Δικαστική Μεσολάβηση και Επιχειρηματικότητα

Ομιλία της 27/5/2013 «Δικαστική Μεσολάβηση και Επιχειρηματικότητα» στο Εφετείο Αθηνών

Οργάνωση: Εφετείο Αθηνών, Δ.Σ.Α., Νομική Σχολή Παν. Αθηνών

Καλησπέρα σας κι ευχαριστώ για την τιμή της πρόσκλησης

Πολλοί πίστευαν (και προφανώς πιστεύουν) ότι το συνηγορείν και η νοοτροπία των δικηγόρων είναι ασύμβατα με τη διαμεσολάβηση, επειδή οι δικηγόροι είναι εκπαιδευμένοι να υπερασπίζονται τον πελάτη τους αντιμαχόμενοι, με σκοπό να κερδίσουν, κάτι που δεν ταιριάζει στην θεώρηση και όλη ιδεολογία της μη αντιδικίας και της εξώδικης επίλυσης της διαφωνίας. Μάλιστα η θεωρία στη δεκαετία του 1990, υπερασπιζόταν το δόγμα ότι «οι δικηγόροι για τη διαμεσολάβηση είναι ό,τι τα ποδήλατα για τα ψάρια». Επιπλέον, οι δικηγόροι που ενστερνίζονται την εξώδικη επίλυση των διαφορών είναι το αντίστοιχο στο νομικό κόσμο, ενός γιατρού που ασκεί προληπτική ιατρική. Οι προσπάθειες και τα επιτεύγματά τους μένουν στη σκιά έναντι των «ηρώων» που είναι οι χειρουργοί και για το επάγγελμά μας, οι μάχιμοι στο δικαστήριο δικηγόροι και κυρίως οι ποινικολόγοι, που κατά κυριολεξία μας κλέβουν την παράσταση και έχουν πλήρη αποδοχή από το ευρύ κοινό. Η πράξη όμως τους διέψευσε. Τώρα που η διαμεσολάβηση, ειδικά σε άλλα κράτη, αλλά και στην Ελλάδα, κερδίζει έδαφος, οι δικηγόροι καλούνται να συνοδεύσουν, στο δικό μας δίκαιο υποχρεωτικά, να παρασταθούν με τα διαφωνούντα μέρη, στη διαδικασία.

Ο Έλληνας δικηγόρος πριν συνέλθει από το σοκ της εισαγωγής του θεσμού της  ιδιωτικής διαμεσολάβησης στο δικαιΐκό μας σύστημα με το Ν.3898/2010, ήρθε αντιμέτωπος και με την εισαγωγή του θεσμού της δικαστικής μεσολάβησης, του άρθρου 214Β του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 του Ν.4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» και τροποποιήθηκε με το άρθρο 102 του Ν.4139/2013. Βέβαια προάγγελος και της δικαστικής μεσολάβησης υπήρξε η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2008/52/ΕΚ της 21-5-2008 του Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αφού στο άρθρο 3 ορισμοί, ρητά αναφέρεται ότι η έννοια της διαμεσολάβησης, όπως ορίζεται στο άρθρο αυτό περιλαμβάνει και τη διαμεσολάβηση εκ μέρους δικαστή που δεν έχει επιληφθεί τυχόν δικαστικών διαδικασιών σχετικών με την εν λόγω διαφορά. Το σοκ λοιπόν που προανέφερα της εξώδικης επίλυσης διαφορών έχει κυρίως δύο  πηγές. Η πρώτη είναι ότι ο δικηγόρος σπουδάζει, εκπαιδεύεται και συνεπώς γνωρίζει πώς να μάχεται μέσα στα όρια και μέσω του νόμου για τα συμφέροντα του πελάτη του και του ζητείται τώρα να κάνει τη δουλειά του αυτή μέσα από μια διαδικασία που είναι διαμορφωμένη στο να συμφιλιώνει/ συμβιβάζει και ειρηνικά να επιλύει μια διαφορά εκτός δικαστηριακής πρακτικής. Και η κατάσταση αυτή περιπλέκεται ακόμα πιο πολύ εξ αιτίας της αβεβαιότητας των μεθόδων, τεχνικών και της στρατηγικής που θα χρησιμοποιήσει το άλλο μέρος της διαφωνίας, δεδομένου ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στη διαμεσολάβηση έχουν ως στόχο να φτάσουν σε κοινά αποδεκτές λύσεις της διαφοράς, που αντανακλούν όμως για το καθένα το δικό του συμφέρον. Αυτό καθορίζει και το στυλ της υπεράσπισης του πελάτη του, αν θα είναι ανταγωνιστικό ή με πνεύμα συνεργασίας.

Η δεύτερη πηγή είναι ότι οι δικηγόροι έχουν μονοπώλιο στη δικηγορική ύλη και  δεν βλέπουν με καλό μάτι ο,τιδήποτε την περικόπτει ή τους υποχρεώνει να τη μοιραστούν.

Κι εδώ γεννώνται ερωτήματα που ζητούν  απάντηση. Κινδυνεύουν οι δικηγόροι και από την εισαγωγή του θεσμού της δικαστικής μεσολάβησης; Ποιος είναι ο ρόλος τους στη νέα αυτή διαδικασία;  Κερδίζουν ή χάνουν από αυτή; Η σίγουρη απάντηση είναι ότι ο θεσμός θα χάσει αν δεν τον υποστηρίξουν οι δικηγόροι και μόνο όταν οι δικηγόροι κατανοήσουν το θεσμό της διαμεσολάβησης εν γένει, θα μπορέσουν να την προωθήσουν, γιατί είναι γεγονός ότι ο δικηγόρος είναι ο συνδετικός κρίκος του επιχειρηματία με τη γρήγορη εξώδικη επίλυση των διαφορών του, είναι αυτός που θα συμβουλεύσει τον πελάτη του ότι η υπόθεσή του μπορεί να εξετασθεί στα πλαίσια του θεσμού της δικαστικής μεσολάβησης εν προκειμένω, συνδεκτικός κρίκος όμως που εύκολα μπορεί να μεταλλαχθεί σε ανυπέρβλητο εμπόδιο όταν οι δικηγόροι παρεξηγήσουν το θεσμό και το ρόλο τους σ’ αυτόν.

Στην αιτιολογική έκθεση του Ν.4055/2012 αναφέρεται ότι «εισάγεται  ένας νέος θεσμός εξώδικης επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, … ο οποίος δεν αναπτύσσεται «ανταγωνιστικά», αλλά παράλληλα προς τις λοιπές εναλλακτικές μορφές … Η ανάθεση καθηκόντων μεσολάβησης σε δικαστή καλύπτει τις εγγυήσεις αμεροληψίας, ουδετερότητας και ανεξαρτησίας που πρέπει να εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, ένα σύστημα μεσολάβησης. Έτσι εμπεδώνεται καλύτερα η εμπιστοσύνη  των πολιτών στους εξώδικους τρόπους επίλυσης διαφορών και καθίσταται  και ευχερέστερη η προσφυγή τους σε αυτούς…». Συνεπώς έχουμε μια νέα μέθοδο εξώδικης επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, που διεξάγεται μέσα στο  δικαστήριο, με  την παρουσία δικαστή, αφού ο νέος αυτός τρόπος εντάσσεται στα δικαστικά καθήκοντα του δικαστή-μεσολαβητή. Η διαδικασία αυτή έχει αναφορές που γνωρίζει, αναγνωρίζει και αποδέχεται, τόσο ο δικηγόρος, όσο και ο πελάτης, χωρίς αυτό να θεωρηθεί σαν μείον της ιδιωτικής διαμεσολάβησης.

Ως απάντηση στα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω, έχει αποδειχθεί, στην πράξη, στο εξωτερικό βέβαια, αλλά σύντομα ελπίζω και εδώ, ότι μόλις οι δικηγόροι αντιληφθούν τις αποχρώσεις που έχει η διαδικασία της διαμεσολάβησης, (ιδιωτική διαμεσολάβηση και δικαστική μεσολάβηση), αμέσως παίρνουν το ρόλο του συμβούλου και αφήνουν το ρόλο αυτού που αποφασίζει. Αρχίζουν να προβλέπουν τα επιχειρήματα που η άλλη πλευρά είναι πιθανό να θέσει και προτείνουν δημιουργικές επιλογές λύσης των υποκείμενων της διαφωνίας διαφορών και βέβαια ανά πάσα στιγμή συμβουλεύουν και εξηγούν στους πελάτες τους το νόμο, τις συνέπειες ενεργειών τους, την έννοια αυτών που ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης και πρωτίστως τι ακριβώς συνεπάγεται γι’ αυτούς η υπογραφή του συμφωνητικού επίλυσης της διαφοράς.

Στη διαμεσολάβηση, τα μέρη πρέπει να συναποφασίσουν, έχοντας –με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή/δικαστή μεσολαβητή- πλήρως κατανοήσει  τις απόψεις και τα συμφέροντά τους, τις απόψεις και τα συμφέροντα της άλλης πλευράς και την  πραγματικότητα που ζουν και ο ρόλος του δικηγόρου είναι να βρει λύσεις σύμφωνα με το συμφέρον του πελάτη του και να αντιπαρέλθει τα εμπόδια υπογραφής συμφωνητικού επίλυσης.

Ενώ στο Ν.3898/2010 είναι ρητά ορισμένη η υποχρεωτικότητα παράστασης του δικηγόρου στη διαδικασία (άρθρο 8 … παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο), καθώς επίσης και το ότι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες  (άρθρο 10, Απόρρητο της διαμεσολάβησης), δεν υπάρχουν αντίστοιχες ρητές αναφορές περί αυτών στο άρθρο 214Β ΚΠολΔ περί δικαστικής μεσολάβησης. Στην παρ.3 αυτού αναφέρεται ότι «το αίτημα για δικαστική μεσολάβηση υποβάλλεται  από κάθε ενδιαφερόμενο, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου, στον κατά τόπον αρμόδιο δικαστή μεσολαβητή, γραπτώς … η δικαστική μεσολάβηση περιλαμβάνει  ξεχωριστές και κοινές ακροάσεις και συζητήσεις των μερών και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους με τον μεσολαβητή-δικαστή».

Στην παρ.6 ορίζεται ότι «η μεσολάβηση πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να μην παραβιάζει το απόρρητο αυτής».
Στην παρ.5 «Αν τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία συντάσσεται πρακτικό μεσολάβησης. Το πρακτικό υπογράφεται από τον μεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους …».

Επίσης πολλοί θέτουν ως πρόβλημα τον τρόπο αμοιβής του δικηγόρου και επιχειρούν να παρουσιάσουν ότι η εξώδικη επίλυση της διαφοράς θα ζημιώσει το δικηγόρο, αφού δεν θα υπάρχουν πολλά στάδια και πολλές δικαστικές ενέργειες που θα δικαιολογούν αμοιβή για το δικηγόρο. Μήπως πρέπει όμως να αναθεωρήσουμε αυτή τη δοξασία? Είναι γνωστό ότι στις σημαντικού αντικειμένου διαφορές ο δικηγόρος είθισται να αμείβεται με εργολαβικό δίκης. Δεν είναι καλύτερα λοιπόν να λήξει η διαφωνία γρήγορα και άμεσα να του καταβληθεί η αμοιβή του?

Μέσα από το νέο θεσμό εξώδικης επίλυσης διαφορών, οι δικηγόροι θα πρέπει να αντιληφθούν ότι ένα νέο επάγγελμα ανοίγει γι’ αυτούς, αυτό του δικηγόρου στη διαμεσολάβηση/δικαστική μεσολάβηση, αφού τα μέρη νοιώθουν ασφάλεια στη διαδικασία με την παρουσία των δικηγόρων που εμπιστεύονται, απλά οι δικηγόροι πρέπει να κατανοήσουμε το διαφορετικό του ρόλου, τόσο των δικηγόρων, όσο και του δικαστή/μεσολαβητή.

ThanasisΔικαστική Μεσολάβηση και Επιχειρηματικότητα