμοιβής η οποία καταβλήθηκε σε αυτούς κατά τα συμβατικώς συμφωνηθέντα. Αφετέρου, ουδόλως υποστηρίζεται ότι τα φωνογραφήματα αυτά χρησιμοποιούνται εκ νέου κατά τρόπο ανεξάρτητο του οπτικοακουστικού έργου στο οποίο ενσωματώθηκαν.
47 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οπτικοακουστική εγγραφή περιέχουσα την υλική ενσωμάτωση οπτικοακουστικού έργου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «φωνογράφημα», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 ή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.
48 Δεύτερον, όσον αφορά την έννοια της «αναπαραγωγής [ενός] φωνογραφήματος», κατά τις διατάξεις αυτές, που δεν ορίζεται από τις εν λόγω οδηγίες, οι οποίες δεν περιέχουν ούτε ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών προκειμένου να καθορισθεί το περιεχόμενό της, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της Συμβάσεως της Ρώμης, το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 34 έως 36 της παρούσας αποφάσεως, ορίζει την «αναπαραγωγή» ως «παραγωγή ενός ή περισσότερων αντιτύπων μίας εγγραφής».
49 Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ορισμός αυτός αφορά την πράξη που συνίσταται στην πραγματοποίηση αναπαραγωγής της επίμαχης εγγραφής, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 71 των προτάσεών του.
50 Η πράξη αυτή, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του προβλεπόμενου στο άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29 δικαιώματος προληπτικού χαρακτήρα, δεν αποτελεί αντικείμενο των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 και του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, οι οποίες δεν προβλέπουν τέτοιο δικαίωμα προληπτικής φύσεως, αλλά δικαίωμα ανταποδοτικού χαρακτήρα, του οποίου η γενεσιουργός αιτία, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, είναι η παρουσίαση στο κοινό της ερμηνείας ή της εκτελέσεως έργου που έχει εγγραφεί σε φωνογράφημα ή σε αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού, της αναπαραγωγής αυτής εννοουμένης, στο πλαίσιο των ως άνω διατάξεων, ως αντιτύπου του φωνογραφήματος που προέρχεται από μια τέτοια πράξη αναπαραγωγής.
51 Δεδομένου, όμως, ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 34 έως 41 της παρούσας αποφάσεως, οπτικοακουστική εγγραφή περιέχουσα την υλική ενσωμάτωση οπτικοακουστικού έργου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «φωνογράφημα», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 ή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, η εγγραφή αυτή δεν δύναται, για τους ίδιους λόγους, να αποτελέσει ούτε αντίτυπο του φωνογραφήματος αυτού και, ως εκ τούτου, να εμπίπτει στην έννοια της «αναπαραγωγής» του εν λόγω φωνογραφήματος, κατά τις ως άνω διατάξεις.
52 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οπτικοακουστική εγγραφή περιέχουσα την υλική ενσωμάτωση οπτικοακουστικού έργου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «φωνογράφημα» ή ως «αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 ή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.
53 Ως εκ τούτου, η παρουσίαση μιας τέτοιας εγγραφής στο κοινό δεν θεμελιώνει το δικαίωμα αμοιβής που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις.
54 Πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι η ως άνω ερμηνεία δεν αντιβαίνει στους σκοπούς της οδηγίας 92/100 ή της οδηγίας 2006/115, οι οποίοι διευκρινίζονται, αντιστοίχως, στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/100 και στην αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2006/115 και οι οποίοι συνίστανται στη διασφάλιση της συνέχειας του δημιουργικού και καλλιτεχνικού έργου των δημιουργών και των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, διά της προβλέψεως εναρμονισμένης νομικής προστασίας η οποία εγγυάται τη δυνατότητα λήψεως επαρκούς εισοδήματος και αποσβέσεως των επενδύσεων, και, επομένως, στην επίτευξη δέουσας ισορροπίας μεταξύ του συμφέροντος των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων να εισπράττουν αμοιβή λόγω της μεταδόσεως ορισμένου φωνογραφήματος, αφενός, και του συμφέροντος των τρίτων να μπορούν να μεταδίδουν ραδιοτηλεοπτικώς το φωνογράφημα αυτό υπό εύλογες προϋποθέσεις, αφετέρου (πρβλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, SENA, C 245/00, EU:C:2003:68, σκέψη 36).
55 Πράγματι, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι εν λόγω σκοποί πρέπει να επιτευχθούν διά της συνάψεως, επ’ ευκαιρία της ενσωματώσεως των φωνογραφημάτων ή της αναπαραγωγής των φωνογραφημάτων αυτών στα οικεία οπτικοακουστικά έργα, κατάλληλων συμβατικών ρυθμίσεων μεταξύ των κατόχων των δικαιωμάτων επί των φωνογραφημάτων και των παραγωγών των οπτικοακουστικών έργων, ούτως ώστε η καταβολή αμοιβής για τα συγγενικά δικαιώματα επί των φωνογραφημάτων, επ’ ευκαιρία της ενσωματώσεως αυτής, να καθίσταται δυνατή μέσω τέτοιων συμβατικών ρυθμίσεων.
56 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 έχουν την έννοια ότι η εύλογη και ενιαία αμοιβή, την οποία προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις, δεν οφείλεται από τον χρήστη οσάκις αυτός παρουσιάζει στο κοινό οπτικοακουστική εγγραφή περιέχουσα την υλική ενσωμάτωση οπτικοακουστικού έργου στο οποίο ενσωματώθηκε φωνογράφημα ή αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού.
Επί των δικαστικών εξόδων
57 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας, και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας, έχουν την έννοια ότι η εύλογη και ενιαία αμοιβή, την οποία προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις, δεν οφείλεται από τον χρήστη οσάκις αυτός παρουσιάζει στο κοινό οπτικοακουστική εγγραφή περιέχουσα την υλική ενσωμάτωση οπτικοακουστικού έργου στο οποίο ενσωματώθηκε φωνογράφημα ή αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού.

ThanasisΔΕΕ – Πνευματική Ιδιοκτησία